Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.651
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
Επιστρέψαμε στην πόλη του Ασουάν κι αποφασίσαμε να δούμε την κοπτική εκκλησία, που βρισκόταν κοντά στο σημείο που μας άφησε ο ταξιτζής, σε περίοπτη μάλιστα θέση. Περάσαμε από στρατιωτικό έλεγχο για να μπούμε στον προαύλιο χώρο, που θύμιζε μοναστήρι. Υπήρχε λειτουργία στον ισόγειο ναό, όπου σταθήκαμε λίγο παρακολουθώντας τους πιστούς. Στη συνέχεια, βγαίνοντας, ανεβήκαμε τα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια άλλη είσοδο της εκκλησίας, σαν να έβγαζε σε κάποιο υπερώο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Κατεβαίνουμε και μας σταματά μια γυναίκα. «Θέλετε να μπείτε στην εκκλησία;»
Κοιταζόμαστε μεταξύ μας με καχυποψία. «Όχι, ευχαριστούμε».
«Σίγουρα;» επιμένει. «Δεν θέλω χρήματα», μας ξεκαθαρίζει, κάτι που μας χαλαρώνει και, αν και διστακτικά ακόμα, δεχόμαστε. Μας ξεκλειδώνει και μπαίνουμε στο εσωτερικό του ναού, που θυμίζει ορθόδοξη εκκλησία στο εσωτερικό της, με αγιογραφίες αντίστοιχες των ορθόδοξων ναών, κάπως πιο καθαρές κι απλοϊκές. Επίσης υπάρχουν πολλές επιγραφές στο εσωτερικό της σε ελληνικό αλφάβητο, που βέβαια δεν βγάζουν κανένα νόημα στη γλώσσα μας. Πρόκειται για μια εκκλησία, χτισμένη πάνω στην άλλη που προηγουμένως γινόταν λειτουργία, κάτι που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί.
Στο μεταξύ, αρχίζουμε να μιλάμε και για εμάς, από πού είμαστε, με τι ασχολούμαστε, και μόλις μαθαίνει ότι ο φίλος μου κάνει διδακτορικό, μας λέει ότι χρειάζεται τη βοήθειά μας σε κάτι. Αφού ολοκληρώνει τη δωρεάν ξενάγηση, λοιπόν, βγαίνουμε, κατεβαίνουμε τα σκαλιά και μας περνά από το μαγαζί της, που φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Μας δείχνει τα αποτελέσματα ιατρικών της εξετάσεών της, ελπίζοντας να της εξηγήσουμε τι έχει.
«Δεν είμαι τέτοιου είδους γιατρός», λέει ο φίλος μου παραξενεμένος.
Βέβαια δεν έβλαπτε να ρίξουμε μια ματιά: είχε σάκχαρο, λίγο πάνω από το όριο. Ήταν ψυχολογικά χάλια η κακομοίρα, πώς θα μπορούσε να κόψει το ψωμί, τρία καρβέλια τη μέρα τρώει.
«Υπάρχει και το ολικής», της λέω εγώ, αναφέροντάς της παραδείγματα από τον περίγυρό μου που στράφηκαν με επιτυχία στο μαύρο. Support group στα ξένα.
«Δεν είναι το ίδιο, δεν ξέρω πώς είναι το ψωμί στην Ελλάδα, σε εμάς το λευκό είναι πολύ νόστιμο».
Τη συμβουλεύουμε να απευθυνθεί και πάλι σε κάποιον γιατρό, ότι ίσως τελικά να μην χρειαστεί να το κόψει μαχαίρι, αλλά να τα περιορίσει. Μας προτείνει να ρίξουμε μια ματιά από το μαγαζί της με τις εικόνες και τα θρησκευτικά αναμνηστικά, αν θέλουμε να αγοράσουμε κάτι. Το κάνουμε. Δεν αγοράζουμε τίποτα. Μας ευχαριστεί και συνεχίζουμε τον δρόμο μας.
Πόσο ωραιότερο είναι ήδη το Ασουάν κι ακόμη δεν έχει περάσει ούτε μισή μέρα…
Στο μεταξύ μας έχει χτυπήσει την πόρτα η πείνα, οπότε ψάχνουμε να βρούμε να φάμε. Καθόμαστε σε ένα παραποτάμιο εστιατόριο. Εγώ παίρνω κρέας σε γάστρα, δεν θυμάμαι πλέον όνομα: χωρίς να διεκδικεί θέση στα καλύτερα γεύματα που δοκιμάσαμε, αξιοπρεπές· ελαφρώς τουριστικό μαγαζί ακόμη κι αν ήταν άδειο από τουρίστες την ώρα που καθίσαμε. Όπως τρώμε βλέπουμε και μια βάρκα να αράζει εκεί που καθόμαστε, οδηγός ο άνθρωπος που το πρωί μας είχε προσεγγίσει για βαρκάδα στον Νείλο. Ευτυχώς δεν σχολιάζει τις maybe later υποσχέσεις μας.
Έπειτα συνεχίσαμε μέσα στην πόλη, περάσαμε από την αγορά τους που μας φάνηκε πολύ ζωντανή, εκτεταμένη κι ενδιαφέρουσα, χανόσουν μέσα της. Μυρωδιές, φωνές, πολύς κόσμος που έκανε τα ψώνια του, ωραία ατμόσφαιρα, όχι ιδιαίτερα φορτικοί οι μαγαζάτορες, εκτός αν ήδη τους είχαμε συνηθίσει, σταδιακά φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό κι αποφασίσαμε να περάσουμε από την άλλη πλευρά των γραμμών.
Ήδη από την πεζογέφυρα πετύχαμε ξαπλωμένους πολλούς αστέγους που πουλούσαν βιβλία ή μπιχλιμπίδια. Το οικιστικό τοπίο ήταν παρόμοιο αρχιτεκτονικά με την υπόλοιπη πόλη, αλλά και αρκετά διαφορετικό. Σε μια χώρα που πνίγεται γενικά στο σκουπίδι, η συγκεκριμένη περιοχή ήταν πολύ βρώμικη, δυσωδία στους δρόμους, υπαίθρια αγορά με ζωντανά και κότες στα κλουβιά τους, κόσμος που μας κοιτούσε ελαφρώς παραξενεμένος, παιδιά έρχονταν και μας χαιρετούσαν ντροπαλά στα αγγλικά, γενικά ήταν σαν να μην έφταναν πολλοί ξένοι σ’ εκείνη την περιοχή της πόλης.
Επιστρέψαμε στην πιο μοστραρισμένη πλευρά και κατευθυνθήκαμε προς την Ελαφαντίνη. Αυτή τη φορά πήραμε το σκάφος από άλλο σημείο, ώστε να εξερευνήσουμε και τον νουβιακό οικισμό στην άκρη του νησιού. Εκεί έφαγα στο καΐκι και την παρατήρησή μου για το πού έπρεπε, ως άνδρας, να καθίσω.
Το νουβιακό χωριό σε υποδέχεται με έναν ζωγραφισμένο χάρτη πάνω σε τοίχο. Αρχιτεκτονικά ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον είχαμε δει μέχρι τότε, πολύ χρώμα, τοιχογραφίες σε έντονα χρώματα, σαν παιδικές, όχι λόγω τεχνικών αδυναμιών αλλά καθαρών σχεδίων, σχετικά αισιόδοξων, που έδειχναν σκηνές από την καθημερινότητα των κατοίκων. Ωραία, αν και φτωχικά, χαμηλά σπίτια.
Από μια ανοιχτή πόρτα ακούμε συζητήσεις μεταξύ μάνας και παιδιών, πλησιάζω λίγο, πάω να βγάλω φωτογραφία το σπίτι απέξω, με καταλαβαίνουν μάλλον κι ορμάνε τα πιτσιρίκια φωνάζοντας “No, no, no, no! Go, go, go, go!” μέχρι να φύγουμε από εκεί, ούτε μέσα από τον δρόμο δεν μας αφήνουν με τις φωνές τους να περάσουμε μόλις κάνουμε κίνηση. Βρίσκουμε εναλλακτική μέσα από τα καλντερίμια.
Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς τον οικισμό που μέναμε, μέσα από καλλιεργήσιμα εδάφη, σχολεία, μουσεία και σπίτια. Όμορφη διαδρομή, αξίζει να εξερευνηθεί το μέρος. Καταλήξαμε στον ξενώνα, λουστήκαμε κι έπειτα ανεβήκαμε στις ξαπλώστρες της ταράτσας να δούμε την πόλη μετά τη δύση. Εκεί γνωρίσαμε και τον ιδιοκτήτη.
Ο Μοχάμεντ, ο οικοδεσπότης μας, είναι ένας συμπαθέστατος νεαρός Νούβιος, που γνωρίζει καλά αγγλικά, είναι μηχανικός, έχει ολόκληρη οικογένεια παρά το νεαρό της ηλικίας του, ασχολείται και με τον ξενώνα. Η φιλικότητα, δίχως καμία επιτήδευση ή κάποιον απώτερο σκοπό, πέρα ίσως από μια καλή κριτική στο booking, μας σκλάβωσε κι οι συζητήσεις μας μαζί του ήταν απόλαυση και τα δυο βράδια.
Είχε ήδη κανονίσει να επισκεφτούμε το Αμπού Σίμπελ, καθώς του είχαμε στείλει τις φωτογραφίες των διαβατηρίων μας που έπρεπε να υποβάλλει στο πρακτορείο, καθώς τα χρειαζόταν και ο στρατός, ενώ είχε ήδη πληρώσει τη μεταφορά μας. Θα μας έδινε και πακέτο το πρωινό, δική του πρωτοβουλία για το ταξίδι μας στο Αμπού Σίμπελ. Γενικά ο τύπος ήταν μορφή και σαφώς θα πρότεινα τα δωμάτιά του για όποιον θέλει να επισκεφτεί το Ασουάν, με αντίστοιχες απαιτήσεις (μειωμένες ως προς την πολυτέλεια, βλ. για ύπνο, μπάνιο κι άραγμα στην ταράτσα).
Ξαπλώσαμε σχετικά νωρίς εκείνο το βράδυ, καθώς νύχτα θα φεύγαμε από το Ασουάν για να προλάβουμε το κομβόι που θα πήγαινε στον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο του ταξιδιού μας.
Επιστρέψαμε στην πόλη του Ασουάν κι αποφασίσαμε να δούμε την κοπτική εκκλησία, που βρισκόταν κοντά στο σημείο που μας άφησε ο ταξιτζής, σε περίοπτη μάλιστα θέση. Περάσαμε από στρατιωτικό έλεγχο για να μπούμε στον προαύλιο χώρο, που θύμιζε μοναστήρι. Υπήρχε λειτουργία στον ισόγειο ναό, όπου σταθήκαμε λίγο παρακολουθώντας τους πιστούς. Στη συνέχεια, βγαίνοντας, ανεβήκαμε τα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια άλλη είσοδο της εκκλησίας, σαν να έβγαζε σε κάποιο υπερώο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Κατεβαίνουμε και μας σταματά μια γυναίκα. «Θέλετε να μπείτε στην εκκλησία;»
Κοιταζόμαστε μεταξύ μας με καχυποψία. «Όχι, ευχαριστούμε».
«Σίγουρα;» επιμένει. «Δεν θέλω χρήματα», μας ξεκαθαρίζει, κάτι που μας χαλαρώνει και, αν και διστακτικά ακόμα, δεχόμαστε. Μας ξεκλειδώνει και μπαίνουμε στο εσωτερικό του ναού, που θυμίζει ορθόδοξη εκκλησία στο εσωτερικό της, με αγιογραφίες αντίστοιχες των ορθόδοξων ναών, κάπως πιο καθαρές κι απλοϊκές. Επίσης υπάρχουν πολλές επιγραφές στο εσωτερικό της σε ελληνικό αλφάβητο, που βέβαια δεν βγάζουν κανένα νόημα στη γλώσσα μας. Πρόκειται για μια εκκλησία, χτισμένη πάνω στην άλλη που προηγουμένως γινόταν λειτουργία, κάτι που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί.
Στο μεταξύ, αρχίζουμε να μιλάμε και για εμάς, από πού είμαστε, με τι ασχολούμαστε, και μόλις μαθαίνει ότι ο φίλος μου κάνει διδακτορικό, μας λέει ότι χρειάζεται τη βοήθειά μας σε κάτι. Αφού ολοκληρώνει τη δωρεάν ξενάγηση, λοιπόν, βγαίνουμε, κατεβαίνουμε τα σκαλιά και μας περνά από το μαγαζί της, που φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Μας δείχνει τα αποτελέσματα ιατρικών της εξετάσεών της, ελπίζοντας να της εξηγήσουμε τι έχει.
«Δεν είμαι τέτοιου είδους γιατρός», λέει ο φίλος μου παραξενεμένος.
Βέβαια δεν έβλαπτε να ρίξουμε μια ματιά: είχε σάκχαρο, λίγο πάνω από το όριο. Ήταν ψυχολογικά χάλια η κακομοίρα, πώς θα μπορούσε να κόψει το ψωμί, τρία καρβέλια τη μέρα τρώει.
«Υπάρχει και το ολικής», της λέω εγώ, αναφέροντάς της παραδείγματα από τον περίγυρό μου που στράφηκαν με επιτυχία στο μαύρο. Support group στα ξένα.
«Δεν είναι το ίδιο, δεν ξέρω πώς είναι το ψωμί στην Ελλάδα, σε εμάς το λευκό είναι πολύ νόστιμο».
Τη συμβουλεύουμε να απευθυνθεί και πάλι σε κάποιον γιατρό, ότι ίσως τελικά να μην χρειαστεί να το κόψει μαχαίρι, αλλά να τα περιορίσει. Μας προτείνει να ρίξουμε μια ματιά από το μαγαζί της με τις εικόνες και τα θρησκευτικά αναμνηστικά, αν θέλουμε να αγοράσουμε κάτι. Το κάνουμε. Δεν αγοράζουμε τίποτα. Μας ευχαριστεί και συνεχίζουμε τον δρόμο μας.
Πόσο ωραιότερο είναι ήδη το Ασουάν κι ακόμη δεν έχει περάσει ούτε μισή μέρα…
Στο μεταξύ μας έχει χτυπήσει την πόρτα η πείνα, οπότε ψάχνουμε να βρούμε να φάμε. Καθόμαστε σε ένα παραποτάμιο εστιατόριο. Εγώ παίρνω κρέας σε γάστρα, δεν θυμάμαι πλέον όνομα: χωρίς να διεκδικεί θέση στα καλύτερα γεύματα που δοκιμάσαμε, αξιοπρεπές· ελαφρώς τουριστικό μαγαζί ακόμη κι αν ήταν άδειο από τουρίστες την ώρα που καθίσαμε. Όπως τρώμε βλέπουμε και μια βάρκα να αράζει εκεί που καθόμαστε, οδηγός ο άνθρωπος που το πρωί μας είχε προσεγγίσει για βαρκάδα στον Νείλο. Ευτυχώς δεν σχολιάζει τις maybe later υποσχέσεις μας.
Έπειτα συνεχίσαμε μέσα στην πόλη, περάσαμε από την αγορά τους που μας φάνηκε πολύ ζωντανή, εκτεταμένη κι ενδιαφέρουσα, χανόσουν μέσα της. Μυρωδιές, φωνές, πολύς κόσμος που έκανε τα ψώνια του, ωραία ατμόσφαιρα, όχι ιδιαίτερα φορτικοί οι μαγαζάτορες, εκτός αν ήδη τους είχαμε συνηθίσει, σταδιακά φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό κι αποφασίσαμε να περάσουμε από την άλλη πλευρά των γραμμών.
Ήδη από την πεζογέφυρα πετύχαμε ξαπλωμένους πολλούς αστέγους που πουλούσαν βιβλία ή μπιχλιμπίδια. Το οικιστικό τοπίο ήταν παρόμοιο αρχιτεκτονικά με την υπόλοιπη πόλη, αλλά και αρκετά διαφορετικό. Σε μια χώρα που πνίγεται γενικά στο σκουπίδι, η συγκεκριμένη περιοχή ήταν πολύ βρώμικη, δυσωδία στους δρόμους, υπαίθρια αγορά με ζωντανά και κότες στα κλουβιά τους, κόσμος που μας κοιτούσε ελαφρώς παραξενεμένος, παιδιά έρχονταν και μας χαιρετούσαν ντροπαλά στα αγγλικά, γενικά ήταν σαν να μην έφταναν πολλοί ξένοι σ’ εκείνη την περιοχή της πόλης.
Επιστρέψαμε στην πιο μοστραρισμένη πλευρά και κατευθυνθήκαμε προς την Ελαφαντίνη. Αυτή τη φορά πήραμε το σκάφος από άλλο σημείο, ώστε να εξερευνήσουμε και τον νουβιακό οικισμό στην άκρη του νησιού. Εκεί έφαγα στο καΐκι και την παρατήρησή μου για το πού έπρεπε, ως άνδρας, να καθίσω.
Το νουβιακό χωριό σε υποδέχεται με έναν ζωγραφισμένο χάρτη πάνω σε τοίχο. Αρχιτεκτονικά ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον είχαμε δει μέχρι τότε, πολύ χρώμα, τοιχογραφίες σε έντονα χρώματα, σαν παιδικές, όχι λόγω τεχνικών αδυναμιών αλλά καθαρών σχεδίων, σχετικά αισιόδοξων, που έδειχναν σκηνές από την καθημερινότητα των κατοίκων. Ωραία, αν και φτωχικά, χαμηλά σπίτια.
Από μια ανοιχτή πόρτα ακούμε συζητήσεις μεταξύ μάνας και παιδιών, πλησιάζω λίγο, πάω να βγάλω φωτογραφία το σπίτι απέξω, με καταλαβαίνουν μάλλον κι ορμάνε τα πιτσιρίκια φωνάζοντας “No, no, no, no! Go, go, go, go!” μέχρι να φύγουμε από εκεί, ούτε μέσα από τον δρόμο δεν μας αφήνουν με τις φωνές τους να περάσουμε μόλις κάνουμε κίνηση. Βρίσκουμε εναλλακτική μέσα από τα καλντερίμια.
Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς τον οικισμό που μέναμε, μέσα από καλλιεργήσιμα εδάφη, σχολεία, μουσεία και σπίτια. Όμορφη διαδρομή, αξίζει να εξερευνηθεί το μέρος. Καταλήξαμε στον ξενώνα, λουστήκαμε κι έπειτα ανεβήκαμε στις ξαπλώστρες της ταράτσας να δούμε την πόλη μετά τη δύση. Εκεί γνωρίσαμε και τον ιδιοκτήτη.
Ο Μοχάμεντ, ο οικοδεσπότης μας, είναι ένας συμπαθέστατος νεαρός Νούβιος, που γνωρίζει καλά αγγλικά, είναι μηχανικός, έχει ολόκληρη οικογένεια παρά το νεαρό της ηλικίας του, ασχολείται και με τον ξενώνα. Η φιλικότητα, δίχως καμία επιτήδευση ή κάποιον απώτερο σκοπό, πέρα ίσως από μια καλή κριτική στο booking, μας σκλάβωσε κι οι συζητήσεις μας μαζί του ήταν απόλαυση και τα δυο βράδια.
Είχε ήδη κανονίσει να επισκεφτούμε το Αμπού Σίμπελ, καθώς του είχαμε στείλει τις φωτογραφίες των διαβατηρίων μας που έπρεπε να υποβάλλει στο πρακτορείο, καθώς τα χρειαζόταν και ο στρατός, ενώ είχε ήδη πληρώσει τη μεταφορά μας. Θα μας έδινε και πακέτο το πρωινό, δική του πρωτοβουλία για το ταξίδι μας στο Αμπού Σίμπελ. Γενικά ο τύπος ήταν μορφή και σαφώς θα πρότεινα τα δωμάτιά του για όποιον θέλει να επισκεφτεί το Ασουάν, με αντίστοιχες απαιτήσεις (μειωμένες ως προς την πολυτέλεια, βλ. για ύπνο, μπάνιο κι άραγμα στην ταράτσα).
Ξαπλώσαμε σχετικά νωρίς εκείνο το βράδυ, καθώς νύχτα θα φεύγαμε από το Ασουάν για να προλάβουμε το κομβόι που θα πήγαινε στον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο του ταξιδιού μας.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0