Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.662
- Likes
- 50.502
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Κύπρος
- Αμμόχωστος - Kantara - Gormaz - Ριζοκάρπασο
- Bellapais - Κυρήνεια - Αγ.Μάμας - Πέδουλα
- Photos Κύπρος
- Photos Κύπρος ΙΙ
- Μοναστήρι Κύκκου - Πάφος - Λεμεσός
- Κούριο, Χοιροκοιτία κ Λευκωσία
- Photos Κύπρος ΙΙΙ
- Αξιολόγηση Κύπρου
- Καζακστάν
- Αστάνα
- Photos Αστάνα
- Karaganda - Dolinka - Almaty
- Photos Καζακστάν
- Άλματι
- Τουρκεστάν
- Photos Καζακστάν ΙΙ
- Αξιολόγηση Καζακστάν
- Τασκένδη - Σαμαρκάνδη
- Σαμαρκάνδη κ Shakhrisabz
- Elliq Qala - Χίβα - Nukus
- Photos Ουζμπεκιστάν
- Λίμνη Αράλη
- Photos Λίμνη Αράλη
- Αράλη-Νούκους
- Τουρκμενιστάν
- Ashgabat
- Photos Τουρκμενιστάν
- Ashgabat και πάλι
- Kow Ata - Mary
- Gonur - Merv
- Αξιολόγηση Τουρκμενιστάν
- Bukhara
- Αξιολόγηση Ουζμπεκιστάν
- Άφιξη Μπισκέκ
- Issyk - Kol
- Issyk Kol - Tamga - Naryn
- Song Kol - Kyzyl Oi
- Susamyr, Toktogul & Arslanbob - Osh
- Τατζικιστάν
- Murgab κ Langar
- Langar - Vrang - Yamchun - Khorog
- Durum Kul - Khorog
- Jizeau
- Κalai Khum
- Dushanbe
- Garm - Jafr - Margeb
- Iskander Kul - Penjikent - Istarashvan
- Αξιολόγηση Κιργιστάν
- Αξιολόγηση Τατζικιστάν
Ημέρα 18: Σαμαρκάνδη και Shakhrisabz
Επαρκέστατο το πρωινό και γενικώς εξαιρετικό το κατάλυμά μας για 35$ ανά δωμάτιο, χώρια ότι ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης δέχθηκε να ακυρώσουμε ένα δωμάτιο χωρίς χρέωση. Τίμιος και μάγκας.
Όταν όμως βγήκαμε για να δούμε την πόλη και με το φως της ημέρας, μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: απίστευτα πλήθη εγχώριων τουριστών είχαν κατακλύσει τα πάντα. Ρώτησα μια τουριστική αστυνομικίνα-κόμματο (μάλλον για τα εξωτερικά της προσόντα την είχαν προσλάβει) για το αν είναι κάποια ιδιαίτερη ημέρα και μου απάντησε πως έτσι είναι τις Κυριακές, κατεβαίνει στη Σαμαρκάνδη η μισή Τασκένδη (πρωτεύουσα δυόμιση εκατομμυρίων κατοίκων για να μην ξεχνιόμαστε), είτε για προσκύνημα είτε για σχολικές εκδρομές, το οποίο εξηγούσε και το πλήθος μαθητών που προκαλούσε απίστευτη φασαρία.
Κακομαθημένοι από τη χθεσινοβραδινή εμπειρία, είπαμε να μην επισκεφθούμε το Gur-E-Amir και να κατευθυνθούμε απευθείας για το Registan, το εσωτερικό του οποίου δεν είχαμε δει. Ο αριθμός σχολικών και τουριστικών λεωφορείων ήταν τεράστιος, όπως κι η λαχτάρα μας να μπούμε στις μαντράσες. Η είσοδός μας συνοδεύτηκε από ένα μείγμα δέους και απογοήτευσης: δέους για την απίστευτη ισλαμική αρχιτεκτονική που αντικρύζαμε (ειδικά ο Τζόρντι που είναι ειδικός σε θέματα ισλαμικής αρχιτεκτονικής και... δικτατόρων έπαθε την πλάκα του), αλλά και απογοήτευσης για το πώς τόσοι από τους εσωτερικούς χώρους έχουν παραχωρηθεί (με άγνωστα σε μένα κριτήρια) σε ιδιώτες για να στήσουν εμπορομάγαζα που πουλάνε από χαλιά μέχρι σνακ και χαϊμαλιά. Επιπλέον, άλλοι πλανόδιοι μοιράζουν σπαθιά και στολές προκειμένου οι επισκέπτες να βγάζουν σέλφι ντυμένοι ως σουλτάνοι, με αποτέλεσμα ένας χώρος αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και θρησκευτικής παιδείας να μετατρέπεται σε ένα πανηγυράκι κακοφωνίας και κιτς. Κρίμα.
Ακόμη κι έτσι, το όλο σύμπλεγμα είναι απίθανο. Υπήρχε μάλιστα και φωτογραφική έκθεση που έδειχνε την ανακατασκευή που έκαναν οι Σοβιετικοί στο ημικατεστραμμένο σύμπλεγμα που, παρά τις κάποιες δημιουργικές ελευθερίες που επέτρεψαν, είχε τόσο εκπληκτικό αποτέλεσμα που προσέφερε food for thought ακόμη και σε μένα, τον φανατικό πολέμιο της όποιας ανακατασκευής κι ενίοτε και των αναπαλαιώσεων.
Ανεβήκαμε αμέτρητα σκαλιά για να φτάσουμε σε ένα μιναρέ με πανοραμική θέα όλου του Registan, αν και για μένα ακόμη πιο αξιόλογος ήταν ο ενδιάμεσος όροφος που προσέφερε θέα στις εσωτερικές αυλές του συμπλέγματος. Πέραν της αρχιτεκτονικής με τα φοβερά πλακάκια και τα πολύ πρωτότυπα για Ισλάμ σχέδια, η ατμόσφαιρα ομόρφαινε κι από την παρουσία ηλικιωμένων κυριών κυρίως που -εκμεταλλευόμενες και τις συμβολικές για τους ντόπιους τιμές- προσεύχονταν ευλαβικά σε διάφορες γωνιές του συμπλέγματος.
Βγαίνοντας από το Registan, είδαμε δεκάδες ντόπιων να αυτοφωτογραφίζονται με ένα άγαλμα του προέδρου Καρίμοφ, ενώ ήδη μας είχε προκαλέσει έκπληξη το πόσοι ντόπιοι πόζαραν με μπλουζάκια "I like my president" με τη μάπα του αιμοσταγούς δικτάτορα πάνω. Βέβαια αν ήθελε κάποιος ας τύπωνε και μπλουζάκι "I dislike my president" για να δει τη χάρη της προεδράρας...
Δεν ξέρω πότε έγινε η ενοποίηση των αρχαιολογικών ή τέλος πάντων αρχιτεκτονικών χώρων της Σαμαρκάνδης, αλλά ο πεζόδρομος που τις ενώνει είναι εξαιρετικός και πολύ πλατύς ώστε να αντέχει και την κοσμοπλημμύρα της πρωταπριλιάτικης Κυριακής. Αυτός ο πεζόδρομος είναι που μας έφερε άκοπα και στο τζαμί Bibi-Khanym, με το δεύτερο συστατικό να απορρέει από το λέξη "χανουμάκι" αν κρίνω από το μύθο που το συνοδεύει: το θεόρατο τζαμί κτίστηκε κατόπιν εντολής της Κινέζας παλλακίδας του Ταμερλάνου ενώ αυτός βρισκόταν σε εκστρατεία, με σκοπό να του το παρουσιάσει ως kinder έκπληξη με την επιστροφή του. Ο αρχιτέκτονας όμως την ερωτεύθηκε σφόδρα κι αρνήθηκε να το ολοκληρώσει αν δεν του έδινε "ένα φιλί" η μανδάμ. Μάλλον κάτι παραπάνω από φιλί ζήτησε διότι όταν επέστρεψε ο Ταμερλάνος διέταξε την εκτέλεσή του, ενώ θέσπισε και το βέλο για τις γυναίκες, τις οποίες μάλλον χαντάκωσε η Κινεζούλα.
Τέλος πάντων, το τζαμί είναι κυριολεκτικά τεράστιο και με ελάχιστες παρεμβάσεις αναπαλαίωσης, το οποίο από τη μία του δίνει μια αίσθηση αυθεντίλας, από την άλλη σε κάποια σημεία νομίζεις ότι θα καταρρεύσει, ενώ οι ντόπιοι που κάνουν διαγωνισμό για το ποιος θα σκαρφαλώσει πιο ψηλά στα χαλάσματα μάλλον δε βοηθούν την κατάσταση και πολύ.
Λίγο πιο πέρα, ο πεζόδρομος μας έφερε σε ένα άγνωστο σε μένα μαυσωλείο, όπου μεγάλα πλήθη περίμεναν υπομονετικά τους φύλακες να τους επιστρέψουν την είσοδο σε ομάδες των διακοσίων. Χωθήκαμε κι εμείς... δυνατά κι ελληνικά, για να διαπιστώσουμε πως οι επισκέπτες προσεύχονταν ομαδικά ευλαβικά για μόλις τρία λεπτά, μέχρι να εκκενώσουν οι φύλακες το χώρο στο πιτς φιτίλι, για να εισέλθει η επόμενη διακοσάδα.
Ο πεζόδρομος συνέχιζε κι άλλο πάντως, μέχρι που μετατράπηκε σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν στο Sha-i-Zinda, δηλαδή ένα στενάκι παραπλεύρως του οποίου υπήρχε μια αλληλουχία μαυσωλείων εκπληκτικής εξωτερικής ομορφιάς. Γουάου! Απίστευτο μέρος για το οποίο δεν είχα διαβάσει καν, κρίμα που τα ατελείωτα πλήθη δυσκόλευαν την επίσκεψη. Ο Τζόρντι, που φυσικά γνώριζε κάθε λεπτομέρεια για το μέρος, αφέθηκε μαγεμένος να περιπλανιέται, ο Κρεκούζας προσπαθούσε να βρει μια καλή γωνία για να πάρει φωτογραφίες κι εγώ έμεινα να χαζεύω τα πλήθη που κινούνταν σχεδόν μηχανικά σε ένα λαβύρινθο καταπληκτικής ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Τελικά κατάφερα να μαζέψω τους λεβέντες και τη λεβέντισσα για να τους θυμίσω πως το πλάνο έλεγε πως θα πηγαίναμε αυθημερόν και στο Shakrisabz, οι περιγραφές του οποίου μου είχαν εξάψει τη φαντασία. Μιλάμε άλλωστε για τον τόπο γέννησης του Ταμερλάνου, το χώρο που είχε επιλέξει για να ταφεί (άσχετα αν δεν κατέστη δυνατόν, αν δεν κάνω λάθος επειδή πέθανε χειμώνα και τα περάσματα ήταν χιονισμένα) κι όπου σωζόταν τμήμα του θερινού του ανακτόρου.
Βρήκαμε δυο ταξιτζήδες που δέχθηκαν να μας πάνε μέχρι το Shakrisabz, να μας περιμένουν εκεί και να επιστρέψουν, με αντίτιμο 18€ ανά όχημα, το οποίο σήμαινε πως το τελικό ποσό για καθένα μας θα ήταν τόσο ευτελές που δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθούμε με τοπικά λεωφορεία σε μέρα τέτοιας κοσμοσυρροής και ξεκινήσαμε. Η διαδρομή ήταν πανέμορφη: οικισμοί άλλης εποχής, ντόπιοι που μεταφέρονταν με άλογα, φτωχικά σπιτάκια, ατέλειωτο πράσινο και όμορφα περάσματα ανάμεσα στα βουνά. Οι οδηγοί μας πάντως δεν είχαν ιδέα πού ακριβώς πήγαιναν και ρωτούσαν συνεχώς αστυνομικούς και άλλους οδηγούς, οπότε άρχισα να αναρωτιέμαι αν επισκέπτεται κανείς αυτή την κωμόπολη ή αν περιορίζονται όλοι στην προφανή επιλογή της Σαμαρκάνδης. Προφανώς η απάντηση ήταν το δεύτερο, το οποίο ίσως εξηγεί και το άθλιο οδόστρωμα.
Φτάσαμε τελικά κι αναζητήσαμε τα ερείπια του Ak Saray, δηλαδή του θερινού ανακτόρου του Ταμερλάνου, που δεν είναι και δύσκολο να τα βρει κανείς, μόλις αφήσει πίσω του τις απερίγραπτες σοβιετικές εργατικές πολυκατοικίες: είναι απλά πελώρια. Το ύψος του κτίσματος προκαλεί ίλιγγο, ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό που αντικρύζει δε φτάνει στο πλήρες ύψος αυτού που κάποτε υπήρχε εκεί. Δεν υπήρχε ούτε ένας επισκέπτης και η σιωπή το έκανε ακόμη πιο επιβλητικό. Τη σιωπή πάντως τη διέκοψε μια πλανόδια (!) που μας ζήτησε αντίτιμο ύψους 0,70€ για "την επίσκεψη στο χώρο" παρότι ήταν ξεκάθαρο πως ο χώρος δεν είναι οριοθετημένος και πως το χαρτάκι που μας έδωσε είναι μπακαλόχαρτο.
Τέλος πάντων είπαμε να μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας για τέτοιο αστείο ποσό κι εκεί που φανταζόμασταν τις αρχικές διαστάσεις, μας πλησίασε ένας καλλιτέχνης που είχε ένα διαφωτιστικό σκίτσο και πιάσαμε την κουβέντα μαζί του. Εξαιρετικά ενδιαφέρον ο κύριος και με καλά Αγγλικά, μας κάλεσε να επισκεφθούμε το εργαστήρι του χωρίς καμία υποχρέωση, αφού μας είπε πως εργαζόταν εδώ και χρόνια στην ολοκλήρωση μιας μακέτας που θα έδειχνε τις πραγματικές διαστάσεις του τερατώδους ανακτόρου. Μας τσίγκλησε η ιδέα, φαινόταν κι ωραίος τύπος κι έτσι όταν τελειώσαμε με τις φωτογραφίες μας, κατευθυνθήκαμε στο ατελιέ του, που βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το ανάκτορο με τα τζαμιά.
Τον βρήκαμε να μας χαμογελάει στην είσοδο κι αφού μας εξήγησε πως τόσο το εργαστήρι όσο και το διαμέρισμα που βρισκόταν στον πάνω όροφο του όμορφου κτιρίου duplex του τα είχε παραχωρήσει ο ίδιος ο Καρίμοφ όταν είδε τη μακέτα του (είναι να μη σε συμπαθήσει ο πρόεδρος), μας έδειξε τους εκπληκτικούς του πίνακες. Κρίμα που -απολύτως δικαιολογημένα- δεν επέτρεπε τις φωτογραφίες των δημιουργημάτων του, αλλά ήταν πραγματικά εξαιρετικά αξιόλογα έργα τέχνης. Αυτό όμως που έκλεβε την παράσταση στο κέντρο του εργαστηρίου ήταν η μακέτα, ύψους περίπου ενάμιση μέτρου με εξαιρετική λεπτομέρεια. Και κάπου εκεί ο το γέτι της Λαμίας αποφάσισε να χτυπήσει τη μακέτα με το χέρι του σε στιλ "τοκ-τοκ" για να δει από τι υλικό και πόσο ανθεκτική είναι, με αποτέλεσμα ο δύσμοιρος καλλιτέχνης να πάθει μια μίνι ανακοπή, αλλά τον συνεφέραμε κι η μακέτα ευτυχώς έμεινε άθικτη... Λίγο ήθελε ο Κώστας να γκρεμίσει το έργο ετών...
Τους οδηγούς μας τους είχαν ζώσει τα φίδια βλέποντας την επίσκεψή μας να γίνεται ατέρμονη και τελικά αποχαιρετίσαμε τον καλλιτέχνη του οποίου το όνομα δεν κατάφερα να συγκρατήσω και μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο γειτονικό σύμπλεγμα τζαμιών και μαυσωλείων, πήραμε τον (άθλιο) δρόμο της επιστροφής. Φτάσαμε νύχτα στη Σαμαρκάνδη, ανταμείψαμε τους υπομονετικούς μας οδηγούς με ένα φιλοδώρημα και τους ζητήσαμε να μας αφήσουν απευθείας στο εστιατόριο Platan, για το οποίο είχαμε διαβάσει καλά λόγια κι αποφασίσαμε να έχουμε εκεί το τελευταίο μας δείπνο όλοι μαζί: η τριάδα Σα, Σ και Δ θα πήγαινε στη Μπουχάρα κι από εκεί θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι θα κατευθυνόμασταν στο Urgench, τη Χίβα, την Αράλη και -με εξαίρεση την αδερφή μου που έπρεπε να επιστρέψει στη Σκωτία- θα συνεχίζαμε για αρκετές εβδομάδες, με μερικούς γκεστ σταρ να μας συνοδεύουν στο δρόμο.
Ο τελευταίος δείπνος αποδείχθηκε επεισοδιακός. Κάτι η συγκίνηση του χωρισμού, κάτι ο ενθουσιασμός από την πιο γεμάτη μέρα του ταξιδιού, λίγο η παρουσία του πληθωρικού Κρεκούζα κι ενός πιανίστα-βιολινίστα-σαξοφωνίστα που έπαιζε τα πάντα, το διαλύσαμε το κατάστημα. Ο καλός σαξοφωνίστας δεχόταν παραγγελιές, ο Κρεκούζας σε κατάσταση ευθυμίας τον έλουζε με χαρτονομίσματα που κοστίζουν λιγότερο από πετσετάκια, όταν συνέχισε να μας κάνει τα χατίρια για να του δώσουμε πιο σοβαρό φιλοδώρημα ο Κρεκούζας του γέμισε το σαξόφωνο με πακτωλό χαρτονομισμάτων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγάλει ήχο και για επιστέγασμα στο τσακίρ κέφι η Κ και ο Σα έριξαν κι ένα συρτάκι. Κατουρηθήκαμε στο γέλιο, φάγαμε πολύ καλά και φτηνά (τρία κυρίως πιάτα ο απερίγραπτος Κρεκούζας, να μας ζήσει η δίαιτα) κι αποχαιρετιστήκαμε, αφού η τριάδα επέστρεψε στο ξενοδοχείο κι εμείς πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε την αμαξοστοιχία για το Urgench, 12 ώρες ταξίδι.
Στο σταθμό είδαμε μια απαράδεκτη ρώσικη ταινία πολεμικών τεχνών μπροστά στην οποία ο Βαν Νταμ είναι για Χρυσές Σφαίρες μπήκαμε στο συρμό που ήταν ακόμη πιο απαράδεκτος, βρώμικος και χωρίς εστιατόριο (ποιος είδε τον Κρεκούζα και δεν τον φοβήθηκε).
Θα ακολουθούσε επίσκεψη στην ιστορική Χίβα, στο μυστηριώδες Νούκους, αλλά κυρίως, μια άκρως επεισοδιακή αποστολή στη Λίμνη Αράλη που θα μας μείνει αξέχαστη για όλη μας τη ζωή...
Επαρκέστατο το πρωινό και γενικώς εξαιρετικό το κατάλυμά μας για 35$ ανά δωμάτιο, χώρια ότι ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης δέχθηκε να ακυρώσουμε ένα δωμάτιο χωρίς χρέωση. Τίμιος και μάγκας.
Όταν όμως βγήκαμε για να δούμε την πόλη και με το φως της ημέρας, μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: απίστευτα πλήθη εγχώριων τουριστών είχαν κατακλύσει τα πάντα. Ρώτησα μια τουριστική αστυνομικίνα-κόμματο (μάλλον για τα εξωτερικά της προσόντα την είχαν προσλάβει) για το αν είναι κάποια ιδιαίτερη ημέρα και μου απάντησε πως έτσι είναι τις Κυριακές, κατεβαίνει στη Σαμαρκάνδη η μισή Τασκένδη (πρωτεύουσα δυόμιση εκατομμυρίων κατοίκων για να μην ξεχνιόμαστε), είτε για προσκύνημα είτε για σχολικές εκδρομές, το οποίο εξηγούσε και το πλήθος μαθητών που προκαλούσε απίστευτη φασαρία.
Κακομαθημένοι από τη χθεσινοβραδινή εμπειρία, είπαμε να μην επισκεφθούμε το Gur-E-Amir και να κατευθυνθούμε απευθείας για το Registan, το εσωτερικό του οποίου δεν είχαμε δει. Ο αριθμός σχολικών και τουριστικών λεωφορείων ήταν τεράστιος, όπως κι η λαχτάρα μας να μπούμε στις μαντράσες. Η είσοδός μας συνοδεύτηκε από ένα μείγμα δέους και απογοήτευσης: δέους για την απίστευτη ισλαμική αρχιτεκτονική που αντικρύζαμε (ειδικά ο Τζόρντι που είναι ειδικός σε θέματα ισλαμικής αρχιτεκτονικής και... δικτατόρων έπαθε την πλάκα του), αλλά και απογοήτευσης για το πώς τόσοι από τους εσωτερικούς χώρους έχουν παραχωρηθεί (με άγνωστα σε μένα κριτήρια) σε ιδιώτες για να στήσουν εμπορομάγαζα που πουλάνε από χαλιά μέχρι σνακ και χαϊμαλιά. Επιπλέον, άλλοι πλανόδιοι μοιράζουν σπαθιά και στολές προκειμένου οι επισκέπτες να βγάζουν σέλφι ντυμένοι ως σουλτάνοι, με αποτέλεσμα ένας χώρος αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και θρησκευτικής παιδείας να μετατρέπεται σε ένα πανηγυράκι κακοφωνίας και κιτς. Κρίμα.
Ακόμη κι έτσι, το όλο σύμπλεγμα είναι απίθανο. Υπήρχε μάλιστα και φωτογραφική έκθεση που έδειχνε την ανακατασκευή που έκαναν οι Σοβιετικοί στο ημικατεστραμμένο σύμπλεγμα που, παρά τις κάποιες δημιουργικές ελευθερίες που επέτρεψαν, είχε τόσο εκπληκτικό αποτέλεσμα που προσέφερε food for thought ακόμη και σε μένα, τον φανατικό πολέμιο της όποιας ανακατασκευής κι ενίοτε και των αναπαλαιώσεων.
Ανεβήκαμε αμέτρητα σκαλιά για να φτάσουμε σε ένα μιναρέ με πανοραμική θέα όλου του Registan, αν και για μένα ακόμη πιο αξιόλογος ήταν ο ενδιάμεσος όροφος που προσέφερε θέα στις εσωτερικές αυλές του συμπλέγματος. Πέραν της αρχιτεκτονικής με τα φοβερά πλακάκια και τα πολύ πρωτότυπα για Ισλάμ σχέδια, η ατμόσφαιρα ομόρφαινε κι από την παρουσία ηλικιωμένων κυριών κυρίως που -εκμεταλλευόμενες και τις συμβολικές για τους ντόπιους τιμές- προσεύχονταν ευλαβικά σε διάφορες γωνιές του συμπλέγματος.
Βγαίνοντας από το Registan, είδαμε δεκάδες ντόπιων να αυτοφωτογραφίζονται με ένα άγαλμα του προέδρου Καρίμοφ, ενώ ήδη μας είχε προκαλέσει έκπληξη το πόσοι ντόπιοι πόζαραν με μπλουζάκια "I like my president" με τη μάπα του αιμοσταγούς δικτάτορα πάνω. Βέβαια αν ήθελε κάποιος ας τύπωνε και μπλουζάκι "I dislike my president" για να δει τη χάρη της προεδράρας...
Δεν ξέρω πότε έγινε η ενοποίηση των αρχαιολογικών ή τέλος πάντων αρχιτεκτονικών χώρων της Σαμαρκάνδης, αλλά ο πεζόδρομος που τις ενώνει είναι εξαιρετικός και πολύ πλατύς ώστε να αντέχει και την κοσμοπλημμύρα της πρωταπριλιάτικης Κυριακής. Αυτός ο πεζόδρομος είναι που μας έφερε άκοπα και στο τζαμί Bibi-Khanym, με το δεύτερο συστατικό να απορρέει από το λέξη "χανουμάκι" αν κρίνω από το μύθο που το συνοδεύει: το θεόρατο τζαμί κτίστηκε κατόπιν εντολής της Κινέζας παλλακίδας του Ταμερλάνου ενώ αυτός βρισκόταν σε εκστρατεία, με σκοπό να του το παρουσιάσει ως kinder έκπληξη με την επιστροφή του. Ο αρχιτέκτονας όμως την ερωτεύθηκε σφόδρα κι αρνήθηκε να το ολοκληρώσει αν δεν του έδινε "ένα φιλί" η μανδάμ. Μάλλον κάτι παραπάνω από φιλί ζήτησε διότι όταν επέστρεψε ο Ταμερλάνος διέταξε την εκτέλεσή του, ενώ θέσπισε και το βέλο για τις γυναίκες, τις οποίες μάλλον χαντάκωσε η Κινεζούλα.
Τέλος πάντων, το τζαμί είναι κυριολεκτικά τεράστιο και με ελάχιστες παρεμβάσεις αναπαλαίωσης, το οποίο από τη μία του δίνει μια αίσθηση αυθεντίλας, από την άλλη σε κάποια σημεία νομίζεις ότι θα καταρρεύσει, ενώ οι ντόπιοι που κάνουν διαγωνισμό για το ποιος θα σκαρφαλώσει πιο ψηλά στα χαλάσματα μάλλον δε βοηθούν την κατάσταση και πολύ.
Λίγο πιο πέρα, ο πεζόδρομος μας έφερε σε ένα άγνωστο σε μένα μαυσωλείο, όπου μεγάλα πλήθη περίμεναν υπομονετικά τους φύλακες να τους επιστρέψουν την είσοδο σε ομάδες των διακοσίων. Χωθήκαμε κι εμείς... δυνατά κι ελληνικά, για να διαπιστώσουμε πως οι επισκέπτες προσεύχονταν ομαδικά ευλαβικά για μόλις τρία λεπτά, μέχρι να εκκενώσουν οι φύλακες το χώρο στο πιτς φιτίλι, για να εισέλθει η επόμενη διακοσάδα.
Ο πεζόδρομος συνέχιζε κι άλλο πάντως, μέχρι που μετατράπηκε σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν στο Sha-i-Zinda, δηλαδή ένα στενάκι παραπλεύρως του οποίου υπήρχε μια αλληλουχία μαυσωλείων εκπληκτικής εξωτερικής ομορφιάς. Γουάου! Απίστευτο μέρος για το οποίο δεν είχα διαβάσει καν, κρίμα που τα ατελείωτα πλήθη δυσκόλευαν την επίσκεψη. Ο Τζόρντι, που φυσικά γνώριζε κάθε λεπτομέρεια για το μέρος, αφέθηκε μαγεμένος να περιπλανιέται, ο Κρεκούζας προσπαθούσε να βρει μια καλή γωνία για να πάρει φωτογραφίες κι εγώ έμεινα να χαζεύω τα πλήθη που κινούνταν σχεδόν μηχανικά σε ένα λαβύρινθο καταπληκτικής ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Τελικά κατάφερα να μαζέψω τους λεβέντες και τη λεβέντισσα για να τους θυμίσω πως το πλάνο έλεγε πως θα πηγαίναμε αυθημερόν και στο Shakrisabz, οι περιγραφές του οποίου μου είχαν εξάψει τη φαντασία. Μιλάμε άλλωστε για τον τόπο γέννησης του Ταμερλάνου, το χώρο που είχε επιλέξει για να ταφεί (άσχετα αν δεν κατέστη δυνατόν, αν δεν κάνω λάθος επειδή πέθανε χειμώνα και τα περάσματα ήταν χιονισμένα) κι όπου σωζόταν τμήμα του θερινού του ανακτόρου.
Βρήκαμε δυο ταξιτζήδες που δέχθηκαν να μας πάνε μέχρι το Shakrisabz, να μας περιμένουν εκεί και να επιστρέψουν, με αντίτιμο 18€ ανά όχημα, το οποίο σήμαινε πως το τελικό ποσό για καθένα μας θα ήταν τόσο ευτελές που δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθούμε με τοπικά λεωφορεία σε μέρα τέτοιας κοσμοσυρροής και ξεκινήσαμε. Η διαδρομή ήταν πανέμορφη: οικισμοί άλλης εποχής, ντόπιοι που μεταφέρονταν με άλογα, φτωχικά σπιτάκια, ατέλειωτο πράσινο και όμορφα περάσματα ανάμεσα στα βουνά. Οι οδηγοί μας πάντως δεν είχαν ιδέα πού ακριβώς πήγαιναν και ρωτούσαν συνεχώς αστυνομικούς και άλλους οδηγούς, οπότε άρχισα να αναρωτιέμαι αν επισκέπτεται κανείς αυτή την κωμόπολη ή αν περιορίζονται όλοι στην προφανή επιλογή της Σαμαρκάνδης. Προφανώς η απάντηση ήταν το δεύτερο, το οποίο ίσως εξηγεί και το άθλιο οδόστρωμα.
Φτάσαμε τελικά κι αναζητήσαμε τα ερείπια του Ak Saray, δηλαδή του θερινού ανακτόρου του Ταμερλάνου, που δεν είναι και δύσκολο να τα βρει κανείς, μόλις αφήσει πίσω του τις απερίγραπτες σοβιετικές εργατικές πολυκατοικίες: είναι απλά πελώρια. Το ύψος του κτίσματος προκαλεί ίλιγγο, ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό που αντικρύζει δε φτάνει στο πλήρες ύψος αυτού που κάποτε υπήρχε εκεί. Δεν υπήρχε ούτε ένας επισκέπτης και η σιωπή το έκανε ακόμη πιο επιβλητικό. Τη σιωπή πάντως τη διέκοψε μια πλανόδια (!) που μας ζήτησε αντίτιμο ύψους 0,70€ για "την επίσκεψη στο χώρο" παρότι ήταν ξεκάθαρο πως ο χώρος δεν είναι οριοθετημένος και πως το χαρτάκι που μας έδωσε είναι μπακαλόχαρτο.
Τέλος πάντων είπαμε να μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας για τέτοιο αστείο ποσό κι εκεί που φανταζόμασταν τις αρχικές διαστάσεις, μας πλησίασε ένας καλλιτέχνης που είχε ένα διαφωτιστικό σκίτσο και πιάσαμε την κουβέντα μαζί του. Εξαιρετικά ενδιαφέρον ο κύριος και με καλά Αγγλικά, μας κάλεσε να επισκεφθούμε το εργαστήρι του χωρίς καμία υποχρέωση, αφού μας είπε πως εργαζόταν εδώ και χρόνια στην ολοκλήρωση μιας μακέτας που θα έδειχνε τις πραγματικές διαστάσεις του τερατώδους ανακτόρου. Μας τσίγκλησε η ιδέα, φαινόταν κι ωραίος τύπος κι έτσι όταν τελειώσαμε με τις φωτογραφίες μας, κατευθυνθήκαμε στο ατελιέ του, που βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το ανάκτορο με τα τζαμιά.
Τον βρήκαμε να μας χαμογελάει στην είσοδο κι αφού μας εξήγησε πως τόσο το εργαστήρι όσο και το διαμέρισμα που βρισκόταν στον πάνω όροφο του όμορφου κτιρίου duplex του τα είχε παραχωρήσει ο ίδιος ο Καρίμοφ όταν είδε τη μακέτα του (είναι να μη σε συμπαθήσει ο πρόεδρος), μας έδειξε τους εκπληκτικούς του πίνακες. Κρίμα που -απολύτως δικαιολογημένα- δεν επέτρεπε τις φωτογραφίες των δημιουργημάτων του, αλλά ήταν πραγματικά εξαιρετικά αξιόλογα έργα τέχνης. Αυτό όμως που έκλεβε την παράσταση στο κέντρο του εργαστηρίου ήταν η μακέτα, ύψους περίπου ενάμιση μέτρου με εξαιρετική λεπτομέρεια. Και κάπου εκεί ο το γέτι της Λαμίας αποφάσισε να χτυπήσει τη μακέτα με το χέρι του σε στιλ "τοκ-τοκ" για να δει από τι υλικό και πόσο ανθεκτική είναι, με αποτέλεσμα ο δύσμοιρος καλλιτέχνης να πάθει μια μίνι ανακοπή, αλλά τον συνεφέραμε κι η μακέτα ευτυχώς έμεινε άθικτη... Λίγο ήθελε ο Κώστας να γκρεμίσει το έργο ετών...
Τους οδηγούς μας τους είχαν ζώσει τα φίδια βλέποντας την επίσκεψή μας να γίνεται ατέρμονη και τελικά αποχαιρετίσαμε τον καλλιτέχνη του οποίου το όνομα δεν κατάφερα να συγκρατήσω και μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο γειτονικό σύμπλεγμα τζαμιών και μαυσωλείων, πήραμε τον (άθλιο) δρόμο της επιστροφής. Φτάσαμε νύχτα στη Σαμαρκάνδη, ανταμείψαμε τους υπομονετικούς μας οδηγούς με ένα φιλοδώρημα και τους ζητήσαμε να μας αφήσουν απευθείας στο εστιατόριο Platan, για το οποίο είχαμε διαβάσει καλά λόγια κι αποφασίσαμε να έχουμε εκεί το τελευταίο μας δείπνο όλοι μαζί: η τριάδα Σα, Σ και Δ θα πήγαινε στη Μπουχάρα κι από εκεί θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι θα κατευθυνόμασταν στο Urgench, τη Χίβα, την Αράλη και -με εξαίρεση την αδερφή μου που έπρεπε να επιστρέψει στη Σκωτία- θα συνεχίζαμε για αρκετές εβδομάδες, με μερικούς γκεστ σταρ να μας συνοδεύουν στο δρόμο.
Ο τελευταίος δείπνος αποδείχθηκε επεισοδιακός. Κάτι η συγκίνηση του χωρισμού, κάτι ο ενθουσιασμός από την πιο γεμάτη μέρα του ταξιδιού, λίγο η παρουσία του πληθωρικού Κρεκούζα κι ενός πιανίστα-βιολινίστα-σαξοφωνίστα που έπαιζε τα πάντα, το διαλύσαμε το κατάστημα. Ο καλός σαξοφωνίστας δεχόταν παραγγελιές, ο Κρεκούζας σε κατάσταση ευθυμίας τον έλουζε με χαρτονομίσματα που κοστίζουν λιγότερο από πετσετάκια, όταν συνέχισε να μας κάνει τα χατίρια για να του δώσουμε πιο σοβαρό φιλοδώρημα ο Κρεκούζας του γέμισε το σαξόφωνο με πακτωλό χαρτονομισμάτων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγάλει ήχο και για επιστέγασμα στο τσακίρ κέφι η Κ και ο Σα έριξαν κι ένα συρτάκι. Κατουρηθήκαμε στο γέλιο, φάγαμε πολύ καλά και φτηνά (τρία κυρίως πιάτα ο απερίγραπτος Κρεκούζας, να μας ζήσει η δίαιτα) κι αποχαιρετιστήκαμε, αφού η τριάδα επέστρεψε στο ξενοδοχείο κι εμείς πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε την αμαξοστοιχία για το Urgench, 12 ώρες ταξίδι.
Στο σταθμό είδαμε μια απαράδεκτη ρώσικη ταινία πολεμικών τεχνών μπροστά στην οποία ο Βαν Νταμ είναι για Χρυσές Σφαίρες μπήκαμε στο συρμό που ήταν ακόμη πιο απαράδεκτος, βρώμικος και χωρίς εστιατόριο (ποιος είδε τον Κρεκούζα και δεν τον φοβήθηκε).
Θα ακολουθούσε επίσκεψη στην ιστορική Χίβα, στο μυστηριώδες Νούκους, αλλά κυρίως, μια άκρως επεισοδιακή αποστολή στη Λίμνη Αράλη που θα μας μείνει αξέχαστη για όλη μας τη ζωή...