traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.341
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Πρωινό και με τη τσίμπλα στο μάτι παίρνω ένα ρίκσο για το αεροδρόμιο για την πτήση μου για τη Λαχώρη. Πάλι αναμονές, ψαξίματα, ιστορίες και νάμαι να περιμένω το πράσινο αεροπλάνο της ΡΙΑ για να με πάει στην πολιτιστική πρωτεύουσα του Πακιστάν. Και εκεί που όλες τις μέρες ήταν χαρά θεού, άνοιξαν οι ουρανοί και αρχίζει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Σε λίγα λεπτά, πλημμύρισαν τα πάντα. Το πάτωμα της αίθουσας αναμονής είχε 10 εκατοστά νερό, γιατί το πάρκινγκ έξω είχε γίνει μια μεγάλη λίμνη που ξεχύλιζε και το νερό έμπαινε στο αεροδρόμιο. Ως και η οροφή έσταζε στο κατά τα άλλα καινούργιο αεροδρόμιο του Πεσαβάρ.
Ο διάδρομος έκλεισε γιατί είχε πολύ – μα πάρα πολύ νερό και τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να προσγειωθούν, ή να απογειωθούν. Δέκα φορές πήγα στο γκισέ να ρωτήσω τι θα γίνει, δέκα φορές εισέπραξα την απάντηση ινσαλάχ, αν ο Θεός θέλει, θα πετάξουμε. Κάποιος υπάλληλος με λυπήθηκε και μου λέει: το και το, η πτήση θα φύγει στις 2 το μεσημέρι, αν θέλεις να πας βόλτα στην πόλη. Ποια βόλτα και τι βόλτα, έξω είχε γίνει Βενετία, όχι μερσί θα καθήσω εδώ, μπας και φύγει νωρίτερα το αεροπλάνο και μετά ψάχνομαι.
Έτσι και έγινε και κατά τις 11 μας λένε, ξέρετε η πτήση σας φεύγει σε μισή ώρα. Καλά που δεν πήγα τη βόλτα που μου έλεγε ο άλλος, μια και δυό στην ουρά να μπούμε στο αεροπλάνο.
Τα νερά είχαν κάπως υποχωρήσει, είχε όμως κι άλλα, λέω δεν είμαστε με τα καλά μας, πως θα το σηκώσει αυτός ολόκληρο σκάφος… Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά οι αστραπές και οι κεραυνοί όχι, γενικά δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα, αλλά εκείνη την ώρα πραγματικά αναρωτήθηκα αν έκανα καλά που έμπαινα μέσα. Αμ δεν έκανα… Γιατί ο καιρός και τα νερά δεν επέτρεπαν την απογείωση, αλλά που να αφήσουν τόσο κόσμο να μουλιάζει στην αναμονή, δεν τον βάζουμε μέσα στο αεροπλάνο να κάθεται κιόλας? Και πέρασα μιάμισι ώρα μαρτυρίου σφηνωμένος στη θέση μου, με αφόρητη ζέστη γιατί δεν έβαλαν τον κλιματισμό. Φυσικά.
Σιγά μην τον έβαζαν. Δίπλα, παιδάκια που τσίριζαν – και κάνουν και πολλά αυτοί – που να ηρεμήσεις…
Με τα πολλά το αεροπλάνο απογειώθηκε. Η πτήση κράτησε γύρω στα 40 λεπτά και με την άφιξη στη Λαχώρη, ένα κύμα ζέστης με χτύπησε στο πρόσωπο. Και ήλιος.
Ζέστη, σκόνη, είχε μεσημεριάσει κιόλας, φασαρία, κίνηση τι θες και δεν το είχε η Λαχώρη. Είχε όμως και αριστουργήματα. Πάω στο ξενοδοχείο. Ο μεχτάρ του Τσιτράλ ήταν φίλος με τον γενικό διευθυντή της αλυσίδας Περλ Κοντινένταλ και του τηλεφώνησε να με βολέψει κάπως.
Τι κάπως! Πάω σε ένα ξενοδοχείο καλύτερο και από παλάτι. Θυρωροί με λιβρέες, κήποι, χλιδή και πολυτέλεια, καμία σχέση με τα μοτέλ και τους ξενώνες που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσα. Στην είσοδο είχε τέσσερις μουσικούς που έπαιζαν ινδική/πακιστανική μουσική, μοιάζουν αυτές πολύ μεταξύ τους. Παντού σιντριβάνια και κελαρύσματα νερών.
Πάω στο δωμάτιο, τι είναι αυτό? Α, αυτό ανοίγει ηλεκτρονικά τα παράθυρα, εκείνο? Εκείνο είναι υποδοχή για υπολογιστή. Το 92 αυτά. Πριν 17 χρόνια. Ένιωσα επαρχιώτης.
Τέλος πάντων, είχαν εβδομάδα μάνγκο. Φαγητά με μάνγκο, γλυκά με μάνγκο, χυμοί μάνγκο, ολόκληροι μπουφέδες με μάνγκο. Ως και καλλυντικά και σουβενίρ με μάνγκο είχανε. Ακόμα και μπλουζάκια και μπουρνούζια με τη φίρμα του ξενοδοχείου και από κάτω κοτσαρισμένο ένα μάνγκο.
Το μάνγκο το σιχαίνομαι. Το τελευταίο φρούτο στον κόσμο να είναι, ούτε που θα το αγγίξω. Οπότε ήμουν καταδικασμένος ή να τρώω έξω, ή να ζητήσω κάτι απλούστερο από τον έκπληκτο σερβιτόρο, που δεν πίστευε στα αυτιά του ότι ένας ξένος σνόμπαρε την υψηλή κουζίνα του Περλ Κοντινένταλ Λαχόρ.
Το απόγευμα πάω βόλτα. Το πρώτο σοκ. Ζητιάνοι μιλιούνια. Το Πεσαβάρ δεν ήταν έτσι. Εκεί οι Πατάν είναι περήφανοι δεν ζητιανεύουν, η οικογένεια είναι σταθερή αξία, δεν επιτρέπει σε κάποιο μέλος της να ζητιανέψει. Άλλωστε όλοι φροντίζουν μέσα στην οικογένεια, να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό. Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Γυφτιά και βρώμα, μετανάστες από όλο το Πακιστάν, που μιλάνε άλλες γλώσσες, μια Βαβέλ απίστευτη, κόσμος από το Πουντζάμπ, λευκοί από τις βόρειες επαρχίες και το Πακιστανικό Κασμίρ, μαυριδεροί από το νότο, τουρμπανοφόροι από τα δυτικά σύνορα, αγριόφατσες από τα κεντρικά της χώρας, φυλές που ούτε φαντάζεσαι ότι υπάρχουν και όλοι με γενιάδες και όλοι πιστοί μουσουλμάνοι.
Εμένα μου λες?
Το βραδάκι με πλησιάζει ο γνωστός σερβιτόρος, αυτός με το μάνγκο. Αρχίζει τα ψιθυρίσματα: Χασίς? Νοου θενκ γιου. Ουίσκι? Μπα έχει και τέτοιο εδώ? Αλλά μπα, νοου θενκ γιου. Γούμαν? Εξκιούζμι, πως το είπατε αυτό, για επαναλάβατε. Γούμαν λέει ο τύπος. Τι γούμαν? Αυτή η κανονική γούμαν που δεν είδα καμία ξεσκέπαστη εκτός από τις Καλάσες? Για τέτοια γούμαν μιλάμε?
Για τέτοια. Που?
Θα δεις. 50 ρουπίες.
Πενήντα μόνο για να με πάει. Λέω, τέτοιο θέαμα δεν το χάνω με τίποτα, είχα δει τα μπουρδέλα της Σμύρνης με τις γυναίκες μισόγυμνες σε βιτρίνες σαν το Άμστερνταμ και είχα πάθει. Κάτι τέτοιο θάναι άραγε? Δεν νομίζω, αλλά μια και η πορνεία είναι παράνομη στο Πακιστάν, αυτό πρέπει να το δω με τα ίδια μου τα μάτια.
Του λέω δεν με ενδιαφέρει το σεξ με κάποια ντόπια, φοβόμουν όχι μόνο τις αρρώστιες, αλλά μην ήταν στημένο το όλο πράγμα και βρεθώ στα μπουντρούμια της πακιστανικής ασφάλειας με σοβαρές κατηγορίες. Ο Ισλαμικός νόμος δεν αστειεύεται. Ήθελα απλώς να δω.
Με το που βράδιασε, ήρθε ένας μπάρμπας καραμπουζουκλής με ρίκσο, μιλημένος από το σερβιτόρο και με πήρε για τη βόλτα της ακολασίας στη μαγική και εξωτική Λαχώρη. Πάμε από δω, πάμε από κει, παντού άνθρωποι ξαπλωμένοι να κοιμούνται στους δρόμους. Χιλιάδες. Η κατάσταση άθλια, θύμιζε Καλκούτα στην οποία είχα πάει 3 χρόνια πιο πριν. Στρίβαμε σε στενά, περνούσαμε από πλατείες, τα σκουπίδια βουνά και παντού άνθρωποι πάμφτωχοι και άστεγοι, ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους, έχουν και πυρηνικές βόμβες τρομάρα τους.
Φτάνουμε σε ένα στενό μέσα στο ποντίκι και το σκουπίδι. Πάμε σε ένα σπίτι δίπατο, ρυπαρό, από κάτω είχε ένα μαγαζί και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με καλώδια μπερδεμένα, δεν είχαν στύλους, όλα τα καλώδια, ηλεκτρικού, τηλεφώνου κρεμόταν μπερδεμένα από τους τοίχους. Και αν έχει βλάβη, πως θα τη βρούνε μέσα στα χιλιάδες καλώδια? Καλά τώρα, απορία που είχα!
Πάμε επάνω, είναι μια κυρά μας υποδέχεται. Αυτή είχε χέννα στα μαλλιά και σκουλαρίκι τεράστιο στη μύτη, πρέπει να ήταν η πατρόνα. Καθήστε, τι να σας κεράσουμε? Μας φέρνει χυμό από ρόδι. Έλεγε κάτι στα Ουρντού με τον μπάρμπα, όλο γύριζαν και με κοιτούσανε, λέω έχει γούστο να μου ορμήξουνε τώρα να μου πάρουν λεφτά, ρολόι και να με πετάξουν σε κανένα χαντάκι. Ευτυχώς δεν είχα πολλά λεφτά επάνω μου, αλλά αν ήταν στο κόλπο και ο σερβιτόρος, τώρα θα ήταν στο δωμάτιο και θα ψαχούλευε τις τσέπες και τα λεφτουδάκια μου. Αμάν έπεσα σε συμμορία, είχα διαβάσει και για διάφορα κόλπα που κάνουν στη Λαχώρη με τους ξένους. Οι μαύρες σκέψεις έφυγαν μόλις μπήκε μέσα η κοπέλα. Έφυγαν οι μαύρες σκέψεις και ήρθαν τα μαύρα φίδια. Αυτή θα μου πασάρανε? Αυτή η δυστυχισμένη ήταν στολισμένη σαν λατέρνα. Κάποτε πρέπει να ήταν και ομορφούλα, αν ο νταβατζής της δεν της είχε κόψει τη μύτη και δεν την είχε μετατρέψει σε ένα δυστυχισμένο τέρας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η κοπέλα δεν είχε μύτη, είχε δυο τεράστιες τρύπες στο πάνω μέρος εκεί που θα ήταν η μύτη της κάποτε.
Οι άλλοι σαν να μη τρέχει τίποτα. Άλλωστε για την ομορφιά πάνε όλοι οι λιγούρηδες εκεί? Να πηδήξουν θέλουν και να χρησιμοποιήσουν αυτό το άτυχο πλάσμα με το χειρότερο τρόπο. Βάζει η τσατσά μια κασέτα με μια ελεεινή μουσική στο κασετόφωνο και αρχίζει το κορίτσι να τραγουδάει και να χορεύει μπροστά μου. Εγώ να θέλω να φύγω. Πάμε να φύγουμε λέω του μπάρμπα, αυτός να με τραβάει από το μανίκι να μείνουμε κι άλλο, η κοπέλα βλέποντας τον πελάτη να λακίζει, να τραγουδάει ακόμα πιο δυνατά, έβγαζε παράφωνες τσιρίδες, ένα θέατρο του παραλόγου, η όλη υπόθεση.
Του λέω αν δεν έρθεις, θα φύγω μόνος μου.
Η άλλη έβλεπε ότι θα έχανε το μεροκάματο και δώστου να κουνιέται και να λυγιέται – ντυμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια και ντράγκα ντρούγκα τα βραχιόλια και τα τενεκεδικά που φορούσε. Απίστευτο θέαμα.
Του ξαναλέω ότι ήρθα για να δω μόνο, όοοοοχι να λέει αυτός, αφού ήρθες να δεις, θα το δεις όλο το σόου.
Πόσο κάνει ρε? Κόκο ντράκμι? Με έσκασες.
Α, άλλες 100 ρουπίες.
Πάρτες και αει στο διάολο που με έφερες σε τέτοιο μέρος.
Πέσανε και οι τρεις πάνω στο κατοστάρικο, γελοίο ποσό δηλαδή, αλλά γι αυτούς αστρονομικό, με ρωτάει η τσατσά, άλλο χυμό θέλετε? Όχι δεν θέλω.
Να πηγαίνω γιατί έχω και παστίτσιο στο φούρνο. Χαίρεται και καλός πολίτης.
Στο γυρισμό, ο μπάρμπας όλο μου ζητούσε συγνώμη και μου εξήγησε ότι τη μύτη της την είχε κόψει η τσατσά, γιατί όταν ήταν μικρό το κορίτσι, 9 χρονών, πήγε να το σκάσει, την πιάσανε και για τιμωρία και παραδειγματισμό της έκοψε τη μύτη. Έτσι κάνουν εκεί. Επίσης, επειδή η πορνεία απαγορεύεται, αυτές είναι δηλωμένες σαν καλλιτέχνιδες και χορεύουν, αρχίζοντας από τα σεμνά-σεμνά και καταλήγουν στο ζητούμενο, αφού μαδήσουν τον πελάτη και του βγάλουν το λάδι με τους χορούς και τα τραγούδια. Οπότε αυτός τα σκάει κανονικά για να προχωρήσουν στα παρακάτω. Μετά την εμπειρία μου αυτή, κατευθείαν στο ξενοδοχείο.
Στην είσοδο καίγανε στικς με άρωμα μάνγκο. Γιατί? σε ποιόν χρωστάω? Έρχεται ένας, προσφέρουμε δωρεάν παγωτό μάνγκο μου λέει. Τρέχω επάνω.
Έπεσα στα πουπουλένια στρώματα του κραβατιού μου. Τι ωραία! Δίπλα, στο τραπεζάκι, είχε καλαθάκι με φρέσκα μάνγκο, προσφορά του ξενοδοχείου. Δεν θα το αντέξω αυτό, να είμαι μέσα στη χλίδα και να είμαι περικυκλωμένος από τα ανθρωποφάγα μάνγκο! Άλλη μια μέρα στη Λαχώρη για να δω τα μνημεία. Αύριο.
Ο διάδρομος έκλεισε γιατί είχε πολύ – μα πάρα πολύ νερό και τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να προσγειωθούν, ή να απογειωθούν. Δέκα φορές πήγα στο γκισέ να ρωτήσω τι θα γίνει, δέκα φορές εισέπραξα την απάντηση ινσαλάχ, αν ο Θεός θέλει, θα πετάξουμε. Κάποιος υπάλληλος με λυπήθηκε και μου λέει: το και το, η πτήση θα φύγει στις 2 το μεσημέρι, αν θέλεις να πας βόλτα στην πόλη. Ποια βόλτα και τι βόλτα, έξω είχε γίνει Βενετία, όχι μερσί θα καθήσω εδώ, μπας και φύγει νωρίτερα το αεροπλάνο και μετά ψάχνομαι.
Έτσι και έγινε και κατά τις 11 μας λένε, ξέρετε η πτήση σας φεύγει σε μισή ώρα. Καλά που δεν πήγα τη βόλτα που μου έλεγε ο άλλος, μια και δυό στην ουρά να μπούμε στο αεροπλάνο.
Τα νερά είχαν κάπως υποχωρήσει, είχε όμως κι άλλα, λέω δεν είμαστε με τα καλά μας, πως θα το σηκώσει αυτός ολόκληρο σκάφος… Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά οι αστραπές και οι κεραυνοί όχι, γενικά δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα, αλλά εκείνη την ώρα πραγματικά αναρωτήθηκα αν έκανα καλά που έμπαινα μέσα. Αμ δεν έκανα… Γιατί ο καιρός και τα νερά δεν επέτρεπαν την απογείωση, αλλά που να αφήσουν τόσο κόσμο να μουλιάζει στην αναμονή, δεν τον βάζουμε μέσα στο αεροπλάνο να κάθεται κιόλας? Και πέρασα μιάμισι ώρα μαρτυρίου σφηνωμένος στη θέση μου, με αφόρητη ζέστη γιατί δεν έβαλαν τον κλιματισμό. Φυσικά.
Σιγά μην τον έβαζαν. Δίπλα, παιδάκια που τσίριζαν – και κάνουν και πολλά αυτοί – που να ηρεμήσεις…
Με τα πολλά το αεροπλάνο απογειώθηκε. Η πτήση κράτησε γύρω στα 40 λεπτά και με την άφιξη στη Λαχώρη, ένα κύμα ζέστης με χτύπησε στο πρόσωπο. Και ήλιος.
Ζέστη, σκόνη, είχε μεσημεριάσει κιόλας, φασαρία, κίνηση τι θες και δεν το είχε η Λαχώρη. Είχε όμως και αριστουργήματα. Πάω στο ξενοδοχείο. Ο μεχτάρ του Τσιτράλ ήταν φίλος με τον γενικό διευθυντή της αλυσίδας Περλ Κοντινένταλ και του τηλεφώνησε να με βολέψει κάπως.
Τι κάπως! Πάω σε ένα ξενοδοχείο καλύτερο και από παλάτι. Θυρωροί με λιβρέες, κήποι, χλιδή και πολυτέλεια, καμία σχέση με τα μοτέλ και τους ξενώνες που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσα. Στην είσοδο είχε τέσσερις μουσικούς που έπαιζαν ινδική/πακιστανική μουσική, μοιάζουν αυτές πολύ μεταξύ τους. Παντού σιντριβάνια και κελαρύσματα νερών.
Πάω στο δωμάτιο, τι είναι αυτό? Α, αυτό ανοίγει ηλεκτρονικά τα παράθυρα, εκείνο? Εκείνο είναι υποδοχή για υπολογιστή. Το 92 αυτά. Πριν 17 χρόνια. Ένιωσα επαρχιώτης.
Τέλος πάντων, είχαν εβδομάδα μάνγκο. Φαγητά με μάνγκο, γλυκά με μάνγκο, χυμοί μάνγκο, ολόκληροι μπουφέδες με μάνγκο. Ως και καλλυντικά και σουβενίρ με μάνγκο είχανε. Ακόμα και μπλουζάκια και μπουρνούζια με τη φίρμα του ξενοδοχείου και από κάτω κοτσαρισμένο ένα μάνγκο.
Το μάνγκο το σιχαίνομαι. Το τελευταίο φρούτο στον κόσμο να είναι, ούτε που θα το αγγίξω. Οπότε ήμουν καταδικασμένος ή να τρώω έξω, ή να ζητήσω κάτι απλούστερο από τον έκπληκτο σερβιτόρο, που δεν πίστευε στα αυτιά του ότι ένας ξένος σνόμπαρε την υψηλή κουζίνα του Περλ Κοντινένταλ Λαχόρ.
Το απόγευμα πάω βόλτα. Το πρώτο σοκ. Ζητιάνοι μιλιούνια. Το Πεσαβάρ δεν ήταν έτσι. Εκεί οι Πατάν είναι περήφανοι δεν ζητιανεύουν, η οικογένεια είναι σταθερή αξία, δεν επιτρέπει σε κάποιο μέλος της να ζητιανέψει. Άλλωστε όλοι φροντίζουν μέσα στην οικογένεια, να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό. Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Γυφτιά και βρώμα, μετανάστες από όλο το Πακιστάν, που μιλάνε άλλες γλώσσες, μια Βαβέλ απίστευτη, κόσμος από το Πουντζάμπ, λευκοί από τις βόρειες επαρχίες και το Πακιστανικό Κασμίρ, μαυριδεροί από το νότο, τουρμπανοφόροι από τα δυτικά σύνορα, αγριόφατσες από τα κεντρικά της χώρας, φυλές που ούτε φαντάζεσαι ότι υπάρχουν και όλοι με γενιάδες και όλοι πιστοί μουσουλμάνοι.
Εμένα μου λες?
Το βραδάκι με πλησιάζει ο γνωστός σερβιτόρος, αυτός με το μάνγκο. Αρχίζει τα ψιθυρίσματα: Χασίς? Νοου θενκ γιου. Ουίσκι? Μπα έχει και τέτοιο εδώ? Αλλά μπα, νοου θενκ γιου. Γούμαν? Εξκιούζμι, πως το είπατε αυτό, για επαναλάβατε. Γούμαν λέει ο τύπος. Τι γούμαν? Αυτή η κανονική γούμαν που δεν είδα καμία ξεσκέπαστη εκτός από τις Καλάσες? Για τέτοια γούμαν μιλάμε?
Για τέτοια. Που?
Θα δεις. 50 ρουπίες.
Πενήντα μόνο για να με πάει. Λέω, τέτοιο θέαμα δεν το χάνω με τίποτα, είχα δει τα μπουρδέλα της Σμύρνης με τις γυναίκες μισόγυμνες σε βιτρίνες σαν το Άμστερνταμ και είχα πάθει. Κάτι τέτοιο θάναι άραγε? Δεν νομίζω, αλλά μια και η πορνεία είναι παράνομη στο Πακιστάν, αυτό πρέπει να το δω με τα ίδια μου τα μάτια.
Του λέω δεν με ενδιαφέρει το σεξ με κάποια ντόπια, φοβόμουν όχι μόνο τις αρρώστιες, αλλά μην ήταν στημένο το όλο πράγμα και βρεθώ στα μπουντρούμια της πακιστανικής ασφάλειας με σοβαρές κατηγορίες. Ο Ισλαμικός νόμος δεν αστειεύεται. Ήθελα απλώς να δω.
Με το που βράδιασε, ήρθε ένας μπάρμπας καραμπουζουκλής με ρίκσο, μιλημένος από το σερβιτόρο και με πήρε για τη βόλτα της ακολασίας στη μαγική και εξωτική Λαχώρη. Πάμε από δω, πάμε από κει, παντού άνθρωποι ξαπλωμένοι να κοιμούνται στους δρόμους. Χιλιάδες. Η κατάσταση άθλια, θύμιζε Καλκούτα στην οποία είχα πάει 3 χρόνια πιο πριν. Στρίβαμε σε στενά, περνούσαμε από πλατείες, τα σκουπίδια βουνά και παντού άνθρωποι πάμφτωχοι και άστεγοι, ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους, έχουν και πυρηνικές βόμβες τρομάρα τους.
Φτάνουμε σε ένα στενό μέσα στο ποντίκι και το σκουπίδι. Πάμε σε ένα σπίτι δίπατο, ρυπαρό, από κάτω είχε ένα μαγαζί και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με καλώδια μπερδεμένα, δεν είχαν στύλους, όλα τα καλώδια, ηλεκτρικού, τηλεφώνου κρεμόταν μπερδεμένα από τους τοίχους. Και αν έχει βλάβη, πως θα τη βρούνε μέσα στα χιλιάδες καλώδια? Καλά τώρα, απορία που είχα!
Πάμε επάνω, είναι μια κυρά μας υποδέχεται. Αυτή είχε χέννα στα μαλλιά και σκουλαρίκι τεράστιο στη μύτη, πρέπει να ήταν η πατρόνα. Καθήστε, τι να σας κεράσουμε? Μας φέρνει χυμό από ρόδι. Έλεγε κάτι στα Ουρντού με τον μπάρμπα, όλο γύριζαν και με κοιτούσανε, λέω έχει γούστο να μου ορμήξουνε τώρα να μου πάρουν λεφτά, ρολόι και να με πετάξουν σε κανένα χαντάκι. Ευτυχώς δεν είχα πολλά λεφτά επάνω μου, αλλά αν ήταν στο κόλπο και ο σερβιτόρος, τώρα θα ήταν στο δωμάτιο και θα ψαχούλευε τις τσέπες και τα λεφτουδάκια μου. Αμάν έπεσα σε συμμορία, είχα διαβάσει και για διάφορα κόλπα που κάνουν στη Λαχώρη με τους ξένους. Οι μαύρες σκέψεις έφυγαν μόλις μπήκε μέσα η κοπέλα. Έφυγαν οι μαύρες σκέψεις και ήρθαν τα μαύρα φίδια. Αυτή θα μου πασάρανε? Αυτή η δυστυχισμένη ήταν στολισμένη σαν λατέρνα. Κάποτε πρέπει να ήταν και ομορφούλα, αν ο νταβατζής της δεν της είχε κόψει τη μύτη και δεν την είχε μετατρέψει σε ένα δυστυχισμένο τέρας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η κοπέλα δεν είχε μύτη, είχε δυο τεράστιες τρύπες στο πάνω μέρος εκεί που θα ήταν η μύτη της κάποτε.
Οι άλλοι σαν να μη τρέχει τίποτα. Άλλωστε για την ομορφιά πάνε όλοι οι λιγούρηδες εκεί? Να πηδήξουν θέλουν και να χρησιμοποιήσουν αυτό το άτυχο πλάσμα με το χειρότερο τρόπο. Βάζει η τσατσά μια κασέτα με μια ελεεινή μουσική στο κασετόφωνο και αρχίζει το κορίτσι να τραγουδάει και να χορεύει μπροστά μου. Εγώ να θέλω να φύγω. Πάμε να φύγουμε λέω του μπάρμπα, αυτός να με τραβάει από το μανίκι να μείνουμε κι άλλο, η κοπέλα βλέποντας τον πελάτη να λακίζει, να τραγουδάει ακόμα πιο δυνατά, έβγαζε παράφωνες τσιρίδες, ένα θέατρο του παραλόγου, η όλη υπόθεση.
Του λέω αν δεν έρθεις, θα φύγω μόνος μου.
Η άλλη έβλεπε ότι θα έχανε το μεροκάματο και δώστου να κουνιέται και να λυγιέται – ντυμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια και ντράγκα ντρούγκα τα βραχιόλια και τα τενεκεδικά που φορούσε. Απίστευτο θέαμα.
Του ξαναλέω ότι ήρθα για να δω μόνο, όοοοοχι να λέει αυτός, αφού ήρθες να δεις, θα το δεις όλο το σόου.
Πόσο κάνει ρε? Κόκο ντράκμι? Με έσκασες.
Α, άλλες 100 ρουπίες.
Πάρτες και αει στο διάολο που με έφερες σε τέτοιο μέρος.
Πέσανε και οι τρεις πάνω στο κατοστάρικο, γελοίο ποσό δηλαδή, αλλά γι αυτούς αστρονομικό, με ρωτάει η τσατσά, άλλο χυμό θέλετε? Όχι δεν θέλω.
Να πηγαίνω γιατί έχω και παστίτσιο στο φούρνο. Χαίρεται και καλός πολίτης.
Στο γυρισμό, ο μπάρμπας όλο μου ζητούσε συγνώμη και μου εξήγησε ότι τη μύτη της την είχε κόψει η τσατσά, γιατί όταν ήταν μικρό το κορίτσι, 9 χρονών, πήγε να το σκάσει, την πιάσανε και για τιμωρία και παραδειγματισμό της έκοψε τη μύτη. Έτσι κάνουν εκεί. Επίσης, επειδή η πορνεία απαγορεύεται, αυτές είναι δηλωμένες σαν καλλιτέχνιδες και χορεύουν, αρχίζοντας από τα σεμνά-σεμνά και καταλήγουν στο ζητούμενο, αφού μαδήσουν τον πελάτη και του βγάλουν το λάδι με τους χορούς και τα τραγούδια. Οπότε αυτός τα σκάει κανονικά για να προχωρήσουν στα παρακάτω. Μετά την εμπειρία μου αυτή, κατευθείαν στο ξενοδοχείο.
Στην είσοδο καίγανε στικς με άρωμα μάνγκο. Γιατί? σε ποιόν χρωστάω? Έρχεται ένας, προσφέρουμε δωρεάν παγωτό μάνγκο μου λέει. Τρέχω επάνω.
Έπεσα στα πουπουλένια στρώματα του κραβατιού μου. Τι ωραία! Δίπλα, στο τραπεζάκι, είχε καλαθάκι με φρέσκα μάνγκο, προσφορά του ξενοδοχείου. Δεν θα το αντέξω αυτό, να είμαι μέσα στη χλίδα και να είμαι περικυκλωμένος από τα ανθρωποφάγα μάνγκο! Άλλη μια μέρα στη Λαχώρη για να δω τα μνημεία. Αύριο.
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261