Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.650
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Παζάρι, Καρνάκ κι αποχαιρετισμός στα όπλα
Κεφάλαιο ντύσιμο: Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν είχα έρθει και ιδανικά προετοιμασμένος. Περίμενα καλοκαίρι, δεν πήρα καμία μακρυμάνικη μπλούζα, μόνο ένα αντιανεμικό πανωφόρι, πάλι καλά δηλαδή που φρόντισα και πήρα και μακριά παντελόνια πέρα από βερμούδες. Η πρώτη νύχτα δεν με πτόησε, αλλά θα το κατάφερναν οι επόμενες. Επίσης ξέχασα να πάρω ζώνη. Με αποτέλεσμα κάποιες βερμούδες να είναι χαλαρές. Συνεπώς έπρεπε να πάρω ζώνη. Και πού καλύτερα από την υπαίθρια αγορά δίπλα στο ξενοδοχείο μας; Σάββατο πρωί ήταν σχετικά άδεια· το Σάββατό τους είναι η δικιά μας Κυριακή. Ψάχνω για ζώνη, ρωτάω ένα μαγαζί που είχε φουλάρια, δεν είχε ζώνες, αλλά είχε ο αδελφός του εμπόρου, στον οποίο με πήγε περνώντας από άλλα δυο μαγαζιά που δεν είχαν. Φτάνω εκεί, κάποιες δεν μου έκαναν, άλλες δεν μου άρεσαν, χρειαζόμουν ζώνη αλλά το έπαιζα άνετος.
220 λίρες, λέει, για εκείνη που μου γυάλισε. Πολύ ακριβό, του απαντάω, εγώ δεν δίνω πάνω από 30 του λέω. Γελάει, για κάποιον λόγο όσο πιο εξοργιστικές αντιπροτάσεις έκανες σε ορισμένους, τόσο περισσότερο χαίρονταν να παζαρεύουν μαζί σου. 200 το κατεβάζει, εγώ εκεί ανένδοτος. Κατέβαινε είκοσι, βράχος εγώ. Μα είναι κανονικό δέρμα, να δεν καίγεται –άστραφτε τον αναπτήρα πάνω στο δέρμα– από καμήλα, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Φαινόταν καλής ποιότητας, όχι ότι μπορώ να ξεχωρίσω κιόλας, αλλά εμένα με είχε πιάσει τρέλα. Άντε το πήγα στις 40 λίρες (2 ευρώ). Μα είναι καλή ποιότητα, δεν είναι μαϊμού, να μου λέει, μα δεν το θέλω, δεν το έχω ανάγκη, να του λέω ψέματα μες στη μούρη του.
Πενήντα τελική τιμή, του πετάω μετά από ανελέητο παζάρι όπου ήθελα και δεν ήθελα να πάρω, όπου έφευγα και ξαναγυρνούσα, δεν κατεβαίνω, ενώ εκείνος είχε πέσει στα 100 κι έπειτα στα 80. Δεν μπορώ 50, αποκρίνεται, κι εγώ τον ευχαριστώ και φεύγω. Στα δέκα βήματα με φωνάζει. Συμφωνήσαμε στα 50.
«Έχουμε ένα ρητό, άμα κάποιος αγοράσει από το μαγαζί, φέρνει γούρι κι έρχονται κι άλλοι. Άμα μπει στραβά, στραβά θα τελειώσει», μου εξήγησε σε δική μου ελεύθερη απόδοση. «Ήσουν ο πρώτος σήμερα».
Δεν ξέρω τι μου έφταιξε ο άνθρωπος κι είπα να ξεσπάσω πάνω του για τους συντοπίτες του, ελπίζω να του έφερα πάντως γούρι και να έβγαλε τουλάχιστον τα δικά μου τα σπασμένα.
Λίγο πριν μεσημεριάσει είχαμε ραντεβού με το πρακτορείο που θα μας πήγαινε στο κρουαζιερόπλοιο. Επομένως είχαμε ένα δίωρο γεμάτο για να επισκεφτούμε το Καρνάκ. Έξω από το ξενοδοχείο σταματήσαμε έναν αμαξά, που αντί για πέντε λεπτά που μας υποσχέθηκε στην αρχή για να τον προτιμήσουμε, έκανε κοντά ένα τέταρτο από το ξενοδοχείο στον αρχαιολογικό χώρο. Του δώσαμε μπαξίς, μας ζήτησε μπαξίς και για το άλογο. Από εκείνη τη στιγμή ήμασταν επιφυλακτικοί και με τα ζωντανά.
Το Καρνάκ είναι ένας επιβλητικός ναός, με τεράστιους αιγυπτιακούς κίονες που προκαλούν δέος με το μέγεθος και τη λεπτομέρειά τους, το παλάτι της Θήβας, που αποτέλεσε κέντρο εξουσίας για πολλούς αιώνες, τόσο για το Παλιό όσο και για το Νέο Βασίλειο. Ενωνόταν με τη Λεωφόρο των σφιγγών, έναν δρόμο παράλληλο στον Νείλο που πλαισιωνόταν από 1300 πέτρινες σφίγγες, με τον ναό του Λούξορ.
Αν πω ότι δεν εντυπωσιαστήκαμε με το μέγεθος, με το πόσο απλωμένα ήταν τα άψογα διατηρημένα σε σημεία ερείπια, θα είναι ψέμα. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους υπήρχε ζωή και μετά τον θάνατο κι ακόμη κι οι ναοί τους αυτή τους την πεποίθηση διαιώνιζαν: τα γιγαντιαία οικοδομήματά τους δεν θα πέθαιναν ποτέ και θα κρατούσαν ζωντανή την ιστορία τους χιλιετίες μετά.
Αστυνομικοί έρχονταν πού και πού και μας έδιναν κοινότοπες πληροφορίες αποσκοπώντας στο μπαξίς, εμείς χαμογελούσαμε και συνεχίζαμε από την άλλη. Αχανές, ερείπια, κίονες, ψηλοί οβελίσκοι, λίμνη ολόκληρη στο σύμπλεγμα, ο κόσμος διαχεόταν, λίγο καλύτερο φυσικό τοπίο να είχε (όπως η Χατσεψούτ με τον βράχο) και θα παραμιλούσαμε. Ξεψαχνίσαμε κάθε γωνία του χώρου, μαντεύοντας τις ιστορίες που έκρυβαν τα ιερογλυφικά στα τοιχώματα.
Επιστρέψαμε με ταξί αυτή τη φορά, που ο άνθρωπος επιβεβαίωσε την φλυαρία του επαγγέλματός του, αλλά αυτή τη φορά επικεντρώνοντάς τη σε πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. Μας μίλησε για την κατάσταση πριν την επανάσταση, για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, για την ανελευθερία που υπάρχει, όχι τόσο στην πόλη του, μα κυρίως στο Κάιρο, που εκεί κρίνονται όλα. Η Αίγυπτος είναι πρωτοπόρα χώρα στην Μέση Ανατολή και αν κάτι πετύχει εκεί, μεταδίδεται πιο εύκολα και στους γείτονές της.
Η ενδιαφέρουσα κουβέντα κόπηκε, αφού σύντομα φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Εκεί μάθαμε ότι τελικά θα αργούσε ο οδηγός μας για την κρουαζιέρα, οπότε είπαμε να κάνουμε μια τελευταία βόλτα στην πόλη. Πήγαμε στην πλατεία του Ναού του Λούξορ.
“Welcome”, ακούμε από μακριά μια φωνή, εκατό μέτρα μακριά μας. “Welcome!” φωνάζει ένας νεαρός κι έρχεται βιαστικά προς το μέρος μας. Πολύ φιλόξενοι αυτοί οι Αιγύπτιοι, όλο μας καλωσορίζουν. Εμείς αγενέστατοι τελείως συνεχίζουμε τον δρόμο μας, μην έχοντας όρεξη να χαλάσουμε τον περιορισμένο χρόνο μας ανώφελα.
“Welcome”, μας έχει σχεδόν φτάσει έτσι όπως έτρεχε. “Where are you from?”
«Ελλάδα», του απαντάω ουδέτερα.
“Where are you from?”
«Ελλάδα», επαναλαμβάνω με το ίδιο ύφος, συνεχίζοντας να προχωράμε.
«Λάντα;» κάνει αυτός προβληματισμένος.
Και συνεχίσαμε έτσι για κάνα δίλεπτο, εκείνος στα αγγλικά κι εγώ να του απαντάω στα ελληνικά, παρά το αντανακλαστικό να απαντήσεις στη γλώσσα που σε ρωτάνε, εφόσον την μιλάς. Μέχρι που κουράστηκε κι αυτός, όσο δυναμικά κι αν μπήκε.
Έπειτα περάσαμε πλάι στον Νείλο κι αποφασίσαμε να κάνουμε έναν μεγάλο κύκλο πλάι στη Λεωφόρο των Σφιγγών, με κίνδυνο να καθυστερήσουμε στο σημείο συνάντησης. Κλασικά κόρνες από ταξί που σταματούσαν στη μέση του δρόμου, από ενδιαφέρον το δίχως άλλο, ανησυχώντας μην είχαμε χαθεί και θέλαμε να μας πετάξει κάπου. Έπειτα αλογατάρης τα ίδια, «welcome, where are you from? δεν πάει από εκεί ο δρόμος, δεν βγάζει», εμείς να τον ευχαριστούμε για τη συμβουλή και να τον προσπερνάμε.
«Ρε λες να μην βγάζει;» ρωτά ο φίλος μόλις ξεμακραίνουμε.
Τώρα και να μην βγάζει εμείς θα πάμε, σκέφτομαι με πείσμα. «Από τον δρόμο φαίνεται να βγάζει, αν όχι στην πρώτη γέφυρα (σπόιλερ: δεν υπήρχε τέτοια γέφυρα στην πραγματική ζωή, εκτός google maps) είτε σ’ αυτή που περνάνε τα αυτοκίνητα», λέω κοιτάζοντας τον χάρτη.
Περπατάμε κάνα πεντάλεπτο, όσο σκέφτομαι ότι μπορεί και να αργήσουμε λιγουλάκι, και ξάφνου να πάλι ο ίδιος αμαξάς, να επαναλαμβάνει τα ίδια, ότι δεν βγάζει,. «Δεν θέλουμε», του λέμε πιο απότομα, τσαντίζεται, κάνει αναστροφή κι επιστρέφει από εκεί που ήρθε.
Καταλαβαίνω ότι οι συνθήκες ζέστης και σκόνης κάνουν δυσάρεστο το περπάτημα σ’ εκείνες τις περιοχές, το οποίο συνδυαστικά με το χαμηλό τους κόστος, κάνουν τα ταξί τη βολικότερη δυνατότητα μεταφοράς για έναν τουρίστα. Μα έλα που αν θέλω να περπατήσω, θέλω να περπατήσω και, αν κουραστώ φίλε μου, τόσοι που είστε δεν θα δυσκολευτώ να βρω τον δρόμο μου. Ναι, άσε με να ψηθώ στον ήλιο, να στάξει η μπλούζα, να πάρω το μαύρισμα (ή κοκκίνισμα) που τόσο περήφανα επιδεικνύουν οι Βρετανοί τουρίστες.
Περνούσαμε από χαμόσπιτα, πλάι στη Λεωφόρο των Σφιγγών, στην οποία επέστρεφαν σταδιακά τα αγάλματα των σφιγγών με στόχο σε λίγα χρόνια να επανέλθει στην αρχαία της δόξα. Ομολογώ ότι αν η πρόσβαση στο συγκεκριμένο άξονα ήταν ελεύθερη, σε συνδυασμό με κάτι που κάνει λιγότερο γυμνό τον χώρο, κάναν φοίνικα, κάνα χρώμα εδώ κι εκεί, θα ανέβαζε κάμποσο την τελική εικόνα της πόλης, στο –ας το πούμε– ιστορικό της κέντρο τουλάχιστον.
Σε κάθε περίπτωση, ο χάρτης που ακολουθούσαμε δεν ήταν τελείως λάθος, όντως μας έβγαλε εκεί που θέλαμε και ήμασταν ακριβώς στην ώρα μας, αν κι ελαφρώς αναψοκοκκινισμένοι, στο ξενοδοχείο για την αναχώρησή μας. Μας παρέλαβε ο άνθρωπος του πρακτορείου. Μπήκαμε σ’ ένα ταξί, που μας έφτασε μέχρι ένα σημείο, όπου σταματήσαμε και ο άνθρωπος μας αποχαιρέτισε, φάση «αυτή ήταν η δίλεπτη υπηρεσία μου, μπαξίς» σε ελεύθερη μετάφραση, και μας παρέδωσε στον πραγματικό οδηγό, που θα μας πήγαινε στο πλοίο.
Η χαρά του μεσάζοντα.
Κι η δική μας χαρά που το ωραιότερο κομμάτι του ταξιδιού ήταν μπροστά μας.
Κεφάλαιο ντύσιμο: Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν είχα έρθει και ιδανικά προετοιμασμένος. Περίμενα καλοκαίρι, δεν πήρα καμία μακρυμάνικη μπλούζα, μόνο ένα αντιανεμικό πανωφόρι, πάλι καλά δηλαδή που φρόντισα και πήρα και μακριά παντελόνια πέρα από βερμούδες. Η πρώτη νύχτα δεν με πτόησε, αλλά θα το κατάφερναν οι επόμενες. Επίσης ξέχασα να πάρω ζώνη. Με αποτέλεσμα κάποιες βερμούδες να είναι χαλαρές. Συνεπώς έπρεπε να πάρω ζώνη. Και πού καλύτερα από την υπαίθρια αγορά δίπλα στο ξενοδοχείο μας; Σάββατο πρωί ήταν σχετικά άδεια· το Σάββατό τους είναι η δικιά μας Κυριακή. Ψάχνω για ζώνη, ρωτάω ένα μαγαζί που είχε φουλάρια, δεν είχε ζώνες, αλλά είχε ο αδελφός του εμπόρου, στον οποίο με πήγε περνώντας από άλλα δυο μαγαζιά που δεν είχαν. Φτάνω εκεί, κάποιες δεν μου έκαναν, άλλες δεν μου άρεσαν, χρειαζόμουν ζώνη αλλά το έπαιζα άνετος.
220 λίρες, λέει, για εκείνη που μου γυάλισε. Πολύ ακριβό, του απαντάω, εγώ δεν δίνω πάνω από 30 του λέω. Γελάει, για κάποιον λόγο όσο πιο εξοργιστικές αντιπροτάσεις έκανες σε ορισμένους, τόσο περισσότερο χαίρονταν να παζαρεύουν μαζί σου. 200 το κατεβάζει, εγώ εκεί ανένδοτος. Κατέβαινε είκοσι, βράχος εγώ. Μα είναι κανονικό δέρμα, να δεν καίγεται –άστραφτε τον αναπτήρα πάνω στο δέρμα– από καμήλα, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Φαινόταν καλής ποιότητας, όχι ότι μπορώ να ξεχωρίσω κιόλας, αλλά εμένα με είχε πιάσει τρέλα. Άντε το πήγα στις 40 λίρες (2 ευρώ). Μα είναι καλή ποιότητα, δεν είναι μαϊμού, να μου λέει, μα δεν το θέλω, δεν το έχω ανάγκη, να του λέω ψέματα μες στη μούρη του.
Πενήντα τελική τιμή, του πετάω μετά από ανελέητο παζάρι όπου ήθελα και δεν ήθελα να πάρω, όπου έφευγα και ξαναγυρνούσα, δεν κατεβαίνω, ενώ εκείνος είχε πέσει στα 100 κι έπειτα στα 80. Δεν μπορώ 50, αποκρίνεται, κι εγώ τον ευχαριστώ και φεύγω. Στα δέκα βήματα με φωνάζει. Συμφωνήσαμε στα 50.
«Έχουμε ένα ρητό, άμα κάποιος αγοράσει από το μαγαζί, φέρνει γούρι κι έρχονται κι άλλοι. Άμα μπει στραβά, στραβά θα τελειώσει», μου εξήγησε σε δική μου ελεύθερη απόδοση. «Ήσουν ο πρώτος σήμερα».
Δεν ξέρω τι μου έφταιξε ο άνθρωπος κι είπα να ξεσπάσω πάνω του για τους συντοπίτες του, ελπίζω να του έφερα πάντως γούρι και να έβγαλε τουλάχιστον τα δικά μου τα σπασμένα.
Λίγο πριν μεσημεριάσει είχαμε ραντεβού με το πρακτορείο που θα μας πήγαινε στο κρουαζιερόπλοιο. Επομένως είχαμε ένα δίωρο γεμάτο για να επισκεφτούμε το Καρνάκ. Έξω από το ξενοδοχείο σταματήσαμε έναν αμαξά, που αντί για πέντε λεπτά που μας υποσχέθηκε στην αρχή για να τον προτιμήσουμε, έκανε κοντά ένα τέταρτο από το ξενοδοχείο στον αρχαιολογικό χώρο. Του δώσαμε μπαξίς, μας ζήτησε μπαξίς και για το άλογο. Από εκείνη τη στιγμή ήμασταν επιφυλακτικοί και με τα ζωντανά.
Το Καρνάκ είναι ένας επιβλητικός ναός, με τεράστιους αιγυπτιακούς κίονες που προκαλούν δέος με το μέγεθος και τη λεπτομέρειά τους, το παλάτι της Θήβας, που αποτέλεσε κέντρο εξουσίας για πολλούς αιώνες, τόσο για το Παλιό όσο και για το Νέο Βασίλειο. Ενωνόταν με τη Λεωφόρο των σφιγγών, έναν δρόμο παράλληλο στον Νείλο που πλαισιωνόταν από 1300 πέτρινες σφίγγες, με τον ναό του Λούξορ.
Αν πω ότι δεν εντυπωσιαστήκαμε με το μέγεθος, με το πόσο απλωμένα ήταν τα άψογα διατηρημένα σε σημεία ερείπια, θα είναι ψέμα. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους υπήρχε ζωή και μετά τον θάνατο κι ακόμη κι οι ναοί τους αυτή τους την πεποίθηση διαιώνιζαν: τα γιγαντιαία οικοδομήματά τους δεν θα πέθαιναν ποτέ και θα κρατούσαν ζωντανή την ιστορία τους χιλιετίες μετά.
Αστυνομικοί έρχονταν πού και πού και μας έδιναν κοινότοπες πληροφορίες αποσκοπώντας στο μπαξίς, εμείς χαμογελούσαμε και συνεχίζαμε από την άλλη. Αχανές, ερείπια, κίονες, ψηλοί οβελίσκοι, λίμνη ολόκληρη στο σύμπλεγμα, ο κόσμος διαχεόταν, λίγο καλύτερο φυσικό τοπίο να είχε (όπως η Χατσεψούτ με τον βράχο) και θα παραμιλούσαμε. Ξεψαχνίσαμε κάθε γωνία του χώρου, μαντεύοντας τις ιστορίες που έκρυβαν τα ιερογλυφικά στα τοιχώματα.
Επιστρέψαμε με ταξί αυτή τη φορά, που ο άνθρωπος επιβεβαίωσε την φλυαρία του επαγγέλματός του, αλλά αυτή τη φορά επικεντρώνοντάς τη σε πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. Μας μίλησε για την κατάσταση πριν την επανάσταση, για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, για την ανελευθερία που υπάρχει, όχι τόσο στην πόλη του, μα κυρίως στο Κάιρο, που εκεί κρίνονται όλα. Η Αίγυπτος είναι πρωτοπόρα χώρα στην Μέση Ανατολή και αν κάτι πετύχει εκεί, μεταδίδεται πιο εύκολα και στους γείτονές της.
Η ενδιαφέρουσα κουβέντα κόπηκε, αφού σύντομα φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Εκεί μάθαμε ότι τελικά θα αργούσε ο οδηγός μας για την κρουαζιέρα, οπότε είπαμε να κάνουμε μια τελευταία βόλτα στην πόλη. Πήγαμε στην πλατεία του Ναού του Λούξορ.
“Welcome”, ακούμε από μακριά μια φωνή, εκατό μέτρα μακριά μας. “Welcome!” φωνάζει ένας νεαρός κι έρχεται βιαστικά προς το μέρος μας. Πολύ φιλόξενοι αυτοί οι Αιγύπτιοι, όλο μας καλωσορίζουν. Εμείς αγενέστατοι τελείως συνεχίζουμε τον δρόμο μας, μην έχοντας όρεξη να χαλάσουμε τον περιορισμένο χρόνο μας ανώφελα.
“Welcome”, μας έχει σχεδόν φτάσει έτσι όπως έτρεχε. “Where are you from?”
«Ελλάδα», του απαντάω ουδέτερα.
“Where are you from?”
«Ελλάδα», επαναλαμβάνω με το ίδιο ύφος, συνεχίζοντας να προχωράμε.
«Λάντα;» κάνει αυτός προβληματισμένος.
Και συνεχίσαμε έτσι για κάνα δίλεπτο, εκείνος στα αγγλικά κι εγώ να του απαντάω στα ελληνικά, παρά το αντανακλαστικό να απαντήσεις στη γλώσσα που σε ρωτάνε, εφόσον την μιλάς. Μέχρι που κουράστηκε κι αυτός, όσο δυναμικά κι αν μπήκε.
Έπειτα περάσαμε πλάι στον Νείλο κι αποφασίσαμε να κάνουμε έναν μεγάλο κύκλο πλάι στη Λεωφόρο των Σφιγγών, με κίνδυνο να καθυστερήσουμε στο σημείο συνάντησης. Κλασικά κόρνες από ταξί που σταματούσαν στη μέση του δρόμου, από ενδιαφέρον το δίχως άλλο, ανησυχώντας μην είχαμε χαθεί και θέλαμε να μας πετάξει κάπου. Έπειτα αλογατάρης τα ίδια, «welcome, where are you from? δεν πάει από εκεί ο δρόμος, δεν βγάζει», εμείς να τον ευχαριστούμε για τη συμβουλή και να τον προσπερνάμε.
«Ρε λες να μην βγάζει;» ρωτά ο φίλος μόλις ξεμακραίνουμε.
Τώρα και να μην βγάζει εμείς θα πάμε, σκέφτομαι με πείσμα. «Από τον δρόμο φαίνεται να βγάζει, αν όχι στην πρώτη γέφυρα (σπόιλερ: δεν υπήρχε τέτοια γέφυρα στην πραγματική ζωή, εκτός google maps) είτε σ’ αυτή που περνάνε τα αυτοκίνητα», λέω κοιτάζοντας τον χάρτη.
Περπατάμε κάνα πεντάλεπτο, όσο σκέφτομαι ότι μπορεί και να αργήσουμε λιγουλάκι, και ξάφνου να πάλι ο ίδιος αμαξάς, να επαναλαμβάνει τα ίδια, ότι δεν βγάζει,. «Δεν θέλουμε», του λέμε πιο απότομα, τσαντίζεται, κάνει αναστροφή κι επιστρέφει από εκεί που ήρθε.
Καταλαβαίνω ότι οι συνθήκες ζέστης και σκόνης κάνουν δυσάρεστο το περπάτημα σ’ εκείνες τις περιοχές, το οποίο συνδυαστικά με το χαμηλό τους κόστος, κάνουν τα ταξί τη βολικότερη δυνατότητα μεταφοράς για έναν τουρίστα. Μα έλα που αν θέλω να περπατήσω, θέλω να περπατήσω και, αν κουραστώ φίλε μου, τόσοι που είστε δεν θα δυσκολευτώ να βρω τον δρόμο μου. Ναι, άσε με να ψηθώ στον ήλιο, να στάξει η μπλούζα, να πάρω το μαύρισμα (ή κοκκίνισμα) που τόσο περήφανα επιδεικνύουν οι Βρετανοί τουρίστες.
Περνούσαμε από χαμόσπιτα, πλάι στη Λεωφόρο των Σφιγγών, στην οποία επέστρεφαν σταδιακά τα αγάλματα των σφιγγών με στόχο σε λίγα χρόνια να επανέλθει στην αρχαία της δόξα. Ομολογώ ότι αν η πρόσβαση στο συγκεκριμένο άξονα ήταν ελεύθερη, σε συνδυασμό με κάτι που κάνει λιγότερο γυμνό τον χώρο, κάναν φοίνικα, κάνα χρώμα εδώ κι εκεί, θα ανέβαζε κάμποσο την τελική εικόνα της πόλης, στο –ας το πούμε– ιστορικό της κέντρο τουλάχιστον.
Σε κάθε περίπτωση, ο χάρτης που ακολουθούσαμε δεν ήταν τελείως λάθος, όντως μας έβγαλε εκεί που θέλαμε και ήμασταν ακριβώς στην ώρα μας, αν κι ελαφρώς αναψοκοκκινισμένοι, στο ξενοδοχείο για την αναχώρησή μας. Μας παρέλαβε ο άνθρωπος του πρακτορείου. Μπήκαμε σ’ ένα ταξί, που μας έφτασε μέχρι ένα σημείο, όπου σταματήσαμε και ο άνθρωπος μας αποχαιρέτισε, φάση «αυτή ήταν η δίλεπτη υπηρεσία μου, μπαξίς» σε ελεύθερη μετάφραση, και μας παρέδωσε στον πραγματικό οδηγό, που θα μας πήγαινε στο πλοίο.
Η χαρά του μεσάζοντα.
Κι η δική μας χαρά που το ωραιότερο κομμάτι του ταξιδιού ήταν μπροστά μας.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0