Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 239
- Likes
- 2.650
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Εκεί στον Nότο
Μες στη νύχτα βγήκαμε από τα δωμάτια, συναντήσαμε ένα ζευγάρι κομματάκι κρυόκωλων Δανών, περάσαμε μες στο σκοτάδι απέναντι με ιδιωτική βάρκα, φτάσαμε σε βανάκι, μπήκαμε, κάναμε μια στάση να μαζέψουμε κάτι Αργεντίνους που μας είχαν στήσει κι έπειτα στάση κι αναμονή στο πρώτο φράγμα (το χαμηλό) από την πόλη του Ασουάν, όπου περιμέναμε στην ουρά να μαζευτούμε όσοι ήταν να μαζευτούμε να ξεκινήσει το κομβόι με τη στρατιωτική συνοδεία για το Αμπού Σίμπελ. Οι ταξιτζήδες γενικά δεν ανοίγανε κλιματισμό, για να μην καίνε ρεύμα, υποθέτω· στο βανάκι, από την άλλη, το ερκοντίσιον ήταν στο φουλ, κουκουλωθήκαμε για να μη σηκωθούμε με κάποιο κρυολόγημα ή ψύξη.
Αφότου ξεκινήσαμε, ήμασταν λίγο ζόμπι, μας πήρε εύκολα ο ύπνος κι όταν ξαναξυπνήσαμε είχε ξημερώσει. Τσιμπήσαμε από το πρωινό που είχαμε πάρει πακέτο και ρίχναμε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο, την απέραντη έρημη όπως απλωνόταν μονότονα στον ορίζοντα. Ήταν σαν να βλέπαμε ταινία.
Μόλις φτάσαμε στο Αμπού Σίμπελ πιασμένοι από το καθισιό, δώσαμε ραντεβού 2 ώρες μετά, χρόνος αρκετός για να περιηγηθούμε στον αρχαιολογικό χώρο. Αρχικά μπαίνεις σε μια αίθουσα που σου εξηγεί πώς μεταφέρθηκαν οι ναοί 200 μέτρα μακριά και 65 ψηλότερα από την αρχική τους τοποθεσία, μετά την ανύψωση του φράγματος του Ασουάν που θα οδηγούσε στη βύθισή τους. Όπως περίπου συνέβη δηλαδή και με τον ναό της Ίσιδος στο νησί Φίλα. Από αρχαιολογική/engineering σκοπιά, εντυπωσιακό· κυκλοφορούν και ντοκιμαντέρ για όποιον ενδιαφέρεται.
Προχωράμε μες στη έρημο, με κατεύθυνση τη λίμνη Νάσερ, κι όπως στρίβει ο δρόμος ξεπροβάλει ο ναός του Ραμσή ΙΙ, με την επιβλητική είσοδο, σκαλισμένος πάνω στον βράχο, και λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, εκείνος που αφιέρωσε στη γυναίκα του, τη Νεφερτάρι, μικρότερος, αλλά αντίστοιχα φωτογενής (αν και φτωχότερος στο εσωτερικό του). Δεν είχε πολύ κόσμο (όπως το Εντφού), δεν ήταν και άδειο (όπως το Κομ Όμπο), συνολικά ήταν ο πιο εντυπωσιακός ναός που είδαμε, από άποψη εσωτερικών χώρων, φυσικού τοπίου (βράχος και λίμνη Νάσερ) και αρχιτεκτονική. Πέρα από την εντυπωσιακή είσοδο, ο ναός ήταν έτσι χτισμένος ώστε δύο φορές τον χρόνο (22 Οκτωβρίου και 22 Μαρτίου, την ημέρα γέννησης και στέψης του φαραώ), την αυγή, το φως να μπαίνει σχεδόν κάθετα στον ναό και να φωτίζει τα αγάλματα των θεών, στους οποίους είχε αφιερωθεί, που βρίσκονταν στο βάθος του συμπλέγματος. Το είχαμε χάσει για λίγες μέρες, συνειδητοποιώ καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.
Αφού εξερευνήσαμε τον χώρο, κάναμε μια στάση και στις τουαλέτες γιατί ήταν μακρύ το ταξίδι που μας περίμενε κι επιστρέψαμε στο βανάκι στην ώρα μας.
Κεφάλαιο δημόσιες τουαλέτες: Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό, αν διάφοροι επαίτες πηγαίνουν και κλέβουν τα χαρτιά της τουαλέτας ή αν οι τουαλέτες δεν έχουν χαρτί ούτως ή άλλως κι αυτοί απλώς μια εξυπηρέτηση επιχειρούν να κάνουν, αλλά είναι σύνηθες στις δημόσιες τουαλέτες να μην υπάρχει χαρτί υγείας και μόλις βγεις έξω και πλύνεις τα χέρια σου να σου το προσφέρουν, μετά φιλοδωρήματος βεβαίως βεβαίως. Τώρα για ποιον λόγο σε προσεγγίζουν αφότου πλένεις τα χέρια σου σε μια χώρα που με τόση ξηρασία στεγνώνουν αμέσως κι όχι πριν μπεις να κάνεις την ανάγκη σου, άβυσσος η ψυχή του Αιγύπτιου.
Όταν φτάσαμε στο Ασουάν, αποφασίσαμε να βλέπαμε για τελευταία φορά την πόλη και το βράδυ να το περνούσαμε στο νησάκι. Διασχίζοντας πάλι την αγορά, κάνουμε μια παράκαμψη προς ένα τζαμί που είχαμε προσπεράσει την προηγούμενη μέρα. Είναι υπερυψωμένο σε έναν λοφίσκο κι είχε τέσσερις εισόδους. Στην πρώτη επιχειρούμε να μπούμε, ήταν κλειδωμένη η καγκελόπορτα, στη δεύτερη την είσοδο έφραζαν κάτι ξαπλωμένα πρόβατα, στην τρίτη και τελευταία μας προσπάθεια δεν βρήκαμε κανένα εμπόδιο, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στο τέμενος, που ήταν κι αυτό κλειδωμένο. Καθίσαμε λίγο στον περίβολο στη σκιά (έκανε πολλή ζέστη εκείνη την ώρα, ενώ το βράδυ χρειαζόσουν ελαφρύ μπουφάν) και τσιμπήσαμε ό,τι είχε περισσέψει από το πρωινό, παρέα με ένα ποντίκι που πότε πότε σήκωνε το κεφάλι του από τη σχισμή που ήταν κρυμμένο και μας παρατηρούσε.
Κινήσαμε προς άλλη έξοδο, έτσι για την αλητεία, κατεβήκαμε τα σκαλιά, τελικά δεν ήταν απλώς κλειστή αλλά κλειδωμένη, ανεβήκαμε τα σκαλιά για να επιστρέψουμε απ’ όπου μπήκαμε, μας πετυχαίνει ένας ιμάμης και μας νεύει να πλησιάσουμε. Κλασικά εμείς διστακτικοί, ο φίλος μου αρνείται ευγενικά, εγώ έχοντας πάρει θάρρος από τη γυναίκα στην κοπτική εκκλησία χθες, ακολουθώ. Μας ανοίγει την πόρτα, μπαίνουμε σε έναν χώρο που δέσποζε το πράσινο του χαλιού του, μας βγάζει φωτογραφίες, μας δείχνει μια βιβλιοθήκη, να πάρουμε ό,τι βιβλίο θέλουμε, εντυπωσιαζόμαστε από το μάρκετινγκ του Ισλάμ, ο Δ. παίρνει ένα κοράνι στα αγγλικά κι αφήνει λίγα χρήματα για το τζαμί, όπως μας πρότεινε ο ευγενέστατος ιερέας χωρίς καμία πίεση.
Έχοντας πεινάσει και χωρίς να έχει κάνει τίποτα το τσιμπολόγημα, αποφασίσαμε να φάμε και κάπου πιο παραδοσιακά, ψάχνοντας στα τυφλά ουσιαστικά, βάσει κριτικών στον Γούγλη, με κριτήρια τα αραβικά στον τίτλο (άρα να απευθύνεται σε ντόπιους) και η χαμηλή κατηγορία τιμής (άρα σίγουρα να απευθύνεται στους ντόπιους). Νομίζω πως καταλήξαμε σε κάτι που λεγόταν Al-Mikka καθώς δεν μπορώ να το βρω, αλλά αναμφίβολα υπάρχουν αρκετές επιλογές έξω από την παραλιακή, ήταν από τα καλύτερα γεύματά μας στο ταξίδι (το μόνο που μνημονεύουμε κάπως, για να είμαι ειλικρινής, από το πρώτο μισό του ταξιδιού).
«Πολύ άδεια η σημερινή μέρα», συμφωνούμε καθώς επιστρέφουμε απογευματάκι στην Ελεφαντίνη. Αν εξαιρέσεις το Αμπού Σίμπελ, που βεβαίως άξιζε, είχαμε φάει τη μέρα μας στον δρόμο.
Πόσο βαθιά νυχτωμένοι ήμασταν!
Μες στη νύχτα βγήκαμε από τα δωμάτια, συναντήσαμε ένα ζευγάρι κομματάκι κρυόκωλων Δανών, περάσαμε μες στο σκοτάδι απέναντι με ιδιωτική βάρκα, φτάσαμε σε βανάκι, μπήκαμε, κάναμε μια στάση να μαζέψουμε κάτι Αργεντίνους που μας είχαν στήσει κι έπειτα στάση κι αναμονή στο πρώτο φράγμα (το χαμηλό) από την πόλη του Ασουάν, όπου περιμέναμε στην ουρά να μαζευτούμε όσοι ήταν να μαζευτούμε να ξεκινήσει το κομβόι με τη στρατιωτική συνοδεία για το Αμπού Σίμπελ. Οι ταξιτζήδες γενικά δεν ανοίγανε κλιματισμό, για να μην καίνε ρεύμα, υποθέτω· στο βανάκι, από την άλλη, το ερκοντίσιον ήταν στο φουλ, κουκουλωθήκαμε για να μη σηκωθούμε με κάποιο κρυολόγημα ή ψύξη.
Αφότου ξεκινήσαμε, ήμασταν λίγο ζόμπι, μας πήρε εύκολα ο ύπνος κι όταν ξαναξυπνήσαμε είχε ξημερώσει. Τσιμπήσαμε από το πρωινό που είχαμε πάρει πακέτο και ρίχναμε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο, την απέραντη έρημη όπως απλωνόταν μονότονα στον ορίζοντα. Ήταν σαν να βλέπαμε ταινία.
Μόλις φτάσαμε στο Αμπού Σίμπελ πιασμένοι από το καθισιό, δώσαμε ραντεβού 2 ώρες μετά, χρόνος αρκετός για να περιηγηθούμε στον αρχαιολογικό χώρο. Αρχικά μπαίνεις σε μια αίθουσα που σου εξηγεί πώς μεταφέρθηκαν οι ναοί 200 μέτρα μακριά και 65 ψηλότερα από την αρχική τους τοποθεσία, μετά την ανύψωση του φράγματος του Ασουάν που θα οδηγούσε στη βύθισή τους. Όπως περίπου συνέβη δηλαδή και με τον ναό της Ίσιδος στο νησί Φίλα. Από αρχαιολογική/engineering σκοπιά, εντυπωσιακό· κυκλοφορούν και ντοκιμαντέρ για όποιον ενδιαφέρεται.
Προχωράμε μες στη έρημο, με κατεύθυνση τη λίμνη Νάσερ, κι όπως στρίβει ο δρόμος ξεπροβάλει ο ναός του Ραμσή ΙΙ, με την επιβλητική είσοδο, σκαλισμένος πάνω στον βράχο, και λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, εκείνος που αφιέρωσε στη γυναίκα του, τη Νεφερτάρι, μικρότερος, αλλά αντίστοιχα φωτογενής (αν και φτωχότερος στο εσωτερικό του). Δεν είχε πολύ κόσμο (όπως το Εντφού), δεν ήταν και άδειο (όπως το Κομ Όμπο), συνολικά ήταν ο πιο εντυπωσιακός ναός που είδαμε, από άποψη εσωτερικών χώρων, φυσικού τοπίου (βράχος και λίμνη Νάσερ) και αρχιτεκτονική. Πέρα από την εντυπωσιακή είσοδο, ο ναός ήταν έτσι χτισμένος ώστε δύο φορές τον χρόνο (22 Οκτωβρίου και 22 Μαρτίου, την ημέρα γέννησης και στέψης του φαραώ), την αυγή, το φως να μπαίνει σχεδόν κάθετα στον ναό και να φωτίζει τα αγάλματα των θεών, στους οποίους είχε αφιερωθεί, που βρίσκονταν στο βάθος του συμπλέγματος. Το είχαμε χάσει για λίγες μέρες, συνειδητοποιώ καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.
Αφού εξερευνήσαμε τον χώρο, κάναμε μια στάση και στις τουαλέτες γιατί ήταν μακρύ το ταξίδι που μας περίμενε κι επιστρέψαμε στο βανάκι στην ώρα μας.
Κεφάλαιο δημόσιες τουαλέτες: Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό, αν διάφοροι επαίτες πηγαίνουν και κλέβουν τα χαρτιά της τουαλέτας ή αν οι τουαλέτες δεν έχουν χαρτί ούτως ή άλλως κι αυτοί απλώς μια εξυπηρέτηση επιχειρούν να κάνουν, αλλά είναι σύνηθες στις δημόσιες τουαλέτες να μην υπάρχει χαρτί υγείας και μόλις βγεις έξω και πλύνεις τα χέρια σου να σου το προσφέρουν, μετά φιλοδωρήματος βεβαίως βεβαίως. Τώρα για ποιον λόγο σε προσεγγίζουν αφότου πλένεις τα χέρια σου σε μια χώρα που με τόση ξηρασία στεγνώνουν αμέσως κι όχι πριν μπεις να κάνεις την ανάγκη σου, άβυσσος η ψυχή του Αιγύπτιου.
Όταν φτάσαμε στο Ασουάν, αποφασίσαμε να βλέπαμε για τελευταία φορά την πόλη και το βράδυ να το περνούσαμε στο νησάκι. Διασχίζοντας πάλι την αγορά, κάνουμε μια παράκαμψη προς ένα τζαμί που είχαμε προσπεράσει την προηγούμενη μέρα. Είναι υπερυψωμένο σε έναν λοφίσκο κι είχε τέσσερις εισόδους. Στην πρώτη επιχειρούμε να μπούμε, ήταν κλειδωμένη η καγκελόπορτα, στη δεύτερη την είσοδο έφραζαν κάτι ξαπλωμένα πρόβατα, στην τρίτη και τελευταία μας προσπάθεια δεν βρήκαμε κανένα εμπόδιο, ανεβήκαμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε στο τέμενος, που ήταν κι αυτό κλειδωμένο. Καθίσαμε λίγο στον περίβολο στη σκιά (έκανε πολλή ζέστη εκείνη την ώρα, ενώ το βράδυ χρειαζόσουν ελαφρύ μπουφάν) και τσιμπήσαμε ό,τι είχε περισσέψει από το πρωινό, παρέα με ένα ποντίκι που πότε πότε σήκωνε το κεφάλι του από τη σχισμή που ήταν κρυμμένο και μας παρατηρούσε.
Κινήσαμε προς άλλη έξοδο, έτσι για την αλητεία, κατεβήκαμε τα σκαλιά, τελικά δεν ήταν απλώς κλειστή αλλά κλειδωμένη, ανεβήκαμε τα σκαλιά για να επιστρέψουμε απ’ όπου μπήκαμε, μας πετυχαίνει ένας ιμάμης και μας νεύει να πλησιάσουμε. Κλασικά εμείς διστακτικοί, ο φίλος μου αρνείται ευγενικά, εγώ έχοντας πάρει θάρρος από τη γυναίκα στην κοπτική εκκλησία χθες, ακολουθώ. Μας ανοίγει την πόρτα, μπαίνουμε σε έναν χώρο που δέσποζε το πράσινο του χαλιού του, μας βγάζει φωτογραφίες, μας δείχνει μια βιβλιοθήκη, να πάρουμε ό,τι βιβλίο θέλουμε, εντυπωσιαζόμαστε από το μάρκετινγκ του Ισλάμ, ο Δ. παίρνει ένα κοράνι στα αγγλικά κι αφήνει λίγα χρήματα για το τζαμί, όπως μας πρότεινε ο ευγενέστατος ιερέας χωρίς καμία πίεση.
Έχοντας πεινάσει και χωρίς να έχει κάνει τίποτα το τσιμπολόγημα, αποφασίσαμε να φάμε και κάπου πιο παραδοσιακά, ψάχνοντας στα τυφλά ουσιαστικά, βάσει κριτικών στον Γούγλη, με κριτήρια τα αραβικά στον τίτλο (άρα να απευθύνεται σε ντόπιους) και η χαμηλή κατηγορία τιμής (άρα σίγουρα να απευθύνεται στους ντόπιους). Νομίζω πως καταλήξαμε σε κάτι που λεγόταν Al-Mikka καθώς δεν μπορώ να το βρω, αλλά αναμφίβολα υπάρχουν αρκετές επιλογές έξω από την παραλιακή, ήταν από τα καλύτερα γεύματά μας στο ταξίδι (το μόνο που μνημονεύουμε κάπως, για να είμαι ειλικρινής, από το πρώτο μισό του ταξιδιού).
«Πολύ άδεια η σημερινή μέρα», συμφωνούμε καθώς επιστρέφουμε απογευματάκι στην Ελεφαντίνη. Αν εξαιρέσεις το Αμπού Σίμπελ, που βεβαίως άξιζε, είχαμε φάει τη μέρα μας στον δρόμο.
Πόσο βαθιά νυχτωμένοι ήμασταν!
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0