Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.650
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Μούμιες
Μπαίνουμε στο κεφάλαιο παρακινδυνευμένος παραλληλισμός. Μούμιες είναι οι νεκροί που κατά την αρχαιότητα ταριχεύονταν, ώστε το σώμα, η κατοικία της ψυχής, να συνεχίσει να υπάρχει και στη μεταθανάτια ζωή του νεκρού. Πτώματα σε άψογη κατάσταση. Κι αυτή η διαδικασία νομίζω πως χαρακτηρίζει πετυχημένα την αιγυπτιακή νοοτροπία.
Σε άψογη κατάσταση ήταν και οι ναοί που επισκεφτήκαμε. Γενικότερα η ιστορία μοιάζει κάπως σταματημένη σ’ εκείνον τον τόπο, όπου ο αραβικός τρόπος ζωής συνυπάρχει εδώ και αιώνες με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν της χώρας. Κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις προοδευτικότερες πόλεις της περιοχής, μα πλέον έχει κάνει μεγάλη στροφή στον συντηρητισμό. Είδαμε πολλές χιτζάμπ, νικάμπ, ακόμη και μπούρκα πετύχαμε, ενώ κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες χώρες της Μέσης Ανατολής.
Τα αρχαία για τους περισσότερους Αιγύπτιους ήταν απλώς μια πηγή εσόδων, τα σέβονταν (όσο τα σέβονταν, τέλος πάντων), όχι γιατί εκτιμούσαν την πολιτιστική και ιστορική τους αξία, αλλά επειδή έφερναν τουρίστες κι άρα καυτό money. Ακόμη και την πολιτιστική τους ταυτότητα την έχουν ταριχεύσει, καθώς πρακτικά δεν έχουν και πολλή σχέση με τους Αρχαίους Αιγυπτίους. Άραβες είναι, καθώς Άραβες αισθάνονται.
Το πρωί της προτελευταίας μας μέρας στον Κάιρο επισκεφτήκαμε το Αιγυπτιακό Μουσείο. Πήραμε ξεναγό που βρήκαμε στην είσοδο, ο οποίος μας έδειξε το καρτελάκι που πιστοποιούσε τα προσόντα του. Αυτή τη φορά δεν ήταν fake, ήταν πολύ καλός και δεδομένου του πόσο πρόχειρα παρουσιασμένοι κείτονται οι θησαυροί που περιέχει το μουσείο, κρίθηκε και απαραίτητος. Μας έκανε ξενάγηση στα στα εντυπωσιακότερα εκθέματα, μας εξήγησε το ιστορικό υπόβαθρο, απαντούσε στις (πολλές, ομολογουμένως) ερωτήσεις μας και νομίζω ότι έχει νόημα να επισκεφτεί κανείς το συγκεκριμένο μουσείο είτε στην αρχή (για να πάρει μια ιδέα και να βλέπεις τους αρχαιολογικούς χώρους με γνώση του τι συμβόλιζαν και σήμαιναν τη δεδομένη στιγμή) είτε στο τέλος (ως μια σύνοψη όσων είδες, τα οποία τώρα αποκτούσαν περισσότερο νόημα και βάθος). Γενικά μορφωμένος και ενδιαφέρων τύπος. Σχεδόν, δηλαδή.
«Η Χατσεψούτ, η Θάτσερ της Αρχαίας Αιγύπτου. Η αγαπημένη μου», μας έλεγε για τη γνωστότερη γυναίκα Φαραώ. «Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά, αν και γυναίκα, ήταν πολύ καλή ηγέτιδα».
Συντηρητισμός ακόμη και στα μορφωμένα στρώματα της κοινωνίας (στο επίπεδο της αντιεπιστημονικότητας) που λέγαμε πριν; Τικ.
Μας αφήνει στην αίθουσα με τις μούμιες, όπου δεν επιτρεπόταν να μπει, και τον αποχαιρετούμε. Στο μεταξύ, να αναφέρω ότι εκτός Αιγυπτιακού Μουσείου δεν θυμάμαι να πετυχαίνουμε άλλους Έλληνες. Εκεί τους πετύχαμε όλους μαζεμένους, μέχρι και πολυμελή γκρουπ συναντήσαμε.
Και πάμε στο highlight της επίσκεψη στο μουσείο: τις μούμιες. Βλέπαμε άψογα διατηρημένα σώματα χιλιετιών, σε σημεία φρικιαστικό θέαμα, ειδικά τα παραμορφωμένα πρόσωπα (από τραυματισμό) ή τα λιγοστά μαλλιά που έδιναν μια απόκοσμη όψη στα καλοσυντηρημένα πτώματα.
Κλασικά απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες, κλασικά το μεταφράσαμε σε κρυφτοκυνηγητό με την κάμερα. Τις βγάλαμε σχεδόν όλες, δεν μας έπιασαν καμία φορά, παρόλο που ήταν αυστηροί· βέβαια την αυστηρότητά τους την έδειξαν στην αίθουσα με την περίφημη μάσκα του Τουταγχαμών, όπου έκαναν παρατηρήσεις σε κόσμο και τους ανάγκαζαν να σβήσουν τις εικόνες μπροστά τους.
Αλλά ας μην προτρέχω· απομακρύνετε τα παιδιά από τις οθόνες, καθώς ακολουθεί εικόνα που μπορεί να μην ευχάριστη, αν κι εδώ που τα λέμε με τίτλο κεφαλαίου Μούμιες, τι περίμεναν να βρούνε, φωτογραφίες με γάτες;
Αφού φύγαμε από το μουσείο, έχοντας κάνει άλλη μια γύρα και έχοντας χορτάσει από μούμιες ανθρώπων και ζώων, κινηθήκαμε προς το Κοπτικό Κάιρο, μέρος του Παλιού Καΐρου όπου συνυπήρχαν σε έναν μικρό οριοθετημένο χώρο λατρευτικοί χώροι διαφόρων θρησκειών (χριστιανικοί, εβραϊκοί) και δογμάτων (ορθόδοξοι, καθολικοί, κόπτες). Οκ, συμπαθητικό, δεν θα έχανα και τίποτα τρομερό αν το προσπερνούσα, έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα μου ήταν αρκετά οικείο, οι έχοντες μεγαλύτερο θρησκευτικό ενδιαφέρον μάλλον θα το ευχαριστηθούν περισσότερο. Πολλοί π.χ. ήταν φορτισμένοι όταν φορούσαν τις αλυσίδες με τις οποίες βασανίστηκε υποτίθεται ο άγιος Γεώργιος, άλλοι απλώς πόζαραν για λίγες στιγμές ινσταγκραμικής δόξας.
Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσίαζαν στα μάτια μου η συναγωγή (που δεν θυμάμαι να είχα ξαναμπεί), η στρογγυλή Εκκλησία λόγω σχήματος, κάτι δωμάτια-σπηλιές και το δωμάτιο στο οποίο λέγεται πως βρήκε καταφύγιο η Μαρία με τον μικρό Ιησού. Και η φιλικότητα αρκετών ξεναγών μέσα σε ορισμένους ναούς που προθυμοποιούνταν να σου εξηγήσουν την ιστορία του μέρους αφιλοκερδώς.
Φεύγουμε ελαφρώς απογοητευμένοι, ιδίως σε σύγκριση με τη χθεσινή μας βόλτα στο ισλαμικό Κάιρο που είχε αποδειχτεί αποκάλυψη. Άρχισε να ψιχαλίζει, οπότε αντί να ξεσκονίσουμε την περιοχή (πράγμα ακατόρθωτο με τόση σκόνη, σχήμα του λόγου), πήραμε ούμπερ για ένα μαγαζί γνωστό για το κοσάρι του.
Flash Forward μετά το ταξίδι:
«Είναι επικίνδυνα στην Αίγυπτο; Δεν φοβόσασταν;» να ρωτάνε φίλοι και γνωστοί.
«Μπα, όπως κι εδώ. Αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».
«Δηλαδή δεν φοβηθήκατε για τη ζωή σας;»
«Όχι», να επιμένω, προσθέτοντας, «αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».
Ε, λοιπόν, εκείνη τη φορά φοβήθηκα. Παρά την άγνοια κινδύνου που συχνά πυκνά με χαρακτηρίζει, ήταν η δεύτερη φορά που φοβήθηκα ότι μπορεί να μην φτάσω ζωντανός στον προορισμό μου (η πρώτη ήταν πριν από χρόνια στην Αθήνα με έναν «πιωμένο/μαστουρωμένο/ψυχασθενή/δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν ή τι είχε πάρει εκείνο το βράδυ» ταξιτζή και το αναφέρω απλώς για να δείξω ότι δεν μου συμβαίνει συχνά).
Ο οδηγός βλέπαμε μέσω της εφαρμογής να πλησιάζει από το αντίθετο ρεύμα και να στρίβει λάθος νωρίτερα. Κι έπειτα ο ίδιος οδηγός να τρέχει ταχύτατα με όπισθεν, να σταματά και να μας φωνάζει. Κάγκουρας σε όλα του. Ήταν ο πρώτος που ήξερε αγγλικά, μας είπε εκεί δυο τρεις κουβέντες να το παίξει άνετος, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ γιατί τα μάτια μου ήταν στον δρόμο. Ξαφνικές επιταχύνσεις, κόρνες σε άλογο που προσπάθησε να κάνει προσπέραση σε σταματημένο όχημα, αλλά οοοόχι… ο οδηγός μας δεν θα το άφηνε έτσι, του κόρναρε μία, δύο, τρεις, το άλογο τελευταία στιγμή σταμάτησε και δεν το πήραμε αμπάριζα (μέχρι και τα άλογα αναγνωρίζουν τον ηχητικό ΚΟΚ της χώρας), το πόδι μου μόνιμα σε ένα ανύπαρκτο φρένο στη θέση του συνοδηγού. Ήταν λες και θα έπαιρνε πόντους πατώντας ζωντανά εμπόδια, αισθανόμουν λες κι έκανα testing στο Grand Theft Auto: Cairo Edition. Προφανώς και είχε πολλά bugs, γι’ αυτό κι ήταν ο πρώτος οδηγός που ούτε φιλοδώρημα θα έπαιρνε ούτε και τα 5 αστεράκια στην αξιολόγηση. Παραλίγο να πατήσουμε κι ένα παιδάκι, το στομάχι μου όλη τη διαδρομή κόμπος.
Βλέπω να πλησιάζουμε στο μαγαζί-στόχο, κάποια στιγμή σταματά σε μια γωνία και πιάνει κουβέντα με έναν τύπο στη γωνία. Γνωστοί λέμε θα είναι. Σαν οδηγός ταξί φαινόταν, καλές σχέσεις οι δυο κάστες δεν είχαν μεταξύ τους, αλλά λέμε αυτοί είναι φίλοι, λένε αστειάκια και κάνουν πλακίτσα στη μέση του δρόμου. Μιλάνε λίγο πιο έντονα στη συνέχεια. Ο άλλος ξαφνικά σφίγγει τη γροθιά του και τη φέρνει προς το πρόσωπο του δικού μας κάγκουρα. Σταματάει λίγο πριν τη μύτη, χαμογελά, τύπου «ε ρε πλάκες που κάνω ο άτιμος» και μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο τι ήταν αυτοί μεταξύ τους και τι λέγανε, από τη στιγμή που δεν παίξανε ξύλο κι άρα δεν φάγαμε κι εμείς τίποτα ξώφαλτσες, λόγος δεν μας πέφτει.
Μας αφήνει στο μαγαζί δυο λεπτά αργότερα. Ανακούφιση, λοιπόν. Αφού δεν φτάσαμε στο πρώτο στάδιο για να γίνουμε μούμιες, ικανοποιημένοι να είμαστε.
Μπήκαμε στο δημοφιλές μαγαζί. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε ένα σημείο που χτυπούσε το κλιματιστικό, παραλίγο να ξεπαγιάσουμε, ευτυχώς είχα το αντιανεμικό μαζί, κάτι να σπάει λίγο τον παγετό. Ήταν με διαφορά το πιο ακριβό κοσάρι που φάγαμε σε όλο το ταξίδι (φάση 3 φορές την τιμή του 2ου) χωρίς να είναι το πιο νόστιμο (βέβαια και πάλι γλείψαμε τα δάχτυλά μας). Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, το άτομο πλήρωσε περίπου 1μισι ευρώ. Για τόσο ακριβή χώρα μιλάμε έξω από τα τουριστικά.
Η βροχή είχε σταματήσει τελείως όταν βγήκαμε, οπότε το πήραμε με τα πόδια για το δωμάτιο. Για ένα μπάνιο πηγαίναμε· νερό δεν είχε, υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις σωληνώσεις. Ξεκουραστήκαμε λίγο και βγήκαμε απογευματάκι, να δοκιμάσουμε καμιά τοπική λιχουδιά από μαγαζί που γενικά γινόταν χαμούλης. Μεγάλη ουρά (ιδίως για τα παγωτά). Εμείς πήραμε κιουνεφέ στο χέρι, πάμφθηνα τα γλυκά του και νόστιμα (εφάμιλλα των τούρκικων μου φάνηκαν). Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε την ταράτσα ενός ξενοδοχείου, που θύμιζε εποχές 20s στην αισθητική του, από το λόμπι, το ασανσέρ μέχρι και τον τελευταίο όροφο. Δοκιμάσαμε ναργιλέ, τσιμπήσαμε μια πίτσα για μεζέ, κάναμε και έναν πρώτο απολογισμό από το ταξίδι, μιας κι ήταν το τελευταίο μας κοινό βράδυ· όλα αυτά με θέα το αξιόλογο skyline της πόλης.
Μπαίνουμε στο κεφάλαιο παρακινδυνευμένος παραλληλισμός. Μούμιες είναι οι νεκροί που κατά την αρχαιότητα ταριχεύονταν, ώστε το σώμα, η κατοικία της ψυχής, να συνεχίσει να υπάρχει και στη μεταθανάτια ζωή του νεκρού. Πτώματα σε άψογη κατάσταση. Κι αυτή η διαδικασία νομίζω πως χαρακτηρίζει πετυχημένα την αιγυπτιακή νοοτροπία.
Σε άψογη κατάσταση ήταν και οι ναοί που επισκεφτήκαμε. Γενικότερα η ιστορία μοιάζει κάπως σταματημένη σ’ εκείνον τον τόπο, όπου ο αραβικός τρόπος ζωής συνυπάρχει εδώ και αιώνες με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν της χώρας. Κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις προοδευτικότερες πόλεις της περιοχής, μα πλέον έχει κάνει μεγάλη στροφή στον συντηρητισμό. Είδαμε πολλές χιτζάμπ, νικάμπ, ακόμη και μπούρκα πετύχαμε, ενώ κάποτε η Αίγυπτος ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες χώρες της Μέσης Ανατολής.
Τα αρχαία για τους περισσότερους Αιγύπτιους ήταν απλώς μια πηγή εσόδων, τα σέβονταν (όσο τα σέβονταν, τέλος πάντων), όχι γιατί εκτιμούσαν την πολιτιστική και ιστορική τους αξία, αλλά επειδή έφερναν τουρίστες κι άρα καυτό money. Ακόμη και την πολιτιστική τους ταυτότητα την έχουν ταριχεύσει, καθώς πρακτικά δεν έχουν και πολλή σχέση με τους Αρχαίους Αιγυπτίους. Άραβες είναι, καθώς Άραβες αισθάνονται.
Το πρωί της προτελευταίας μας μέρας στον Κάιρο επισκεφτήκαμε το Αιγυπτιακό Μουσείο. Πήραμε ξεναγό που βρήκαμε στην είσοδο, ο οποίος μας έδειξε το καρτελάκι που πιστοποιούσε τα προσόντα του. Αυτή τη φορά δεν ήταν fake, ήταν πολύ καλός και δεδομένου του πόσο πρόχειρα παρουσιασμένοι κείτονται οι θησαυροί που περιέχει το μουσείο, κρίθηκε και απαραίτητος. Μας έκανε ξενάγηση στα στα εντυπωσιακότερα εκθέματα, μας εξήγησε το ιστορικό υπόβαθρο, απαντούσε στις (πολλές, ομολογουμένως) ερωτήσεις μας και νομίζω ότι έχει νόημα να επισκεφτεί κανείς το συγκεκριμένο μουσείο είτε στην αρχή (για να πάρει μια ιδέα και να βλέπεις τους αρχαιολογικούς χώρους με γνώση του τι συμβόλιζαν και σήμαιναν τη δεδομένη στιγμή) είτε στο τέλος (ως μια σύνοψη όσων είδες, τα οποία τώρα αποκτούσαν περισσότερο νόημα και βάθος). Γενικά μορφωμένος και ενδιαφέρων τύπος. Σχεδόν, δηλαδή.
«Η Χατσεψούτ, η Θάτσερ της Αρχαίας Αιγύπτου. Η αγαπημένη μου», μας έλεγε για τη γνωστότερη γυναίκα Φαραώ. «Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά, αν και γυναίκα, ήταν πολύ καλή ηγέτιδα».
Συντηρητισμός ακόμη και στα μορφωμένα στρώματα της κοινωνίας (στο επίπεδο της αντιεπιστημονικότητας) που λέγαμε πριν; Τικ.
Μας αφήνει στην αίθουσα με τις μούμιες, όπου δεν επιτρεπόταν να μπει, και τον αποχαιρετούμε. Στο μεταξύ, να αναφέρω ότι εκτός Αιγυπτιακού Μουσείου δεν θυμάμαι να πετυχαίνουμε άλλους Έλληνες. Εκεί τους πετύχαμε όλους μαζεμένους, μέχρι και πολυμελή γκρουπ συναντήσαμε.
Και πάμε στο highlight της επίσκεψη στο μουσείο: τις μούμιες. Βλέπαμε άψογα διατηρημένα σώματα χιλιετιών, σε σημεία φρικιαστικό θέαμα, ειδικά τα παραμορφωμένα πρόσωπα (από τραυματισμό) ή τα λιγοστά μαλλιά που έδιναν μια απόκοσμη όψη στα καλοσυντηρημένα πτώματα.
Κλασικά απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες, κλασικά το μεταφράσαμε σε κρυφτοκυνηγητό με την κάμερα. Τις βγάλαμε σχεδόν όλες, δεν μας έπιασαν καμία φορά, παρόλο που ήταν αυστηροί· βέβαια την αυστηρότητά τους την έδειξαν στην αίθουσα με την περίφημη μάσκα του Τουταγχαμών, όπου έκαναν παρατηρήσεις σε κόσμο και τους ανάγκαζαν να σβήσουν τις εικόνες μπροστά τους.
Αλλά ας μην προτρέχω· απομακρύνετε τα παιδιά από τις οθόνες, καθώς ακολουθεί εικόνα που μπορεί να μην ευχάριστη, αν κι εδώ που τα λέμε με τίτλο κεφαλαίου Μούμιες, τι περίμεναν να βρούνε, φωτογραφίες με γάτες;
Αφού φύγαμε από το μουσείο, έχοντας κάνει άλλη μια γύρα και έχοντας χορτάσει από μούμιες ανθρώπων και ζώων, κινηθήκαμε προς το Κοπτικό Κάιρο, μέρος του Παλιού Καΐρου όπου συνυπήρχαν σε έναν μικρό οριοθετημένο χώρο λατρευτικοί χώροι διαφόρων θρησκειών (χριστιανικοί, εβραϊκοί) και δογμάτων (ορθόδοξοι, καθολικοί, κόπτες). Οκ, συμπαθητικό, δεν θα έχανα και τίποτα τρομερό αν το προσπερνούσα, έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα μου ήταν αρκετά οικείο, οι έχοντες μεγαλύτερο θρησκευτικό ενδιαφέρον μάλλον θα το ευχαριστηθούν περισσότερο. Πολλοί π.χ. ήταν φορτισμένοι όταν φορούσαν τις αλυσίδες με τις οποίες βασανίστηκε υποτίθεται ο άγιος Γεώργιος, άλλοι απλώς πόζαραν για λίγες στιγμές ινσταγκραμικής δόξας.
Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσίαζαν στα μάτια μου η συναγωγή (που δεν θυμάμαι να είχα ξαναμπεί), η στρογγυλή Εκκλησία λόγω σχήματος, κάτι δωμάτια-σπηλιές και το δωμάτιο στο οποίο λέγεται πως βρήκε καταφύγιο η Μαρία με τον μικρό Ιησού. Και η φιλικότητα αρκετών ξεναγών μέσα σε ορισμένους ναούς που προθυμοποιούνταν να σου εξηγήσουν την ιστορία του μέρους αφιλοκερδώς.
Φεύγουμε ελαφρώς απογοητευμένοι, ιδίως σε σύγκριση με τη χθεσινή μας βόλτα στο ισλαμικό Κάιρο που είχε αποδειχτεί αποκάλυψη. Άρχισε να ψιχαλίζει, οπότε αντί να ξεσκονίσουμε την περιοχή (πράγμα ακατόρθωτο με τόση σκόνη, σχήμα του λόγου), πήραμε ούμπερ για ένα μαγαζί γνωστό για το κοσάρι του.
Flash Forward μετά το ταξίδι:
«Είναι επικίνδυνα στην Αίγυπτο; Δεν φοβόσασταν;» να ρωτάνε φίλοι και γνωστοί.
«Μπα, όπως κι εδώ. Αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».
«Δηλαδή δεν φοβηθήκατε για τη ζωή σας;»
«Όχι», να επιμένω, προσθέτοντας, «αν εξαιρέσουμε το κεφάλαιο οδήγηση».
Ε, λοιπόν, εκείνη τη φορά φοβήθηκα. Παρά την άγνοια κινδύνου που συχνά πυκνά με χαρακτηρίζει, ήταν η δεύτερη φορά που φοβήθηκα ότι μπορεί να μην φτάσω ζωντανός στον προορισμό μου (η πρώτη ήταν πριν από χρόνια στην Αθήνα με έναν «πιωμένο/μαστουρωμένο/ψυχασθενή/δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν ή τι είχε πάρει εκείνο το βράδυ» ταξιτζή και το αναφέρω απλώς για να δείξω ότι δεν μου συμβαίνει συχνά).
Ο οδηγός βλέπαμε μέσω της εφαρμογής να πλησιάζει από το αντίθετο ρεύμα και να στρίβει λάθος νωρίτερα. Κι έπειτα ο ίδιος οδηγός να τρέχει ταχύτατα με όπισθεν, να σταματά και να μας φωνάζει. Κάγκουρας σε όλα του. Ήταν ο πρώτος που ήξερε αγγλικά, μας είπε εκεί δυο τρεις κουβέντες να το παίξει άνετος, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ γιατί τα μάτια μου ήταν στον δρόμο. Ξαφνικές επιταχύνσεις, κόρνες σε άλογο που προσπάθησε να κάνει προσπέραση σε σταματημένο όχημα, αλλά οοοόχι… ο οδηγός μας δεν θα το άφηνε έτσι, του κόρναρε μία, δύο, τρεις, το άλογο τελευταία στιγμή σταμάτησε και δεν το πήραμε αμπάριζα (μέχρι και τα άλογα αναγνωρίζουν τον ηχητικό ΚΟΚ της χώρας), το πόδι μου μόνιμα σε ένα ανύπαρκτο φρένο στη θέση του συνοδηγού. Ήταν λες και θα έπαιρνε πόντους πατώντας ζωντανά εμπόδια, αισθανόμουν λες κι έκανα testing στο Grand Theft Auto: Cairo Edition. Προφανώς και είχε πολλά bugs, γι’ αυτό κι ήταν ο πρώτος οδηγός που ούτε φιλοδώρημα θα έπαιρνε ούτε και τα 5 αστεράκια στην αξιολόγηση. Παραλίγο να πατήσουμε κι ένα παιδάκι, το στομάχι μου όλη τη διαδρομή κόμπος.
Βλέπω να πλησιάζουμε στο μαγαζί-στόχο, κάποια στιγμή σταματά σε μια γωνία και πιάνει κουβέντα με έναν τύπο στη γωνία. Γνωστοί λέμε θα είναι. Σαν οδηγός ταξί φαινόταν, καλές σχέσεις οι δυο κάστες δεν είχαν μεταξύ τους, αλλά λέμε αυτοί είναι φίλοι, λένε αστειάκια και κάνουν πλακίτσα στη μέση του δρόμου. Μιλάνε λίγο πιο έντονα στη συνέχεια. Ο άλλος ξαφνικά σφίγγει τη γροθιά του και τη φέρνει προς το πρόσωπο του δικού μας κάγκουρα. Σταματάει λίγο πριν τη μύτη, χαμογελά, τύπου «ε ρε πλάκες που κάνω ο άτιμος» και μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο τι ήταν αυτοί μεταξύ τους και τι λέγανε, από τη στιγμή που δεν παίξανε ξύλο κι άρα δεν φάγαμε κι εμείς τίποτα ξώφαλτσες, λόγος δεν μας πέφτει.
Μας αφήνει στο μαγαζί δυο λεπτά αργότερα. Ανακούφιση, λοιπόν. Αφού δεν φτάσαμε στο πρώτο στάδιο για να γίνουμε μούμιες, ικανοποιημένοι να είμαστε.
Μπήκαμε στο δημοφιλές μαγαζί. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε ένα σημείο που χτυπούσε το κλιματιστικό, παραλίγο να ξεπαγιάσουμε, ευτυχώς είχα το αντιανεμικό μαζί, κάτι να σπάει λίγο τον παγετό. Ήταν με διαφορά το πιο ακριβό κοσάρι που φάγαμε σε όλο το ταξίδι (φάση 3 φορές την τιμή του 2ου) χωρίς να είναι το πιο νόστιμο (βέβαια και πάλι γλείψαμε τα δάχτυλά μας). Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, το άτομο πλήρωσε περίπου 1μισι ευρώ. Για τόσο ακριβή χώρα μιλάμε έξω από τα τουριστικά.
Η βροχή είχε σταματήσει τελείως όταν βγήκαμε, οπότε το πήραμε με τα πόδια για το δωμάτιο. Για ένα μπάνιο πηγαίναμε· νερό δεν είχε, υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις σωληνώσεις. Ξεκουραστήκαμε λίγο και βγήκαμε απογευματάκι, να δοκιμάσουμε καμιά τοπική λιχουδιά από μαγαζί που γενικά γινόταν χαμούλης. Μεγάλη ουρά (ιδίως για τα παγωτά). Εμείς πήραμε κιουνεφέ στο χέρι, πάμφθηνα τα γλυκά του και νόστιμα (εφάμιλλα των τούρκικων μου φάνηκαν). Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε την ταράτσα ενός ξενοδοχείου, που θύμιζε εποχές 20s στην αισθητική του, από το λόμπι, το ασανσέρ μέχρι και τον τελευταίο όροφο. Δοκιμάσαμε ναργιλέ, τσιμπήσαμε μια πίτσα για μεζέ, κάναμε και έναν πρώτο απολογισμό από το ταξίδι, μιας κι ήταν το τελευταίο μας κοινό βράδυ· όλα αυτά με θέα το αξιόλογο skyline της πόλης.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0