Ανοίξαμε την καγκελόπορτα της «βίλας» προσέχοντας να μην πατήσουμε το μικρό καλαθάκι - προσφορά με τα λουλούδια καί το ρύζι. Τά ξυλάκια - κεριά πού έκαιγαν μπροστά στο τερατόμορφο άγαλμα με την ασπρόμαυρη καρό φουστίτσα, ανάδυε μιά περίεργη καί ακαθόριστη μυρωδιά. Μπροστά μας το ρυζοχώραφο λαμπύριζε με τούς ώριμους καρπούς, έτοιμους γιά συγκομιδή. Το στενό χωμάτινο δρομάκι ίσα πού χώραγε έναν άνθρωπο κι’ ένα μηχανάκι.
Ετσι κυκλοφορούσες εκεί, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ετσι είδαμε τέσσερις γυναίκες να κατηφορίζουν, η μία πίσω από την άλλη, με τα ψάθινα τριγωνικά καπέλα τους κατεβασμένα ως τα φρύδια, φορτωμένες με καρότσια οικοδομής να μεταφέρουν άμμο, χαλίκι, τούβλα, κεραμίδια. Σταθήκαμε γιά να τις διευκολύνουμε να περάσουν. Ολως περιέργως σταμάτησαν καί αυτές μπροστά μας, άφησαν τα καρότσια κάτω καί έφεραν τα χέρια τους ενωμένα στό στήθος. Ενα εγκάρδιο χαμόγελο φώτισε τα κουρασμένα καί αποστεωμένα πρόσωπα. «Hallo, good morning>> καί συνέχισαν τον δρόμο τους. Μείναμε αποσβολωμένες . Είχαν σταματήσει γιά να μας χαιρετήσουν!!!
Στην πορεία των ημερών πού ακολούθησαν, εισπράξαμε τόσα χαμόγελα όσα σε όλη μας την ζωή. Κι΄ από ανθρώπους πού δεν είχαν κανένα λόγο ή συμφέρον να το κάνουν: από αγρότες, εργάτες, περαστικούς, παιδιά.
Είδαμε, ζήσαμε, θαυμάσαμε πολλά τις τρείς εβδομάδες πού μείναμε στο Μπαλί. Είναι στην κυριολεξία ένας Παράδεισος στην Γή. Αλλά αυτό το χαμόγελο τού απλού ανθρώπου σφραγίστηκε γιά πάντα στην καρδιά μας, το πήραμε μαζί μας στις αποσκευές μας, το φέραμε στην χώρα μας. Καί είναι αυτό πού μας βοήθησε να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις των τελευταίων ημερών. Τρείς βδομάδες αποκομμένες στον παράδεισό μας, δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Στο Ελ. Βενιζέλος μάθαμε τα καθέκαστα, όταν πήγαμε να βγάλουμε εισιτήρια γιά το λεωφορείο τού αεροδρομίου γιά Πειραιά.
<<Ελευθέρας>> μας είπε ο εισπράκτορας.
<<Γιατί>>?
<<Λόγω τραπεζών>>
‘Ηταν Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015.
Κοιταχτήκαμε καί χαμογελάσαμε. Οχι από κεκτημένη ταχύτητα. Το Μπαλί μας άλλαξε τον τρόπο να βλέπουμε τη Ζωή.
Ξεκίνησα ανορθόδοξα, το ξέρω. Αλλά όλα στο μυαλό μου είναι κουβάρι. Θα το ξετυλίξω σιγά σιγά. Είκοσι μέρες ήταν αυτές. Εχετε υπομονή
Ετσι κυκλοφορούσες εκεί, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ετσι είδαμε τέσσερις γυναίκες να κατηφορίζουν, η μία πίσω από την άλλη, με τα ψάθινα τριγωνικά καπέλα τους κατεβασμένα ως τα φρύδια, φορτωμένες με καρότσια οικοδομής να μεταφέρουν άμμο, χαλίκι, τούβλα, κεραμίδια. Σταθήκαμε γιά να τις διευκολύνουμε να περάσουν. Ολως περιέργως σταμάτησαν καί αυτές μπροστά μας, άφησαν τα καρότσια κάτω καί έφεραν τα χέρια τους ενωμένα στό στήθος. Ενα εγκάρδιο χαμόγελο φώτισε τα κουρασμένα καί αποστεωμένα πρόσωπα. «Hallo, good morning>> καί συνέχισαν τον δρόμο τους. Μείναμε αποσβολωμένες . Είχαν σταματήσει γιά να μας χαιρετήσουν!!!
Στην πορεία των ημερών πού ακολούθησαν, εισπράξαμε τόσα χαμόγελα όσα σε όλη μας την ζωή. Κι΄ από ανθρώπους πού δεν είχαν κανένα λόγο ή συμφέρον να το κάνουν: από αγρότες, εργάτες, περαστικούς, παιδιά.
Είδαμε, ζήσαμε, θαυμάσαμε πολλά τις τρείς εβδομάδες πού μείναμε στο Μπαλί. Είναι στην κυριολεξία ένας Παράδεισος στην Γή. Αλλά αυτό το χαμόγελο τού απλού ανθρώπου σφραγίστηκε γιά πάντα στην καρδιά μας, το πήραμε μαζί μας στις αποσκευές μας, το φέραμε στην χώρα μας. Καί είναι αυτό πού μας βοήθησε να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις των τελευταίων ημερών. Τρείς βδομάδες αποκομμένες στον παράδεισό μας, δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Στο Ελ. Βενιζέλος μάθαμε τα καθέκαστα, όταν πήγαμε να βγάλουμε εισιτήρια γιά το λεωφορείο τού αεροδρομίου γιά Πειραιά.
<<Ελευθέρας>> μας είπε ο εισπράκτορας.
<<Γιατί>>?
<<Λόγω τραπεζών>>
‘Ηταν Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015.
Κοιταχτήκαμε καί χαμογελάσαμε. Οχι από κεκτημένη ταχύτητα. Το Μπαλί μας άλλαξε τον τρόπο να βλέπουμε τη Ζωή.
Ξεκίνησα ανορθόδοξα, το ξέρω. Αλλά όλα στο μυαλό μου είναι κουβάρι. Θα το ξετυλίξω σιγά σιγά. Είκοσι μέρες ήταν αυτές. Εχετε υπομονή