Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.651
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Άνθρωποι και Ποντίκια
«Χασίς», τον ακούω να λέει μετά τα καθιερωμένα “Welcome! Where are you from?”
Όχι, ευχαριστώ.
Έχοντας αρνηθεί σε τρία ταξί και δυο αμαξάδες για απόσταση πέντε λεπτών, έχουμε φτάσει στην κεντρική πλατεία του Λούξορ, με τον ομώνυμο ναό. Πέραν των κλασικών κυνηγών τουριστών είναι μαζεμένος κόσμος, κάποιοι βγαίνουν από το τζαμί, άλλοι απλώς κάνουν πικνίκ στις μικρές νησίδες πρασίνου.
«Χασίς, πολύ καλό πράγμα», συνεχίζει ο τύπος επιθετικά, όπως σχεδόν όλη η τουριστική βιομηχανία της πόλης.
Ευχαριστούμε, δεν ενδιαφερόμαστε.
Κι εκείνος εκεί, να επιμένει. Κάνει καλό, πολύ καλή ποιότητα, δεν έχεις ξαναδοκιμάσει τόσο καλό, να περπατάμε κι αυτός δίπλα μας, χασίς χασίς – που κάνει ρίμα με μπαξίς.
Γυρνάω, τον κοιτάω σοβαρά: «Έχω καρκίνο».
Κακόγουστο, το παραδέχομαι, αλλά τη δουλειά του την έκανε: με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο βουβός κι ανέκφραστος, έπειτα γύρισε κι έφυγε.
Προφανώς δεν χρειάζονται όλοι τον ίδιο βαθμό επινοητικότητας, οι περισσότεροι αρκούνται στο τρίτο ή τέταρτο “no, thank you”, ιδίως άμα συνοδεύεται με αδιαφορία. Αγνοείστε τους και θα σταματήσουν να σας ενοχλούν. Βέβαια αυτό το πράγμα κάπου κουράζει, δηλαδή αυτή τους η επιθυμία να κάνουν κάθε αλληλεπίδραση με κάποιον εμπορική συνδιαλλαγή καταντά ενοχλητική κι ήμασταν μόλις μία μέρα εκεί. Από τους τύπους στους ναούς που προθυμοποιούνται να σε βγάλουν φωτογραφία για το μπαξίς –παρά την ευγενική άρνησή σου– μέχρι εκείνους που σου κάνουν αυτοσχέδια «ξενάγηση» χωρίς καν να τους ζητήσεις πληροφορίες περιμένοντας ανταλλάγματα (επαγγελματικής ποιότητας βοήθεια, βλ. «Αυτό εδώ είναι μια κολόνα», δείχνοντας μια κολόνα, και συνεχίζοντας χωρίς να χάσουν χρόνο, «μπαξίς», τρίβοντας τα δάχτυλά τους), μας δημιούργησαν μια καχυποψία, πίσω από κάθε τους πράξη υπήρχε κάποιο αντάλλαγμα ή και παγίδα, ε πόσο να ευχαριστηθείς την αλληλεπίδραση μαζί τους όταν σε βλέπουν σαν τον χαζοτουρίστα που θέλει καραγκιοζιλίκια για να διασκεδάσει ή που εκείνοι ξέρουν καλύτερα τι θέλει να δει, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι; Το παρασιτικό αυτό προφίλ ανατρέπεται πού και πού (συχνά έξω από τη βιομηχανία του τουρισμού, ορισμένες φορές κι εντός αυτής), αλλά αποτελεί ένα αγκάθι στην εμπειρία όποιου ταξιδεύει εκεί και, μάλιστα, σε πόλεις σαν το Λούξορ, που ο τουρισμός είναι, αν όχι η μόνη, η μεγαλύτερη πηγή εσόδων, καταλήγει να είναι μάστιγα.
Λίγες ώρες πιο πριν, στην επιστροφή μας από τη Δυτική Όχθη του Νείλου, έβγαζα φωτογραφίες στον δρόμο και έβγαλα έναν τύπο σε μηχανή που μπροστά είχε το παιδί του (χωρίς κράνος προφανώς όλοι τους, επίσης στο Κάιρο είδα μέχρι και τετραμελείς οικογένειες πάνω σε μηχανή), τον φωτογράφησα λοιπόν τη στιγμή ακριβώς που γυρνούσε. Άρχισε να μας κυνηγά, αλλά πήγαινε αρκετά αργά για να μας προλάβει - όχι ότι ο οδηγός μας πήρε πρέφα τίποτα από το σκηνικό, καθώς τότε έψαχνε τον φίλο μου στο WhatsApp να τον προσθέσει για να τον πάρουμε την επόμενη μέρα. Τότε θεώρησα ότι ο μηχανόβιος ήθελε να τη διαγράψουμε για να μην υπάρχει το παιδί του (που ούτως ή άλλως δεν φαίνονται τα χαρακτηριστικά του) στη φωτογραφία κάποιου ξένου. Μωρέ μήπως κι αυτός ήθελε κάποιο φιλοδώρημα για την –μη ηθελημένη– πόζα του;
Και μιας κι είμαι στο κεφάλαιο ποντίκια (όχι, δεν είδαμε ποντίκια, τουλάχιστον όχι στο Λούξορ), πολλή βρώμα και σκουπίδι, όπως φαίνεται και σε αρκετές εικόνες (παραπάνω εικονίζεται η κεντρική πλατεία της πόλης). Απορώ πώς αντέχουν, πώς δεν αρρωσταίνουν συνέχεια (αναπτύσσουν αντισώματα απ’ ό,τι φαινεται), ποια είναι η λογική τους όταν ανοίγουν το παράθυρο του αυτοκινήτου τους -εν κινήσει, σταματημένα, δεν έχει σημασία- για να πετάξουν σακούλα από πατατάκια στη μέση του δρόμου, ανάμεσα σε άλλα αμάξια, λες και δεν μπορούν να περιμένουν να το πετάξουν σε κάποιον κάδο, που γενικώς υπήρχαν στις πόλεις όπως φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία-ντοκουμέντο.
Για όλα τα παραπάνω η φτώχεια είναι μια εξήγηση. Μακάρι οι άνθρωποι να είχαν τέτοιες συνθήκες ζωής που να ζούσαν χωρίς να επαιτούν μπροστά στον κάθε «σήμερα αισθάνομαι μεγαλόκαρδος» ξένο τουρίστα, μακάρι ο τόπος τους να είχε κάποια ποιότητα ζωής και να μην κολυμπούσαν στα σκουπίδια. Αλλά είναι και θέμα κουλτούρας, έτσι έμαθαν να βγάζουν τα προς το ζην, έτσι έμαθαν να ξεφορτώνονται ό,τι δεν χρειάζονται, παρατώντας το δίπλα τους να το μαζέψει κάποιος άλλος. Ευελπιστώ ότι η νέα γενιά θα βελτιώνεται στο κομμάτι αυτό, όχι για να προσφέρουν ένα πιο ευχάριστο πακέτο διακοπών στους τουρίστες, αλλά για να είναι πιο ευχάριστη η ζωή τους. Συγγνώμη για το –ενδεχομένως προβοκατόρικο– venting νυχτιάτικα, κλείνει η παρένθεση.
Ο Ναός του Λούξορ ήταν ατμοσφαιρικός παρά τον πολύ κόσμο και τα δεκάδες γκρουπ που κάνανε ξεναγήσεις, ωραία φωταγωγημένος, δίνοντας μια μυστικιστική διάσταση στον χώρο, που σου έφερνε σπίθες να φανταστείς πώς θα ήταν και τότε, χιλιετίες πίσω, με τις δάδες να φωτίζουν ρυθμικά τα ιερογλυφικά, τους ιερείς να περνάνε ξυστά από τις κολώνες με τα λινά τους υφάσματα να χαϊδεύουν τον αμμόλιθο. Φαντάζομαι άλλους ναούς βράδυ και τρέχουν τα σάλια μου. Θα μιλήσω βέβαια πιο εκτεταμένα σε επόμενο κεφάλαιο για τους αρχαιολογικούς χώρους αθροιστικά.
Αφού κάναμε τη βόλτα μας στο εσωτερικό του, εξερευνώντας σκοτεινές γωνίες και σκαλίζοντας με τα δάχτυλα σύμβολα που δεν περιλαμβάνονταν στις βασικές τουριστικές ατραξιόν του ναού, βγήκαμε από τον ναό και κάναμε και μια βόλτα έξω στην πόλη, ψάχνοντας sim κάρτα για τον συνταξιδιώτη μου. Υπάρχουν εδώ κι εκεί κάποια κτίρια που βλέπονται, αλλά γενικά η πόλη μου φάνηκε ένα μαύρο χάλι. Πήγαμε και φάγαμε σ’ ένα μαγαζί απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Παραγγείλαμε γεμιστό περιστέρι (με ρύζι με μπόλικο πιπέρι), ενδιαφέρον και πικάντικο (αποκλειστικά λόγω πιπεριού, δυστυχώς), νόστιμο αν και με ελάχιστο ψαχνό. Μαζί με σαλάτα και ψωμί (σαν πίτα, ό,τι πρέπει για βούτες σε σος τύπου μπαμπαγκανούς) βγήκε 4Ε το άτομο, πολύ legit ακόμη και για επίπεδα Αιγύπτου. Γενικά νόστιμο και φτηνό το φαγητό σ' όλη τη χώρα έξω από τα τουριστικά, εγώ, που γενικά μ' αρέσει η κουζίνα της Μέσης Ανατολής, έμεινα ικανοποιημένος στον τομέα αυτό.
Κι αφού φάγαμε και χωνέψαμε το επονομαζόμενο στα μέρη μου "ποντίκι του ουρανού", επιστρέψαμε στη βάση μας για ύπνο. Μας περίμενε πρωινό ξύπνημα την επομένη, με την επίσκεψη στον μεγαλύτερο ναό της χώρας.
«Χασίς», τον ακούω να λέει μετά τα καθιερωμένα “Welcome! Where are you from?”
Όχι, ευχαριστώ.
Έχοντας αρνηθεί σε τρία ταξί και δυο αμαξάδες για απόσταση πέντε λεπτών, έχουμε φτάσει στην κεντρική πλατεία του Λούξορ, με τον ομώνυμο ναό. Πέραν των κλασικών κυνηγών τουριστών είναι μαζεμένος κόσμος, κάποιοι βγαίνουν από το τζαμί, άλλοι απλώς κάνουν πικνίκ στις μικρές νησίδες πρασίνου.
«Χασίς, πολύ καλό πράγμα», συνεχίζει ο τύπος επιθετικά, όπως σχεδόν όλη η τουριστική βιομηχανία της πόλης.
Ευχαριστούμε, δεν ενδιαφερόμαστε.
Κι εκείνος εκεί, να επιμένει. Κάνει καλό, πολύ καλή ποιότητα, δεν έχεις ξαναδοκιμάσει τόσο καλό, να περπατάμε κι αυτός δίπλα μας, χασίς χασίς – που κάνει ρίμα με μπαξίς.
Γυρνάω, τον κοιτάω σοβαρά: «Έχω καρκίνο».
Κακόγουστο, το παραδέχομαι, αλλά τη δουλειά του την έκανε: με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο βουβός κι ανέκφραστος, έπειτα γύρισε κι έφυγε.
Προφανώς δεν χρειάζονται όλοι τον ίδιο βαθμό επινοητικότητας, οι περισσότεροι αρκούνται στο τρίτο ή τέταρτο “no, thank you”, ιδίως άμα συνοδεύεται με αδιαφορία. Αγνοείστε τους και θα σταματήσουν να σας ενοχλούν. Βέβαια αυτό το πράγμα κάπου κουράζει, δηλαδή αυτή τους η επιθυμία να κάνουν κάθε αλληλεπίδραση με κάποιον εμπορική συνδιαλλαγή καταντά ενοχλητική κι ήμασταν μόλις μία μέρα εκεί. Από τους τύπους στους ναούς που προθυμοποιούνται να σε βγάλουν φωτογραφία για το μπαξίς –παρά την ευγενική άρνησή σου– μέχρι εκείνους που σου κάνουν αυτοσχέδια «ξενάγηση» χωρίς καν να τους ζητήσεις πληροφορίες περιμένοντας ανταλλάγματα (επαγγελματικής ποιότητας βοήθεια, βλ. «Αυτό εδώ είναι μια κολόνα», δείχνοντας μια κολόνα, και συνεχίζοντας χωρίς να χάσουν χρόνο, «μπαξίς», τρίβοντας τα δάχτυλά τους), μας δημιούργησαν μια καχυποψία, πίσω από κάθε τους πράξη υπήρχε κάποιο αντάλλαγμα ή και παγίδα, ε πόσο να ευχαριστηθείς την αλληλεπίδραση μαζί τους όταν σε βλέπουν σαν τον χαζοτουρίστα που θέλει καραγκιοζιλίκια για να διασκεδάσει ή που εκείνοι ξέρουν καλύτερα τι θέλει να δει, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι; Το παρασιτικό αυτό προφίλ ανατρέπεται πού και πού (συχνά έξω από τη βιομηχανία του τουρισμού, ορισμένες φορές κι εντός αυτής), αλλά αποτελεί ένα αγκάθι στην εμπειρία όποιου ταξιδεύει εκεί και, μάλιστα, σε πόλεις σαν το Λούξορ, που ο τουρισμός είναι, αν όχι η μόνη, η μεγαλύτερη πηγή εσόδων, καταλήγει να είναι μάστιγα.
Λίγες ώρες πιο πριν, στην επιστροφή μας από τη Δυτική Όχθη του Νείλου, έβγαζα φωτογραφίες στον δρόμο και έβγαλα έναν τύπο σε μηχανή που μπροστά είχε το παιδί του (χωρίς κράνος προφανώς όλοι τους, επίσης στο Κάιρο είδα μέχρι και τετραμελείς οικογένειες πάνω σε μηχανή), τον φωτογράφησα λοιπόν τη στιγμή ακριβώς που γυρνούσε. Άρχισε να μας κυνηγά, αλλά πήγαινε αρκετά αργά για να μας προλάβει - όχι ότι ο οδηγός μας πήρε πρέφα τίποτα από το σκηνικό, καθώς τότε έψαχνε τον φίλο μου στο WhatsApp να τον προσθέσει για να τον πάρουμε την επόμενη μέρα. Τότε θεώρησα ότι ο μηχανόβιος ήθελε να τη διαγράψουμε για να μην υπάρχει το παιδί του (που ούτως ή άλλως δεν φαίνονται τα χαρακτηριστικά του) στη φωτογραφία κάποιου ξένου. Μωρέ μήπως κι αυτός ήθελε κάποιο φιλοδώρημα για την –μη ηθελημένη– πόζα του;
Και μιας κι είμαι στο κεφάλαιο ποντίκια (όχι, δεν είδαμε ποντίκια, τουλάχιστον όχι στο Λούξορ), πολλή βρώμα και σκουπίδι, όπως φαίνεται και σε αρκετές εικόνες (παραπάνω εικονίζεται η κεντρική πλατεία της πόλης). Απορώ πώς αντέχουν, πώς δεν αρρωσταίνουν συνέχεια (αναπτύσσουν αντισώματα απ’ ό,τι φαινεται), ποια είναι η λογική τους όταν ανοίγουν το παράθυρο του αυτοκινήτου τους -εν κινήσει, σταματημένα, δεν έχει σημασία- για να πετάξουν σακούλα από πατατάκια στη μέση του δρόμου, ανάμεσα σε άλλα αμάξια, λες και δεν μπορούν να περιμένουν να το πετάξουν σε κάποιον κάδο, που γενικώς υπήρχαν στις πόλεις όπως φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία-ντοκουμέντο.
Για όλα τα παραπάνω η φτώχεια είναι μια εξήγηση. Μακάρι οι άνθρωποι να είχαν τέτοιες συνθήκες ζωής που να ζούσαν χωρίς να επαιτούν μπροστά στον κάθε «σήμερα αισθάνομαι μεγαλόκαρδος» ξένο τουρίστα, μακάρι ο τόπος τους να είχε κάποια ποιότητα ζωής και να μην κολυμπούσαν στα σκουπίδια. Αλλά είναι και θέμα κουλτούρας, έτσι έμαθαν να βγάζουν τα προς το ζην, έτσι έμαθαν να ξεφορτώνονται ό,τι δεν χρειάζονται, παρατώντας το δίπλα τους να το μαζέψει κάποιος άλλος. Ευελπιστώ ότι η νέα γενιά θα βελτιώνεται στο κομμάτι αυτό, όχι για να προσφέρουν ένα πιο ευχάριστο πακέτο διακοπών στους τουρίστες, αλλά για να είναι πιο ευχάριστη η ζωή τους. Συγγνώμη για το –ενδεχομένως προβοκατόρικο– venting νυχτιάτικα, κλείνει η παρένθεση.
Ο Ναός του Λούξορ ήταν ατμοσφαιρικός παρά τον πολύ κόσμο και τα δεκάδες γκρουπ που κάνανε ξεναγήσεις, ωραία φωταγωγημένος, δίνοντας μια μυστικιστική διάσταση στον χώρο, που σου έφερνε σπίθες να φανταστείς πώς θα ήταν και τότε, χιλιετίες πίσω, με τις δάδες να φωτίζουν ρυθμικά τα ιερογλυφικά, τους ιερείς να περνάνε ξυστά από τις κολώνες με τα λινά τους υφάσματα να χαϊδεύουν τον αμμόλιθο. Φαντάζομαι άλλους ναούς βράδυ και τρέχουν τα σάλια μου. Θα μιλήσω βέβαια πιο εκτεταμένα σε επόμενο κεφάλαιο για τους αρχαιολογικούς χώρους αθροιστικά.
Αφού κάναμε τη βόλτα μας στο εσωτερικό του, εξερευνώντας σκοτεινές γωνίες και σκαλίζοντας με τα δάχτυλα σύμβολα που δεν περιλαμβάνονταν στις βασικές τουριστικές ατραξιόν του ναού, βγήκαμε από τον ναό και κάναμε και μια βόλτα έξω στην πόλη, ψάχνοντας sim κάρτα για τον συνταξιδιώτη μου. Υπάρχουν εδώ κι εκεί κάποια κτίρια που βλέπονται, αλλά γενικά η πόλη μου φάνηκε ένα μαύρο χάλι. Πήγαμε και φάγαμε σ’ ένα μαγαζί απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Παραγγείλαμε γεμιστό περιστέρι (με ρύζι με μπόλικο πιπέρι), ενδιαφέρον και πικάντικο (αποκλειστικά λόγω πιπεριού, δυστυχώς), νόστιμο αν και με ελάχιστο ψαχνό. Μαζί με σαλάτα και ψωμί (σαν πίτα, ό,τι πρέπει για βούτες σε σος τύπου μπαμπαγκανούς) βγήκε 4Ε το άτομο, πολύ legit ακόμη και για επίπεδα Αιγύπτου. Γενικά νόστιμο και φτηνό το φαγητό σ' όλη τη χώρα έξω από τα τουριστικά, εγώ, που γενικά μ' αρέσει η κουζίνα της Μέσης Ανατολής, έμεινα ικανοποιημένος στον τομέα αυτό.
Κι αφού φάγαμε και χωνέψαμε το επονομαζόμενο στα μέρη μου "ποντίκι του ουρανού", επιστρέψαμε στη βάση μας για ύπνο. Μας περίμενε πρωινό ξύπνημα την επομένη, με την επίσκεψη στον μεγαλύτερο ναό της χώρας.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0