traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.341
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Το πρωί αφού ξύπνησα νωρίς, βγήκα μια βόλτα στο μονοπάτι για να ξαναβρώ τον γατούλη που μου κράτησε παρέα το χθεσινό απόγευμα.
Έκανε κρύο, γιατί το Mojo - όπως και όλα τα γύρω χωριά - είναι σε μια βαθιά κοιλάδα και ο ήλιος αργεί να ανέβει και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Από την υγρασία του ποταμού, είχε σηκωθεί μια αχλύς σαν ομίχλη και το τοπίο φάνταζε ονειρικό με τα πανύψηλα μαύρα πέυκα και τα έλατα να δημιουργούν περίεργες σκιές στο σεντόνι της καταχνιάς.
Γάτος πουθενά.
Σηκώθηκαν και οι άλλοι και φάγαμε ομελέτες με τυρί. Τα φρούτα εδώ πάνω λείπουν και το μόνο που μπορούσαμε να φάμε ήταν κομπόστα, αν και όταν φυσικά είχαν οι ξενώνες.
Όταν ο ήλιος ξεπρόβαλε από την πλαγιά, είχαμε ήδη ξεκινήσει. Προορισμός μας σήμερα είναι το Namche Bazar, ένα κεφαλοχώρι στα 3.440 μέτρα.
Τώρα κεφαλοχώρι χωρίς δρόμο, καταλαβαίνετε.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Το μονοπάτι ήταν ομαλό και σε ορισμένα σημεία πήγαινε κολλητά με το ποτάμι, πράγμα που μας επέτρεπε να βγάλουμε ωραίες φωτογραφίες. Γρήγορα φτάσαμε στα όρια του εθνικού δρυμού και στο φυλάκιο όπου θα έλεγχαν τις άδειες. Οι φύλακες, βλοσυροί και ψιλοάγριοι - εμφύλιος είναι αυτός - μας έλεγξαν και μπαίναμε πλέον στο πολυπόθητο κομμάτι της διαδρομής μας.
Η οποία διαδρομή αποδείχτηκε δυσκολότερη από ότι την περιμέναμε.
Σε κανα-δυό χιλιόμετρα από το φυλάκιο, περάσαμε μια θεαματική κρεμαστή γέφυρα, στη συμβολή δύο ποταμών.
Εδώ πρέπει να κάνω ακόμα μια εξήγηση:
Τα μονοπάτια συχνά έχουν κόσμο γιατί οι κοιλάδες κατοικούνται και οι χωρικοί ανεβοκατεβαίνουν για να πάνε σε παζάρια γειτονικών χωριών, ή να κουβαλήσουν προμήθειες στα δικά τους χωριά. Πολλές φορές πέφτεις σε ολόκληρα κονβόι από γιακ, που κουβαλάνε απίθανα πράγματα. Τα καταλαβαίνεις από μακριά, από τις κουδούνες που κρέμονται στο λαιμό τους και σε προειδοποιούν.
Γιατί αν δεν παραμερίσεις την πάτησες.
Τα γιακ έχουν τη νοοτροπία να θέλουν να έχουν προτεραιότητα και σε πατάνε, σε ΖΖμπρώχνουν και μπορεί και να σε πετάξουν κάτω. Την έχουν δει κάπως, αλλά τι να κάνεις?
Και εκτός από τα γιακ είναι και οι άνθρωποι. Αυτοί είναι ακόμα πιο φορτωμένοι, τους λυπάται η ψυχή σου. Δηλαδή τι να σου λέω. Βλέπεις ένα γιγαντιαίο δέμα να περπατάει και λες δεν μπορεί, νεραϊδοκρούομαι. Και μόνο δέματα? Είδα ολόκληρες πόρτες να περπατάνε, γιατί αυτοί που τις κουβαλάνε δεν φαινονται. Τι φορτία με ξύλα, τι δίμετρα καλάθια, μόνο περίπτερα δεν είδα να περπατάνε στο μονοπάτι.
Έτσι λοιπόν όταν είναι να περάσεις γέφυρα - και οι γέφυρες εκεί δεν είναι γεφυράκια, μερικές φορές ξεπερνούν τα 100 μέτρα - πρέπει να βεβαιωθείς ότι από απέναντι δεν έρχεται κανένας φορτωμένος που δεν βλέπει μπροστά του γιατί από το σκύψε βλέπει μόνο το χώμα κάτω, ή ακόμα χειρότερα, κανένα ανάγωγο γιακ, πράγμα δύσκολο γιατί το μονοπάτι από την απέναντι μεριά είναι συνήθως χαμένο στη βλάστηση και μπορεί το καραβάνι να ξεπροβάλλει την ώρα που εσύ είσαι στη μέση της γέφυρας, η οποία παρεπιπτόντως κουνιέται, γιατί πλην των άλλων είναι και κρεμαστή.
Μαντέψτε λοιπόν ποιος θα γυρίσει πίσω, θα περιμένει και θα ξαναπεράσει τη γέφυρα.
Οι γέφυρες λοιπόν, εκτός από κρεμαστές και πολυσύχναστες είναι και γεμάτες με πολύχρωμα πανιά, κορδέλες και κουρέλια με ρητά και ευλογίες του Βούδα, για προστασία των ταξιδιωτών και της γέφυρας και για να ξορκίσουν το κακό - με τόσα γιακ διόλου απίθανο να μας βρει το κακό.
Μετά από τις απαραίτητες φωτογραφίες, συνεχίσαμε την πορεία μας. Τι το θέλαμε?
Ακριβώς μετά τη γέφυρα, αρχίζει η ανηφόρα. Δεν νομίζω αλλού να είχα δει τέτοια ανηφόρα.
Να σταματάμε κάθε λίγο για ανάσα - και είμασταν και προπονημένοι μη χέσω - ενώ οι πόρτες και τα δέματα να μας προσπερνάνε και να πηγαίνουν σφήνα προς τα πάνω. Από τα 2.800 έπρεπε να ανέβουμε στα 3.440 μέτρα σε ένα απότομο μονοπάτι που πήγαινε κατευθείαν προς τα πάνω.
Η θέα εξαιρετική, αλλά ποιος την χάζευε, είμασταν όλοι με τις γλωσσάρες έξω σαν λαχανιασμένοι σκύλοι. Άλλοι να πετάνε τα σακίδια και να κάθονται στη σκόνη - που ήταν και γεμάτη σκατούλες από γιακ και ροχάλες από τους χαμάληδες, ένα ποιήμα δηλαδή - άλλοι να φωνάζουν νερό-νερό σαν τη Βλαχοπούλου στην έρημο, και η δικιά σου - ναι αυτή με τις φωτογραφίες - να γκρινιάζει γιατί ήταν άλουστη...
Την πήραμε πρέφα και αρχίσαμε το δούλεμα ομαδόν με τη μορφή παιδικού τραγουδιού: Τι κι αν είσαι άλουστο, θα λουστείς τον Αύγουστο...
Έξαλλη αυτή πήγε να το πει του αντρού της, αλλά και εκείνος δεν την άντεχε άλλο και κοιτούσε αλλού και σφύριζε. Από τότε που κουφάθηκε, ησύχασε. Έλεγα εγώ θα την πετάξει σε κανένα γκρεμό τώρα και θα πει, α συγνώμη δεν το ήθελα, κατά λάθος, έγινε, ήτο μοιραίον....
Αντε, δεν θα φτάσουμε ποτέ????
Τι να φτάσουμε, πηγαίναμε και πηγαίναμε και δεν φτάναμε ποτέ. Θα ανεβαίναμε 3-4 ώρες.
Με τα πολλά φτάσαμε. Δηλαδή δεν φτάσαμε, στο φυλάκιο πριν το χωριό φτάσαμε. Ναι, βέβαια έχει και φυλάκιο, κάθε χώρα με εμφύλιο που σέβεται τον εαυτό της, πρέπει να έχει φυλάκια πριν τα ορεινά χωριά στου διαόλου τη μάνα, που δεν πατάνε οι αντάρτες...
Άντε ξανά έλεγχος, που πάτε, να εδώ πιο κάτω, ο αρχηγός να τάχει πάρει με τη βλακεία τους καθ' ότι είχαν και εξουσία, αλλά και με τον οδηγό που σκάλιζε αρειμανίως τη μύτη του και τραγουδούσε νεπαλέζικα άσματα με ψιλή φωνή. Να το βλέπεις και να μη το πιστεύεις, ούτε στην Ανίτα Πάνια τέτοια πλάκα. Τι Κατέλης και τι Ταμπάκης, εμείς είχαμε ατραξιόν λάιβ μαζί μας. Χολιντέι ον άις.
Ο αρχηγός να θέλει να του χυμήξει, λέω θα έχουμε δράματα τώρα, μια η άλουστη και μια η Μπεζαντάκου, πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος, καταπληκτική εικόνα δίναμε ως γκρουπ. Όχι ότι είχε και κανένα άλλο, αλλά τι σημασία εχει?
Και επιτέλους φτάσαμε! Μπροστά μας το Namche Bazar ένα πέτρινο χωριό που απλώνεται αμφιθεατρικά στην πλαγιά σαν νησιώτικη Χώρα. Πληθυσμός 1500 άτομα.
Ο αρχηγός ηρέμησε, ο δύστυχος ανησυχούσε μη πάθει κανείς μας τίποτα, εγώ κατά βάθος πιστεύω ότι φοβόταν μην ο άλλος πνίξει τη γυναίκα του στο μονοπάτι και μετά τι θα κάναμε με το πτώμα στις ερημιές????? Ηρεμήσαμε όλοι, επιτέλους θα ξεκουραστούμε.
Αμ δεν τέλειωσε το μαρτύριο! Από τους δέκα χιλιάδες ξενώνες του χωριού, εμείς μέναμε στον πιο πάνω, στην κορυφή, εκεί που αν ήταν νησιώτικη Χώρα θα ήταν το ξωκλήσι.
Ακολούθησαν κατάρες και λόγια ακατάλληλα για ανηλίκους. Τι τις θέλαμε τις εξοχές και τα λοιπά βουκολικά? Δεν καθόμασταν στο σπιτάκι μας να βάζαμε νόβα να τα βλέπαμε σε ντοκιμαντέρ???
Όταν φτάσαμε φτύνοντας και βήχοντας, καταλάβαμε πόσο σοφή ήταν η επιλογή. Μια απίστευτη θέα μας περίμενε, το χωριό στα πόδια μας και γύρω τεράστια χιονισμένα βουνά που υψώνονται κατακόρυφα και χάνονται στα σύννεφα.
Ο ξενώνας πολύ καλός για τα δεδομένα της περιοχής. Εμείς είχαμε ενάμισι εκατοστό σοβά πάνω μας από τον ιδρώτα και τη σκόνη και φαντάζεστε τις χαρούμενες ιαχές μας όταν μάθαμε ότι μας είχαν ζεστάνει νερό για να κάνουμε μπάνιο. Εκεί γνωρίσαμε και δυο άτομα από τη Σλοβενία που περπατούσαν στα Ιμαλάια για δυο μήνες.
Ο ύπνος ήρθε γρήγορα μετά από τόση κούραση.
Έκανε κρύο, γιατί το Mojo - όπως και όλα τα γύρω χωριά - είναι σε μια βαθιά κοιλάδα και ο ήλιος αργεί να ανέβει και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Από την υγρασία του ποταμού, είχε σηκωθεί μια αχλύς σαν ομίχλη και το τοπίο φάνταζε ονειρικό με τα πανύψηλα μαύρα πέυκα και τα έλατα να δημιουργούν περίεργες σκιές στο σεντόνι της καταχνιάς.
Γάτος πουθενά.
Σηκώθηκαν και οι άλλοι και φάγαμε ομελέτες με τυρί. Τα φρούτα εδώ πάνω λείπουν και το μόνο που μπορούσαμε να φάμε ήταν κομπόστα, αν και όταν φυσικά είχαν οι ξενώνες.
Όταν ο ήλιος ξεπρόβαλε από την πλαγιά, είχαμε ήδη ξεκινήσει. Προορισμός μας σήμερα είναι το Namche Bazar, ένα κεφαλοχώρι στα 3.440 μέτρα.
Τώρα κεφαλοχώρι χωρίς δρόμο, καταλαβαίνετε.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Το μονοπάτι ήταν ομαλό και σε ορισμένα σημεία πήγαινε κολλητά με το ποτάμι, πράγμα που μας επέτρεπε να βγάλουμε ωραίες φωτογραφίες. Γρήγορα φτάσαμε στα όρια του εθνικού δρυμού και στο φυλάκιο όπου θα έλεγχαν τις άδειες. Οι φύλακες, βλοσυροί και ψιλοάγριοι - εμφύλιος είναι αυτός - μας έλεγξαν και μπαίναμε πλέον στο πολυπόθητο κομμάτι της διαδρομής μας.
Η οποία διαδρομή αποδείχτηκε δυσκολότερη από ότι την περιμέναμε.
Σε κανα-δυό χιλιόμετρα από το φυλάκιο, περάσαμε μια θεαματική κρεμαστή γέφυρα, στη συμβολή δύο ποταμών.
Εδώ πρέπει να κάνω ακόμα μια εξήγηση:
Τα μονοπάτια συχνά έχουν κόσμο γιατί οι κοιλάδες κατοικούνται και οι χωρικοί ανεβοκατεβαίνουν για να πάνε σε παζάρια γειτονικών χωριών, ή να κουβαλήσουν προμήθειες στα δικά τους χωριά. Πολλές φορές πέφτεις σε ολόκληρα κονβόι από γιακ, που κουβαλάνε απίθανα πράγματα. Τα καταλαβαίνεις από μακριά, από τις κουδούνες που κρέμονται στο λαιμό τους και σε προειδοποιούν.
Γιατί αν δεν παραμερίσεις την πάτησες.
Τα γιακ έχουν τη νοοτροπία να θέλουν να έχουν προτεραιότητα και σε πατάνε, σε ΖΖμπρώχνουν και μπορεί και να σε πετάξουν κάτω. Την έχουν δει κάπως, αλλά τι να κάνεις?
Και εκτός από τα γιακ είναι και οι άνθρωποι. Αυτοί είναι ακόμα πιο φορτωμένοι, τους λυπάται η ψυχή σου. Δηλαδή τι να σου λέω. Βλέπεις ένα γιγαντιαίο δέμα να περπατάει και λες δεν μπορεί, νεραϊδοκρούομαι. Και μόνο δέματα? Είδα ολόκληρες πόρτες να περπατάνε, γιατί αυτοί που τις κουβαλάνε δεν φαινονται. Τι φορτία με ξύλα, τι δίμετρα καλάθια, μόνο περίπτερα δεν είδα να περπατάνε στο μονοπάτι.
Έτσι λοιπόν όταν είναι να περάσεις γέφυρα - και οι γέφυρες εκεί δεν είναι γεφυράκια, μερικές φορές ξεπερνούν τα 100 μέτρα - πρέπει να βεβαιωθείς ότι από απέναντι δεν έρχεται κανένας φορτωμένος που δεν βλέπει μπροστά του γιατί από το σκύψε βλέπει μόνο το χώμα κάτω, ή ακόμα χειρότερα, κανένα ανάγωγο γιακ, πράγμα δύσκολο γιατί το μονοπάτι από την απέναντι μεριά είναι συνήθως χαμένο στη βλάστηση και μπορεί το καραβάνι να ξεπροβάλλει την ώρα που εσύ είσαι στη μέση της γέφυρας, η οποία παρεπιπτόντως κουνιέται, γιατί πλην των άλλων είναι και κρεμαστή.
Μαντέψτε λοιπόν ποιος θα γυρίσει πίσω, θα περιμένει και θα ξαναπεράσει τη γέφυρα.
Οι γέφυρες λοιπόν, εκτός από κρεμαστές και πολυσύχναστες είναι και γεμάτες με πολύχρωμα πανιά, κορδέλες και κουρέλια με ρητά και ευλογίες του Βούδα, για προστασία των ταξιδιωτών και της γέφυρας και για να ξορκίσουν το κακό - με τόσα γιακ διόλου απίθανο να μας βρει το κακό.
Μετά από τις απαραίτητες φωτογραφίες, συνεχίσαμε την πορεία μας. Τι το θέλαμε?
Ακριβώς μετά τη γέφυρα, αρχίζει η ανηφόρα. Δεν νομίζω αλλού να είχα δει τέτοια ανηφόρα.
Να σταματάμε κάθε λίγο για ανάσα - και είμασταν και προπονημένοι μη χέσω - ενώ οι πόρτες και τα δέματα να μας προσπερνάνε και να πηγαίνουν σφήνα προς τα πάνω. Από τα 2.800 έπρεπε να ανέβουμε στα 3.440 μέτρα σε ένα απότομο μονοπάτι που πήγαινε κατευθείαν προς τα πάνω.
Η θέα εξαιρετική, αλλά ποιος την χάζευε, είμασταν όλοι με τις γλωσσάρες έξω σαν λαχανιασμένοι σκύλοι. Άλλοι να πετάνε τα σακίδια και να κάθονται στη σκόνη - που ήταν και γεμάτη σκατούλες από γιακ και ροχάλες από τους χαμάληδες, ένα ποιήμα δηλαδή - άλλοι να φωνάζουν νερό-νερό σαν τη Βλαχοπούλου στην έρημο, και η δικιά σου - ναι αυτή με τις φωτογραφίες - να γκρινιάζει γιατί ήταν άλουστη...
Την πήραμε πρέφα και αρχίσαμε το δούλεμα ομαδόν με τη μορφή παιδικού τραγουδιού: Τι κι αν είσαι άλουστο, θα λουστείς τον Αύγουστο...
Έξαλλη αυτή πήγε να το πει του αντρού της, αλλά και εκείνος δεν την άντεχε άλλο και κοιτούσε αλλού και σφύριζε. Από τότε που κουφάθηκε, ησύχασε. Έλεγα εγώ θα την πετάξει σε κανένα γκρεμό τώρα και θα πει, α συγνώμη δεν το ήθελα, κατά λάθος, έγινε, ήτο μοιραίον....
Αντε, δεν θα φτάσουμε ποτέ????
Τι να φτάσουμε, πηγαίναμε και πηγαίναμε και δεν φτάναμε ποτέ. Θα ανεβαίναμε 3-4 ώρες.
Με τα πολλά φτάσαμε. Δηλαδή δεν φτάσαμε, στο φυλάκιο πριν το χωριό φτάσαμε. Ναι, βέβαια έχει και φυλάκιο, κάθε χώρα με εμφύλιο που σέβεται τον εαυτό της, πρέπει να έχει φυλάκια πριν τα ορεινά χωριά στου διαόλου τη μάνα, που δεν πατάνε οι αντάρτες...
Άντε ξανά έλεγχος, που πάτε, να εδώ πιο κάτω, ο αρχηγός να τάχει πάρει με τη βλακεία τους καθ' ότι είχαν και εξουσία, αλλά και με τον οδηγό που σκάλιζε αρειμανίως τη μύτη του και τραγουδούσε νεπαλέζικα άσματα με ψιλή φωνή. Να το βλέπεις και να μη το πιστεύεις, ούτε στην Ανίτα Πάνια τέτοια πλάκα. Τι Κατέλης και τι Ταμπάκης, εμείς είχαμε ατραξιόν λάιβ μαζί μας. Χολιντέι ον άις.
Ο αρχηγός να θέλει να του χυμήξει, λέω θα έχουμε δράματα τώρα, μια η άλουστη και μια η Μπεζαντάκου, πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος, καταπληκτική εικόνα δίναμε ως γκρουπ. Όχι ότι είχε και κανένα άλλο, αλλά τι σημασία εχει?
Και επιτέλους φτάσαμε! Μπροστά μας το Namche Bazar ένα πέτρινο χωριό που απλώνεται αμφιθεατρικά στην πλαγιά σαν νησιώτικη Χώρα. Πληθυσμός 1500 άτομα.
Ο αρχηγός ηρέμησε, ο δύστυχος ανησυχούσε μη πάθει κανείς μας τίποτα, εγώ κατά βάθος πιστεύω ότι φοβόταν μην ο άλλος πνίξει τη γυναίκα του στο μονοπάτι και μετά τι θα κάναμε με το πτώμα στις ερημιές????? Ηρεμήσαμε όλοι, επιτέλους θα ξεκουραστούμε.
Αμ δεν τέλειωσε το μαρτύριο! Από τους δέκα χιλιάδες ξενώνες του χωριού, εμείς μέναμε στον πιο πάνω, στην κορυφή, εκεί που αν ήταν νησιώτικη Χώρα θα ήταν το ξωκλήσι.
Ακολούθησαν κατάρες και λόγια ακατάλληλα για ανηλίκους. Τι τις θέλαμε τις εξοχές και τα λοιπά βουκολικά? Δεν καθόμασταν στο σπιτάκι μας να βάζαμε νόβα να τα βλέπαμε σε ντοκιμαντέρ???
Όταν φτάσαμε φτύνοντας και βήχοντας, καταλάβαμε πόσο σοφή ήταν η επιλογή. Μια απίστευτη θέα μας περίμενε, το χωριό στα πόδια μας και γύρω τεράστια χιονισμένα βουνά που υψώνονται κατακόρυφα και χάνονται στα σύννεφα.
Ο ξενώνας πολύ καλός για τα δεδομένα της περιοχής. Εμείς είχαμε ενάμισι εκατοστό σοβά πάνω μας από τον ιδρώτα και τη σκόνη και φαντάζεστε τις χαρούμενες ιαχές μας όταν μάθαμε ότι μας είχαν ζεστάνει νερό για να κάνουμε μπάνιο. Εκεί γνωρίσαμε και δυο άτομα από τη Σλοβενία που περπατούσαν στα Ιμαλάια για δυο μήνες.
Ο ύπνος ήρθε γρήγορα μετά από τόση κούραση.