traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.341
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Η διαδρομή ανεβοκατεβαίνει βουνά με δάση από κωνοφόρα, που διακόπτονται από καταπράσινα χωράφια, λες και δεν είναι Νοέμβριος. Δεκάδες μικρά και μεγάλα χωριά, με τούβλινα και ξύλινα σπίτια, στα χαμηλά με ταράτσες και όσο αναβαίνουμε ψηλότερα με στέγες από λαμαρίνα για να γλιστράει το χιόνι το χειμώνα. Παντού παιδιά. Στα ποτάμια, στους σκονισμένους δρόμους, στις αυλές να παίζουν δίπλα στις αγελάδες και τις κατσίκες. Οι γυναίκες όλες σκεπασμένες από την κορφή μέχρι τα νύχια. Οι άντρες όλοι με γένια, άλλοι με τουρμπάνια, άλλοι με κάτι φεσάκια άσπρα.
Και εκεί κάπου μια ώρα από το Πεσαβάρ μπαίνουμε σε μια μεγάλη πόλη – δεν θυμάμαι καν πως τη λένε – και σταματάμε στο σταθμό και όλοι κατεβαίνουν.
Τι γίνεται ρε παιδιά? Α, εσείς που πάτε στο Τσιτράλ θα αλλάξετε λεωφορείο εδώ. Σίγουρα? Σίγουρα.
Και που να ξέρουμε εμείς σε ποιο λεωφορείο να πάμε? Όλα είναι γραμμένα στα Ουρντού με αραβικά ορνιθοσκαλίσματα.
Εκεί θα πάτε, εκεί πήγαμε.
Μας κέρασαν και τσάι, ως συνήθως. Εγώ και ο Μάικ.
Περιμέναμε καμιά ώρα, μας βάζουν σε ένα λεωφορειάκι Toyota με 13 θέσεις. Ούτε ξέραμε αν πήγαινε στο Τσιτράλ. Περιμέναμε μέσα στο Toyota κανένα τέταρτο. Δεν ερχόταν κανείς, δεν φεύγαμε, μέναμε εκεί.
Κανείς δεν μιλάει αγγλικά, βρήκαμε ένα παιδάκι, ήταν δεν ήταν 8 χρόνων. Μιλάς αγγλικά? Μιλάω. Πάει στο Τσιτράλ αυτό? Ρωτάει έναν μπάρμπα, έρχεται ενθουσιασμένο. Πάει, μας λέει. Τι καλά! Θα μπορούσε να πηγαίνει οπουδήποτε και θα μπορούσαν να μας είχαν απαγάγει και να μην έπαιρνε μυρωδιά κανένας.
Ξεκινάει η Οδύσσεια. Δεκατρείς άνθρωποι στριμωγμένοι με τα πράγματα μας μέσα στο Toyota. Τα επόμενα 5 χιλιόμετρα ήταν γεμάτα κατσίκες, βόδια, άλογα, μουλάρια και ανθρώπους. Απίστευτο θέαμα. Και μετά αρχίζει η σταδιακή ανηφόρα. Τα κωνοφόρα μπερδεύονται με φυλλοβόλα που είναι κατακίτρινα από το φθινόπωρο.
Κόσμος παντού, μα πόσο πληθυσμό έχει αυτή η χώρα?
Σιγά-σιγά ο κόσμος αραιώνει, τα χωριά λιγοστεύουν, τα κωνοφόρα επικρατούν και κάτι λίγα τσαγάδικα στη μέση του πουθενά μαρτυρούν ότι υπάρχουν άνθρωποι.
Φτάνουμε στην ορεινή διάβαση Λοβάρι. Ο δρόμος ανεβαίνει σε φουρκέτες και γίνεται χωματόδρομος, γεμάτος σκόνη από τα στολισμένα σαν γύφτισσες φορτηγά που κατεβαίνουν από την αντίθετη κατεύθυνση. Είμαστε στο δρόμο πολλές ώρες, είναι ήδη απόγευμα, η μέρα πλέον είναι μικρή και εγώ αρχίζω να ανησυχώ αν θα φτάσουμε ποτέ στο Τσιτράλ.
Φτάνουμε στην κορυφή της διάβασης, μετά από πολύωρη ανηφόρα. 3.200 μέτρα. Η διάβαση κλείνει από το Νοέμβριο και μετά και όσοι πρέπει να την περάσουν, το κάνουν με τα πόδια ή με μουλάρια μέσα από τα χιόνια σαν τις ηπειρώτισσες το 40.
Ακόμα όμως είναι ανοιχτή, σε κάποιο μέρος στα δεξιά του δρόμου μόνο έχει μια μεγάλη χιονούρα και υπάρχουν κάτι άντρες που παίρνουν παγωμένο χιόνι για τα πρωτόγονα ψυγεία – παγωνιέρες στα σπίτια τους στα γειτονικά χωριά.
Πάμε λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω – έχει αρχίσει κάπως η κατηφόρα πλέον και μπαμ!!
Τι έγινε? Γιατί σταματήσαμε? Κοιταζόμαστε μεταξύ μας.
Α, χάλασε!!! Και πως χάλασε? Άντε να ανοίξουμε τη μηχανή να δούμε.
Οόοοχι, δεν χάλασε έτσι, έσπασε ο άξονας!!
Και τώρα? Με μεγάλη έκπληξη βλέπω τον οδηγό να μοιράζει χρήματα στους επιβάτες και εκείνοι να εξαφανίζονται.
Μα τι κάνει? Μας δίνει και μας κάτι λεφτά. Τι είναι αυτά? Είναι το υπόλοιπο του εισιτηρίου σας, δεν πάμε παρακάτω. Μέσα στην ερημιά!!!! Έξω να κάνει το κρύο της αρκούδας, 3.000 μέτρα το Νοέμβριο. Όλοι γίνονται καπνός. Τυλίγανε το κιλίμι/σάλι/τι τέλος πάντων είναι αυτό, στην πλάτη τους και την κάνανε.
Εμείς αποσβολωμένοι στο έρημο πλέον Toyota. Και ο οδηγός άφαντος και αυτός. Ο Μαικ άρχισε να τα παίζει. Να βγούμε να περπατήσουμε μέχρι το κοντινότερο χωριό μου λέει. Και πόσο κοντά να είναι όμως? Θα μας πιάσει η νύχτα και εδώ δεν είναι Πάρνηθα, έχει λύκους, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, είμαστε στην καρδιά της Ασίας σε ακατοίκητα και άγρια μέρη. Και με παγωνιά. Θα μείνουμε εδώ, αποφάσισα. Αν θέλεις εσύ να φύγεις φύγε, εγώ θα μείνω στην ασφάλεια του κλειστού χώρου, που κόβει τον παγωμένο αέρα. Έχω και υπνόσακο, μια χαρά θα είναι. Και αύριο με το φως της ημέρας κάτι θα βρούμε να κάνουμε. Η ισχύς εν τη ενώσει, τι να κάνει ο Μάικ, προκειμένου να περιπλανιέται μέσα στην άγρια νύχτα στα πακιστανικά δάση, αποφάσισε να μείνει μαζί μου.
Και εκεί κάπου μια ώρα από το Πεσαβάρ μπαίνουμε σε μια μεγάλη πόλη – δεν θυμάμαι καν πως τη λένε – και σταματάμε στο σταθμό και όλοι κατεβαίνουν.
Τι γίνεται ρε παιδιά? Α, εσείς που πάτε στο Τσιτράλ θα αλλάξετε λεωφορείο εδώ. Σίγουρα? Σίγουρα.
Και που να ξέρουμε εμείς σε ποιο λεωφορείο να πάμε? Όλα είναι γραμμένα στα Ουρντού με αραβικά ορνιθοσκαλίσματα.
Εκεί θα πάτε, εκεί πήγαμε.
Μας κέρασαν και τσάι, ως συνήθως. Εγώ και ο Μάικ.
Περιμέναμε καμιά ώρα, μας βάζουν σε ένα λεωφορειάκι Toyota με 13 θέσεις. Ούτε ξέραμε αν πήγαινε στο Τσιτράλ. Περιμέναμε μέσα στο Toyota κανένα τέταρτο. Δεν ερχόταν κανείς, δεν φεύγαμε, μέναμε εκεί.
Κανείς δεν μιλάει αγγλικά, βρήκαμε ένα παιδάκι, ήταν δεν ήταν 8 χρόνων. Μιλάς αγγλικά? Μιλάω. Πάει στο Τσιτράλ αυτό? Ρωτάει έναν μπάρμπα, έρχεται ενθουσιασμένο. Πάει, μας λέει. Τι καλά! Θα μπορούσε να πηγαίνει οπουδήποτε και θα μπορούσαν να μας είχαν απαγάγει και να μην έπαιρνε μυρωδιά κανένας.
Ξεκινάει η Οδύσσεια. Δεκατρείς άνθρωποι στριμωγμένοι με τα πράγματα μας μέσα στο Toyota. Τα επόμενα 5 χιλιόμετρα ήταν γεμάτα κατσίκες, βόδια, άλογα, μουλάρια και ανθρώπους. Απίστευτο θέαμα. Και μετά αρχίζει η σταδιακή ανηφόρα. Τα κωνοφόρα μπερδεύονται με φυλλοβόλα που είναι κατακίτρινα από το φθινόπωρο.
Κόσμος παντού, μα πόσο πληθυσμό έχει αυτή η χώρα?
Σιγά-σιγά ο κόσμος αραιώνει, τα χωριά λιγοστεύουν, τα κωνοφόρα επικρατούν και κάτι λίγα τσαγάδικα στη μέση του πουθενά μαρτυρούν ότι υπάρχουν άνθρωποι.
Φτάνουμε στην ορεινή διάβαση Λοβάρι. Ο δρόμος ανεβαίνει σε φουρκέτες και γίνεται χωματόδρομος, γεμάτος σκόνη από τα στολισμένα σαν γύφτισσες φορτηγά που κατεβαίνουν από την αντίθετη κατεύθυνση. Είμαστε στο δρόμο πολλές ώρες, είναι ήδη απόγευμα, η μέρα πλέον είναι μικρή και εγώ αρχίζω να ανησυχώ αν θα φτάσουμε ποτέ στο Τσιτράλ.
Φτάνουμε στην κορυφή της διάβασης, μετά από πολύωρη ανηφόρα. 3.200 μέτρα. Η διάβαση κλείνει από το Νοέμβριο και μετά και όσοι πρέπει να την περάσουν, το κάνουν με τα πόδια ή με μουλάρια μέσα από τα χιόνια σαν τις ηπειρώτισσες το 40.
Ακόμα όμως είναι ανοιχτή, σε κάποιο μέρος στα δεξιά του δρόμου μόνο έχει μια μεγάλη χιονούρα και υπάρχουν κάτι άντρες που παίρνουν παγωμένο χιόνι για τα πρωτόγονα ψυγεία – παγωνιέρες στα σπίτια τους στα γειτονικά χωριά.
Πάμε λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω – έχει αρχίσει κάπως η κατηφόρα πλέον και μπαμ!!
Τι έγινε? Γιατί σταματήσαμε? Κοιταζόμαστε μεταξύ μας.
Α, χάλασε!!! Και πως χάλασε? Άντε να ανοίξουμε τη μηχανή να δούμε.
Οόοοχι, δεν χάλασε έτσι, έσπασε ο άξονας!!
Και τώρα? Με μεγάλη έκπληξη βλέπω τον οδηγό να μοιράζει χρήματα στους επιβάτες και εκείνοι να εξαφανίζονται.
Μα τι κάνει? Μας δίνει και μας κάτι λεφτά. Τι είναι αυτά? Είναι το υπόλοιπο του εισιτηρίου σας, δεν πάμε παρακάτω. Μέσα στην ερημιά!!!! Έξω να κάνει το κρύο της αρκούδας, 3.000 μέτρα το Νοέμβριο. Όλοι γίνονται καπνός. Τυλίγανε το κιλίμι/σάλι/τι τέλος πάντων είναι αυτό, στην πλάτη τους και την κάνανε.
Εμείς αποσβολωμένοι στο έρημο πλέον Toyota. Και ο οδηγός άφαντος και αυτός. Ο Μαικ άρχισε να τα παίζει. Να βγούμε να περπατήσουμε μέχρι το κοντινότερο χωριό μου λέει. Και πόσο κοντά να είναι όμως? Θα μας πιάσει η νύχτα και εδώ δεν είναι Πάρνηθα, έχει λύκους, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, είμαστε στην καρδιά της Ασίας σε ακατοίκητα και άγρια μέρη. Και με παγωνιά. Θα μείνουμε εδώ, αποφάσισα. Αν θέλεις εσύ να φύγεις φύγε, εγώ θα μείνω στην ασφάλεια του κλειστού χώρου, που κόβει τον παγωμένο αέρα. Έχω και υπνόσακο, μια χαρά θα είναι. Και αύριο με το φως της ημέρας κάτι θα βρούμε να κάνουμε. Η ισχύς εν τη ενώσει, τι να κάνει ο Μάικ, προκειμένου να περιπλανιέται μέσα στην άγρια νύχτα στα πακιστανικά δάση, αποφάσισε να μείνει μαζί μου.
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261