Περιεχόμενα
Εκείνη, η κόρη μου, δέχτηκε μια θέση για το πανεπιστήμιο της Λυών, μόλις είχε τελειώσει την Γαλλική φιλολογία στο Καποδιστριακό. Χωρίς ,να έχει αποφασίσει σίγουρα το ότι θέλει να πάει, δέχτηκε και ξεκινήσαμε από την Αθήνα.
Πρώτος σταθμός ήταν το Ηράκλειο. Όχι βρε παιδιά δεν έχει Ηράκλειο η Λυών. Αλλά τότε που πήγαμε για πρώτη φορά, επειδή η πριγκιπέσα αποφάσισε το ταξίδι λίγες μέρες πριν την καθορισμένη, για να παρουσιαστεί, ημερομηνία, το πιο φτηνό εισιτήριο που βρήκαμε ήταν Ηράκλειο -Λυών! Άλλωστε, η πτήση, τότε, πήγαινε Αθήνα- Ηράκλειο -Λυών και κόστιζε απλή διαδρομή 250 ευρώ ενώ Ηράκλειο-Λυών μόνο 90 ευρώ (και 55 το πλοίο) !
Φτάνοντας στην Λυών, η συννεφιά δεν μας άφησε να δούμε την πόλη από ψηλά. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη. Στο αεροδρόμιο οι πινακίδες άκρως κατατοπιστικές για το πως θα πας στο κέντρο της πόλης. Δεν είχαμε κλείσει εισιτήρια για το τραίνο που πάει στο κέντρο, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που θα μέναμε για μερικές μέρες μέχρι να βρούμε μόνιμο σπίτι μας είχε ενημερώσει για το πως να κινηθούμε.
Πήραμε λοιπόν το κοκκινουλικο τραμ (Rhône express, 15 ευρώ, αν το είχαμε κλείσει από το ίντερνετ θα ήταν 13,5 ευρώ) και κατεβήκαμε στον κεντρικό σταθμό της πόλης, στο "Xωραφάκι του Θεού" (Part-Dieu)! Η διαδρομή δεν προσέφερε ωραίες εικόνες, η πόλη μας έκρυβε το αληθινό πρόσωπό της πίσω από κουρασμένα κτίρια που κουβάλαγαν πολλά χρόνια στην πλάτη τους χωρίς ανακαίνιση, δρόμους άδειους χωρίς πεζούς και ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.
Ο σταθμός Part-Dieu μου θύμισε ,για άγνωστο λόγο, τον σταθμό του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη, στην Μοναστηρίου... Τι συνειρμός κι αυτός!
Ακολουθώντας τις οδηγίες, περιμέναμε άλλο τραμ ώστε να πάμε στην Doya, όπου θα μέναμε. Η διαδρομή άρχισε να μας χαλαρώνει λίγο, τα κτίρια ήταν παλιά αλλά πολύ πιο περιποιημένα, οι δρόμοι επιτέλους είχαν πεζούς, η ατμόσφαιρα της πόλη πιο ραφινάτη αλλά το ψιλόβροχο δυνατότερο, βάφοντας όλα τριγύρω γκρίζα.
Η συνοικία της Doya, μια συνοικία με πολλές φοιτητικές εστίες, αφού είναι δίπλα σε πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, ήταν σαν πλημμυρισμένη στο πράσινο. τριγύρω μεγάλοι κήποι, δέντρα μακριές αλέες, κτίρια τόσο χαμένα στο πράσινο που μόνο οι στέγες στους διακρίνονταν από τον δρόμο και απόλυτη ησυχία, λες και όλα εκτός από τα πουλιά τηρούσαν όρκο σιωπής που μόνο οι ξεδιάντροπες ρόδες από τις τέσσερεις βαλίτσες μας έσπαζαν.
Αφού ταχτοποιήσαμε τα του οίκου, και αφού ρούφηξα δυο γερές γουλιάς καφέ που μόλις είχε βγει από την καφετιέρα, έριξα την πρόταση: Πάμε να δούμε την πόλη?
Η κόρη μου χαμένη στις σκέψεις της, κοιτάζει από το παράθυρο, σαν να μετράει τις σταγόνες που το αυλακώνουν. Ξέρω, δεν είναι εύκολο να ζήσεις μόνη σε ξένη χώρα, χωρίς κανένα δίπλα σου, χωρίς να γνωρίζεις τι σε περιμένει. Δεν είναι εύκολο.
Ξεκινήσαμε να κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή. Τα εισιτήρια είναι λίγο αρμυρά 1,80 ευρώ για μια ώρα (το αγοράζεις και από τον οδηγό με 2 ευρώ), όσες μετεπιβιβάσεις θες, αλλά είδαμε πως υπάρχουν και μηνιαίες κάρτες καθώς και ολοήμερα εισιτήρια με κόστος 5.5 ευρώ και καρνέ των 10 με 16.20 ευρώ (http://www.tcl.fr/en/Fares/Fares). Υπάρχει επίσης για τους τουρίστες μια κάρτα που περιλαμβάνει δωρεάν εισόδους σε μουσεία κτλ με τιμή από 22 ευρώ ( Lyon city card : Pass loisirs, culture, visite et transport de Lyon )
Υπάρχει πυκνό δίκτυο μέσων μαζικής συγκοινωνίας στην πόλη. Το τραμ ξεκίνησε να δουλεύει το 1880 , ήταν ατμοκίνητο και σήμερα έχει τριάντα τέσσερεις γραμμές, ενώ το μετρό το 1978 και έχει τέσσερεις γραμμές.
Το δικό μας τραμ, μας άφησε στον σταθμό Guillotière , γιατί θέλαμε να αρχίσουμε την γνωριμία της πόλης από την καρδιά της , την Bellecour. H περιοχή Guillotière δεν είναι σίγουρο από που έχει πάρει το όνομά της κάποιοι λένε πως προέρχεται από την λέξη grelots που σημαίνει κουδούνι, γιατί τότε γύρω στο 1500 υπήρχαν εδώ πολλά μουλάρια που οι ντόπιοι συνήθιζαν να τους φοράνε κουδούνια. Άλλοι λένε πως προέρχεται από την λέξη guillotine γιατί εδώ ακριβώς ήταν η περιοχή των εκτελέσεων...
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας έξω από το τραμ, ένας λαμπρός ήλιος βγήκε δειλά βάφοντας τις στέγες των κτιρίων ρόδινες, γυαλίζοντας τους δρόμους που είχαν στολιστεί με κίτρινα φύλλα και κάνοντας την πόλη να χαμογελά.
Περπατήσαμε κλωτσώντας φύλλα και χαζεύοντας τις αντανακλάσεις στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, ενώ το μυαλό μου έτρεχε πίσω στο 43 πχ όταν ο Ρωμαίος αξιωματικός Λούκιος Μουνάτιος Πλάνκος (Lucius Munatius Plancus) πήρε εντολή να φτιάξει μια πόλη για να φιλοξενήσει πρόσφυγες, προς τον νότο της Γαλλίας, και διάλεξε αυτό το μέρος εντυπωσιασμένος από το δυνατό φως ... Την ονόμασε Λούγδουνο (Lugdunum) αλλοι λένε από από τον θεό Λουγ της κελτικής μυθολογίας μια και ήταν κέλτικης καταγωγής , άλλοι λένε από τη λατινική λέξη lux που σημαίνει φως. Μόνο τον 13ο αιώνα θα ακουστεί το όνομα Λυών. Σε κάθε περίπτωση το φως είναι ο πρωταγωνιστής σ αυτή την πόλη και το φως, το τεχνητό, αυτή την φορά, εντυπωσίασε πολλά χρόνια μετά, δυο αδέλφια και τα οδήγησε να χαρίσουν στον κόσμο μια τέχνη που τον κάνει να ονειρεύεται χωμένος αναπαυτικά στην απουσία του.
H Cour Gambetta είναι ένας τυπικά γαλλικός δρόμος. Φαρδύς με δέντρα στις δυο πλευρές του, μαγαζιά, και πολλούς πεζούς που απολάμβαναν μια βόλτα στον χειμωνιάτικο ήλιο. Δυο τρεις τολμηροί κάθονταν ήδη έξω από ένα λιλιπούτιο καφέ, με λαχανί καθίσματα, συζητώντας έντονα και γελώντας.
Στο τέλος του ο δρόμο συναντά την pont de la Guillotière που στέκει εκεί νωχελικά από το 1183. Το 1711 η πόλη θρήνησε 241 νεκρούς που ποδοπατήθηκαν πάνω στη γέφυρα όταν πλήθος κόσμου την πέρναγε αλλά μια άμαξα έφραξε τον δρόμο τους . Στα δεξιά μας ένα παραμυθένιο καρουσέλ με φωτάκια, μουσική και παιδικές φωνές.
Σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό. τα σύννεφα είχα αρχίσει να διαλύονται και τότε την είδα, ψηλά στον λόφο, με άγρυπνο μάτι να κοιτάζει την πόλη της, η εκκλησία της Παναγίας, η προστάτιδα της Λυών, η Notre Dame de Fourvière, λουσμένη στο φως.
Στα δεξιά η κομψή, ανοιχτόχρωμη pont Wilson και στ αριστερά η σκουρόχρωμη pont de l'Université, στην πλευρά της τεράστιες λευκές κολώνες , στυλιζαρισμένα μανιτάρια, σηματοδοτούν την περιοχή που οι νεαροί Λυωνέζοι λατρεύουν αφού έχει πισίνα, χώρο -γήπεδο για scatboard, και ατελείωτες διαδρομές για ποδήλατο στις όχθες του ποταμού Rhône, που τον διασχίζουν δεκαπεπτά γέφυρες μέσα στην πόλη.
Και πατάμε στο Presqu'île. Το "Σχεδόν νησί" (Presqu'île) το λένε έτσι και κυριολεκτούν αφού μοιάζει με νησί αλλά νησί δεν είναι, γιατί είναι μια γλώσσα γης ανάμεσα στα δυο από τα τρία ποτάμια της Λυών του Rhône και της Saône, λίγο πριν την συμβολή τους.
Τα κτίρια, που χαζεύουν τον ποταμό από τον Μεσαίωνα, είναι τέλεια συντηρημένα και μου θυμίζουν ένα σπίτι της Playmobil που είχαν οι κόρες μου όταν ήταν μικρές. Κάπου, από κάποιο στενό, περίμενες να εμφανιστεί μια άμαξα, ένας ιππότης έστω, με την πανοπλία του να γυαλίζει στον ήλιο... μια αίσθηση που θα μ ακολουθούσε σχεδόν σε κάθε δρόμο αυτής της πόλης.
Πήραμε την rue de la Barre, με την μεσαιωνική αρχιτεκτονική πανταχού παρούσα γύρω μας, να μας γνέφει για να την φωτογραφίσουμε, προς το κεντρικότερο σημείο της πόλης.
Λίγο πριν την πλατεία , στα δεξιά μας συναντήσαμε ένα μικρό γραφικό δρομάκι, που ήταν το πρώτο που σημείωσα πάνω στο χάρτη μου, rue des Marronnieres. Το γραφικό δρομάκι, που ήταν σαν να το είχες φέρει από άλλη περιοχή, ίσως μια παραλία και ήταν γεμάτο από μικρά ταβερνάκια που μαγείρευαν ψαρικά.
Αν το Presqu'île είναι η καρδιά της πόλης τότε η καρδιά του είναι η place Bellecour, η πέμπτη μεγαλύτερη πλατεία της Ευρώπης . Μην περιμένετε και πολλά όμως. Η πλατεία είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο όρος "πλατεία", ένα απλό, σκέτο χωμάτινο παραλληλόγραμμο. Όταν είδα αυτόν τον τεράστιο κενό χώρο, αναρωτήθηκα γιατί τον κάλυψαν με χώμα, ένα ροδαλό χώμα, που άφηνε συννεφάκια σκόνης όταν πατούσες πάνω του ακόμη και μετά από την βροχή που έπεφτε μέχρι πριν λίγο. Μερικούς μήνες μετά, θα μάθαινα πως ο κυριότερος λόγος είναι ένα παλιό γαλλικό παιχνίδι , ιδιαίτερα αγαπητό στην πόλη τα boules. Το όνομά της προέρχεται από το λατινικό bella curtis δηλαδή "ωραίοι κήποι" γιατί εδώ υπήρχαν πολλοί και προσεγμένοι αγροί, τον δωδέκατο αιώνα. Από το 1601 που έγινε πλατεία, πήρε πλήθος ονομάτων, Place Royale, Place Louis-le-Grand, Place de la Fédération, Place de l’Égalité, Place Bonaparte και Place Napoléon. Το 1870 μάλλον τέλειωσαν τα βάσανά της και πήρε το σημερινό της όνομα. Ουφ...
Πάνω στην πλατεία είναι το άγαλμα του έφιππου Louis XIV, ένα άγαλμα που είναι τόσο αγαπητό στους κατοίκους που όταν δίνουν ραντεβού στην πλατεία λένε « sous la queue du cheval » (κάτω από την ουρά του αλόγου) ή « στου Louis, 14 place Bellecour ».
Αλλά υπάρχει και ένα άλλο τέκνο της Λυών στην πλατεία. Ο μικρός Πρίγκιπας με τον δημιουργό του , τον Saint-Exupéry, χαζεύουν την πλατεία από το βάθρο τους, ακριβώς απέναντι από τον Louis, στην άλλη άκρη.
Κοντά στο άγαλμα του Louis, υπάρχουν μερικά χαμηλά κτίρια, σε ένα από αυτά είναι τα γραφεία τουρισμού. Μέσα, αγέρωχος, καθιστός, περιμένει την σειρά του να εξυπηρετηθεί , ο ζωντανός θρύλος της Λυών, ο εννενηντάχρονος μάγειρας, Paul Bocuse, που άλλαξε την μαγειρική τέχνη τόσο στην Γαλλία όσο και στον κόσμο.
Συνεχίζουμε περπατώντας στο ίδιο πλάι της πλατείας, προς το άλλο ποτάμι την Saônε, στα δεξιά βρίσκονται τα γραφεία του οργανισμού συγκοινωνιών (SNCF).
Βγαίνοντας, ο ήλιος που δύει μας θαμπώνει, βάφοντας κόκκινο τον ουρανό, τις στέγες και το ποτάμι . Απέναντι βυθισμένη στην σκιά , μέσα σε λεπτό καπνό, στεφανωμένη με την εκκλησία της Παναγίας και το πράσινο που χύνεται από την κορυφή του λόφου Fourvière, μας καλωσορίζει η παλιά πόλη, η Vieux Lyon.
Η pont Bonaparte που μόλις διασχίσαμε σε οδηγεί ακριβώς εκεί που χρειάζεται, στον σταθμό του μετρό που πηγαίνει στην κορυφή του λόφου , όπου και βρίσκεται η εκκλησιά.
Γυρισα και κοίταξα πίσω μου την άλλη όχθη.
Το φως του ήλιου, που έδυε, έλουζε τις κόκκινες στέγες των σπιτιών της. Η αντανάκλασή τους στο ποτάμι δημιουργούσε , αστραφτερά παιχνιδίσματα, μυστηριώδεις σκιές και μια πανδαισία από χρώματα.
Ακολουθήσαμε το πρώτο στενάκι που ανοιγόταν μπροστά μας. Τα βήματά μας αντηχούσαν στους τοίχους σαν χτύποι ρολογιού που γύρναγαν τον χρόνο πίσω, πολύ πίσω, στις σκοτεινές εποχές που κτίστηκαν αυτά τα μυστηριώδη σπίτια, με τους φιδωτούς διαδρόμους και τα κρυφά περάσματα.
Η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει, συμφωνήσαμε να κάτσουμε για φαγητό και ξεκούραση, και να εξερευνήσουμε την περιοχή μέρα.
Στα γρήγορα αποφασίσαμε να γυρiσουμε στην rue des Marronnieres, που είχαμε δει πριν. Διαλέξαμε τυχαία ένα μικρό ταβερνάκι με θαλασσινή (τι άλλο) διακόσμηση που θύμιζε έντονα Βρετάνη. ο κατάλογος ήρθε δίγλωσσος και το προσωπικό μιλούσε κουτσά αγγλικά αλλά ήταν πολύ εξυπηρετικό.
Όταν γυρίσαμε πίσω, σπίτι, τ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό, αλλά το κρύο είχε αρχίσει να δυναμώνει.
Απολογισμός πρώτης μέρας το κομμάτι της πόλης που είδαμε ήταν πολύ όμορφο, οι Γάλλοι ή μιλούν καλά αγγλικά ή δεν μιλούν καθόλου αλλά είναι πολύ εξυπηρετικοί και τέλος ναι το φαγητό που δοκιμάσαμε ήταν τέλειο αλλά λίγο ακριβότερο από το αντίστοιχο Αθηναϊκό.
Πρώτος σταθμός ήταν το Ηράκλειο. Όχι βρε παιδιά δεν έχει Ηράκλειο η Λυών. Αλλά τότε που πήγαμε για πρώτη φορά, επειδή η πριγκιπέσα αποφάσισε το ταξίδι λίγες μέρες πριν την καθορισμένη, για να παρουσιαστεί, ημερομηνία, το πιο φτηνό εισιτήριο που βρήκαμε ήταν Ηράκλειο -Λυών! Άλλωστε, η πτήση, τότε, πήγαινε Αθήνα- Ηράκλειο -Λυών και κόστιζε απλή διαδρομή 250 ευρώ ενώ Ηράκλειο-Λυών μόνο 90 ευρώ (και 55 το πλοίο) !
Φτάνοντας στην Λυών, η συννεφιά δεν μας άφησε να δούμε την πόλη από ψηλά. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη. Στο αεροδρόμιο οι πινακίδες άκρως κατατοπιστικές για το πως θα πας στο κέντρο της πόλης. Δεν είχαμε κλείσει εισιτήρια για το τραίνο που πάει στο κέντρο, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που θα μέναμε για μερικές μέρες μέχρι να βρούμε μόνιμο σπίτι μας είχε ενημερώσει για το πως να κινηθούμε.
Πήραμε λοιπόν το κοκκινουλικο τραμ (Rhône express, 15 ευρώ, αν το είχαμε κλείσει από το ίντερνετ θα ήταν 13,5 ευρώ) και κατεβήκαμε στον κεντρικό σταθμό της πόλης, στο "Xωραφάκι του Θεού" (Part-Dieu)! Η διαδρομή δεν προσέφερε ωραίες εικόνες, η πόλη μας έκρυβε το αληθινό πρόσωπό της πίσω από κουρασμένα κτίρια που κουβάλαγαν πολλά χρόνια στην πλάτη τους χωρίς ανακαίνιση, δρόμους άδειους χωρίς πεζούς και ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.
Ο σταθμός Part-Dieu μου θύμισε ,για άγνωστο λόγο, τον σταθμό του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη, στην Μοναστηρίου... Τι συνειρμός κι αυτός!
Ακολουθώντας τις οδηγίες, περιμέναμε άλλο τραμ ώστε να πάμε στην Doya, όπου θα μέναμε. Η διαδρομή άρχισε να μας χαλαρώνει λίγο, τα κτίρια ήταν παλιά αλλά πολύ πιο περιποιημένα, οι δρόμοι επιτέλους είχαν πεζούς, η ατμόσφαιρα της πόλη πιο ραφινάτη αλλά το ψιλόβροχο δυνατότερο, βάφοντας όλα τριγύρω γκρίζα.
Η συνοικία της Doya, μια συνοικία με πολλές φοιτητικές εστίες, αφού είναι δίπλα σε πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, ήταν σαν πλημμυρισμένη στο πράσινο. τριγύρω μεγάλοι κήποι, δέντρα μακριές αλέες, κτίρια τόσο χαμένα στο πράσινο που μόνο οι στέγες στους διακρίνονταν από τον δρόμο και απόλυτη ησυχία, λες και όλα εκτός από τα πουλιά τηρούσαν όρκο σιωπής που μόνο οι ξεδιάντροπες ρόδες από τις τέσσερεις βαλίτσες μας έσπαζαν.
Αφού ταχτοποιήσαμε τα του οίκου, και αφού ρούφηξα δυο γερές γουλιάς καφέ που μόλις είχε βγει από την καφετιέρα, έριξα την πρόταση: Πάμε να δούμε την πόλη?
Η κόρη μου χαμένη στις σκέψεις της, κοιτάζει από το παράθυρο, σαν να μετράει τις σταγόνες που το αυλακώνουν. Ξέρω, δεν είναι εύκολο να ζήσεις μόνη σε ξένη χώρα, χωρίς κανένα δίπλα σου, χωρίς να γνωρίζεις τι σε περιμένει. Δεν είναι εύκολο.
Ξεκινήσαμε να κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή. Τα εισιτήρια είναι λίγο αρμυρά 1,80 ευρώ για μια ώρα (το αγοράζεις και από τον οδηγό με 2 ευρώ), όσες μετεπιβιβάσεις θες, αλλά είδαμε πως υπάρχουν και μηνιαίες κάρτες καθώς και ολοήμερα εισιτήρια με κόστος 5.5 ευρώ και καρνέ των 10 με 16.20 ευρώ (http://www.tcl.fr/en/Fares/Fares). Υπάρχει επίσης για τους τουρίστες μια κάρτα που περιλαμβάνει δωρεάν εισόδους σε μουσεία κτλ με τιμή από 22 ευρώ ( Lyon city card : Pass loisirs, culture, visite et transport de Lyon )
Υπάρχει πυκνό δίκτυο μέσων μαζικής συγκοινωνίας στην πόλη. Το τραμ ξεκίνησε να δουλεύει το 1880 , ήταν ατμοκίνητο και σήμερα έχει τριάντα τέσσερεις γραμμές, ενώ το μετρό το 1978 και έχει τέσσερεις γραμμές.
Το δικό μας τραμ, μας άφησε στον σταθμό Guillotière , γιατί θέλαμε να αρχίσουμε την γνωριμία της πόλης από την καρδιά της , την Bellecour. H περιοχή Guillotière δεν είναι σίγουρο από που έχει πάρει το όνομά της κάποιοι λένε πως προέρχεται από την λέξη grelots που σημαίνει κουδούνι, γιατί τότε γύρω στο 1500 υπήρχαν εδώ πολλά μουλάρια που οι ντόπιοι συνήθιζαν να τους φοράνε κουδούνια. Άλλοι λένε πως προέρχεται από την λέξη guillotine γιατί εδώ ακριβώς ήταν η περιοχή των εκτελέσεων...
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας έξω από το τραμ, ένας λαμπρός ήλιος βγήκε δειλά βάφοντας τις στέγες των κτιρίων ρόδινες, γυαλίζοντας τους δρόμους που είχαν στολιστεί με κίτρινα φύλλα και κάνοντας την πόλη να χαμογελά.
Περπατήσαμε κλωτσώντας φύλλα και χαζεύοντας τις αντανακλάσεις στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, ενώ το μυαλό μου έτρεχε πίσω στο 43 πχ όταν ο Ρωμαίος αξιωματικός Λούκιος Μουνάτιος Πλάνκος (Lucius Munatius Plancus) πήρε εντολή να φτιάξει μια πόλη για να φιλοξενήσει πρόσφυγες, προς τον νότο της Γαλλίας, και διάλεξε αυτό το μέρος εντυπωσιασμένος από το δυνατό φως ... Την ονόμασε Λούγδουνο (Lugdunum) αλλοι λένε από από τον θεό Λουγ της κελτικής μυθολογίας μια και ήταν κέλτικης καταγωγής , άλλοι λένε από τη λατινική λέξη lux που σημαίνει φως. Μόνο τον 13ο αιώνα θα ακουστεί το όνομα Λυών. Σε κάθε περίπτωση το φως είναι ο πρωταγωνιστής σ αυτή την πόλη και το φως, το τεχνητό, αυτή την φορά, εντυπωσίασε πολλά χρόνια μετά, δυο αδέλφια και τα οδήγησε να χαρίσουν στον κόσμο μια τέχνη που τον κάνει να ονειρεύεται χωμένος αναπαυτικά στην απουσία του.
H Cour Gambetta είναι ένας τυπικά γαλλικός δρόμος. Φαρδύς με δέντρα στις δυο πλευρές του, μαγαζιά, και πολλούς πεζούς που απολάμβαναν μια βόλτα στον χειμωνιάτικο ήλιο. Δυο τρεις τολμηροί κάθονταν ήδη έξω από ένα λιλιπούτιο καφέ, με λαχανί καθίσματα, συζητώντας έντονα και γελώντας.
Στο τέλος του ο δρόμο συναντά την pont de la Guillotière που στέκει εκεί νωχελικά από το 1183. Το 1711 η πόλη θρήνησε 241 νεκρούς που ποδοπατήθηκαν πάνω στη γέφυρα όταν πλήθος κόσμου την πέρναγε αλλά μια άμαξα έφραξε τον δρόμο τους . Στα δεξιά μας ένα παραμυθένιο καρουσέλ με φωτάκια, μουσική και παιδικές φωνές.
Σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό. τα σύννεφα είχα αρχίσει να διαλύονται και τότε την είδα, ψηλά στον λόφο, με άγρυπνο μάτι να κοιτάζει την πόλη της, η εκκλησία της Παναγίας, η προστάτιδα της Λυών, η Notre Dame de Fourvière, λουσμένη στο φως.
Στα δεξιά η κομψή, ανοιχτόχρωμη pont Wilson και στ αριστερά η σκουρόχρωμη pont de l'Université, στην πλευρά της τεράστιες λευκές κολώνες , στυλιζαρισμένα μανιτάρια, σηματοδοτούν την περιοχή που οι νεαροί Λυωνέζοι λατρεύουν αφού έχει πισίνα, χώρο -γήπεδο για scatboard, και ατελείωτες διαδρομές για ποδήλατο στις όχθες του ποταμού Rhône, που τον διασχίζουν δεκαπεπτά γέφυρες μέσα στην πόλη.
Και πατάμε στο Presqu'île. Το "Σχεδόν νησί" (Presqu'île) το λένε έτσι και κυριολεκτούν αφού μοιάζει με νησί αλλά νησί δεν είναι, γιατί είναι μια γλώσσα γης ανάμεσα στα δυο από τα τρία ποτάμια της Λυών του Rhône και της Saône, λίγο πριν την συμβολή τους.
Τα κτίρια, που χαζεύουν τον ποταμό από τον Μεσαίωνα, είναι τέλεια συντηρημένα και μου θυμίζουν ένα σπίτι της Playmobil που είχαν οι κόρες μου όταν ήταν μικρές. Κάπου, από κάποιο στενό, περίμενες να εμφανιστεί μια άμαξα, ένας ιππότης έστω, με την πανοπλία του να γυαλίζει στον ήλιο... μια αίσθηση που θα μ ακολουθούσε σχεδόν σε κάθε δρόμο αυτής της πόλης.
Πήραμε την rue de la Barre, με την μεσαιωνική αρχιτεκτονική πανταχού παρούσα γύρω μας, να μας γνέφει για να την φωτογραφίσουμε, προς το κεντρικότερο σημείο της πόλης.
Λίγο πριν την πλατεία , στα δεξιά μας συναντήσαμε ένα μικρό γραφικό δρομάκι, που ήταν το πρώτο που σημείωσα πάνω στο χάρτη μου, rue des Marronnieres. Το γραφικό δρομάκι, που ήταν σαν να το είχες φέρει από άλλη περιοχή, ίσως μια παραλία και ήταν γεμάτο από μικρά ταβερνάκια που μαγείρευαν ψαρικά.
Αν το Presqu'île είναι η καρδιά της πόλης τότε η καρδιά του είναι η place Bellecour, η πέμπτη μεγαλύτερη πλατεία της Ευρώπης . Μην περιμένετε και πολλά όμως. Η πλατεία είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο όρος "πλατεία", ένα απλό, σκέτο χωμάτινο παραλληλόγραμμο. Όταν είδα αυτόν τον τεράστιο κενό χώρο, αναρωτήθηκα γιατί τον κάλυψαν με χώμα, ένα ροδαλό χώμα, που άφηνε συννεφάκια σκόνης όταν πατούσες πάνω του ακόμη και μετά από την βροχή που έπεφτε μέχρι πριν λίγο. Μερικούς μήνες μετά, θα μάθαινα πως ο κυριότερος λόγος είναι ένα παλιό γαλλικό παιχνίδι , ιδιαίτερα αγαπητό στην πόλη τα boules. Το όνομά της προέρχεται από το λατινικό bella curtis δηλαδή "ωραίοι κήποι" γιατί εδώ υπήρχαν πολλοί και προσεγμένοι αγροί, τον δωδέκατο αιώνα. Από το 1601 που έγινε πλατεία, πήρε πλήθος ονομάτων, Place Royale, Place Louis-le-Grand, Place de la Fédération, Place de l’Égalité, Place Bonaparte και Place Napoléon. Το 1870 μάλλον τέλειωσαν τα βάσανά της και πήρε το σημερινό της όνομα. Ουφ...
Πάνω στην πλατεία είναι το άγαλμα του έφιππου Louis XIV, ένα άγαλμα που είναι τόσο αγαπητό στους κατοίκους που όταν δίνουν ραντεβού στην πλατεία λένε « sous la queue du cheval » (κάτω από την ουρά του αλόγου) ή « στου Louis, 14 place Bellecour ».
Αλλά υπάρχει και ένα άλλο τέκνο της Λυών στην πλατεία. Ο μικρός Πρίγκιπας με τον δημιουργό του , τον Saint-Exupéry, χαζεύουν την πλατεία από το βάθρο τους, ακριβώς απέναντι από τον Louis, στην άλλη άκρη.
Κοντά στο άγαλμα του Louis, υπάρχουν μερικά χαμηλά κτίρια, σε ένα από αυτά είναι τα γραφεία τουρισμού. Μέσα, αγέρωχος, καθιστός, περιμένει την σειρά του να εξυπηρετηθεί , ο ζωντανός θρύλος της Λυών, ο εννενηντάχρονος μάγειρας, Paul Bocuse, που άλλαξε την μαγειρική τέχνη τόσο στην Γαλλία όσο και στον κόσμο.
Συνεχίζουμε περπατώντας στο ίδιο πλάι της πλατείας, προς το άλλο ποτάμι την Saônε, στα δεξιά βρίσκονται τα γραφεία του οργανισμού συγκοινωνιών (SNCF).
Βγαίνοντας, ο ήλιος που δύει μας θαμπώνει, βάφοντας κόκκινο τον ουρανό, τις στέγες και το ποτάμι . Απέναντι βυθισμένη στην σκιά , μέσα σε λεπτό καπνό, στεφανωμένη με την εκκλησία της Παναγίας και το πράσινο που χύνεται από την κορυφή του λόφου Fourvière, μας καλωσορίζει η παλιά πόλη, η Vieux Lyon.
Η pont Bonaparte που μόλις διασχίσαμε σε οδηγεί ακριβώς εκεί που χρειάζεται, στον σταθμό του μετρό που πηγαίνει στην κορυφή του λόφου , όπου και βρίσκεται η εκκλησιά.
Γυρισα και κοίταξα πίσω μου την άλλη όχθη.
Το φως του ήλιου, που έδυε, έλουζε τις κόκκινες στέγες των σπιτιών της. Η αντανάκλασή τους στο ποτάμι δημιουργούσε , αστραφτερά παιχνιδίσματα, μυστηριώδεις σκιές και μια πανδαισία από χρώματα.
Ακολουθήσαμε το πρώτο στενάκι που ανοιγόταν μπροστά μας. Τα βήματά μας αντηχούσαν στους τοίχους σαν χτύποι ρολογιού που γύρναγαν τον χρόνο πίσω, πολύ πίσω, στις σκοτεινές εποχές που κτίστηκαν αυτά τα μυστηριώδη σπίτια, με τους φιδωτούς διαδρόμους και τα κρυφά περάσματα.
Η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει, συμφωνήσαμε να κάτσουμε για φαγητό και ξεκούραση, και να εξερευνήσουμε την περιοχή μέρα.
Στα γρήγορα αποφασίσαμε να γυρiσουμε στην rue des Marronnieres, που είχαμε δει πριν. Διαλέξαμε τυχαία ένα μικρό ταβερνάκι με θαλασσινή (τι άλλο) διακόσμηση που θύμιζε έντονα Βρετάνη. ο κατάλογος ήρθε δίγλωσσος και το προσωπικό μιλούσε κουτσά αγγλικά αλλά ήταν πολύ εξυπηρετικό.
Όταν γυρίσαμε πίσω, σπίτι, τ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό, αλλά το κρύο είχε αρχίσει να δυναμώνει.
Απολογισμός πρώτης μέρας το κομμάτι της πόλης που είδαμε ήταν πολύ όμορφο, οι Γάλλοι ή μιλούν καλά αγγλικά ή δεν μιλούν καθόλου αλλά είναι πολύ εξυπηρετικοί και τέλος ναι το φαγητό που δοκιμάσαμε ήταν τέλειο αλλά λίγο ακριβότερο από το αντίστοιχο Αθηναϊκό.
Last edited: