Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.190
- Likes
- 25.364
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
Η Βλαχέρνα βρίσκεται βορειοδυτικά της Τρίπολης, και είναι χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου, σε υψόμετρο 954 μέτρων και σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Αρκαδίας την Τρίπολη, μόλις 7 χιλιομέτρων από το Λεβίδι και 10 χιλιομέτρων από τη Βυτίνα. Τη Βλαχέρνα διατρέχει ο οδικός άξονας "111", ο οποίος συνεχίζει για Πάτρα ή για Πύργο. Το όνομά της έχει βυζαντινή προέλευση. Η παλαιότερη ονομασία ήταν "Μπεζενίκος", όπως και το γνωστό Κάστρο της.
Στις δύο εισόδους του χωριού τοποθετήθηκαν πινακίδες με ένδειξη "Μαρτυρικό χωριό", αφού σύμφωνα με το Π.Δ.140/ΦΕΚ197/Α/2005, η Βλαχέρνα έχει χαρακτηριστεί ως "Μαρτυρικό χωριό".
Στο κάτω μέρος του χωριού έγινε, στις 21 Ιουλίου του 1944, η μάχη της Βλαχέρνας κατά των Γερμανών. Για τον λόγο αυτό έχει στηθεί μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, στην είσοδο του χωριού από Τρίπολη. Επίσης προστέθηκε στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης και στο Κοινοτικό κατάστημα, η σημαία-λάβαρο του χωριού, δίπλα στην ελληνική σημαία.
Η Σημαία έχει κίτρινο χρώμα, λόγω του Βυζαντίου, αφού στη Βλαχέρνα υπάρχει η Παναγία των Βλαχερνών. Η πρώτη εκκλησία της Παναγίας υπήρχε στο Φανάρι. Επίσης, το κίτρινο χρώμα έχει σχέση και με τον Ήλιο, αφού μετά την καταστροφή του Ολοκαυτώματος, ήρθε πάλι το φως στο χωριό!
Ήταν η εποχή 1941–1944. Τότε η Βλαχέρνα είχε 1.000 και παραπάνω ψυχές. Τα βουνά και τα λαγκάδια της Αρκαδίας και του Μοριά ολόκληρου έβραζαν, κάθε νέος, παλικάρι που μπορούσε να κρατήσει ντουφέκι, πολεμούσε τον απρόσκλητο εισβολέα κατακτητή, που στο όνομα της φασιστικής βίας, κατέστρεψε την πατρίδα μας. Μέσα σ’ αυτό το φονικό σκηνικό, περνούσαν οι ημέρες και οι νύχτες, εκείνης της άνοιξης και του καλοκαιριού, του 1944.
Λυσσασμένοι οι Γερμανοί από τις απώλειες που είχαν στις μάχες, έκαψαν 180 σπίτια στο Λεβίδι, 7 στη Βλαχέρνα, 4 στην Καμενίτσα και άλλα τόσα στην Παναγίτσα, σκοτώνοντας και όποιον έβρισκαν στη διαδρομή τους, δίπλα από τον δρόμο. Ο άμαχος κόσμος βρήκε καταφύγια στο δασωμένο Μαίναλο και περίμενε τα τραγικότερα, τα φοβερότερα, που ο νους του ανθρώπου δεν τα χωράει.
Και που δεν άργησαν να έρθουν ….
Στις 18-7-1944 μεγάλη Δύναμη των Γερμανών με προπομπούς ποδηλατιστές, ακολούθησε τον δημόσιο δρόμο Τρίπολη–Λεβίδι. Έφτασαν μέχρι τη Βλαχέρνα, που είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους και άρχισαν να πολυβολούν τις ελάχιστες γυναίκες, που τρομαγμένες έτρεχαν στις γύρω πλαγιές, για να απομακρυνθούν από το χωριό και να κρυφτούν στα έλατα. Τραυμάτισαν μια κοπέλα, την Κλειώ Δρακοπούλου, στο πόδι, και από τότε έμεινε ανάπηρη. Μετά γύρισαν στο Λεβίδι που ήταν η προσωρινή βάση τους.
Μόλις νύχτωσε, το βράδυ της 18ης-7-1944, μια διμοιρία Ελασιτών κατέβηκε από το βουνό, για να στήσει ενέδρα στη θέση Μακρεμαλιά–Κοτρόνες, στον δημόσιο δρόμο, στην άκρη του χωριού. Είχε διαταγή να κάνει παρενόχληση. Έτσι και έγινε.
Αφήγηση του Διμοιρίτη Μαρίνου Φωτόπουλου:
"Πήραμε διαταγή από τη διοίκηση του λόχου, να στήσουμε ενέδρα σ’ αυτό το σημείο, για να τους κάνουμε παρενόχληση. Πήγαμε και κάναμε από τη νύχτα ορισμένα πυροβολεία με πέτρες. Όταν ξημέρωσε πια και βγήκε ο ήλιος, είδαμε τους ποδηλατιστές να έρχονται. Τους αφήσαμε να πλησιάσουν σχεδόν στα πενήντα μέτρα. Όταν πλησίασαν, άρχισαν οι αντάρτες να χτυπούν με το πολυβόλο και τα ατομικά τους όπλα. Σε λίγο τέλειωσε αυτό το κακό, δεν ξέρω πόσοι χτυπηθήκανε, πρέπει να είχαν νεκρούς, αλλά δεν ξέρω. Όταν οι ποδηλατιστές προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να απαντήσουν στα δικά μας πυρά, εμείς οπισθοχωρήσαμε, γιατί όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με αυτούς, γιατί πίσω τους ερχόταν μεγάλη δύναμη. Αμέσως κατέφθασαν από το Λεβίδι πολλοί Γερμανοί, που έστησαν πολυβολεία γύρω στο χωριό, το κύκλωσαν και επιδόθηκαν με μανία στον αφανισμό του, βάζοντας φωτιά στα σπίτια. Το ότι η ενέδρα στήθηκε σε σημείο πολύ κοντά στο χωριό, έδωσε στους Γερμανούς αφορμή, να πάρουν απόφαση για τον αφανισμό της Βλαχέρνας, να κάψουν τα πάντα, να μη μείνει τίποτα.
Όλοι οι Βλαχερναίοι είχαμε καταφύγει στο δασωμένο Μαίναλο και από τις κορφές του βλέπαμε, με κομμένη ανάσα, όλες τις σκηνές της φρίκης κατά την πυρπόληση των σπιτιών μας. Βλέπαμε τη Βλαχέρνα σα σφαχτάρι ανυπεράσπιστο, που το βάζει κάτω ο μακελάρης και του μπήγει το μαχαίρι στον λαιμό. "Καημένε Μπεζενίκο (Βλαχέρνα) πώς να σε λησμονήκω", λέγαμε για το χωριό μας το δύστυχο. Αυτό το λέγαν και όλοι οι κοντοχωριανοί και το λέγαν σαν καημό, σαν τραγούδι. Τώρα, το ίδιο μας το χωριό, έγινε δύστυχο και μεις μάρτυρες αυτής της βιβλικής καταστροφής. Βρεθήκαμε στη Καψόραχη, σε θέση που δεν μπορούσαμε να βλέπουμε το πάνω χωριό, που από εκεί άρχισαν να βάζουν φωτιά. Είδαμε όμως τα ντουμάνια του καπνού, που σηκώνονταν σαν μαύρα σύννεφα, που σέρνονταν πρώτα στις πλαγιές και μετά σηκώνονταν στον ουρανό, γιατί από κάτω έρχονταν άλλα.
Την άλλη μέρα 20-7-1944 πήγαμε στο χωριό. Μπαίνοντας, ένιωθες πως έμπαινες σε νεκροταφείο. Μια άσχημη μυρωδιά που ερχόταν από τ’ αποκαΐδια, σε έπνιγε. Ό,τι μπορούσε να καεί, είχε καεί, και μόνον οι πέτρες των τοίχων έστεκαν, αλλά κι αυτές ραγισμένες από τις μεγάλες θερμοκρασίες. Ιδιαίτερα έσκασαν τα πελεκημένα αγκωνάρια στις πόρτες και τα παράθυρα, γιατί από κει έβγαιναν οι φλόγες.
Γύρω στη γειτονιά, αμίλητοι άνθρωποι τριγυρνούσαν κι έμοιαζαν με φιγούρες χορού, σε αρχαία τραγωδία. Κάτω στο χώμα, σε μιαν άκρη, βρίσκεται το απανθρακωμένο σώμα ενός ανθρώπου. Είναι ο γέρο–Λολώνης ή μάλλον τα κόκαλά του, που περιμένουν την ταφή τους. Πιο κάτω, άλλο πτώμα γέροντα, βρίσκεται σωριασμένο. Είναι ο γέρο–Τρύφωνας Κατσούλης. Ένας γέρος, που έτσι κι αλλιώς, βρισκόταν κοντά στον θάνατο. Η αγριότητα όμως δεν έχει όρια.
Μετά δύο μέρες από το ολοκαύτωμα, ένας λόχος ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ ήρθε κι έστησε ενέδρα στον δημόσιο δρόμο, ανάμεσα στα καμένα σπίτια. Στις έξι περίπου το απόγευμα ακούστηκε από το παρατηρητήριο: ΓΕΡΜΑΝΟΙ έρχονται από το Λεβίδι. Οι αντάρτες αστραπιαία έτρεξαν και έπιασαν τα ταμπούρια τους. Δεν άργησαν να αστράψουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Την απόλυτη ησυχία τάραξε το βουητό των μηχανών των αυτοκινήτων. Ο χρόνος πια, μετριόταν με τους χτύπους της καρδιάς του καθενός. Όλοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη περίμεναν, ώσπου ο καπετάνιος με τη φωτοβολίδα, έδωσε το σύνθημα της μάχης, και τα όπλα όλων των ανταρτών αναζητούσαν τον στόχο τους. Οι Γερμανοί κεραυνοβολήθηκαν. Μια περίπου ώρα κράτησε αυτός ο ορυμαγδός.
Η νύχτα βρήκε το ερειπωμένο χωριό ανταριασμένο, από το βουητό της μάχης. Δίπλα του, 35-40 πτώματα Γερμανών και σκελετωμένα αυτοκίνητα όλα άψυχα, νεκρά, κατά μήκος της δημοσιάς. Από το τελευταίο αυτοκίνητο, που είχε και τους περισσότερους ταγματασφαλίτες, διέφυγαν μερικοί προς το Λεβίδι. Δύο βαριά τραυματίες υπέκυψαν, ενώ οι άλλοι, ολονυχτίς, έφτασαν στην Τρίπολη. Ένα μυδράλιο, τέσσερα στάγιερ, πολλά ατομικά ντουφέκια, πολλά φυσίγγια και αρκετό φαρμακευτικό υλικό έπεσαν στα χέρια των ανταρτών.
Το Ιστορικό του Ολοκαυτώματος, 19 Ιουλίου 1944. (Από το βιβλίο “Τίμιοι Αγώνες” του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα-2003).
Στο χωριό μένουν 250 περίπου κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι και τις γιορτές μαζεύει τριπλάσιο και πλέον αριθμό Βλαχερναίων. Η πλατεία είναι κατασκευασμένη από πέτρες
και τη στολίζουν οι προτομές του Αριστείδη,
του Σωκράτη
και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Σε μιαν άκρη της πλατείας στέκει μνημείο αφιερωμένο στον Δημοσθένη Ρούνη, αγωνιστή του 1912.
Η πλατεία της Βλαχέρνας έχει θέα στο Όρος Καστανιά, ύψους 1.200 μέτρων, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας της Βλαχέρνας (λεπτομέρειες στη συνέχεια της αφήγησης).
Το Όρος Καστανιά και σε χιονισμένη version (λήψη από τον δρόμο που οδηγεί στη Βυτίνα).
Το χωριό έχει προσεγμένη ρυμοτομία, με καλούς αλλά ανηφορικούς δρόμους, αφού το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού, απλώνεται στους κατάφυτους πρόποδες του βουνού των θεών και των ξωτικών. Έναν τέτοιο ανηφορικό δρόμο ανεβήκαμε και εμείς, φτάνοντας στις γειτονιές που βρίσκονται γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο, τη μητρόπολη της Βλαχέρνας.
Με τα γερά, πέτρινα σπίτια του, το χωριό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρκαδικής συνοίκησης και έχει χαρακτηριστεί "Παραδοσιακός Οικισμός" (ΦΕΚ 430/2007). Η θέα προς το Μαίναλο είναι μαγευτική και τα τελευταία σπίτια του οικισμού "χώνονται" βαθιά μέσα στη δασοσκέπαστη χαράδρα. Το χωριό είναι στεφανωμένο από πλαγιές και κάμπους και τα πάνω σπίτια απολαμβάνουν εξαιρετική θέα προς τα λιβάδια του βλαχερναίϊκου κάμπου.
Ο Άγιος Αθανάσιος, η κεντρική εκκλησία της Βλαχέρνας, είναι ένα εξαίρετο δείγμα πέτρινης ναοδομίας, με πλακοστρωμένο δάπεδο και πέτρινη βρύση.
Πάνω από τη Βλαχέρνα, ξεφυτρώνει μέσα από τα έλατα, επιβλητικός βράχος, σε ύψος 1.150 μέτρων, ο βράχος του Μπεζενίκου. Στην κορυφή του, υπήρχε ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο, το Κάστρο του Μπεζενίκου, το οποίο πιστεύεται ότι χτίστηκε κατά τη Φραγκοκρατία, μετά την επανάκτηση της περιοχής, από το Δεσποτάτο του Μυστρά, τον 15ο αιώνα. Αναφέρεται ότι το 1458, ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, δεν κατάφερε να το κατακτήσει, παρόλο που το πολιόρκησε, λόγω της οχυρής θέσης του, αλλά και ότι το 1826, κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Κάστρο δέχτηκε επίθεση από τον Ιμπραήμ, που και αυτός δεν κατάφερε να το εκπορθήσει.
Στον κατάλογο των φρουρίων του 1463 το οχυρό συναντάται ως Bocenico, ενώ στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, ως Boserico και Bessenico. Το Κάστρο αποτελεί ένα φυσικό οχυρό, καθώς ο βράχος επί του οποίου έχει κτιστεί, είναι απροσπέλαστος από τις τρεις πλευρές, και μόνον από την ανατολική πλευρά υπάρχει ομαλή πρόσβαση. Σε αυτό το σημείο οι Βυζαντινοί έχτισαν ισχυρή διπλή οχύρωση και Πύργους. Το βόρειο επίπεδο του Κάστρου είχε την τελείως απαραίτητη οχύρωση, καθώς προστατευόταν από τον κάθετο βράχο. Στα νότια βρίσκεται η Πύλη εισόδου που προστατευόταν από έναν ορθογώνιο Πύργο.
Ακολουθήσαμε τον χωματόδρομο ο οποίος οδηγεί στο Κάστρο. Στα αριστερά μας είχαμε πανοραμική θέα του χωριού.
Προχωρώντας, στα ρουθούνια μας εισχώρησε μυρωδιά πεύκου, αφού μπροστά μας απλώθηκε ένα πευκόδασος.
Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε τον κακοτράχαλο χωματόδρομο, μπαίνοντας στη συνέχεια στο ελατοδάσος. Φτάνοντας ψηλά στο βουνό σταματήσαμε για να απολαύσουμε την ωραία θέα.
Κάποια στιγμή, έχοντας φτάσει σχεδόν στην κορυφή, είδαμε από τον δρόμο το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας να είναι γαντζωμένο στον κάθετο βράχο και λίγο αριστερά του, ένα μπαλκόνι να κρέμεται στο κενό. Στην αρχή νομίσαμε ότι έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο σε αυτό το σημείο και να το κόψουμε ποδαράτα μέχρι το μοναστήρι. Τελικά ο δρόμος, αν και δύσβατος, συνέχιζε κι άλλο προς την κορυφή.
Παίρνοντας μια κλειστή στροφή αριστερά, μπροστά μας ξεπρόβαλε, αρχικά, το ξωκλήσι-ασκηταριό της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας, τρυπωμένο στη μεγάλη κοιλότητα του βράχου.
Σταματήσαμε στην αρχή της απότομης σκάλας, που οδηγεί στο εκκλησάκι. Στενά, πέτρινα, απότομα σκαλιά, ακολουθούν ελικοειδή διαδρομή, μέχρι την είσοδο της κοιλότητας. Μια ξεχαρβαλωμένη, υποτυπώδης κουπαστή, από λεπτούς κορμούς, υποτίθεται ότι σε βοηθάει στην ανάβαση. Καλύτερα όμως να αποφύγετε να κρατηθείτε από αυτήν (αν βρεθείτε εκεί) αφού η κουπαστή είναι φτερό στον άνεμο και το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα σας μείνουν στα χέρια τα ξύλα.
Πάνω από τα κεφάλια μας, παγωμένοι κρύσταλλοι έσταζαν τα νερά τους, καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας, τους είχε επιβάλλει την υγροποίησή τους.
Φτάσαμε αγκομαχώντας μέσα στην εντυπωσιακή σπηλιά, όπου βρίσκονται τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να αναφέρονται στην ίδρυσή της. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει χτιστεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου, ακολουθώντας την κλίση του.
Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών.
Κατεβήκαμε με πολλή προσοχή τα απότομα σκαλοπάτια,
και συνεχίσαμε με τα πόδια, για το δεύτερο και δυνατότερο αξιοθέατο, τη Μονή της Παναγίας Ελεούσας.
Στην αρχή των σκαλοπατιών, είδαμε το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη. Είναι χτισμένο με ντόπια πέτρα και στην κορυφή του φέρει μαρμάρινη άσβεστη φλόγα. Στην εντοιχισμένη, στην πρόσοψή του μαρμάρινη πλάκα, διαβάσαμε:
Ενθάδε κείται ΑΛΕΞΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΛΕΞΗΣ), στρατηγός, ηρωικώς πεσών, την 15η Νοεμβρίου 1826, εις τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων.
Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου έγιναν στις 15 Αυγούστου 1996.
Πήραμε να ανηφορίζουμε τα ομαλά πέτρινα σκαλιά.
Το μοναστήρι αυτό είναι τρυπωμένο μέσα σε ένα κοίλωμα του πελώριου, μολυβδοχυμένου βράχου του Κάστρου του Μπεζενίκου. Λέγεται ότι χτίστηκε επί του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το 1300 μ.Χ. (14ος μ.Χ. αιώνας), χωρίς να είναι τίποτα εξακριβωμένο. Κρυμμένη και περικυκλωμένη από τα εκτεταμένα δάση των οροσειρών του Μαινάλου, η Μονή της Παναγίας της Ελεούσας εχρησίμευσε σαν καταφύγιο, αλλά και σαν ορμητήριο, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γραπτές μαρτυρίες για τη λειτουργία της Μονής έχουμε από το 1828 και μετά, δηλαδή από τότε, που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν δύο μοναχοί, ο Παρθένιος ιερομόναχος και ο Διονύσιος μοναχός, και οι δύο από το Λεβίδι.
Προχωρούσαμε παράλληλα με τον τρύπιο βράχο και κοιτάζοντας προσεκτικά, είδαμε να κρέμονται παγωμένοι κρύσταλλοι από τις τρύπες. Μερικοί από αυτούς, μη μπορώντας να αντισταθούν στον ήλιο και τη ζέστη, ξεκολλούσαν και έπεφταν με δύναμη στο διάβα μας. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να φάμε κανέναν κρύσταλλο στο κεφάλι. Επιταχύναμε το βήμα μας για να αποφύγουμε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, το "πεδίο ρίψης παγωμένων βομβών".
Φτάσαμε μπροστά από τη σιδερένια πόρτα και ανοίξαμε το μάνταλο, συνεχίζοντας την ανηφορική μας πορεία.
Καταλήξαμε στο μπαλκόνι, που κρέμεται στο κενό, πάνω από τη χαράδρα και το χωριό. Κολλημένο στην άκρη του βράχου, το ταπεινό καμπαναριό της Μονής ατενίζει βουβό πλέον την απεραντοσύνη.
"Μονή των βράχων" η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου, στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα έλατα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο στους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826).
Τα παλαιότερα χρόνια, ξεκινώντας από το χωριό, ένα μονοπάτι μέσα από το φαράγγι της Αράπισσας και μετά από τρία περίπου τέταρτα πεζοπορίας, οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της Μονής. Σήμερα ο χωματόδρομος που έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού, μας οδήγησε με το αυτοκίνητο στην είσοδο της Μονής.
Σύμφωνα με έρευνα της Κωνσταντοπούλου-Δωρή, το όνομα Ελεούσα ανήκει στην Παναγία, και όχι σε κάποια Αγία, όπως ενίοτε υποστηρίζεται, διότι στο ελληνικό εορτολόγιο, δεν υπάρχει Αγία Ελεούσα και όπου αυτή απαντά, αναφέρεται στην Παναγία. Η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή της Ελεούσας ήταν πάντα πλούσια, με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολλούς μοναχούς. Διαλύθηκε το 1833 και τα κτήματά της, πήραν οι Μονές Κανδήλας και Κερνίτσης (για τη Μονή Κερνίτσης πληροφορίες στο κεφάλαιο της Νυμφασίας).
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι απομνηματογράφοι του Αγώνα του ’21 γνωρίζουμε σημαντικές λεπτομέρειες για τη ζωή του μοναστηριού. Έτσι π.χ βρίσκουμε την πληροφορία, ότι η Μονή ήταν σταυροπηγιακή και κάποια ορισμένη χρονική στιγμή δεινοπάθησε και διαλύθηκε. Αναφέρεται ότι ανασυγκροτήθηκε κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (μετά το 1715), οπότε και καθίσταται ενοριακή. Κατά την πολιορκία του Ιμπραήμ, η Μονή πυρπολήθηκε και διαλύθηκε.
Το 1829 ήρθαν στην έρημη Μονή, μετά την αναχώρηση του Ιμπραήμ, ο "Διονύσιος όσιος Αργυρόπουλος από το Λεβίδι, ετών 55" και ο "Παρθένιος ιερομόναχος Παπαδιαμαντόπουλος, ετών 36", οι οποίοι βρήκαν το μοναστήρι και τα μετόχιά του πυρπολημένα. Μετά τη διάλυση της Μονής, οι μοναχοί διεκδικούν από τη Νομαρχία Τριπόλεως και το Υπουργείο Εκκλησιαστικών την περιουσία τους και 1.600 τουρκικά γρόσια, που είχαν οι ίδιοι διαθέσει, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει μια μακρόχρονη διένεξη, με πολλά έγγραφα αλληλογραφίας.
Σε έγγραφο με ημερομηνία 23 Ιουνίου 1833, που είναι "Κατάλογος του Ιερού Καταγωγείου της Μονής Μπεζενίκου, η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου" υπάρχει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της κατάστασης της Μονής, των μετοχίων της και των περιουσιακών της στοιχείων, γραμμένη από τους μοναχούς. Σε αυτήν ορίζεται ακριβώς η θέση της Μονής και η απόστασή της από τα γειτονικά χωριά. Καταγράφεται η τοπική παράδοση, ότι το μοναστήρι ήταν από παλιά σταυροπηγιακό και επί Τουρκοκρατίας, με ενέργεια του Επισκόπου Μαντινείας, έγινε ενοριακό. Αναφέρουν ότι το 1829, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε αυτό, δε βρήκαν τίποτα–ούτε χρυσόβουλλα, ούτε βιβλία, ούτε συγγράμματα–μόνο "τη σπηλιά όπου υπήρχε ήδη η εκκλησία". Για τις εργασίες της Μονής είχαν έμμισθο, έναν τσοπάνη 30 χρόνων και έναν δεκαπεντάχρονο υπηρέτη. Η Μονή ήταν μικρή, σφηνωμένη στον βράχο, με μια στέρνα. Υπήρχαν ακόμη δύο κελιά με κατώι (υπόγειο-κελάρι).
Το 1834 η Μονή Αγίας Ελεούσας θεωρείται διαλυμένη. Το 1839 οι μοναχοί της Κανδήλας, οι οποίοι υποφέρουν οικονομικά, ζητούν τα κτήματα της Μονής της Ελεούσας, που τελικά το 1840, με σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, τους παραχωρούνται. Στη Μονή Κανδήλας έχει σωθεί σχέδιο πρωτοκόλλου παράδοσης (Οκτώβριος 1840), σύμφωνα με το οποίο, οι γνωστοί για τον μακρόχρονο αγώνα τους μοναχοί, Διονύσιος και Παρθένιος, παραδίδουν στη Μονή Κανδήλας διάφορα αντικείμενα της Αγίας Ελεούσας.
Έτσι, κλείνει η ιστορία της Μονής του Μπεζενίκου, που-κατά την παράδοση-λειτουργούσε σαν ανδρώα, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα του ’21 και από αυτήν είχαν μεταφερθεί στη Μονή Κανδήλας, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός βιβλίων, αλλά και κώδικες, για να χρησιμεύσουν στην κατασκευή φυσιγγίων.
Λίγα μόλις σκαλιά απέμεναν, για να βρεθούμε μπροστά από την ξύλινη πόρτα της Μονής.
Μια ανείπωτη χαρά με πλημμύρισε, όταν κατεβάζοντας προς τα κάτω το σκουριασμένο μάνταλο, άκουσα…..κλακ και είδα την πόρτα να ανοίγει διάπλατα.
Σε ένα κοίλωμα του βράχου είδαμε τον Χριστό στον Σταυρό. Τα πλαϊνά τοιχώματα ήταν λευκά και γαλάζια η οροφή. Η γαλανόλευκη κοσμούσε την αριστερή πλευρά του κοιλώματος. Ο υπόγειος αυτός χώρος χρησιμοποιούνταν-σύμφωνα με την τοπική παράδοση-ως κρύπτη για τη διαφυγή των παρευρισκομένων στη Μονή σε περίπτωση επιδρομής ή ως Κρυφό Σχολειό.
Μερικά επιπλέον σκαλιά οδηγούν έξω από την πόρτα του καθολικού.
Στην κόγχη πάνω από την είσοδο, υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα διαστάσεων: 0,40x0,40 μ., με ανάγλυφο σταυρό και γράμματα, που φέρει τη χρονολογία 1890. Τη διακόσμηση της αετωματικής απόληξης του θυρώματος συμπληρώνει μια ανάγλυφη κεφαλή, που έχει ενσωματωθεί στην κορυφή του αετώματος.
Στα αριστερά, σε ένα άλλο κοίλωμα του βράχου, είδαμε αναπαράσταση της φάτνης, ενώ και εδώ, πάνω από τα κεφάλια μας κρέμονταν φονικές λόγχες, έτοιμες να μας κατατροπώσουν.
Απέναντι από το καθολικό της Μονής υπάρχουν δύο ακόμη χώροι. Στον μεγαλύτερο εξ αυτών υπήρχαν στοιβαγμένα έπιπλα,
ενώ ο μικρότερος χώρος, μέσα στην κοιλότητα του βράχου, μάλλον εκτελούσε χρέη κουζίνας, γιατί υπήρχε μικρός νεροχύτης και αν δεν με απατά η μνήμη μου, ίσως υπήρχε και βρύση.
Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε στο καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αποτελεί δικιόνιο, σταυροειδή, εγγεγραμμένο με τρούλο, και με το ιερό διευθετημένο κάτω από τον βράχο. Έχει διαστάσεις 5x4μ. και φέρει την προσθήκη ενός νεότερου εξωνάρθηκα 6x5μ., ο οποίος πιθανόν ανήκει στις εργασίες ανακαίνισης, που έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί στη Μονή και αναφέρονται στις υπάρχουσες επιγραφές.
Το δάπεδο του καθολικού αποτελείται από σκούρες, τετράγωνες, πέτρινες πλάκες και είναι διαφορετικό από αυτό του εξωνάρθηκα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα, χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το ανατολικό τμήμα του καθολικού και κυρίως οι τρείς κόγχες του ιερού, έχουν λαξευτεί στον φυσικό βράχο. Ο τρούλος στηρίζεται εσωτερικά σε δύο κίονες και δύο τοιχοπεσσούς, που οριοθετούν το τριμερές ιερό. Στο εσωτερικό του καθολικού είναι εμφανή τα ίχνη από φωτιά.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή της Αγίας Ελεούσας ιδρύθηκε επί Ανδρονίκου Παλαιολόγου, στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες όμως του καθολικού, που χρονολογούνται πιθανώς τον 18ο αιώνα, μαρτυρούν ότι και η οικοδόμηση του καθολικού, πρέπει να έγινε τουλάχιστον μέσα στον 18ο αιώνα. Το καθολικό φέρει στρώμα τοιχογραφιών, πιθανώς του 18ου αιώνα, οι οποίες φαίνεται πως έχουν υποστεί φθορές από πυρκαγιά.
Ο εξωνάρθηκας φέρει τοιχογραφίες του 20ου αιώνα.
Στάθηκα στην πόρτα και πήρα μια τελευταία φωτογραφία του εσωτερικού του ναού,
αλλά και του εξωτερικού χώρου.
Κατεβήκαμε τα εσωτερικά σκαλιά
και ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα βρεθήκαμε πάλι έξω.
Σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, μείναμε να παρατηρούμε την εξωτερική μορφή του μοναστηριού, η οποία είναι ιδιαίτερα απλή, με τέσσερα παράθυρα και δύο μικρά μπαλκονάκια.
Ροβολήσαμε τον κατήφορο γρήγορα-γρήγορα, για να αποφύγουμε τα ύπουλα κρυστάλλινα αντικείμενα, τα οποία τώρα είχαν στρώσει για τα καλά, όλη σχεδόν την πέτρινη διαδρομή.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πριν κατηφορίσουμε για το χωριό, κάναμε μια στάση στη βρύση της Αράπισσας, για να ξεδιψάσουμε με το πιο παγωμένο νερό που έχουμε πιει μέχρι τώρα. Πιο παγωμένο και από ψυγείο! Γύρω από την πετρόχτιστη βρύση υπήρχαν τεράστια κομμάτια πάγου, τα οποία αρνούνταν να υποκύψουν στις ορέξεις της "ζεστής" εκείνης μέρας.
Πάντως δεν είναι μόνον οι κρύσταλλοι, που ξεκολλάνε και πέφτουν, από τον δυσπρόσιτο βράχο του Μπεζενίκου. Ξεκολλάνε και ολόκληροι βράχοι και κατρακυλάνε στην πλαγιά. Ευτυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχουν τα δέντρα τα οποία βάζουν φρένο στην καταστροφική τους πορεία, γλιτώνοντας τα σπίτια του χωριού, από δυσάρεστες συνέπειες.
Από ψηλά πήρε το μάτι μας, την άλλη εκκλησία της Βλαχέρνας, τον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων, και αφού περάσαμε από την κάτω πλευρά της "111", σταματήσαμε το αυτοκίνητο στα ριζά του υψώματος, στην κορυφή του οποίου είναι χτισμένη η εκκλησία.
Οι Άγιοι Ανάργυροι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ή ιστορία, αφού είναι νέος ναός. Έχουν όμως απρόσκοπτη θέα προς τον βράχο του Μπεζενίκου
και προς την κάτω από τον δρόμο πλευρά της Βλαχέρνας.
Έχουν επιπλέον αξιοσημείωτη θέα και προς τον κάμπο της Βλαχέρνας.
Στον περίβολο δε της εκκλησίας, υπάρχουν τρία δέντρα, τα οποία προστατεύονται από πετρόχτιστη μάντρα. Οι ρίζες αυτών των δέντρων ποτίστηκαν από το αίμα του Τρύφωνα Κατσούλη, τον οποίο βασάνισαν και εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
Όπως είπα στην αρχή αυτής της αφήγησης, απέναντι από τη Βλαχέρνα, στα δεξιά δηλαδή του ΕΟ Τρίπολης-Πύργου, υψώνεται το όρος Καστανιά. Ίσως αυτό το βουνό να ήταν ο αρχαίος Κνάκαλος. Λέγεται ότι εδώ γινόταν ετήσια μυστική τελετή προς τιμήν της Αρτέμιδος. Το όρος εμείς το επισκεφθήκαμε για τη Μονή της Παναγίας της Βλαχέρνας, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό.
Στην κορυφή του βουνού των 1.200 μέτρων υπάρχουν τοποθετημένες κεραίες, οι οποίες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, απ' όποιο σημείο της περιοχής και αν κοιτάξεις. Φαίνονται ακόμα και από το σπίτι μας στον κάμπο του Δάρα.
Ξεκινήσαμε να ανηφορίζουμε τη βορειοδυτική πλαγιά του βουνού,
η οποία μας πρόσφερε πανοραμική θέα της Βλαχέρνας, του Κάστρου του Μπεζενίκου, του Μαινάλου,
αλλά και ολόκληρου του κάμπου των χωριών, Χωτούσας και Κανδήλας, δηλαδή του δεύτερου Ορχομένιου πεδίου, όπως πολύ αναλυτικά ειπώθηκε, στο κεφάλαιο του Αρχαιολογικού Χώρου Ορχομενού.
Ο δρόμος, είναι ό,τι χειρότερο έχουμε συναντήσει, μετά τον δρόμο για το όρος Σαϊτάς, αλλά η θέα είναι εκπάγλου κάλλους.
Σταματήσαμε σε αρκετά σημεία για φωτογραφίες, κοιτάζοντας προς την κορυφή, όπου βρίσκονται οι κεραίες και το μοναστήρι. Με γλυκά λόγια παρηγοριάς, προσπαθούσαμε να απαλύνουμε τον πόνο, του ταλαίπωρου αυτοκινήτου, το οποίο στεκόταν με ψηλά το κεφάλι, πάνω από τις περιστάσεις, βγάζοντάς μας ασπροπρόσωπους. Το καημένο τι τράβηξε όλον αυτόν τον καιρό με εμάς τους τρελούς!
ΠΑΛΑΙΑ ΜΟΝΗ
Στο μοναστήρι αυτό της Καστανιάς, εντός κοίλου σπηλαίου, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, ασκήτευσε ο ιδρυτής του, ο ιερομόναχος Λεόντιος, από τη Στεμνίτσα της Γορτυνίας. Πότε ακριβώς ασκήτευσε δεν είναι γνωστό. Ούτε λείψανο και σχετικό στοιχείο της παλαιάς Μονής υπάρχει, εκτός του τάφου του, που βρίσκεται στο μέσον του σημερινού ναού και της Αγίας Εικόνας.
ΝΕΑ ΜΟΝΗ
Το έτος 1902 χτίστηκε ο ναός της Νέας Μονής. Πάνω από την είσοδο του ναού υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, που φέρει χαραγμένο σταυρό, τη χρονολογία 1902-έτος κτήσεως-και τα γράμματα Β.Δ., αρχικά του ονοματεπώνυμου του κτήτορος, Βασιλείου Δρακοπούλου του Αναστασίου. Αυτός γεννήθηκε το 1866 στον Μπεζενίκο (Βλαχέρνα), από γονείς βοσκούς και γεωργούς, των οποίων ακολούθησε το επάγγελμα. Από τη νεότητά του ασχολείτο στο όρος Καστανιά, με τα πρόβατά του και με την καλλιέργεια και τη βελτίωση των αγρών του, που είχε στο βουνό, καθώς και σε άλλες περιοχές του χωριού του.
Η μοναχή Μαγδαληνή, κατά κόσμον Κατίνα Λαμπρινοπούλου, καταγόταν από τη Βυτίνα και έμεινε στη Μονή για δύο περίπου χρόνια (1933-35). Σήμερα δεν διακονείται από μοναχούς. Και αυτή η Μονή διαδραμάτισε στρατηγικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
Εδώ όμως δε σταθήκαμε τυχεροί, αφού φτάνοντας στην κόκκινη σιδερένια πόρτα, τη βρήκαμε κλειστή κι αμπαρωμένη. Θα μπορούσα βέβαια εύκολα να πηδήξω και να μπω στον περίβολο του ναού, αλλά την ώρα που σκεφτόμουν να κάνω το μετέωρο βήμα, άκουσα τον γιο μου να φωνάζει: -"Έλα γρήγορα, γρήγορα"!
Έτρεξα εκεί που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. -"Κοίτα" μου λέει και μου δείχνει πέρα μακριά, προς τις χιονισμένες βουνοκορφές. Ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα θεόρατα βουνά. Ανατολή φεγγαριού και δύση ηλίου συνέβαιναν ταυτόχρονα, με φόντο το ωραιότερο σκηνικό, που είχε στήσει η φύση για εμάς, τους ταπεινούς, πλην υπέρ τυχερούς εξερευνητές, που έτυχε να βρισκόμαστε την καταλληλότερη στιγμή, στο καταλληλότερο σημείο. Στα 1.200 μέτρα τους Όρους Καστανιά της Αρκαδίας.
Οι φωτογραφίες ωχριούν μπροστά στο υπερθέαμα.
-"Πάμε από την άλλη πλευρά, ακόμα πιο ψηλά, στις κεραίες" μου λέει ο γιος μου. -"Ίσως προλάβουμε τον ήλιο, πριν δύσει πίσω από βουνά. Από τη δυτική πλευρά του όρους θα δούμε το Δάρα και τον "δικό μας κάμπο".
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το τελευταίο, απερίγραπτο κομμάτι του χωματόδρομου. Ο μικρός μας ήρωας, το αυτοκίνητό μας, δεινοπάθησε σε κάτι νεροφαγώματα και σε κάτι μικρές "χαράδρες" που λες, τώρα που να βάλω τις ρόδες, για να βγω αλώβητος από αυτά τα "φαράγγια"?
Φτάσαμε στο τέλος του βουνού. Δεν προλάβαμε τον ήλιο, πάρα μόνο τις αποχρώσεις που ζωγράφιζε, απέναντι στον ορίζοντα.
Είδαμε το Δάρα και τον κάμπο του,
είδαμε και τη Βλαχέρνα από ακόμα ψηλότερα,
αλλά και τα γύρω βουνά και τα λαγκάδια, λες και εκτελούσαμε χαμηλή πτήση, με το ιδιωτικό μας αεροπλάνο.
Όταν ανεβήκαμε και στο σημείο που βρίσκεται το κολωνάκι της γεωγραφικής υπηρεσίας, νιώσαμε ότι βρισκόμαστε στην "κορυφή του κόσμου".
Σαν μαγεμένοι κοιτούσαμε το υπερθέαμα που εξελισσόταν εκείνην τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας. Απολαμβάναμε την πανσέληνο του Ιανουαρίου του 2021. Την πανσέληνο του Λύκου!
Πηγές ιστορικών αναφορών της παρούσας αφήγησης:
Wikipedia
www.vlaxerna.gr
Η Βλαχέρνα βρίσκεται βορειοδυτικά της Τρίπολης, και είναι χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου, σε υψόμετρο 954 μέτρων και σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Αρκαδίας την Τρίπολη, μόλις 7 χιλιομέτρων από το Λεβίδι και 10 χιλιομέτρων από τη Βυτίνα. Τη Βλαχέρνα διατρέχει ο οδικός άξονας "111", ο οποίος συνεχίζει για Πάτρα ή για Πύργο. Το όνομά της έχει βυζαντινή προέλευση. Η παλαιότερη ονομασία ήταν "Μπεζενίκος", όπως και το γνωστό Κάστρο της.
Στις δύο εισόδους του χωριού τοποθετήθηκαν πινακίδες με ένδειξη "Μαρτυρικό χωριό", αφού σύμφωνα με το Π.Δ.140/ΦΕΚ197/Α/2005, η Βλαχέρνα έχει χαρακτηριστεί ως "Μαρτυρικό χωριό".
Στο κάτω μέρος του χωριού έγινε, στις 21 Ιουλίου του 1944, η μάχη της Βλαχέρνας κατά των Γερμανών. Για τον λόγο αυτό έχει στηθεί μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, στην είσοδο του χωριού από Τρίπολη. Επίσης προστέθηκε στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης και στο Κοινοτικό κατάστημα, η σημαία-λάβαρο του χωριού, δίπλα στην ελληνική σημαία.
Η Σημαία έχει κίτρινο χρώμα, λόγω του Βυζαντίου, αφού στη Βλαχέρνα υπάρχει η Παναγία των Βλαχερνών. Η πρώτη εκκλησία της Παναγίας υπήρχε στο Φανάρι. Επίσης, το κίτρινο χρώμα έχει σχέση και με τον Ήλιο, αφού μετά την καταστροφή του Ολοκαυτώματος, ήρθε πάλι το φως στο χωριό!
Ήταν η εποχή 1941–1944. Τότε η Βλαχέρνα είχε 1.000 και παραπάνω ψυχές. Τα βουνά και τα λαγκάδια της Αρκαδίας και του Μοριά ολόκληρου έβραζαν, κάθε νέος, παλικάρι που μπορούσε να κρατήσει ντουφέκι, πολεμούσε τον απρόσκλητο εισβολέα κατακτητή, που στο όνομα της φασιστικής βίας, κατέστρεψε την πατρίδα μας. Μέσα σ’ αυτό το φονικό σκηνικό, περνούσαν οι ημέρες και οι νύχτες, εκείνης της άνοιξης και του καλοκαιριού, του 1944.
Λυσσασμένοι οι Γερμανοί από τις απώλειες που είχαν στις μάχες, έκαψαν 180 σπίτια στο Λεβίδι, 7 στη Βλαχέρνα, 4 στην Καμενίτσα και άλλα τόσα στην Παναγίτσα, σκοτώνοντας και όποιον έβρισκαν στη διαδρομή τους, δίπλα από τον δρόμο. Ο άμαχος κόσμος βρήκε καταφύγια στο δασωμένο Μαίναλο και περίμενε τα τραγικότερα, τα φοβερότερα, που ο νους του ανθρώπου δεν τα χωράει.
Και που δεν άργησαν να έρθουν ….
Στις 18-7-1944 μεγάλη Δύναμη των Γερμανών με προπομπούς ποδηλατιστές, ακολούθησε τον δημόσιο δρόμο Τρίπολη–Λεβίδι. Έφτασαν μέχρι τη Βλαχέρνα, που είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους και άρχισαν να πολυβολούν τις ελάχιστες γυναίκες, που τρομαγμένες έτρεχαν στις γύρω πλαγιές, για να απομακρυνθούν από το χωριό και να κρυφτούν στα έλατα. Τραυμάτισαν μια κοπέλα, την Κλειώ Δρακοπούλου, στο πόδι, και από τότε έμεινε ανάπηρη. Μετά γύρισαν στο Λεβίδι που ήταν η προσωρινή βάση τους.
Μόλις νύχτωσε, το βράδυ της 18ης-7-1944, μια διμοιρία Ελασιτών κατέβηκε από το βουνό, για να στήσει ενέδρα στη θέση Μακρεμαλιά–Κοτρόνες, στον δημόσιο δρόμο, στην άκρη του χωριού. Είχε διαταγή να κάνει παρενόχληση. Έτσι και έγινε.
Αφήγηση του Διμοιρίτη Μαρίνου Φωτόπουλου:
"Πήραμε διαταγή από τη διοίκηση του λόχου, να στήσουμε ενέδρα σ’ αυτό το σημείο, για να τους κάνουμε παρενόχληση. Πήγαμε και κάναμε από τη νύχτα ορισμένα πυροβολεία με πέτρες. Όταν ξημέρωσε πια και βγήκε ο ήλιος, είδαμε τους ποδηλατιστές να έρχονται. Τους αφήσαμε να πλησιάσουν σχεδόν στα πενήντα μέτρα. Όταν πλησίασαν, άρχισαν οι αντάρτες να χτυπούν με το πολυβόλο και τα ατομικά τους όπλα. Σε λίγο τέλειωσε αυτό το κακό, δεν ξέρω πόσοι χτυπηθήκανε, πρέπει να είχαν νεκρούς, αλλά δεν ξέρω. Όταν οι ποδηλατιστές προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να απαντήσουν στα δικά μας πυρά, εμείς οπισθοχωρήσαμε, γιατί όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με αυτούς, γιατί πίσω τους ερχόταν μεγάλη δύναμη. Αμέσως κατέφθασαν από το Λεβίδι πολλοί Γερμανοί, που έστησαν πολυβολεία γύρω στο χωριό, το κύκλωσαν και επιδόθηκαν με μανία στον αφανισμό του, βάζοντας φωτιά στα σπίτια. Το ότι η ενέδρα στήθηκε σε σημείο πολύ κοντά στο χωριό, έδωσε στους Γερμανούς αφορμή, να πάρουν απόφαση για τον αφανισμό της Βλαχέρνας, να κάψουν τα πάντα, να μη μείνει τίποτα.
Όλοι οι Βλαχερναίοι είχαμε καταφύγει στο δασωμένο Μαίναλο και από τις κορφές του βλέπαμε, με κομμένη ανάσα, όλες τις σκηνές της φρίκης κατά την πυρπόληση των σπιτιών μας. Βλέπαμε τη Βλαχέρνα σα σφαχτάρι ανυπεράσπιστο, που το βάζει κάτω ο μακελάρης και του μπήγει το μαχαίρι στον λαιμό. "Καημένε Μπεζενίκο (Βλαχέρνα) πώς να σε λησμονήκω", λέγαμε για το χωριό μας το δύστυχο. Αυτό το λέγαν και όλοι οι κοντοχωριανοί και το λέγαν σαν καημό, σαν τραγούδι. Τώρα, το ίδιο μας το χωριό, έγινε δύστυχο και μεις μάρτυρες αυτής της βιβλικής καταστροφής. Βρεθήκαμε στη Καψόραχη, σε θέση που δεν μπορούσαμε να βλέπουμε το πάνω χωριό, που από εκεί άρχισαν να βάζουν φωτιά. Είδαμε όμως τα ντουμάνια του καπνού, που σηκώνονταν σαν μαύρα σύννεφα, που σέρνονταν πρώτα στις πλαγιές και μετά σηκώνονταν στον ουρανό, γιατί από κάτω έρχονταν άλλα.
Την άλλη μέρα 20-7-1944 πήγαμε στο χωριό. Μπαίνοντας, ένιωθες πως έμπαινες σε νεκροταφείο. Μια άσχημη μυρωδιά που ερχόταν από τ’ αποκαΐδια, σε έπνιγε. Ό,τι μπορούσε να καεί, είχε καεί, και μόνον οι πέτρες των τοίχων έστεκαν, αλλά κι αυτές ραγισμένες από τις μεγάλες θερμοκρασίες. Ιδιαίτερα έσκασαν τα πελεκημένα αγκωνάρια στις πόρτες και τα παράθυρα, γιατί από κει έβγαιναν οι φλόγες.
Γύρω στη γειτονιά, αμίλητοι άνθρωποι τριγυρνούσαν κι έμοιαζαν με φιγούρες χορού, σε αρχαία τραγωδία. Κάτω στο χώμα, σε μιαν άκρη, βρίσκεται το απανθρακωμένο σώμα ενός ανθρώπου. Είναι ο γέρο–Λολώνης ή μάλλον τα κόκαλά του, που περιμένουν την ταφή τους. Πιο κάτω, άλλο πτώμα γέροντα, βρίσκεται σωριασμένο. Είναι ο γέρο–Τρύφωνας Κατσούλης. Ένας γέρος, που έτσι κι αλλιώς, βρισκόταν κοντά στον θάνατο. Η αγριότητα όμως δεν έχει όρια.
Μετά δύο μέρες από το ολοκαύτωμα, ένας λόχος ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ ήρθε κι έστησε ενέδρα στον δημόσιο δρόμο, ανάμεσα στα καμένα σπίτια. Στις έξι περίπου το απόγευμα ακούστηκε από το παρατηρητήριο: ΓΕΡΜΑΝΟΙ έρχονται από το Λεβίδι. Οι αντάρτες αστραπιαία έτρεξαν και έπιασαν τα ταμπούρια τους. Δεν άργησαν να αστράψουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Την απόλυτη ησυχία τάραξε το βουητό των μηχανών των αυτοκινήτων. Ο χρόνος πια, μετριόταν με τους χτύπους της καρδιάς του καθενός. Όλοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη περίμεναν, ώσπου ο καπετάνιος με τη φωτοβολίδα, έδωσε το σύνθημα της μάχης, και τα όπλα όλων των ανταρτών αναζητούσαν τον στόχο τους. Οι Γερμανοί κεραυνοβολήθηκαν. Μια περίπου ώρα κράτησε αυτός ο ορυμαγδός.
Η νύχτα βρήκε το ερειπωμένο χωριό ανταριασμένο, από το βουητό της μάχης. Δίπλα του, 35-40 πτώματα Γερμανών και σκελετωμένα αυτοκίνητα όλα άψυχα, νεκρά, κατά μήκος της δημοσιάς. Από το τελευταίο αυτοκίνητο, που είχε και τους περισσότερους ταγματασφαλίτες, διέφυγαν μερικοί προς το Λεβίδι. Δύο βαριά τραυματίες υπέκυψαν, ενώ οι άλλοι, ολονυχτίς, έφτασαν στην Τρίπολη. Ένα μυδράλιο, τέσσερα στάγιερ, πολλά ατομικά ντουφέκια, πολλά φυσίγγια και αρκετό φαρμακευτικό υλικό έπεσαν στα χέρια των ανταρτών.
Το Ιστορικό του Ολοκαυτώματος, 19 Ιουλίου 1944. (Από το βιβλίο “Τίμιοι Αγώνες” του Χρήστου Αν. Κουτσούγερα-2003).
Στο χωριό μένουν 250 περίπου κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι και τις γιορτές μαζεύει τριπλάσιο και πλέον αριθμό Βλαχερναίων. Η πλατεία είναι κατασκευασμένη από πέτρες
και τη στολίζουν οι προτομές του Αριστείδη,
του Σωκράτη
και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Σε μιαν άκρη της πλατείας στέκει μνημείο αφιερωμένο στον Δημοσθένη Ρούνη, αγωνιστή του 1912.
Η πλατεία της Βλαχέρνας έχει θέα στο Όρος Καστανιά, ύψους 1.200 μέτρων, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας της Βλαχέρνας (λεπτομέρειες στη συνέχεια της αφήγησης).
Το Όρος Καστανιά και σε χιονισμένη version (λήψη από τον δρόμο που οδηγεί στη Βυτίνα).
Το χωριό έχει προσεγμένη ρυμοτομία, με καλούς αλλά ανηφορικούς δρόμους, αφού το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού, απλώνεται στους κατάφυτους πρόποδες του βουνού των θεών και των ξωτικών. Έναν τέτοιο ανηφορικό δρόμο ανεβήκαμε και εμείς, φτάνοντας στις γειτονιές που βρίσκονται γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο, τη μητρόπολη της Βλαχέρνας.
Με τα γερά, πέτρινα σπίτια του, το χωριό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρκαδικής συνοίκησης και έχει χαρακτηριστεί "Παραδοσιακός Οικισμός" (ΦΕΚ 430/2007). Η θέα προς το Μαίναλο είναι μαγευτική και τα τελευταία σπίτια του οικισμού "χώνονται" βαθιά μέσα στη δασοσκέπαστη χαράδρα. Το χωριό είναι στεφανωμένο από πλαγιές και κάμπους και τα πάνω σπίτια απολαμβάνουν εξαιρετική θέα προς τα λιβάδια του βλαχερναίϊκου κάμπου.
Ο Άγιος Αθανάσιος, η κεντρική εκκλησία της Βλαχέρνας, είναι ένα εξαίρετο δείγμα πέτρινης ναοδομίας, με πλακοστρωμένο δάπεδο και πέτρινη βρύση.
Πάνω από τη Βλαχέρνα, ξεφυτρώνει μέσα από τα έλατα, επιβλητικός βράχος, σε ύψος 1.150 μέτρων, ο βράχος του Μπεζενίκου. Στην κορυφή του, υπήρχε ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο, το Κάστρο του Μπεζενίκου, το οποίο πιστεύεται ότι χτίστηκε κατά τη Φραγκοκρατία, μετά την επανάκτηση της περιοχής, από το Δεσποτάτο του Μυστρά, τον 15ο αιώνα. Αναφέρεται ότι το 1458, ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, δεν κατάφερε να το κατακτήσει, παρόλο που το πολιόρκησε, λόγω της οχυρής θέσης του, αλλά και ότι το 1826, κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Κάστρο δέχτηκε επίθεση από τον Ιμπραήμ, που και αυτός δεν κατάφερε να το εκπορθήσει.
Στον κατάλογο των φρουρίων του 1463 το οχυρό συναντάται ως Bocenico, ενώ στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, ως Boserico και Bessenico. Το Κάστρο αποτελεί ένα φυσικό οχυρό, καθώς ο βράχος επί του οποίου έχει κτιστεί, είναι απροσπέλαστος από τις τρεις πλευρές, και μόνον από την ανατολική πλευρά υπάρχει ομαλή πρόσβαση. Σε αυτό το σημείο οι Βυζαντινοί έχτισαν ισχυρή διπλή οχύρωση και Πύργους. Το βόρειο επίπεδο του Κάστρου είχε την τελείως απαραίτητη οχύρωση, καθώς προστατευόταν από τον κάθετο βράχο. Στα νότια βρίσκεται η Πύλη εισόδου που προστατευόταν από έναν ορθογώνιο Πύργο.
Ακολουθήσαμε τον χωματόδρομο ο οποίος οδηγεί στο Κάστρο. Στα αριστερά μας είχαμε πανοραμική θέα του χωριού.
Προχωρώντας, στα ρουθούνια μας εισχώρησε μυρωδιά πεύκου, αφού μπροστά μας απλώθηκε ένα πευκόδασος.
Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε τον κακοτράχαλο χωματόδρομο, μπαίνοντας στη συνέχεια στο ελατοδάσος. Φτάνοντας ψηλά στο βουνό σταματήσαμε για να απολαύσουμε την ωραία θέα.
Κάποια στιγμή, έχοντας φτάσει σχεδόν στην κορυφή, είδαμε από τον δρόμο το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας να είναι γαντζωμένο στον κάθετο βράχο και λίγο αριστερά του, ένα μπαλκόνι να κρέμεται στο κενό. Στην αρχή νομίσαμε ότι έπρεπε να αφήσουμε το αυτοκίνητο σε αυτό το σημείο και να το κόψουμε ποδαράτα μέχρι το μοναστήρι. Τελικά ο δρόμος, αν και δύσβατος, συνέχιζε κι άλλο προς την κορυφή.
Παίρνοντας μια κλειστή στροφή αριστερά, μπροστά μας ξεπρόβαλε, αρχικά, το ξωκλήσι-ασκηταριό της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας, τρυπωμένο στη μεγάλη κοιλότητα του βράχου.
Σταματήσαμε στην αρχή της απότομης σκάλας, που οδηγεί στο εκκλησάκι. Στενά, πέτρινα, απότομα σκαλιά, ακολουθούν ελικοειδή διαδρομή, μέχρι την είσοδο της κοιλότητας. Μια ξεχαρβαλωμένη, υποτυπώδης κουπαστή, από λεπτούς κορμούς, υποτίθεται ότι σε βοηθάει στην ανάβαση. Καλύτερα όμως να αποφύγετε να κρατηθείτε από αυτήν (αν βρεθείτε εκεί) αφού η κουπαστή είναι φτερό στον άνεμο και το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα σας μείνουν στα χέρια τα ξύλα.
Πάνω από τα κεφάλια μας, παγωμένοι κρύσταλλοι έσταζαν τα νερά τους, καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας, τους είχε επιβάλλει την υγροποίησή τους.
Φτάσαμε αγκομαχώντας μέσα στην εντυπωσιακή σπηλιά, όπου βρίσκονται τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να αναφέρονται στην ίδρυσή της. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει χτιστεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου, ακολουθώντας την κλίση του.
Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών.
Κατεβήκαμε με πολλή προσοχή τα απότομα σκαλοπάτια,
και συνεχίσαμε με τα πόδια, για το δεύτερο και δυνατότερο αξιοθέατο, τη Μονή της Παναγίας Ελεούσας.
Στην αρχή των σκαλοπατιών, είδαμε το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη. Είναι χτισμένο με ντόπια πέτρα και στην κορυφή του φέρει μαρμάρινη άσβεστη φλόγα. Στην εντοιχισμένη, στην πρόσοψή του μαρμάρινη πλάκα, διαβάσαμε:
Ενθάδε κείται ΑΛΕΞΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΛΕΞΗΣ), στρατηγός, ηρωικώς πεσών, την 15η Νοεμβρίου 1826, εις τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων.
Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου έγιναν στις 15 Αυγούστου 1996.
Πήραμε να ανηφορίζουμε τα ομαλά πέτρινα σκαλιά.
Το μοναστήρι αυτό είναι τρυπωμένο μέσα σε ένα κοίλωμα του πελώριου, μολυβδοχυμένου βράχου του Κάστρου του Μπεζενίκου. Λέγεται ότι χτίστηκε επί του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το 1300 μ.Χ. (14ος μ.Χ. αιώνας), χωρίς να είναι τίποτα εξακριβωμένο. Κρυμμένη και περικυκλωμένη από τα εκτεταμένα δάση των οροσειρών του Μαινάλου, η Μονή της Παναγίας της Ελεούσας εχρησίμευσε σαν καταφύγιο, αλλά και σαν ορμητήριο, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γραπτές μαρτυρίες για τη λειτουργία της Μονής έχουμε από το 1828 και μετά, δηλαδή από τότε, που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν δύο μοναχοί, ο Παρθένιος ιερομόναχος και ο Διονύσιος μοναχός, και οι δύο από το Λεβίδι.
Προχωρούσαμε παράλληλα με τον τρύπιο βράχο και κοιτάζοντας προσεκτικά, είδαμε να κρέμονται παγωμένοι κρύσταλλοι από τις τρύπες. Μερικοί από αυτούς, μη μπορώντας να αντισταθούν στον ήλιο και τη ζέστη, ξεκολλούσαν και έπεφταν με δύναμη στο διάβα μας. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να φάμε κανέναν κρύσταλλο στο κεφάλι. Επιταχύναμε το βήμα μας για να αποφύγουμε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, το "πεδίο ρίψης παγωμένων βομβών".
Φτάσαμε μπροστά από τη σιδερένια πόρτα και ανοίξαμε το μάνταλο, συνεχίζοντας την ανηφορική μας πορεία.
Καταλήξαμε στο μπαλκόνι, που κρέμεται στο κενό, πάνω από τη χαράδρα και το χωριό. Κολλημένο στην άκρη του βράχου, το ταπεινό καμπαναριό της Μονής ατενίζει βουβό πλέον την απεραντοσύνη.
"Μονή των βράχων" η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου, στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα έλατα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο στους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826).
Τα παλαιότερα χρόνια, ξεκινώντας από το χωριό, ένα μονοπάτι μέσα από το φαράγγι της Αράπισσας και μετά από τρία περίπου τέταρτα πεζοπορίας, οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της Μονής. Σήμερα ο χωματόδρομος που έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού, μας οδήγησε με το αυτοκίνητο στην είσοδο της Μονής.
Σύμφωνα με έρευνα της Κωνσταντοπούλου-Δωρή, το όνομα Ελεούσα ανήκει στην Παναγία, και όχι σε κάποια Αγία, όπως ενίοτε υποστηρίζεται, διότι στο ελληνικό εορτολόγιο, δεν υπάρχει Αγία Ελεούσα και όπου αυτή απαντά, αναφέρεται στην Παναγία. Η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή της Ελεούσας ήταν πάντα πλούσια, με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολλούς μοναχούς. Διαλύθηκε το 1833 και τα κτήματά της, πήραν οι Μονές Κανδήλας και Κερνίτσης (για τη Μονή Κερνίτσης πληροφορίες στο κεφάλαιο της Νυμφασίας).
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι απομνηματογράφοι του Αγώνα του ’21 γνωρίζουμε σημαντικές λεπτομέρειες για τη ζωή του μοναστηριού. Έτσι π.χ βρίσκουμε την πληροφορία, ότι η Μονή ήταν σταυροπηγιακή και κάποια ορισμένη χρονική στιγμή δεινοπάθησε και διαλύθηκε. Αναφέρεται ότι ανασυγκροτήθηκε κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (μετά το 1715), οπότε και καθίσταται ενοριακή. Κατά την πολιορκία του Ιμπραήμ, η Μονή πυρπολήθηκε και διαλύθηκε.
Το 1829 ήρθαν στην έρημη Μονή, μετά την αναχώρηση του Ιμπραήμ, ο "Διονύσιος όσιος Αργυρόπουλος από το Λεβίδι, ετών 55" και ο "Παρθένιος ιερομόναχος Παπαδιαμαντόπουλος, ετών 36", οι οποίοι βρήκαν το μοναστήρι και τα μετόχιά του πυρπολημένα. Μετά τη διάλυση της Μονής, οι μοναχοί διεκδικούν από τη Νομαρχία Τριπόλεως και το Υπουργείο Εκκλησιαστικών την περιουσία τους και 1.600 τουρκικά γρόσια, που είχαν οι ίδιοι διαθέσει, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει μια μακρόχρονη διένεξη, με πολλά έγγραφα αλληλογραφίας.
Σε έγγραφο με ημερομηνία 23 Ιουνίου 1833, που είναι "Κατάλογος του Ιερού Καταγωγείου της Μονής Μπεζενίκου, η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου" υπάρχει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της κατάστασης της Μονής, των μετοχίων της και των περιουσιακών της στοιχείων, γραμμένη από τους μοναχούς. Σε αυτήν ορίζεται ακριβώς η θέση της Μονής και η απόστασή της από τα γειτονικά χωριά. Καταγράφεται η τοπική παράδοση, ότι το μοναστήρι ήταν από παλιά σταυροπηγιακό και επί Τουρκοκρατίας, με ενέργεια του Επισκόπου Μαντινείας, έγινε ενοριακό. Αναφέρουν ότι το 1829, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε αυτό, δε βρήκαν τίποτα–ούτε χρυσόβουλλα, ούτε βιβλία, ούτε συγγράμματα–μόνο "τη σπηλιά όπου υπήρχε ήδη η εκκλησία". Για τις εργασίες της Μονής είχαν έμμισθο, έναν τσοπάνη 30 χρόνων και έναν δεκαπεντάχρονο υπηρέτη. Η Μονή ήταν μικρή, σφηνωμένη στον βράχο, με μια στέρνα. Υπήρχαν ακόμη δύο κελιά με κατώι (υπόγειο-κελάρι).
Το 1834 η Μονή Αγίας Ελεούσας θεωρείται διαλυμένη. Το 1839 οι μοναχοί της Κανδήλας, οι οποίοι υποφέρουν οικονομικά, ζητούν τα κτήματα της Μονής της Ελεούσας, που τελικά το 1840, με σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, τους παραχωρούνται. Στη Μονή Κανδήλας έχει σωθεί σχέδιο πρωτοκόλλου παράδοσης (Οκτώβριος 1840), σύμφωνα με το οποίο, οι γνωστοί για τον μακρόχρονο αγώνα τους μοναχοί, Διονύσιος και Παρθένιος, παραδίδουν στη Μονή Κανδήλας διάφορα αντικείμενα της Αγίας Ελεούσας.
Έτσι, κλείνει η ιστορία της Μονής του Μπεζενίκου, που-κατά την παράδοση-λειτουργούσε σαν ανδρώα, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα του ’21 και από αυτήν είχαν μεταφερθεί στη Μονή Κανδήλας, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός βιβλίων, αλλά και κώδικες, για να χρησιμεύσουν στην κατασκευή φυσιγγίων.
Λίγα μόλις σκαλιά απέμεναν, για να βρεθούμε μπροστά από την ξύλινη πόρτα της Μονής.
Μια ανείπωτη χαρά με πλημμύρισε, όταν κατεβάζοντας προς τα κάτω το σκουριασμένο μάνταλο, άκουσα…..κλακ και είδα την πόρτα να ανοίγει διάπλατα.
Σε ένα κοίλωμα του βράχου είδαμε τον Χριστό στον Σταυρό. Τα πλαϊνά τοιχώματα ήταν λευκά και γαλάζια η οροφή. Η γαλανόλευκη κοσμούσε την αριστερή πλευρά του κοιλώματος. Ο υπόγειος αυτός χώρος χρησιμοποιούνταν-σύμφωνα με την τοπική παράδοση-ως κρύπτη για τη διαφυγή των παρευρισκομένων στη Μονή σε περίπτωση επιδρομής ή ως Κρυφό Σχολειό.
Μερικά επιπλέον σκαλιά οδηγούν έξω από την πόρτα του καθολικού.
Στην κόγχη πάνω από την είσοδο, υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα διαστάσεων: 0,40x0,40 μ., με ανάγλυφο σταυρό και γράμματα, που φέρει τη χρονολογία 1890. Τη διακόσμηση της αετωματικής απόληξης του θυρώματος συμπληρώνει μια ανάγλυφη κεφαλή, που έχει ενσωματωθεί στην κορυφή του αετώματος.
Στα αριστερά, σε ένα άλλο κοίλωμα του βράχου, είδαμε αναπαράσταση της φάτνης, ενώ και εδώ, πάνω από τα κεφάλια μας κρέμονταν φονικές λόγχες, έτοιμες να μας κατατροπώσουν.
Απέναντι από το καθολικό της Μονής υπάρχουν δύο ακόμη χώροι. Στον μεγαλύτερο εξ αυτών υπήρχαν στοιβαγμένα έπιπλα,
ενώ ο μικρότερος χώρος, μέσα στην κοιλότητα του βράχου, μάλλον εκτελούσε χρέη κουζίνας, γιατί υπήρχε μικρός νεροχύτης και αν δεν με απατά η μνήμη μου, ίσως υπήρχε και βρύση.
Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε στο καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αποτελεί δικιόνιο, σταυροειδή, εγγεγραμμένο με τρούλο, και με το ιερό διευθετημένο κάτω από τον βράχο. Έχει διαστάσεις 5x4μ. και φέρει την προσθήκη ενός νεότερου εξωνάρθηκα 6x5μ., ο οποίος πιθανόν ανήκει στις εργασίες ανακαίνισης, που έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί στη Μονή και αναφέρονται στις υπάρχουσες επιγραφές.
Το δάπεδο του καθολικού αποτελείται από σκούρες, τετράγωνες, πέτρινες πλάκες και είναι διαφορετικό από αυτό του εξωνάρθηκα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα, χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το ανατολικό τμήμα του καθολικού και κυρίως οι τρείς κόγχες του ιερού, έχουν λαξευτεί στον φυσικό βράχο. Ο τρούλος στηρίζεται εσωτερικά σε δύο κίονες και δύο τοιχοπεσσούς, που οριοθετούν το τριμερές ιερό. Στο εσωτερικό του καθολικού είναι εμφανή τα ίχνη από φωτιά.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή της Αγίας Ελεούσας ιδρύθηκε επί Ανδρονίκου Παλαιολόγου, στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες όμως του καθολικού, που χρονολογούνται πιθανώς τον 18ο αιώνα, μαρτυρούν ότι και η οικοδόμηση του καθολικού, πρέπει να έγινε τουλάχιστον μέσα στον 18ο αιώνα. Το καθολικό φέρει στρώμα τοιχογραφιών, πιθανώς του 18ου αιώνα, οι οποίες φαίνεται πως έχουν υποστεί φθορές από πυρκαγιά.
Ο εξωνάρθηκας φέρει τοιχογραφίες του 20ου αιώνα.
Στάθηκα στην πόρτα και πήρα μια τελευταία φωτογραφία του εσωτερικού του ναού,
αλλά και του εξωτερικού χώρου.
Κατεβήκαμε τα εσωτερικά σκαλιά
και ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα βρεθήκαμε πάλι έξω.
Σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, μείναμε να παρατηρούμε την εξωτερική μορφή του μοναστηριού, η οποία είναι ιδιαίτερα απλή, με τέσσερα παράθυρα και δύο μικρά μπαλκονάκια.
Ροβολήσαμε τον κατήφορο γρήγορα-γρήγορα, για να αποφύγουμε τα ύπουλα κρυστάλλινα αντικείμενα, τα οποία τώρα είχαν στρώσει για τα καλά, όλη σχεδόν την πέτρινη διαδρομή.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πριν κατηφορίσουμε για το χωριό, κάναμε μια στάση στη βρύση της Αράπισσας, για να ξεδιψάσουμε με το πιο παγωμένο νερό που έχουμε πιει μέχρι τώρα. Πιο παγωμένο και από ψυγείο! Γύρω από την πετρόχτιστη βρύση υπήρχαν τεράστια κομμάτια πάγου, τα οποία αρνούνταν να υποκύψουν στις ορέξεις της "ζεστής" εκείνης μέρας.
Πάντως δεν είναι μόνον οι κρύσταλλοι, που ξεκολλάνε και πέφτουν, από τον δυσπρόσιτο βράχο του Μπεζενίκου. Ξεκολλάνε και ολόκληροι βράχοι και κατρακυλάνε στην πλαγιά. Ευτυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχουν τα δέντρα τα οποία βάζουν φρένο στην καταστροφική τους πορεία, γλιτώνοντας τα σπίτια του χωριού, από δυσάρεστες συνέπειες.
Από ψηλά πήρε το μάτι μας, την άλλη εκκλησία της Βλαχέρνας, τον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων, και αφού περάσαμε από την κάτω πλευρά της "111", σταματήσαμε το αυτοκίνητο στα ριζά του υψώματος, στην κορυφή του οποίου είναι χτισμένη η εκκλησία.
Οι Άγιοι Ανάργυροι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ή ιστορία, αφού είναι νέος ναός. Έχουν όμως απρόσκοπτη θέα προς τον βράχο του Μπεζενίκου
και προς την κάτω από τον δρόμο πλευρά της Βλαχέρνας.
Έχουν επιπλέον αξιοσημείωτη θέα και προς τον κάμπο της Βλαχέρνας.
Στον περίβολο δε της εκκλησίας, υπάρχουν τρία δέντρα, τα οποία προστατεύονται από πετρόχτιστη μάντρα. Οι ρίζες αυτών των δέντρων ποτίστηκαν από το αίμα του Τρύφωνα Κατσούλη, τον οποίο βασάνισαν και εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
Όπως είπα στην αρχή αυτής της αφήγησης, απέναντι από τη Βλαχέρνα, στα δεξιά δηλαδή του ΕΟ Τρίπολης-Πύργου, υψώνεται το όρος Καστανιά. Ίσως αυτό το βουνό να ήταν ο αρχαίος Κνάκαλος. Λέγεται ότι εδώ γινόταν ετήσια μυστική τελετή προς τιμήν της Αρτέμιδος. Το όρος εμείς το επισκεφθήκαμε για τη Μονή της Παναγίας της Βλαχέρνας, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό.
Στην κορυφή του βουνού των 1.200 μέτρων υπάρχουν τοποθετημένες κεραίες, οι οποίες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, απ' όποιο σημείο της περιοχής και αν κοιτάξεις. Φαίνονται ακόμα και από το σπίτι μας στον κάμπο του Δάρα.
Ξεκινήσαμε να ανηφορίζουμε τη βορειοδυτική πλαγιά του βουνού,
η οποία μας πρόσφερε πανοραμική θέα της Βλαχέρνας, του Κάστρου του Μπεζενίκου, του Μαινάλου,
αλλά και ολόκληρου του κάμπου των χωριών, Χωτούσας και Κανδήλας, δηλαδή του δεύτερου Ορχομένιου πεδίου, όπως πολύ αναλυτικά ειπώθηκε, στο κεφάλαιο του Αρχαιολογικού Χώρου Ορχομενού.
Ο δρόμος, είναι ό,τι χειρότερο έχουμε συναντήσει, μετά τον δρόμο για το όρος Σαϊτάς, αλλά η θέα είναι εκπάγλου κάλλους.
Σταματήσαμε σε αρκετά σημεία για φωτογραφίες, κοιτάζοντας προς την κορυφή, όπου βρίσκονται οι κεραίες και το μοναστήρι. Με γλυκά λόγια παρηγοριάς, προσπαθούσαμε να απαλύνουμε τον πόνο, του ταλαίπωρου αυτοκινήτου, το οποίο στεκόταν με ψηλά το κεφάλι, πάνω από τις περιστάσεις, βγάζοντάς μας ασπροπρόσωπους. Το καημένο τι τράβηξε όλον αυτόν τον καιρό με εμάς τους τρελούς!
ΠΑΛΑΙΑ ΜΟΝΗ
Στο μοναστήρι αυτό της Καστανιάς, εντός κοίλου σπηλαίου, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, ασκήτευσε ο ιδρυτής του, ο ιερομόναχος Λεόντιος, από τη Στεμνίτσα της Γορτυνίας. Πότε ακριβώς ασκήτευσε δεν είναι γνωστό. Ούτε λείψανο και σχετικό στοιχείο της παλαιάς Μονής υπάρχει, εκτός του τάφου του, που βρίσκεται στο μέσον του σημερινού ναού και της Αγίας Εικόνας.
ΝΕΑ ΜΟΝΗ
Το έτος 1902 χτίστηκε ο ναός της Νέας Μονής. Πάνω από την είσοδο του ναού υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, που φέρει χαραγμένο σταυρό, τη χρονολογία 1902-έτος κτήσεως-και τα γράμματα Β.Δ., αρχικά του ονοματεπώνυμου του κτήτορος, Βασιλείου Δρακοπούλου του Αναστασίου. Αυτός γεννήθηκε το 1866 στον Μπεζενίκο (Βλαχέρνα), από γονείς βοσκούς και γεωργούς, των οποίων ακολούθησε το επάγγελμα. Από τη νεότητά του ασχολείτο στο όρος Καστανιά, με τα πρόβατά του και με την καλλιέργεια και τη βελτίωση των αγρών του, που είχε στο βουνό, καθώς και σε άλλες περιοχές του χωριού του.
Η μοναχή Μαγδαληνή, κατά κόσμον Κατίνα Λαμπρινοπούλου, καταγόταν από τη Βυτίνα και έμεινε στη Μονή για δύο περίπου χρόνια (1933-35). Σήμερα δεν διακονείται από μοναχούς. Και αυτή η Μονή διαδραμάτισε στρατηγικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
Εδώ όμως δε σταθήκαμε τυχεροί, αφού φτάνοντας στην κόκκινη σιδερένια πόρτα, τη βρήκαμε κλειστή κι αμπαρωμένη. Θα μπορούσα βέβαια εύκολα να πηδήξω και να μπω στον περίβολο του ναού, αλλά την ώρα που σκεφτόμουν να κάνω το μετέωρο βήμα, άκουσα τον γιο μου να φωνάζει: -"Έλα γρήγορα, γρήγορα"!
Έτρεξα εκεί που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο. -"Κοίτα" μου λέει και μου δείχνει πέρα μακριά, προς τις χιονισμένες βουνοκορφές. Ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα θεόρατα βουνά. Ανατολή φεγγαριού και δύση ηλίου συνέβαιναν ταυτόχρονα, με φόντο το ωραιότερο σκηνικό, που είχε στήσει η φύση για εμάς, τους ταπεινούς, πλην υπέρ τυχερούς εξερευνητές, που έτυχε να βρισκόμαστε την καταλληλότερη στιγμή, στο καταλληλότερο σημείο. Στα 1.200 μέτρα τους Όρους Καστανιά της Αρκαδίας.
Οι φωτογραφίες ωχριούν μπροστά στο υπερθέαμα.
-"Πάμε από την άλλη πλευρά, ακόμα πιο ψηλά, στις κεραίες" μου λέει ο γιος μου. -"Ίσως προλάβουμε τον ήλιο, πριν δύσει πίσω από βουνά. Από τη δυτική πλευρά του όρους θα δούμε το Δάρα και τον "δικό μας κάμπο".
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το τελευταίο, απερίγραπτο κομμάτι του χωματόδρομου. Ο μικρός μας ήρωας, το αυτοκίνητό μας, δεινοπάθησε σε κάτι νεροφαγώματα και σε κάτι μικρές "χαράδρες" που λες, τώρα που να βάλω τις ρόδες, για να βγω αλώβητος από αυτά τα "φαράγγια"?
Φτάσαμε στο τέλος του βουνού. Δεν προλάβαμε τον ήλιο, πάρα μόνο τις αποχρώσεις που ζωγράφιζε, απέναντι στον ορίζοντα.
Είδαμε το Δάρα και τον κάμπο του,
είδαμε και τη Βλαχέρνα από ακόμα ψηλότερα,
αλλά και τα γύρω βουνά και τα λαγκάδια, λες και εκτελούσαμε χαμηλή πτήση, με το ιδιωτικό μας αεροπλάνο.
Όταν ανεβήκαμε και στο σημείο που βρίσκεται το κολωνάκι της γεωγραφικής υπηρεσίας, νιώσαμε ότι βρισκόμαστε στην "κορυφή του κόσμου".
Σαν μαγεμένοι κοιτούσαμε το υπερθέαμα που εξελισσόταν εκείνην τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας. Απολαμβάναμε την πανσέληνο του Ιανουαρίου του 2021. Την πανσέληνο του Λύκου!
Πηγές ιστορικών αναφορών της παρούσας αφήγησης:
Wikipedia
www.vlaxerna.gr
Last edited: