Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.650
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Welcome! Where are you from?
Άυπνοι ένα εικοσιτετράωρο, μετά από μια κουραστική βδομάδα στη δουλειά, βραδινή πτήση προς Κάιρο, παραλίγο να χαθεί ενδιάμεση ανταπόκριση για τον συνταξιδιώτη μου, αντάμωμα και νέα, αξημέρωτη αναμονή στο αεροδρόμιο για νέα πτήση, προς Λούξορ αυτή τη φορά, κι η υποδοχή στην ιστορική αυτή πόλη μια σειρά από ταξί.
«Taxi, taxi», να επιμένουν λες και τους ρώτησες τι μέρος του λόγου είναι, λες και δεν βλέπεις τα οχήματά τους ή τις φάτσες τους που σε κοιτάνε λαίμαργα στην τσέπη.
«How much?» κλασική ερώτηση, η συχνότερη φράση μας σ’ αυτό το ταξίδι, που ακολουθούνταν σχεδόν πάντα –ανεξάρτητα από την απάντηση– από ένα δικό μας «that’s too expensive», για ν’ αρχίσει το παζάρι.
Μαζεμένοι οι ταξιτζήδες, επέμεναν για 200 αιγυπτιακές λίρες (πρώτη προσπάθεια), 180 (δεύτερη), 180 και για τους 2 (τρίτη, κλασική κίνηση, όπως αποδείχθηκε: στη μέση της διαπραγμάτευσης σου πετάνε αυτή την πληροφορία, λες και τόση ώρα μιλούσατε για κατ’ άτομο τιμή). Εγώ είχα στο νου μου 60, άντε 100 με τον πληθωρισμό. Εναλλακτικές δεν είχαμε, ήταν συνεννοημένοι φαντάζομαι, και δεν μας έπαιρνε με τόση αϋπνία να περπατήσουμε πόσα χιλιόμετρα στη ζέστη απλώς για να γλιτώσουμε λίγα ευρώ για την τιμή των όπλων, τελικά καταλήξαμε στα 140, που δεν ήταν κι άσχημα κρίνοντας εκ των υστέρων.
Ο ταξιτζής, ο Μοχάμεντ –δεν θυμάμαι καθόλου το όνομά του, όλοι οι ταξιτζήδες που συναντήσαμε τέτοια ονόματα είχανε, Μοχάμεντ, Αχμέτ, Μαχμούτ, λες και βγαίνανε από generator αραβικών ονομάτων- μας ρώτησε τα κλασικά, από πού είμαστε, "Γιουνάν!" και πόσο φίλοι είναι οι Αιγύπτιοι με τους Έλληνες. Μας αφήνει στη γωνία, ενώ μας βάζει να του υποσχεθούμε ότι θα τον καλέσουμε για την υπόλοιπη μέρα, θα μας έκανε και καλύτερη τιμή.
Αποχωρούμε και μέχρι να περπατήσουμε μισό λεπτό μας έπιασαν άλλοι δυο ταξιτζήδες κι ένας αμαξάς, να μας πετάξουν κάπου. Ναι ρε φίλε, πάρε μας με το άλογο μέχρι το δωμάτιο.
“No thank you”, να του λέμε, να επιμένει αυτός.
“Maybe later?” ρωτά όταν καταλαβαίνει ότι δεν τον χρειαζόμαστε.
“Yeah, maybe later”.
Κι αυτό συνέβη κι άλλες φορές στη συνέχεια. Ήθελαν απλώς να τους καθησυχάσουμε ότι μπορεί στο μέλλον να χρειαστούμε τις υπηρεσίες τους, μπορεί να μην ήταν δεκτικοί στα όχι, αλλά το όχι τώρα είναι άλλη ιστορία. Δεν είναι κακό να λες ψέματα πού και πού.
Να και η θέα από την ταράτσα, απ' όπου φάγαμε πρωινό την επόμενη μέρα, με θέα τον ναό του Λούξορ.
Αφού τακτοποιηθήκαμε, ξεκινήσαμε το πρώτο μας τουρ στην αρχαία Αίγυπτο. Βρήκαμε ταξί, συμφωνήσαμε να μας πάει στη Δυτική Όχθη, όπου βρίσκονται η Κοιλάδα των Βασιλέων, η Κοιλάδα των Βασιλισσών και ορισμένοι ναοί βλ. της Χατσεψούτ. Ο οδηγός είχε νουβιακή καταγωγή· ήταν μελαμψός κι όσο πιο νότια πήγαινες στην Αίγυπτο τόσο περισσότερους Νουβίους συναντούσες. Ήξερε καλά αγγλικά, ή έστω όσα του χρειάζονταν για να συνεννοηθεί με τους τουρίστες, ήταν ομιλητικός. Οδηγούσε ξυπόλυτος, όπως κι αρκετοί άλλοι από όσους συναντήσαμε – δεν τους βόλευε το παπούτσι με τον συμπλέκτη, υποθέτω.
Επίσης ήρθαμε σε μεγαλύτερη επαφή με την οδηγική συμπεριφορά των Αιγυπτίων, που ας το θέσω κομψά με έκανε να εκτιμήσω την συμπεριφορά των ομοεθνών μου περισσότερο. Δεν υπάρχουν φανάρια, ούτε για πεζούς, όποιος πρόλαβε πρόλαβε, και την κόρνα την έχουν για καλημέρα. Κόρνα για να περάσεις, κόρνα για να περάσουν αυτοί, κόρνα αντί για φλας, κόρνα αντί για φώτα, κόρνα για να τους προσέξεις αν είναι ταξιτζήδες κι εσύ λευκός τουρίστας, γιατί και να μην ξέρεις εσύ πού θες να πας, εκείνοι ξέρουν, κόρνα για να πας πιο γρήγορα, κόρνα γιατί έτσι, είναι βαρετή η σιωπή. Την χρησιμοποιούν τόσο συχνά που την έχουν στον δεξί διακόπτη του τιμονιού, εκεί όπου συνήθως ενεργοποιούνται οι υαλοκαθαριστήρες. Κλείνει η παρένθεση.
Πηγαίνοντας προς τη Δυτική Όχθη παρατήρησα ότι κινούμασταν κατά μήκος του Νείλου, ενώ θυμόμουν ότι ο προορισμός μας ήταν από την άλλη πλευρά του ποταμού, στο ύψος περίπου που βρισκόμασταν εξαρχής. Πού μας πηγαίνει; αναρωτήθηκα χαζεύοντας το –ας το πούμε– τροπικό τοπίο, άμμος και φοίνικες κατά μήκος της διαδρομής. Θυμήθηκα τις απάτες περί ταξιτζήδων που σε πάνε κάπου με μια τιμή και σε παρατάνε στη μέση του πουθενά εκτός αν τους δώσεις πολλαπλάσιο ποσό. Άνοιξα τον χάρτη στο κινητό για να επιβεβαιώσω τη διαδρομή.
«Μας πάει καλά;» ρωτάει κάποια στιγμή ο Δ. που καθόταν μπροστά και κατάλαβε την ανησυχία μου.
«Δεν ξέρω. Ο χάρτης έδειχνε ότι έπρεπε να στρίψουμε λίγο πιο πριν. Βέβαια υπάρχει κι άλλη γέφυρα πιο μπροστά».
Εκείνος είπε ένα “don’t worry” μόλις αντιλήφθηκε ότι λέγαμε κάτι σχετικό, όσο κι αν προσπαθούσαμε να μιλάμε ουδέτερα. Η υπόλοιπη διαδρομή συνεχίστηκε με εκείνον να μιλάει –ίδιον του επαγγέλματος, υποθέτω– κι εμένα να κοιτάω μία τον χάρτη μία το τοπίο. Χωρίς μεγάλη ανησυχία, καθώς υπήρχε το checkpoint της επόμενης γέφυρας που ήταν κι η ελπίδα μου. Ε, τελικά τη διαβήκαμε και συνεχίσαμε όπως προβλεπόταν.
Στον δρόμο συναντούσαμε γαϊδουράκια, άμαξες, καταλάβαμε ότι έτσι κυκλοφορούσαν κι οι ίδιοι, επειδή ήταν πιο φτηνό από ένα αμάξι με τις βενζίνες του κυρίως, αλλά κι ίσως επειδή έτσι είχαν συνηθίσει. Δεν ήταν τουριστική ατραξιόν, ‘η σωστότερα δεν ήταν μόνο τουριστική ατραξιόν.
«Υπάρχουν γυναίκες οδηγοί ταξί;» ρωτάω κάποια στιγμή, μιας και δεν είχαμε πετύχει καμία. «Ή γενικότερα γυναίκες οδηγοί;»
Γελάει. «Όχι», λέει αμέσως. Έπειτα το σκέφτεται λίγο. «Υπάρχουν μία-δυο». Σε πόλη μισού εκατομμυρίου. Αναρωτήθηκα αν είναι δακτυλοδεικτούμενες, όπως συμβαίνει ακόμα στα δικά μας τα χωριά, να η Μαρία η μουγκή, η Ευτέρπη η ανύπαντρη μητέρα, η Μύριαμ η οδηγός.
Πρώτη στάση οι Κολοσσοί του Μέμνωνα, για λίγα λεπτά για φωτογραφίες και την πρώτη επαφή με τη γλυπτική των αρχαίων Αιγυπτίων.
Επόμενη στάση η κοιλάδα των Βασιλέων, όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο ταξιτζής μας άφησε στην είσοδο, βγάλαμε εισιτήριο· στην αρχή μας ζήτησαν τα διπλά χρήματα, ένα για την είσοδο κι ένα για τους τάφους, όπου ρωτήσαμε έναν αυτοδίδακτο οδηγό και μας επιβεβαίωσε τη σωστή τιμή· δεν ξέρω αν έγινε κατά λάθος ή επίτηδες, αν και η κουλτούρα τους στο πώς αντιμετωπίζουν τον τουρίστα συνηγορεί προς το δεύτερο. Τις υπηρεσίες του ξεναγού τις χρειαστήκαμε και μέσα στον χώρο που μας έδωσε λίγες χρήσιμες πληροφορίες, χωρίς όμως να μπει στους «καλύτερους για το εισιτήριό που είχαμε βγάλει» τάφους που μας πρότεινε να δούμε. Σπουδαστής μας δήλωσε ο τυπάς πως ήταν, θα πρότεινα κάποιον επαγγελματία μάλλον, αν και μας έδωσε μια συμπαθητική πρώτη γεύση, ώστε να μπούμε στο κλίμα και κάποια πράγματα να τα βλέπουμε τα μνημεία πιο υποψιασμένοι.
Ο χώρος είναι μεγάλος, τρενάκι σε μεταφέρει από τα εκδοτήρια μέχρι ένα σημείο, απ' όπου περπατάς μες στον ήλιο και τη σκόνη. Όμορφες τοιχογραφίες στο εσωτερικό των τριών τάφων που επισκεφτήκαμε. Απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες. Κάτι που μεταφράσαμε σε "βγάλτε όσες περισσότερες μπορείτε, απλώς φροντίστε μην σας πιάσουν". Στον τάφο κάποιου Ραμσή υπήρχε άνθρωπος που σου πρότεινε να πηδήξεις ένα απαγορευτικό σχοινί και να βρεθείς σε ένα αρχαίο κουβούκλιο, βγάζοντάς σε και φωτογραφίες. Με το αζημίωτο, σαφώς, που ακούει στην αγαπημένη λέξη όσων συσχετίζονται με τουρίστες: μπαξίς. Του δώσαμε, μία και δύο φορές (δεν του έφταναν την πρώτη) κι οι φωτογραφίες καταπληκτικές, τραβηγμένες θαρρείς σε συνθήκες σεισμού 8 ρίχτερ. Δεν πειράζει, συνοψίζει άψογα άλλωστε την εμπειρία μας στη συγκεκριμένη πόλη.
Αφότου τελειώσαμε, πεινασμένοι και άυπνοι, πήγαμε στο ταξί και περιμέναμε τον οδηγό να τελειώσει την προσευχή του και να πάμε για τον επόμενο και τελευταίο στόχο της εκδρομής, τον ναό της Χατσεψούτ. Εντυπωσιακός εξωτερικά, εσωτερικά οκ, είχαμε δει και καλύτερα πράγματα κι αναμενόταν να δούμε και πολύ καλύτερα στο μέλλον. Η κούραση κάπου εδώ άρχισε να μας χτυπά.
Λίγο πριν την επιστροφή μας στο δωμάτιο, κάναμε μια στάση σε κάτι φίλους του οδηγού, για δική του υποτίθεται δουλειά. Εκεί κατασκεύαζαν αγαλματίδια, από αλάβαστρο κι άλλα υλικά, σε διάφορα χρώματα, φωφορίζοντα και μη. Έκαναν μια μίνι επίδειξη και μας έβαλαν στο μαγαζί να αγοράσουμε μπιχλιμπίδια, που άλλωστε ήταν κι ο στόχος της παράκαμψης, πολλή αντοχή δεν είχαμε για να αρνηθούμε και πήραμε κάτι αγαλματάκια για αναμνηστικά. Εγώ εξασκούσα τις παζαρικές μου ικανότητες, παρά τη νύστα και την πείνα. Αυτό που μου είχε γυαλίσει το έφτασα κάτω από το μισό. Μόλις με τα πολλά δέχτηκε, το μετάνιωσα, ομολογώ, αν και από την αντίδρασή του κατάλαβα πως δεν έβγαλε μεγάλο κέρδος από μένα. Ήταν πρώτη μέρα, είχαμε ακόμη καιρό μέχρι να μάθουμε να λέμε όχι με μεγαλύτερη σιγουριά. Το Λούξορ μας σκληραγώγησε, ευτυχώς που γνωρίσαμε στη συνέχεια κι ανθρώπους που δεν σε έβλεπαν σαν πορτοφόλι με πόδια κι η γνώμη για τους Αιγύπτιους δεν είναι στο ναδίρ - σπόιλερ: είναι λίγο πιο πάνω.
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο, φάγαμε δίπλα στο ξενοδοχείο, ένα camel burger όπως δηλώθηκε· δεν είχαμε λόγο να δυσπιστήσουμε, δεν ξέρω αν την αμυδρή διαφορά στη γεύση την έκανε το κρέας ή τα μπαχαρικά, κάναμε ένα μπάνιο να βγάλουμε τη σκόνη από πάνω μας και ξεκουραστήκαμε για καμιά ώρα. Το απογευματάκι μας περίμενε ο ναός του Λούξορ.
Άυπνοι ένα εικοσιτετράωρο, μετά από μια κουραστική βδομάδα στη δουλειά, βραδινή πτήση προς Κάιρο, παραλίγο να χαθεί ενδιάμεση ανταπόκριση για τον συνταξιδιώτη μου, αντάμωμα και νέα, αξημέρωτη αναμονή στο αεροδρόμιο για νέα πτήση, προς Λούξορ αυτή τη φορά, κι η υποδοχή στην ιστορική αυτή πόλη μια σειρά από ταξί.
«Taxi, taxi», να επιμένουν λες και τους ρώτησες τι μέρος του λόγου είναι, λες και δεν βλέπεις τα οχήματά τους ή τις φάτσες τους που σε κοιτάνε λαίμαργα στην τσέπη.
«How much?» κλασική ερώτηση, η συχνότερη φράση μας σ’ αυτό το ταξίδι, που ακολουθούνταν σχεδόν πάντα –ανεξάρτητα από την απάντηση– από ένα δικό μας «that’s too expensive», για ν’ αρχίσει το παζάρι.
Μαζεμένοι οι ταξιτζήδες, επέμεναν για 200 αιγυπτιακές λίρες (πρώτη προσπάθεια), 180 (δεύτερη), 180 και για τους 2 (τρίτη, κλασική κίνηση, όπως αποδείχθηκε: στη μέση της διαπραγμάτευσης σου πετάνε αυτή την πληροφορία, λες και τόση ώρα μιλούσατε για κατ’ άτομο τιμή). Εγώ είχα στο νου μου 60, άντε 100 με τον πληθωρισμό. Εναλλακτικές δεν είχαμε, ήταν συνεννοημένοι φαντάζομαι, και δεν μας έπαιρνε με τόση αϋπνία να περπατήσουμε πόσα χιλιόμετρα στη ζέστη απλώς για να γλιτώσουμε λίγα ευρώ για την τιμή των όπλων, τελικά καταλήξαμε στα 140, που δεν ήταν κι άσχημα κρίνοντας εκ των υστέρων.
Ο ταξιτζής, ο Μοχάμεντ –δεν θυμάμαι καθόλου το όνομά του, όλοι οι ταξιτζήδες που συναντήσαμε τέτοια ονόματα είχανε, Μοχάμεντ, Αχμέτ, Μαχμούτ, λες και βγαίνανε από generator αραβικών ονομάτων- μας ρώτησε τα κλασικά, από πού είμαστε, "Γιουνάν!" και πόσο φίλοι είναι οι Αιγύπτιοι με τους Έλληνες. Μας αφήνει στη γωνία, ενώ μας βάζει να του υποσχεθούμε ότι θα τον καλέσουμε για την υπόλοιπη μέρα, θα μας έκανε και καλύτερη τιμή.
Αποχωρούμε και μέχρι να περπατήσουμε μισό λεπτό μας έπιασαν άλλοι δυο ταξιτζήδες κι ένας αμαξάς, να μας πετάξουν κάπου. Ναι ρε φίλε, πάρε μας με το άλογο μέχρι το δωμάτιο.
“No thank you”, να του λέμε, να επιμένει αυτός.
“Maybe later?” ρωτά όταν καταλαβαίνει ότι δεν τον χρειαζόμαστε.
“Yeah, maybe later”.
Κι αυτό συνέβη κι άλλες φορές στη συνέχεια. Ήθελαν απλώς να τους καθησυχάσουμε ότι μπορεί στο μέλλον να χρειαστούμε τις υπηρεσίες τους, μπορεί να μην ήταν δεκτικοί στα όχι, αλλά το όχι τώρα είναι άλλη ιστορία. Δεν είναι κακό να λες ψέματα πού και πού.
Να και η θέα από την ταράτσα, απ' όπου φάγαμε πρωινό την επόμενη μέρα, με θέα τον ναό του Λούξορ.
Αφού τακτοποιηθήκαμε, ξεκινήσαμε το πρώτο μας τουρ στην αρχαία Αίγυπτο. Βρήκαμε ταξί, συμφωνήσαμε να μας πάει στη Δυτική Όχθη, όπου βρίσκονται η Κοιλάδα των Βασιλέων, η Κοιλάδα των Βασιλισσών και ορισμένοι ναοί βλ. της Χατσεψούτ. Ο οδηγός είχε νουβιακή καταγωγή· ήταν μελαμψός κι όσο πιο νότια πήγαινες στην Αίγυπτο τόσο περισσότερους Νουβίους συναντούσες. Ήξερε καλά αγγλικά, ή έστω όσα του χρειάζονταν για να συνεννοηθεί με τους τουρίστες, ήταν ομιλητικός. Οδηγούσε ξυπόλυτος, όπως κι αρκετοί άλλοι από όσους συναντήσαμε – δεν τους βόλευε το παπούτσι με τον συμπλέκτη, υποθέτω.
Επίσης ήρθαμε σε μεγαλύτερη επαφή με την οδηγική συμπεριφορά των Αιγυπτίων, που ας το θέσω κομψά με έκανε να εκτιμήσω την συμπεριφορά των ομοεθνών μου περισσότερο. Δεν υπάρχουν φανάρια, ούτε για πεζούς, όποιος πρόλαβε πρόλαβε, και την κόρνα την έχουν για καλημέρα. Κόρνα για να περάσεις, κόρνα για να περάσουν αυτοί, κόρνα αντί για φλας, κόρνα αντί για φώτα, κόρνα για να τους προσέξεις αν είναι ταξιτζήδες κι εσύ λευκός τουρίστας, γιατί και να μην ξέρεις εσύ πού θες να πας, εκείνοι ξέρουν, κόρνα για να πας πιο γρήγορα, κόρνα γιατί έτσι, είναι βαρετή η σιωπή. Την χρησιμοποιούν τόσο συχνά που την έχουν στον δεξί διακόπτη του τιμονιού, εκεί όπου συνήθως ενεργοποιούνται οι υαλοκαθαριστήρες. Κλείνει η παρένθεση.
Πηγαίνοντας προς τη Δυτική Όχθη παρατήρησα ότι κινούμασταν κατά μήκος του Νείλου, ενώ θυμόμουν ότι ο προορισμός μας ήταν από την άλλη πλευρά του ποταμού, στο ύψος περίπου που βρισκόμασταν εξαρχής. Πού μας πηγαίνει; αναρωτήθηκα χαζεύοντας το –ας το πούμε– τροπικό τοπίο, άμμος και φοίνικες κατά μήκος της διαδρομής. Θυμήθηκα τις απάτες περί ταξιτζήδων που σε πάνε κάπου με μια τιμή και σε παρατάνε στη μέση του πουθενά εκτός αν τους δώσεις πολλαπλάσιο ποσό. Άνοιξα τον χάρτη στο κινητό για να επιβεβαιώσω τη διαδρομή.
«Μας πάει καλά;» ρωτάει κάποια στιγμή ο Δ. που καθόταν μπροστά και κατάλαβε την ανησυχία μου.
«Δεν ξέρω. Ο χάρτης έδειχνε ότι έπρεπε να στρίψουμε λίγο πιο πριν. Βέβαια υπάρχει κι άλλη γέφυρα πιο μπροστά».
Εκείνος είπε ένα “don’t worry” μόλις αντιλήφθηκε ότι λέγαμε κάτι σχετικό, όσο κι αν προσπαθούσαμε να μιλάμε ουδέτερα. Η υπόλοιπη διαδρομή συνεχίστηκε με εκείνον να μιλάει –ίδιον του επαγγέλματος, υποθέτω– κι εμένα να κοιτάω μία τον χάρτη μία το τοπίο. Χωρίς μεγάλη ανησυχία, καθώς υπήρχε το checkpoint της επόμενης γέφυρας που ήταν κι η ελπίδα μου. Ε, τελικά τη διαβήκαμε και συνεχίσαμε όπως προβλεπόταν.
Στον δρόμο συναντούσαμε γαϊδουράκια, άμαξες, καταλάβαμε ότι έτσι κυκλοφορούσαν κι οι ίδιοι, επειδή ήταν πιο φτηνό από ένα αμάξι με τις βενζίνες του κυρίως, αλλά κι ίσως επειδή έτσι είχαν συνηθίσει. Δεν ήταν τουριστική ατραξιόν, ‘η σωστότερα δεν ήταν μόνο τουριστική ατραξιόν.
«Υπάρχουν γυναίκες οδηγοί ταξί;» ρωτάω κάποια στιγμή, μιας και δεν είχαμε πετύχει καμία. «Ή γενικότερα γυναίκες οδηγοί;»
Γελάει. «Όχι», λέει αμέσως. Έπειτα το σκέφτεται λίγο. «Υπάρχουν μία-δυο». Σε πόλη μισού εκατομμυρίου. Αναρωτήθηκα αν είναι δακτυλοδεικτούμενες, όπως συμβαίνει ακόμα στα δικά μας τα χωριά, να η Μαρία η μουγκή, η Ευτέρπη η ανύπαντρη μητέρα, η Μύριαμ η οδηγός.
Πρώτη στάση οι Κολοσσοί του Μέμνωνα, για λίγα λεπτά για φωτογραφίες και την πρώτη επαφή με τη γλυπτική των αρχαίων Αιγυπτίων.
Επόμενη στάση η κοιλάδα των Βασιλέων, όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο ταξιτζής μας άφησε στην είσοδο, βγάλαμε εισιτήριο· στην αρχή μας ζήτησαν τα διπλά χρήματα, ένα για την είσοδο κι ένα για τους τάφους, όπου ρωτήσαμε έναν αυτοδίδακτο οδηγό και μας επιβεβαίωσε τη σωστή τιμή· δεν ξέρω αν έγινε κατά λάθος ή επίτηδες, αν και η κουλτούρα τους στο πώς αντιμετωπίζουν τον τουρίστα συνηγορεί προς το δεύτερο. Τις υπηρεσίες του ξεναγού τις χρειαστήκαμε και μέσα στον χώρο που μας έδωσε λίγες χρήσιμες πληροφορίες, χωρίς όμως να μπει στους «καλύτερους για το εισιτήριό που είχαμε βγάλει» τάφους που μας πρότεινε να δούμε. Σπουδαστής μας δήλωσε ο τυπάς πως ήταν, θα πρότεινα κάποιον επαγγελματία μάλλον, αν και μας έδωσε μια συμπαθητική πρώτη γεύση, ώστε να μπούμε στο κλίμα και κάποια πράγματα να τα βλέπουμε τα μνημεία πιο υποψιασμένοι.
Ο χώρος είναι μεγάλος, τρενάκι σε μεταφέρει από τα εκδοτήρια μέχρι ένα σημείο, απ' όπου περπατάς μες στον ήλιο και τη σκόνη. Όμορφες τοιχογραφίες στο εσωτερικό των τριών τάφων που επισκεφτήκαμε. Απαγορευόταν να βγάλουμε φωτογραφίες. Κάτι που μεταφράσαμε σε "βγάλτε όσες περισσότερες μπορείτε, απλώς φροντίστε μην σας πιάσουν". Στον τάφο κάποιου Ραμσή υπήρχε άνθρωπος που σου πρότεινε να πηδήξεις ένα απαγορευτικό σχοινί και να βρεθείς σε ένα αρχαίο κουβούκλιο, βγάζοντάς σε και φωτογραφίες. Με το αζημίωτο, σαφώς, που ακούει στην αγαπημένη λέξη όσων συσχετίζονται με τουρίστες: μπαξίς. Του δώσαμε, μία και δύο φορές (δεν του έφταναν την πρώτη) κι οι φωτογραφίες καταπληκτικές, τραβηγμένες θαρρείς σε συνθήκες σεισμού 8 ρίχτερ. Δεν πειράζει, συνοψίζει άψογα άλλωστε την εμπειρία μας στη συγκεκριμένη πόλη.
Αφότου τελειώσαμε, πεινασμένοι και άυπνοι, πήγαμε στο ταξί και περιμέναμε τον οδηγό να τελειώσει την προσευχή του και να πάμε για τον επόμενο και τελευταίο στόχο της εκδρομής, τον ναό της Χατσεψούτ. Εντυπωσιακός εξωτερικά, εσωτερικά οκ, είχαμε δει και καλύτερα πράγματα κι αναμενόταν να δούμε και πολύ καλύτερα στο μέλλον. Η κούραση κάπου εδώ άρχισε να μας χτυπά.
Λίγο πριν την επιστροφή μας στο δωμάτιο, κάναμε μια στάση σε κάτι φίλους του οδηγού, για δική του υποτίθεται δουλειά. Εκεί κατασκεύαζαν αγαλματίδια, από αλάβαστρο κι άλλα υλικά, σε διάφορα χρώματα, φωφορίζοντα και μη. Έκαναν μια μίνι επίδειξη και μας έβαλαν στο μαγαζί να αγοράσουμε μπιχλιμπίδια, που άλλωστε ήταν κι ο στόχος της παράκαμψης, πολλή αντοχή δεν είχαμε για να αρνηθούμε και πήραμε κάτι αγαλματάκια για αναμνηστικά. Εγώ εξασκούσα τις παζαρικές μου ικανότητες, παρά τη νύστα και την πείνα. Αυτό που μου είχε γυαλίσει το έφτασα κάτω από το μισό. Μόλις με τα πολλά δέχτηκε, το μετάνιωσα, ομολογώ, αν και από την αντίδρασή του κατάλαβα πως δεν έβγαλε μεγάλο κέρδος από μένα. Ήταν πρώτη μέρα, είχαμε ακόμη καιρό μέχρι να μάθουμε να λέμε όχι με μεγαλύτερη σιγουριά. Το Λούξορ μας σκληραγώγησε, ευτυχώς που γνωρίσαμε στη συνέχεια κι ανθρώπους που δεν σε έβλεπαν σαν πορτοφόλι με πόδια κι η γνώμη για τους Αιγύπτιους δεν είναι στο ναδίρ - σπόιλερ: είναι λίγο πιο πάνω.
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο, φάγαμε δίπλα στο ξενοδοχείο, ένα camel burger όπως δηλώθηκε· δεν είχαμε λόγο να δυσπιστήσουμε, δεν ξέρω αν την αμυδρή διαφορά στη γεύση την έκανε το κρέας ή τα μπαχαρικά, κάναμε ένα μπάνιο να βγάλουμε τη σκόνη από πάνω μας και ξεκουραστήκαμε για καμιά ώρα. Το απογευματάκι μας περίμενε ο ναός του Λούξορ.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0