Χαμμαμάτ
Πόσο χρειάζεται κάποιος να παγώσει τον χρόνο? Λίγο, πολύ λίγο. Αρκεί να περάσεις μία Μπάμπ (πύλη) καί να μπείς στην Κάσμπα (κάστρο). Να περιηγηθείς στα στενά δρομάκια της, τόσο στενά πού ίσα να χωράς, τόσο στενά πού ο καυτός ήλιος της ερήμου δεν κατεβαίνει. Να βλέπεις τις περίτεχνες πόρτες, στολισμένες με καρφιά καί ρόπτρα με το Χάμσα ( φυλαχτό με το χέρι της Φάτιμα). Τα σπίτια κλεισμένα με μασραμπίγια ( ξύλινο καφασωτό στα παράθυρα) Κάπου ξεπροβάλλει ένας Τυνήσιος με τζελαμπά (κελεμπία), μπαλγκά (παραδοσιακές παντόφλες) καί σέσια (κόκκινο φέσι με μεταξωτή φούντα). Από μιά γωνιά στρίβει ένας Βέρβερος με μπουρνούζ (κάπα με κουκούλα) πού κουβαλάει ένα μεργκούμ (ελαφρύ χαλί). Στο πλακόστρωτο ελαφριά βήματα καί μιά μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα να κλείνει το στενό. Στην αγκαλιά της ένα βρέφος με αγιάσα στα μάγουλα (το πρώτο τατουάζ πού γίνεται λίγο μετά την γέννηση). Σε κάποιο σπίτι, κάποιος παίζει μαλούφ (τυνησιακή λαϊκή μουσική), από κάποιο άλλο έρχεται έντονη η μυρωδιά τού μαγειρεμένου κουσκούς (φαγητό από σιμιγδάλι). Σίγουρα θα έχουν χρησιμοποιήσει χαρίσα (πικάντικη ή καυτερή σάλτσα).
Ετσι αφέθηκα στην μαγεία της Κάσμπα. Ανέβηκα στην επάνω πεζούλα. Η θάλασσα στραφτοκοπούσε στην απεραντοσύνη της. Ερχονταν μαλακά καί φιλούσε τα χοντρά τείχη. Στις στέγες της παλιάς πόλης, οι νοικοκυρές είχαν απλώσει το κουσκούς γιά να στεγνώσει. Κατέβηκα πάλι στα στενά δρομάκια. Λαβύρινθος. Μιά ηλικιωμένη, θεωρώντας ότι είχα χαθεί, μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Με έβγαλε στην κεντρική Μπάμπ. Χαμογέλασα καί έφερα το χέρι στην καρδιά, σημάδι ότι την ευχαριστώ. Καί τότε έτεινε το χέρι γιά ζάκατ (ελεημοσύνη).
Κάθισα να ξεκουραστώ σ’ ένα καφενεδάκι, πίνοντας τσάϊ μέντας. Παραδίπλα μου, δύο άντρες κάπνιζαν σισά (ναργιλές). Σίγουρα τούς είχαν γεμίσει με ζιράκ (δυνατό χαρμάνι καπνού).
Από την Μπάμπ-ελ-σούκ μπήκα στην Μεντίνα. Τα τείχη της, χτισμένα το 904 μΧ καί ανακατασκευασμένα τον 13ο αιώνα, περικλείουν καί εδώ ένα λαβύρινθο από δρομάκια, μικρά μαγαζάκια, τούρκικα λουτρά , το Μεγάλο Τζαμί της Μεντίνας καί την Σχολή Κορανικών Σπουδών.
Τα μαγαζάκια γεμάτα με τουριστικά είδη, τα είδα σαν μελανό σημείο. Οχι μόνο δεν είχαν τίποτα παραδοσιακό ή αυθεντικό να σού επιδείξουν, οί πωλητές σού έκλειναν στην κυριολεξία τον δρόμο. Ηταν πού ήταν στενά τα δρομάκια, άπλωναν τα χέρια τους έτσι ώστε να μην μπορείς να περάσεις καί να σε οδηγήσουν στο μαγαζί τους.
Θα ήθελα να το δώ με συμπάθεια (κι’ αυτοί το ψωμί τους θέλουν να βγάλουν) αλλά αυτή η τακτική με ενόχλησε αρκετά.
Τέλος πάντων, δεν θα χαλάσω την ημέρα μου. Πήρα το λεωφορείο καί συνέχισα γιά Νάμπουλ...
Συνεχίζεται
Πόσο χρειάζεται κάποιος να παγώσει τον χρόνο? Λίγο, πολύ λίγο. Αρκεί να περάσεις μία Μπάμπ (πύλη) καί να μπείς στην Κάσμπα (κάστρο). Να περιηγηθείς στα στενά δρομάκια της, τόσο στενά πού ίσα να χωράς, τόσο στενά πού ο καυτός ήλιος της ερήμου δεν κατεβαίνει. Να βλέπεις τις περίτεχνες πόρτες, στολισμένες με καρφιά καί ρόπτρα με το Χάμσα ( φυλαχτό με το χέρι της Φάτιμα). Τα σπίτια κλεισμένα με μασραμπίγια ( ξύλινο καφασωτό στα παράθυρα) Κάπου ξεπροβάλλει ένας Τυνήσιος με τζελαμπά (κελεμπία), μπαλγκά (παραδοσιακές παντόφλες) καί σέσια (κόκκινο φέσι με μεταξωτή φούντα). Από μιά γωνιά στρίβει ένας Βέρβερος με μπουρνούζ (κάπα με κουκούλα) πού κουβαλάει ένα μεργκούμ (ελαφρύ χαλί). Στο πλακόστρωτο ελαφριά βήματα καί μιά μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα να κλείνει το στενό. Στην αγκαλιά της ένα βρέφος με αγιάσα στα μάγουλα (το πρώτο τατουάζ πού γίνεται λίγο μετά την γέννηση). Σε κάποιο σπίτι, κάποιος παίζει μαλούφ (τυνησιακή λαϊκή μουσική), από κάποιο άλλο έρχεται έντονη η μυρωδιά τού μαγειρεμένου κουσκούς (φαγητό από σιμιγδάλι). Σίγουρα θα έχουν χρησιμοποιήσει χαρίσα (πικάντικη ή καυτερή σάλτσα).
Ετσι αφέθηκα στην μαγεία της Κάσμπα. Ανέβηκα στην επάνω πεζούλα. Η θάλασσα στραφτοκοπούσε στην απεραντοσύνη της. Ερχονταν μαλακά καί φιλούσε τα χοντρά τείχη. Στις στέγες της παλιάς πόλης, οι νοικοκυρές είχαν απλώσει το κουσκούς γιά να στεγνώσει. Κατέβηκα πάλι στα στενά δρομάκια. Λαβύρινθος. Μιά ηλικιωμένη, θεωρώντας ότι είχα χαθεί, μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Με έβγαλε στην κεντρική Μπάμπ. Χαμογέλασα καί έφερα το χέρι στην καρδιά, σημάδι ότι την ευχαριστώ. Καί τότε έτεινε το χέρι γιά ζάκατ (ελεημοσύνη).
Κάθισα να ξεκουραστώ σ’ ένα καφενεδάκι, πίνοντας τσάϊ μέντας. Παραδίπλα μου, δύο άντρες κάπνιζαν σισά (ναργιλές). Σίγουρα τούς είχαν γεμίσει με ζιράκ (δυνατό χαρμάνι καπνού).
Από την Μπάμπ-ελ-σούκ μπήκα στην Μεντίνα. Τα τείχη της, χτισμένα το 904 μΧ καί ανακατασκευασμένα τον 13ο αιώνα, περικλείουν καί εδώ ένα λαβύρινθο από δρομάκια, μικρά μαγαζάκια, τούρκικα λουτρά , το Μεγάλο Τζαμί της Μεντίνας καί την Σχολή Κορανικών Σπουδών.
Τα μαγαζάκια γεμάτα με τουριστικά είδη, τα είδα σαν μελανό σημείο. Οχι μόνο δεν είχαν τίποτα παραδοσιακό ή αυθεντικό να σού επιδείξουν, οί πωλητές σού έκλειναν στην κυριολεξία τον δρόμο. Ηταν πού ήταν στενά τα δρομάκια, άπλωναν τα χέρια τους έτσι ώστε να μην μπορείς να περάσεις καί να σε οδηγήσουν στο μαγαζί τους.
Θα ήθελα να το δώ με συμπάθεια (κι’ αυτοί το ψωμί τους θέλουν να βγάλουν) αλλά αυτή η τακτική με ενόχλησε αρκετά.
Τέλος πάντων, δεν θα χαλάσω την ημέρα μου. Πήρα το λεωφορείο καί συνέχισα γιά Νάμπουλ...
Συνεχίζεται