Κούβα Επιστροφή στην Κούβα – Abusadores

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.663
Likes
50.503
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα

Πήγα στο Περού για δουλειά, είδα την κοπέλα μου, πήγαμε και στην Αργεντινή, λίγες μέρες για διακοπές, μετά είχα κάτι συνεντεύξεις για δουλειά στη Λίμα, ξανά δουλειά σε Βολιβία και Χιλή κι επιτέλους ήταν η ώρα για επιστροφή στα… πάτρια κουβανικά εδάφη μέσω Παναμά, έστω και για μια ημέρα, αφού την επόμενη έπρεπε να πετάξω για Αθήνα (κι από εκεί για Ινδία και Νεπάλ, μιας που μείναμε χωρίς δουλίτσα λόγω εκλογών είπαμε να το διασκεδάσουμε λίγο).

Ζαλιστήκατε; Κι εγώ! Πολλές οι πτήσεις, κενές σελίδες στο διαβατήριο δε μένουν πια (δύο όλες κι όλες και τη μία αναμένεται να τη φάει πάλι κάποια ινδική βίζα) και περίμενα πώς και πώς να κάτσω έστω και μια μέρα στο σπιτάκι μου στην Αβάνα. Περίεργη αίσθηση αυτή που έχεις όταν επιστρέφεις σε ένα γνώριμο αεροδρόμιο, όπου προσγειώνεσαι καμιά εικοσαριά φορές το χρόνο και το νιώθεις σα προθάλαμο του σπιτιού σου.

Η πτήση της COPA προσγειώθηκε μεσάνυχτα, οπότε το αεροδρόμιο ήταν άδειο. Άδειο από επιβάτες δηλαδή, διότι ήταν γεμάτο με τελωνειακούς και άλλους… segurosos που λέει και μια φίλη μου. Κι εκεί που περιμένω τη βαλίτσα μου, έρχεται ένας από αυτούς και ζητά να δει το διαβατήριό μου, κάνει δυο-τρεις ερωτήσεις και φεύγει.

Ήρθε ο σάκος μου, τον πήρα και κάνω να φύγω. Αμ δε! Με ρωτάει μια κυρία πόσον καιρό θα μείνω, της λέω πως ουσιαστικά είμαι τράνζιτ και με στέλνει σούμπιτο σε τρίτο seguroso. Αυτός ρωτάει πιο λεπτομερώς τις διαδρομές μου τον τελευταίο μήνα, δεν του αρέσει που πηγαινοέρχομαι τόσο συχνά και με βάζει στη γραμμή με άλλους τρεις λεβέντες. Δε φαντάστηκα και τίποτε το φοβερό, άλλωστε τέτοια εποχή πάνε και όλοι οι ξένοι φοιτητές στην Αβάνα για την εκκίνηση την έναρξη του νέου εκπαιδευτικού έτους, για παράδειγμα ο διπλανός μου στην πτήση ήταν φοιτητής ιατρικής από τη Γουιάνα, κι επειδή φέρνουν πολλά προϊόντα για πούλημα (φούρνους μικροκυμάτων, τοστιέρες, κινητά, ρούχα κλπ) το αεροδρόμιο είναι τρελάδικο κατά τα μέσα Σεπτέμβρη κυρίως λόγω τελωνείου.

Έλα όμως που εμένα και τους τρεις λεβέντες μας κρατάνε εκτός της ζώνης τελωνείου… Τα φίδια αρχίζουν να με ζώνουν όταν από τις προφορές τους καταλαβαίνω πως κι οι τρεις είναι Κολομβιανοί… Ωχ, με βάλανε με Κολομβιανούς, θα μας κρατήσουνε κανένα πεντάωρο, την έβαψα, ούτε στις 5 δε θα φτάσω στο σπίτι και ήθελα να ξεκουραστώ κιόλας, αύριο έχω 19 ώρες ταξίδι πάλι…

«Λοιπόν!», λέει με βαριά φωνή ο δίμετρος μαύρος με τη μάσκα… γρίπης στο πρόσωπο. «Ποιος από εσάς έχει κάνει χρήση ηρωίνης πρόσφατα;». Κοιτάμε ο ένας τον άλλον με απορημένο ύφος και απαντάμε σα χορωδία «Κανείς». «Ρε αφήστε τα αυτά, πείτε το τώρα διότι αν σας βγάλει θετικούς το μηχάνημα μαύρο φίδι που σας έφαγε, ανιχνεύει για όλο το προηγούμενο οχτάμηνο». Βλέπω τον πιτσιρικά δίπλα μου (ούτε 22 δεν πρέπει να ήταν) να τρέμει… «Ε, κοιτάξτε, τώρα που το λέτε… να δηλαδή, εγώ δεν έχω να κρύψω τίποτε, αλλά να… ίσως έκανα μια χρήση». «Ίσως;;;», λέει ο καλογυμνασμένος μαύρος . «Μάλιστα, ποιος άλλος;», ρωτάει με μια σιγουριά που σπάει κόκκαλα. «Ε, να… κι εγώ…». λέει κι ο δεύτερος .Γυρίζω το κεφάλι μου και γουρλώνω τα μάτια! Κι άλλος;;; Τι γίνεται ρε ΓΜΤ μου, σε πτήση του Εσκομπάρ έπεσα, με τη Heroin Airways πέταξα; «Κι εσείς οι δύο;» ρωτάει εμένα και τον τρίτο Κολομβιανό, του οποίου τα μάτια είναι κατακκόκινα, αλλά το υπόλοιπο πρόσωπο αποπνέει μια ηρεμία. Κι οι δύο ανασηκώνουμε τους ώμους, αλλά μάλλον δεν τον πείθουμε. «Λοιπόν, θα περάσετε όλοι από το μηχάνημα», λέει. Τον ρωτάω αν μπορώ να περάσω πρώτος διότι βιάζομαι, αλλά με βάζει να γυρίσω πίσω στη γραμμή. «Εγώ θα σας πω με ποια σειρά», λέει και ο τόνος του είναι σα νηπιαγωγού που επιπλήττει τα παιδάκια που έσπασαν το βάζο. Κάθομαι πάνω στο σάκο μου, βγάζω το βιβλίο μου και ξεκινάω το διάβασμα, ενώ από μέσα μου ρίχνω κατάρες στους Κολομβιανούς εξαιτίας των οποίων κάθομαι σε ένα άδειο αεροδρόμιο αντί να βρίσκομαι σπίτι να μοιράζομαι την πίτσα Hawaiana μου με τον παπαγάλο της Αλίσια…

Αλλά ούτε το βιβλίο μου θα με αφήσουν να διαβάσω. Έρχεται μια ξανθιά με ένα σκύλο και μου ζητά ευγενικά να απομακρυνθώ από το σάκο μου. «Θα πρέπει να τον μυρίσει ο σκύλος», μου λέει. Ο σκύλος μυρίζει τις αποσκευές όλων αλλά η δικιά μου φαίνεται να του αρέσει πιο πολύ, μέχρι που χώνει τη μουσούδα του μέσα στην μπροστινή θήκη κι αρχίζει να χοροπηδάει σαν τρελός. «Όχι ρε ΓΜΤ, τι φταίω ο άνθρωπος;» σκέφτομαι, αλλά η ξανθούλα με καθησυχάζει: «Έχετε σοκολάτες εκεί ε; Έτσι κάνει όταν βρίσκει σοκολάτες, όλο τέτοιες τον ταΐζουμε… Μπορείτε να ξανακάτσετε». Μάλιστα, ο σκύλος τρώει σοκολάτες κι εγώ περιμένω να τελειώσει η εξέταση του πρώτου Κολομβιανού μπας και μ’ εξετάσουν και μένα, πειστούν πως είμαι καθαρός και πάω σπίτι μου να κοιμηθώ…

Σα να μη μου έφτανε αυτό, έχω και τον Κολομβιανό με τα κόκκινα μάτια να μου μουρμουράει «Εδώ μένετε εσείς; Καλά, πάντα τόσο abusadores είναι; Πρέπει να διαμαρτυρηθούμε!». Τι να διαμαρτυρηθούμε ρε φίλε, μου’ ρχεται να του πω, που από τους τρεις σας οι δύο είναι χρήστες κι εσένα κλαίνε τα μάτια σου λες και σου καθαρίζουν νεροκρέμμύδα; Η Κούβα παίρνει ΠΟΛΥ στα σοβαρά το θέμα της εισαγωγής ναρκωτικών στη χώρα, πριν δυο μήνες πιάσανε δυο Έλληνες με μεγάλες ποσότητες και τους άλλαξαν τα φώτα και είτε το θέλουμε είτε όχι το προφίλ μας ταιριάζει με το κοινό βαποράκι: είμαστε και οι τέσσερεις νέοι, ταξιδεύουμε μόνοι κι απ’ ό,τι κατάλαβα και οι άλλοι τρεις είναι τράνζιτ, πράγμα πολύ ασυνήθιστο για το αεροδρόμιο της Κούβας όπου δεν κάνουν stopover ούτε οι υπάλληλοι της DHL… Και είναι και Κολομβιανοί!

Έρχεται κι η σειρά μου, με φωνάζει ο μαυρούλης μέσα και μου δείχνει ένα μηχάνημα που μοιάζει με αυτά που σου παίρνουν την πίεση, αλλά αντί για πιεσόμετρο στην άκρη έχει μια μεταλλική λαβίδα με στρογγυλή προέκταση κι επένδυση από βαμβάκι. Δε με ρωτάει αν έχω κάνει χρήση, ξέρω ότι το ξέρει πως είμαι ΟΚ, όλοι αυτοί είναι άρτια εκπαιδευμένοι να διαβάζουν από τη γλώσσα του σώματος μέχρι τις συσπάσεις του προσώπου, αλλά αφού με βάλανε στη σειρά θα πρέπει να κάνω κι εγώ το τεστ. Βάζει τη λαβίδα με το μπαμπάκι στην παλάμη μου, τη ζουλάει για κάποια δέκατα κι έπειτα τοποθετεί το υγρό (ιδρώτας; Για υλικό DNA το πήραν; Ποιος ξέρει; Πολλή εξέλιξη η Κούβα μιλάμε) σε μια επιφάνεια που είναι συνδεδεμένη με τον υπολογιστή. «Έτοιμος», μου λέει. «Τι κιόλας έβγαλε αποτέλεσμα;», ρωτάω μπας και μάθω πώς δουλεύει το μαραφέτι. «Ο επόμενος!», λέει αυστηρά. Κάνω να πάρω το σάκο μου και να φύγω αλλά μου γνέφει… «Πού πας εσύ; Εγώ θα σας πω πότε να φύγετε!». Ωχ, ούτε αύριο δε θα φύγουμε…

Ο Κολομβιανός κάθεται στην καρέκλα, κάνει το τεστ κι ακούω τον μαύρο να τον ρωτάει πότε έκανε χρήση. «Εμ, ίσως πριν τέσσερεις μήνες», λέει αυτός τρεμάμενος. «Τι τέσσερεις μήνες ρε; Εδώ δείχνει πως έκανες χρήση την προηγούμενη εβδομάδα!», μάλλον «ψαρεύει» ο μαύρος, σιγά μη λέει το μηχάνημα και τι ομάδα είμαστε. «Ε, καλά, πήρα μια δόση και την Τρίτη…ίσως και την Πέμπτη», λέει ο πιτσιρίκος τρεμάμενος… Ο άλλος με τα κόκκινα μάτια δίπλα μου συνεχίζει το τροπάριο ψιθυρίζοντας εκνευριστικά στο αυτί μου λες κι είμαστε εραστές: «Είδες που είναι abusador; Καλά, απαράδεκτον...». Δεν τον αντέχω και του τη λέω: «Abusador είσαι εσύ κι όλο σου το σόι! Είμαι από τις 8 το πρωί στα αεροδρόμια κι άμα δεν ήσουν εσύ κι οι άλλοι δύο socotrocos τώρα θα έβλεπα κανένα ντοκιμαντέρ για την Ακτή των Χοίρων στο σπιτάκι μου, κατάλαβες;». Σκιάχτηκε και δε μου ξαναψιθύρισε. Ή αναρωτιόταν τι σημαίνει "socotroco" διότι νομίζω πως είναι Habana slang και δεν πρέπει να το χρησιμοποιούν στην Κολομβία...

Πάει κι αυτός για το τεστ αλλά περιέργως το πέρασε. Απορώ κι εγώ γιατί αυτός φαίνεται να έχει καπνίσει ένα καράβι μαύρο, αλλά δε με νοιάζει. Θέλω να πάω σπίτι μου λέμε! Μας δίνουν τα διαβατήριά μας πίσω, αφού σημειώνουν σε ένα μπλοκάκι πού θα κοιμηθούμε. Φυσικά δε μπορώ να μπλέξω την Αλίσια και να πω ότι με φιλοξενεί, αφού δεν έχει άδεια, οπότε δηλώνω πως θα μείνω στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης.

Βγαίνω από το αεροδρόμιο και είναι τρεις η ώρα. Φυσικά όλοι μου οι γνωστοί που δουλεύουν στο αεροδρόμιο έχουν σχολάσει, το ίδιο και οι οδηγοί των τουριστικών λεωφορείων που συνήθως μου κάνουν μια botella (ωτοστόπ) μέχρι το σπίτι. Άντε τώρα να τσακωθώ με τους ταξιτζήδες του αεροδρομίου, είναι και όλοι τους abusadores… Μου κόλλησε η λέξη τώρα και θα τη χρειαστώ πολύ τις επόμενες 24 ώρες… (συνεχίζεται)

_____________________________________________________________
photo by wikipedia.org
Αυτό το αρχείο εικόνας διανέμεται με τους όρους της άδειας Creative Commons / Αναφορά - Παρόμοια Διανομή 3.0 Unported
Βγαίνω έξω, κατάκοπος αλλά έτοιμος για τη "μάχη" με τους ταρίφες.

"Taxi, mister" λέει ο πρώτος, και θέλει 25 CUC, σχεδόν τα διπλά από όσο κάνει κανονικά η κούρσα. "15 γράφει το ταξίμετρο, του λέω", μου γυρνάει την πλάτη και ψάχνει άλλο θύμα. Έρχεται ένας δεύτερος, θέλει 20CUC αυτός. "Αφού το ξέρεις πως το ταξίμετρο θα γράψει 15", του λέω. "Αφού είσαι Κουβανός γιατί δεν είπες στους συγγενείς σου να έρθουν να σε πάρουν;", μου αντιμιλά αυτός. "Άντε ρε...abusadores όλοι σας!".

Βλέπω ένα συνεσταλμένο τύπο να κάθεται καρτερικά δίπλα στο ταξί του, τον πλησιάζω και τον ρωτάω αν θα με πάρει για ένα δεκαπεντάρι. "Ναι, ρε φίλε, τέτοια ώρα που είναι κι εσύ κι εγώ κουρασμένοι είμαστε", λέει και τον συμπάθησα με τη μία. "Μπορεί να αργήσουμε βέβαια", λέει. Να αργήσουμε; 4 η ώρα στην Αβάνα γιατί να αργήσουμε; Μήπως θα μας πιάσει μποτιλιάρισμα; "Στην Πλατεία της Επανάστασης έχουν στήσει τη σκηνή για τη συναυλία του Χουάνες και μπορεί να απαγορεύεται η κυκλοφορία και να χρειαστεί να κάνουμε παράκαμψη".

Πιάνουμε κουβεντούλα, ο τύπος - όπως οι μισοί ταξιτζήδες της Αβάνας δηλαδή - είναι μηχανολόγος, ζούσε μια χαρούλα, μέχρι που μια μέρα έπεσε η Σοβιετική Ένωση και τα μεγαλεία έγιναν περασμένα... "Βασιλιάδες ζούσαμε μέχρι το '89! Μέναμε στη σουίτα του Nacional με 20 CUP! Τσάμπα ήταν", λέει όλο ενθουσιασμό κι αρχίζω να ανησυχώ που αντί να κοιτάζει το δρόμο κοιτάζει εμένα. Δένω τη ζώνη μου γιατί δε μας βλέπω και πολύ καλά, άσε που όλο αυτό το τροπάριο με το πόσο καλή ήταν η οικονομική κατάσταση στην Κούβα το '80 το ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Να δεις που θα μου πει και για το πόσο φτηνό ήταν το ζαμπόν, τώρα. "Και ξέρεις και κάτι άλλο; Το κρέας ήταν πάμφθηνο! Μια κονσέρβα με ζαμπόν από την Τσεχοσλοβακία έκανε 0,23! Ναι, εικοσιτρία λεπτά, όπως στο λέω!". Δε σας το' πα; Τώρα θα μου πει και για τα κλαμπ... "Αμ η διασκέδαση; Κάθε βράδυ έβγαινα με 20CUP, έβγαζα την κοπέλα μου, τρώγαμε, πίναμε, πηγαίναμε και σ' ένα ξενοδοχείο και γύριζα και με ρέστα!". Μα καλά, μάγος είμαι; Μπα, απλά έχω πάρει πολλά ταξί στη ζωή μου...

"Ο τουρισμός πώς πάει τελευταία;", ρωτάω μπας και αλλάξει συζήτηση διότι με μελαγχολεί το όλο θέμα. Είναι θλιβερό ένας λαός ολόκληρος να αναπολεί τις τιμές προ εικοσαετίας... "Δεν κινείται τίποτε, αλλά είναι και χαμηλή σεζόν τώρα, μωρέ. Αλλά δε βλέπω τους φανς του Juanes να έρχονται". Σιγά μην έρθουν οι φανς του Juanes μέχρι την Αβάνα να τον δουν, αντιλέγω. Οι μισοί τον έχουν δει στη χώρα τους, τα αεροπορικά είναι ακριβά, άσε που το κοινό του είναι κοριτσάκια κάτω των 12 ετών, σιγά μην τις αφήσει οι μαμά τους. "Είναι και οι Aμερικανοκουβανοί", λέει ο ταρίφας. "Τρομοκρατούν τον κόσμο, να μην έρθουν στην Κούβα, ότι θα τους κλέψουμε, ότι έχει εγκληματικότητα... ΑΗΔΙΕΣ! Ορίστε, εσύ που μένεις εδώ βλέπεις κανένα κίνδυνο;". Άμα βλέπω λέει; Το χάρο με τα μάτια μου είδα! Τι στροφή ήταν αυτή που πήρε στην Paseo ο τύπος με 100χλμ/ώρα; Ευτυχώς φτάσαμε και το νυχτοκάματο του τρόμου με βρήκε ζωντανό. Δίνω στον τύπο άλλα 5CUC γιατί ήταν συμπαθέστατος και του αξίζει να πάρει μια κονσέρβα ζαμπόν. Μου σφίγγει το χέρι και μου λέει όλο αισιοδοξία "Θα' ρθουν καλύτερες ημέρες! Θα δεις! Θa πέσει και το εμπάργκο τώρα και θα ζούμε όπως πριν!". Καλά κρασιά... άμα πέσει το εμπάργκο εγώ θα βγω στη Μαλεκόν ξεβράκωτος...

Μπαίνω στο ξενοδοχείο και χαιρετάω τους αχθοφόρους και τη ρεσεψιονίστ. "Παιδιά σας πειράζει να αράξω στο σαλόνι των VIPs για 4-5 ώρες;", ρωτάω. "Έτσι κι αλλιώς μέχρι τις 10 δεν ανοίγει, θα αράξω στον καναπέ για έναν υπνάκο γιατί αύριο έχω υπερατλαντική πτήση. Είναι 4 η ώρα και δε θέλω να ξυπνήσω τη σπιτονοικοκυρά μου, κρίμα είναι". Η Έλσα με κοιτάει με μισό μάτι. "Και γι' αυτό βρε abusador πρέπει να σου ανοίξουμε και το σαλόνι VIP; Που ούτε ένα δώρο δε μου έφερες από το Περού;". Abusador εγώ; Ε, όχι! Ανοίγω το σάκο μου και βγάζω ένα μαλλιαρό κουκλάκι λάμα, το ήξερα ότι κάπου θα μου χρειαζόταν. "Ορίστε, για το γιο σου", λέω, ενώ με έκπληξη βλέπω ότι η Έλσα αντί να μου δώσει το κλειδί για το σαλόνι, μου κάνει κανονικό check-in και μάλιστα σε σουίτα. "Μέχρι τις 12 να έχεις βγει και τσιμουδιά, μη με απολύσουν κιόλας!". Πηδάω πάνω στη ρεσεψιόν, της δίνω ένα φιλί και πάω προς το δωμάτιο.

Θυμάμαι να αγοράσω μια κάρτα wi-fi από τις τηλεφωνήτριες. Είναι η Μπεατρίς στο τηλέφωνο που σηκώνεται και με αγκαλιάζει, από τις συμπαθέστερες φυσιογνωμίες στην Κούβα είναι η κοπέλα. Με ρωτάει πώς τα πέρασα, αν έδωσα χαιρετίσματα στην κοπέλα μου εκ μέρους της κι αν είμαι κουρασμένος. "Πτώμα είμαι... Καμιά κάρτα wi-fi έχουμε;". Συνοφρυώνεται και μου λέει πως έχει κακά νέα... "Χάλασε ο μετρητής του ίντερνετ πάλι... Δηλαδή το ίντερνετ είναι τσάμπα". ΤΣΑΜΠΑ;;; Σιγά μην κοιμηθώ! Θα κάτσω όλο το βράδυ να μπω στο travelstories, αντί να πληρώνω 10 ευρώ την ώρα... Άρχοντας!

Μετά από μια ώρα σερφάρισμα την κάνω για ύπνο. Ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω κάτι ζουλού στο Μαϊάμι να καίνε κάτι ομοιώματα του Juanes που είναι "προδότης και κομουνιστής". Μάλιστα... Επίσης μπορεί να τρώει παιδιά για πρωινό, να είναι εγγονός του Χίτλερ και να μην σηκώνει το καπάκι όταν κατουράει, αει στο διάολό πια με τους Αμερικανοκουβανούς... Βρωμο-abusadores! Zζζζζ, επιτέλους με πήρε ο ύπνος.
Ξυπνάω κατά τις δέκα παρά πέντε, στο τσακ το προλαβαίνω το πρωινό. Βάζω μια βερμούδα της κακιάς ώρας, τα παπούτσια χωρίς κάλτσες και κατεβαίνω τρέχοντας. Η κοπελιά στο ταμείο με γνωρίζει και με αφήνει να περάσω με ένα χαμόγελο. «Πολύ καλημέρα, Χόρχε. Μου είπαν πως έλειπες… Τι καλό μας έφερες;». Τι καλό έφερα; Είμαι και με την τσίμπλα στο μάτι και δε θυμάμαι τι στοκ έχω από το Περού… Α, θυμήθηκα! «Έφερα παιδικά παζλ», λέω. «Αύριο θα σου φέρω ένα, πόσο χρονών είναι η κορούλα σου;». Στραβομουτσουνιάζει. Έχει γιο και είναι 17. Την πάτησα. Δε βαριέσαι, πάω να φάω και θα σκεφτώ κάτι άλλο. Πιάνω το κούτελό μου προσπαθώντας να θυμηθώ ποια είναι αυτή που έχει πεντάχρονο κοριτσάκι, μεγάλη ήττα έφαγα… Μα κι αυτή, 35 χρονών κοπέλα έχει κοτζάμ γαϊδούρι γιο, αμάν κι αυτοί οι Κουβανοί, σαν κουνέλια γεννοβολάνε από τα 17 τους...

Όλα τα κακά έχουν τα ξενοδοχεία σε σχέση με το σπίτι της Αλίσια, αλλά το πρωινό πετάει. Μάλιστα πετάνε και ορισμένα από τα φαγητά του πρωινού και καταλήγουν στην τσέπη της μασέρ του γυμναστηρίου, που –λίγα λεπτά πριν κλείσει ο μπουφές- κατέβηκε για να βάλει όσα περισσότερα τυροπιτάκια γίνεται στην τσέπη της. Ωραία, δεν είμαι ο μόνος τσαμπατζής εδώ μέσα. Μου χαμογελάει και αρχίζει να βουτάει και τα βουτυράκια ατάραχη. Μετά θα έρθουν κι οι σεκιουριτάδες να ταράξουν τα λουκάνικα. Οι σερβιτόροι έχουν κάνει την επιδρομή τους προτού ανοίξει το πρωινό...

Αφού τρώω τον αγλέουρα, κάνω ένα ντουσάκι, επιστρέφω το κλειδί στην Έλσα που ολοκληρώνει τη δωδεκάωρη βάρδια της και προσπαθώ να οργανώσω την ημέρα μου. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: μας μένουν περίπου 9 ώρες μέχρι την ώρα που πρέπει να πάω στο αεροδρόμιο. Πρέπει να βρω δωμάτιο για μια συμφορουμίτισσα που θα έρθει την άλλη εβδομάδα, μετά να μιλήσω με την Αλίσια, να αλλάξω χρήματα, να χαιρετήσω δυο φίλους και να μιλήσουμε για δουλειές και κάποια στιγμή στο ενδιάμεσο να φάω και κάτι. Α, έχω και δυο δουλειές στην παλιά πόλη. Α, και να ανανεώσω την τηλεφωνική μου κάρτα και να ρωτήσω στο Αλλοδαπών για τη βίζα μου. Α, και... ωχού δε βαριέσαι, για προγράμματα είμαστε τώρα...

Ας ξεκινήσουμε από την Αλίσια, ας την πάρουμε ένα τηλέφωνο να δούμε τι κάνει Πηγαίνω στον πρώτο κερματοδέκτη και φυσικά είναι χαλασμένος. Ο διπλανός, το ίδιο. Ο τρίτος έχει καμιά δεκαριά άτομα ουρά, οπότε τζίφος. %^&^$%^ τις τηλεπικοινωνίες μου στην Αβάνα. Περπατάω ένα τέταρτο για να φτάσω στο δημόσιο τηλέφωνο μπροστά από τον κουρέα μου. Με βλέπει και χαιρετάει. «Πότε θα έρθεις για κούρεμα;», ρωτάει. Καλό παιδί και καλός κουρέας, παραδοσιακός με λεπίδα και ψαλιδάκια. Του είπα να του φέρω μια κινέζικη μηχανή για να κάνει τη δουλειά του και μόνο που δε με έβρισε. «Ρε εμάς μας αρέσουν τα μπελαλίδικα. Τι νομίζεις ότι τον έχουμε το Φιντέλ εκεί πάνω; Επειδή είμαστε μαζόχες. Άμα θέλαμε τα εύκολα, θα βγάζαμε τον Μας Κανόσα». Δε θέλω να του πω ότι ο Μας Κανόσα απεβίωσε προ ετών και τον βγάλω από τον ουτοπικό παράδεισό του. Επίσης υπάρχει και η μικρή λεπτομέρεια ότι το Φιντέλ δεν τον ψηφίζουν ακριβώς... Λεπτομέρειες.

Πληκτρολογώ τον κωδικό μου στο τηλέφωνο. Πώς ξέρεις ότι έχεις παραμείνει καιρό στην Κούβα και ήρθε η ώρα να φύγεις; Όταν έχεις μάθει απέξω τον δωδεκαψήφιο κωδικό της προπληρωμένης τηλεφωνικής κάρτας σου απέξω! Φυσικά οι κλήσεις είναι σε τοπικό νόμισμα, όπως άλλωστε και το κούρεμα, ψίχουλα δηλαδή. Με 0,13 ευρώ κάνεις ένα κούρεμα ακόμη χειρότερο κι από το δικό μου και με λιγότερο από 0,25 ευρώ μιλάς για μια ώρα... Λογικό να έχουν ουρές οι κερματοδέκτες σε μια χώρα που οι μισοί πολίτες είναι άεργοι και έχουν τα τηλέφωνα επιδοτούμενα...

Χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούγεται η κουρασμένη φωνή της Αλίσια. «Πού ήσουν βρε παλιόπαιδο όλο το βράδυ; Σε περίμενα!». Σιγά μη με περίμενε, όσα χρόνια την ξέρω, όποτε και να γυρίσω στο σπίτι τη βρίσκω να κοιμάται στην κουνιστή της πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Καμιά μέρα θα πεθάνει ο πρόεδρος, θα μπουκάρουν οι γιάνκηδες, θα πέσει η κυβέρνηση, θα γίνει κοσμογονία κι η Αλίσια ακόμη θα κουνιέται μπρος-πίσω. Το καλό πάντως είναι πως όντως το πιστεύει πως με περίμενε.

«Ε, άργησε η πτήση, μετά μας κράτησαν και για έλεγχο ναρκωτικών στο αεροδρόμιο, άργησα κι είπα να μη σε ξυπνήσω. Όλα καλά εκεί; Δε θα προλάβω να έρθω, πετάω σήμερα.» Μια μικρή παύση υποδηλώνει την απογοήτευσή της, ξέρω πως χαίρεται πολύ όταν είμαι στο σπίτι, ειδικά από τότε που ο Πέπε έφυγε για τα ξένα. «Και πού πας παιδάκι μου;», ρωτάει. «Κοίτα, έχει εκλογές στην Ελλάδα και πρέπει να πάω να ψηφίσω. Αν και μάλλον τελικά θα τους γράψω όλους και θα πάω στο Νεπάλ.» Νέα παύση, μάλλον τη μπέρδεψα με το Νεπάλ… «Λαπάλ; Πού είναι αυτό; Στα ανατολικά είναι σίγουρα. ε; Πρόσεξε μη σε τυλίξει καμία από αυτές τις κατάμαυρες εκεί, κακομοίρη μου. Μη μου φέρεις καμιά αραπίνα στο σπίτι…».

Πάει, τα έχει χάσει η Αλίσια… Κάποτε έφταιγε το εμπάργκο, μετά ο Φιντέλ, τώρα ό,τι και να πεις φταίνε οι μαύροι από τα ανατολικά. Την αφήνω να συνεχίσει το ποίημα διότι τα τηλέφωνα είναι επιδοτούμενα και δεν κοστίζουν τίποτε και τέτοιο σόου δε χάνεται. «Με ακούς; Και είναι και βρωμιάρες! Ούτε πλένουν, ούτε καθαρίζουν. Βρε ούτε απορρυπαντικό δε χρησιμοποιούν, με το σαμπουάν για τις ψείρες πλένουν, αυτό που μοιράζουν με το κουπόνι». Καλά αυτό το σαμπουάν σταμάτησαν να το μοιράζουν το 1987... Τη ρωτάω αν ολοκλήρωσε, της λέω ότι το Νεπάλ είναι στην Ασία και φαίνεται να ησυχάζει.

"Και να σου πω βρε Χορχίτο, εσύ που τα ξέρεις όλα", λέει όλο νάζι και ξέρω ότι κάτι κακό έρχεται... Είναι και abusadora η Αλίσια...
-Εσύ που έχεις όλες τις διασυνδέσεις κι όλοι λένε τα καλύτερα, γιατί τα καλύτερα λένε. Αφού προχθές μιλούσα με τον πρόεδρο της γειτονιάς…
-Αλίσια, δε μου λες τι θέλεις, έχω να πετάξω κιόλας σήμερα…
-Ναι, λοιπόν θυμάσαι που έρχεται ο Πέπε με την Κριστίνα; Και είναι και έγκυος η κοπέλα. Λοιπόν, μου έστειλε 400$ για να πάρω ένα air-condition, διότι είναι έγκυος η Κριστίνα και δεν κάνει να σκάσει από τη ζέστη έτσι δεν είναι; Εγώ λοιπόν βρήκα ένα και το αγόρασα, ξέρεις τώρα, στα μαγαζιά δεν τα πουλάνε, απαγορεύεται και είναι δύσκολο να βρει κανείς ακόμη και στη "μαύρη". Μετά όμως βρήκα ένα φτηνότερο με 300$, οπότε συμφώνησα να πουλήσω ξανά για 400$ το πρώτο και πήγα να αγοράσω το φτηνότερο. Αλλά όταν πήγα να το πουλήσω, ο αγοραστής εξαφανίστηκε! Κι έτσι έμεινα με δυο air condition και χρωστάω και λεφτά…

Ψιλοζαλίστηκα έτσι που τα είπε, αλλά νομίζω ότι έχω αρχίσει να καταλαβαίνω πού το πάει…

-Δηλαδή γιαγιά, σου έστειλε ο Πέπε 400$ για air-condition από το υστέρημα του στη Βαρκελώνη, εσύ το πούλησες για να πάρεις φτηνότερο και να τσεπώσεις τα 100$ της διαφοράς; Αυτό μου λες;
-Αμάν βρε αγόρι μου, πώς τα απλοποιείς όλα! Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα των ανδρών; Ότι δεν έχουν συνθετική σκέψη, όλα πρέπει να είναι απλά! Δηλαδή καμία ευελιξία στον τρόπο σκέψης, αυτό έλεγα και στον τέταρτο άνδρα μου…
-Καλά, καλά. Και τώρα τι θες να κάνω εγώ;
-Ε, να βρε Χορχίτο, επειδή τελικά δεν κατάφερα να πουλήσω το πρώτο… μήπως… να δηλαδή, εσύ που τους ξέρεις όλους και όλοι λένε τα καλύτερα, γιατί σε εμπιστεύονται, ξέρεις ο κόσμος εμπιστεύεται ένα υπεύθυνο παιδί σαν κι εσένα, όλοι για ένα κούτελο ζούμε…
-Δε μου το λες ευθέως διότι δεν έχω και συνθετική σκέψη εγώ;;;
-Ε να… μήπως ξέρεις κανέναν που να θέλει να αγοράσει ένα air-condition;
-Εγώ; Πού να τον ξέρω; Τι είμαι, μαυραγορίτης κλιματιστικών;

Γούστο θα έχει να με μπαγλαρώσουν τώρα. Η αγοραπωλησία κλιματιστικών απαγορεύεται, τελεία και παύλα. Η Αλίσια πάντως αρχίζει να κλαίγεται. Της λέω πως δεν προλαβαίνω, έχω να πετάξω σήμερα κιόλας, αλλά είναι ανένδοτη.
-Βρες κάποιον στο αεροδρόμιο! Τις αεροσυνοδούς, έχουν χρήματα αυτές! Θα τους κάνω κι έκπτωση! Αν έρθει ο Πέπε την άλλη εβδομάδα και δεν έχει air-condition για την Κριστίνα θα με καρυδώσει… Κι είμαι γριά γυναίκα… Θα πάθω κανένα εγκεφαλικό… Πώς θα το αντέξεις να ξέρεις πως φταις εσύ…

Φταίω κιόλας! Δηλαδή εγώ τώρα έχω 7 ώρες να βρω αγοραστή για κλιματιστικό στη μαύρη αγορά. Τι τραβάω ο λαθρομετανάστης… Όσο γι’ αυτή την ιδέα με τις αεροσυνοδούς, τη βρίσκω καταπληκτική. Θα μπω στο αεροπλάνο και θα ρωτήσω «Για την 7C πώς πάω; Α, μάλιστα. Να σας πω, μήπως θέλετε κι ένα παράνομο κλιματιστικό;». Τέλος πάντων, της λέω πως θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά τη βλέπω να σκάει από τη ζέστη η Κριστίνα. Ε κι αυτή, 7 μηνών έγκυος ήθελε υπερατλαντικό στην Καραϊβική…

Με το που κλείνω το τηλέφωνο πετάγερται από το κουρείο ένας σαραντάρης μουλάτος με πράσινα μάτια.
-Ρε φίλε, όχι πως κρυφακούω δηλαδή, αλλά να, μιλάς δυνατά και… μήπως ψάχνεις κλιματιστικό; Πουλάω το δικό μου!
-Όχι ρε σύντροφε, ευχαριστώ.
-Είναι καλό, όχι ρώσικο. 320$ μόνο. Και σου κάνω και την εγκατάσταση!
-Δε με ενδιαφέρει ρε φίλε…
-Εντάξει 290$ και τη μεταφορά! Καλά μιλάμε για φοβερό κλιματιστικό, λέει ψιθυριστά μη μας ακούσει και κανείς.
-Ρε δε θέλω λέμε! Εγώ πουλάω, δεν αγοράζω!, του φωνάζω.

Ε, τι το’θελα να φωνάξω, έρχεται κι ο κουρέας. «Χορχίτο, το παιδί είναι εμπιστοσύνης, πουλάει καλό πράγμα». Πού εμπλεξα, πάλι; Είδα κι έπαθα να τους ξεφορτωθώ.

Πάω στην παλιά πόλη μπας και βρω αγοραστή και κάνω και καμιά δουλειά...
Ο καιρός είναι άψογος και δε με πειράζει καθόλου να περπατήσω μέχρι την οδό 23, απ’ όπου το ωτοστόπ για την παλιά πόλη είναι θέμα λεπτών. Μέσα στο Lada που με πήρε, η δεκαεξάχρονη κόρη του οδηγού –που κάθεται δίπλα μου στο πίσω κάθισμα- μου πιάνει την κουβέντα.
-Πιστεύετε πως η καριέρα του ηθοποιού είναι αξιόλογη επιλογή;», με ρωτάει.
-Ε, τι να σου πω, γιατί όχι, αν σου αρέσει κι έχεις κλίση, απαντώ γενικολογώντας.
-Α, γιατί εδώ ο πατέρας μου λέει να γίνω με το ζόρι νοσοκόμα κι εγώ δεν μπορώ τα αίματα…, λέει. Αφήστε που μου είπαν πως έχω πολύ ταλέντο.

Αν το ταλέντο είναι αντιστρόφως ανάλογο του μήκους της φούστας, η κοπέλα πρέπει να πάρει τρεις Χρυσές Σφάιρες άμεσα, διότι φαίνεται και το κυλοτάκι της. Προσπαθώ να μην κοιτάω, την ώρα που παρεμβαίνει ο οδηγός πατέρας:
- Οι ηθοποιοί πεινάνε. Άσε που στην αρχή μη νομίζεις πως κάνεις και τίποτε. Για τα πρώτα 15 χρόνια θα κάνεις την κομπάρσο. Μετά άλλα δέκα χρόνια μέχρι να αποκτήσεις διασυνδέσεις με κανέναν σκηνοθέτη… τι το θες, πριν τα 45 δε θα έχεις φάει ούτε ένα πιάτο ψωμί. Ενώ οι νοσοκόμες, όσο να’ ναι απορροφούνται αμέσως κι έχουν προοπτικές.
- Ναι, τις ξέρω τις προοπτικές σου, μπαμπά… Να παντρευτώ ένα γιατρό! Αχ καλέ με έχει τρελάνει με τους γιατρούς… Λες και χάθηκαν τα υπόλοιπα επαγγέλματα, λέει και χαϊδεύει τον μηρό της. Εσείς ας πούμε τι δουλειά κάνετε; Με ρωτάει όλο νάζι…
- Εγώ… Να εγώ… Εγώ εδώ κατεβαίνω, να είστε καλά, ευχαριστώ για τη βόλτα, λέω και δίνω 10 κουβανέζικα πέσος στον πατέρα, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στα σοκολατί πόδια της επίδοξης ηθοποιού. Καλή σταδιοδρομία…
- Να’ σαι καλά αγόρι μου, λέει ο πατέρας. Σταδιοδρομία κι ένα γιατρό για γαμπρό. Αυτά και την υγειά μας να’ χουμε κι όλα τα’ άλλα θα βρεθούν, λέει ο οδηγός.

Μέσα σ’ αυτά που θα βρεθούν να σημειωθεί κι ένα χερούλι για την πόρτα του Lada, γιατί μου έμεινε στο χέρι. Το επιστρέφω στον πατέρα οδηγό που φαίνεται να το έχει συνηθίσει… Ας συνηθίσει και στην ιδέα ότι η κόρη του θα παντρευτεί κανέναν σκηνοθέτη γιατί έτσι πεταχτούλα που είναι στη σχολή νοσηλευτικής δεν μπαίνει εκτός κι αν στις εισαγωγικές υπάρχει μάθημα «μπουτολογίας».

Κατεβαίνω την πολύβουη Obispo. Καθημερινή σήμερα και όλοι είναι στους δρόμους ψωνίζοντας, καπνίζοντας, κάνοντας καμάκι και χαζεύοντας. Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση επιμένει πως η ανεργία είναι στο 2,50%...

Αφήνω το τουριστικό κομμάτι της παλιάς πόλης και κατευθύνομαι προς την οδό Cuba. Στρίβω δυο τετράγωνα, περνάω ένα ζητιάνο έξω από την Εκκλησία των Ευαγγελιστών και ανεβαίνοντας μια παλιά μαρμάρινη σκάλα με σπασμένη κουπαστή, φτάνω στον προορισμό μου: στο αρχηγείο του Λουισίτο, του μοναδικού ανθρώπου που σκέφτομαι πως μπορεί να θέλει να αγοράσει το κλιματιστικό της Αλίσια.

Ένας μαύρος που φαίνεται να βγήκε από το Πράσινο Μίλι μου χαμογελά. «Να πως στο Λουισίτο πως ήρθατε;», με ρωτάει ευγενικά και νιώθω λες και ήρθα να δω καμιά διασημότητα. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι διασημότητα ο άνθρωπος, διότι είναι από τους γνωστότερους μαυραγορίτες στην πόλη. «Ο Λουισίτο θα σας δεχθεί αμέσως», λέει ο θεόρατος μαύρος.

Μου ανοίγει μια πόρτα και κατευθύνομαι στο σαλόνι του Λουισίτο. Ο αυτοκράτορας της μαύρης αγοράς κάθεται στο θρόνο του, μια χειροποίητη μαύρη καρέκλα. Δεν κρατάει το σύνηθες πούρο, αλλά έχει ένα χαμόγελο χιλίων καρατίων, με τουλάχιστον τέσσερα χρυσά δόντια να γυαλίζουν στο ημίφως που μπαίνει από τις ξύλινες γρύλιες πίσω του. Αν υπάρχει κάτι που να υποδηλώνει πως κάποιος Κουβανός είναι πλούσιος σε χρήμα αλλά φτωχός σε επίπεδο, είναι τα χρυσά δόντια.

- Από πότε προσέλαβες και πορτιέρη ρε μπαγάσα; τον ρωτάω, κοιτώντας τον να καμαρώνει με τα μεγαλεία του.
- Α, ο φίλος μου ο Χόρχε ο Έλληνας… Καιρό είχαμε να σε δούμε, Χορχίτο. Προχθές σε θυμόμουν με τον Λεό και λέγαμε ότι έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου… Ούτε μια επίσκεψη στο φίλο σου το Λουισίτο; Δεν πιστεύω να είσαι ακόμη θυμωμένος για εκείνη τη λεπτομέρεια με τις ελιές Καλαμάκας…

Από την Καλαμάτα ήταν ελιές κι όχι από την Καλαμάκα, αλλά δε θέλω να τη θυμάμαι εκείνη την ιστορία και την προσπερνάω.
- Λοιπόν; Έχεις και πορτιέρη; Μεγαλοπιαστήκαμε; Επιθεωρώ το χώρο και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πόσο πιο προσεγμένος είναι από τότε που ζούσα στο από κάτω διαμέρισμα…
- Κοίταξε, ο Λουισίτο εξελίσσεται, ποτέ δε μένει στάσιμος. Η επιχείρηση του Λουισίτο επεκτείνεται… Πώς το έλεγε ο Μπουσκάλια… «Το θέμα είναι να έχεις στόχους και να τους ανανεώνεις συνεχώς».

Το ότι κάθε τρεις και λίγο αναφέρεται στον Μπουσκάλια είναι παλιό χούι. Σχεδόν όλη η παλιά Αβάνα στοιχηματίζει πως ο Λουισίτο έχει διαβάσει ένα βιβλίο όλο κι όλο στη ζωή του, αυτό του Μπουσκάλια. Το καινούριο χούι είναι αυτό το να αναφέρεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο: ο Λουισίτο νομίζει, η επιχείρηση του Λουισίτο σκίζει, ο Λουισίτο σε χαιρετά, ο Λουισίτο το ένα, ο Λουισίτο το άλλο. Το «εγώ» δεν υπάρχει πλέον στο λεξιλόγιό του. Το ψώνιο πάει σύννεφο, αλλά δεν έχω χρόνο για τη μεγαλομανία κι επιδειξιμανία ενός ανθρώπου που ούτε συμπαθώ, ούτε εκτιμώ. Κι έχει δίκιο, είμαι θυμωμένος για την υπόθεση με τις ελιές Καλαμάτας…

- Λοιπόν, Λουισίτο… Να σου πω την αλήθεια βιάζομαι λίγο. Βασικά ήρθα να σε ρωτήσω εάν ενδιαφέρεσαι για…
- Α, Χορχίτο… ξέχασες τους τρόπους σου μου φαίνεται! Θα μιλήσεις για μπίζνες με το Λουισίτο χωρίς να κάτσεις να πιεις ένα ρουμάκι; Λέει κι αρχίζει να με εκνευρίζει το τρίτο ενικό. Κάνει να βγάλει ένα μπουκάλι με ρούμι, αλλά του θυμίζω πως δεν πίνω αλκοόλ. Το είχα ξεχάσει… δεν πίνεις. Αλλά δεν μπορεί αν τα θυμάται και όλα ο Λουισίτο. Άλλωστε από τότε που μετακόμισες στα δυτικά της πόλης ούτε μια επίσκεψη δεν έρχεσαι… Κι έχω να σου κάνω αρκετές προτάσεις. Η επιχείρηση του Λουισίτο πάντα ενδιαφέρεται για ξένους που πηγαινοέρχονται στη χώρα. Κι εσύ είσαι και δικό μας παιδί, υπάρχει εμπιστοσύνη… Και… ο Λουισίτο πληρώνει καλά, όπως ξέρεις.

Δεν το ξέρω και δε θέλω να το μάθω. Δε με αφορά ούτε ο Λουισίτο ούτε η καταπληκτική του πρόταση, που σίγουρα έχει να κάνει με το λαθρεμπόριο, το τελωνείο και την εισαγωγή προϊόντων από τον Ισημερινό ή το Μεξικό. Να μου λείπει το βύσσινο.

- Ξέρεις Λουισίτο, εγώ δεν έχω χρόνο για τέτοια πράγματα… Έχω δουλειές και δε θέλω και φασαρίες με το Αλλοδαπών. Βασικά ήρθα να σε ρωτήσω σχετικά με…
- Χαχα, ο Χορχίτο είναι ακόμη θυμωμένος για δέκα ελιές; Δεν το πιστεύω, νόμιζα πως θα το είχες ξεπεράσει… Έλα τώρα, παραδέξου το, μου κρατάς κακία για ένα μάτσο ελιές; Εδώ μιλάμε για σοβαρές μπίζνες κι εσύ έχεις μείνει στις ελιές;

Το θέμα δεν ήταν οι ελιές, αλλά γενικώς ο τρόπος του Λουισίτο. Μου είχε ζητήσει να του βρω ελιές Καλαμάτας, πέρασα τα χίλια μύρια για να καταφέρω να τις φέρω από την Ελλάδα και να τις περάσω χωρίς απώλειες από ένα από τα χειρότερα τελωνεία στον πλανήτη, μόνο και μόνο ως χάρη στο Λουισίτο που τις ήθελε για «μια επείγουσα προσωπική χάρη προς έναν εξαιρετικό φίλο». Φαντάστηκα πως θα ήταν δώρο για κάποιον διπλωμάτη ή κάποιον από τους μικροαπατεώνες με τους οποίους συναλλάσσεται, μέχρι που πήγα να φάω στο καλύτερο παράνομο paladar της Guanabacoa με την κοπέλα μου. «Κοίτα, έχουν και ελληνική σαλάτα στο μενού», ανέκραξε και όταν έφθασε η σαλάτα, περιλάμβανε και ελιές Καλαμάτας. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη ευγενικά πού τις βρήκε και μου είπε πως «τα πάντα βρίσκεις στη μαύρη αγορά σήμερα, αλλά κοστίζουν… Είναι ένας τύπος στην
Παλιά Αβάνα… 60 δολάρια το κιλό μου τις έδωσε, αλλά χαλάλι τους, όλοι εντυπωσιάζονται, ειδικά οι διπλωμάτες! Με τα οκτώ κιλά που πήρα, θα έχω για αρκετό καιρό ακόμη… Άσε που τώρα μου είπε πως θα φέρει και φέτα». 50 δολάρια επί οκτώ κιλά μας κάνει 480$ κέρδος για τον Λουισίτο για κάτι το οποίο δεν του ζήτησα χρήματα –παρά τον απίστευτο μπελά- επειδή ήταν «για δώρο για έναν σπέσιαλ φίλο του». Όταν την επόμενη μέρα τον πήρα τηλέφωνο, πριν τον ρωτήσω για τις ελιές, με ρώτησε αν θα μπορούσα να φέρω και καμιά δεκαπενταριά κιλά φέτα «για ένα φίλο πρέσβη Αφρικανικής χώρας, ως προσωπική χάρη»… Τελικά πρέπει να με θεωρούσε τελείως ηλίθιο…

Προσπαθώ να αποφύγω τι θέμα με τις ελιές.
- Λοιπόν, πρόκειται για ένα κλιματιστικό…
- Κλιματιστικό; Εννοείς air-condition; λέει με απίστευτα κακά επιτηδευμένη αμερικάνικη προφορά. Φίλε, ο Λουισίτο έχει απ’ όλα… Κλιματιστικά, εντοιχισμένους φούρνους μικροκυμάτων, κουρευτικές μηχανές, ανταλλακτικά για μοτοσικλέτες…
- Όχι, δεν κατάλαβες, θέλω να το πουλ…
- Ακολούθησέ με, θα σου δείξω κάτι που μόνο ο Λουισίτο έχει… λέει και με παίρνει από το χέρι.

Κατεβαίνουμε στην αποθήκη… Έχω ξαναπάει σε αυτή την αποθήκη, έχει τα πάντα, δε θα εκπλαγώ αν βρω και το Φιντέλ καμιά μέρα εκεί…. Μου δείχνει ένα απίστευτα μεγάλο κλιματιστικό και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι. Η αλήθεια είναι ότι απορώ πού το βρήκε. Τέτοια κομμάτια μόνο στα φορτία των ξενοδοχειακών ή των στρατιωτικών κοντέινερ μπορεί να βρει κανείς και πρέπει να έχει κάνει κάποια χοντρή παρανομία.

- Δεν υπάρχει πουθενά στην Κούβα τέτοιο πράγμα… Μόνο ο Λουισίτο το έχει…παραδέχεισαι; Κι εσύ μου κρατάς μούτρα για τις ελιές;
- Λουισίτο, δε σου κρατάω μούτρα. Θέλω μόνο να αγοράσεις ένα κλιματιστικό που μου έχει ξεμείνει… Είναι για χάρη. Πραγματική, όχι σαν τις δικές σου.
- Είναι καινούριο; Γιαπωνέζικο;
- Δεύτερο χέρι είναι, σαν αυτά που βάζουν στα Horizontes.
- Σου δίνω 240$
- Αποκλείεται, μίνιμουμ 300, λέω αποφασιστικά.
- Φερ’το ο μου να το δω. Αν είναι καλό θα σου δώσω 280$ για να μη μου κρατάς μούτρα. Τα μεταφορικά δικά μου, θα κανονίσω να στείλω κάποιον να το πάρει. Μερικές φορές πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη μας… Το λέει κι ο Μπουσκάλια άλλωστε.

Τον ευχαρίστησα και βγήκα χαιρετώντας το Πράσινο Μίλι στην πόρτα. Καλά είναι και τα 280$, τα υπόλοιπα ας τα βάλει από την τσέπη της η Αλίσια για να μάθει να κάνει μπαγαποντιές. Κουράστηκα κι έφαγα τη μισή μέρα με έναν άνθρωπο που έχει χρυσά δόντια, γορίλα και ορκίζεται στον…Μπουσκάλια.

Παίρνω την Αλίσια για να της πω τα καλά νέα. «Αχ, παιδάκι μου, βρήκα αγοραστή… Με 330$ μάλιστα! Εμ βέβαια, τι την πέρασες την Αλίσια; Καμία πρωτάρα;».
Εμ βέβαια... Ο πρωτάρης είμαι εγώ, η Αλίσια με δεκαετίες μαύρης αγοράς στην πλάτη της είναι εξπέρ.


Κλείνω το τηλέφωνο και πηγαίνω στην καρδιά της παλιάς πόλης, εκεί όπου εργάζεται η φίλη μου η Κάρμεν, η πιο όμορφη 40άρα της Αβάνας και τέταρτη σύζυγος ενός ανθρώπου στον οποίο χρωστάω πολλές χάρες, από αυτές που δεν ξεπληρώνονται ποτέ. Το χαμόγελο που μου σκάει είναι εκθαμβωτικό, ως συνήθως και για τις γυμνασμένες γάμπες δε χρειάζεται καν να σχολιάσω.
- Βρε, βρε, τι σε φέρνει από εδώ; Λέει εγκαταλείποντας το πόστο της, ως καλή δημόσιος υπάλληλος. Στην Κούβα ο πελάτης έχει πάντα άδικο, δεν εξυπηρετείται ποτέ κι άμα λάχει πρέπει να περιμένει να τελειώσει και το τηλέφωνό του ο εργαζόμενος (τηλέφωνο το οποίο πληρώνει η κυβέρνηση βεβαίως-βεβαίως, αλλά ας πληρώσει και κάτι, έτσι κι αλλιώς μισθούς της προκοπής δεν πληρώνει). Ο πελάτης της –εμφανώς τουρίστας- κοιτά αποσβολωμένος το πώς τον παράτησε για να με χαιρετήσει.
- Ε, περνούσα κι είπα να πω μια καλημέρα. Δεν εξυπηρετείς πρώτα τον άνθρωπο που περιμένει; λέω δείχνοντας τον τουρίστα-πελάτη που περιμένει στο ταμείο να πληρώσει.
- Μπα, θα περιμένει αυτός. Please wait, mister, του λέει σαν να απευθύνεται σε σκυλάκι.
Λέμε τα καθέκαστα κι ο τουρίστας ακόμη περιμένει υπομονετικός. Ξαναρωτώ την Κάρμεν αν θα πρέπει να τον εξυπηρετήσει, αλλά δεν την απασχολεί το θέμα. Αυτό που την απασχολεί είναι ότι ο 15χρονος γιος της Ερνεστίτο θέλει να πάει στη συναυλία του Juanes στην Πλατεία της Επανάστασης, στην οποία αναμένονται πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι.
- Να τον αφήσω να πάει; Αποκλείεται! Ξέρεις πώς είναι αυτές οι συναυλίες, πάνε όλοι οι λούμπεν, γίνονται φασαρίες, μεθάνε… μέχρι και για μαχαιρώματα έχω ακούσει. Εγώ το παιδί μου δεν το αφήνω να πάει εκεί… Εσύ τι λες;

Εγώ λέω ότι αν υπάρχει μια πόλη στον κόσμο όπου θα ένιωθα ασφαλής για μια συναυλία αυτού του βεληνεκούς είναι η Αβάνα. Η συναυλία θα γίνει στις 4 το απόγευμα και σίγουρα θα υπάρχει μπόλικη αστυνομία, ένστολη και μη, αφού το γεγονός θα μεταδοθεί ζωντανά σε όλη την ήπειρο κι έχει αποκτήσει τεράστια μιντιακή απήχηση. Δε βλέπω κανένα κίνδυνο κι επιπλέον υπάρχει κι άλλη μια παράμετρος:
- Οι συμμαθητές του θα πάνε, έτσι δεν είναι; Πώς νομίζεις ότι θα νιώσει τη Δευτέρα που θα πάει στο σχολείο και θα είναι ο μόνος που δε θα έχει πάει; Η συναυλία προωθείται ως το μουσικό γεγονός της δεκαετίας στην Καραϊβική, θα έρθουν πάνω από 30 ξένοι καλλιτέχνες και θα τη συζητούν για χρόνια. Νομίζεις πως ο Ερνεστίτο δε θα θέλει να λέει στις κοπελίτσες και στα εγγόνια του ότι πήγε σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες της εποχής του; Στο κάτω-κάτω δεν είμαστε και σε καμιά χώρα όπου μπορείς να δεις κάθε μέρα την Τανιόν, το Μποσέ και το Χουάνες ζωντανά.
- Δίκιο έχεις βρε παιδί μου… θα πάρεις τον άντρα μου να τον πείσεις;

Όσο της λέω πως θα το προσπαθήσω, ο απηυδησμένος τουρίστας φεύγει ξεφυσώντας. Η Κάρμεν τον κοιτά κουνώντας το κεφάλι και παρατηρεί:
- Φοβερό πράγμα αυτοί οι τουρίστες… Δεν έχουν καμία υπομονή… όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα. Μα καλά, σε διακοπές δεν είναι; Γιατί δε χαλαρώνουν λίγο; Τρία λεπτά του είπα να περιμένει και δυσανασχέτησε αυτός… Πού να πάει δηλαδή σε καμιά τράπεζα να δει τι ουρές έχει, απαπαπαπα.
- Να σου πω… Θα έρθει μια φίλη μου από την Ελλάδα στην Αβάνα και θέλει ένα νόμιμο δωμάτιο στην παλιά πόλη. Έχεις το τηλέφωνο της Μαρίτσα;
- Καλέ πού ζεις; Η Μαρίτσα έφυγε! Παντρεύτηκε εκείνο τον Καναδό… Εκείνον που κάνει τις εισαγωγές επίπλων. Καλά, μένουν σε ένα καταπληκτικό σπίτι στο Οντάριο. Μας έστειλε φωτογραφίες και…
- Δηλαδή η Μαρίτσα δε νοικιάζει πια; Ωχ, και η φίλη μου θέλει σπίτι στην παλιά πόλη.
- Γιατί καλέ στην παλιά πόλη; Γιατί να μη μείνει κάπου πιο κεντρικά;
- Αυτό της είπα κι εγώ αλλά επιμένει, κάτι θα ξέρει, έχει ξανάρθει. Για σκέψου κανέναν άλλον που να νοικιάζει στην παλιά πόλη… Καθαρό, φτηνό και κεντρικό, κατά προτίμηση με αποικιακό χαρακτήρα, όχι σαν τη χαβούζα του Μάριο.
- Α, ξέρω, στου Εμίλιο!
- Εμίλιο; Ποιος είναι, αυτός εκεί στην Tejadillo; Ένας που είναι έτσι λίγο…
- Τι λίγο;
- Ε, να… Λίγο… Πώς το λένε… Όχι και πολύ… Δηλαδή κάπως εμφανώς…
- Αδερφάρα εννοείς; Κουδουνίστρα; Τιγκιτάγκας; Ότι το βάζει το σύρτη; Ε όχι και λίγο! Λούγκρα κραγμένη είναι!
- Σιγά ρε, μη φωνάζεις έτσι! , ψιθυρίζω ενοχλημένος που βλέπω κόσμο να μας κοιτάει στο δρόμο μπροστά από το μαγαζί.
- Γιατί καλέ, μυστικό είναι; Αφού τις προάλλες μιλούσαμε για γκόμενους και του λέω «είσαι η καλύτερη φιλενάδα μου» και γελούσε. Πάντως άνθρωπος επιπέδου και με καταπληκτικό γούστο. Καθηγητής οδοντιατρικής, όχι αστεία! Και το σπίτι φοβερό! Κι έχει κι ένα προσωπικό…
- Ωραία, έχεις το τηλέφωνο; ρωτάω.
- Όχι, αλλά το έχει ο άντρας μου. Παρ’ τον από εδώ, λέει και μου δίνει το τηλέφωνο χωρίς να το σκεφτεί. Σωστά, άλλωστε η κυβέρνηση πληρώνει…

Κλείνω το δωμάτιο μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση με τον άνδρα της, έναν άνθρωπο που σου βρίσκει ό,τι θες, από τεχνικό για να σου κάνει upgrade στο λάπτοπ μέχρι το φάκελό σου στην Ασφάλεια… Αυτή τη φορά πάντως είναι δική του σειρά να μου ζητήσει μια χάρη. Να του φέρω ένα καρμπιρατέρ για το αυτοκίνητό του! Το οποίο μάλιστα πωλείται μόνο στην Πολωνία, όπως έμαθε μέσω ίντερνετ. Το έχει βρει, έχει συμφωνήσει στην τιμή και θα πληρώσει και το αεροπλάνο από την Πολωνία για να μου το φέρει στην Ελλάδα… Τι να πω, αν πω ότι εκπλήσσομαι με τους Κουβανούς θα είναι ψέματα. Με μένα εκπλήσσομαι που βρέθηκα σε μια χώρα-μπάχαλο του οποίου αποτελώ και κομμάτι πλέον και θα μου στοιχίσει πολύ η αποχώρηση. «Θα το φέρω, αλλά είσαι και πολύ abusador», του είπα και το μυαλό μου είναι ήδη στην Οδύσσεια που με περιμένει στο τελωνείο με ένα καρμπιρατέρ αγκαλιά… Πάμε γι’ άλλα τώρα…
Βουρ στην ETECSA (δηλαδή την κουβανική βερσιόν του ΟΤΕ) για ανανέωση της τηλεφωνικής μου κάρτας. Έχω να την φορτίσω σχεδόν έξι μήνες και στις 180 μέρες ακυρώνεται.

Το κεντρικό της ETECSA είναι ένα από τα ωραιότερα κτίρια στο Centro Habana, με μια φανταστική οροφή, bas-relieves εξωτερικά κι εσωτερικά και υπαλλήλους με γαλάζιες μίνι φούστες για στολή, που τονίζουν τα ατέλειωτα πόδια, συνήθως με ένα από αυτά τα κιτς δικτυωτά καλσόν που φοράνε οι Κουβανές ανεξαρτήτως ηλικίας. Η οροφή εκεί είναι, τα bas-relieves το ίδιο, αλλά αντί για υπάλληλο με φούστα έπεσα σε ένα μπάρμπα με μουστάκι.
- Καλημέρα σύντροφε, χαιρετώ συντροφικά.
- Παρακαλώ… Τι θέλετε; Δε με κοιτάει καν ο μουστακαλής με το καρό πουκάμισο.
- Θα ήθελα να ανανεώσω την κάρτα μου, λέω και του δίνω μια όχι και τόσο καλοδιατηρημένη κάρτα.
- Τι είναι αυτή η πατσαβούρα;
- Είναι η κάρτα μου και θα ήθελα να μου βάλετε άλλα 20 πέσος.
- Αυτό δεν είναι κάρτα, αυτό είναι μιξομάντηλο, λέει και τη δείχνει κοροϊδευτικά στη διπλανή έγχρωμη υπάλληλο, που όντως έχει μίνι φούστα και δικτυωτό καλσόν.
- Ωραία, τώρα που γελάσαμε δε μου βάζετε 20 πέσος;
- Κανονικά θα έπρεπε να τη σκίσω την κάρτα και να σε στείλω στον τρίτο όροφο να αγοράσεις άλλη.

Όχι στον τρίτο όροφο… Ας μη με στείλει στον τρίτο όροφο. Ο τρίτος όροφος της ETECSA είναι η Κόλαση του Δάντη: ουρές μέχρι τη σκάλα, κακότροπες προϊστάμενες και τα air-condition έχουν χαλάσει από την εποχή του Μπατίστα, δημιουργώντας μια ωραία ατμόσφαιρα μασχαλίλας, τσαντίλας και τριτοκοσμίλας.
- Εγώ πάντως δε βλέπω ούτε καν τον αριθμό της κάρτας, λέει και μου τη δίνει πίσω, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να την κοιτάξει. Στον τρίτο κύριε! Ο επόμενος!

Η μινιφουστοφορούσα μου κάνει νόημα να περάσω στο δικό της ταμείο. Χαμογελάει, παίρνει την κάρτα, μου βάζει τα 20 πέσος και σε τρία λεπτάκια έχω φύγει. Εντυπωσιάζομαι από το ότι όσο με εξυπηρετεί αφηγείται και παραμυθάκια σε δύο μπόμπιρες που ζωγραφίζουν. Καλή μαμά, καλή εργαζόμενη και χαμογελαστός άνθρωπος, σκέφτομαι. Μακάρι να είχα την Αλίσια να έβλεπε τη συμπεριφορά του λευκού κυρίου και της μαύρης κυριούλας και να έκανε τη σύγκριση για να μη λέει ότι «μας έπνιξαν οι αράπηδες».

Ωραία. Τώρα μου μένει η καθιερωμένη επίσκεψη στο Ραούλ. Ο Ραούλ είναι θεσμός. Ήρθες στην Κούβα; Περνάς από του Ραούλ να μάθεις τα τελευταία. Φεύγεις από την Κούβα; Περνάς από του Ραούλ να χαιρετίσεις. Έχεις τις μαύρες σου; Πας στο Ραούλ να σου φτιάξει το κέφι. Είμαι ερωτευμένος, στα σύννεφα πετάω, κι όταν είσαι χώρια μου με πιάνει η στεναχώρια μου; Πάλι στο Ραούλ πας, διότι πιο συμπονετικός, υπομονετικός και ειλικρινής άνθρωπος δεν υπάρχει. Αν ήταν έτσι όλοι οι Ραούλ της χώρας, θα ζούσαμε όλοι καλύτερα…

Η κοιλιά μου γουργουρίζει πάντως και δε θέλω να πάω νηστικός στου Ραούλ. Πρώτον διότι είναι μακριά και μέχρι να βρω τα δύο ωτοστόπ που θέλω μέχρι να πάω εκεί θα έχω πεθάνει της πείνας. Και δεύτερον διότι αν φτάσω νηστικός εκεί, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να μου προσφέρει φαγητό η γυναίκα του Ραούλ, που ακόμη και για τα κουβανικά δεδομένα είναι μαγείρισσα της κακιάς ώρας, αλλά δε θέλω να την προσβάλω. Οπότε ψάχνω να τσιμπήσω κάτι εκεί κοντά για να μη βρεθώ στο δίλημμα «αγενής και όρθιος ή ευγενής και με διάρροια;».

Το Centro Habana βρίθει εστιατορίων που είναι σχεδόν τσάμπα, όπως και τα περισσότερα εστιατόρια στην Κούβα. Σε μερικά μάλιστα, το φαγητό είναι και καλύτερο από τα τουριστικά εστιατόρια της παλιάς πόλης, πράγμα όχι και πολύ δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς το τι μπούρδες σερβίρονται εκεί στους τουρίστες επί καθημερινής βάσεως. Επειδή δεν προλαβαίνω να φάω στο καθιστό, αποφασίζω να πάρω κάτι στο χέρι: Minuta de pescado σε σάντουιτς, δηλαδή ψαράκι πανέ ανάμεσα σε δυο μαλακά ψωμάκια με σάλτσα κρεμμύδι κι ένα κόκκινο πράγμα που νομίζει πως είναι κέτσαπ. Για 0,15 ευρώ δεν είναι καθόλου κακό, τόσο που παίρνω και δεύτερο. Με το που τελειώνω, αρπάζω κι ένα παγωτάκι μηχανής με 0,03 και είμαι πλήρης. Ο εφιάλτης της μπριζόλας-σόλας της συζύγου του Ραούλ είναι πλέον αποφευκτέος…

Ψάχνω ωτοστόπ για την 31 και βρίσκω αμέσως. Από εκεί για το σπίτι του Ραούλ είναι λίγο πιο ζόρικα τα πράγματα, αλλά για καλή μου τύχη περνάει από εκεί ο Παμπλίτο με το Μόσκοβίτς του.
- Επ, ο Χόρχε! Πού πας να σε πετάξω;
- Στην Πλάγια, κοντά στο Οφθαλμολογικό, περνάς από εκεί;
- Πλάκα κάνεις; Φυσικά!

Από μηχανής θεός ο Παμπλίτο. Άλλωστε κυκλοφορύν τόσο λίγα αμάξια στην Κούβα, που αν ξέρεις 200-300 ανθρώπους με αμάξι στην πόλη οι πιθανότητες κάποιο από αυτά που περνούν από μπροστά σου να ανήκει σε γνωστό είναι πολλές.
- Την κόρη μου δεν την έχεις γνωρίσει!, λέει και μου δείχνει στο πίσω κάθισμα ένα απίστευτο πλασματάκι, που μου χαμογελάει αποκαλύπτοντας μια ατελή οδοντοστοιχία, αφού τα μισά δόντια της λείπουν.
- Καλέ πόσο χρονών είσαι εσύ; Ρωτάω.
- Τεσσάρων! Λέει όλο χαρά και μου δείχνει τέσσερα δαχτυλάκια.
- Και τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
- Νοσοκόμα! λέει σίγουρη για την επιλογή της
- Νοσοκόμα; Όχι τραγουδίστρια; Χορεύτρια; Μοντέλο; Αεροσυνοδός;
- Όχι, όχι. Εγώ νοσοκόμα θα γίνω για να βοηθάω τα άρρωστα παιδάκια να γίνουν καλά. Όπως έκανε κι ο Τσε!

Κοιτάω τον Παμπλίτο που χαμογελά περήφανος κρατώντας το τιμόνι.
- Λίγο ο Τσε, λίγο η μαμά της, πάει αποφασίστηκε, νοσοκόμα θα γίνε, σαν την μαμά τηςι…
-Νοσοκόμα είναι η γυναίκα σου ρε Πάμπλο; Κοίτα να δεις, τόσα χρόνια γνωριζόμαστε και δεν την είχα ρωτήσει ποτέ…
- Στη Διεθνή Κλινική δουλεύει… Όποτε θες κάτι, πάρε τηλέφωνο! Μη ντραπείς! Ό,τι θες εδώ είμαστε…
- Η μαμά μου είναι πολύ καλή νοσοκόμα και είναι πανέμορφη! Πετάγεται η πιτσιρίκα. Και όταν μεγαλώσω θα μου μάθει και σαξόφωνο!
- Ο Χόρχε είναι από την Ελλάδα, Γιαμίλκα, της λέει ο Παμπλίτο. Βλέπεις τι καλά που τα μιλάει τα Ισπανικά; Κι εσύ πρέπει να μάθεις ξένες γλώσσες.
- Ναι, αλλά πρώτα θα μάθω σαξόφωνο… Χόρχε ξέρεις σαξόφωνο;
- Δεν ξέρω, αλλά άμα σου μάθει η μαμά σου θα έρθω να μάθω κι εγώ, λέω για να πω κάτι. Η απάντηση της Γιαμίλκα με άφησε σύξυλο:
- Μπαμπά, όταν θα μάθουμε σαξόφωνο να φωνάξουμε και τα φτωχά παιδάκια, που οι γονείς τους δεν έχουν λεφτά να τους πάρουν σαξόφωνο, για να μάθουν κι αυτά!
- Ναι αγάπη μου, μην ανησυχείς, όλα τα παιδάκια θα τα βοηθήσουμε λέει ο Παμπλίτο που συνεχίζει να χαμογελά, περήφανος για την κόρη του.

Φτάσαμε δυο τετράγωνα από το σπίτι του Ραούλ και βγάζω δυο ψιλά να τα δώσω στον Παμπλίτο, όπως επιβάλλει το κουβανικό σαβουάρ βιβρ.
- Ρε άσε τις σαχλαμάρες! Μεταξύ φίλων δεν υπάρχουν τέτοια, λέει και πατάει γκάζι.

Η κορούλα του με χαιρετάει από το πίσω παράθυρο του Μόσκοβιτς κι εγώ κατευθύνομαι προς το περίπτερο απέναντι από το σπίτι του Ραούλ, ώστε να αγοράσω ένα ρούμι. Είπαμε, υπάρχει κι ένα σαβουάρ βιβρ στη μέση…

Η πόρτα είναι ανοιχτή, όπως συνηθίζεται δηλαδή σε γειτονιές σαν την Bella Vista της Πλάγια. Χτυπάω πάντως το τζάμι, και φωνάζω το όνομα του Ραούλ. Καμία απάντηση. Μπαίνω μέσα, ανοίγω το ψυγείο και βάζω λίγο νερό να ξεδιψάσω. Ξαφνικά από πίσω μου ακούγεται μια φωνή που με τρόμαξε, κόντεψε να μου πέσει και η κανάτα.
- Βρε, βρε, ο Χόρχε!
Γυρίζω και βλέπω το μονόφθαλμο 94χρονο πατέρα του Ραούλ. Όχι μόνο τα έχει τετρακόσια, αλλά καταβροχθίζει και ό,τι βιβλίο του φέρνω, από αυτά που τελειώνω και τα μοιράζω αριστερά και δεξιά, σε μια χώρα βιβλιοφάγων όπως η Κούβα.
- Τι κάνετε κύριε Αρσένιο; Πού είναι ο Ραούλ;
- Ο Ραούλ έχει πάει να πάρει τσιμέντο, λέει. Ξέρεις… από ένα φίλο που το πουλάει «απ’τα’ αριστερά» (στη ζούλα), συμπληρώνει χαμηλόφωνα. Εμ βέβαια, όλα στα ζούλα γίνονται σε αυτή τη χώρα. Η μόνη που φαίνεται να πιστεύει ότι μπορείς να επιζήσεις με το μισθό νοσοκόμας είναι τεσσάρων χρονών και οδεύει προς το σπίτι της μέσα στο Μόσκοβιτς του πατέρα της.
- Και πώς πάει το διάβασμα κυρ-Αρσένιο; λέω για να αλλάξω θέμα, γιατί ξέρω τις απόψεις του Αρσένιο για την κυβέρνηση και δε θέλω να τις εμπεδώσω.
- Αχ, να’ σαι καλά, τα διάβασα όλα όσα μου έδωσες. Αλλά το καλύτερο ήταν εκείνο του Βάργκας Λιόσα! Τι πένα βρε παιδί μου! Και να φανταστείς πως εδώ μας τον κρύβουν, επειδή έγραψε ένα βιβλίο για τους δικτάτορες του πλανήτη και συμπεριέλαβε τον Φιντέλ. Αλλά έτσι είναι εδώ, ό,τι δε μας συμφέρει το βάζουμε κάτω από το χαλάκι και κάνουμε πως δεν υπάρχει…

Με μεγάλη χαρά θα έπιανα κουβέντα για το Βάργκας Λιόσα, τις απόψεις του για την Κούβα και τον πραγματικό λόγο που κατακρίνεται στην Κούβα, αλλά δεν ήρθα για να μιλήσω για πολιτική λίγες ώρες πριν φύγω. Οι εποχές που καθόμουν κι επιχειρηματολογούσα με τις ώρες πάνω από ένα τραπέζι ντόμινο είναι πια στο παρελθόν.

- Θα πάω στην Ελλάδα για λίγο καιρό… Θέλετε να σας παραγγείλω κανένα συγκεκριμένο βιβλίο από την Ισπανία;;
- Αχ… Αν βρεις κανένα εκείνης της συγγραφέως… Εκείνης της εξαιρετικής κυρίας που είχε γράψει εκείνο το βιβλίο για τους σοφούς των Άνδεων που είχες δώσει στο Ραούλ…
- Α, της Ματίλντε Ασένσι! Ου, αυτό είναι εύκολο, κυρ-Αρσένιο! Τίποτε άλλο;
- Μη σε βάζω σε κόπο βρε Χόρχε, κουβαλάς τόσα πράγματα κάθε φορά. Αλλά… έχω πολλά χρόνια να διαβάσω την Ιλιάδα στα Αρχαία Ελληνικά. Και θέλω πριν χάσω και το άλλο μου μάτι να την ξαναδιαβάσω άλλη μια φορά βρε παιδάκι μου… Μπορείς να μου βρεις μια μεταφρασμένη στα Ισπανικά; Ξέρεις, μια που να είναι η μία σελίδα στο πρωτότυπο και η άλλη μεταφρασμένη…

Κόκκαλο ο Χόρχε. Αν ήμουν σε άλλη χώρα το τετράχρονο θα ήθελε να γίνει Μπεζεντάκου και ο 94χρονος παππούς θα μου ζητούσε κανένα κομπολόι. Στην Κούβα όμως η Γιαμίλκα θα γίνει νοσοκόμα «σαν τον Τσε» κι ο Αρσένιο θέλει να διαβάσει την Ιλιάδα «πριν χάσει και το άλλο του μάτι». Γι’ αυτό την αγαπάμε την Κούβα κι ας μη βρίσκει κανείς τα βιβλία του Λιόσα. Μια μέρα θα τα βρίσκουμε κι αυτά…. Το θέμα είναι όταν θα έρθει εκείνη η μέρα (γιατί θα έρθει) να μην ψάχνουμε για νοσοκόμα με το τουφέκι...
Εμφανίστηκε κι ο Ραούλ, χαμογελαστός όπως πάντα, χαιρετηθήκαμε και βγάλαμε τις καρέκλες στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του, πιάνοντας την κουβέντα κάτω από την κλασική πορτοκαλιά που μας έχει ακούσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια να μιλάμε σε βραδιές απλές και… σύνθετες. Εκεί βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας τη μέρα που γεννήθηκε η κόρη του Ραούλ, τη βραδιά που ανακοινώθηκε η ανατίμηση του 2005, τα ξημερώματα του πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα το 2002, το βράδυ που ανακοινώθηκε η ασθένεια του Κάστρο και άλλα τόσα κοσμοϊστορικά και ασήμαντα γεγονότα. Αν έπρεπε να ζωγραφίσω τα όσα έχω ζήσει στην Κούβα τα τελευταία χρόνια, θα έβαζα δυο καρέκλες κάτω από μια πορτοκαλιά και το πρόσωπο του Ραούλ πάντα χαμογελαστό να ακούει με προσοχή και να μιλάει με σύνεση. Ο Ραούλ είναι η τράπεζά μου (δεν έχω λογαριασμό στην τράπεζα κι αυτός κρατάει τα μετρητά μου), ο εξομολογητής μου, ο άνθρωπος που με έσωσε τη μία και μοναδική φορά που έμπλεξα στη χώρα, μα πάνω από όλα είναι Φίλος, με «φ» κεφαλαίο, η μοναδική σταθερή αναφορά που θα παραμείνει ακόμη κι όταν θα περάσω χρόνια χωρίς να ξαναεπισκεφθώ την Αβάνα.

- Νεπάλ, ε; Δεν ακούγεται κακό. Μια μέρα θα πάω κι εγώ εκεί, αλλά προς το παρόν έχω άλλες προτεραιότητες.

Οι προτεραιότητες του Ραούλ είναι τρεις, δηλαδή δύο, η εξής μία: η κόρη του. Η οποία καταφτάνει με τη συνοδεία μιας φίλης της, σέρνοντας βαριεστημένα τις σαγιονάρες της σε ένα πεζοδρόμιο που δεν έχει φτιαχτεί από την εποχή της Επανάστασης κι έπειτα, στη γειτονιά με τους χειρότερους δρόμους και το χειρότερο υδρευτικό σε ολόκληρη την Αβάνα.

Αφού μπει στο σπίτι με τη φίλη της, ο Ραούλ μου ψιθυρίζει: «Τις προάλλες στενοχωρήθηκα πολύ. Ήρθε η Μάρλις και με ρώτησε αν οι Κουβανοί μπορούν να ταξιδέψουν. Εγώ ψέματα δε θέλω να πω στο παιδί μου και της είπα πως είναι πολύ δύσκολο. Τα μάτια της κοκκίνησαν και άρχισε να κλαίει. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο ανήμπορος πατέρας στη ζωή μου. Τη ρώτησα γιατί θέλει να ταξιδέψει και μου είπε πως θέλει να πάει σε μια συναυλία των RBD στο Μεξικό, είναι το όνειρο της ζωής της. Ξέρεις τι είναι να θες να δώσεις τα πάντα στο παιδί σου και να μη μπορείς; Όσο κι αν κάνει αυτό το εισιτήριο στο Μεξικό, θα το πλήρωνα, αλλά εγώ δεν εκδίδω βίζες και ξέρω πως η πρεσβεία του Μεξικού δε θα της δώσει ποτέ, γιατί είμαστε Κουβανοί, δηλαδή πιθανοί μετανάστες. Πώς λες στο παιδί σου πως είσαι ανίκανος να κάνεις κάτι που θα’ πρεπε να είναι τόσο απλό; Όταν βλέπεις το παιδί σου να κλαίει νιώθεις ο πιο ανίκανος άνθρωπος στον κόσμο».

Ευτυχώς δεν έχω δικό μου παιδί ακόμη, οπότε δεν έχω νιώσει στο πετσί μου τέτοια προβλήματα αλλά πέρα από τη διάθεση ή μη της πρεσβείας του Μεξικού να προμηθεύσει τη Μάρλις με βίζα, υπάρχει κι άλλος περιορισμός: οι ανήλικοι απαγορεύεται να βγαίνουν από την Κούβα εδώ και δεκαετίες, μετά την υπόθεση Peter Pan, τη δεκαετία του ’60, όπου η Καθολική Εκκλησία απήγαγε/διέσωσε 14.000 παιδιά και τα έστειλε στο Μαϊάμι για «να τα σώσει από τον κομουνισμό», πυροδοτώντας άλλη μια κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κούβας, που επηρεάζει και την εσωτερική πολιτική του νησιού.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι πιθανότητες της Μάρλις να δει τους RBD από κοντά είναι μηδαμινές, αλλά η ουσία είναι πολύ παραπέρα: όταν ζεις οπουδήποτε εκτός μιας εκ των λίγων πάμπλουτων κοινωνιών όπως η ελληνική και άλλες ευρωπαϊκές, οι περιορισμοί που έχεις στα όνειρά σου – απλά και μη - είναι τεράστιοι. Την ίδια ώρα που εγώ αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να αφιερώσω περισσότερο καιρό στα αρχαία ή στο τρέκιγκ του Νεπάλ, η Μάρλις μαθαίνει τη σκληρή πραγματικότητα: ο πλανήτης είναι ανοιχτός για το 20% ημών που γεννήθηκαν στις πάμπλουτες χώρες του Πρώτου Κόσμου, οι υπόλοιποι μένουν εκεί που γεννήθηκαν κι αν είναι τυχεροί επιβιώνουν κιόλας. Οι βίζες, τα ταξιδάκια, τα trek trips και τα επικά πολύμηνα ωτοστόπ δεν αφορούν τους Αφρικανούς, τους Λατινοαμερικάνους και τους περισσότερους Ασιάτες, είναι πολυτέλειες για πρωτοκοσμικούς σαν την αφεντιά μου που έχουν πρωτοκοσμικό μισθό, πρωτοκοσμικό διαβατήριο και πρωτοκοσμικά δικαιώματα. Για τους υπόλοιπους, ο πρωτοκοσμικός μας κόσμος δε δίνει δεκάρα. Και όπως θα μάθει η Μάρλις μεγαλώνοντας, οι περιορισμοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με το δικαίωμα στο ταξίδι, αλλά και με τόσα άλλα πράγματα που θα επηρεάζουν τη ζωή της καθημερινά, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε στην Καραϊβική κι όχι στην Κεντρική Ευρώπη ή τη βόρειο Αμερική.

Η πορτοκαλιά μάς άκουσε για αρκετή ώρα, μέχρι που κοίταξα το ρολόι μου και συνειδητοποίησα πως πρέπει να την κάνω για το αεροδρόμιο. Ο Ραούλ επέμεινε να με πάει ο ίδιος, περνώντας μάλιστα από το ξενοδοχείο για να πάρω το σάκο μου, κάνοντας έτσι διπλά χιλιόμετρα και ξοδεύοντας περισσότερη πολύτιμη βενζίνη. Η διαδρομή για το αεροδρόμιο είναι γεμάτη με αστειάκια, μια αποτυχημένη απόπειρα να τραγουδήσουμε το τελευταίο χιτ των Mana με τον Juan Luis Guerra σε διπλό τόνο και την παραλαβή δύο ωτοστόπερ, ένας εκ των οποίων είναι γνωστός τηλεπαρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού της κουβανικής τηλεόρασης…

Φτάνω στο αεροδρόμιο, αποχαιρετώ το Φίλο μου και κατευθύνομαι προς το check-in. H διαδικασία είναι γνωστή, βαρετή αλλά σύντομη. Έχοντας πλέον τις κάρτες επιβίβασης στο χέρι, αποφασίζω να πάω μέχρι το γκισέ πωλήσεων της Cubana, ώστε να αγοράσω το εισιτήριο για το Μεξικό που χρειάζομαι για την ανανέωση της βίζας μου, άμα τη επιστροφή στην Κούβα μετά το Νεπάλ. Ο 24ωρος γκισές είναι ένα από τα ελάχιστα φοβερά βολικά πράγματα που προσφέρει το αεροδρόμιο της Αβάνας. Ένα αεροδρόμιο που ακόμη δεν προσφέρει πρόσβαση στο ίντερνετ, που δεν έχει δημόσια συγκοινωνία για την πόλη, που ακόμη στάζει όταν βρέχει κι ακόμη επιμένει να εισπράττει το φόρο αεροδρομίου μετρητοίς αντί να τον ενσωματώνει στα εισιτήρια των αεροπορικών που κάνουν χρήση του. Α ξέχασα και τις βρώμικες τουαλέτες όπου πληρώνεις για να κάνεις κατάθεση σε ούρα.

Ο πιτσιρίκος στο γκισέ με χαιρετά, είμαι συχνός πελάτης, αλλά γνωριζόμαστε μόνο φατσικά. Την ώρα που έχω βγάλει τα εναπομείναντα πέσος μου για να αγοράσω το εισιτήριο, εμφανίζεται δίπλα μου ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Μου ρίχνει ένα ξινισμένο βλέμμα και ρωτάει τον πιτσιρίκο:
- Ξέρεις τι επιθεωρούμε αυτή τη στιγμή;
- Τι;
- Κάτι γελοίους από το Μαϊάμι που έρχονται εδώ με πλαστά εικοσάρικα και γεμίζουν την αγορά μας με χαρτονομίσματα που δεν αξίζουν τίποτε!

Ενδιαφέρον μου φάνηκε το σχόλιο, αλλά δε φαντάστηκα ότι είχε κάτι να κάνει με μένα.
- Εσείς είστε από το Μαϊάμι; Ρωτάει ο καραβανάς, κοιτώντας το μάτσο με τα πέσος που έχω αφήσει πάνω στο γκισέ.
- Όχι, λέει ο πιτσιρικάς, αλλά το άγριο βλέμμα του Στρατηγού Ανέμου του κόβει τον αέρα, σαν να του λέει πως δεν ρώτησαν αυτόν.
- Όχι, από την Ελλάδα είμαι εγώ, λέω σκεπτόμενος στο πόσες ώρες θα χάσω αυτή τη φορά στο αεροδρόμιο.
- Διότι υπάρχουν μερικοί από το Μαϊάμι που έρχονται εδώ με πλαστά χαρτονομίσματα…
- Τι μου λέτε, πολύ ενδιαφέρον…
- Και νομίζουν ότι θα συνθλίψουν την οικονομία της χώρας μας! Οι βλάκες!
- Είναι εξοργιστικό, δε λέω. Αλλά εγώ είμαι από την Ελλάδα, ξαναλέω.
- Μερικές φορές προσλαμβάνουν και ξένους! Κάτι τύπους από το Σαλβαδόρ, κάτι ξεφτίλες από τη Γουατεμάλα… Τους ίδιους που μας βάζανε τις βόμβες για να τρομάξουν τους τουρίστες μας!

Έχω αρχίσει να απορώ προς τα πού το πάει ο καραβανάς, αλλά μόλις προσφέρθηκα να του δείξω το διαβατήριό μου για να πειστεί πως δεν έχω περάσει ούτε από πάνω από το Μαϊάμι, αρνήθηκε και δεν ξανασχολήθηκε μαζί μου. Συνέχισε όμως να δίνει συμβουλές στον πιτσιρίκο, που δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει με την έκδοση του εισιτηρίου μου ή να κοιτά τον Στρατηγό Σαϊνη από σεβασμό.

«Τον εχθρό πρέπει να τον λιώνεις από την αρχή. Διότι είναι ύπουλος! Τους αφήνουμε και σουλατσάρουν και νομίζουν πως μας κορόιδεψαν. Αλλά έχουμε οργάνωση εμείς, δεν είμαστε τυχαίοι! Πρέπει να έχουμε όλοι τα μάτια μας δεκατέσσερα. Κι εσύ κι εγώ και όλοι. Ο εχθρός είναι εδώ και χρησιμοποιεί αυτό ακριβώς το αεροδρόμιο».

Μετά από 5 λεπτά παροτρύνσεων περί πατριωτικής επιφυλακής, ο αστυνόμος Σαϊνης έφυγε. «Τον ξέρεις αυτόν τον παλαβιάρη;», ρωτάω τον πιτσιρίκο. «Δεν είναι παλαβός, είναι της Δίωξης Διεθνούς Εγκλήματος. Μόλις εχθές συνέλαβαν δυο σκουλήκια με βαλίτσες γεμάτες πλαστά χαρτονομίσματα», μου λέει. «Απλά μερικές φορές για να κάνει τη δουλειά σου, πρέπει να είσαι και λίγο υστερικός και στο τέλος καταλήγεις και λίγο abusador».

Λίγο abusador. Όπως λέμε ολίγον έγκυος. Σε μια χώρα όπου τίποτε δεν είναι «ολίγον». Υπάρχει μπόλικη μαύρη αγορά, μπόλικο ταλέντο, μπόλικο κουράγιο, μπόλικη υστερία, μπόλικοι περιορισμοί, μπόλικη τρέλα κι ακόμη πιο μπόλικη καλή διάθεση, που δυστυχώς μετατρέπεται σε abuso πού και πού. Αλλά είπαμε, γι’ αυτό την αγαπάμε την Κούβα, γιατί έχει μπόλικη ανθρωπιά και μπόλικη ιδιαιτερότητα.

Υπάρχουν και φορές που όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες γίνονται ολίγον abusadoras. Εγώ όμως ανήκω σε αυτό το κλαμπ των εκλεκτών που μπορούν να πάρουν το καπελάκι τους και να πάνε ένα ταξιδάκι για λίγες εβδομάδες στην Ινδία (ξανά!) και στο Νεπάλ για να ξεσκάσουν. Ταξιδάκι στο οποίο εμπλέκονται η απεργία των πιλότων της Air India, που οδήγησε σε ένα απίθανο οδοιπορικό με μεθυσμένους συνοριοφύλακες, ετερόκλητους ωτοστόπερ, αλλεπάλληλα νοικιασμένα μηχανάκια, ζητιάνους, πρώην Μαοϊστές αντάρτες που θέλουν να τους στείλω μαρξιστικό υλικό από την Κούβα, μιλιούνια προσκυνητών που όδευσαν σε ένα φεστιβάλ στη μέση του οποίου βρέθηκα χωρίς να το ξέρω και μερικά από τα πιο όμορφα τοπία που έχω δει ποτέ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, που δεν πρόκειται να κάτσω να γράψω τώρα. Μη γίνομαι και abusador…


ΤΕΛΟΣ
 

Attachments

fotast

Member
Μηνύματα
9.373
Likes
14.280
Υπάρχει περίπτωση οί ιστορίες σου νά βγουν σέ βιβλίο???

Δέν κάνω πλάκα,ειλικρινά δέν θά έχουν νά ζηλέψουν από αρκετά βιβλία.

Νά είσαι καλά πάντως.
 

xrisa

Member
Μηνύματα
110
Likes
20
Επόμενο Ταξίδι
λατινικη αμερικη
Ταξίδι-Όνειρο
περού
συμφωνώ με τον fotast. το έχεις το ταλέντο και φυσικά έχεις και το περιεχόμενο. πως το κάνεις αυτό ρε γιώργο? :roll:πες μας κάτι για σένα ότι μπορείς, χωρις να εκτεθείς ανεπανόρθωτα:bleh:
 

Lyda

Member
Μηνύματα
723
Likes
241
Επόμενο Ταξίδι
ΚΑΛΜΥΚΙΑ
Ταξίδι-Όνειρο
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Πες μας κι αλλα, πες μας κι αλλα.
Παιδια αρχιστε τα συνθηματα, Γιωργο ο λαος θελει τις αφηγησεις σου
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.663
Likes
50.503
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Βγαίνω έξω, κατάκοπος αλλά έτοιμος για τη "μάχη" με τους ταρίφες.

"Taxi, mister" λέει ο πρώτος, και θέλει 25 CUC, σχεδόν τα διπλά από όσο κάνει κανονικά η κούρσα. "15 γράφει το ταξίμετρο, του λέω", μου γυρνάει την πλάτη και ψάχνει άλλο θύμα. Έρχεται ένας δεύτερος, θέλει 20CUC αυτός. "Αφού το ξέρεις πως το ταξίμετρο θα γράψει 15", του λέω. "Αφού είσαι Κουβανός γιατί δεν είπες στους συγγενείς σου να έρθουν να σε πάρουν;", μου αντιμιλά αυτός. "Άντε ρε...abusadores όλοι σας!".

Βλέπω ένα συνεσταλμένο τύπο να κάθεται καρτερικά δίπλα στο ταξί του, τον πλησιάζω και τον ρωτάω αν θα με πάρει για ένα δεκαπεντάρι. "Ναι, ρε φίλε, τέτοια ώρα που είναι κι εσύ κι εγώ κουρασμένοι είμαστε", λέει και τον συμπάθησα με τη μία. "Μπορεί να αργήσουμε βέβαια", λέει. Να αργήσουμε; 4 η ώρα στην Αβάνα γιατί να αργήσουμε; Μήπως θα μας πιάσει μποτιλιάρισμα; "Στην Πλατεία της Επανάστασης έχουν στήσει τη σκηνή για τη συναυλία του Χουάνες και μπορεί να απαγορεύεται η κυκλοφορία και να χρειαστεί να κάνουμε παράκαμψη".

Πιάνουμε κουβεντούλα, ο τύπος - όπως οι μισοί ταξιτζήδες της Αβάνας δηλαδή - είναι μηχανολόγος, ζούσε μια χαρούλα, μέχρι που μια μέρα έπεσε η Σοβιετική Ένωση και τα μεγαλεία έγιναν περασμένα... "Βασιλιάδες ζούσαμε μέχρι το '89! Μέναμε στη σουίτα του Nacional με 20 CUP! Τσάμπα ήταν", λέει όλο ενθουσιασμό κι αρχίζω να ανησυχώ που αντί να κοιτάζει το δρόμο κοιτάζει εμένα. Δένω τη ζώνη μου γιατί δε μας βλέπω και πολύ καλά, άσε που όλο αυτό το τροπάριο με το πόσο καλή ήταν η οικονομική κατάσταση στην Κούβα το '80 το ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Να δεις που θα μου πει και για το πόσο φτηνό ήταν το ζαμπόν, τώρα. "Και ξέρεις και κάτι άλλο; Το κρέας ήταν πάμφθηνο! Μια κονσέρβα με ζαμπόν από την Τσεχοσλοβακία έκανε 0,23! Ναι, εικοσιτρία λεπτά, όπως στο λέω!". Δε σας το' πα; Τώρα θα μου πει και για τα κλαμπ... "Αμ η διασκέδαση; Κάθε βράδυ έβγαινα με 20CUP, έβγαζα την κοπέλα μου, τρώγαμε, πίναμε, πηγαίναμε και σ' ένα ξενοδοχείο και γύριζα και με ρέστα!". Μα καλά, μάγος είμαι; Μπα, απλά έχω πάρει πολλά ταξί στη ζωή μου...

"Ο τουρισμός πώς πάει τελευταία;", ρωτάω μπας και αλλάξει συζήτηση διότι με μελαγχολεί το όλο θέμα. Είναι θλιβερό ένας λαός ολόκληρος να αναπολεί τις τιμές προ εικοσαετίας... "Δεν κινείται τίποτε, αλλά είναι και χαμηλή σεζόν τώρα, μωρέ. Αλλά δε βλέπω τους φανς του Juanes να έρχονται". Σιγά μην έρθουν οι φανς του Juanes μέχρι την Αβάνα να τον δουν, αντιλέγω. Οι μισοί τον έχουν δει στη χώρα τους, τα αεροπορικά είναι ακριβά, άσε που το κοινό του είναι κοριτσάκια κάτω των 12 ετών, σιγά μην τις αφήσει οι μαμά τους. "Είναι και οι Aμερικανοκουβανοί", λέει ο ταρίφας. "Τρομοκρατούν τον κόσμο, να μην έρθουν στην Κούβα, ότι θα τους κλέψουμε, ότι έχει εγκληματικότητα... ΑΗΔΙΕΣ! Ορίστε, εσύ που μένεις εδώ βλέπεις κανένα κίνδυνο;". Άμα βλέπω λέει; Το χάρο με τα μάτια μου είδα! Τι στροφή ήταν αυτή που πήρε στην Paseo ο τύπος με 100χλμ/ώρα; Ευτυχώς φτάσαμε και το νυχτοκάματο του τρόμου με βρήκε ζωντανό. Δίνω στον τύπο άλλα 5CUC γιατί ήταν συμπαθέστατος και του αξίζει να πάρει μια κονσέρβα ζαμπόν. Μου σφίγγει το χέρι και μου λέει όλο αισιοδοξία "Θα' ρθουν καλύτερες ημέρες! Θα δεις! Θa πέσει και το εμπάργκο τώρα και θα ζούμε όπως πριν!". Καλά κρασιά... άμα πέσει το εμπάργκο εγώ θα βγω στη Μαλεκόν ξεβράκωτος...

Μπαίνω στο ξενοδοχείο και χαιρετάω τους αχθοφόρους και τη ρεσεψιονίστ. "Παιδιά σας πειράζει να αράξω στο σαλόνι των VIPs για 4-5 ώρες;", ρωτάω. "Έτσι κι αλλιώς μέχρι τις 10 δεν ανοίγει, θα αράξω στον καναπέ για έναν υπνάκο γιατί αύριο έχω υπερατλαντική πτήση. Είναι 4 η ώρα και δε θέλω να ξυπνήσω τη σπιτονοικοκυρά μου, κρίμα είναι". Η Έλσα με κοιτάει με μισό μάτι. "Και γι' αυτό βρε abusador πρέπει να σου ανοίξουμε και το σαλόνι VIP; Που ούτε ένα δώρο δε μου έφερες από το Περού;". Abusador εγώ; Ε, όχι! Ανοίγω το σάκο μου και βγάζω ένα μαλλιαρό κουκλάκι λάμα, το ήξερα ότι κάπου θα μου χρειαζόταν. "Ορίστε, για το γιο σου", λέω, ενώ με έκπληξη βλέπω ότι η Έλσα αντί να μου δώσει το κλειδί για το σαλόνι, μου κάνει κανονικό check-in και μάλιστα σε σουίτα. "Μέχρι τις 12 να έχεις βγει και τσιμουδιά, μη με απολύσουν κιόλας!". Πηδάω πάνω στη ρεσεψιόν, της δίνω ένα φιλί και πάω προς το δωμάτιο.

Θυμάμαι να αγοράσω μια κάρτα wi-fi από τις τηλεφωνήτριες. Είναι η Μπεατρίς στο τηλέφωνο που σηκώνεται και με αγκαλιάζει, από τις συμπαθέστερες φυσιογνωμίες στην Κούβα είναι η κοπέλα. Με ρωτάει πώς τα πέρασα, αν έδωσα χαιρετίσματα στην κοπέλα μου εκ μέρους της κι αν είμαι κουρασμένος. "Πτώμα είμαι... Καμιά κάρτα wi-fi έχουμε;". Συνοφρυώνεται και μου λέει πως έχει κακά νέα... "Χάλασε ο μετρητής του ίντερνετ πάλι... Δηλαδή το ίντερνετ είναι τσάμπα". ΤΣΑΜΠΑ;;; Σιγά μην κοιμηθώ! Θα κάτσω όλο το βράδυ να μπω στο travelstories, αντί να πληρώνω 10 ευρώ την ώρα... Άρχοντας!

Μετά από μια ώρα σερφάρισμα την κάνω για ύπνο. Ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω κάτι ζουλού στο Μαϊάμι να καίνε κάτι ομοιώματα του Juanes που είναι "προδότης και κομουνιστής". Μάλιστα... Επίσης μπορεί να τρώει παιδιά για πρωινό, να είναι εγγονός του Χίτλερ και να μην σηκώνει το καπάκι όταν κατουράει, αει στο διάολό πια με τους Αμερικανοκουβανούς... Βρωμο-abusadores! Zζζζζ, επιτέλους με πήρε ο ύπνος.
(Συνεχίζεται)
 

getxowoman

Member
Μηνύματα
2.207
Likes
1.289
Για να καταλαβω ρε Γιωργο τωρα που μας γραφεις εισαι στο Νεπαλ και μας γραφεις μια ιστορια για την Κουβα;
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.663
Likes
50.503
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Αθήνα είμαι, γι' αυτό έχω ελληνικά fonts, πετάω για Ινδία σε λίγο.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.184
Μηνύματα
883.300
Μέλη
38.894
Νεότερο μέλος
mikesf

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom