Κούσκο- Λίμνη Τιτικάκα: Είχα αρχίσει να νοιώθω το Κούσκο σαν δική μου πόλη, θάθελα να την περπατήσω ακόμη περισσότερο, όπως κάνω σε όλα τα αγαπημένα μου μέρη. Την είχα περπατήσει αρκετά, ξέφυγα από το κέντρο και τα τουριστικά μέρη, πήγα σε συνοικιακά μαγαζιά και δρομάκια με την ακαταστασία τους. Στην αγορά του Σαν Πέδρο, κεντρική αγορά της πόλης, άνθρωποι πολλοί σε πάγκους με κρέατα, ψάρια απλωμένα και εκτεθειμένα , ούτε λόγος για ψυγεία, γυναίκες που για να φτάσουν εδώ περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα , κουβαλώντας τα λιγοστά προιόντα τους στη μαντήλα και το μωρό στην πλάτη, να τα απλώνουν στο πεζοδρόμιο να πουλούν ελάχιστα λαχανικά, λίγα μανιτάρια ,καλαμπόκι, ή πατάτες, άνθρωποι καρτερικοί που περίμεναν να εισπράξουν τη φτώχεια τους.
Αφησα το Κούσκο με έντονα συναισθήματα και εντυπώσεις και ξεκινώ για τη λίμνη Τιτικάκα που γι αυτήν είχα ακούσει πολλά. Ταξίδι μακρινό, οκτώ ώρες με λεωφορείο για την πόλη Πούνο από όπου ξεκινούν οι διαδρομές της λίμνης. Προτίμησα πούλμαν της γραμμής , όχι τουριστικό, ήθελα να συγχροτιστώ με τον καθημερινό κόσμο.
Η περισσότερη διαδρομή μέσα από μια στενή κοιλάδα δίπλα σε ποτάμι περνά από αρκετά χωριά και μικρές πόλεις. Τοπίο πράσινο, πολλά αγροτόσπιτα φτωχικά, πλίθινα σκεπασμένα με λαμαρίνες. Το λεωφορείο σταματούσε συχνά , κατέβαιναν επιβάτες ανέβαιναν άλλοι, γυναίκες από τα χωριά με τις σακούλες τους και τα μωρά τους στη μαντήλα. Ένα κορίτσι γλυκό και ντροπαλό, όχι πάνω από 15 χρ. ανέβηκε με 2 τεράστια νάυλον σακκιά, η μια γεμάτη ψωμιά σαν πιτακωμένοι άρτοι, η άλλη με μικρά ψωμάκια που τα συνηθίζουν πολύ στο Περού. Μισή ώρα μετά κατέβηκε το κορίτσι με την υπόλοιπη πραμάτεια του, είχε πουλήσει αρκετά. Αργότερα στη στάση ενός χωριού μπαίνουν δυο γυναίκες η μια με μια πιατέλα με πατάτες σαν γεμιστές η άλλη με μια σακούλα κεφαλές καλαμποκού. Σε άλλη στάση μπήκε μια γυναίκα κρατώντας νάυλον σακουλάκια γεμάτα με χυμούς φρούτων σε διάφορα χρώματα. Αργότερα μπαίνουν δυο γυναίκες η μια με ένα μεγάλο δοχείο σκεπασμένο , η άλλη με μια τεράστια πολύχρωμη μαντήλα.
Ανοιξε το ύφασμα ξεδίπλωνε πολλά χαρτιά ξεσκέπασε το δοχείο της έβγαλε και ένα μεγάλο μαχαίρι του χασάπη και άρχισε να κόβει το ζεστό αχνιστό κρέας σε μερίδες ήταν μάλλον αρνί το έβαζε σε ένα κομμάτι λαδόκολλα αντί πιάτου σε όσους το ζητούσαν μύριζε όλο το λεωφορείο κρεατίλα. Μετά τα μισά της διαδρομής λιγοστεύουν τα δένδρα και το πράσινο το τοπίο γίνεται σιγά σιγά γυμνό μόνο λίγο χορτάρι στις πεδιάδες, τα βουνά ολόγυμνα , με χιονισμένες κορυφές. Μόνο βοσκοτόπια πολλά κοπάδια αρνιά και μοσχάρια και πάντα τα χαμόσπιτα. Βλέπω ξαφνικά δίπλα στο δρόμο μερικούς σταυρούς στη γη ανάμεσα στα χόρτα και τα χαράκια ένα μικρό νεκροταφείο, τίποτα άλλο ούτε μονοπάτι ούτε περίφραξη . Μετά κι άλλο κι άλλο στην ίδια απερίγραπτη κατάσταση. Φτάνουμε στη Χουλιάκα, μεγάλη πόλη με αεροδρόμιο, δρόμοι, κτίρια , κυκλοφοριακό να συνιστούν τον ορισμό της αθλιότητας. Λακκούβες , λάσπες, άνθρωποι με καρότσια , τρίκυκλα ταξί και αυτοκίνητα να πηγαίνουν από όπου τους βολεύει. Φτάσαμε αργά το βράδυ στο Πούνο για διανυχτέρευση για την πρωινή εξόρμηση στη λίμνη.
Αφησα το Κούσκο με έντονα συναισθήματα και εντυπώσεις και ξεκινώ για τη λίμνη Τιτικάκα που γι αυτήν είχα ακούσει πολλά. Ταξίδι μακρινό, οκτώ ώρες με λεωφορείο για την πόλη Πούνο από όπου ξεκινούν οι διαδρομές της λίμνης. Προτίμησα πούλμαν της γραμμής , όχι τουριστικό, ήθελα να συγχροτιστώ με τον καθημερινό κόσμο.
Η περισσότερη διαδρομή μέσα από μια στενή κοιλάδα δίπλα σε ποτάμι περνά από αρκετά χωριά και μικρές πόλεις. Τοπίο πράσινο, πολλά αγροτόσπιτα φτωχικά, πλίθινα σκεπασμένα με λαμαρίνες. Το λεωφορείο σταματούσε συχνά , κατέβαιναν επιβάτες ανέβαιναν άλλοι, γυναίκες από τα χωριά με τις σακούλες τους και τα μωρά τους στη μαντήλα. Ένα κορίτσι γλυκό και ντροπαλό, όχι πάνω από 15 χρ. ανέβηκε με 2 τεράστια νάυλον σακκιά, η μια γεμάτη ψωμιά σαν πιτακωμένοι άρτοι, η άλλη με μικρά ψωμάκια που τα συνηθίζουν πολύ στο Περού. Μισή ώρα μετά κατέβηκε το κορίτσι με την υπόλοιπη πραμάτεια του, είχε πουλήσει αρκετά. Αργότερα στη στάση ενός χωριού μπαίνουν δυο γυναίκες η μια με μια πιατέλα με πατάτες σαν γεμιστές η άλλη με μια σακούλα κεφαλές καλαμποκού. Σε άλλη στάση μπήκε μια γυναίκα κρατώντας νάυλον σακουλάκια γεμάτα με χυμούς φρούτων σε διάφορα χρώματα. Αργότερα μπαίνουν δυο γυναίκες η μια με ένα μεγάλο δοχείο σκεπασμένο , η άλλη με μια τεράστια πολύχρωμη μαντήλα.
Ανοιξε το ύφασμα ξεδίπλωνε πολλά χαρτιά ξεσκέπασε το δοχείο της έβγαλε και ένα μεγάλο μαχαίρι του χασάπη και άρχισε να κόβει το ζεστό αχνιστό κρέας σε μερίδες ήταν μάλλον αρνί το έβαζε σε ένα κομμάτι λαδόκολλα αντί πιάτου σε όσους το ζητούσαν μύριζε όλο το λεωφορείο κρεατίλα. Μετά τα μισά της διαδρομής λιγοστεύουν τα δένδρα και το πράσινο το τοπίο γίνεται σιγά σιγά γυμνό μόνο λίγο χορτάρι στις πεδιάδες, τα βουνά ολόγυμνα , με χιονισμένες κορυφές. Μόνο βοσκοτόπια πολλά κοπάδια αρνιά και μοσχάρια και πάντα τα χαμόσπιτα. Βλέπω ξαφνικά δίπλα στο δρόμο μερικούς σταυρούς στη γη ανάμεσα στα χόρτα και τα χαράκια ένα μικρό νεκροταφείο, τίποτα άλλο ούτε μονοπάτι ούτε περίφραξη . Μετά κι άλλο κι άλλο στην ίδια απερίγραπτη κατάσταση. Φτάνουμε στη Χουλιάκα, μεγάλη πόλη με αεροδρόμιο, δρόμοι, κτίρια , κυκλοφοριακό να συνιστούν τον ορισμό της αθλιότητας. Λακκούβες , λάσπες, άνθρωποι με καρότσια , τρίκυκλα ταξί και αυτοκίνητα να πηγαίνουν από όπου τους βολεύει. Φτάσαμε αργά το βράδυ στο Πούνο για διανυχτέρευση για την πρωινή εξόρμηση στη λίμνη.
Last edited by a moderator: