Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.650
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Έγκλημα στον Νείλο
Ένα ζεστό καλοκαίρι του Γυμνασίου ανακάλυψα την Αγκάθα Κρίστι και την ξεκοκάλισα. Κόλλημα, που, βέβαια, κράτησε μόνο εκείνο το καλοκαίρι, με εξαίρεση μια μόνη εκκρεμότητα, που τακτοποιήθηκε δυο βδομάδες πριν. Το τρίτο της βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου, λοιπόν, ήταν το περίφημο Έγκλημα στον Νείλο και με ταξίδεψε για πρώτη φορά στις ακτές του Νείλου, τότε βέβαια απλώς ένα φόντο, τώρα ζωντανό σκηνικό, όπου οι άνθρωποι καλλιεργούσαν πάνω σε επιπλέοντα νησιά στη μέση του ποταμού, όπου νεροβούβαλοι βουτούσαν στα βρώμικα νερά του Νείλου και παιδιά έπαιζαν στις όχθες βρέχοντας τα πόδια τους.
Φαν πολύ της ιδέας της κρουαζιέρας δεν ήμουν, κι ούτε κι έγινα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Συνολικά, ήταν από τις πιο αδιάφορες μέρες του δεκαήμερου (προσοχή: όχι χειρότερες, αυτή ανήκει δικαιωματικά αλλού, αλλά ας μην προτρέχω), τις πιο άδειες, μα και τις πιο ξεκούραστες, μια γέφυρα ανάμεσα στο Λούξορ και το Ασουάν.
Το περιβάλλον είναι αρκετά αποστειρωμένο, δεν θυμίζει Αίγυπτο, κι όταν προσπαθεί να θυμίσει, θυμίζει ακόμη λιγότερο. Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ διοργανώθηκε πάρτι για τους Βρετανούς κυρίως τουρίστες που είχαν έρθει από πρακτορείο και ντύθηκαν Σαουδάραβες με κελεμπία(!) και χανούμισσες, υπό τους ήχους της Shakira στο This time for Africa κι άλλων παρεμφερών ποπ κομματιών. Προφανώς δεν συμμετείχαμε σε τέτοια ξεφτιλίκια, παρατηρούσαμε από το κατάστρωμα τα φώτα του Ασουάν που πλησίαζαν.
Και το φαγητό τελείως αδιάφορο, το τουριστικά δοκιμασμένο, αυτό που ικανοποιεί τους πάντες χωρίς να ενθουσιάζει κανέναν, ουδέτερα όλα, σχεδόν άνοστα, τα χειρότερα φαλάφελ που φάγαμε, αν και ντάξει, τον μπουφέ τον αξιοποιήσαμε του σκασμού, απλώς ήταν ποσοτική η επιβράβευση κι όχι ποιοτική.
Σίγουρα θα υπάρχουν πιο ethnic-friendly επιλογές, που να προσφέρουν μια πιο ζεστή εμπειρία, μα θέλουν περισσότερο ψάξιμο, πιθανότητα και μια άλφα ευελιξία, π.χ. να κλειστούν επιτόπου (κι έτσι θα είναι και σε καλύτερη τιμή).
Βέβαια για να το εξισορροπήσω και με λίγα θετικά, δεδομένου ότι τα δωμάτια που κλείσαμε ήταν γενικότερα low budget, η συγκεκριμένη διανυκτέρευση αποδείχτηκε η καλύτερη, από άποψη κρεβατιών, μπάνιου ή θέας (βλ. παράθυρο σχεδόν στο ύψος του Νείλου). Έβγαζε μια εσάνς ξεπεσμένου κρουαζιερόπλοιου, αλλά γενικά δεν αποζητώ πολυτέλειες. Επιπλέον υποθέτω πως η κρουαζιέρα σε ποταμόπλοιο έχει το ενδιαφέρον ότι μονίμως βλέπεις στεριά και μπορείς να παρατηρείς τις εναλλαγές της, μία έναν οικισμό, μία ένα καλυβάκι που στέκει μόνο του στην άκρη, ενώ στη θάλασσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα βλέπεις θάλασσα μόνο. Δεν κουνάει, επίσης, για όποιον ζαλίζεται εύκολα.
Ήταν η must εμπειρία που όλοι αξίζει να βιώσουν αν πάνε στην Αίγυπτο; Εξαρτάται από το τι αποζητά ο καθένας από ένα ταξίδι, τι τον γεμίζει, με τι παρέα είναι (π.χ. αλλιώς ζευγάρι, αλλιώς φίλοι, αλλιώς σόλο). Για μένα δεν θα ήταν στα πρώτα πράγματα που θα μνημόνευα ως εμπειρία από το ταξίδι, χωρίς να σημαίνει ότι το μετάνιωσα που το κάναμε.
Άλλωστε, το τοπίο που αντικρύσαμε τη δεύτερη μέρα, με το πλοίο να πλέει μέσα στην ομίχλη και οι όχθες να περιβάλλονται από μια μυστικιστική άλω, βγαλμένη θαρρείς από την Αποκάλυψη Τώρα, είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες που μου έμειναν από ολόκληρο το ταξίδι και θα ήταν κρίμα να τη χάσω. Η ησυχία, οι βάρκες που διέπλεαν μπροστά μας, οι σκαλισμένοι στον βράχο ναοί που ίσως να είχαν όνομα ίσως και να ήταν απλώς ανώνυμες σμιλευμένες πέτρες στις όχθες του ποταμού. Μαγεία.
Αλλά επειδή έχουμε κι έναν τίτλο του κεφαλαίου να επιβεβαιώσουμε, το σωστό το αστυνομικό θέλει και την κατάλληλη παρουσίαση των βασικών του συστατικών…
Πρόσωπα του έργου:
Ξεναγός:
Τη συναντήσαμε μετά το μεσημεριανό φαγητό στο κατάστρωμα. Περιμέναμε να μας δώσει λεπτομέρειες για το πρόγραμμα της κρουαζιέρας.
Έρχεται, λοιπόν, και μας βρίσκει, συστηνόμαστε.
«Λοιπόν, καταρχάς», ξεκινά, «υπάρχει μια εκδρομή στο Νουβιακό χωριό που θα πραγματοποιηθεί το πρωί αφότου τελειώσει η κρουαζιέρα». Μας λέει το κόστος, μας παρακινεί να ψάξουμε εικόνες και μας ρωτά αν θέλουμε. Δηλαδή η πρώτη κουβέντα της ξεναγού, τις υπηρεσίες της οποίας είχαμε ήδη αγοράσει, ήταν να μας πουλήσει νέα υπηρεσία. Πού παίρνουν τα πτυχία μάρκετινγκ εδώ στην Αίγυπτο οι εμπλεκόμενοι με τον τουρισμό μπας και ξεστραβωθούμε κι εμείς οι δυτικοί;
«Και πώς λέγεται το νουβιακό χωριό», ρωτάω εγώ που ήμουν περισσότερο ενημερωμένος περί των αξιοθέατων της περιοχής.
«Νουβιακό χωριό», μου απαντά σοβαρή.
«Δηλαδή το νουβιακό χωριό ονομάζεται Νουβιακό χωριό;» ρωτάω με ύφος που μάλλον δύσκολα κρύβει την ειρωνεία μου.
«Ναι», απαντάει σοβαρότατη.
«Ευχαριστούμε, θα σας ενημερώσουμε», αποκρίνομαι κατά το pattern γνωστής κατηγορίας ανεκδότων. «Τι ώρα θα πάμε στο Εντφού αύριο;»
«Δεν ξέρω ακόμα, στο δείπνο θα σας πω», λέει κι επαναφέρει το θέμα σε πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. «Θα βρείτε δυο φακέλους στο δωμάτιό σας· είναι για το φιλοδώρημα, ένα για τους εργαζόμενους στο πλοίο κι ένα για μένα».
Αρχή καλή δεν κάναμε.
Κι ούτε κι ιδανική συνέχεια. Την επόμενη μέρα, ξεκινήσαμε στις 6 για τον ναό στο Εντφού. Εκεί έπρεπε να πληρώσουμε την είσοδό μας, κάτι που θεωρούσαμε ότι θα συμπεριλαμβανόταν στην τιμή. Είχαμε πληρώσει για τουρ και ξενάγηση στον ναό, αλλά όχι για την είσοδο; Και γιατί δεν λεγόταν σαφώς στις εξαιρέσεις; Προφανώς κι ήμασταν προετοιμασμένοι αλλά μια φορά της έκανα τα παράπονά μου.
Αργότερα μας ενημέρωσε ότι επικοινώνησε με το πρακτορείο και δυστυχώς δεν γίνεται να μας επιστραφούν τα χρήματα, αλλά αντί γι’ αυτού –μαντέψτε!– θα μας έκανε έκπτωση στο τουρ του Νουβιακού χωριού, πρόταση που το προηγούμενο βράδυ είχαμε απορρίψει.
Για να μην την αδικώ, όμως, στο Κομ Όμπο, τον δεύτερο ναό, ήταν εξαιρετική, μας έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες, μας εξήγησε το υπόβαθρο του ναού και συνέδεσε τη μυθολογία με τα σύμβολα και τις αναπαραστάσεις που παρατηρούσαμε.
Τέλος αφήνω εδώ το πώς περιγράφει το πρακτορείο τι περιλάμβανε στο πακέτο που αγοράσαμε για την κρουαζιέρα:
«Drink an Egyptian tea on sun dick while the cruise sailing is great experience». Υπό μία έννοια το ήπιαμε (το τσάι μας). Έπρεπε να το περιμένουμε, όχι, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν μας είχαν πεοειδοποιήσει (typo που κατέληξε pun intended).
Ντ:
Αμερικάνος, με μεξικάνικη καταγωγή, που ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο ως μάγειρας και τα παράτησε όλα για να κάνει ένα πολυήμερο ταξίδι στην Αίγυπτο, που θα ακολουθούνταν από το Μαρόκο. Πολύ συμπαθητικός τύπος, που δεν άφηνε τη σιωπή να πέσει για πολύ, έχοντας γνώμη για όλα, ήταν σίγουρα ευχάριστη η παρουσία του. Εκείνος είχε ενθουσιαστεί με την Γκίζα, που ήταν πολύ χαλαρή, ξεκούραστη και με ωραία ενέργεια σε σχέση με το Κάιρο και μας πρότεινε να ακυρώσουμε τη διαμονή μας από την πρωτεύουσα και να μείνουμε εκεί. Για να καταλάβετε για πόση λατρεία της είχε, είχε περάσει εκεί μια βδομάδα (στο περίπου) και μετά το Ασουάν σκόπευε να ξαναπάει.
Εδώ μια μικρή παρένθεση: Είχαμε κλεισμένα ένα βράδυ στο Ασουάν, δυο κενά, κι άλλα δυο βράδια στο Κάιρο, plus άλλο ένα εγώ στην Αλεξάνδρεια. Η μεταφορά μας μπορούσε να γίνει είτε με αεροπλάνο είτε με τρένο. Το νυχτερινό τρένο, που τυπικά ήταν το μόνο επιτρεπόμενο όχημα χερσαίας μεταφοράς για τους τουρίστες, κόστιζε 80$ το άτομο για τους ξένους και περίπου 27$ για τους Αιγύπτιους. Πρωινό τρένο που ορισμένοι χρήστες του διαδικτύου δήλωναν ότι μπορούσες αντίστοιχα φτηνά να πάρεις (ακόμη κι αν δεν προβλεπόταν) δεν το πολυθέλαμε, γιατί θα χάναμε μια μέρα του ταξιδιού. Οπότε βάσει αυτών κλείσαμε αεροπλάνο που μας βγήκε φθηνότερο οικονομικά (φθηνότερο κι από το Κάιρο-Λούξορ που είχε κλειστεί μήνες πριν) μα και χρονικά.
Πριν καν επισκεφτούμε το Ασουάν αποφασίσαμε να μείνουμε και δεύτερο βράδυ εκεί (επικοινωνήσαμε με τον ιδιοκτήτη του δωματίου για επιμήκυνση μιας μέρας, ευτυχώς είχε), ώστε να επισκεφτούμε και το Αμπού Σίμπελ σε εκδρομή. Και το δεύτερο κενό βράδυ το κλείσαμε για Γκίζα, ακολουθώντας την παρότρυνση του Ντ.
Παρένθεση over.
Αγγλίδα Θείτσα:
Μιλούσαμε με τον Ντ. το μεσημέρι της δεύτερης μέρας, όταν μια γυναίκα ηλικιωμένη μας πλησίασε, «Συγγνώμη, αλλά κατά λάθος άκουσα ότι μιλούσατε για την Χουργκάντα», είπε. Κανείς μας δεν είχε αναφέρει τη συγκεκριμένη περιοχή. Της το είπαμε, αλλά εκείνη μας αγνόησε κι άρχισε να μας λέει τον πόνο της, να μας εξιστορεί την Οδύσσεια που πέρασε για να έρθει από την Χουργκάντα στο Λούξορ, με ένα μικρό βανάκι πόσες ώρες που την καταταλαιπώρησε, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ίσως επειδή ήταν γυναίκα, γιατί ο άντρας της κι ο κουνιάδος της κοιμήθηκαν σαν τα μοσχάρια στη διαδρομή, και αν υπάρχει τρόπος να πάει με τρένο στην Χουργκάντα, γιατί όπως δήλωνε ξέπνοα ήταν ένας εφιάλτης και δεν θα άντεχε να το ξαναπεράσει (πρακτικά μετά το Ασουάν θα επέστρεφαν πίσω μέσω του ίδιου πλοίου, χωρίς καν να χρειαστεί να βγουν από το πλοίο, ούτε στους ναούς είχανε έρθει, ιδανικές διακοπές στο πλεούμενο μαντρί).
«Δεν υπάρχει», της λέω. Με αγνοεί. Ο Ντ. της λέει πως υπάρχει. Αμερικάνος είναι, δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, κι ας μην γνωρίζει. Και συζητάνε σχέδια για το πώς αυτή θα πάει με τρένο. Έπειτα μας ρωτάει από πού είμαστε κι όταν ακούει ότι είναι από το Σαν Φραντσίσκο, εκστασιάζεται, φωνάζει μια άλλη φίλη/συγγενή της και της το αναφέρει σαν να ανακοίνωσε ότι είναι κάτοικος κάποιου δακτυλίου του Κρόνου ή Χαμένος Ατλάντιος, ξέρω γω. Εμάς μετά συγχωρήσεως χεσμένους μας έχει, τι να κάνουμε, τι Αίγυπτος τι Ελλάδα, με την πλέμπα θα ασχολούμεθα τώρα;
Άλλες στιγμές την έπιανε το μάτι μου να πλησιάζει την κουπαστή του καταστρώματος και χαιρετούσε χαμογελαστή ανθρώπους που εργάζονταν στις όχθες του Νείλου, πώς κάναμε παιδιά στις σχολικές εκδρομές, αυτό το πράγμα.
Δεν θα πω ψέματα, τη λάτρεψα. Δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω τη φωνή της για να δείτε πόσο μεταδοτικά θα ήταν τα συναισθήματά μου.
Λοιποί χαρακτήρες του έργου: ένας Αυστραλός νεαρός, συγκάτοικος στο ταξίδι με τον Ντ. που ήταν μονίμως χαμογελαστός, μια Κολομβιανή που είχε πάρει μαζί της και τους παππούδες της (ή μήπως γονείς της και τους μετέφραζε ό,τι ακούγαμε στις ξεναγήσεις, ένας μάγειρας που έκανε ζογκλερικό σόου όταν του ζήτησα να φτιάξει μια κρέπα, ο αμαξάς που μας πήγε από το λιμάνι του Εντφού στον αρχαιολογικό χώρο και τον ψάχναμε στην επιστροφή μας και δεν τον βρίσκαμε, μέχρι που φανερώθηκε θεαματικά με ύφος «μην μου κλέψετε τους πελάτες» προς τους άλλους αμαξάδες.
Και πάμε στην πλοκή:
Η πρώτη μέρα πέρασε αδιάφορα, τρώγοντας, συζητώντας, διαβάζοντας, βολτάροντας στο κατάστρωμα. Το μόνο ενδιαφέρον ήταν η στάση στο φράγμα της Έσνα, που η επιφάνεια του νερού είναι σε διαφορετικό ύψος κι ανεβάζει (ή κατεβάζει, ανάλογα με την κατεύθυνση) το πλοίο για να συνεχίζει το ταξίδι του. Δεύτερη μέρα πουρνό πουρνό, χωρίς πρωινό, έξοδος από το πλοίο στο Εντφού, έναν οικισμό-χάλι στα πρότυπα του Λούξορ, σε πιο «χωματόδρομος» edition. Σκόνη, ο οδηγός μας να προσπερνάει τις άλλες άμαξες, λες και θα έπαιρνε μπαξίς ανάλογο προς τις καμτσικιές.
Δεν ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τη φαεινή ιδέα να πάμε πρώτοι, εμείς και πόσα κρουαζιερόπλοια που είχαν αγκυροβολήσει το βράδυ στο Εντφού. Γενικά ήταν ο πιο καλοδιατηρημένος ναός που επισκεφτήκαμε, μεταγενέστερος και προφυλαγμένος από άμμο για πολλά χρόνια, κρίμα που γινόταν πανικός. Βέβαια και πάλι βρήκαμε σημεία που ήμασταν μόνοι μας, σκοτεινές στοές για όποιος ήθελε να νιώσει Ιντιάνα Τζόουνς για λίγο.
Στην επιστροφή παραλίγο να μην βρούμε τον αλογατάρη μας. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι αγοράσαμε νερά από έναν πλανόδιο. Η σωστή τιμή υποτίθεται πως ήταν 5 EGP το μεγάλο μπουκάλι, αλλά αυτός το πουλούσε 10, καθώς ήξερε ότι στο πλοίο κόστιζε 15. Αυτός παζάρια δεν ήθελε, ούτε χρειαζόταν. Του το δίνω.
Έπειτα ομιχλώδη τοπία και βουκολικές παραποτάμιες σκηνές, αυτή ήταν η πρώτη φορά που το τοπίο ήταν καθαρά τροπικό, η αίσθηση ότι πλησιάζεις τον Ισημερινό κι ότι κάθε μέρα κατεβαίνεις στο νοτιότερο σημείο που έχεις βρεθεί ποτέ σού προκαλεί έξαψη.
Το απόγευμα Κομ Όμπο, ναός δίπλα στο ποτάμι με μουσείο αφιερωμένο στους κροκόδειλους. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Σόμπεκ, θεό συνδεδεμένο με τις πλημμύρες του Νείλου και την καλλιέργεια, είχε κεφάλι κροκόδειλου και, σύμφωνα με την ξεναγό, έπαιρνε μορφή κροκόδειλου, με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στίγμα στο σώμα του, κι όταν αυτός πέθαινε έπαιρνε τη μορφή κάποιου άλλου (μετεμψύχωση). Έτσι υποτίθεται ξεχώριζαν τον θεό από τα κοινά ζώα. Βέβαια γενικότερα ο κροκόδειλος ήταν ιερό ζώο για τους αρχαίους Αιγύπτιους και τους ταρίχευαν όταν ευκαιρούσαν.
Βράδυ χαλάρωμα στο κατάστρωμα, όσο στον από κάτω όροφο θέριευε το πάρτι, μέχρι κι η Αγγλίδα θείτσα ήταν μασκαρεμένη για το event, εμείς στις ξαπλώστρες, άραγμα και τελευταίες διευθετήσεις με αεροπορικά και διαμονές, με τα φώτα του Ασουάν να σιμώνουν, μέχρι που αγκυροβολήσαμε. Επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας και ρίξαμε τον τελευταίο μας ύπνο πάνω από τον Νείλο.
Χμμ... The plot thickens. Ποιος άραγε έκανε το έγκλημα του τίτλου; Και για τι τελοσπάντων έγκλημα μιλάμε;
Ένα ζεστό καλοκαίρι του Γυμνασίου ανακάλυψα την Αγκάθα Κρίστι και την ξεκοκάλισα. Κόλλημα, που, βέβαια, κράτησε μόνο εκείνο το καλοκαίρι, με εξαίρεση μια μόνη εκκρεμότητα, που τακτοποιήθηκε δυο βδομάδες πριν. Το τρίτο της βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου, λοιπόν, ήταν το περίφημο Έγκλημα στον Νείλο και με ταξίδεψε για πρώτη φορά στις ακτές του Νείλου, τότε βέβαια απλώς ένα φόντο, τώρα ζωντανό σκηνικό, όπου οι άνθρωποι καλλιεργούσαν πάνω σε επιπλέοντα νησιά στη μέση του ποταμού, όπου νεροβούβαλοι βουτούσαν στα βρώμικα νερά του Νείλου και παιδιά έπαιζαν στις όχθες βρέχοντας τα πόδια τους.
Φαν πολύ της ιδέας της κρουαζιέρας δεν ήμουν, κι ούτε κι έγινα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Συνολικά, ήταν από τις πιο αδιάφορες μέρες του δεκαήμερου (προσοχή: όχι χειρότερες, αυτή ανήκει δικαιωματικά αλλού, αλλά ας μην προτρέχω), τις πιο άδειες, μα και τις πιο ξεκούραστες, μια γέφυρα ανάμεσα στο Λούξορ και το Ασουάν.
Το περιβάλλον είναι αρκετά αποστειρωμένο, δεν θυμίζει Αίγυπτο, κι όταν προσπαθεί να θυμίσει, θυμίζει ακόμη λιγότερο. Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ διοργανώθηκε πάρτι για τους Βρετανούς κυρίως τουρίστες που είχαν έρθει από πρακτορείο και ντύθηκαν Σαουδάραβες με κελεμπία(!) και χανούμισσες, υπό τους ήχους της Shakira στο This time for Africa κι άλλων παρεμφερών ποπ κομματιών. Προφανώς δεν συμμετείχαμε σε τέτοια ξεφτιλίκια, παρατηρούσαμε από το κατάστρωμα τα φώτα του Ασουάν που πλησίαζαν.
Και το φαγητό τελείως αδιάφορο, το τουριστικά δοκιμασμένο, αυτό που ικανοποιεί τους πάντες χωρίς να ενθουσιάζει κανέναν, ουδέτερα όλα, σχεδόν άνοστα, τα χειρότερα φαλάφελ που φάγαμε, αν και ντάξει, τον μπουφέ τον αξιοποιήσαμε του σκασμού, απλώς ήταν ποσοτική η επιβράβευση κι όχι ποιοτική.
Σίγουρα θα υπάρχουν πιο ethnic-friendly επιλογές, που να προσφέρουν μια πιο ζεστή εμπειρία, μα θέλουν περισσότερο ψάξιμο, πιθανότητα και μια άλφα ευελιξία, π.χ. να κλειστούν επιτόπου (κι έτσι θα είναι και σε καλύτερη τιμή).
Βέβαια για να το εξισορροπήσω και με λίγα θετικά, δεδομένου ότι τα δωμάτια που κλείσαμε ήταν γενικότερα low budget, η συγκεκριμένη διανυκτέρευση αποδείχτηκε η καλύτερη, από άποψη κρεβατιών, μπάνιου ή θέας (βλ. παράθυρο σχεδόν στο ύψος του Νείλου). Έβγαζε μια εσάνς ξεπεσμένου κρουαζιερόπλοιου, αλλά γενικά δεν αποζητώ πολυτέλειες. Επιπλέον υποθέτω πως η κρουαζιέρα σε ποταμόπλοιο έχει το ενδιαφέρον ότι μονίμως βλέπεις στεριά και μπορείς να παρατηρείς τις εναλλαγές της, μία έναν οικισμό, μία ένα καλυβάκι που στέκει μόνο του στην άκρη, ενώ στη θάλασσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα βλέπεις θάλασσα μόνο. Δεν κουνάει, επίσης, για όποιον ζαλίζεται εύκολα.
Ήταν η must εμπειρία που όλοι αξίζει να βιώσουν αν πάνε στην Αίγυπτο; Εξαρτάται από το τι αποζητά ο καθένας από ένα ταξίδι, τι τον γεμίζει, με τι παρέα είναι (π.χ. αλλιώς ζευγάρι, αλλιώς φίλοι, αλλιώς σόλο). Για μένα δεν θα ήταν στα πρώτα πράγματα που θα μνημόνευα ως εμπειρία από το ταξίδι, χωρίς να σημαίνει ότι το μετάνιωσα που το κάναμε.
Άλλωστε, το τοπίο που αντικρύσαμε τη δεύτερη μέρα, με το πλοίο να πλέει μέσα στην ομίχλη και οι όχθες να περιβάλλονται από μια μυστικιστική άλω, βγαλμένη θαρρείς από την Αποκάλυψη Τώρα, είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες που μου έμειναν από ολόκληρο το ταξίδι και θα ήταν κρίμα να τη χάσω. Η ησυχία, οι βάρκες που διέπλεαν μπροστά μας, οι σκαλισμένοι στον βράχο ναοί που ίσως να είχαν όνομα ίσως και να ήταν απλώς ανώνυμες σμιλευμένες πέτρες στις όχθες του ποταμού. Μαγεία.
Αλλά επειδή έχουμε κι έναν τίτλο του κεφαλαίου να επιβεβαιώσουμε, το σωστό το αστυνομικό θέλει και την κατάλληλη παρουσίαση των βασικών του συστατικών…
Πρόσωπα του έργου:
Ξεναγός:
Τη συναντήσαμε μετά το μεσημεριανό φαγητό στο κατάστρωμα. Περιμέναμε να μας δώσει λεπτομέρειες για το πρόγραμμα της κρουαζιέρας.
Έρχεται, λοιπόν, και μας βρίσκει, συστηνόμαστε.
«Λοιπόν, καταρχάς», ξεκινά, «υπάρχει μια εκδρομή στο Νουβιακό χωριό που θα πραγματοποιηθεί το πρωί αφότου τελειώσει η κρουαζιέρα». Μας λέει το κόστος, μας παρακινεί να ψάξουμε εικόνες και μας ρωτά αν θέλουμε. Δηλαδή η πρώτη κουβέντα της ξεναγού, τις υπηρεσίες της οποίας είχαμε ήδη αγοράσει, ήταν να μας πουλήσει νέα υπηρεσία. Πού παίρνουν τα πτυχία μάρκετινγκ εδώ στην Αίγυπτο οι εμπλεκόμενοι με τον τουρισμό μπας και ξεστραβωθούμε κι εμείς οι δυτικοί;
«Και πώς λέγεται το νουβιακό χωριό», ρωτάω εγώ που ήμουν περισσότερο ενημερωμένος περί των αξιοθέατων της περιοχής.
«Νουβιακό χωριό», μου απαντά σοβαρή.
«Δηλαδή το νουβιακό χωριό ονομάζεται Νουβιακό χωριό;» ρωτάω με ύφος που μάλλον δύσκολα κρύβει την ειρωνεία μου.
«Ναι», απαντάει σοβαρότατη.
«Ευχαριστούμε, θα σας ενημερώσουμε», αποκρίνομαι κατά το pattern γνωστής κατηγορίας ανεκδότων. «Τι ώρα θα πάμε στο Εντφού αύριο;»
«Δεν ξέρω ακόμα, στο δείπνο θα σας πω», λέει κι επαναφέρει το θέμα σε πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. «Θα βρείτε δυο φακέλους στο δωμάτιό σας· είναι για το φιλοδώρημα, ένα για τους εργαζόμενους στο πλοίο κι ένα για μένα».
Αρχή καλή δεν κάναμε.
Κι ούτε κι ιδανική συνέχεια. Την επόμενη μέρα, ξεκινήσαμε στις 6 για τον ναό στο Εντφού. Εκεί έπρεπε να πληρώσουμε την είσοδό μας, κάτι που θεωρούσαμε ότι θα συμπεριλαμβανόταν στην τιμή. Είχαμε πληρώσει για τουρ και ξενάγηση στον ναό, αλλά όχι για την είσοδο; Και γιατί δεν λεγόταν σαφώς στις εξαιρέσεις; Προφανώς κι ήμασταν προετοιμασμένοι αλλά μια φορά της έκανα τα παράπονά μου.
Αργότερα μας ενημέρωσε ότι επικοινώνησε με το πρακτορείο και δυστυχώς δεν γίνεται να μας επιστραφούν τα χρήματα, αλλά αντί γι’ αυτού –μαντέψτε!– θα μας έκανε έκπτωση στο τουρ του Νουβιακού χωριού, πρόταση που το προηγούμενο βράδυ είχαμε απορρίψει.
Για να μην την αδικώ, όμως, στο Κομ Όμπο, τον δεύτερο ναό, ήταν εξαιρετική, μας έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες, μας εξήγησε το υπόβαθρο του ναού και συνέδεσε τη μυθολογία με τα σύμβολα και τις αναπαραστάσεις που παρατηρούσαμε.
Τέλος αφήνω εδώ το πώς περιγράφει το πρακτορείο τι περιλάμβανε στο πακέτο που αγοράσαμε για την κρουαζιέρα:
«Drink an Egyptian tea on sun dick while the cruise sailing is great experience». Υπό μία έννοια το ήπιαμε (το τσάι μας). Έπρεπε να το περιμένουμε, όχι, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν μας είχαν πεοειδοποιήσει (typo που κατέληξε pun intended).
Ντ:
Αμερικάνος, με μεξικάνικη καταγωγή, που ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο ως μάγειρας και τα παράτησε όλα για να κάνει ένα πολυήμερο ταξίδι στην Αίγυπτο, που θα ακολουθούνταν από το Μαρόκο. Πολύ συμπαθητικός τύπος, που δεν άφηνε τη σιωπή να πέσει για πολύ, έχοντας γνώμη για όλα, ήταν σίγουρα ευχάριστη η παρουσία του. Εκείνος είχε ενθουσιαστεί με την Γκίζα, που ήταν πολύ χαλαρή, ξεκούραστη και με ωραία ενέργεια σε σχέση με το Κάιρο και μας πρότεινε να ακυρώσουμε τη διαμονή μας από την πρωτεύουσα και να μείνουμε εκεί. Για να καταλάβετε για πόση λατρεία της είχε, είχε περάσει εκεί μια βδομάδα (στο περίπου) και μετά το Ασουάν σκόπευε να ξαναπάει.
Εδώ μια μικρή παρένθεση: Είχαμε κλεισμένα ένα βράδυ στο Ασουάν, δυο κενά, κι άλλα δυο βράδια στο Κάιρο, plus άλλο ένα εγώ στην Αλεξάνδρεια. Η μεταφορά μας μπορούσε να γίνει είτε με αεροπλάνο είτε με τρένο. Το νυχτερινό τρένο, που τυπικά ήταν το μόνο επιτρεπόμενο όχημα χερσαίας μεταφοράς για τους τουρίστες, κόστιζε 80$ το άτομο για τους ξένους και περίπου 27$ για τους Αιγύπτιους. Πρωινό τρένο που ορισμένοι χρήστες του διαδικτύου δήλωναν ότι μπορούσες αντίστοιχα φτηνά να πάρεις (ακόμη κι αν δεν προβλεπόταν) δεν το πολυθέλαμε, γιατί θα χάναμε μια μέρα του ταξιδιού. Οπότε βάσει αυτών κλείσαμε αεροπλάνο που μας βγήκε φθηνότερο οικονομικά (φθηνότερο κι από το Κάιρο-Λούξορ που είχε κλειστεί μήνες πριν) μα και χρονικά.
Πριν καν επισκεφτούμε το Ασουάν αποφασίσαμε να μείνουμε και δεύτερο βράδυ εκεί (επικοινωνήσαμε με τον ιδιοκτήτη του δωματίου για επιμήκυνση μιας μέρας, ευτυχώς είχε), ώστε να επισκεφτούμε και το Αμπού Σίμπελ σε εκδρομή. Και το δεύτερο κενό βράδυ το κλείσαμε για Γκίζα, ακολουθώντας την παρότρυνση του Ντ.
Παρένθεση over.
Αγγλίδα Θείτσα:
Μιλούσαμε με τον Ντ. το μεσημέρι της δεύτερης μέρας, όταν μια γυναίκα ηλικιωμένη μας πλησίασε, «Συγγνώμη, αλλά κατά λάθος άκουσα ότι μιλούσατε για την Χουργκάντα», είπε. Κανείς μας δεν είχε αναφέρει τη συγκεκριμένη περιοχή. Της το είπαμε, αλλά εκείνη μας αγνόησε κι άρχισε να μας λέει τον πόνο της, να μας εξιστορεί την Οδύσσεια που πέρασε για να έρθει από την Χουργκάντα στο Λούξορ, με ένα μικρό βανάκι πόσες ώρες που την καταταλαιπώρησε, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ίσως επειδή ήταν γυναίκα, γιατί ο άντρας της κι ο κουνιάδος της κοιμήθηκαν σαν τα μοσχάρια στη διαδρομή, και αν υπάρχει τρόπος να πάει με τρένο στην Χουργκάντα, γιατί όπως δήλωνε ξέπνοα ήταν ένας εφιάλτης και δεν θα άντεχε να το ξαναπεράσει (πρακτικά μετά το Ασουάν θα επέστρεφαν πίσω μέσω του ίδιου πλοίου, χωρίς καν να χρειαστεί να βγουν από το πλοίο, ούτε στους ναούς είχανε έρθει, ιδανικές διακοπές στο πλεούμενο μαντρί).
«Δεν υπάρχει», της λέω. Με αγνοεί. Ο Ντ. της λέει πως υπάρχει. Αμερικάνος είναι, δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, κι ας μην γνωρίζει. Και συζητάνε σχέδια για το πώς αυτή θα πάει με τρένο. Έπειτα μας ρωτάει από πού είμαστε κι όταν ακούει ότι είναι από το Σαν Φραντσίσκο, εκστασιάζεται, φωνάζει μια άλλη φίλη/συγγενή της και της το αναφέρει σαν να ανακοίνωσε ότι είναι κάτοικος κάποιου δακτυλίου του Κρόνου ή Χαμένος Ατλάντιος, ξέρω γω. Εμάς μετά συγχωρήσεως χεσμένους μας έχει, τι να κάνουμε, τι Αίγυπτος τι Ελλάδα, με την πλέμπα θα ασχολούμεθα τώρα;
Άλλες στιγμές την έπιανε το μάτι μου να πλησιάζει την κουπαστή του καταστρώματος και χαιρετούσε χαμογελαστή ανθρώπους που εργάζονταν στις όχθες του Νείλου, πώς κάναμε παιδιά στις σχολικές εκδρομές, αυτό το πράγμα.
Δεν θα πω ψέματα, τη λάτρεψα. Δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω τη φωνή της για να δείτε πόσο μεταδοτικά θα ήταν τα συναισθήματά μου.
Λοιποί χαρακτήρες του έργου: ένας Αυστραλός νεαρός, συγκάτοικος στο ταξίδι με τον Ντ. που ήταν μονίμως χαμογελαστός, μια Κολομβιανή που είχε πάρει μαζί της και τους παππούδες της (ή μήπως γονείς της και τους μετέφραζε ό,τι ακούγαμε στις ξεναγήσεις, ένας μάγειρας που έκανε ζογκλερικό σόου όταν του ζήτησα να φτιάξει μια κρέπα, ο αμαξάς που μας πήγε από το λιμάνι του Εντφού στον αρχαιολογικό χώρο και τον ψάχναμε στην επιστροφή μας και δεν τον βρίσκαμε, μέχρι που φανερώθηκε θεαματικά με ύφος «μην μου κλέψετε τους πελάτες» προς τους άλλους αμαξάδες.
Και πάμε στην πλοκή:
Η πρώτη μέρα πέρασε αδιάφορα, τρώγοντας, συζητώντας, διαβάζοντας, βολτάροντας στο κατάστρωμα. Το μόνο ενδιαφέρον ήταν η στάση στο φράγμα της Έσνα, που η επιφάνεια του νερού είναι σε διαφορετικό ύψος κι ανεβάζει (ή κατεβάζει, ανάλογα με την κατεύθυνση) το πλοίο για να συνεχίζει το ταξίδι του. Δεύτερη μέρα πουρνό πουρνό, χωρίς πρωινό, έξοδος από το πλοίο στο Εντφού, έναν οικισμό-χάλι στα πρότυπα του Λούξορ, σε πιο «χωματόδρομος» edition. Σκόνη, ο οδηγός μας να προσπερνάει τις άλλες άμαξες, λες και θα έπαιρνε μπαξίς ανάλογο προς τις καμτσικιές.
Δεν ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τη φαεινή ιδέα να πάμε πρώτοι, εμείς και πόσα κρουαζιερόπλοια που είχαν αγκυροβολήσει το βράδυ στο Εντφού. Γενικά ήταν ο πιο καλοδιατηρημένος ναός που επισκεφτήκαμε, μεταγενέστερος και προφυλαγμένος από άμμο για πολλά χρόνια, κρίμα που γινόταν πανικός. Βέβαια και πάλι βρήκαμε σημεία που ήμασταν μόνοι μας, σκοτεινές στοές για όποιος ήθελε να νιώσει Ιντιάνα Τζόουνς για λίγο.
Στην επιστροφή παραλίγο να μην βρούμε τον αλογατάρη μας. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι αγοράσαμε νερά από έναν πλανόδιο. Η σωστή τιμή υποτίθεται πως ήταν 5 EGP το μεγάλο μπουκάλι, αλλά αυτός το πουλούσε 10, καθώς ήξερε ότι στο πλοίο κόστιζε 15. Αυτός παζάρια δεν ήθελε, ούτε χρειαζόταν. Του το δίνω.
Έπειτα ομιχλώδη τοπία και βουκολικές παραποτάμιες σκηνές, αυτή ήταν η πρώτη φορά που το τοπίο ήταν καθαρά τροπικό, η αίσθηση ότι πλησιάζεις τον Ισημερινό κι ότι κάθε μέρα κατεβαίνεις στο νοτιότερο σημείο που έχεις βρεθεί ποτέ σού προκαλεί έξαψη.
Το απόγευμα Κομ Όμπο, ναός δίπλα στο ποτάμι με μουσείο αφιερωμένο στους κροκόδειλους. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Σόμπεκ, θεό συνδεδεμένο με τις πλημμύρες του Νείλου και την καλλιέργεια, είχε κεφάλι κροκόδειλου και, σύμφωνα με την ξεναγό, έπαιρνε μορφή κροκόδειλου, με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στίγμα στο σώμα του, κι όταν αυτός πέθαινε έπαιρνε τη μορφή κάποιου άλλου (μετεμψύχωση). Έτσι υποτίθεται ξεχώριζαν τον θεό από τα κοινά ζώα. Βέβαια γενικότερα ο κροκόδειλος ήταν ιερό ζώο για τους αρχαίους Αιγύπτιους και τους ταρίχευαν όταν ευκαιρούσαν.
Βράδυ χαλάρωμα στο κατάστρωμα, όσο στον από κάτω όροφο θέριευε το πάρτι, μέχρι κι η Αγγλίδα θείτσα ήταν μασκαρεμένη για το event, εμείς στις ξαπλώστρες, άραγμα και τελευταίες διευθετήσεις με αεροπορικά και διαμονές, με τα φώτα του Ασουάν να σιμώνουν, μέχρι που αγκυροβολήσαμε. Επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας και ρίξαμε τον τελευταίο μας ύπνο πάνω από τον Νείλο.
Χμμ... The plot thickens. Ποιος άραγε έκανε το έγκλημα του τίτλου; Και για τι τελοσπάντων έγκλημα μιλάμε;
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0