Όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, έτσι και εμείς έχουμε τα καλά και τα στραβά χαρακτηριστικά της κουλτούρας μας. Όταν όμως φύγουμε από τα πάτρια εδάφη, αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να φέρει εμάς και τους γύρω μας σε δύσκολη θέση. Για να γίνουμε σωστοί πρεσβευτές της χώρας μας και να μην διασύρουμε την ήδη ταλαιπωρημένη εθνική μας ταυτότητα, καλό θα ήταν μερικές από τις παρακάτω συνήθειες να τις αφήσουμε στο σπίτι μας.

Φαγητό που φτάνει για ένα λόχο

Υπάρχει ένας άγραφος νόμος στο Ελληνικό τραπέζι, είτε πρόκειται για την μάζωξη συγγενών στο σπίτι είτε για ένα γεύμα στην ταβέρνα. Σαν πληθωρικός λαός, το τραπέζι μας είναι αντίστοιχα πληθωρικό και είθισται να υπολογίζουμε μερίδες που μπορούν να θρέψουν τουλάχιστον τρία επιπλέον άτομα. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο στην Ελλάδα, άμα τελειώσει το φαγητό στα πιάτα δεν σημαίνει επιτυχία του σεφ αλλά ότι οι συνδαιτυμόνες έχουν μείνει πεινασμένοι. Στην Ευρώπη αλλά και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η σπατάλη φαγητού είναι κατακριτέα, δείχνει άτομο χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες και χαμηλή ποιότητα χαρακτήρα. Την σπατάλη φαγητού βέβαια θα ήταν καλό να την αποφύγουμε και στην χώρα μας, αν και κάποια πράγματα είναι βαθιά χαραγμένα στο υποσυνείδητο μας.

Κέρασμα

Photo by Helena Lopez

Παρά την οικονομική στενότητα των τελευταίων ετών, το κέρασμα εξακολουθεί να αποτελεί το μεράκι του Έλληνα. Είναι στο DNA μας να θέλουμε να προσφέρουμε κάτι, είτε είναι ένας γύρος με σφηνάκια, είτε ένα παγωτό, ακόμα και ένα ολόκληρο γεύμα, καθώς οι χωριστοί λογαριασμοί είναι ένα είδος όνειδος για τον λαό μας. Πέρα από το γεγονός ότι κανένας δεν περιμένει να τον κεράσουμε και ούτε έχει σκοπό να μας το ανταποδώσει, αυτή η ευγενική χειρονομία μπορεί να προκαλέσει καχυποψία σε κάποιον με διαφορετική κουλτούρα. Μπορεί να παρεξηγηθεί στα πλαίσια ότι δημιουργούμε υποχρέωση επειδή χρειαζόμαστε κάτι από αυτόν, αλλά και ως ελεημοσύνη αν πρόκειται για άτομο με χαμηλότερη οικονομική επιφάνεια από εμάς. Την επόμενη φορά που θα θέλουμε να φανούμε απλοχέρηδες, ας παρατηρήσουμε πρώτα πως λειτουργούν οι άνθρωποι στην χώρα που βρισκόμαστε.

Τα σήματα είναι για τους “άλλους”

Photo by Ashim D’Silva

Στην Ελλάδα ένας κόκκινος σηματοδότης σημαίνει “κοίτα αν έρχεται κανείς και πέρνα”, τουλάχιστον για τους πεζούς. Στις περισσότερες χώρες τις Ευρώπης αλλά και στον Καναδά, στην Αυστραλία, στο Ιράν, στην Σιγκαπούρη και στην Ζιμπάμπουε, αυτή η κίνηση τιμωρείται με πρόστιμο στον πεζό ή τον ποδηλάτη που παραβίασε το φανάρι. Επίσης υπάρχουν δρόμοι όπου απαγορεύεται η διέλευση σε σημεία που δεν υπάρχει διάβαση πεζών και τίθεται αντίστοιχα πρόστιμο εάν τους διασχίσουμε. Εκτός από τον κίνδυνο της κλήσης θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αντίστοιχα η οδηγική παιδεία σε εκείνα τα μέρη του κόσμου δεν είναι ίδια με αυτήν της χώρας μας. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον οι πεζοί χρησιμοποιούν μόνο τις διαβάσεις και ακολουθούν τις σημάνσεις, αντίστοιχα οι οδηγοί δεν έχουν στο νου τους μήπως πεταχτεί κάποιος στον δρόμο, κάτι που θέτει την σωματική μας ακεραιότητα σε κίνδυνο και μας καθιστά υπεύθυνους σε περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος.

Κ.Ο.Κ. αλά Ελληνικά

Photo by Paula May

Στην χώρα μας αν και υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο, η εφαρμογή του νόμου είναι σχεδόν αδύνατη, καθώς σαν λαός στην πλειοψηφία μας οδηγούμε σαν να είμαστε μόνοι μας στον δρόμο. Δεν θέλω να θίξω την εθνική μας περηφάνια, αλλά αν κάποιος δεν έχει υποπέσει τουλάχιστον σε ένα από τα παρακάτω ατοπήματα, αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση στον κανόνα της Ελληνικής οδηγικής συμπεριφοράς. Μερικές συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να μας δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα εκτός Ελλάδος είναι: να μιλάμε στο κινητό μας, να ξεχνάμε να βγάλουμε φλας, να τρέχουμε τουλάχιστον 20 χιλιόμετρα παραπάνω από το όριο ταχύτητας, να σταματάμε με φώτα έκτακτης ανάγκης (alarm) όπου μας εξυπηρετεί, να παρκάρουμε σε μέρη που δεν επιτρέπεται η στάθμευση, να μην φοράμε ζώνη ή κράνος αν οδηγούμε μηχανάκι, να κόβουμε απλά ταχύτητα στις πινακίδες ΣΤΟΠ και φυσικά να αγνοούμε παντελώς την διάβαση πεζών. Επίσης, αν πιστεύουμε ότι επειδή είμαστε τουρίστες το πρόστιμο που μας έκοψαν μπορούμε απλά να το αγνοήσουμε, καλύτερα να διπλοτσεκάρουμε την νομοθεσία της χώρας στην οποία βρισκόμαστε.

Ουρές και υπομονή

Photo by Marina Durán

Μια ένοχη απόλαυση των Ελλήνων, ενάντια στις “ρομποτικές” όπως αποκαλούνται οι συνήθειες των Ευρωπαίων, είναι να καταφέρουν να κλέψουν τουλάχιστον ένα άτομο στην ουρά. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα στις περισσότερες υπηρεσίες υπάρχει αριθμητική σειρά προτεραιότητας ή αλλιώς ξεσπάει το χάος. Ο Έλληνας δεν μπορεί να περιμένει στην ουρά, είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην κουλτούρα μας η πεποίθηση ότι αν περιμένουμε σε ουρά, κάποιος δεν κάνει καλά την δουλειά του. Σε μια σειρά ανθρώπων ο Έλληνας ξεχωρίζει από την στάση του σώματος του, την έντονη νευρικότητα και είναι ο πρώτος που θα διαμαρτυρηθεί όταν η αναμονή ξεπερνά τα αποδεκτά όρια του πεντάλεπτου. Και εδώ προχωράμε αλυσιδωτά στην επόμενη Ελληνική συνήθεια.

Έντονες διαμαρτυρίες

Photo by Magda Ehlers

Είτε πρόκειται για μια καθυστέρηση, είτε για κάποια παρεξήγηση, σε αντίθεση με την στωικότητα που χαρακτηρίζει άλλους λαούς, εμείς είμαστε πάντα έτοιμοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα μας, ακόμα και αν δεν θίγονται εκείνη την στιγμή. Σε πολλές περιπτώσεις γινόμαστε αμυντικοί και γραφικοί, την ώρα που οι υπόλοιποι παραβρισκόμενοι απλά παρατηρούν με χιούμορ ή απαξίωση την προσπάθεια να βρούμε τα δίκια μας. Ένας καλός σύμβουλος είναι να αποφύγουμε να υψώσουμε τον τόνο της φωνής μας, να παρατηρήσουμε αν είμαστε οι μοναδικοί που διαμαρτύρονται και να αντιληφθούμε ότι δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τα “κακώς κείμενα”, όπως τα αντιλαμβανόμαστε, της συγκεκριμένης χώρας ότι και να κάνουμε.

Ώρες στην καφετέρια

Photo by Seemi Samuel

Η έξοδος για καφέ αποτελεί μια αγαπημένη συνήθεια του λαού μας και είναι γνωστό ότι μπορούμε να ξοδέψουμε αρκετές ώρες σε αυτή. Στο εξωτερικό όμως μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να εγείρει ερωτηματικά στο προσωπικό του καταστήματος αλλά και στην συντροφιά μας, αν αυτή ανήκει σε διαφορετική κουλτούρα. Πέρα από το γεγονός ότι όταν πίνουμε καφέ παίρνουμε τον χρόνο μας, σε άλλες χώρες συνηθίζεται όταν αδειάσει το ποτήρι, ο σερβιτόρος να το μαζεύει και να ρωτάει αν χρειαζόμαστε κάτι ακόμα, που εν ολίγης σημαίνει “παράγγειλε κάτι ή φύγε”. Σε κάθε περίπτωση η υπέρ του δεόντως παραμονή σε έναν συγκεκριμένο χώρο δεν αξίζει, ειδικά όταν επισκεπτόμαστε μια άλλη χώρα η οποία έχει πολλές περισσότερες συγκινήσεις να μας προσφέρει.

Υπερβολική φιλικότητα

Photo by Helena Lopes

Ένα πολύ σύνηθες στοιχείο του Ελληνικού ταμπεραμέντου είναι η κάπως ακραία κοινωνική μας συμπεριφορά, όπου κάποιον είτε θα τον συμπαθήσουμε πολύ είτε θα τον αντιπαθήσουμε ακαριαία. Σε πολλές περιπτώσεις όταν συμπαθούμε ή πιστεύουμε ότι μας συμπαθεί κάποιος, αντιδρούμε με χειρονομίες όπως χτυπήματα στην πλάτη, έντονες χειραψίες, ακόμα και σταυρωτά φιλιά. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι σε κάποιες κουλτούρες η επαφή αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί. Στις Βουδιστικές χώρες, για παράδειγμα, απαγορεύεται να χαϊδεύεις το κεφάλι ενός παιδιού, μια κίνηση πολύ συνηθισμένη στην χώρα μας, καθώς το κεφάλι θεωρείται ιερό. Σε μουσουλμανικές χώρες, μια χειραψία ενός άντρα προς μια γυναίκα ή το αντίθετο θα πρέπει να αποφεύγεται αλλά και σε πολλούς λαούς της Ευρώπης, φιλικές χειρονομίες όπως εναγκαλισμοί και γενικότερη σωματική επαφή μπορεί να αντιμετωπιστούν με καχυποψία.

Ψιλά γράμματα και ασυνέπεια

Photo by Andy Beales

Οι Άγγλοι είναι αυτοί που κρατούν τα σκήπτρα της συνέπειας καθώς στον λαό μας τα περιθώρια είναι λίγο πιο ελαστικά. Όταν όμως στο εξωτερικό μας ενημερώνουν ότι το πούλμαν θα φύγει στη τάδε ώρα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι πρέπει να είμαστε παρόντες αρκετά λεπτά νωρίτερα, γιατί δεν είναι μια ενδεικτική ώρα αναχώρησης αλλά ο πραγματικός χρόνος που φεύγει. Το ίδιο ισχύει και για τα ραντεβού μας, καθώς η αργοπορία θεωρείται μεγάλη αγένεια σχεδόν σε όλα τα σημεία του πλανήτη. Τέλος, ένα ακόμα σημείο που σαν Έλληνες συνήθως δυσκολευόμαστε είναι να ακολουθήσουμε τις οδηγίες που μας δίνονται, πάντα σε σχέση με τον χρόνο. Καθώς όταν το αεροπορικό εισιτήριο αναγράφει ότι θα πρέπει να βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο της τάδε χώρας τρεις και τέσσερις ώρες νωρίτερα, εμείς θεωρούμε ότι είναι ο μέγιστος χρόνος αναμονής ενώ στην πραγματικότητα είναι ο μικρότερος. Συνήθως αφορά αεροδρόμια δέκα φορές μεγαλύτερα από το Ελ. Βενιζέλος, που καλούνται να εξυπηρετήσουν έναν τεράστιο αριθμό επιβατηγού κοινού. Αν συνυπολογίσουμε τους ελέγχους ασφαλείας, τις διαδικασίες σφράγισης διαβατηρίου και τις αποστάσεις που μετρούν χιλιόμετρα από την μια άκρη του αεροδρομίου στην άλλη, δεν είναι τυχαίο που τα ελληνικά επίθετα ακούγονται συχνά στις τελευταίες αναγγελίες των πτήσεων.