traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.341
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Στο Μπουμπουρέτ λοιπόν, έψαξα κάπου να μείνω για το βράδυ. Υπήρχαν κάποιοι καλοθελητές Πακιστανοί που προσπαθούσαν να με πείσουν να πάω στο τάδε μέρος, ή στο δείνα μέρος. Όλοι θα έπαιρναν προμήθεια μάλλον, ή ίσως και να ήθελαν να με προωθήσουν σε κατάλυμα Πακιστανικών συμφερόντων και όχι σε κάτι που ανήκε στους Καλάς.
Θα πρέπει να πω εδώ, ότι οι Πακιστανοί δεν χωνεύουν τους Καλάς, γιατί είναι αλλόθρησκοι και ως εκ τούτου άπιστοι – καφίρ, γιʼ αυτό τους λένε και Καφίρ Καλάς ( οι άπιστοι Καλάς). Η λέξη άπιστος για τους πιστούς Μουσουλμάνους θεωρείται βρισιά, γιʼ αυτό και οι Τούρκοι μας έλεγαν γκιαούρηδες ( gavur στα τούρκικα, που προέρχεται από το αραβικό kafr, απʼ όπου πήραν και την ονομασία τους οι Κάφροι της Αφρικής, που ήταν άπιστοι για τους Μουσουλμάνους εμπόρους της Ταγκανίκας και της Ζανζιβάρης).
Επίσης, επειδή οι γυναίκες Καλάς έχουν πρόσωπο και μαλλιά ακάλυπτα, τις θεωρούν “εύκολες” και τους επιτίθενται με αποτέλεσμα βιασμούς, που δεν τιμωρούνται ποτέ. Οι Καλάς θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας και αποτελούν επίσης στόχο διακρίσεων και βιαιοτήτων από τους γύρω πληθυσμούς. Είναι φυσικό λοιπόν, για τους Πακιστανούς της κοιλάδας, αλλά και για τους εξισλαμισμένους Καλάς, που έχουν απαρνηθεί την κουλτούρα και το παρελθόν τους, να βλέπουν τον ξένο που έρχεται μέχρι εδώ σαν γραφικό και λοξό, γιατί τι έρχεται να δει εδώ σʼ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο?
Δεν μπορούν να διανοηθούν καν, ότι οι Καλάς είναι μοναδικοί πάνω στον πλανήτη μας και ότι ίσως κάποτε ο τουρισμός να φέρει εδώ χρήμα, που θα ωφελήσει και τους τριγύρω οπισθοδρομικούς πληθυσμούς.
Τελικά βρήκα ένα ξενώνα, 2 χιλιόμετρα από το χωριό, κάτι σαν μπανγκαλόους δίπλα σε έναν αγροτικό δρόμο, περιτριγυρισμένο από καρυδιές που το φύλλωμα τους είχε πάρει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Ο ξενώνας ήταν καινούργιος, μόλις είχε κτιστεί και η αυλή είχε ακόμα άμμους και ασβέστες.
Ήμουν ο μόνος πελάτης. Θα μου πείτε, η πρώτη φορά είναι? Στο ταξίδι μου αυτό, πάντα ήμουν ο μόνος πελάτης σε ξενοδοχεία, ή εστιατόρια, ο μόνος επισκέπτης σε μουσεία, ή μνημεία. Τουρίστες δεν έρχονται, ούτε θα έρχονται για κάμποσα χρόνια.
Η τουαλέτα ήταν κοινόχρηστη και στο τέλος της σειράς των μπανγκαλόους, περίπου 50 μέτρα από την πρωτόγονη ρεσεψιόν. Διάλεξα το πιο απομονωμένο σπιτάκι, για να είναι και κοντά στην τουαλέτα, αν χρειαζόταν να πάω το βράδυ. Το δείπνο σερβιρίστηκε στο εστιατόριο, που μάλλον δεν είχε δει μέχρι τότε ξένους. Σούπα και ρύζι με φασόλια. Ρεύμα δεν υπήρχε, μόνο λάμπες πετρελαίου, σαν στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Η νύχτα έπεσε νωρίς, είπαμε η μέρα είχε γίνει πολύ μικρή και κατά τις 7 πάω για ύπνο. Δηλαδή τι ύπνο, ήθελα να διαβάσω λίγο τον οδηγό μου και φως δεν υπήρχε, μόνο ένα κερί, που ήταν αδύνατον να βοηθήσει στην ανάγνωση. Άναψα τον φακό μου και άρχισα να ψευτοδιαβάζω. Τα σπιτάκια είχαν μικρά οριζόντια παράθυρα που εκτεινόταν στο πάνω μέρος του τοίχου, κατά μήκος της στέγης, κάτι σαν φεγγίτες. Αυτό είναι συνηθισμένο σε Μουσουλμανικές χώρες για να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή – βλέπε γυναίκες – από τα αδιάκριτα βλέμματα, που πιθανόν να ήταν περισσότερα, αν υπήρχαν κανονικά μεγάλα παράθυρα.
Την ώρα που διάβαζα, ή μάλλον προσπαθούσα να διαβάσω, άκουσα μια φωνή απʼέξω να με φωνάζει: ει γιου!!
Ήταν 3-4 τύποι στο παράθυρο-φεγγίτη, είχαν βάλει μάλλον κανένα τελάρο για να πατήσουν και να ανέβουν επάνω και τεντωνόταν για να δουν τι κάνω εγώ μέσα στο δωμάτιο. Μου λέγανε κάτι σε άθλια αγγλικά και γελούσαν. Εκεί τρόμαξα. Ήμουν σίγουρος ότι στο κόλπο ήταν και ο ξενοδόχος, πως άλλωστε ήρθαν αυτοί μέχρι εκεί μέσα στο χώρο του ξενώνα? Ήμουν σίγουρος ότι θα με λήστευαν και ίσως και να με σκότωναν, ποιος θα με έψαχνε εδώ στις ερημιές? Προσπάθησα να είμαι κάπως φιλικός, μη τους εξαγριώσω, όχι πολύ όμως, γιατί επέμεναν να τους ανοίξω και εγώ τους έλεγα ότι δεν μπορώ, νυστάζω και θα πέσω να κοιμηθώ. Τους λέω ένα δυνατό γκουντνάιτ και σβήνω το κερί. Η πόρτα κλειδωμένη και με σύρτη από μέσα.
Αυτοί το βιολί τους, όπεν δε ντορ.
Νόου, αϊ γουόντ του σλίπ, γκουντνάιτ.
Στα σκοτεινά, προσπαθούσα να ανοίξω και τον ελβετικό σουγιά, που δεν έλεγε να ανοίξει ο χαμένος, γιατί είχα να τον καθαρίσω από πέρσι που πήγα για κάμπινγκ στην Ικαρία. Έλεγα, αν μπουν μέσα, πριν με φάνε, θα φάω και γω κάποιον απʼ αυτούς με το σουγιά. Με τον σουγιά λοιπόν κάτω από το μαξιλάρι – ένα σκληρό μαξιλάρι όλο σβώλους – με πήρε ο ύπνος. Το βράδυ ξύπνησα κανα δυο φορές, αλλά δεν τόλμησα να πάω στην τουαλέτα έξω. Με τα πολλά ξημέρωσε.
Στο πρωινό, ήμουν μουτρωμένος με τον ιδιοκτήτη, αλλά εκείνος έκανε την πάπια. Τέλος πάντων έφαγα μια ομελέτα – σʼ αυτό το ταξίδι τα αυγά περίσσευαν – και περίμενα τον οδηγό μου που κοιμήθηκε αλλού, φθηνότερα και ασφαλέστερα υποθέτω. Του είπα τα καθέκαστα, όχι παραφουσκωμένα, γιατί αυτοί έχουν και το αίσθημα της φιλοξενίας και μπορεί να πήγαινε να πλακώσει τον ξενοδόχο που εξαιτίας του κινδύνεψε ο ξένος και να είχαμε άλλα μετά.
Φεύγοντας είδα και που ανέβηκαν οι χτεσινοί για να φτάσουν το παράθυρο, δεν ήταν τελάρο, ήταν τσιμεντόλιθοι ο ένας πάνω στον άλλον, περίσσεμα από το κτίσιμο του νεότευκτου ξενοδοχείου που είχα την τιμή να διανυκτερεύσω.
Θα πρέπει να πω εδώ, ότι οι Πακιστανοί δεν χωνεύουν τους Καλάς, γιατί είναι αλλόθρησκοι και ως εκ τούτου άπιστοι – καφίρ, γιʼ αυτό τους λένε και Καφίρ Καλάς ( οι άπιστοι Καλάς). Η λέξη άπιστος για τους πιστούς Μουσουλμάνους θεωρείται βρισιά, γιʼ αυτό και οι Τούρκοι μας έλεγαν γκιαούρηδες ( gavur στα τούρκικα, που προέρχεται από το αραβικό kafr, απʼ όπου πήραν και την ονομασία τους οι Κάφροι της Αφρικής, που ήταν άπιστοι για τους Μουσουλμάνους εμπόρους της Ταγκανίκας και της Ζανζιβάρης).
Επίσης, επειδή οι γυναίκες Καλάς έχουν πρόσωπο και μαλλιά ακάλυπτα, τις θεωρούν “εύκολες” και τους επιτίθενται με αποτέλεσμα βιασμούς, που δεν τιμωρούνται ποτέ. Οι Καλάς θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας και αποτελούν επίσης στόχο διακρίσεων και βιαιοτήτων από τους γύρω πληθυσμούς. Είναι φυσικό λοιπόν, για τους Πακιστανούς της κοιλάδας, αλλά και για τους εξισλαμισμένους Καλάς, που έχουν απαρνηθεί την κουλτούρα και το παρελθόν τους, να βλέπουν τον ξένο που έρχεται μέχρι εδώ σαν γραφικό και λοξό, γιατί τι έρχεται να δει εδώ σʼ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο?
Δεν μπορούν να διανοηθούν καν, ότι οι Καλάς είναι μοναδικοί πάνω στον πλανήτη μας και ότι ίσως κάποτε ο τουρισμός να φέρει εδώ χρήμα, που θα ωφελήσει και τους τριγύρω οπισθοδρομικούς πληθυσμούς.
Τελικά βρήκα ένα ξενώνα, 2 χιλιόμετρα από το χωριό, κάτι σαν μπανγκαλόους δίπλα σε έναν αγροτικό δρόμο, περιτριγυρισμένο από καρυδιές που το φύλλωμα τους είχε πάρει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Ο ξενώνας ήταν καινούργιος, μόλις είχε κτιστεί και η αυλή είχε ακόμα άμμους και ασβέστες.
Ήμουν ο μόνος πελάτης. Θα μου πείτε, η πρώτη φορά είναι? Στο ταξίδι μου αυτό, πάντα ήμουν ο μόνος πελάτης σε ξενοδοχεία, ή εστιατόρια, ο μόνος επισκέπτης σε μουσεία, ή μνημεία. Τουρίστες δεν έρχονται, ούτε θα έρχονται για κάμποσα χρόνια.
Η τουαλέτα ήταν κοινόχρηστη και στο τέλος της σειράς των μπανγκαλόους, περίπου 50 μέτρα από την πρωτόγονη ρεσεψιόν. Διάλεξα το πιο απομονωμένο σπιτάκι, για να είναι και κοντά στην τουαλέτα, αν χρειαζόταν να πάω το βράδυ. Το δείπνο σερβιρίστηκε στο εστιατόριο, που μάλλον δεν είχε δει μέχρι τότε ξένους. Σούπα και ρύζι με φασόλια. Ρεύμα δεν υπήρχε, μόνο λάμπες πετρελαίου, σαν στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Η νύχτα έπεσε νωρίς, είπαμε η μέρα είχε γίνει πολύ μικρή και κατά τις 7 πάω για ύπνο. Δηλαδή τι ύπνο, ήθελα να διαβάσω λίγο τον οδηγό μου και φως δεν υπήρχε, μόνο ένα κερί, που ήταν αδύνατον να βοηθήσει στην ανάγνωση. Άναψα τον φακό μου και άρχισα να ψευτοδιαβάζω. Τα σπιτάκια είχαν μικρά οριζόντια παράθυρα που εκτεινόταν στο πάνω μέρος του τοίχου, κατά μήκος της στέγης, κάτι σαν φεγγίτες. Αυτό είναι συνηθισμένο σε Μουσουλμανικές χώρες για να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή – βλέπε γυναίκες – από τα αδιάκριτα βλέμματα, που πιθανόν να ήταν περισσότερα, αν υπήρχαν κανονικά μεγάλα παράθυρα.
Την ώρα που διάβαζα, ή μάλλον προσπαθούσα να διαβάσω, άκουσα μια φωνή απʼέξω να με φωνάζει: ει γιου!!
Ήταν 3-4 τύποι στο παράθυρο-φεγγίτη, είχαν βάλει μάλλον κανένα τελάρο για να πατήσουν και να ανέβουν επάνω και τεντωνόταν για να δουν τι κάνω εγώ μέσα στο δωμάτιο. Μου λέγανε κάτι σε άθλια αγγλικά και γελούσαν. Εκεί τρόμαξα. Ήμουν σίγουρος ότι στο κόλπο ήταν και ο ξενοδόχος, πως άλλωστε ήρθαν αυτοί μέχρι εκεί μέσα στο χώρο του ξενώνα? Ήμουν σίγουρος ότι θα με λήστευαν και ίσως και να με σκότωναν, ποιος θα με έψαχνε εδώ στις ερημιές? Προσπάθησα να είμαι κάπως φιλικός, μη τους εξαγριώσω, όχι πολύ όμως, γιατί επέμεναν να τους ανοίξω και εγώ τους έλεγα ότι δεν μπορώ, νυστάζω και θα πέσω να κοιμηθώ. Τους λέω ένα δυνατό γκουντνάιτ και σβήνω το κερί. Η πόρτα κλειδωμένη και με σύρτη από μέσα.
Αυτοί το βιολί τους, όπεν δε ντορ.
Νόου, αϊ γουόντ του σλίπ, γκουντνάιτ.
Στα σκοτεινά, προσπαθούσα να ανοίξω και τον ελβετικό σουγιά, που δεν έλεγε να ανοίξει ο χαμένος, γιατί είχα να τον καθαρίσω από πέρσι που πήγα για κάμπινγκ στην Ικαρία. Έλεγα, αν μπουν μέσα, πριν με φάνε, θα φάω και γω κάποιον απʼ αυτούς με το σουγιά. Με τον σουγιά λοιπόν κάτω από το μαξιλάρι – ένα σκληρό μαξιλάρι όλο σβώλους – με πήρε ο ύπνος. Το βράδυ ξύπνησα κανα δυο φορές, αλλά δεν τόλμησα να πάω στην τουαλέτα έξω. Με τα πολλά ξημέρωσε.
Στο πρωινό, ήμουν μουτρωμένος με τον ιδιοκτήτη, αλλά εκείνος έκανε την πάπια. Τέλος πάντων έφαγα μια ομελέτα – σʼ αυτό το ταξίδι τα αυγά περίσσευαν – και περίμενα τον οδηγό μου που κοιμήθηκε αλλού, φθηνότερα και ασφαλέστερα υποθέτω. Του είπα τα καθέκαστα, όχι παραφουσκωμένα, γιατί αυτοί έχουν και το αίσθημα της φιλοξενίας και μπορεί να πήγαινε να πλακώσει τον ξενοδόχο που εξαιτίας του κινδύνεψε ο ξένος και να είχαμε άλλα μετά.
Φεύγοντας είδα και που ανέβηκαν οι χτεσινοί για να φτάσουν το παράθυρο, δεν ήταν τελάρο, ήταν τσιμεντόλιθοι ο ένας πάνω στον άλλον, περίσσεμα από το κτίσιμο του νεότευκτου ξενοδοχείου που είχα την τιμή να διανυκτερεύσω.
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261