Να κλείσω τα μάτια και να σκεφτώ ένα μέρος ήρεμο, γαλήνιο, όπου η ψυχή μου βρίσκει καταφύγιο. Βλέπω βουνά με χιονισμένες κορφές, βλέπω ένα καταγάλανο ουρανό, χαμηλή πράσινη βλάστηση στην οποία βόσκουν προβατάκια ελεύθερα, κι ένα εκκλησάκι, στην κορυφή ενός λόφου, όσο πιο κοντά στον ουρανό γίνεται.

Κάπως έτσι είχα φανταστεί το Όρος Καζμπέκι της Γεωργίας και ήμουν έτοιμη επιτέλους να το επισκεφτώ. Δεν είναι η πρώτη φορά για μένα στην περιοχή του Καυκάσου, ο οποίος μου ασκεί μεγάλη γοητεία. Είχα επισκεφτεί την Αρμενία σε ένα υπέροχο μοναχικό ταξίδι δυο χρόνια πριν. Αυτή τη φορά όμως δεν είμαι μόνη μου, έχω συνταξιδιώτισσα την καλή μου φίλη Β. με την οποία μοιραζόμαστε το κοινό πάθος για τα μέρη τα λιγότερο εξερευνημένα.

Για τη μετάβασή μας κλείσαμε έναν τοπικό οδηγό, σε ένα μικρό γκρουπ έξι ατόμων και ξεκινήσαμε στις 8 το πρωί από την Τιφλίδα. Πρώτη μας στάση, ο καθεδρικός ναός Svetiskhoveli του ΧΙ αιώνα, ο οποίος μας προσφέρει μια πανέμορφη θέα στην πόλη Mtskheta.

O ναός αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος της χώρας. Η μέρα ήταν Κυριακή έτσι είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε τη θεία λειτουργία. Φορέσαμε την υποχρεωτική μαντίλα στο κεφάλι και μπήκαμε στο ναό. Το εσωτερικό του ναού είναι πέτρινο, με λιτή διακόσμηση, τα καθίσματα απουσιάζουν, δεν ακούγεται ψίθυρος παρά μόνο οι μελωδικές φωνές των γυναικών που ψέλνουν. Η λιτή αυτή διακόσμηση δίνει μια απλότητα στην εκκλησία και συμβάλει άμεσα στο να νιώσει ο επισκέπτης την κατάνυξη της ατμόσφαιρας. Χαμογελώ στη φίλη μου, εν μέρει συνωμοτικά εξαιτίας της μαντίλας που μας προκαλεί γέλιο, όμως βλέπω στα μάτια της πως νιώθει την ίδια κατάνυξη και μοιράζεται τις ίδιες σκέψεις με μένα. Απολαμβάνουμε την απλότητα μα και τη μαγεία της στιγμής για λίγο.

Σκέφτομαι πως προτιμώ τον αυτό απλό στολισμό από τις πομπώδεις τεράστιες πλουμιστές εκκλησίες που έχω συναντήσει στα ταξίδια μου στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Έτσι είναι και ο λαός της Γεωργίας, απλός, ταπεινός, προσιτός, φιλόξενος.

Βγαίνουμε έξω να απολαύσουμε τη Mtskheta από ψηλά και τα βουνά που την πλαισιώνουν. Έχει ψύχρα και ο καιρός είναι μουντός, αλλά ταιριάζει καμιά φορά η μουντάδα στις Κυριακές, ειδικά όταν υπάρχει η ανάγκη εσωτερίκευσης.

Επόμενη στάση μας το φρούριο Ananuri με την εκκλησία αφιερωμένη στη Μητέρα του θεού. Μέχρι να φτάσουμε η θερμοκρασία έχει ανέβει αισθητά. Το Ananuri αποτελεί ένα σύμπλεγμα κάστρων που χτίστηκε το 13ο αιώνα κι αποτελεί επίσης μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.

Αν και μέσα Οκτώβρη, υπήρχε πολύς κόσμος και δε καταφέραμε να το απολαύσουμε όπως θα θέλαμε. Οι λιτές γραμμές της αρχιτεκτονικής της Γεωργίας εξακολουθούν κι εδώ να με εντυπωσιάζουν.

Αφού περάσαμε λίγο χρόνο στο φρούριο επιβιβαστήκαμε και πάλι στο μικρό βαν. Σύντομα όμως επρόκειτο να ξανακατέβουμε για να δούμε το μοναδικό τρόπο με τον οποίο δυο ποτάμια ενώνονται.

«Σπουδαίο θέαμα», βρίσκω ευκαιρία να γκρινιάξω στη φίλη μου. Ανυπομονούσα να φτάσω στο Καζμπέκι κι αυτή μου η ανυπομονησία δε με άφηνε να χαρώ τη στιγμή και να απολαύσω την εκδρομή. Σκεφτήκαμε να μη κατέβουμε από το βαν αλλά τελευταία στιγμή αποφασίσαμε να ενδώσουμε και να παύσουμε να γκρινιάζουμε. Σταθήκαμε από ψηλά να αντικρίσουμε το λευκό και το μαύρο ποταμό Aragvi, ο ένας να έρχεται από πάνω, ο άλλος από κάτω και οι δυο μαζί να ενώνονται δίνοντας μια νέα, ανανεωμένη, ενισχυμένη, πιο δυνατή ροή. Η ισχύς εν τη ενώσει με ένα μοναδικό αποτέλεσμα: τα συστατικά του ενός συνενώνονται με τα συστατικά του άλλου και χωρίς ανταγωνισμό αφομοιώνονται πλήρως, μέσα σε πλήρη αρμονία, χωρίς να χάνει κανένα από τα δυο ποτάμια το χαρακτήρα του, παρά να χαίρονται απόλυτα με τη νέα αυτή ένωση. Το θέαμα για μένα εξελίσσεται σε μια αποκάλυψη. Χαμογελώ. Αφού στη φύση επιτυγχάνεται η πλήρης μετουσίωση δυο οντοτήτων εν τη ενώσει τους, δε μπορεί παρά να υπάρχει αυτή η πιθανότητα και στους ανθρώπους. Μια ένωση που σου επιτρέπει όμως να παραμένεις ο εαυτός σου.

Προτελευταία στάση το πανόραμα Gudauri για να θαυμάσου την απεραντοσύνη της οροσειράς του Καυκάσου. Η χαρά μου είναι απερίγραπτη. Λατρεύω τα βουνά αλλά συγκεκριμένα ο Καύκασος μου ασκεί τρομερή έλξη.

Είναι απίστευτο το πετάρισμα που νιώθω στην καρδιά μου όταν βρίσκομαι σε βουνό. Η μουντάδα έχει πλέον υποχωρήσει, στη θέση της ήρθε ο ήλιος να φωτίσει τις καυκάσιες κορφές και μου κάνει τη χάρη να μου προσφέρει ένα υπέροχο θέαμα. Φυσούσε ένα ψυχρό ευεργετικό αεράκι που απέπνε υγεία κι ευεξία. Δε θέλω να φύγω από εδώ. Πήρα από μια πλανόδια πωλήτρια μούρα και απόλαυσα την ξινή γεύση τους και την τόσο άμεση επαφή μου με τη φύση.

Όμως πρέπει να μπούμε πάλι στο βαν, έχουμε μπει στην τελική ευθεία για το Καζμπέκι. Σύντομα, μετά από μια υπέροχη διαδρομή μέσα από τα βουνά φάνηκε το χωριουδάκι.

Η ξεναγός μας πηγαίνει σπίτι της όπου μας δίνει τις τελικές οδηγίες για την ανάβαση μας, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει περίπου μία ώρα και άλλο τόσο η κάθοδος. Υπάρχει και η επιλογή ανάβασης με τζιπ αλλά εμείς θέλουμε οπωσδήποτε να κάνουμε το τρεκ αυτό. Η ξεναγός έρχεται προς το μέρος μου και με ρωτάει αν είμαι σίγουρη πως μπορώ να τα καταφέρω. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα υγείας εδώ και δέκα μήνες και είμαι σε φάση αποκατάστασης, κι αυτό μου επιφέρει πόνους σε όλο το πίσω μέρος του σώματος . Εκείνη την ημέρα υπέφερα αισθητά αλλά ήμουν αποφασισμένη. «Περιμένω χρόνια να κάνω αυτή την ανάβαση, θα τα καταφέρω», της είπα.

Η ανάβαση εν τέλει δεν ήταν δύσκολη, με εξαίρεση ορισμένα ολισθηρά σημεία που ήθελαν προσοχή. Περίπου στα μισά της διαδρομής φάνηκε μια χιονισμένη κορφή.

Τα γύρω βουνά όμως ακόμα δεν έχουν καλυφθεί με χιόνι. Αυτό διευκολύνει φυσικά το τρεκ μας, το οποίο πραγματοποιείται με ιδανικές θερμοκρασίες.

Λίγο πριν συμπληρωθεί η μία ώρα ανάβασης, είμασταν πολύ κοντά στην κορυφή. Ξεμάκρυνα από τη φίλη μου, έκοψα δρόμο κι άρχισα να σκαρφαλώνω τρέχοντας από τα απάτητα μονοπάτια. Το δροσερό αεράκι με φυσούσε κατά πρόσωπο, ένιωσα σαν παιδί που τρέχει ανέμελο στο παιχνίδι του.

Η φίλη μου ξέρει πως πολλές φορές θέλω να απομονώνομαι και να μένω σιωπηλή, οπότε μπορούμε εύκολα να αποχωριστούμε η μία την άλλη στο ταξίδι και να πορευτούμε για λίγο μόνες. Δε τη συνάντησα ξανά παρά στην κορυφή, λίγο πριν αποφασίσουμε να κατέβουμε.
Ήθελα να χαρώ το μέρος που τόσο είχα ονειρευτεί, παρέα με τη σιωπή μου.

Δε σταματούσα να το φωτογραφίζω επιδιώκοντας την τέλεια λήψη, κι ας ξέρω πως η τέλεια λήψη γίνεται μόνο με ολοχιόνιστο τοπίο.

Σκεφτόμουν τί είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει -βρίσκει τα πιο απίθανα και απομονωμένα μέρη να χτίσει τους τόπους λατρείας του, όσο πιο δυσπρόσιτα και ψηλά γίνεται, μήπως και φτάσει λίγο πιο κοντά στο θεό. Και πράγματι, ο ουρανός φάνταζε τόσο μα τόσο χαμηλά.
Η ώρα όμως περνούσε και η πείνα μας άρχισε να γίνεται αισθητή. Έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, δηλαδή ακόμα μια ώρα περπατήματος και μάλιστα κατάβαση σε έδαφος ολισθηρό.

Μετά μια ώρα φτάσαμε και αναζητήσαμε το σπίτι της ξεναγού μας όπου μας περίμενε ένα έτοιμο τραπέζι με λιχουδιές μαγειρεμένες από τα χεράκια της μητέρας της. Το απολαύσαμε στο έπακρο μιας και είχαμε κουραστεί αρκετά από την ανάβαση. Κατά τη διάρκεια του γεύματος κάναμε και μια όμορφη εποικοδομητική συζήτηση σχετικά με τους γύρω λαούς και την ιστορία του Καυκάσου. Δεν είναι και τόσο μακριά στη χώρα μας όσο ίσως νομίζουμε. Όλοι μας έχουμε λίγο Καύκασο στο αίμα μας.

Λίγο πριν νυχτώσει πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την Τιφλίδα. Η επόμενη μέρα αφιερώθηκε στην Τιφλίδα που είναι μια πόλη ιδιαίτερη – ούτε ευρωπαϊκή, ούτε ασιατική- μια πόλη που μάλλον έχει τον ολόδικό της χαρακτήρα, τη δική της προσωπικότητα, τη δική της αύρα.

Περιηγηθήκαμε λίγο στην παλιά πόλη και πήραμε το τελεφερίκ για να θαυμάσουμε την Τιφλίδα από ψηλά. Η νέα αρχιτεκτονική, η εξαιρετικά μοντέρνα και η παλιά δένουν με τρόπο μοναδικό δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερο.

Το μεσημέρι δειπνίσαμε μαζί με τη φίλη μου αλλά το απόγευμα έπρεπε να αποχωριστούμε. Εκείνη θα συνέχιζε για Αρμενία την οποία εγώ είχα επισκεφτεί, κι εγώ θα κινούσα για το Κουταίσι. Οι αποχαιρετισμοί μου είναι πάντα δύσκολοι αλλά καταπίνω σύντομα τον κόμπο που μου πνίγει το λαιμό. Μπαίνω σε ένα ταξί με προορισμό τα ΚΤΕΛ, τις μαρσρούτκες δηλαδή. Η δυσκολία στη συνεννόηση με κάνει γρήγορα να ξεχαστώ. Αναζητώ τα δρομολόγια για Κουταίσι, με λίγη αγωνία πάντα μέσα μου επειδή -σαν ψάρι έξω από τα νερά του- κινούμαι σε μονοπάτια άγνωστα σε μένα και το αλφάβητο της χώρας δε με βοηθά να έχω σιγουριά στις κινήσει μου. Ώσπου:

Το γράφει ξεκάθαρα: μαρσρούτκα για Κουταίσι. Με παντομίμα κατάφερα να τη βρω, όπως κάθε φορά. Πλήρωσα δέκα Λάρι για μια διαδρομή τεσσάρων ωρών. Στριμώχτηκα στο θεόστενο κάθισμα, πίσω μου ένα παιδάκι έκλαιγε και μου κλωτσούσε την καρέκλα, δίπλα μου ένας παππούς με έχει στριμώξει για τα καλά και κάνουμε τη διαδρομή πλήρως εφαπτόμενοι, γύρω μας παντού βαλίτσες και τεράστιες σακούλες με αντικείμενα. Από τον καθρέφτη ο οδηγός μου ρίχνει κλέφτες ματιές. Τα πόδια μου δεν έχουν ούτε το στοιχειώδη χώρο να τα κινήσω ελάχιστα, επρόκειτο να περάσω τέσσερις ώρες ακίνητη, κολλητά με τον άγνωστο παππού δίπλα μου.

Σίγουρα υπάρχουν πολλοί τρόποι να ταξιδεύεις, σίγουρα ο κάθε ταξιδιώτης εκλαμβάνει τελείως διαφορετικά το ταξίδι. Ο καθένας ξέρει τα όρια του, τι αντέχει, τι θέλει να βρει στο ταξίδι. Όλοι οι ταξιδιώτες δε βγάζουν τα ίδια συμπεράσματα ούτε ταιριάζουν μεταξύ τους. Ορισμένοι καλά καλά δε ταξιδεύουν για το ταξίδι ή για την προσωπική τους εξέλιξη. Κι όταν έρθουν σε συνδιαλλαγή με ντόπιους, αυτό που συμπεραίνουν είναι η προσωπική τους ανωτερότητα ή η ανωτερότητα του έθνους τους. Αφενός μεν είναι λυπηρό να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δει ξένες κουλτούρες και τις απαξίωσαν, αφετέρου έτσι είναι ο κόσμος μας: σκληρός υποκειμενικός άδικος.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί ταξιδεύω με λίγο hardcore τρόπο, low budget, διαμονή σε ταπεινά ως επί τω πλείστων καταλύματα, κουραστικά trekkings, επιλογή ΜΜΜ όπως οι ντόπιοι.

Στη Γεωργία, εφαπτόμενη με έναν άγνωστο που μύριζε ιδρώτα μέσα σε μια μαρσρούτκα που ανέδυε μυρωδιά σπιτικού φαγητού και πατσουλί, το κατάλαβα. Θεωρώ εαυτόν πολίτη του κόσμου και ως τέτοιος δε θα μπορούσα παρά να ζω την καθημερινότητα του τόπου σε όλες τις εκφάνσεις της, να γίνομαι ένα με αυτή, να επιτρέπω στον εαυτό μου να στριμωχτεί μαζί με τους απλούς ταπεινούς ανθρώπους και να παραδειγματίζομαι από την ταπεινότητα αυτή, σπάζοντας το παραμικρό ρατσιστικό ή ελιτιστικό στοιχείο μέσα μου. Κρατώντας μόνο ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης που κατάφερα να δω ένα ακόμα υπέροχο κομμάτι του πλανήτη μας.

Έφτασα στο Κουταίσι βράδυ. Άφησα στα γρήγορα το σακίδιό μου και ξεχύθηκα στους δρόμους να εξερευνήσω τη νέα πόλη και να τσιμπήσω την ημερήσια ποσότητα χινκάλι μου.
Η γεωργιανή κουζίνα είναι από τις αγαπημένες μου αλλά και σε όλο το ανατολικό μπλοκ είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Τα χινκάλι είναι το αγαπημένο μου πιάτο, που όμως το τρώω πάντα με μαχαιροπίρουνο, παρά τις παραινέσεις των ντόπιων που δε δέχονται κάτι διαφορετικό πέρα από να τα πιάνεις με τα χέρια και να ρουφάς το ζουμί τους.

Πήρα μια ανάσα και τα έπιασα με τα χέρια μου για πρώτη φορά. Ρούφηξα το νόστιμο ζουμί. Στο τρίτο χινκάλι κατάφερνα να μη λερώνομαι, σχεδόν σα ντόπια.

Μετά το γεύμα απόλαυσα τη σιωπή μου και την ηρεμία μου και πήρα το ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο να κρατήσω σημειώσεις για τη συναρπαστική αυτή γωνιά του Καυκάσου.