Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.217
- Likes
- 25.829
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Όρος Σαϊτάς
Ανέκαθεν εκτιμούσα το γεγονός ότι οι γονείς μου, μας έχουν προσφέρει την "πολυτέλεια" να διαθέτουμε, ένα μικρό ησυχαστήριο στο χωριό. Όμως αυτούς τους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, με τους εγκλεισμούς και την περιορισμένη κυκλοφορία, λόγω του ιού, εκτίμησα ακόμη περισσότερο αυτήν την ιδιοκτησία στο Δάρα Αρκαδίας, αφού υπήρξε το φως στο τούνελ και η μόνη διέξοδος φυγής από την Αθήνα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας.
Ο γιος μου πήρε το κορίτσι του και τη γάτα του και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια από την Αθήνα, λίγες ώρες πριν το ολικό κλείσιμο. Στο τηλέφωνο που μιλούσαμε, μου περιέγραφε τη ζωή χαρισάμενη που περνούσαν στο χωριό, με ατελείωτες βόλτες μέσα στον κάμπο του Δάρα, δίπλα στα ποτάμια, μαζεύοντας καρύδια, λωτούς ή κυδώνια.
Αναβάσεις στο όρος Σαϊτάς ή στο Μαίναλο, το οποίο μάλιστα πέτυχαν και χιονισμένο, αλλά και βόλτες στη Βυτίνα ή την Αλωνίσταινα αποτελούσαν τον καθημερινό τρόπο διαβίωσής τους στο χωριό. Τζάκι, ψησίματα, καλό και ποιοτικό φαγητό, ελευθερία κινήσεων και απόλυτη γαλήνη και ηρεμία συνόδευαν τις μέρες της καραντίνας τους.
Βιώνοντας λοιπόν, μια διαφορετική ζωή στο Δάρα, απόλυτα αρεστή στα γούστα του, σκέφτηκε μέχρι και να δηλώσει για ειδικότητα το νοσοκομείο της Τρίπολης. Τόσο καλά του βγήκε το πείραμα της εγκατάστασης στην επαρχία.
Να διευκρινίσω βέβαια, για ακόμα μια φορά, ότι το σπίτι μας δε βρίσκεται μέσα στο χωριό, αλλά μέσα στον κάμπο. Αυτό σημαίνει, ότι ναι μεν οι κάτοικοι γνωρίζουν ότι ο εγγονός ή η κόρη της τάδε είναι εδώ, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να ξέρουν, πότε βγήκες, πότε μπήκες, πότε άνοιξες ή έκλεισες το παράθυρο, ή πότε έσβησες το φως. Αυτό καθιστά τη διαμονή ακόμα πιο δελεαστική και η απομόνωση είναι κάτι που δε μας ανησυχεί καθόλου, αντιθέτως μας εξιτάρει περισσότερο και μας κάνει να αναζητούμε ευκαιρίες για αποτοξίνωση, από τη φασαρία της πόλης.
Κάναμε χωριστά Χριστούγεννα, αλλά όσο πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, ο εγκλεισμός στην Αθήνα και η έλλειψη ταξιδιών, είχαν αρχίσει να έχουν πολύ αρνητικές επιδράσεις πάνω μου. Ο σύζυγος από την άλλη, ήταν λιγότερο επηρεασμένος από το lockdown ψυχολογικά, αφού συνέχιζε και συνεχίζει να εργάζεται και να κυκλοφορεί στον έξω κόσμο κανονικά.
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση και έχοντας τα κατάλληλα χαρτιά (μετακίνηση 4), αφήσαμε την Αθήνα και ήρθαμε στο Δάρα, για να συναντήσουμε τον γιο μας και την κοπέλα του και να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου όλοι μαζί, φροντίζοντας παράλληλα και το συγγενικό πρόσωπο, το οποίο έχρηζε βοήθειας.
Η πρώτη μέρα του 2021 ήταν ηλιόλουστη και ζεστή, οπότε αδράξαμε την ευκαιρία, ώστε να υλοποιήσουμε μια επιθυμία μου, η οποία σιγόκαιγε μέσα μου, από τις προηγούμενες εξορμήσεις που είχαμε κάνει στον νομό Αρκαδίας.
Από καιρό θέλαμε να ανέβουμε στο όρος Σαϊτάς, αλλά το είχαμε αναβάλλει, γιατί οι πληροφορίες που είχαμε πάρει από ντόπιους τσοπάνηδες έλεγαν, ότι ο δρόμος έχει πλέον χαλάσει και είναι πολύ δύσκολο να φτάσουμε κοντά στην κορυφή του βουνού.
Ο γιος μας όμως, το ρίσκαρε και ανέβηκε το προηγούμενο διάστημα, διαπιστώνοντας ότι ο δρόμος είναι μεν δύσκολος, αλλά σιγά-σιγά, με υπομονή και πολλή προσοχή είναι εφικτό να φτάσουμε στο επιθυμητό σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο, από το μισογκρεμισμένο, παλιό, πέτρινο σπίτι των προγόνων μου στο βουνό. Για τις σχέσεις του βουνού με την οικογένειά μου, σας έχω μιλήσει ξανά, έτσι κάνοντας παράθεση εκείνα τα αποσπάσματα, ο αναγνώστης αυτής της ιστορίας, θα έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τις αναφορές και τις περιγραφές μου, για το σπίτι μας στο βουνό.
Από το 2010 λοιπόν είχα να βρεθώ, λίγο πριν την κορυφή του Σαϊτά, οπότε σαν είδα την ηλιόλουστη Πρωτοχρονιά και σαν άκουσα τον γιο μου, να με διαβεβαιώνει ότι μπορούμε να το κάνουμε, ετοίμασα γρήγορα ένα λιτό κολατσιό και αμέσως ξεκινήσαμε, στέλνοντας sms μετακίνηση 6.
Διασχίσαμε το Δάρα, χωρίς να συναντήσουμε ούτε αδέσποτη γάτα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό πάνω από το χωριό.
Στάση για τις πρώτες φωτογραφίες του Δάρα από ψηλά.
Στη συνέχεια, φτάνοντας στην τοποθεσία "Μούρια", ο ορίζοντας άνοιξε μπροστά μας, έχοντας θέα στην ελατοσκέπαστη κορυφή του Σαϊτά, αλλά και στην ατέλειωτη σειρά κορυφογραμμών της Πελοποννήσου.
Μούρια
Το χωριό κρύφτηκε πίσω μας και μπροστά μας είχαμε πλέον, να αντιμετωπίσουμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, το οποίο αγκαλιάζει τους μικρότερους όγκους, που αποτελούν το όρος Σαϊτάς.
Ο Σαϊτάς είναι ένα σχετικά μικρό βουνό, που υψώνεται ανάμεσα στους μεγάλους όγκους της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά" το αναφέρει με την ονομασία Όρυξις. Έχει ιδιαίτερη γεωγραφική θέση, γιατί ορθώνεται στα σύνορα τεσσάρων νομών: της Αχαΐας, της Κορινθίας, της Αρκαδίας και της Αργολίδας.
Ανηφορίζαμε και όλο ανηφορίζαμε! Ο "δρόμος" για την ώρα ήταν στρωτός και δε μας δυσκόλευε ιδιαίτερα στην ανάβαση. Καβατζάραμε μια στροφή και θαμπωθήκαμε από το κάλλος. Είδαμε τη χιονισμένη κορυφή του Χελμού, στεφανωμένη από ένα σμάρι πυκνά, κατάλευκα, μπαμπακένια σύννεφα να κυριαρχεί στον ορίζοντα, ενώ στον κόρφο των θεόρατων βουνών, απαγκιάζει το χωριό της Αχαΐας, η Λυκούρια.
Ο τόπος των λύκων, κατά τον Παυσανία, βρισκόταν σε απόσταση 50 σταδίων από τις πηγές του Λάδωνα και αποτελούσε το όριο μεταξύ Κλείτορος και Φενεού. Η ακριβής θέση της αρχαίας Λυκούριας δεν έχει εντοπιστεί, αλλά εικάζεται, ότι βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού. Το χωριό έχει υψόμετρο 767 μέτρα και οι κάτοικοί του είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Ο Σαϊτάς περιβάλλεται από πολλά και διάσημα βουνά της Βόρειας Πελοποννήσου και ένα από αυτά είναι ο Χελμός, ο οποίος με τη χιονισμένη του κορυφή, συνέχιζε να μαγνητίζει τα βλέμματά μας, μέχρι που φτάσαμε στην τοποθεσία "Πηγάδι", μια λάκκα με πράσινο χορτάρι, ό,τι πρέπει για να βόσκουν τα γελάδια, που αφήνουν ελεύθερα στο βουνό οι Δαραίοι τσοπάνηδες. Έχουν φτιάξει μάλιστα και ποτίστρα για τα ζώα τους. Αταίριαστο θέαμα σε σχέση με την ομορφιά και την αγνότητα του τοπίου, αλλά μάλλον αναγκαία κίνηση, για την επιβίωση των ελεύθερων ζώων τους στο άνυδρο περιβάλλον.
Σε αυτό το σημείο, ο γιος μου είχε συναντήσει πολλά γελάδια να βόσκουν, τον Νοέμβριο που ανέβηκε για πρώτη φορά. Μάλιστα είχε εμφανιστεί από τους γύρω λόφους, ένα κοπάδι σκύλων (καμιά δεκαριά), οι οποίοι κυνήγησαν το αυτοκίνητο για μεγάλη απόσταση. Αυτήν τη φορά όμως, δε συναντήσαμε ούτε γελάδια, ούτε σκυλιά. Προφανώς, οι βοσκοί τα κατέβασαν σε χαμηλότερα βοσκοτόπια, λόγω του κρύου.
Αφήσαμε πίσω μας την πράσινη έκταση γης και αρχίσαμε ξανά να ανηφορίζουμε. Ο δρόμος, από εδώ και πέρα, γινόταν ακόμα πιο άγριος και πιο κακοτράχαλος, αφού πλέον δεν πατιέται από κανένα αγροτικό αυτοκίνητο. Μεγάλες πέτρες στη μέση, ανάγκαζαν τον συνοδηγό να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, και να τις παραμερίζει για να περάσουμε.
Όσο ανεβαίναμε, η θέα πίσω μας ξεδιπλωνόταν φαντασμαγορική και μεγαλειώδης. Ατελείωτες βουνοκορφές διαγράφονταν στον ανοιχτό ορίζοντα.
Η ομορφιά απόδιωχνε την ανησυχία, για τον σχεδόν ανύπαρκτο πλέον "δρόμο", ο οποίος κυλούσε γλείφοντας τις βραχώδεις απολήξεις του βουνού.
Περνούσαμε από στροφές που δεν τις βλέπει ποτέ το φως του ήλιου. Τεράστιες λασπολακκούβες, από προηγούμενες βροχές, μας ανησυχούσαν, αλλά τις περνούσαμε βιαστικά, για να μην κολλήσουμε στη λασπουριά.
Κοντεύαμε! Μπροστά μας βλέπαμε την ελατοσκέπαστη κορυφή!
Φτάσαμε και παρκάραμε το αυτοκίνητο στα ριζά του λόφου. Η κορυφογραμμή του βουνού έχει μήκος κοντά στα 11 χιλιόμετρα, με ψηλότερη κορυφή τον ομώνυμο Σαϊτά, στα 1815 περίπου μέτρα. Στα βόρεια του βουνού βρίσκονται οι περίφημες καταβόθρες του Φενεού, απ' όπου παλαιότερα, τα νερά πλημμύριζαν την κοιλάδα. Τώρα πλέον ακολουθούν υπόγειες διαδρομές, πριν καταλήξουν στις πηγές του Λάδωνα ποταμού.
Στον Σαϊτά ξακουστό είναι και το σπηλαιοβάραθρο "Τρύπα του Κόλακ" που φτάνει τα 240 μέτρα βάθος. Το βάραθρο αυτό, ονομάζεται από τους ντόπιους "Τρύπα των Γερμανών" και έχω ακούσει διηγήσεις γερόντων από το Δάρα, ότι εκεί είχαν ρίξει αιχμαλώτους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε με τα πόδια τον απότομο λόφο, για να φτάσουμε στα ερείπια του σπιτιού. Αναγνώρισα αμέσως τις δύο γέρικες αλλά καρπερές καρυδιές και τα έλατα μου φάνηκαν ακόμα πιο τεράστια, απ' ότι τα θυμόμουν.
Καθίσαμε στις πέτρες του γκρεμισμένου σπιτιού, για να πάρουμε βαθιές ανάσες και να ξελαχανιάσουμε, από την κουραστική ανηφόρα. Με κάθε βαθιά αναπνοή, ο καθαρός αέρας, μας "έκαιγε" τα πνευμόνια. Όταν συνήλθαμε, αρχίσαμε να συζητάμε και να ονειρευόμαστε, καταστρώνοντας σχέδια για την αναβίωση και αναστήλωση του σπιτιού.
Ο γιος μου το έχει πάρει πολύ "πατριωτικά" και θέλει, πάση θυσία, να φτιάξει έστω ένα ξύλινο, ταπεινό καλυβάκι εδώ πάνω, για να μπορεί να έρχεται λίγες μέρες για αποτοξίνωση, μακριά από τα πάντα. Δεν είναι λίγο να ξυπνάς και να έχεις μπροστά σου αυτήν τη θέα!
Το αλώνι χορτάριασε κι αυτό και τα μαντριά των ζώων, του προπάππου και του παππού μου, απέμειναν πλέον ένας σωρός από πέτρες.
Ο Σαϊτάς μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ανεξερεύνητος, καθώς βρίσκεται στη σκιά άλλων, πιο ξακουστών βουνών, όπως του Χελμού ή της Ζήρειας, αλλά πλέον υπάρχουν πολλοί πεζοπορικοί σύλλογοι που οργανώνουν πεζοπορίες στο βουνό. Μπορεί σαν ιδέα για απόδραση στην Αρκαδία να ακούγεται λίγο extreme, αλλά είμαι σίγουρη, ότι εκεί έξω, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν την εξερεύνηση και την επαφή με την αγνή φύση και ο Σαϊτάς είναι ένα μέρος, που μπορεί να ικανοποιήσει όλα αυτά τα γούστα. Είναι μια απόλαυση, να βρίσκεσαι λίγο πριν την απόκρημνη κορυφή και να περπατάς σε απαλό πράσινο χορτάρι, ανάμεσα στα πανύψηλα έλατα. Μάλιστα την άνοιξη, ο επισκέπτης θα κατακλυστεί από λουλουδιασμένες εικόνες, αφού σε όλη την περιοχή έχουν καταγραφεί, πάνω από 800 είδη φυτών και λουλουδιών. Την προηγούμενη φορά, ο γιος μου, είχε συναντήσει μέχρι και άλογα να καλπάζουν στον λόφο που βρίσκεται το γκρεμισμένο σπίτι μας. Μάλιστα ήταν τόσο ατίθασα και αεικίνητα, που είχε φοβηθεί να ανηφορίσει, πλησιάζοντας κοντά τους.
Αυτήν τη φορά δεν τα πετύχαμε να καλπάζουν ελεύθερα στο βουνό, κατηφορίζοντας όμως τον λόφο, για να φτάσουμε στα "Λούγγια", την πηγή με το τρεχούμενο νερό, συναντήσαμε ένα ελεύθερο κοπάδι από πανέμορφα κατσίκια, να έχουν αράξει στο πλάτωμα, πάνω από την πηγή.
Καθισμένοι στις μεγάλες πέτρες, δίπλα στις κορύτες και την πηγή, στήσαμε ένα μικρό, βουνίσιο πικ-νικ και αφού χορτάσαμε με το φαγητό και ξεδιψάσαμε με το κρυστάλλινο νερό, πήραμε σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής.
Πιο δύσκολη η κατάβαση στον κακοτράχαλο δρόμο, μας ανάγκασε πολλές φορές να βγούμε από το αυτοκίνητο, το οποίο έβρισκε πιο συχνά τώρα στα βράχια που ξεφύτρωναν κάτω από τις ρόδες. Μπροστά ο γιος μου, να πετάει πέτρες στην άκρη, μετά το αυτοκίνητο και πίσω ακολουθούσαμε η Φ. και εγώ.
Πέρα στο βάθος βλέπαμε τις κορυφογραμμές να διαδέχονται η μια την άλλη και τα σύννεφα να αιωρούνται στο στερέωμα.
Πάλι μέσα στο αυτοκίνητο και πάλι έξω από αυτό! Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε κάμποσες φορές, μέχρι που φτάσαμε στο "Πηγάδι", τη μικρή πράσινη περιοχή, με το μαντρί και την ποτίστρα των ζώων. Από μακριά ακούσαμε γαυγίσματα και είδαμε ένα τσοπανόσκυλο, να τρέχει προς το μέρος μας. Μπήκαμε γρήγορα στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το χωριό, χωρίς να χρειαστεί να ξαναβγούμε, αφού πλέον ο δρόμος ήταν πιο "στρωμένος" και πιο βατός. Δεν αντισταθήκαμε σε μερικές ακόμα λήψεις του Δάρα, πριν το διασχίσουμε ξανά, φτάνοντας στο σπίτι μας στον κάμπο.
Ανέκαθεν εκτιμούσα το γεγονός ότι οι γονείς μου, μας έχουν προσφέρει την "πολυτέλεια" να διαθέτουμε, ένα μικρό ησυχαστήριο στο χωριό. Όμως αυτούς τους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, με τους εγκλεισμούς και την περιορισμένη κυκλοφορία, λόγω του ιού, εκτίμησα ακόμη περισσότερο αυτήν την ιδιοκτησία στο Δάρα Αρκαδίας, αφού υπήρξε το φως στο τούνελ και η μόνη διέξοδος φυγής από την Αθήνα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας.
Ο γιος μου πήρε το κορίτσι του και τη γάτα του και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια από την Αθήνα, λίγες ώρες πριν το ολικό κλείσιμο. Στο τηλέφωνο που μιλούσαμε, μου περιέγραφε τη ζωή χαρισάμενη που περνούσαν στο χωριό, με ατελείωτες βόλτες μέσα στον κάμπο του Δάρα, δίπλα στα ποτάμια, μαζεύοντας καρύδια, λωτούς ή κυδώνια.
Αναβάσεις στο όρος Σαϊτάς ή στο Μαίναλο, το οποίο μάλιστα πέτυχαν και χιονισμένο, αλλά και βόλτες στη Βυτίνα ή την Αλωνίσταινα αποτελούσαν τον καθημερινό τρόπο διαβίωσής τους στο χωριό. Τζάκι, ψησίματα, καλό και ποιοτικό φαγητό, ελευθερία κινήσεων και απόλυτη γαλήνη και ηρεμία συνόδευαν τις μέρες της καραντίνας τους.
Βιώνοντας λοιπόν, μια διαφορετική ζωή στο Δάρα, απόλυτα αρεστή στα γούστα του, σκέφτηκε μέχρι και να δηλώσει για ειδικότητα το νοσοκομείο της Τρίπολης. Τόσο καλά του βγήκε το πείραμα της εγκατάστασης στην επαρχία.
Να διευκρινίσω βέβαια, για ακόμα μια φορά, ότι το σπίτι μας δε βρίσκεται μέσα στο χωριό, αλλά μέσα στον κάμπο. Αυτό σημαίνει, ότι ναι μεν οι κάτοικοι γνωρίζουν ότι ο εγγονός ή η κόρη της τάδε είναι εδώ, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να ξέρουν, πότε βγήκες, πότε μπήκες, πότε άνοιξες ή έκλεισες το παράθυρο, ή πότε έσβησες το φως. Αυτό καθιστά τη διαμονή ακόμα πιο δελεαστική και η απομόνωση είναι κάτι που δε μας ανησυχεί καθόλου, αντιθέτως μας εξιτάρει περισσότερο και μας κάνει να αναζητούμε ευκαιρίες για αποτοξίνωση, από τη φασαρία της πόλης.
Κάναμε χωριστά Χριστούγεννα, αλλά όσο πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, ο εγκλεισμός στην Αθήνα και η έλλειψη ταξιδιών, είχαν αρχίσει να έχουν πολύ αρνητικές επιδράσεις πάνω μου. Ο σύζυγος από την άλλη, ήταν λιγότερο επηρεασμένος από το lockdown ψυχολογικά, αφού συνέχιζε και συνεχίζει να εργάζεται και να κυκλοφορεί στον έξω κόσμο κανονικά.
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση και έχοντας τα κατάλληλα χαρτιά (μετακίνηση 4), αφήσαμε την Αθήνα και ήρθαμε στο Δάρα, για να συναντήσουμε τον γιο μας και την κοπέλα του και να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου όλοι μαζί, φροντίζοντας παράλληλα και το συγγενικό πρόσωπο, το οποίο έχρηζε βοήθειας.
Η πρώτη μέρα του 2021 ήταν ηλιόλουστη και ζεστή, οπότε αδράξαμε την ευκαιρία, ώστε να υλοποιήσουμε μια επιθυμία μου, η οποία σιγόκαιγε μέσα μου, από τις προηγούμενες εξορμήσεις που είχαμε κάνει στον νομό Αρκαδίας.
Από καιρό θέλαμε να ανέβουμε στο όρος Σαϊτάς, αλλά το είχαμε αναβάλλει, γιατί οι πληροφορίες που είχαμε πάρει από ντόπιους τσοπάνηδες έλεγαν, ότι ο δρόμος έχει πλέον χαλάσει και είναι πολύ δύσκολο να φτάσουμε κοντά στην κορυφή του βουνού.
Ο γιος μας όμως, το ρίσκαρε και ανέβηκε το προηγούμενο διάστημα, διαπιστώνοντας ότι ο δρόμος είναι μεν δύσκολος, αλλά σιγά-σιγά, με υπομονή και πολλή προσοχή είναι εφικτό να φτάσουμε στο επιθυμητό σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο, από το μισογκρεμισμένο, παλιό, πέτρινο σπίτι των προγόνων μου στο βουνό. Για τις σχέσεις του βουνού με την οικογένειά μου, σας έχω μιλήσει ξανά, έτσι κάνοντας παράθεση εκείνα τα αποσπάσματα, ο αναγνώστης αυτής της ιστορίας, θα έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τις αναφορές και τις περιγραφές μου, για το σπίτι μας στο βουνό.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Klair said:
Το όρος Σαϊτάς και η οικογένειά μου έχουμε σχέσεις πάθους. Ο προπάππος μου καταγόταν από το Δάρα Αρκαδίας. Εκτός από το σπίτι στο χωριό είχε στην κατοχή του πολλά στρέμματα, αλλά και σπίτι επάνω στο βουνό, σε ένα άπλωμα λίγο πριν την κορυφή. Την άνοιξη λοιπόν, όλη η οικογένεια μαζί με τα ζώα (κότες, κατσίκες, γουρούνια, μουλάρια) ανέβαιναν για μήνες στο βουνό. Έσπερναν κάποιες εκτάσεις και το καλοκαίρι αλώνιζαν τη σοδειά στο πέτρινο αλώνι, δίπλα στο σπίτι. Η μητέρα μου στην ηλικία των 18 ετών απέκτησε εμένα και έναν χρόνο αργότερα, με ανέβασε αγκαλιά στον Σαϊτά περπατώντας την τρίωρη διαδρομή, από το Δάρα μέχρι το σπίτι. Από τότε κάθε καλοκαίρι γινόταν αυτή η μετακίνηση. Δεν ξέρω πότε σταμάτησε να γίνεται αυτό. Μάλλον όταν πέθανε ο προπάππος μου, σε ηλικία 105 ετών παρακαλώ. Πάντως έχω αμυδρές αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι για παράδειγμα τον προπάππο μου, ο οποίος φορούσε στην καθημερινότητά του φουστανέλα, να κάθεται κάτω από το μεγάλο έλατο έξω από το σπίτι.
Τα χρόνια πέρασαν αλλά η μητέρα μου θέλοντας να κρατήσει ζωντανές τις αναμνήσεις, αλλά και να σκληραγωγήσει εμένα και τις αδελφές μου, οργάνωνε κάθε καλοκαίρι ανάβαση με τα πόδια στο βουνό. Κάποιες χρονιές μάλιστα κουβαλούσαμε με τα ζώα κουβέρτες και προμήθειες και κατασκηνώναμε στο αλώνι, αφού πλέον το σπίτι είχε γκρεμιστεί. Η παρέα ήταν πάντα πολυπληθής (ξαδέλφια, θείοι), ένας χαμός!
Σαν τώρα θυμάμαι να βράζουμε όλη τη νύχτα, σε ένα τεράστιο τσουκάλι, γίδα και αυτή να μη βράζει με τίποτα. Μια φορά είχαμε ανέβει και μέχρι την κορυφή του βουνού, τεράστιο επίτευγμα για τα παιδικά μας ποδαράκια. Η κατάβαση μέχρι το "camp" μας, ήταν υπερπροσπάθεια, αφού σχεδόν όλη τη διαδρομή την καταβήκαμε καθιστοί, τσουλώντας σε άγριες σάρες (πλαγιές με χαλίκια ή μεγάλες πέτρες).
Πολλά-πολλά χρόνια αργότερα ανοίχτηκε ένας υποτυπώδης δρόμος για να διευκολύνει τους βοσκούς, να κατεβάζουν το γάλα των αγελάδων, τις οποίες άφηναν ελεύθερες να βόσκουν στο βουνό. Τελευταία φορά που ανέβηκα στον Σαϊτά, με τον δικό μου πλέον γιο και τον σύζυγο, ήταν πριν περίπου 10-12 χρόνια με το αυτοκίνητο, το οποίο έφτανε αρκετά κοντά στο γκρεμισμένο σπίτι μας.
Στο τωρινό μας ταξίδι στο χωριό, ο γιος μου επιθυμούσε διακαώς να ανέβουμε στο βουνό. Όμως ένας βοσκός ενημέρωσε τη μητέρα μου, ότι ο δρόμος δε βρίσκεται πια σε καλή κατάσταση και ένα συμβατικό αυτοκίνητο δε θα φτάσει ούτε στα μισά της διαδρομής μέχρι το "σπίτι". Έτσι το αφήσαμε για άλλη φορά που θα έχουμε περισσότερο χρόνο και θα μπορούμε να κάνουμε το υπόλοιπο της διαδρομής με τα πόδια.
Από διηγήσεις της μητέρας μου γνωρίζω ότι ο Σαϊτάς υπήρξε καταφύγιο για πολλούς συγγενείς μας, κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι Γερμανοί είχαν φτάσει και στο Δάρα.
Αυτά.....είχα να διηγηθώ και όταν τα αναπολώ συγκινούμαι βαθύτατα, γιατί έχω πάρα πολύ ωραίες αναμνήσεις, από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στο χωριό.
Υ.Γ. Θα ψάξω να βρω φωτογραφίες από τότε και θα τις ανεβάσω.
κλικ για όλη την παράθεση...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Klair said:
Δύσκολες εποχές, δύσκολες συνθήκες, αλλά πολύ μεγάλη επιθυμία και πάθος για καλύτερη ποιότητα ζωής!
Παλιά...πολύ παλιά στο Όρος Σαϊτάς, στην πλευρά της Αρκαδίας μια οικογένεια με πρωτοστάτη τον προπάππο μου ξεκίνησε να δημιουργεί τις κατάλληλες για επιβίωση συνθήκες.
Συγγενείς και εργάτες σχίζουν ξύλα για το χτίσιμο του σπιτιού:
View attachment 328638
O παππούς μου συνοδεύει τα ζώα κουβαλώντας γάλα και νερό από την κοντινή πηγή:
View attachment 328639
Αριστερά ο προπάππος μου με την καλοκαιρινή εκδοχή της φορεσιάς του, δίπλα του ο παππούς μου και μπροστά τους οι νιόπαντροι γονείς μου, στο πέτρινο αλώνι:
View attachment 328640
Ο μπαμπάς μου:
View attachment 328642
Μπορεί οι καιροί να ήταν δύσκολοι, αλλά για την δεκαοχτάχρονη μητέρα μου, η μουσική αποτελούσε ζωτικής σημασίας προνόμιο ακόμα και στο βουνό:
View attachment 328641
κλικ για όλη την παράθεση...
Πατώντας πάνω στο View Attachment φαίνονται και οι φωτογραφίες.Klair said:
Έτος 2010. Η τελευταία φορά που ανέβηκα στο βουνό με τον γιο μου, τον άντρα μου, τις αδελφές μου και τα ανίψια μου.
View attachment 328644
View attachment 328646
View attachment 328647
View attachment 328648
Η πηγή που προμήθευε νερό το σπίτι, το οποίο μεταφερόταν από τα ζώα μέσα σε ξύλινες βερέλες, αλλά πότιζε και ποτίζει μέχρι και σήμερα τα ζώα που βόσκουν ελεύθερα στο βουνό:
View attachment 328649
Οι κορύτες (σκαμμένοι κορμοί δέντρων που χρησιμεύουν ως ποτίστρες ζώων):
View attachment 328650
Το μισογκρεμισμένο σπίτι:
View attachment 328651
κλικ για όλη την παράθεση...
Από το 2010 λοιπόν είχα να βρεθώ, λίγο πριν την κορυφή του Σαϊτά, οπότε σαν είδα την ηλιόλουστη Πρωτοχρονιά και σαν άκουσα τον γιο μου, να με διαβεβαιώνει ότι μπορούμε να το κάνουμε, ετοίμασα γρήγορα ένα λιτό κολατσιό και αμέσως ξεκινήσαμε, στέλνοντας sms μετακίνηση 6.
Διασχίσαμε το Δάρα, χωρίς να συναντήσουμε ούτε αδέσποτη γάτα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό πάνω από το χωριό.
Στάση για τις πρώτες φωτογραφίες του Δάρα από ψηλά.
Στη συνέχεια, φτάνοντας στην τοποθεσία "Μούρια", ο ορίζοντας άνοιξε μπροστά μας, έχοντας θέα στην ελατοσκέπαστη κορυφή του Σαϊτά, αλλά και στην ατέλειωτη σειρά κορυφογραμμών της Πελοποννήσου.
Μούρια
Το χωριό κρύφτηκε πίσω μας και μπροστά μας είχαμε πλέον, να αντιμετωπίσουμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, το οποίο αγκαλιάζει τους μικρότερους όγκους, που αποτελούν το όρος Σαϊτάς.
Ο Σαϊτάς είναι ένα σχετικά μικρό βουνό, που υψώνεται ανάμεσα στους μεγάλους όγκους της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά" το αναφέρει με την ονομασία Όρυξις. Έχει ιδιαίτερη γεωγραφική θέση, γιατί ορθώνεται στα σύνορα τεσσάρων νομών: της Αχαΐας, της Κορινθίας, της Αρκαδίας και της Αργολίδας.
Ανηφορίζαμε και όλο ανηφορίζαμε! Ο "δρόμος" για την ώρα ήταν στρωτός και δε μας δυσκόλευε ιδιαίτερα στην ανάβαση. Καβατζάραμε μια στροφή και θαμπωθήκαμε από το κάλλος. Είδαμε τη χιονισμένη κορυφή του Χελμού, στεφανωμένη από ένα σμάρι πυκνά, κατάλευκα, μπαμπακένια σύννεφα να κυριαρχεί στον ορίζοντα, ενώ στον κόρφο των θεόρατων βουνών, απαγκιάζει το χωριό της Αχαΐας, η Λυκούρια.
Ο τόπος των λύκων, κατά τον Παυσανία, βρισκόταν σε απόσταση 50 σταδίων από τις πηγές του Λάδωνα και αποτελούσε το όριο μεταξύ Κλείτορος και Φενεού. Η ακριβής θέση της αρχαίας Λυκούριας δεν έχει εντοπιστεί, αλλά εικάζεται, ότι βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού. Το χωριό έχει υψόμετρο 767 μέτρα και οι κάτοικοί του είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Ο Σαϊτάς περιβάλλεται από πολλά και διάσημα βουνά της Βόρειας Πελοποννήσου και ένα από αυτά είναι ο Χελμός, ο οποίος με τη χιονισμένη του κορυφή, συνέχιζε να μαγνητίζει τα βλέμματά μας, μέχρι που φτάσαμε στην τοποθεσία "Πηγάδι", μια λάκκα με πράσινο χορτάρι, ό,τι πρέπει για να βόσκουν τα γελάδια, που αφήνουν ελεύθερα στο βουνό οι Δαραίοι τσοπάνηδες. Έχουν φτιάξει μάλιστα και ποτίστρα για τα ζώα τους. Αταίριαστο θέαμα σε σχέση με την ομορφιά και την αγνότητα του τοπίου, αλλά μάλλον αναγκαία κίνηση, για την επιβίωση των ελεύθερων ζώων τους στο άνυδρο περιβάλλον.
Σε αυτό το σημείο, ο γιος μου είχε συναντήσει πολλά γελάδια να βόσκουν, τον Νοέμβριο που ανέβηκε για πρώτη φορά. Μάλιστα είχε εμφανιστεί από τους γύρω λόφους, ένα κοπάδι σκύλων (καμιά δεκαριά), οι οποίοι κυνήγησαν το αυτοκίνητο για μεγάλη απόσταση. Αυτήν τη φορά όμως, δε συναντήσαμε ούτε γελάδια, ούτε σκυλιά. Προφανώς, οι βοσκοί τα κατέβασαν σε χαμηλότερα βοσκοτόπια, λόγω του κρύου.
Αφήσαμε πίσω μας την πράσινη έκταση γης και αρχίσαμε ξανά να ανηφορίζουμε. Ο δρόμος, από εδώ και πέρα, γινόταν ακόμα πιο άγριος και πιο κακοτράχαλος, αφού πλέον δεν πατιέται από κανένα αγροτικό αυτοκίνητο. Μεγάλες πέτρες στη μέση, ανάγκαζαν τον συνοδηγό να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, και να τις παραμερίζει για να περάσουμε.
Όσο ανεβαίναμε, η θέα πίσω μας ξεδιπλωνόταν φαντασμαγορική και μεγαλειώδης. Ατελείωτες βουνοκορφές διαγράφονταν στον ανοιχτό ορίζοντα.
Η ομορφιά απόδιωχνε την ανησυχία, για τον σχεδόν ανύπαρκτο πλέον "δρόμο", ο οποίος κυλούσε γλείφοντας τις βραχώδεις απολήξεις του βουνού.
Περνούσαμε από στροφές που δεν τις βλέπει ποτέ το φως του ήλιου. Τεράστιες λασπολακκούβες, από προηγούμενες βροχές, μας ανησυχούσαν, αλλά τις περνούσαμε βιαστικά, για να μην κολλήσουμε στη λασπουριά.
Κοντεύαμε! Μπροστά μας βλέπαμε την ελατοσκέπαστη κορυφή!
Φτάσαμε και παρκάραμε το αυτοκίνητο στα ριζά του λόφου. Η κορυφογραμμή του βουνού έχει μήκος κοντά στα 11 χιλιόμετρα, με ψηλότερη κορυφή τον ομώνυμο Σαϊτά, στα 1815 περίπου μέτρα. Στα βόρεια του βουνού βρίσκονται οι περίφημες καταβόθρες του Φενεού, απ' όπου παλαιότερα, τα νερά πλημμύριζαν την κοιλάδα. Τώρα πλέον ακολουθούν υπόγειες διαδρομές, πριν καταλήξουν στις πηγές του Λάδωνα ποταμού.
Στον Σαϊτά ξακουστό είναι και το σπηλαιοβάραθρο "Τρύπα του Κόλακ" που φτάνει τα 240 μέτρα βάθος. Το βάραθρο αυτό, ονομάζεται από τους ντόπιους "Τρύπα των Γερμανών" και έχω ακούσει διηγήσεις γερόντων από το Δάρα, ότι εκεί είχαν ρίξει αιχμαλώτους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε με τα πόδια τον απότομο λόφο, για να φτάσουμε στα ερείπια του σπιτιού. Αναγνώρισα αμέσως τις δύο γέρικες αλλά καρπερές καρυδιές και τα έλατα μου φάνηκαν ακόμα πιο τεράστια, απ' ότι τα θυμόμουν.
Καθίσαμε στις πέτρες του γκρεμισμένου σπιτιού, για να πάρουμε βαθιές ανάσες και να ξελαχανιάσουμε, από την κουραστική ανηφόρα. Με κάθε βαθιά αναπνοή, ο καθαρός αέρας, μας "έκαιγε" τα πνευμόνια. Όταν συνήλθαμε, αρχίσαμε να συζητάμε και να ονειρευόμαστε, καταστρώνοντας σχέδια για την αναβίωση και αναστήλωση του σπιτιού.
Ο γιος μου το έχει πάρει πολύ "πατριωτικά" και θέλει, πάση θυσία, να φτιάξει έστω ένα ξύλινο, ταπεινό καλυβάκι εδώ πάνω, για να μπορεί να έρχεται λίγες μέρες για αποτοξίνωση, μακριά από τα πάντα. Δεν είναι λίγο να ξυπνάς και να έχεις μπροστά σου αυτήν τη θέα!
Το αλώνι χορτάριασε κι αυτό και τα μαντριά των ζώων, του προπάππου και του παππού μου, απέμειναν πλέον ένας σωρός από πέτρες.
Ο Σαϊτάς μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ανεξερεύνητος, καθώς βρίσκεται στη σκιά άλλων, πιο ξακουστών βουνών, όπως του Χελμού ή της Ζήρειας, αλλά πλέον υπάρχουν πολλοί πεζοπορικοί σύλλογοι που οργανώνουν πεζοπορίες στο βουνό. Μπορεί σαν ιδέα για απόδραση στην Αρκαδία να ακούγεται λίγο extreme, αλλά είμαι σίγουρη, ότι εκεί έξω, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν την εξερεύνηση και την επαφή με την αγνή φύση και ο Σαϊτάς είναι ένα μέρος, που μπορεί να ικανοποιήσει όλα αυτά τα γούστα. Είναι μια απόλαυση, να βρίσκεσαι λίγο πριν την απόκρημνη κορυφή και να περπατάς σε απαλό πράσινο χορτάρι, ανάμεσα στα πανύψηλα έλατα. Μάλιστα την άνοιξη, ο επισκέπτης θα κατακλυστεί από λουλουδιασμένες εικόνες, αφού σε όλη την περιοχή έχουν καταγραφεί, πάνω από 800 είδη φυτών και λουλουδιών. Την προηγούμενη φορά, ο γιος μου, είχε συναντήσει μέχρι και άλογα να καλπάζουν στον λόφο που βρίσκεται το γκρεμισμένο σπίτι μας. Μάλιστα ήταν τόσο ατίθασα και αεικίνητα, που είχε φοβηθεί να ανηφορίσει, πλησιάζοντας κοντά τους.
Αυτήν τη φορά δεν τα πετύχαμε να καλπάζουν ελεύθερα στο βουνό, κατηφορίζοντας όμως τον λόφο, για να φτάσουμε στα "Λούγγια", την πηγή με το τρεχούμενο νερό, συναντήσαμε ένα ελεύθερο κοπάδι από πανέμορφα κατσίκια, να έχουν αράξει στο πλάτωμα, πάνω από την πηγή.
Καθισμένοι στις μεγάλες πέτρες, δίπλα στις κορύτες και την πηγή, στήσαμε ένα μικρό, βουνίσιο πικ-νικ και αφού χορτάσαμε με το φαγητό και ξεδιψάσαμε με το κρυστάλλινο νερό, πήραμε σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής.
Πιο δύσκολη η κατάβαση στον κακοτράχαλο δρόμο, μας ανάγκασε πολλές φορές να βγούμε από το αυτοκίνητο, το οποίο έβρισκε πιο συχνά τώρα στα βράχια που ξεφύτρωναν κάτω από τις ρόδες. Μπροστά ο γιος μου, να πετάει πέτρες στην άκρη, μετά το αυτοκίνητο και πίσω ακολουθούσαμε η Φ. και εγώ.
Πέρα στο βάθος βλέπαμε τις κορυφογραμμές να διαδέχονται η μια την άλλη και τα σύννεφα να αιωρούνται στο στερέωμα.
Πάλι μέσα στο αυτοκίνητο και πάλι έξω από αυτό! Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε κάμποσες φορές, μέχρι που φτάσαμε στο "Πηγάδι", τη μικρή πράσινη περιοχή, με το μαντρί και την ποτίστρα των ζώων. Από μακριά ακούσαμε γαυγίσματα και είδαμε ένα τσοπανόσκυλο, να τρέχει προς το μέρος μας. Μπήκαμε γρήγορα στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το χωριό, χωρίς να χρειαστεί να ξαναβγούμε, αφού πλέον ο δρόμος ήταν πιο "στρωμένος" και πιο βατός. Δεν αντισταθήκαμε σε μερικές ακόμα λήψεις του Δάρα, πριν το διασχίσουμε ξανά, φτάνοντας στο σπίτι μας στον κάμπο.
Last edited: