Θιβέτ Νεπάλ Νεπάλ - Θιβέτ 2008

Alexis K

Member
Μηνύματα
28
Likes
31

Σας μεταφέρω το ταξίδι αυτό όπως το περιγράφω στο προσωπικό μου ημερολόγιο:

Τα σχέδια για την εκδρομή αυτή είχαν μπει από τη προηγούμενη επίσκεψη μας στη περιοχή το 2005. Αρχικά σαν μια αόριστη σκέψη περί επίσκεψης στο Θιβέτ, μα στη συνέχεια άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή, κάνοντας διάφορες προτάσεις μεταξύ μας. Και λέγοντας μεταξύ μας, εννοώ το Χρήστο Λ. που είχε αναλάβει τις επαφές και την όλη οργάνωση, τον Γρηγόρη Κ. κι εμένα.
Η πρώτη πρόταση σε γενικές γραμμές προέβλεπε μερικές μέρες στο Νεπάλ, και στη συνέχεια με τετρακίνητα οχήματα θα ανεβαίναμε από τη Κατμαντού στη Λάσα του Θιβέτ. Κατόπιν θα συνεχίζαμε στη κεντρική Κίνα σιδηροδρομικώς και στο τέλος αεροπορικώς θα πηγαίναμε στο Πεκίνο και το Σινικό Τείχος. Η διάρκεια ήταν τέσσερες εβδομάδες. Το όλο πρόγραμμα ήταν εντυπωσιακό, αλλά πέραν του πολυήμερου ήταν και δαπανηρό με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να σχηματίσουμε ομάδα πέραν το 5-6 ατόμων.
Έτσι αρχές του καλοκαιριού 2008 το πρόγραμμα αλλάζει και περιορίζεται στο Νεπάλ και Θιβέτ. Περιελάμβανε 2-3 μέρες στη Κατμαντού (Νεπάλ) και στη συνέχεια με οχήματα 4Χ4 θα ανεβαίναμε στη Λάσα του Θιβέτ, με διάφορες μικροπορείες ενδιάμεσα για εγκλιματισμό, με κορυφαία στιγμή την ανάβαση στη Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ από τη βόρεια πλευρά. Το πρόγραμμα έτσι μειώθηκε χρονικά κατά μία εβδομάδα, οικονομικά κατά 30% και το κυριότερο άρχισαν να βρίσκονται και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Έτσι στην ομάδα προστέθηκαν, οι: Νίκος Τ, Χρήστος Γ, τα αδέλφια Γιάννης και Δημήτρης Κ, Γιώργος Γ και 2-3 γνωστοί του Χρήστου Λ.από την Αθήνα.
Τα πράγματα όμως μέσα στο καλοκαίρι άλλαξαν πάλι! Οι πολιτικο-κοινωνικές αναταράξεις στο Θιβέτ, δηλαδή η εξέγερση των Θιβετιανών κατά των Κινέζων, που εδώ και 50 χρόνια έχουν καταλάβει τη χώρα τους και η δημοσιότητα που πήρε το θέμα λόγω των Ολυμπιακών αγώνων, που θα γίνονταν τον Αύγουστο 2008 στο Πεκίνο, οδήγησε τις αρχές σε περιορισμούς ή απαγορεύσεις μετακίνησης των τουριστών στη περιοχή του Θιβέτ. Έτσι βρεθήκαμε στη κυριολεξία τη τελευταία στιγμή να αλλάζουμε πάλι το πρόγραμμα και παρά τους αρχικούς φόβους για ακύρωση του όλου ταξιδιού, καταλήξαμε πλέον στο οριστικό σχέδιο.
Ο νέος σχεδιασμός περιελάμβανε 8 ημέρες στο Νεπάλ, με μια πενταήμερη πορεία στη περιοχή της Ανναπούρνα για εγκλιματισμό, στη συνέχεια αεροπορικώς στο Θιβέτ, επισκέψεις σε αξιοθέατα στη περιοχή της Λάσα και επιστροφή στο Νεπάλ με οχήματα 4Χ4. Χρονική διάρκεια 3 εβδομάδες. Παράλληλα στη παρέα προστέθηκε και ο Σωτήρης Μ. Συνολικά ήμασταν 13 άτομα: οι προαναφερόμενοι 8 Πατρινοί, ο Χρήστος Λ, ο Κώστας Α. από τη Κρήτη και τρεις κοπέλες ( Ελένη Π, Μάρθα Γ. και Νίκη Χ.) από την Αθήνα..
Το τελευταίο «στραβό» που μας έτυχε και αποτέλεσμα των συνεχών αλλαγών, ήταν ότι για τη πτήση προς το Νεπάλ θα χωριζόμασταν σε δυο ομάδες (8 και 5 άτομα) μιας και θα ταξιδεύαμε με διαφορετικές αεροπορικές εταιρείες αλλά θα φτάναμε στη Κατμαντού σχεδόν ταυτόχρονα.
Έφτασε λοιπόν η Κυριακή (21/9) και στις 12.30 το μεσημέρι, φύγαμε με το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Μετά από 4 ώρες σχεδόν βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο η οκτάδα μας και στις 18.50 ξεκίνησε το ταξίδι μας. Στις 23.00 φτάσαμε στη Ντόχα του Κατάρ και με άλλη πτήση συνεχίσαμε στις 00.45 της Δευτέρας (22/9) για το Νεπάλ, όπου φτάσαμε μετά από 4 ½ ώρες ταξιδιού, στις 08.25 (ώρα Ελλάδος 05.10).
Μισή ώρα πριν από εμάς είχε φτάσει και η πεντάδα των υπολοίπων και όλοι μαζί πλέον, αφού περάσαμε τον έλεγχο και βγάλαμε βίζα, βγήκαμε στη πόλη. Στις 10.30 φτάσαμε στο ξενοδοχείο Norbulinka, στο κέντρο της Κατμαντού, στην εμπορική και τουριστική συνοικία Thamel. Σύντομα ξεχυθήκαμε στην αγορά, μιας και για τους περισσότερους, ήταν επείγον να κάνουν ορισμένες αγορές, σε ορειβατικό υλικό, για την αυριανή πορεία.
Στις 18.00 αφού είχαμε επιστρέψει από την αγορά, ήλθε στο ξενοδοχείο να μας καλωσορίσει ο Πρόεδρος της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ και πρόεδρος της Ενώσεως Ορειβατικών Ομοσπονδιών της Ασίας (UAAA) κος Ang Tshering Sherpa, του οποίου το γραφείο (Asian Trekking) είχε αναλάβει την εκτέλεση του προγράμματός μας. Ο Χρ. Γ. προσέφερε δυο αναμνηστικά δώρα στο πρόεδρο, συζητήσαμε μαζί του τις τελευταίες λεπτομέρειες και η βραδιά έκλεισε με ένα ελαφρύ δείπνο σε γειτονικό εστιατόριο.
Τη Τρίτη (23/9), μετά το πρωινό εγερτήριο και το πρόγευμα, ξεκινήσαμε στις 07.30 για τη περιοχή της Ανναπούρνα, με ένα μικρό λεωφορείο. Στην ομάδα μας είχαν προστεθεί τέσσερεις βαστάζοι και ένας οδηγός βουνού, ο Johang, που για ευκολία επικράτησε να τον φωνάζουμε Τζώρτζιο. Στο ταξίδι μας έπρεπε να καλύψουμε περί τα 270 χλμ (σε ασφαλτόδρομο) για τα οποία απαιτούντο 7-8 ώρες!!!
Το γιατί χρειαζόμασταν τόσες ώρες για τα χιλιόμετρα αυτά το ανακαλύψαμε πολύ σύντομα. Ο δρόμος συνδέει τη Κατμαντού με τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, τη Ποκάρα, με αποτέλεσμα να δέχεται ένα πολύ μεγάλο όγκο οχημάτων, κυρίως φορτηγά και λεωφορεία. Επιπλέον είναι υπερβολικά στενός, με κακό οδόστρωμα, σχεδιασμένος ανάμεσα σε χαράδρες και πάνω από αφρισμένα ποτάμια. Αν στα παραπάνω προσθέσεις και τον «ζογκλερικό», μέχρι επικινδυνότητας, τρόπο οδήγησης, καταλαβαίνει κανείς, γιατί το μοναδικό θέμα συζήτησης στη διάρκεια του ταξιδιού, αντί να είναι τα εκπληκτικά τοπία που βλέπαμε τριγύρω μας, ήταν η ο δ ή γ η σ η.
Έξι ώρες χρειάστηκαν μέχρι τη Ποκάρα και εδώ κάναμε μια καλή στάση για μεσημεριανό. Το χαρακτηριστικό της πόλης είναι η λίμνη της και φυσικά εκεί κάναμε τη στάση μας. Εδώ θα έμεναν για μερικές ημέρες η Μάρθα και η Νίκη, μιας και δεν θα ανέβαιναν στο βουνό για τη πορεία, αλλά θα επισκέπτονταν το Εθνικό Πάρκο Chitwan, νότια της πόλης.
Μετά από μία ώρα περίπου ήμασταν πάλι στο λεοφωρείο και συνεχίζοντας το απίστευτο σλάλομ στους ορεινούς δρόμους, πατήσαμε επιτέλους τα πόδια μας στο χώμα στο μικρό οικισμό Naya Pul (1100μ). Γρήγορα φορέσαμε αρβύλες και σακίδια και ξεχυθήκαμε στο κατήφορο. Ο οικισμός αυτός έχει δύο «συνοικίες». Η μία είναι μια σειρά παράγκες-μαγαζάκια, δίπλα στον ασφαλτόδρομο, η δε άλλη, λίγο χαμηλότερα με πολλά περισσότερα μαγαζάκια και σπίτια, στις δυο πλευρές ενός άθλιου χωματόδρομου που στο τέλος μετατρέπετε σε ένα πλατύ μονοπάτι.
Από εκεί περάσαμε κι εμείς, στη σύντομη πορεία μας και σε λιγότερο από ώρα, σχεδόν 17.30, φτάσαμε στον οικισμό Birethanti (1025μ). Το χωριό είναι χτισμένο σε κομβικό σημείο, στις δύο όχθες του ποταμού Modi Khola που τις συνδέει μια μεταλλική πεζογέφυρα. Το σημείο είναι θαυμάσιο, ανάμεσα σε δένδρα και αμέσως μας έκανε να ξεχάσουμε τη ταλαιπωρία που περάσαμε. Αργότερα αφού τακτοποιηθήκαμε στο Everest lodge, βγήκαμε για βόλτα στην απέναντι όχθη και πίνοντας το τσάι μας, απολαύσαμε μια δυνατή μπόρα, που κράτησε σχεδόν μιάμιση ώρα.
Η ατυχία που με βρήκε, ήταν ότι χάλασε η αυτόματη εστίαση και το μπροστινό μέρος του βασικού φακού της φωτογραφικής μου μηχανής και έτσι για τις επόμενες ημέρες έκανα χειροκίνητη εστίαση με τα δύο δάχτυλα του χεριού μου και με τα υπόλοιπα κρατούσα το φακό στη θέση του. Τελικά κοιτώντας σήμερα τις φωτογραφίες δεν τα κατάφερα και άσχημα.
Τετάρτη (24/9). Πολύ νωρίς το πρωί, νύχτα ακόμα, είχαμε οι περισσότεροι, άσχημο εγερτήριο. Ο Γιάννης Κ, είχε παρουσιάσει πρόβλημα υγείας, σχετιζόμενο με το στομάχι και την αναπνοή του. Παρά τα φάρμακα που πήρε, δεν παρουσιάστηκε βελτίωση και έτσι πήραμε απόφαση να γυρίσει πίσω, στη Ποκάρα, όπου υπάρχει νοσοκομείο για εξετάσεις κλπ. Μαζί του θα πήγαινε ο αδελφός του, Δημήτρης και ο Γιώργος. Για επιπλέον ασφάλεια θα εύρισκαν τη Νίκη και τη Μάρθα, μιας και η τελευταία σαν φυσιοθεραπεύτρια και άριστη γνώστρια Αγγλικών θα τον βοηθούσε στα ιατρικά θέματα.
Έτσι οι οκτώ εναπομείναντες, στις 07.30 συνεχίσαμε τη πορεία μας. Η ημέρα ήταν θαυμάσια, με ένα λαμπρό ήλιο αλλά και αρκετή υγρασία. Μην ξεχνάμε ότι ήμασταν στο τέλος των μουσώνων και για τις επόμενες ημέρες θα κινούμασταν σε υποτροπικό δάσος. Μπροστά μας ο απότομος παγωμένος όγκος της ιερής κορυφής Machhapuchhare (6993μ), καθήλωσε για πολύ ώρα το βλέμμα μας. Να σημειώσω εδώ ότι στη περιοχή των Ιμαλάϊων υπάρχουν δύο ιερά βουνά για τους Βουδιστές. Το Machhapuchhare(= ουρά ψαριού) στο Νεπάλ και το Kailash στο Θιβέτ. Και στα δύο απαγορεύονται οι αναβάσεις. Παραμένουν δηλαδή απάτητες από τους ορειβάτες.
Στην αρχή η πορεία γίνεται στη δυτική όχθη του Modi Khola, ανάμεσα σε ατελείωτους ορυζώνες, σχηματισμένους σε αναβαθμίδες μέχρι ψηλά στις απότομες πλαγιές. Μικροί οικισμοί και μεμονωμένα σπίτια συναντούμε σε όλη τη διαδρομή. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι από νωρίς είναι στις αγροτικές εργασίες τους, ενώ τα παιδιά με τις σχολικές φορεσιές τους περπατούν στο μονοπάτι για το σχολείο τους. Τα σχολεία αρχίζουν τα μαθήματα αργά, γύρω στις 10.00, γιατί οι μαθητές πρέπει συχνά να περπατήσουν δυο και τρεις ώρες μέχρι να φτάσουν στα θρανία τους.
Μετά από ένα δίωρο περίπου, στον οικισμό Syauli Bazar (1170μ), άρχισε ο ανήφορος. Το κουραστικό είναι ότι δεν περπατάγαμε σε μονοπάτι αλλά ανεβαίναμε σκαλοπάτια, πολλά, ατελείωτα σκαλοπάτια, που έβαλαν σε σκληρή δοκιμασία τα γόνατά μας. Στις 12.00 άρχισαν να πέφτουν μερικές ψιχάλες, ευτυχώς χωρίς να δυναμώσουν. Μετά το χωριό Kimche(1650μ), το μονοπάτι έγινε λίγο πιο ομαλό, μειώθηκε η κλίση και ανεβαίνοντας μια τελευταία ανηφόρα (με σκαλοπάτια) φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Ghandruk (1950μ). Το χωριό είναι μεγάλο έχει 2.000 κατοίκους, με όμορφα καλντερίμια και ωραία θέα.
Ο γολγοθάς των σκαλοπατιών, συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, μιας και ο ξενώνας ήταν στο πάνω μέρος του χωριού και τελικά στις 14.00, πατήσαμε ίσωμα, δηλαδή στην αυλή του ξενώνα. Ο ξενώνας, ήταν πολύ καλύτερος από το χθεσινό με ατομικό μπάνιο σε κάθε δωμάτιο και ζεστό νερό. Μετά το μπάνιο, ο Χρήστος Γάτσης, κατέβηκε λίγο πιο κάτω σε ένα τηλεφωνείο, για να μάθει νέα από το Γιάννη. Τα νέα ήσαν καλά, ο Γιάννης ήταν στο νοσοκομείο στη Ποκάρα, αισθανόταν καλύτερα και περίμενε κάποιες εξετάσεις ακόμα. Γενικά μας καθησύχασε, γιατί ομολογουμένως ήμασταν ανήσυχοι με το θέμα της υγείας του.
Αργότερα ήλθε μια δυνατή μπόρα, που μας έκλεισε μέσα στο σαλόνι του πανδοχείου, αλλά σε κάποιο μικρό άνοιγμα του καιρού, μπορέσαμε να δούμε για λίγο τις επιβλητικές κορυφές Annapurna South(7219μ) και Hiunchulli(6441μ). Έτσι κάπως έκλεισε αυτή η κουραστική ημέρα.
Πέμπτη (25/9). Κατά τα λεγόμενα του οδηγού μας, Τζώρτζιο, σήμερα θα ήταν η πιο κουραστική ημέρα. Προβλεπόταν δεκάωρη πορεία, με αρκετά ανεβοκατεβάσματα. Για το λόγο αυτό λίγο μετά τις 06.30 αρχίσαμε το περπάτημα. Βέβαια πρώτα θαυμάσαμε την εκπληκτική θέα των κορυφών Annapurna South(7219μ), Hiunchulli(6441μ) και Machhapuchhare(6993μ) που ορθώνονταν στον καταγάλανο ορίζοντα στα βόρεια μας.
Το μονοπάτι αμέσως μετά το χωριό βυθίζεται σε ένα πυκνό υποτροπικό δάσος. Δένδρα πανύψηλα, άγνωστα σε εμάς, με τα κλαριά τους μπερδεμένα με διάφορα αναρριχητικά φυτά, που κάποια από αυτά είχαν λίγα αλλά ωραία λουλούδια. Και φυσικά νερά, πάρα πολλά νερά. Συνεχή ρυάκια και ποταμάκια, αλλού σιγανά και ήρεμα και αλλού να πέφτουν με θόρυβο σε καταρράκτες. Αλλά όπου υπάρχει τόση υγρασία, υπάρχουν και βδέλλες. Έφτανε να βγεις λίγο από το μονοπάτι και να πατήσεις στα χόρτα και αμέσως οι μπότες γέμιζαν βδέλλες. Έπρεπε φυσικά να τις διώξουμε αμέσως για να μην ανέβουν στα πόδια μας.
Περασμένες 10.00, φτάσαμε στον οικισμό Tadapani(2600μ). Η θέα των κορυφών τριγύρω είναι πανοραμική, αν και έχει αρχίσει το κρυφτό με μια χαμηλή συννεφιά. Εδώ κάναμε μια καλή στάση, αναπληρώσαμε τα υγρά που χάσαμε με σούπες και τσάι και στις 11.00 συνεχίσαμε τη πορεία μας, ενώ μια ελαφριά ομίχλη μας συνοδεύει. Να σημειώσω εδώ ότι το σημερινό μονοπάτι αν και καλογραμμένο δεν χρησιμοποιείται από τους ντόπιους, αλλά είναι ένα μονοπάτι που περπατούν κυρίως οι πεζοπόροι που κινούνται στη περιοχή αυτή της Ανναπούρνα. Δεν έχει τη πολυκοσμία δηλαδή των άλλων μονοπατιών και συχνά έχεις την αίσθηση του «χαμένου» στη ζούγκλα.
Σε ένα εντυπωσιακό σημείο του δάσους, θέλησα να βγάλω μια φωτογραφία, αλλά επειδή το σακίδιο με εμπόδιζε το ακούμπησα κάτω, με αποτέλεσμα όταν το σήκωσα να έχει γεμίσει βδέλλες. Τις έδιωξα αλλά φαίνεται ότι κάποια τα κατάφερε και λίγο αργότερα την είδα να ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού μου να πίνει αίμα. Με ένα τσιγάρο, κόλπο που έμαθα στο στρατό, την απομάκρυνα, αλλά χρειάστηκε σχεδόν μισή ώρα φροντίδας, αν και περπάταγα, για να σταματήσει να ματώνει η μικρή πληγή.
Στις 14.00 μετά από ένα κουραστικό ανεβοκατέβασμα σε μια ρεματιά, φτάσαμε σε ένα ακόμα οικισμό, τον Banthanti (2900μ). Η ομίχλη μας έχει αφήσει και τώρα υπάρχει ένας λαμπρός ήλιος. Κάναμε άλλη μία στάση, για τσάι, και συνεχίσαμε τη πορεία μας, και σύντομα βρεθήκαμε δίπλα από ένα ορμητικό ποταμάκι, ανηφορίζοντας στο πλάι μιας απότομης ρεματιάς. Εκεί μας βρήκε πάλι ομίχλη και τελικά το μονοπάτι μας οδήγησε σε μια ράχη. Από τον παγωμένο αέρα καταλάβαμε ότι το πέρασμα πρέπει να ήταν σε ανοικτό και εκτεθειμένο σημείο, αλλά δεν είχαμε καθόλου ορατότητα. Το μονοπάτι επιτέλους έπαψε τον ανήφορο και σιγά-σιγά άρχισε να κατεβαίνει. Σύντομα έγινε πετρόχτιστο, περάσαμε ένα-δυο μεμονωμένα κτίσματα και στις 16.30, μετά από 10 ώρες πορείας στη ζούγκλα, πατήσαμε το πόδι μας, στο χωριό Ghorepani (2800μ).
Ο ξενώνας ήταν στην είσοδο του χωριού, πολύ καλός, με μεμονωμένους οικίσκους για δωμάτια, με ζεστό νερό για μπάνιο και με μεγάλη αυλή. Αφού τακτοποιηθήκαμε και κάναμε το μπάνιο μας, όλοι πέσαμε στα κρεβάτια για ξεκούραση. Αργότερα στην αυλή του διπλανού σχολείου κάποιοι δοκίμασαν τις ικανότητες τις ικανότητές τους στο μπάσκετ με κάποιους ντόπιους, ενώ μια άλλη παρέα από αγόρια και κορίτσια έπαιζε βόλεϊ και μάλιστα αρκετά καλά. Σούρουπο βγήκα μια βόλτα στο χωριό, που είναι αρκετά μεγάλο, με αρκετά μαγαζιά και ξενώνες μια και αυτό βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο και διασταύρωση μονοπατιών της περιοχής. Καθισμένος μάλιστα σε ένα μαγαζάκι για τσάι, συνάντησα και άλλη μία παρέα Ελλήνων από την Αθήνα που έκανα την ίδια διαδρομή με εμάς αλλά αντίστροφα.
Σύντομα γύρισα στο ξενώνα γιατί στις 19.30 είχαμε ραντεβού για το δείπνο και μόλις που πρόλαβα να μπώ στο εστιατόριο του ξενώνα και ξεκίνησε μια δυνατή μπόρα. Το δείπνο ήταν εξαιρετικό, καλομαγειρεμένο και κάποιες συνταγές που δοκιμάσαμε, εντυπωσιακές στην εμφάνιση (με φλόγες κλπ) ενώ βρήκαμε μέχρι και μπουκάλι με κρασί που τιμήσαμε δεόντως. Μεγαλεία ανέλπιστα δηλαδή!!! Βέβαια μετά το φαί πήγαμε νωρίς για ύπνο μιας και την επομένη προβλεπόταν πολύ πρωινό εγερτήριο.
Το επόμενο πρωί, Παρασκευή (26/9), ο ουρανός ήταν ξάστερος , έτσι σηκωθήκαμε νωρίς ελέγξαμε τον καιρό και στις 4.45 αναχωρήσαμε για το ύψωμα Poon Hill(3200μ). Δεν ήμασταν οι μόνοι που ανεβαίναμε και σε ¾ της ώρας φτάσαμε στη κορυφή. Εκεί υπάρχει ένα παρατηρητήριο, και ένα μικρό μαγαζάκι με τσάι. Πρέπει να βρεθήκαμε εκεί ίσως και περισσότερα από 100 άτομα. Το κρύο αρκετό και όλοι ήμασταν τυλιγμένοι στα χοντρά μπουφάν μας.
Στα βόρεια φαίνονταν οι πανύψηλες κορυφές αλλά όταν άρχισε ο ήλιος να τις φωτίζει το θέαμα ήταν μαγευτικό. Αριστερά ο όγκος της κορυφής Dhaulagiri(8167μ) και απέναντί μας, οι κορυφές: Annapurna South(7219μ), Hiunchuli(6441μ), στο βάθος η Gangapurna(7454μ) και λίγο δεξιότερα το επιβλητικό Macchapuchhare(6993μ). Προς τα ανατολικά και νοτιο-ανατολικά το μάτι μας χανότανε σε πιο ομαλές, λοφώδεις εκτάσεις. Εννοείται ότι «πήραν φωτιά» οι φωτογραφικές μηχανές και τα κλικ ακούγονταν το ένα μετά το άλλο.
Τελικά μετά από αρκετή ώρα απόλαυσης πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Σύντομα, θα ήταν πριν τις 08.00 φτάσαμε πάλι στο Ghorepani, πήραμε ένα καλό πρωινό και στις 08.45 ξεκίνησε η κατηφορική πορεία της επιστροφής. Το κακό ήταν ότι μας περίμεναν πάλι μερικές χιλιάδες σκαλοπατιών, που αποτελούν, μαζί με τη κατηφόρα, ότι χειρότερο για τα γόνατα μας. Στις 11.00 κάναμε μια μικρή στάση στον οικισμό Banthanti(2300μ) και στις 12.30 βρεθήκαμε στο Ulleri(1960μ). Ήδη από ώρα έχουμε αφήσει το πυκνό δάσος και όσο κατεβαίνουμε αυξάνονται οι πεζούλες με το ρύζι.
Στο Ulleri έγινε η μεσημεριανή μας στάση, για σούπα και όχι μόνο, μιας και το μέρος βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα προς τη κοιλάδα του ποταμού Bhurung Khola. Χαμηλότερα βλέπαμε μια σειρά οικισμών και αποφασίστηκε να μείνουμε σε κάποιο lodge των χωριών αυτών. Έτσι μετά τη ξεκούραση ο Χρήστος Λ. έφυγε πρώτος για να βρεί κάτι καλό και θα μας περίμενε εκεί.
Εμείς οι υπόλοιποι, περασμένες 13.30 συνεχίσαμε το κατήφορο. Τώρα το μονοπάτι είναι φτιαγμένο αποκλειστικά από σκαλοπάτια, που επιπλέον είναι απότομα και σε μερικά σημεία αρκετά στενά. Κουραστική η συνέχεια λοιπόν, αλλά αφού περάσαμε δυο κρεμαστές γέφυρες σε κάποιους χείμαρρους, φτάσαμε τελικά στο ποτάμι (Bhurung Khola) και περπατώντας σε πιο ομαλό έδαφος, συναντήσαμε στις 15.00, το Χρήστο να μας περιμένει σε ένα μικρό lodge στον οικισμό Hille (1475μ).
Το πανδοχείο (Laxmi Lodge) αυτό ήταν κατώτερο από τα προηγούμενα αλλά τουλάχιστον είχε ζεστό νερό στο κοινόχρηστο μπάνιο. Κουρασμένοι τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας και γρήγορα τρέξαμε στο ντους μιας και η ζέστη είχε μεγαλώσει επειδή είχαμε κατεβεί σε χαμηλότερο υψόμετρο από τις προηγούμενες ημέρες. Στο μπάνιο όμως κυκλοφορούσαν και βδέλλες με αποτέλεσμα ο Κώστας κι εγώ να τσιμπηθούμε στα δάχτυλα των ποδιών μας, αλλά με τσιγάρο πάλι, καταφέραμε να τις διώξουμε.
Το σούρουπο μαζευτήκαμε όλοι στο εστιατόριο, όπου αντίθετα με την φτωχή εμφάνιση του, μας προσέφερε ένα πολύ καλό δείπνο. Μετά το φαγητό, οι τρεις κόρες της ιδιοκτήτριας, μαζί με τους βαστάζους μας, έστησαν μια αυτοσχέδια ορχήστρα και μέχρι αργά σχετικά, ξεσηκώσαμε όλο τον οικισμό με το τραγούδι και το χορό. Να σημειώσω ότι ήταν η πρώτη μέρα του ταξιδιού μας που δεν έβρεξε.
Σάββατο (27/9). Παρότι η ημέρα είχε μικρή πορεία, εμείς σηκωθήκαμε νωρίς και στις 07.30 συνεχίσαμε το περπάτημα. Το μονοπάτι περνούσε από θαυμάσια τοπία ανάμεσα σε μικρούς οικισμούς, χωράφια με ρύζι, ενώ μερικά κομμάτια ήσαν δασωμένα. Πριν τις 10.00 φτάσαμε στο χωριό Birethanti (1025μ), ενώ λίγο πριν θαυμάσαμε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη, που στη λιμνούλα που σχημάτιζε έκαναν το μπάνιο τους, μερικοί νεαροί.
Στο χωριό ήπιαμε στα βιαστικά ένα τσάι και μετά από μία ώρα, φτάσαμε στο δρόμο, στον οικισμό Naya Pull (1100μ),όπου μας περίμενε το λεωφορείο. Αλλάξαμε και γρήγορα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, για τη Κατμαντού. Αυτά τα βασανιστικά και επικίνδυνα 260 χλμ μέχρι το προορισμό μας! Ευτυχώς από τα πρώτα μέτρα, φάνηκε ότι θα είχαμε πιο προσεκτικό και συνετό οδηγό.
Στις 12.30 φτάσαμε στη Ποκάρα, που συναντηθήκαμε με τη Μάρθα, τη Νίκη, το Δημήτρη, το Γιώργο και τον ασθενούντα Γιάννη. Σε ένα ωραίο εστιατόριο δίπλα στη λίμνη φάγαμε για μεσημέρι και ο Γιάννης μας εξιστόρησε τις «ιατρικές» του περιπέτειες. Το γεγονός ήταν ότι βοηθήθηκε πολύ από τον ξενοδόχο, του έγιναν διάφορες εξετάσεις σε ένα καλό νοσοκομείο, ήταν καλύτερα αλλά όχι τελείως καλά με το αναπνευστικό του, και μάλλον καταλάβαινε και ο ίδιος ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο φόβος μας ήταν, ότι στο Θιβέτ, όπου το υψόμετρο που θα φτάναμε θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, θα επιδεινωνόταν το πρόβλημα αυτό. Πάντως είχε αποφασίσει να κάνει ένα ακόμα έλεγχο υγείας στη Κατμαντού σε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο.
Στις 14.00 αναχωρήσαμε από τη Ποκάρα για τη Κατμαντού. Φυσικά από τον ίδιο δρόμο που ήλθαμε πριν από λίγες ημέρες. Το κυκλοφοριακό ήταν το ίδιο και μεγαλύτερο, μιας και άρχιζε μια πολυήμερη θρησκευτική γιορτή και όλοι οι Νεπαλέζοι είχαν βγεί στα χωριά τους και στη εξοχή. Ένα απίστευτο, πολύχρωμο, πολύβουο και άναρχο συνονθύλευμα από λεωφορεία, φορτηγά, μηχανές, διαβάτες κλπ , είχε ξεχυθεί στο στενό και φιδίσιο δρόμο, που μας απορρόφησε για το μεγαλύτερο μέρος των έξι (!!) ωρών που χρειαστήκαμε για τα 200 χλμ μέχρι τη πρωτεύουσα. Φυσικά φτάσαμε κουρασμένοι, μόλις που αντέχαμε να φάμε κάτι πρόχειρο και γρήγορα πέσαμε στα κρεβάτια μας, στο ίδιο ξενοδοχείο ( Norbulinka) με αυτό της πρώτης μας βραδιάς.

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ....
 

Attachments

Last edited by a moderator:

KIKI

Member
Μηνύματα
2.696
Likes
6.673
Επόμενο Ταξίδι
Ιορδανία
Ταξίδι-Όνειρο
Αφρική Ναμιμπια
τι ωραιο οδοιπορικο ειναι αυτο !!!!
Σε ευχαριστουμε που το μοιραζεσαι μαζι μας...
Στο Νεπαλ ειχα παει προ αμνημονευτων χρονων ,αλλά μου εχει μεινει αξεχαστο...
Εκεινο που μου κανει εντυπωση ειναι οτι ο δρομος Κατμαντου -Ποκαρα ειναι ακομα τοσο χαλια ,απλως παλια ειχαμε κανει 8 ωρες αντι για 6 !!!
Εκεινο δε που θυμαται ειναι οτι σε πολλα γεφυρια ,μας κατεβαζαν απο το λεωφορειο για να ελαφρυνει , περνουσαμε πεζοι το γεφυρι και μετα ξαναμπαιναμε :lol:
 

Rosa

Member
Μηνύματα
1.635
Likes
1.964
Ταξίδι-Όνειρο
Trobriand Islands...
Άψογη περιγραφή, Αλέξη, μεταφέρεις την ατμόσφαιρα ακριβώς όπως είναι! Σου εύχομαι να το ξανακάνεις στη ζωή σου...Απ' τη στιγμή που αντικρίζεις αυτά τα βουνά, τους χαρίζεις την καρδιά σου για πάντα...
 

Alexis K

Member
Μηνύματα
28
Likes
31
...
Εκεινο που μου κανει εντυπωση ειναι οτι ο δρομος Κατμαντου -Ποκαρα ειναι ακομα τοσο χαλια ,απλως παλια ειχαμε κανει 8 ωρες αντι για 6 !!!
Εκεινο δε που θυμαται ειναι οτι σε πολλα γεφυρια ,μας κατεβαζαν απο το λεωφορειο για να ελαφρυνει , περνουσαμε πεζοι το γεφυρι και μετα ξαναμπαιναμε :lol:
Απλά τώρα έχουν "καλύτερα" αυτοκίνητα και καλύτερα γεφύρια :cool:
 

LULLU

Member
Μηνύματα
3.506
Likes
7.699
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ταξίδι-Όνειρο
Νιγηρας-Μαλι
..αυτα τα βουνα πο το σημειο του poon hil ειναι ακομη μπροστα μου αν και περασαν 12 χρονια απο τοτε....νασε καλα και παντα τετοια ταξιδια....
 

renata

Member
Μηνύματα
5.540
Likes
1.950
Επόμενο Ταξίδι
Νεπάλ
πολύ ενδιαφέρον το ταξίδι σου...το νεπάλ ειναι παράδεισος σε ότι και άν αποφασίσεις να κάνεις εκεί.ειναι ένας τόπος που θέλεις να ξαναπάς ! περιμένομε την συνέχεια ...ευχαριστούμε alexis.
 

Alexis K

Member
Μηνύματα
28
Likes
31
Συνέχεια...

Την επόμενη ημέρα, Κυριακή (28/9), το πρώτο μου μέλημα ήταν η επισκευή του φωτογραφικού φακού που μου είχε χαλάσει. Λόγω της εορτής που ανέφερα παραπάνω, τα καταστήματα θα άνοιγαν μετά τις 10.00 και έτσι βγήκαμε μια βόλτα στη πλατεία Durbar, της Κατμαντού, όπου υπάρχουν τα παλιά ανάκτορα και μερικοί βουδιστικοί ναοί. Είναι ένα ωραίο μέρος που συγκεντρώνει αρκετό κόσμο, κυρίως τουρίστες, μικροπωλητές αλλά και πολλούς προσκυνητές.
Σχεδόν 11.00 χώρισα από την υπόλοιπη παρέα, η οποία θα πήγαινε στην γειτονική πόλη Patan, με τους ωραίους ναούς της και εγώ βρέθηκα μαζί με τον Γρηγόρη, στο New Road, ένα δρόμο της πόλης με καταστήματα ηλεκτρονικών, φωτογραφικών κλπ. Όχι πολύ δύσκολα, βρήκα κάποιον να μου επισκευάσει το φακό της μηχανής, αλλά θα μου τον ετοίμαζε πολύ αργότερα. Έτσι φύγαμε και γυρίσαμε στο κέντρο της πόλης, στο Thamel, και περάσαμε τις μεσημβρινές ώρες τριγυρίζοντας στα αμέτρητα μαγαζιά και κάνοντας τις πρώτες αγορές, σε ορειβατικά είδη και αναμνηστικά δώρα. Να σημειώσω εδώ ότι η Κατμαντού είναι ένας παράδεισος αγορών σε ορειβατικά είδη, τα οποία φέρνουν από τη Κίνα, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Μετά το μεσημεριανό, θα ήταν σχεδόν 16.00 έπιασε μια δυνατή μπόρα, αλλά σύντομα σταμάτησε και έτσι μπορέσαμε με ένα rickso (= ποδήλατο–ταξί) να πάμε να πάρουμε το φακό από το New Road. Στην επιστροφή επήγαμε σε ένα άλλο κατάστημα που είχα παραγγείλει να μου κεντήσουν σε μερικές μπλούζες το σήμα του Ορειβατικού της Πάτρας, αλλά καθυστερήσαμε και χάσαμε το ραντεβού, που είχαμε στο ξενοδοχείο, με τους υπόλοιπους και το πρόεδρο της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ, κο Ang. Tsering, ο οποίος μας είχε καλέσει για δείπνο σε ένα εστιατόριο.
Ευτυχώς όμως, ο κος Ang. Tsering, ευγενέστατος, μας είχε αφήσει μήνυμα στη ρεσεψιόν και σε μισή ώρα έφτασε ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό του και μας μετέφερε στο πολυτελές εστιατόριο που μας φιλοξένησε. Για να εξιλεωθούμε για τη καθυστέρηση του προσέφερα μια μπλούζα από αυτές που έφτιαξα με το σήμα του Ορειβατικού, δώρο που εξέπληξε μέχρι και τους δικούς μας. Εκεί μάθαμε ότι ο Γιάννης πήγε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί δεν αισθανόταν καλά και τελικά αποφάσισε να γυρίσει με τη πρώτη δυνατή πτήση στην Ελλάδα. Ήδη η εταιρεία του κου Ang. Tsering, έκανε τις απαραίτητες ενέργειες και του εξασφάλισε εισιτήριο, για την μεθεπόμενη ημέρα.
Στην επιστροφή από το εστιατόριο αποφασίσαμε μερικοί να πάμε σε ένα μαγαζί, που απ’ ότι διαφήμιζε στην είσοδό του είχε παραδοσιακή μουσική. Τελικά τη πατήσαμε γιατί το παραδοσιακό πρόγραμμα είχε τελειώσει νωρίτερα και το μετέπειτα πρόγραμμα περιελάμβανε ένα κακόγουστο show με κορίτσια «ελαφρά» ντυμένα. Μιας και μπήκαμε, είπαμε να πιούμε ένα ποτό, που τελικά ήταν οινόπνευμα σκέτο και έτσι σε λίγη ώρα φύγαμε, προτιμώντας ένα καλό ύπνο από ένα ατυχές ξεύχτι!
Η Δευτέρα(29/9), ξεκίνησε με συννεφιά, αλλά αυτό δεν μας άλλαξε τα σχέδια. Με δύο ταξί, οι περισσότεροι επήγαμε στη συνοικία Pasupatinath, στον ιερό ποταμό Pasmati, όπου οι γίνονται οι τελετές καύσεις των νεκρών. Στο χώρο δεσπόζει ένα μεγάλο ινδουιστικό μοναστήρι καθώς και διάφορα άλλα κτίρια που συχνάζουν διάφοροι γκουρού, ενώ συνεχώς γίνονται διάφορες τελετές. Εμείς μπορέσαμε και παρακολουθήσαμε μια τελετή καύσης νεκρού και μάλιστα ανώτερης κοινωνικής κάστας που τελετή είναι πιο πομπώδης.
Το μεσημεράκι πάλι με ταξί και μετά από μια ωριαία και πλέον κούρσα, καλύψαμε τα βασανιστικά, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης, 15 χλμ μέχρι τη πόλη Μπαχταπούρ, πόλη-δορυφόρο της Κατμαντού και μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το κέντρο της έχει μια σειρά από παγόδες και διάφορα παλαιά κτίρια που συνθέτουν ένα εξαιρετικό σκηνικό. Παρά τη βροχή που έπεφτε για αρκετή ώρα, περιηγηθήκαμε τα αξιοθέατα, ήπιαμε το τσάι μας σε καφε-παγόδα και αργότερα το απόγευμα επιστρέψαμε στη Κατμαντού.
Ενώ οι άλλοι πήγαν στο ξενοδοχείο, εγώ βγήκα στην αγορά και αγόρασα ορισμένα δώρα και αναμνηστικά που ήθελα, τα οποία κατάφεραν να μου γεμίσουν άλλον ένα σάκο που αγόρασα εκεί, και τελικά πριν τις 19.00 γύρισα στο ξενοδοχείο. Εδώ βρήκα και τον Γιάννη ο οποίος πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και ετοιμαζόταν, μαζί με τον αδελφό του, να γυρίσουν το επόμενο πρωί στο σπίτι τους. Φυσικά, φανερά δυσαρεστημένοι από την περιπέτεια υγείας που είχαν και επιπλέον, με το ότι θα έχαναν την υπόλοιπη εκδρομή στο Θιβέτ.
Στη ρεσεψιόν βρήκα ένα μήνυμα, ότι οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, είχαν πάει σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, το Bhojan Griha στη συνοικία Dilli Bajar. Μετά από ένα γρήγορο ντούς, πήρα ένα ταξί και μετά μυρίων βασάνων, αφού ο οδηγός δεν ήξερε που ήταν το μαγαζί, αλλά ούτε ο ρεσεψιονίστας του είχε δώσει καλές οδηγίες, κατάφερα τελικά να βρω το εστιατόριο.
Αμέσως φάνηκε ότι το μαγαζί ήταν καλό. Στεγαζόταν σε ένα αναπαλαιωμένο μεγάλο κτίριο, με μία μεγαλύτερη αυλή, με ένα απαλό φωτισμό. Εσωτερικά αποτελείτο από 3-4 μεγάλα δωμάτια για τους πελάτες με χαμηλά τραπέζια και βαριά χαλιά. Φυσικά καθόμασταν σταυροπόδι και επιπλέον χωρίς παπούτσια. Το φαγητό καλό και ποικίλο, ενώ στο σερβίριζαν με εντυπωσιακό τρόπο. Υπήρχε μία ορχήστρα με παραδοσιακά όργανα του Νεπάλ, που έπαιζε, περιφερόμενη από δωμάτιο σε δωμάτιο, τραγούδια από όλη τη χώρα. Όλοι οι υπάλληλοι του μαγαζιού ήσαν ντυμένοι με παραδοσιακά ρούχα. Επιπλέον υπήρχαν και 2 ζευγάρια αρίστων χορευτών που πλαισίωναν την ορχήστρα. Υπήρχε ακόμα και μια πανέμορφη παρουσιάστρια των τραγουδιών και χορών που μας εξηγούσε με δυο λόγια τι παρουσίαζαν τα τραγούδια και οι χοροί. Ομολογουμένως το μαγαζί ήταν άψογο και από αυτά που πάλι θα πήγαινα ευχαρίστως.
Τρίτη(30/9). Το ξημέρωμα μας βρήκε δύο λιγότερους. Ο Γιάννης και ο αδελφός του, Δημήτρης, έφυγαν από το ξενοδοχείο στις 04.00 τη νύχτα και στις 06.30 πέταξαν για το ταξίδι της επιστροφής. Εμείς σηκωθήκαμε με την άνεσή μας και έχοντας ένα θαυμάσιο καιρό πετάξαμε στις 11.00 με την Air China, για το Θιβέτ. Η πτήση διαρκεί λιγότερο από 1½ ώρα, αλλά η θέα που έχεις στην οροσειρά των Ιμαλάϊων είναι εκπληκτική. Φυσικά περάσαμε πάνω από το Έβερεστ και άλλες πανύψηλες κορφές. Σύντομα κάτω μας απλωνόταν το τεράστιο οροπέδιο του Θιβέτ και στις 14.15 ώρα Κίνας, φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Στο αεροδρόμιο υπήρχε απόλυτη τάξη και ησυχία και φυσικά η παρουσία αστυνομίας και στρατού ήταν ασφυκτική. Μην ξεχνάμε ότι το Θιβέτ το κατέλαβε πριν μισό αιώνα η Κίνα και οι κάτοικοί του είναι σε μόνιμη αντιπαράθεση με τους Κινέζους που απ’ ότι ξέρουμε και απ΄ ότι είδαμε τις επόμενες ημέρες θέλουν να το «διαβρώσουν» με συνεχείς εποικισμούς και αλλοίωση του χαρακτήρα της χώρας.
Το αεροδρόμιο της Λάσα, δεν είναι στη Λάσα αλλά στη πόλη Gongkar, εξήντα χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, σε υψόμετρο 3600μ και δίπλα στο μεγάλο ποταμό Yarlung Tsangpo, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό Βραχμαπούτρα που εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό στο Μπαγκλαντές.
Μετά τις διατυπώσεις βγήκαμε από το αεροδρόμιο, όπου μας περίμενε με ένα μικρό λεωφορείο ο Θιβετιανός συνοδός μας, Tenpa, ένας εξαιρετικά συμπαθής και ευχάριστος άνθρωπος. Αμέσως μας εξήγησε δυο-τρία χρηστικά πράγματα, μας προσέφερε κι από ένα μπουκάλι νερό, που πράγματι το χρειαζόμασταν, και σύντομα σχετικά πήραμε το δρόμο ανατολικά του αεροδρομίου, δίπλα στο ποτάμι Η διαδρομή μας θα ήταν γύρω στα 100 χλμ μέχρι τη πόλη Tsetang, όπου θα κάναμε τη πρώτη μας διανυκτέρευση.
Τα πρώτα που μας έκαναν εντύπωση, σε σύγκριση με το Νεπάλ, ήταν η πολύ μικρότερη κίνηση που υπήρχε στο δρόμο, η σαφώς καλύτερη ποιότητα του ασφάλτινου οδοστρώματος και οι μεγάλες δενδροφυτεύσεις που είχαν γίνει δίπλα στο ποτάμι. Να τονίσω εδώ ότι η χώρα είναι στη ουσία μια απέραντη στέπα που σε μερικά σημεία μπορείς να την πεις και έρημο. Η βλάστηση περιορίζεται σε χορτάρι και χωράφια στις περιοχές που είναι κοντά σε ποτάμια. Κτηνοτροφία και η καλλιέργεια σιτηρών είναι δηλαδή η κύρια ασχολία των κατοίκων της υπαίθρου.
Κατά τη διάρκεια της μετακίνησής μας, κάναμε μια στάση, κοντά σε ένα χωριό που μας έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που βρίσκονταν με σκαπανικά στο χέρι κατά μήκος του δρόμου. Η ομάδα αυτή των ανθρώπων, αποτελούσε ένα συνεργείο, που είχε αναλάβει να συντηρήσει ένα μεγάλο αυλάκι που χρησιμοποιείται για να μαζεύει τα νερά των βροχών για να μην πλημμυρίζουν τα χωράφια. Το κράτος υποχρεώνει από κάθε οικογένεια δύο άτομα, για λίγες ημέρες, να συμμετέχουν σε έργα κοινής ωφελείας. Για την ακρίβεια τους βρήκαμε την ώρα της μεσημβρινής ξεκούρασης και έτσι συνομιλήσαμε λίγο μαζί τους (με λίγα Αγγλικά και πολλές χειρονομίες) και ευγενικά μας προσέφεραν λίγο από το φάγητό τους το «τσάμπα», ένα αλεσμένο δημητριακό, με παράξενη γεύση αλλά δυναμωτικό απ’ ότι μας είπαν.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας που πάντα γινόταν δίπλα στο ποτάμι, μας έφερε στις 17.30 στη πόλη Tsetang (3540μ),όπου και θα διανυκτερεύαμε. Η πόλη αυτή, που έχει πληθυσμό 80.000 κατοίκους, όπως και όλες οι υπόλοιπες πόλεις του Θιβέτ, έχουν στην ουσία δύο συνοικίες. Τη Κινέζικη με μεγάλους δρόμους, καινούργια κτίρια, κλπ και τη Θιβετιανή συνοικία με παλιά κτίρια, χωματόδρομους, στενά κλπ, αλλά είναι πιο ενδιαφέρουσα μιας και έχει περισσότερο «χρώμα».
Το ξενοδοχείο που μείναμε (Yulong Hoiliday Hotel), στη Κινέζικη συνοικία, ήταν ένα καινούργιο κτίριο, με κάποιες παραδοσιακές πινελιές, σ’ ένα κεντρικό δρόμο της πόλης. Πρέπει να ήταν το καλύτερο της πόλης, μιας και μάζευε πολύ κόσμο, κυρίως τουρίστες.
Πρόβλημα αντιμετωπίσαμε με το συνάλλαγμα, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία και η τράπεζα ήταν κλειστή. Επειδή το μόνο μέρος που έχει δικαίωμα μετατροπής ξένων νομισμάτων σε yuan, είναι η Bank of China, αναγκαστήκαμε να δανειστούμε χρήματα από τον Tenpa, για να φάμε το βράδυ.
Η επόμενη ημέρα, Τετάρτη (1/10), ήταν πάλι αργία, αλλά η τράπεζα θα άνοιγε στις 10.30, για μερικές ώρες. Έτσι αποφασίσαμε μέχρι να ανοίξει η τράπεζα, να κάνουμε μια βόλτα στο ποταμό Βραχμαπούτρα, πολύ κοντά στη πόλη. Σταματήσαμε σε ένα σημείο που υπάρχει μια μεγάλη γέφυρα και βγάλαμε μερικές φωτογραφίες. Δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό και έτσι γρήγορα γυρίσαμε στη πόλη, για μια περιήγηση στη παλιά, Θιβετιανή συνοικία. Έτσι λίγο μετά τις 09.00 βρεθήκαμε να περπατάμε, στα δρομάκια, ανάμεσα στα σπίτια. Σε όλο σχεδόν το Θιβέτ, τα σπίτια είναι κλεισμένα από πέτρινες μάντρες και έτσι δεν έχεις καλή άποψη των εσωτερικών αυλών και μόνο στα βιαστικά από κάποιες μισάνοιχτες πόρτες, μπορέσαμε να δούμε λίγο τα σπίτια τους.
Λίγο αργότερα φτάσαμε στο βουδιστικό μοναστήρι Ganden Chökhorling, κτίσμα του 14ου αιώνα. Μικρό σε έκταση, το τριγυρίσαμε σε λίγο χρόνο και στη συνέχεια, πάλι ανάμεσα στα σκονισμένα δρομάκια, συνεχίσαμε στο τέλος της συνοικίας όπου ανεβήκαμε ένα μονοπάτι που μας οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι Sang-ngag Zimche. Εδώ κάτσαμε λίγο περισσότερο μιας και έχει πανοραμική θέα προς τη πόλη. Ενώ τριγύριζα σε κάποια ταράτσα για φωτογραφίες συνάντησα δυο νεαρές καλόγριες και με νοήματα, κατάλαβα ότι ήθελαν να τις φωτογραφήσω. Μάλιστα που επέτρεψαν να μπω στο δωμάτιό τους και φυσικά δεν έχασα την ευκαιρία να πάρω και μερικές εσωτερικές φωτογραφίες. Να σημειώσω ότι αντίθετα με τα δικά μας μοναστήρια, εδώ επιτρέπεται σχεδόν παντού η φωτογράφηση, συνήθως με κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Οι μοναχοί μάλιστα, δεν διστάζουν να ποζάρουν για τη φωτογράφησή τους.
Η ώρα όμως πέρασε και περασμένες 11.00 κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης. Γρήγορα πήγαμε στη τράπεζα, για αλλαγή συναλλάγματος, και λίγο αργότερα βρεθήκαμε πάλι στο μικρό μας λεωφορείο. Ακολουθήσαμε το δρόμο νότια της πόλης στη κοιλάδα του ποταμού Yarlung. Η περιοχή αυτή θεωρείται το λίκνο του Θιβετιανού πολιτισμού, γιατί εκεί τον 7ο αιώνα, οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες και βασιλείς, ενοποιήθηκαν σε ένα κράτος.
Περίπου 15 χλμ από το Tsetang, είναι το χαρακτηριστικότερο κτίσμα της κοιλάδας. Είναι ένας ναός-φρούριο, το Yumbulagang, πάνω σε ένα απότομο βράχινο λόφο 150 μέτρα περίπου ψηλότερα από το μικρό οικισμό στη βάση του. Δεσπόζει στη κοιλάδα και το όλο σκηνικό είναι εκπληκτικό. Θεωρείται το παλαιότερο κτίριο του Θιβέτ και η δημιουργία του χάνεται στους μύθους και τις παραδόσεις. Το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα, αν και βέβαια αυτό που είδαμε εμείς, είναι η τελευταία εκτεταμένη ανακαίνιση που έγινε το 1982.
Σύντομα ανεβήκαμε το μονοπάτι που οδηγεί στο ναό, περιηγηθήκαμε το στενό χώρο, απολαύσαμε τη πανοραμική θέα και μερικοί κατεβήκαμε στη νότια πλευρά του λόφου για μερικές εντυπωσιακές φωτογραφίες. Μετά από μια ώρα και πλέον, μαζευτήκαμε όλοι στο κέντρο του χωριού, κάτω από το Yumbulagang και σε ένα λιτό εστιατόριο φάγαμε το μεσημεριανό μας. Αργότερα επιστρέψαμε στη Tsetang. Πριν πάμε στο ξενοδοχείο, σταματήσαμε στη παλιά πόλη πάλι και περάσαμε αρκετή ώρα περιφερόμενοι και φωτογραφίζοντας στα στενά σοκάκια. Αργότερα βρεθήκαμε να κάνουμε βόλτες στη σύγχρονη πλευρά της πόλης και μέχρι το δείπνο κάναμε και λίγες αγορές αναμνηστικών κλπ.
Πέμπτη (2/10). Ημέρα ταξιδιού προς τη Λάσα, αλλά η μέρα αυτή μας επιφύλασσε μία απογοήτευση. Οι Κινεζικές αρχές, απαγόρευσαν από το καλοκαίρι και μετά από την εξέγερση των Θιβεταιανών, την επίσκεψη σε ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια της χώρας, το Samye, γιατί οι μοναχοί του θεωρήθηκαν οι κύριοι υποκινητές των επεισοδίων. Το ξέραμε βέβαια από την Ελλάδα αυτό, αλλά εκείνες τις ημέρες έγινε μια σύσκεψη των αρχών στη Λάσα, για την άρση της απαγόρευσης, αλλά η απόφαση ήταν αρνητική.
Έτσι αναχωρήσαμε στις 09.00 για τη διαδρομή μας. Ακολουθούσαμε το προχτεσινό δρόμο, αλλά αντίθετα προς το αεροδρόμιο δηλαδή. Πάλι τα ίδια τοπία, δίπλα στο ποταμό Yarlung Tsangpo (Βραχμαπούτρας), μα μετά από πρόταση του Tenpa, κάναμε μια παράκαμψη περίπου 10 χλμ σε ένα καλό χωματόδρομο και επισκεφθήκαμε μια μικρή κοιλάδα με ένα οικισμό και ένα μικρό μοναστήρι το Rivolving. Όλος ο χώρος ήταν εντυπωσιακός, μιας και το μοναστήρι, ήταν καλά συντηρημένο, πάνω από το χωριό και έτσι είχαμε και ωραία θέα προς τα χωράφια. Τα ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, ήταν άλλο μοναστήρι που το κατέστρεψαν οι Κινέζοι, όπως και άλλα πολλά, κατά τη «πολιτιστική επανάσταση» το 1959.
Μετά από σχεδόν 2 ½ ώρες ήμασταν πάλι δίπλα στο ποτάμι. Μετά το αεροδρόμιο, περάσαμε από μια μεγάλη γέφυρα, πάνω από τον ποταμό Βραχμαπούτρα, που μας οδήγησε σε ένα τούνελ 3 χλμ και μετά την έξοδό του, σε άλλη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Lhasa, παραπόταμο του Βραχμαπούτρα, που διαρρέει την ομώνυμη κοιλάδα. Στις 14.00 από μια μεγάλη λεωφόρο (Beijing Road), μπήκαμε στη πρωτεύουσα του Θιβέτ, τη Λάσα, από τα δυτικά, στη Κινέζικη συνοικία.
Η πρώτη άποψη δεν σε εντυπωσιάζει, μιας και βλέπεις μια μεγαλούπολη 500.000 κατοίκων, με σύγχρονα μεγάλα κτίρια και τίποτα το παραδοσιακό. Μόλις όμως φτάσεις στη κεντρική πλατεία, τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί δεσπόζει η Ποτάλα, το παλάτι του εξόριστου στην Ινδία, Δαλάι Λάμα. Το θέαμα είναι μοναδικό και από αυτά που σου μένουν χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη. Φυσικά είναι μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Η συνέχεια του δρόμου μας οδήγησε στην ανατολική πλευρά της πόλης, στη Θιβετιανή συνοικία, όπου ήταν και το ξενόδοχείο μας (Ran Mu Qi Hotel). Η περιοχή αυτή είναι σαφώς πιο γραφική, πολύχρωμη και θορυβώδης και εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Λάσα. Η μόνη παραφωνία είναι η πολύ μεγάλη στρατιωτική και αστυνομική παρουσία. Σε κάθε γωνία υπήρχαν 4 στρατιώτες και τα περίπολα είναι συνεχή. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες που παρακολουθούν κάθε κίνηση.
Αμέσως μόλις τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας, βγήκαμε για τη πρώτη βόλτα στη πόλη. Πολύ κοντά μας ήταν ο ναός Jokhang, το θρησκευτικό κέντρο των βουδιστών του Θιβέτ και όπως είναι φυσικό μαζεύει πάρα πολλούς προσκυνητές και φυσικά πολλούς τουρίστες. Μπροστά από το ναό υπάρχει η πλατεία Barkhor, που μαζί με το ναό, σηματοδοτούν το κέντρο της παλιάς πόλης. Στο ναό μέσα δεν μπήκαμε, γιατί είχαμε ήδη προγραμματίσει εκεί επίσκεψη την μεθεπόμενη ημέρα, αλλά κάναμε το γύρω του ναού όπου υπάρχουν πολλά μαγαζάκια με παραδοσιακά είδη, εστιατόρια και πλανόδιοι πωλητές που συνθέτουν μαζί με τους προσκυνητές, ένα πολύχρωμο παζλ.
Να συμπληρώσω εδώ ότι ο γύρος των διαφόρων ναών και άλλων ιερών τοποθεσιών, λέγεται «κόρα» και είναι κάτι το επιβεβλημένο από τη θρησκεία των βουδιστών. Γίνεται δε, πάντα, με κατεύθυνση προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, είτε περπατώντας είτε με γονυκλισίες ( τρία βήματα και πλήρη οριζοντίωση στο έδαφος). Πραγματικά είναι ένα μέρος που μπορείς να περάσεις ώρες και να μη το καταλάβεις!
Παρασκευή (3/10). Τη νύχτα έβρεξε για μια-δυο ώρες και το ξημέρωμα είδαμε ότι στα βουνά τριγύρω είχε πέσει λίγο χιόνι. Μετά το πρωινό βγήκα σε ένα διπλανό μαγαζάκι και αγόρασα ένα φορτιστή για το κίνητό μου, γιατί ξέχασα τον δικό μου στη Κατμαντού. Μου φάνηκε απίστευτο που σε ένα μικρό ψιλικατζίδικο βρήκα αμέσως τον κατάλληλο, αν και όχι αυθεντικό, φορτιστή που ήθελα, φυσικά κινέζικης κατασκευής.
Στις 09.00 με το μικρό μας λεωφορείο, πήγαμε στο μοναστήρι Drepung, 8 χλμ δυτικά της πόλης. Από μακριά μοιάζει με ολόκληρο χωριό και πριν τη Κινεζική εισβολή, φιλοξενούσε περί τις 10.000 μοναχούς, ενώ σήμερα έχει περί τους 600. Ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι οιασδήποτε θρησκείας του κόσμου. Εδώ δαπανήσαμε 2-3 ώρες, περιφερόμενοι σε διάφορα κτίρια και ναούς, ενώ προσφέρει και εξαιρετική θέα προς τη δυτική πλευρά της πόλης. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η μεγάλη παρουσία της αστυνομίας σε όλους τους χώρους της μονής.
Κατά τις 12.00 κατεβήκαμε προς τη Λάσα και επισκεφθήκαμε μια βιοτεχνία χαλιών. Δεν βρήκαμε κάτι το ιδιαίτερο και σύντομα φύγαμε για να πάμε σε μία μεγάλη κλινική που έκαναν θεραπεία με βότανα αφού πρώτα σου εύρισκαν από τι πάσχεις διαβάζοντας τις γραμμές στο χέρι. Παρότι στην αρχή γελάγαμε, η επιτυχία στην εύρεση των ασθενειών, που κάποιος είχε περάσει ή έπασχε εκείνη τη περίοδο μας, εξέπληξε. Το μόνο κακό ήταν το κόστος της βοτανοθεραπείας που ανερχόταν σε ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες ευρώ, που δεν είχαμε τη δυνατότητα να διαθέσουμε. Πάντως το μόνο σίγουρο ήταν ότι φύγαμε με άλλη γνώμη από την επικριτική στάση που είχαμε όταν μπήκαμε στη κλινική.
Το μεσημέρι αποφάσισα να μη φάω και να κάνω μια βόλτα στη παλιά πόλη. Χωρίς ξεναγό αλλά με το εκπληκτικό βιβλίο – οδηγό του Lonely Planet (Tibet), και αρκετή διάθεση για περιπέτεια, άρχισα το περπάτημα στα στενά σοκάκια.
Στην αρχή ακολούθησα για λίγο το κεντρικό δρόμο (Beijing East Road) και σύντομα έφτασα στο μικρό μοναστήρι Meru Sarpa. Οι άσπροι του τοίχοι κρύβονται από τα πολλά φορτω-ταξί που κάνουν πιάτσα εκεί, αλλά ευτυχώς αφήνουν ελεύθερη την είσοδό του. Ο εσωτερικός περίβολος είναι στολισμένος με αρκετά λουλούδια, αλλά τα κελιά των μοναχών έχουν μετατραπεί σε κατοικίες, όπου ζούν αρκετές οικογένειες. Το κεντρικό οικοδόμημα είναι ένα τυπογραφείο που ακόμα χρησιμοποιεί ξύλινα στοιχεία και παλιές τεχνικές τυπώματος. Κάποιοι εργάζονταν εκεί, αλλά δεν μου επέτρεψαν τη φωτογράφηση.
Στη βορειοδυτική γωνία της αυλής, βρίσκεται ένας μικρός ατμοσφαιρικός ναός, με ένα νεαρό, ευγενέστατο μοναχό, που μάλιστα τραβήχτηκε στην άκρη για να μπορέσω να φωτογραφίσω καλύτερα το εσωτερικό του ναού.
Η συνέχεια της βόλτας με έφερε σε ένα στενό απέναντι από το μοναστήρι. Μετά από λίγα μέτρα συνάντησα ένα εκπληκτικό καφέ και έκανα μία στάση για τσάι. Ακριβώς δίπλα στο καφέ βρίσκεται το μοναδικό boutique ξενοδοχείο της πόλης το House of Shambhala. Το πρώτο που σε εντυπωσιάζει είναι οι πορτοκαλί τοίχοι του και η ξυλόγλυπτη ζωγραφισμένοι πόρτα του. Μπήκα μέσα και τράβηξα μερικές φωτογραφίες, ενώ είδα και ένα δωμάτιο του. Όλα ήσαν πραγματικά πανέμορφα και μόλις έφυγα, άρχισε αμέσως να με τριγυρνά η ιδέα να μείνω στο ξενοδοχείο αυτό.
Κατόπιν πέρασα από σοκάκια, γεμάτα με μικρομάγαζα, που πολλά από αυτά έφτιαχναν έπιπλα, ξυλόγλυπτες μάσκες, αγάλματα, σημαίες προσευχής κλπ. Δεν έχασα την ευκαιρία να αγοράσω ένα πήλινο άγαλμα του Βούδα, κομψά ζωγραφισμένο και ντυμένο. Η τιμή του, αν και δεν τη θυμάμαι, ήταν υπερβολικά χαμηλή, μιας και η περιοχή αυτή είναι έξω από τα «τουριστικά μονοπάτια».
Μετά χάθηκα για λίγο μέσα στα στενά, αλλά μια ντόπια κυρία, με οδήγησε στο ναό του Karmashar, που κάποτε ήταν το σπίτι του ομώνυμου, κύριου, μάντη της Λάσα. Μέσα στο ναό υπάρχει το άγαλμά του, διακοσμημένο με βραχιόλα, χάντρες κλπ, και κάποιες ωραίες τοιχογραφίες στους επάνω τοίχους.
Πιο κάτω βρέθηκα στη μουσουλμανική συνοικία. Εδώ ζουν οι περίπου 2.000 μουσουλμάνοι της πόλης. Είναι κυρίως έμποροι και είναι μια δυναμική κοινότητα. Κέντρο της συνοικίας είναι ένας μικρός σε μήκος αλλά σχετικά πλατύς δρόμος, γεμάτος με εμπορικά μαγαζιά και φυσικά το τζαμί, στο οποίο όμως δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε αλλόθρησκους.
Στη συνέχεια έστριψα προς τα δυτικά και ο δρόμος με οδήγησε στο μικρό, γυναικείο μοναστήρι Ani Sangkhung. Πρόκειται για παλιό μοναστήρι του 15ου αιώνα, που οι καλόγριες έχουν πολύ περιποιημένο, με μια αυλή γεμάτη λουλούδια και ένα εξαιρετικό τεϊοποτείο, που ήταν γεμάτο κόσμο. Διαθέτει και ένα μικρό μαγαζί με διάφορα χειροτεχνήματα των καλογριών και αγόρασα κάτι για αναμνηστικό.
Πιο κάτω στο δρόμο μου και αφού πέρασα άλλο ένα τζαμί συνάντησα ένα ακόμα ναό, τον Lho Rigsum Lhakhang. Πρόκειται για ένα μικρό ναό, μετόχι ενός άλλου μεγάλου μοναστηριού, του Ganden και έχει μια μικρή εσωτερική «κόρα». Ο μοναχός που επέβλεπε και φρόντιζε το ναό, ήταν ένας γελαστός και ευχάριστος άνθρωπος, που όχι μόνο μου επέτρεψε να φωτογραφίσω εσωτερικά το ναό, αλλά με ρώταγε μέχρι και το που ήθελα να κάτσει, για να βγάλω καλύτερες πόζες!
Μετά το ναό ακολούθησα βόρεια κατεύθυνση και περνώντας από διάφορα εμπορικά δρομάκια και με τον κόσμο να αυξάνεται, βρέθηκα στη νοτιο-ανατολική γωνία της «κόρα» του Jokhang. Έκανα μια στάση σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο και δοκίμασα μια συνταγή με γλώσσες από γιακ και μια περίεργη σάλτσα. Μάλλον δεν έκανα καλή επιλογή φαγητού, αλλά τουλάχιστον είχα ωραία θέα από τη ταράτσα.
Μετά το μικρό διάλλειμα συνέχισα τη «κόρα» μέχρι τη πλατεία Barkhor, περιεργαζόμενος τους πάγκους των μικροπωλητών και τα πολλά καταστήματα που υπάρχουν εκεί. Το σούρουπο ερχόταν, ώρα σχόλης, κυρίως για τους γεροντότερους, που σε μικρές παρέες έπαιζαν ένα παιχνίδι με ζάρια σε ένα πλάτωμα της «κόρα».
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο πήρα την απόφαση να πάω να μείνω δύο βράδια στο House of Shambhala. Επειδή όμως υπάρχει μια «γραφειοκρατία» από τις αρχές, ακόμα και στο κλείσιμο ενός δωματίου, ανέλαβε ο Tenpa να τακτοποιήσει το θέμα και επάξια κέρδισε ένα καλό φιλοδώρημα. Έτσι στις 19.00 ήμουν στο νέο ξενοδοχείο μου. Ο συγκάτοικός μου, ο Χρήστος Γ, δεν θέλησε να με ακολουθήσει και έτσι πήγα μόνος.
Λίγο αργότερα βρεθήκαμε οι περισσότεροι σε ένα εστιατόριο και αργότερα με το Χρήστο τυχαία βρήκαμε ένα μπαράκι με ένα πολύ καλό κιθαρίστα, που τραγουδούσε κινέζικες μπαλάντες. Κατά τις 22.00 χωρίσαμε και πήγαμε για ύπνο.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο (4/10), σηκώθηκα νωρίς σχετικά και περιεργάστηκα το δωμάτιό μου. Ήταν δίχωρο βαμμένο κυρίως με πορτοκαλί και καφέ ώχρα αλλά και με άλλες χρωματικές πινελιές. Στο σκέπασμα του κρεβατιού, ήταν ραμμένες διακοσμητικές πέτρες, από πάνω κουνουπιέρα, ενώ υπήρχε και ένας μεγάλος καναπές ντυμένος με ζεστά καλύμματα. Υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο και μια ανάλογη ντουλάπα, όλα παλαιά αλλά συντηρημένα έπιπλα. Τα φωτιστικά μπρούτζινα με πολλές ρυθμίσεις που πράγματι με μπέρδεψαν μέχρι να τις μάθω. Το μπάνιο δίχωρο κι’ αυτό, με καλλυντικά σε θαυμάσιες πήλινες συσκευασίες και τσατσάρα από κόκαλο γιακ. Σε ειδική θήκη υπήρχαν και δυο φιάλες οξυγόνου για όσους τυχόν είχαν προβλήματα με το μεγάλο υψόμετρο.
Για πρωινό ανέβηκα στην αίθουσα στο τρίτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείο. Και αυτός ο χώρος άψογα διακοσμημένος, με ξύλινα έπιπλα και μπρούτζινα διακοσμητικά Το πρωινό μάλλον μικρό αλλά πολύ καλά σερβιρισμένο. Γενικά δεν μετάνιωσα ούτε κατά το ελάχιστο για την επίλογή μου και φυσικά θα έμενα πάλι σε αυτό αν ξαναπήγαινα στη Λάσα.
Στις 09.00 πήγα στο άλλο ξενοδοχείο και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε με τον Tenpa, έξω από το ναό Jokhang. Μας έγινε μία ξενάγηση στο ναό, η οποία ήταν σύντομη, γιατί η είσοδος σε αλλόθρησκους επιτρέπεται για μικρό χρονικό διάστημα, μιας και ο ναός χρησιμοποιείται συνεχώς για τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών. Εξαιρετική θέα προς τη πλατεία Barkhor και τη Ποτάλα, προσφέρει ο εξώστης. Μέσα στο ναό απαγορευόταν η φωτογράφηση.
Μετά το ναό πήγαμε στη δυτική πλευρά της πόλης για να επισκεφθούμε το θερινό παλάτι του Δαλάι Λάμα, τη Norbulinka. Στην ουσία πρόκειται για ένα μεγάλο κήπο με μερικά κτίρια και ένα ναό. Συγκριτικά με τα άλλα αξιοθέατα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς κάναμε μια ωριαία βόλτα ανάμεσα στα δένδρα.
Μεσημεράκι πλέον το λεωφορείο μας άφησε κάτω από την Ποτάλα και έχοντας πλέον ελεύθερο πρόγραμμα σκορπιστήκαμε στη πόλη. Πριν γίνει αυτό φάγαμε κάτι πρόχειρο σε ένα κινέζικο εστιατόριο, στο οποίο τρομάξαμε να συνεννοηθούμε μιας και δεν γνώριζαν Αγγλικά και οι κατάλογοι ήσαν γραμμένοι στα Κινέζικά. Τελικά με νοήματα, αφού μας έβαλαν στη κουζίνα, τους δείχναμε τι περίπου θέλαμε να φάμε, και είναι αλήθεια ότι γελάσαμε πολύ όλοι με το σκηνικό αυτό.
Μετά το εστιατόριο σκορπίσαμε και μόνος πλέον έκανα τη «κόρα» της Ποτάλα, φωτογραφίζοντας κάποια καλά σημεία της περιοχής. Μετά άρχισα να ψάχνω στην αγορά να βρω μια μπαταρία για το κινητό μου, γιατί ο φορτιστής που είχα αγοράσει τη προηγούμενη ημέρα, μου έκαψε αυτή που ήδη είχα. Τυχαία συνάντησα τους Γρηγόρη, Νίκο και Χρήστο Γ. και ο τελευταίος είχε δεί ένα μαγαζί που είχε μπαταρίες. Όλοι μαζί πήγαμε μέχρι εκεί, αλλά τελικά δεν είχαν αυτό που ήθελαν. Μάλιστα επειδή είχαμε πρόβλημα συνεννόησης, στα Αγγλικά, τρεις πιτσιρίκες όχι μόνο ανέλαβαν χρέη μεταφραστή, αλλά θέλησαν να μας πάνε σε άλλο κατάστημα που πιθανώς θα είχε μπαταρία.
Εν τω μεταξύ ο Χρήστος έφυγε και οι τρεις μας με τις νεαρές συνεχίσαμε σε ένα άλλο εμπορικό δρόμο για το κατάστημα που θέλαμε. Οι μικρές σπούδαζαν σε κάποιο κολέγιο Αγγλική γλώσσα και επιδίωκαν επαφές με ξένους για να μιλούν τη γλώσσα.
Σε λίγη ώρα φτάσαμε σε ένα μεγάλο κατάστημα, που τελικά ούτε εκεί είχε τη μπαταρία που έψαχνα, αλλά μια πωλήτρια μετά από ένα τηλεφώνημα που έκανε, μου είπε να περιμένω, πήρε το μηχανάκι της, κάπου πήγε και μετά από είκοσι λεπτά, γύρισε έχοντας αυτό που έψαχνα. Φεύγοντας για να ευχαριστήσουμε τις τρεις νεαρές, τις πήγαμε σε μια καφετέρια να τις κεράσουμε κάτι. Βέβαια εκεί καταλάβαμε ότι μας κοιτούσε όλο το μαγαζί,(τι θέλαμε με τα δεκαπεντάχρονα!!) και γρήγορα με κάποια δικαιολογία και αφού τις ευχαριστήσαμε, φύγαμε.
Το βράδυ πήγαμε κάτω από τη Ποτάλα για φωτογράφηση, μιας και ο νυκτερινός φωτισμός του παλατιού είναι εκπληκτικός, ενώ στη πλατεία τα μεγάφωνα έπαιζαν κλασσική μουσική και το μεγάλο συντριβάνι «χόρευε» στο ρυθμό, αλλάζοντας συνεχώς φωτισμό. Πραγματικά ήταν πολύ ωραίο θέαμα.
Η ώρα όμως κόντευε να πάει 21.30 και το κρύο ήταν αρκετό. Έτσι οι περισσότεροι πήγαμε για ένα ποτό στο μπαράκι που είχαμε πάει το προηγούμενο βράδι. Κατά τις 23.30 αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο σε μια πλανόδια ψησταριά έξω από το μπαρ, τραβήξαμε για τα δωμάτια μας.
Κυριακή (5/10). Τελευταία μέρα στη Λάσα και μάζεψα τα πράγματά μου από το ξενοδοχείο που έμενα και γύρισα στο άλλο που έμενε η υπόλοιπη παρέα. Συναντηθήκαμε εκεί με τον Tenpa και κατά τις 10.30 πήγαμε στη Ποτάλα για ξενάγηση. Περιμέναμε λίγο μιας και η διαδικασία εισόδου είναι αυστηρή και τα χρονοδιαγράμματα τηρούνται αυστηρά. Η παρουσία φυλάκων και αστυνομικών συνεχής και η φωτογράφηση απαγορευόταν στο εσωτερικό. Μη ξεχνάμε ότι η Ποτάλα είναι σημείο – σύμβολο για τους Θιβετιανούς, μιας και εκεί ήταν, μέχρι την εκδίωξή του από τους Κινέζους, η κατοικία του Δαλάι Λάμα. Έτσι αν και δεν είναι ναός, έχει μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος για το λαό και έτσι οι αρχές έχουν πάρει αυστηρά μέτρα.
Βρίσκεται στη κορυφή, ή μάλλον καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος, του 130 μέτρων ύψους, Marpo Ri (= Κόκκινος λόφος) και έχει θέα σε όλη τη πόλη. Τη τοποθεσία διάλεξε για να κατοικήσει ο βασιλιάς Songtsen Gampo στα μέσα του 7ου αι. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πώς ήταν το παλάτι αυτό, αλλά πρέπει να εντυπωσίασε τον 5ο Δαλάι Λάμα που άρχισε να χτίζει ένα νέο κτίριο στη θέση του παλιού, το 1645. Το έργο τελείωσε μετά από τρία χρόνια και η κυβέρνηση πλέον, έφυγε από το μοναστήρι Drepung και εγκαταστάθηκε εδώ.
Το εννέα ορόφων κτίριο, λεγόταν Karo Potrang (=λευκό παλάτι) από το χρώμα των τοίχων του, και το διατηρεί μέχρι και σήμερα. Το Marpo Potrang (=κόκκινο παλάτι) άρχισε να χτίζεται στη συνέχεια από τον ίδιο Δαλάι Λάμα, επάνω από το λευκό παλάτι και ολοκληρώθηκε το 1694, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο οποίος κρατήθηκε μυστικός(!!!), για να τελειώσει το κτίσιμο και να ταφεί εκεί. Το όνομα Ποτάλα, σημαίνει Παράδεισος.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν η αποκλειστική κατοικία των Δαλάι Λάμα, αλλά και των κυβερνήσεων της χώρας. Στη συνέχεια χτίστηκε η Norbulinka, (το θερινό παλάτι) και έτσι η Ποτάλα έγινε το χειμερινό παλάτι. Έχει περί τα 1000 δωμάτια και αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο κόσμο. Το 1959 βομβαρδίστηκε από τους Κινέζους, κατά την εξέγερση των Θιβετιανών, αλλά ευτυχώς οι ζημιές ήταν μικρές. Για το κοινό άνοιξε το 1980 και οι εργασίες συντήρησης και επισκευών τελείωσαν το 1995, κόστισαν δε 4 εκατομμύρια δολάρια.
Η ξενάγηση κράτησε περί τη 11/2 ώρα και επιτρέπεται σε ένα μικρό τμήμα του κτιρίου. Πάντως είναι κοπιαστική μιας και συνεχώς ανεβαίνεις σκαλοπάτια. Περάσαμε από διάφορα δωμάτια, μερικά με γνωστά θέματα από ταινίες του κινηματογράφου, όπως το «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» κλπ. Από μια ταράτσα, ψηλά, στο κόκκινο παλάτι είχαμε εξαιρετική θέα προς τη πόλη.
Το υπόλοιπο της ημέρας το αναλώσαμε, οι περισσότεροι σε ψώνια. Μετά από υπόδειξη του Χρήστου Γ. πήγα σε ένα μαγαζί με κοσμήματα και αγόρασα για την οικογένεια, κοσμήματα με ημιπολύτιμους λίθους καθώς και δυο διακοσμητικά μπουκαλάκια, ζωγραφισμένα με το χέρι από μέσα, με μία εξαιρετική τεχνική. Σε άλλο κατάστημα βρήκα παραδοσιακές κινέζικες στολές και αγόρασα μια σειρά για τα κορίτσια στο σπίτι. Τέλος σε κάποια μικρομάγαζα στη πλατεία Barkhor, πήρα ακόμα μερικά κοσμήματα σε σκαλιστή πέτρα και κόκαλο γιακ. Αυτές ήταν και οι αγορές μου στη Λάσα. Το βράδυ, μετά το δείπνο σε ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο, ασχοληθήκαμε με την τακτοποίηση των σάκων μας και νωρίς σχετικά πέσαμε για ύπνο.

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ...
 
Last edited by a moderator:

vagantos

Member
Μηνύματα
2.030
Likes
1.610
Επόμενο Ταξίδι
Θιβέτ, K.Aμερική ή Αφρική
Ταξίδι-Όνειρο
στου Ν.Καββαδία τα μέρη
Πολύ ωραία περιγραφή, ευχαριστώ και περιμένω για τη συνέχεια.
 

Alexis K

Member
Μηνύματα
28
Likes
31
Συνέχεια...

Το επόμενο πρωί, Δευτέρα (6/10), κατά τις 09.00 ήλθαν στο ξενοδοχείο τα τρία λευκά, τετρακίνητα Toyota Land Cruiser, με τα οποία θα ταξιδεύαμε. Τα αυτοκίνητα ήσαν πολύ καλά, πενταθέσια, με μεγάλους χώρους και με θηριώδη μηχανή 4.500 κυβικών. Αφού βολέψαμε τα πράγματά μας χωριστήκαμε σε τετράδες και ξεκινήσαμε. Είχαμε να κάνουμε ένα μακρύ ταξίδι μέχρι τη Κατμαντού στο Νεπάλ τις επόμενες ημέρες.
Είχαμε όλοι συνεννοηθεί να εναλλασσόμαστε στις θέσεις, για να μην ευνοηθούν ή κουραστούν κάποιοι. Πάντως στο δικό μας όχημα, οι Χρήστος Γ, ο Νίκος και ο Γρηγόρης μου παραχώρησαν τη θέση του συνοδηγού για όλες τις ημέρες και χάρη σε αυτή τους τη κίνηση, μπόρεσα να έχω τη δυνατότητα να βγάζω φωτογραφίες.
Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε μέχρι το Νεπάλ, είναι ο γνωστός Αυτοκινητόδρομος της Φιλίας. Είναι ένας δρόμος μήκους 700 χιλιομέτρων, που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα ψηλά διάσελα που περνά και η θέα που έχει από ένα από αυτά προς το Έβερστ. Αποτελεί και την ευκολότερη διαδρομή προς τη κατασκήνωση βάσης της Στέγης του Κόσμου, και φυσικά δεν θα αφήναμε αυτή τη παράκαμψη, έξω από το πρόγραμμά μας. Στο μεγαλύτερο μέρος του ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος αλλά έχει αρκετά χιλιόμετρα με χώμα και κάποια από αυτά ίσως με μικρές (ή μεγάλες) δυσκολίες.
Στην αρχή της διαδρομής μας ήμασταν δίπλα από το ποταμό Lhasa, στη συνέχεια περάσαμε πάνω από το ποταμό Βραχμαπούτρα και πήραμε μια απότομη ανηφόρα όλο στροφές και πατήσαμε το πρώτο διάσελο, το Kamba-la (4700μ). Το αξιοθέατο εδώ είναι η λίμνη Yamdrok-tso, χαμηλότερα από εμάς σε ύψος 4440μ. Η λίμνη όταν έχει καλό καιρό, σαν τη σημερινή ημέρα, παίρνει ένα βαθύ τυρκουάζ χρώμα και προσφέρει μοναδικό θέαμα. Στο βάθος ο χιονισμένος όγκος του όρους Nojin Kangtsang (7191μ). Η λίμνη έχει σχήμα σκορπιού και είναι μία από τις 4 ιερές λίμνες του Θιβέτ. (Oι άλλες λίμνες είναι: Lhamo La-tso, Namtso και Manasarovar). Οι πιστοί κάνουν το γύρω της λίμνης («κόρα») σε επτά ημέρες.
Λίγο πιο κάτω από το διάσελο κάναμε άλλη μια στάση σε ένα ακόμα σημείο με θέα και συνεχίσαμε κατηφορικά μέχρι που φτάσαμε δίπλα στη λίμνη. Η συνέχεια πάλι ανηφορική, ενώ αρχίζει να μας καλύπτει ένα βαρύ σύννεφο που μετά από λίγο έφερε βροχή. Ανεβαίνοντας κι άλλο άρχισε να χιονίζει και έτσι φτάσαμε στο διάσελο Karo-la (4960μ). Μετά από λίγο ο καιρός μας έκανε τη χάρη και άνοιξε για να μπορέσουμε να δούμε το εκπληκτικό θέαμα, ενός παγετώνα, που κατέβαινε από τη κορυφή Nojin Kangstang (7191μ) σχεδόν κάθετα προς το διάσελο.
Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν σχεδόν κατηφορική και περνώντας από άλλο ένα χαμηλότερο διάσελο το Simu-la (4280μ), προχωρήσαμε για τη κοιλάδα Nyang-tsu. Καθ’ οδόν σταματήσαμε για φωτογράφηση σε κάποιο χωριό που αλώνιζαν σιτάρι με παραδοσιακό τρόπο (με άλογα κλπ) και στις 17.00 φτάσαμε στη πόλη Gyantse που βρίσκεται σε ύψος 3980μ. Έχοντας καλύψει οδικώς περί τα 160 χλμ, εδώ θα διανυκτερεύαμε. Σήμα κατατεθέν, της μικρής αυτής πόλης των 15.000 κατοίκων, είναι το κάστρο της που δεσπόζει σε ένα απότομο λόφο.
Γρήγορα τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια μας στο Gyantse Hotel και άλλοι ξεκουράστηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι κάναμε μια βόλτα. Δεν πήγαμε στη παλιά Θιβετιανή συνοικία, γιατί ήδη έπεφτε ο ήλιος και απλά περιφερόμασταν στην αγορά της σύγχρονης συνοικίας. Φτάσαμε μέχρι μια πλατεία κάτω από το κάστρο, αλλά ο ερχομός της νύχτας μας μάζεψε όλους στο ξενοδοχείο. Εκεί μάθαμε ότι έγινε ισχυρός σεισμός στη Λάσα και όλοι επικοινωνήσαμε με τα σπίτια μας για να τους καθησυχάσουμε.
Το επόμενο πρωί, Τρίτη (7/10), λίγο μετά τις 09.00 επισκεφθήκαμε το μοναστήρι Pelkor Chöde στο βόρειο άκρο της πόλης, που αποτελεί το κύριο αξιοθέατο της. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων, που χτίστηκαν το 1418 και περιβάλλονται από ένα καλοδιατηρημένο τείχος. Στη μονή δεσπόζει η 35 μέτρων ύψους, λευκή «στούπα» (= κυκλικό πυραμιδοειδές κτίριο) που είναι και η μεγαλύτερη του Θιβέτ. Είναι εξαόροφη και γεμάτη σε όλους τους ορόφους με ναΐσκους με αγάλματα θεοτήτων.
Στη συνέχεια, περπατήσαμε λίγο στη παλιά συνοικία της πόλης και ανεβήκαμε σε ένα λοφίσκο απέναντι από το μοναστήρι όπου είχαμε εξαιρετική θέα προς αυτό, αλλά και προς την υπόλοιπη πόλη. Κατεβαίνοντας περιπλανηθήκαμε λίγο ανάμεσα στα παλιά σπίτια και περασμένες 12.00 πήραμε τα αυτοκίνητα και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Είχαμε να καλύψουμε 90 χλμ ασφαλτόδρομου μέχρι τη πόλη Shigatse. Το ταξίδι γρήγορο, με δυο μικρές στάσεις, τη μία σε ένα υδρόμυλο που άλεθε σιτάρι και την άλλη σε ένα χωριό που αλώνιζαν με ζώα και έτσι σε ένα δίωρο φτάσαμε στη πόλη.
To Shigatse που βρίσκεται σε υψόμετρο 3850 μέτρων, έχει 80.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό του Θιβέτ. Εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής, έχει και αυτή μια παλιά, μικρή Θιβετιανή συνοικία και μια μοντέρνα Κινέζικη συνοικία ταχύτατα εξαπλούμενη.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο κεντρικό ξενοδοχείο Manasarovar, βγήκαμε στη πόλη άλλοι για ένα γρήγορο γεύμα, και άλλη για βόλτα και στις 16.30 επισκεφθήκαμε ένα από τα σημαντικότερο μνημεία της όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας, το μοναστήρι Tashilhunpo.
Έχει έκταση 70.000 τετρ. μέτρων και περικλείεται από τείχη. Πρόκειται στην ουσία για μια μικρή πολιτεία. Κατάφερε να «επιζήσει» κατά την «πολιτιστική επανάσταση» του 1959 και είναι έδρα του Panchen Lama, δεύτερου στην ιεραρχία πνευματικού ηγέτη, μετά τον Δαλάι Λάμα και αναγνωρισμένου από τις Κινεζικές αρχές. Η ομορφιά του χώρου είναι δεδομένη. Ήδη από της είσοδο της μονής έχεις σχεδόν πανοραμική θέα στο χώρο. Τα κτίρια είναι καλοδιατηρημένα και περάσαμε ευχάριστα την ώρα μας περπατώντας όχι μόνο τριγύρω αλλά και μέσα στους διάφορους ναούς.
Από τον Tenpa μάθαμε ότι κατά τις 18.00 θα γινόταν στο κεντρικό ναό μια λειτουργία και μπορούσαμε να τη παρακολουθήσουμε. Θα είχε διάρκεια σχεδόν 11/2 ώρα. Φυσικά τέτοια ευκαιρία δεν την αφήσαμε να πάει χαμένη και μάλιστα με ένα μικρό αντίτιμο μπορούσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω τη τελετή, αλλά και μόνο η διαφορετικότητα του πράγματος την έκανε μοναδική εμπειρία. Φυσικά τράβηξα αρκετές φωτογραφίες. Νύχτα σχεδόν φύγαμε από τη μονή και μαζευτήκαμε σε ένα καλό παραδοσιακό εστιατόριο για το δείπνο.
Μετά το δείπνο αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο περπατώντας. Άλλωστε δεν ήμασταν μακρυά. Καθ’ οδόν ο Χρήστος Γ. μας έβαλε την ιδέα να πάμε κάπου για ένα ποτό. Τελικά οι περισσότεροι πήγαν για ύπνο και μείναμε ο Χρήστος, η Νίκη, η Μάρθα, οTenpa κι εγώ. Ρωτώντας βρήκαμε ένα music hall και λίγο μετά τις 22.00 μπήκαμε στο μαγαζί, την ώρα που ξεκινούσε το πρόγραμμα.
Ο χώρος δεν διέφερε και πολύ από τα δικά μας επαρχιακά ξενυχτάδικα. Πολλά τραπέζια, μεγάλο μπάρ και μια μεγάλη πίστα με ντεκόρ μια τεράστια φωτογραφία της Ποτάλα. Όργανα δεν υπήρχαν, η μουσική ήταν από καραόκε, αλλά οι τραγουδιστές ήσαν καλοί. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μια ποικιλία τραγουδιών, από παραδοσιακά θιβετιανά, μέχρι κινέζικο ροκ. Υπήρχε και ένα καλό μπαλέτο που συνόδευε μερικά από τα τραγούδια, ενώ σε αρκετά από αυτά χόρευε και το ακροατήριο. Η Μάρθα με τον Χρήστο δοκίμασαν τη τύχη τους σε δυο-τρεις Θιβετιανούς χορούς και δεν τα πήγαν άσχημα. Τελικά μετά τις 00.30 φύγαμε και πήγαμε για ύπνο.
Τετάρτη (8/10). Ως συνήθως στις 09.00 αναχωρήσαμε και πάλι. Πάλι περνώντας από ένα στεπώδες και σε μερικά σημεία σχεδόν ερημικό τοπίο, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Αφού περάσαμε το ομαλό διάσελο Tra-la (3970μ), κάναμε μια στάση σε ένα μικρό οικισμό με ένα μεγάλο ορόσημο που δείχνει τη θέση «5.000». Στο σημείο αυτό βρισκόμασταν 5.000 χλμ από τη Σαγκάη που είναι η βάση των χιλιομετρικών αποστάσεων στη Κίνα. Φυσικά έγιναν οι σχετικές φωτογραφίσεις και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Ο δρόμος έγινε ανηφορικός και σύντομα μας έφερε στο διάσελο Tropu-la ή Tsuo-la (4500μ). Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω φτάσαμε σε μία διασταύρωση. Περίπου 130χλμ από το Shigatse. Εδώ στρίψαμε νότια σε ένα καλό χωματόδρομο, που μπαίνει στη κοιλάδα του μικρού ποταμού Trum-chu και μετά από 25 χλμ μας έφερε στο χωριό Sakya.
Εδώ βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι και από τα σημαντικά αξιοθέατα της χώρας. Χτίστηκε το 1268 και ήταν πριν την έλευση των Κινέζων από τις πιο μεγάλες μοναστικές κοινότητες του Θιβέτ. Εντυπωσιακά τα ψηλά τείχη που το περιβάλλουν με μεγάλους πύργους στις τέσσερες γωνίες. Πραγματικό φρούριο στην όψη. Στον εσωτερικό δεσπόζει ο μεγάλος κύριος ναός, με ύψος 16 μέτρα και τοίχους πλάτους 3,5 μέτρων. Μέσα στο ναό όλα είναι εξ’ ίσου εντυπωσιακά και κατά γενική ομολογία ήταν ίσως ο καλύτερος που είχαμε δει στο Θιβέτ.
Στο μοναστήρι γίνονταν εκτεταμένα έργα συντήρησης και έτσι ένα μεγάλο τμήμα του δεν είναι επισκέψιμο. Πάντως μετά από υπόδειξη του Tenpa, ανεβήκαμε, ο Χρήστος Λ., η Ελένη κι εγώ, στα τείχη και μπορέσαμε να κάνουμε το γύρω του συγκροτήματος από ψηλά. Η θέα προς τα μέσα πανοραμικά, αλλά και προς τα έξω δεν πήγαινε πίσω. Η μικρή πόλη, το ποτάμι, τα χωράφια στη κοιλάδα, οι γυμνές πλαγιές, όλα απλώνονταν μπροστά μας. Εντύπωση μας έκαναν τα πολλά ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, που απ’ ότι μας πληροφόρησαν, πρόκειται για τα ερείπια 100 διαφόρων μικρών ναών, που κατέστρεψαν οι Κινέζοι το 1959. Πάντως τώρα έχουν αρχίσει να αναστηλώνουν κάποιους από αυτούς.
Όταν κατεβήκαμε από τα τείχη, οι υπόλοιπη παρέα είχε πάει για φαγητό σε ένα τοπικό εστιατόριο, αλλά προτίμησα να μην τους ακολουθήσω και έκανα μια βόλτα μέχρι το ποτάμι που διαρρέει τη πόλη. Παρατήρησα και φωτογράφισα λίγη από τη καθημερινότητα των κατοίκων της και στις 15.00 συνάντησα τη παρέα μας για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
Επιστροφή στoν Αυτοκινητόδρομο της Φιλίας, με στόχο τη κωμόπολη Baber, που βρίσκεται 100 χλμ δυτικότερα. Αφού περάσαμε ένα σταθμό ελέγχου, που ήλεγξαν διαβατήρια, βίζες και άδειες, αρχίσαμε πάλι να ανεβαίνουμε για να φτάσουμε στο διάσελο Gyatso-la (5160μ). Λίγο πιο κάτω φάνηκε και αυτό που περιμέναμε όλοι να δούμε. Η στέγη του κόσμου, το Έβερεστ. Αρκετά μακριά αλλά άξιζε μια σύντομη στάση για να απολαύσουμε το θέαμα.
Στη συνέχεια φτάσαμε στη κωμόπολη Baber(4250μ). Στάση για ανεφοδιασμό καυσίμων και ενώ το αρχικό πλάνο προέβλεπε διανυκτέρευση εδώ, εμείς είχαμε ήδη αποφασίσει να συνεχίσουμε για το Old Tingri, 60 χλμ πιο κάτω. Εκεί φτάσαμε στις 19.30, λίγο πριν νυχτώσει, αλλά μπορέσαμε να δούμε στο βάθος τις κορυφές Έβερεστ(8848μ) και Cho Oyu(8201μ) που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έλουζαν με κόκκινο χρώμα. Βρισκόμασταν σε ύψος 4250 μέτρων.
Εδώ δεν υπάρχουν ξενοδοχεία με τη γνωστή μας έννοια, αλλά πανδοχεία, λίγο καλύτερα από τα αντίστοιχα που είχαμε μείνει στη περιοχή της Αναπούρνα στο Νεπάλ. Πάντως το Snow Leopard Guest House που μείναμε, λίγες εκατοντάδες μέτρα έξω από το χωριό, είχε τουλάχιστον ζεστό μπάνιο, ρεύμα και καλή κουζίνα Το ζητούμενο πλέον ήταν ένας καλός ύπνος που δεν άργησε να έλθει με τη κούραση που είχαμε από το μακρύ ταξίδι.
Πέμπτη (9/10). Πριν χαράξει είχαμε εγερτήριο και στις 07.00 με εξαιρετικό καιρό, ξεκινήσαμε για τη κατασκήνωση βάσης του ‘Εβερεστ, 70 χλμ περίπου νοτιο-ανατολικά. Ο δρόμος που θα ακολουθούσαμε δεν είναι η κύρια οδός προς εκεί, αλλά ένας σύντομος χιλιομετρικά, μα δύσκολος χωματόδρομος, μέσω της κοιλάδας Ra-chu. Στην αρχή και περίπου για 10 χλμ ο δρόμος ήταν υποφερτός γιατί αποτελεί τη πρόσβαση προς το χωριό Lungchang. Από εκεί και πέρα ο δρόμος έγινε πιο δύσκολος και μάλιστα σε ένα σημείο ακολουθήσαμε ροδιές στη πλαγιά μιας και ο δρόμος χανόταν. Το τοπίο εντυπωσιακό με γυμνά και ξερά εδάφη, με κάποιους χείμαρρους να τα διαρρέουν αραιά και φυσικά ψηλές κορφές τριγύρω μας.
Στα 2/3 της απόστασης περάσαμε από το διάσελο Nam-la (5250μ) που αποτελούσε το ψηλότερο σημείο που φτάσαμε σε όλο το Θιβέτ. Στη συνέχεια, κατηφορίζοντας από το διάσελο, είχαμε τη τύχη να δούμε και να φωτογραφίσουμε ένα λύκο δίπλα στο δρόμο. Στις 09.30 βγήκαμε στο κύριο χωματόδρομο που ανεβαίνει από το χωριό Baber στη Κ.Β. του Έβερεστ. Μετά από λίγα χιλιόμετρα σταματήσαμε για έλεγχο αδειών εισόδου στο μοναστήρι Rongbuk (που θα επισκεπτόμασταν στην επιστροφή) και συνεχίσαμε λίγο παραπάνω.
Δύο χιλιόμετρα πριν τη Κ.Β., σε ένα καταυλισμό με μεγάλα αντίσκηνα-καταστήματα, σταματούν τα οχήματα υποχρεωτικά και με ένα μικρό λεωφορείο συνεχίσαμε μέχρι τη Κ.Β. του Έβερεστ σε ύψος 5200μ. Η ώρα ήταν 10.00. Από εδώ περπατήσαμε λίγο παραπάνω και ανεβήκαμε σε ένα λοφάκι για αναμνηστικές φωτογραφίες. Πιο πάνω απαγορεύεται να πάει κανείς παρά μόνο στις αποστολές που ανεβαίνουν στη κορυφή. Η θέα προς το βουνό σου κόβει την ανάσα και πραγματικά σε πιάνει δέος από το φοβερό όγκο που βλέπουμε μπροστά μας.
Το κακό ήταν όμως ότι είχε πολύ δυνατό αέρα και θερμοκρασία -50 C. Έτσι σχετικά σύντομα επιστρέψαμε στα αυτοκίνητά μας στον καταυλισμό. Η θέα από εδώ είναι επίσης εξαιρετική και σε αντίσκηνο-πανδοχείο ήπιαμε ένα ζεστό τσάι. Εδώ πήραμε την απόφαση αν και το είχαμε συζητήσει από το προηγούμενο βράδυ, να κάνουμε μία αλλαγή στο πρόγραμμά μας. Ενώ είχαμε σχεδιάσει να διανυκτερεύαμε πάλι στο Old Tingri, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε πιο νότια και να πλησιάσουμε προς τα σύνορα με το Νεπάλ. Σκοπός μας να κερδίσουμε μια μέρα που θα τη διαθέταμε στη Κατμαντού.
Έτσι στις 12.00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάλι κάναμε τα πρωινά 70 χλμ αντίστροφα προς το Old Tingri και φτάσαμε εκεί στις 14.30. Στη διαδρομή μας, σε μια πλαγιά, είδαμε από μακριά ένα κοπάδι από άγρια πρόβατα . Στο χωριό κάναμε μια καλή στάση για φαγητό. Πρόκειται για έναν αγροτικό και εμπορικό οικισμό χτισμένο κατά μήκος του Αυτοκινητοδρόμου της Φιλίας, που από εδώ και μέχρι τα σύνορα είναι χωματόδρομος υπό κατασκευή. Στις 16.00 συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Το υπόλοιπο της ημέρας ήταν μια περιπέτεια. Ο χωματόδρομος με νότια κατεύθυνση πλέον, ήταν γενικά σε καλή κατάσταση, αλλά κάναμε μερικές παρακάμψεις σε σημεία που γίνονταν έργα. Περάσαμε δυο διάσελα, το La Lung-la(4845μ) και το Tong-la (4950μ) από το οποίο είχαμε και τις τελευταίες απόψεις του Έβερεστ και του Cho Oyu. Κατόπιν ακολούθησε ένα μικρό κομμάτι οδήγησης εκτός δρόμου(2-3 χλμ), που το συνηθίζουν οι οδηγοί για να συντομεύουν τη κατάβαση από το διάσελο.
Ο ερχομός της νύχτας όμως συνοδευόταν και από μια δυσκολία. Σε ένα σημείο φτιαχνόταν μία γέφυρα και έτσι έπρεπε να κάνουμε παράκαμψη από ένα πρόχειρο παράδρομο μέσα σε ένα ποταμάκι. Εκεί όμως μέσα στη λάσπη και τα νερά, είχε ξεμείνει ένα φορτηγό με σπασμένο τον άξονα μετάδοσης. Μάθαμε ότι είχε ειδοποιηθεί ένα άλλο βαρύ όχημα για να το τραβήξει, αλλά αυτό θα έπαιρνε αρκετή ώρα. Πριν από εμάς είχε φτάσει μια ομάδα Γάλλων με Land Cruiser, οι οποίοι μέσα στο μισοσκόταδο έψαχναν να βρουν πέρασμα λίγο πιο κάτω στο μικρό ποτάμι. Τελικά μέσα στη νύχτα κατάφεραν, με λίγη χειρονακτική εργασία και με λίγη δυσκολία καταφέραμε όλοι να περάσουμε από εκεί, αλλά με περισσότερη από μία ώρα καθυστέρηση. Στόχος μας ήταν το μεγάλο χωριό Nyalam (3750μ), στο οποίο φτάσαμε στις 21.00, καλύπτοντας συνολικά 160 χλμ από το Old Tingri. Σύνολο χιλιομέτρων ημέρας 300, όλα σε χωματόδρομους και τα μισά από αυτά με δυσκολίες.
Οι δυσκολίες συνεχίστηκαν όμως για λίγο ακόμα και στο Nyalam μέχρι να βρούμε ένα αξιοπρεπές πανδοχείο για διανυκτέρευση, γιατί τα πιο πολλά ήσαν γεμάτα κόσμο. Τελικά τα καταφέραμε και βρήκαμε κάτι καλό, παρότι είχε κοινόχρηστες τουαλέτες και δεν πλυθήκαμε, αλλά με τη κούραση που είχαμε, φάγαμε κάτι στα γρήγορα και πέσαμε «ξεροί» για ύπνο.
Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή (10/10), σηκωθήκαμε πάλι τα χαράματα, γιατί από το βράδυ μας είχαν ειδοποιήσει ότι λόγω έργων υπήρχε περίπτωση να κλείσει μερικές ώρες ο δρόμος. Έτσι στις 07.30 πήραμε το δρόμο προς τα σύνορα. Το τοπίο αλλάζει πλέον δραματικά. Ο δρόμος αφήνει το ξηρό και άνυνδρο οροπέδιο του Θιβέτ και κατηφορίζει απότομα σε ένα μεγάλο φαράγγι, με ένα αφρισμένο ποτάμι να κυλά στο βάθος του, με καταπράσινα δάση και ψηλούς καταρράκτες. Εντυπωσιακός ένας μεγάλος καταρράκτης που για να μη πέφτει στο δρόμο, έχουν φτιάξει μια ξύλινη κατασκευή-σκέπαστρο και τον εκτρέπουν στο πλάι.
Στις 09.30 και μετά από 30 χλμ χωματόδρομου, φτάσαμε στη τελευταία πόλη του Θιβέτ, πριν τα σύνορα, το Zhangmu (2250μ). Είναι χτισμένο σε μια απότομη πλαγιά, με το στενό δρόμο να τη διασχίζει με συνεχείς στροφές. Χωρίς να υπάρχει κάτι το παραδοσιακό στη μικρή αυτή πόλη, σε εντυπωσιάζει με το πώς «κρέμονται» τα κτίρια, που μερικά είναι πολυώροφα, πάνω στην απότομη πλαγιά. Υπάρχουν πολλά μαγαζιά με διάφορα είδη, εστιατόρια και ξενοδοχεία. Απορία μας προξένησαν οι πολλοί μαυραγορίτες που κυκλοφορούσαν, για ανταλλαγή χρημάτων, πράγμα που ξέραμε ότι απαγορεύεται αυστηρά στη χώρα.
Στο κάτω μέρος της πόλης είναι το τελωνείο. Αφού περιμέναμε να πάει 10.00 για να ανοίξει, περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και αποσκευών, επιβιβαστήκαμε στα οχήματα και συνεχίσαμε τη κάθοδο για άλλα 7 χλμ, μέχρι το βάθος του φαραγγιού, όπου και η γέφυρα των συνόρων. Ο δρόμος άσφαλτος πλέον αλλά με πολλά σημεία κατεστραμμένα, και όσο πλησιάζαμε στη γέφυρα αυξάνονταν και τα φορτηγά αυτοκίνητα που ήσαν σταματημένα στην άκρη του δρόμου.
Δίπλα στη Γέφυρα της Φιλίας, υπάρχει άλλο τελωνείο που έπρεπε να ξαναπεράσουμε έλεγχο. Εδώ σταμάτησαν τα αυτοκίνητά μας, αποχαιρετήσαμε τον Tenpa και τους οδηγούς μας και ξεκινήσαμε για το τελωνείο. Ο έλεγχος εδώ είναι αυστηρός και υπάρχει μεγάλη αστυνομική παρουσία, κάμερες κλπ. Η διακίνηση των αποσκευών, γίνεται με αχθοφόρους, που με ένα μικρό αντίτιμο μας μετέφεραν τους σάκους μας, στην απέναντι όχθη, στο Νεπάλ, στο χωριό Kodari (1700μ).
Η ώρα ήταν 11.45 (09.30 ώρα Νεπάλ) που περάσαμε τη γέφυρα και ήταν λες και βρεθήκαμε σε άλλο κόσμο. Πολύς κόσμος, φασαρία, αυτοκίνητα να κορνάρουν και γενικά μια πολύβουη πολυχρωμία. Από την «ησυχία-τάξη και ασφάλεια» της βόρειας όχθης, στο γενικό χαμό της νότιας όχθης. Ευτυχώς εκεί μας περίμενε κάποιος από τον ατζέντη της εταιρείας Asian Trekking και μας οδήγησε στο Νεπαλέζικο τελωνείο για τις διατυπώσεις. Τι τελωνείο δηλαδή, ένα μικρό παλιό κτίριο χαμένο ανάμεσα σε άλλα όμοια. Μπορούσαμε κάλλιστα να το προσπεράσουμε μιας και κανείς δεν μας ήλεγξε στην είσοδο μας στη χώρα.
Σε ένα πλάτωμα στο κάτω μέρος του χωριού περιμέναμε το λεωφορείο που ήλθε μετά από μία ώρα, επιβιβαστήκαμε και ξεκίνησε το ταξίδι των 100 χλμ προς τη Κατμαντού. Ο δρόμος άσφαλτος μεν, αλλά στενός, όλο στροφές και με μερικές κατολισθήσεις στο διάβα του, μας ταλαιπώρησε για αρκετή ώρα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τον άναρχο τρόπο οδήγησης των ντόπιων οδηγών τότε καταλαβαίνει κανείς τι τραβήξαμε στο ταξίδι αυτό.
Το «ωραιότερο» μας συνέβη κάπου στη μέση της διαδρομής, όταν σε ένα χωριό που υπήρχε μια κομβική διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα τρομερό μποτιλιάρισμα και κάναμε πάνω από μία ώρα να μπορέσουμε να περάσουμε 200-300 μέτρα και να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Το κυκλοφοριακό αυτό κομφούζιο δικαιολογείτο εν μέρει, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία, λόγω μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής και όλος ο κόσμος ήταν στους δρόμους.
Τελικά για να μη πολυλογώ περασμένες 16.00 φτάσαμε στη Κατμαντού και τακτοποιηθήκαμε στο ίδιο ξενοδοχείο, το Norbulinga, που είχαμε μείνει τις πρώτες ημέρες στο Νεπάλ. Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε τακτοποιώντας τις απόσκευές μας και με αρκετή ξεκούραση στα δωμάτιά μας, αν και μόλις βράδιασε με το Χρήστο Γ., το Κώστα και την Ελένη ήπιαμε ένα ποτό σε ένα κοντινό μπάρ, που έπαιζε ένα ντόπιο συγκρότημα πολύ καλή ροκ μουσική.
Σάββατο (11/10). Η τελευταία μέρα του ταξιδιού μας. Το πρωί, χωρίς βιασύνη, επισκεφθήκαμε το λόφο Σουαγιαπουνάρθ. Είναι ένα ύψωμα με πανύψηλα δένδρα και πανοραμική θέα σε όλη τη πόλη. Στη κορυφή του δεσπόζει μια μεγάλη λευκή στούπα και αποτελεί σημαντικό σημείο προσευχής των πιστών. Έχοντας άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας, πρέπει να δαπανήσαμε πάνω από δύο ώρες εκεί και στη συνέχεια κατεβήκαμε τη μεγάλη και απότομη σκάλα μέχρι τη βάση του λόφου και τα σπίτια της συνοικίας. Από εκεί με ταξί γυρίσαμε πάλι στη κεντρική συνοικία το γνωστό Thamel.
Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε εκεί με ατελείωτες βόλτες και κάνοντας τα τελευταία ψώνια σε διάφορα αναμνηστικά είδη και δώρα. Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι στο πολυτελές ξενοδοχείο Yak and Yeti για το αποχαιρετιστήριο δείπνο και έτσι έκλεισε η τελευταία ημέρα του ταξιδιού μας.
Τη Κυριακή (12/10), χωρίσαμε πάλι σε δυο ομάδες όπως ήλθαμε στη χώρα και η πρώτη εξάδα λίγο μετά τις 07.00 ήμασταν στο αεροδρόμιο. Είχαμε όλοι, πλην του Χρήστου Λ., πρόβλημα με το βάρος των αποσκευών μας, που ήταν μεγαλύτερο του επιτρεπομένου, αλλά τελικά με μια μικρή δωροδοκία, «μειώθηκε» το υπέρβαρο και γλυτώσαμε μερικές δεκάδες ευρώ ο καθένας μας.
Το ταξίδι αντίστροφο αυτού της έλευσής μας, έγινε πάλι μέσω Κατάρ και τελικά στις 17.30 το απόγευμα πατήσαμε τα πάτρια εδάφη. Από εκεί και κάτω όλοι είχαμε κανονίσει διαφορετικό τρόπο επιστροφής στη Πάτρα, πάντως ο Χρήστος Γ. κι’ εγώ πήγαμε με το προαστιακό σιδηρόδρομο μέχρι το Ξυλόκαστρο και από εκεί ο γιος του Χρήστου μας έφερε στα σπίτια μας με το αυτοκίνητό του.
Αυτό λοιπόν ήταν το ταξίδι μας, στο Νεπάλ και το Θιβέτ. Ένα ταξίδι σε δυο χώρες και δυο λαούς τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς! Ένα ταξίδι στο σύγχρονο και στο παραδοσιακό. Ένα ταξίδι που βλέπεις όλα τα είδη εδαφών και καιρού. Ένα ταξίδι σε δύο λαούς με μεγάλους πολιτισμούς. Τελικά ένα ταξίδι διαφορετικό…

Τ έ λ ο ς !

Υ.Γ. 1 Έχω βάλει μερικές φωτό στις φωτογραφίες του site στις αντίστοιχες θέσεις για Νεπάλ και Θιβέτ. Η επιλογή έγινε λίγο βιαστικά ( ήθελα χρόνο να διαλέξω από τις 3500 φωτό που τράβηξα στο ταξίδι.
Υ.Γ. 2 Το κόστος του ταξιδιού έφτασε τα 3000 ευρώ. Πληρωμένα τα πάντα. Θα μπορούσε να ήταν φτηνότερα αν κλείναμε εισητήρια από νωρίς, αλλά είχαμε το πρόβλημα με τις Κινεζικές αρχές, που περιγράφω στην αρχή, και αυτό μας στοίχισε!!!

Ευχαριστώ για το χρόνο σας... :)
 
Last edited by a moderator:

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.169
Μηνύματα
882.769
Μέλη
38.882
Νεότερο μέλος
aggelostzava

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom