Θιβέτ Ινδία Νεπάλ Από το Taj Mahal στην Potala

gmavro75

Member
Μηνύματα
436
Likes
563
Ταξίδι-Όνειρο
Ταξίδι στο χρόνο

«Για όλους αυτούς που ονειρεύτηκαν να ζήσουν
Ένα ταξίδι μακρινό, μα δε προλάβανε αυτούς,
Αυτούς που δε προλάβαν να γυρίσουν
Απ΄ το ταξίδι που οι άλλοι ονειρεύτηκαν απλώς»
www.destinationnepal.com) Νεπαλέζικο ταξιδιωτικό πρακτορείο που αφενός μας δίνει την καλύτερη προσφορά αφετέρου χαίρει αμέριστης εκτίμησης από ημιανεξάρτητους ταξιδευτές όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε με μια σχετική έρευνα στο διαδίκτυο. Μου απαντάει ο Prachanda με τον οποίο τους προσεχείς μήνες κάνουμε τις απαραίτητες μετατροπές στο αρχικό πλάνο ανταλλάσσοντας εκατοντάδες mail, ώστε το ταξίδι να γίνει όσο το δυνατόν πιο άνετο από χρόνο και ταυτόχρονα πιο περιεκτικό σε μέρη και εικόνες… και αφήνουμε το χρόνο να κυλήσει μέχρι να βρεθούμε όλοι παρέα στο Ελ. Βενιζέλος με τα σακίδια γεμάτα με τα απαραίτητα και τις ψυχές μας με προσμονή, Μεγάλη Πέμπτη.
Μπορεί να μην ήταν και Σεπτέμβρης, αυτά δεν έχουν σημασία.

Ώρα για Κουίζ.

Α. Στους πολύβουους αυτοκινητόδρομους της Ινδίας ο Κ.Ο.Κ. υπάρχει μόνο σαν παλιός ξεχασμένος μύθος. Όποιος έχει την εμπειρία μιας διαδρομής από πόλη σε πόλη αναρωτιέται γιατί ζει ακόμη. Στο Νεπάλ οι προσπεράσεις φορτηγών σε στενούς φιδίσιους δρόμους σκαρφαλωμένους πάνω από φαράγγια δεν αποτελεί μεγάλη βελτίωση στη οδική ασφάλεια. Στο δε Θιβέτ οι συναντήσεις με άλλα αυτοκίνητα σπανίζουν. Που τρακάραμε?
1. Ινδία
2. Νεπάλ
3. Θιβέτ

Β. Θρησκευτικός Ηγέτης. Γεννήθηκε ενώ η μητέρα του βρισκόταν σε ταξίδι έχει διδάξει την αγάπη προς όλα τα ζωντανά πλάσματα και έχει προβλέψει τον ξανα-ερχομό του όταν το κακό θα έχει επικρατήσει
1. Μωάμεθ
2. Χριστός
3. Βούδας

Γ. Ποια είναι η επιθανάτια τελετουργία για τους απλούς Βουδιστές?
1. Του καίνε
2. Τους δίνουν τροφή στα όρνεα
3. Τους θάβουν

Δ. Σε ένα χωματόδρομο στο πουθενά, στα 3000 μέτρα, στο Θιβέτ πόση ώρα μπορεί να μείνει ένα αυτοκίνητο ακινητοποιημένο από μποτιλιάρισμα λόγω δημοσίων έργων?
1. Δεν έχει μποτιλιάρισμα στο Θιβέτ. 1000 αυτοκίνητα όλα κι όλα!
2. 1 ώρα
3. 4 ώρες

Ε. Αν επισκεφτείς το Taj Mahal Παρασκευή
1. Είναι κλειστό
2. Έχει δωρεάν είσοδο
3. Είναι ανοιχτό μόνο για τους μουσουλμάνους

Στ. Γεννιέσαι στην Ινδία μπατίρης και βρομιάρης. Δουλεύεις για ένα ξεροκόμματο και συμπληρώνεις τη διατροφή σου με αρουραίους, επίσης τρως και ξύλο. Ποιος φταίει?
1. Η κοινωνία η άτιμη
2. Η τύχη που δε μπορείς να πιάσεις τη καλή
3. Εσύ, γιατί ήσουν άτακτος στην προηγούμενη ζωή και τώρα είσαι τυχερός που το ξεπληρώνεις.

Ζ. Πόσοι Ινδοί κοιμούνται σε ένα βαγόνι τρένου?
1. 16, τέσσερα τετράκλινα και πολλά είναι
2. 20, άντε άλλο ένα τετράκλινο
3. 40, δεν ξέρω πώς, αγάπη να υπάρχει

Αυτές και άλλες πολλές απορίες μπορεί και να μην απαντηθούν, αλλά σίγουρα θα δημιουργηθούν στις επόμενες ηλεκτρονικές σελίδες…

….Μόλις προσγειωθήκαμε!

Η Ιστορία στο Χάρτη


17/4 Delhi->Agra->Varanasi Κεφάλαιο 1ο (Agra)
18/4 Varanasi Κεφάλαιο 2ο (Varanassi)
19/4 Varanasi-> Kushinagar->Shivpatinagar Κεφάλαιο 3ο (Shivpatinagar)
20/4 Shivpatinagar->Chitwan N.P. Κεφάλαιο 4ο (Chitwan N.P. )
21/4 Chitwan N.P.->Kathmandu Κεφάλαιο 5ο (Kathmandu)
22/4 Kathmandu Κεφάλαιο 6ο (Kathmandu)
23/4 Kathmandu->Nagarkot Κεφάλαιο 7ο (Nagarkot)
24/4 Nagarkot->Nyalam Κεφάλαιο 8ο (Nyalam)
25/4 Nyalam->Rongbuk (Everest N.P.) Κεφάλαιο 9ο (Rongbuk)
26/4 Rongbuk->Lhatse Κεφάλαιο 10ο (Lhatse, Shigatse, Gyantse)
27/4 Lhatse->Shigatse Κεφάλαιο 10ο (Lhatse, Shigatse, Gyantse)
28/4 Shigatse->Gyantse Κεφάλαιο 10ο (Lhatse, Shigatse, Gyantse)
29/4 Gyantse->Lhasa Κεφάλαιο 11ο (Lhasa)
30/4 Lhasa Κεφάλαιο 11ο (Lhasa)
01/5 Lhasa Κεφάλαιο 11ο (Lhasa)
02/5 Lhasa->Kathmandu->Delhi (flight) Κεφάλαιο 11ο (Lhasa)

Επιπλέον, κάποιες φωτογραφίες του Ν. από το ταξίδι μας στο www.bitamin.gr/mag

Παρασκευή, 17 Απριλίου, Agra

Τι εικόνα έχετε για μια πόλη μερικών εκατομμυρίων που έχει χτυπηθεί αλύπητα από τον εγκέλαδο μόλις πριν από λίγες ώρες? Σκόνη στον αέρα, μπάζα στους δρόμους, μιλιούνια κόσμου στα πεζοδρόμια, μποτιλιάρισμα από αυτοκίνητα που κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να πηγαίνουν πουθενά αφού μπλοκάρονται από άλλα αυτοκίνητα που έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις… προσθέστε μερικές αγελάδες, πολλά σκουπίδια και φυσικά αφαιρέστε το σεισμό. Καλώς ήρθατε στην καθημερινότητα της Agra. Έχοντας κλείσει κοντά 24 ώρες ταξίδι από την αποστειρωμένη ασφάλεια των σπιτιών μας, αναρωτιόμαστε αν βλέπουμε κάποιο κωμικοτραγικό όνειρο, μια παραίσθηση… Ο συνοδός μας ο Rakes γυρνάει μας κοιτάει αγουροξυπνημένους (όσο μπορείς να κοιμηθείς σε ένα λεωφορειάκι χωρίς αναρτήσεις που όλο τρέχει-τρέχει σε ένα δρόμο γεμάτο λακκούβες για τις τελευταίες 6 ώρες). Με μια ανεξήγητη υπερηφάνεια απλώνει το χέρι δείχνοντας έξω από το παράθυρο και μας ανακοινώνει: “Welcome to Incredible India!”. Δικαίως θα ρωτήσει ο έμπειρος ταξιδιώτης, μα καλά πρώτες ώρες στην Ινδία και κοιμάστε? Απαντώ. Δεν το είχαμε σκοπό αλλά η διαδρομή από Δελχί μέχρι Άγρα είναι κουραστική και αδιάφορη και επιπλέον όσο έχεις ανοιχτά τα μάτια σου βλέπεις το Χάρο να σου χαμογελά. Ε, αποφεύγεις μια μετωπική, αποφεύγεις δυο, στο τέλος λες γιατί να χάσω τα μαλάκια μου, γιατί να πάω από καρδιά μια ώρα αρχύτερα, πέφτεις και κοιμάσαι. Ο δε άπειρος αναγνώστης θα ρωτήσει κάτι πιο λογικό: Τι δουλειά έχετε εκεί πέρα?
Η Agra είναι μια χωματερή που φιλοξενεί δυο διαμάντια, δυο σύμβολα της Μογγολικής αρχιτεκτονικής. Το Red Fort (ή Agra Fort) που από μόνο του δεν είναι αρκετό και κυρίως το σπουδαίο, το ένα, το μοναδικό Taj Mahal. Δεν υπάρχει άλλος λόγος να πας εκεί. Κανένας. Τέλος.
Σε μια γωνιά του δρόμου σταματάμε ανοίγει η πόρτα του κλιματιζόμενου οχήματος και μαζί με λάβρα, σκόνη και δυσωδία μπαίνει μια πανέμορφη Ινδή!
-Γεια σας είμαι η Sheila! Η ξεναγός σας στη Agra. Που θέλετε να πάμε πρώτα?
-Στο Taj, στο Taj (με ένα στόμα μια φωνή!)
-Αααα… κρίμα σήμερα είναι Παρασκευή το Taj είναι κλειστό! Είναι ανοιχτό μόνο για μουσουλμάνους που πάνε να προσευχηθούν και απαγορεύεται η είσοδος στους αλλόθρησκους!
Λέτε να ξανάρθουμε τον άλλο μήνα? Ευχαριστούμε, ξενερώσαμε! Καλά, θα βολευτούμε με τις ιστορίες και τους μύθους, και με με μια επίσκεψη από την πίσω πλευρά του Μαυσωλείου και θα το θαυμάσουμε από τις όχθες του ποταμού Yamuna. Από το ολότελα... μετά από μια ώρα καλύψαμε τα 2 χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το μεγαλόπρεπο μνημείο (με το λεωφορείο, όχι με τα πόδια) και επιτέλους αφήσαμε τις ελεγχόμενες κλιματικές συνθήκες και πατήσμε το πόδι μας στην χώρα! Η ζέστη μας άρπαξε, μας καλωσόρισε με το δικό της τρόπο και η ζάλη από το πολύωρο ταξίδι ανακατεύτηκε με τη εξουθενωτική αίσθηση που μας φιλοδόρισε ο πυρωμένος αέρας. Λίγα βήματα ακόμη και το αναμενόμενο αποκαλύφθηκε αναπάντεχα μπροστα στα μάτια μας! Αγέροχο και υπερήφανα θλιμένο το σύμβολο της αγάπης που έχτισε ο Μογγόλος Αυτοκράτορας Shah Jahan στη μνήμη και κατόπιν απαίτησης, της τρίτης -και καλύτερης- από τις γυναίκες του, της όμορφής και έξυπνης και φιλεύσπλαχνης Mumtaz Mahal. Έρως σφοδρός με 14 καρπούς εκ τον οποίων επιβίωσαν μόνο οι εφτά, 4 αγόρια και 3 κορίτσια. Σκοπός του στο μαρμαρένιο, κατάλευκο μέγαρο να ταφεί η αγαπημένη του και να φτιάξει άλλο ένα ίδιο στην απένατνι όχθη του ποταμού, εκεί που τώρα στεκόμασταν εμείς, από μαύρο μάρμαρο για τον εαυτό του. Ο ένας από τους τέσσερις γιούς, καθάρισε τους άλλους τρεις, ανέλαβε την εξουσία κατηγόρησε τον πατέρα του για κατασπατάληση δημοσίου χρήματος και τον έκλεισε φυλακή στο Red Fort πριν προλάβει να ξεκινήσει το μαύρο Taj. Τιμωρία του, να ατενίζει το καταπληκτικό δημιούργημά του από το παράθυρο της φυλακής του χωρίς να μπορεί να πάει εκεί για την υπόλοιπη ζωή του. Με το θάνατό του ενταφιάστηκε και αυτός δίπλα στη σωρό της αγαπημένης του... Αυτή είναι η ιστορία που επικρατεί και μαγεύει τις ψυχές των επισκεπτών. Η αλήθεια είναι λίγο πιο πεζή αλλά γιατί να χαλάσουμε τις καρδιές μας? Μη τα βάζετε με τα σύμβολα! Πραγματικά, το Taj σε μαγεύει αρχικά με το μέγεθός του και στη συνέχεια με τη λεπτοδουλειά που έχει γίνει σε κάθε εκατοστό της επιφάνειάς του... Για καμιά ώρα βολτάραμε στις αμμώδεις όχθες του ποταμού πότε φωτογραφίζοντας κατα ριπάς, πότε αναλογιζόμενοι τα μεγαλεία του παρελθόντος που έχει γνωρίσει αυτή η ταλαίπωρη πολιτεία πάντα με τη συνοδεία επετών κυρίως ανήλικων, που προσφέρονταν να μας παρέχουν αχρηστες υπηρεσίες για λιγες ρούπιες π.χ. να σας βγάλω μια φωτογραφία?, να με βγάλετε μια φωτογραφία?, θέλετε να ανεβείτε στη καμήλα μου? Α! Ναι, έπαιζε και μια καμήλα εκεί γύρω.
Με τικαρισμένο το παλάτι του ανείποτου και αιώνιου έρωτα στη λίστα «πρέπει να δω πριν πεθάνω», έστω και από την πίσω πόρτα, μεταφερθήκαμε στο Red Fort. Άλλο ένα αρχιτεκτονικό θαύμα που υπομονετικά στέκει στη σκιά του Taj και περιμένει να ανακαλυφθεί. Μέγαρο, κατοικία των Μογγόλων αυτοκρατόρων και ταυτόχρονα διοικιτικό κέντρο δεν προλαβαίνεις να θαυμάζεις τους κήπους του, τα δωμάτια και τις ιστορίες για τις μεγάλες στιγμές τις γιορτές και τις δολοπλοκίες που γνώρισε αυτό το μέρος. Με ανοιχτό μόλις ένα μικρό μέρος από όλο το παλάτι σήμερα και κατοικούμενο από πολυπληθείς ομάδες συμπαθέστατων πιθήκων, δυο με τρείς ώρες δεν είναι αρκετές για να το γυρίσει. Η θέα δε προς το Taj χαράσσεται σαν τατουάζ στο μυαλό του επισκέπτη... Δε μπορείς παρά να σκέφτεσαι τον δημιουργό του να το ατενίζει, μελαγχολικός, περιορισμένος, προδωμένος, νικημένος.
Όσο και να φαν τα μάτια τα στομάχια δε χορταίνουν. Είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσουμε Ινδική κουζίνα στην Ινδία. Ξεναγός και συνοδός μας πρότειναν το Silk Route Restaurant. Διασχιζοντας τη μιζέρια των δρόμων καταλήξαμε στο εστιατόριο. Καθήσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι. Όλοι? Οι οδηγοί του λεωφορείου (ο ένας που κρατάει το τιμόνι και ο άλλος που εκτελεί χρέη φλάς από το παράθυρο) που έιναι? Α! Δε πεινάνε, έχουν πάει εδώ πιό κάτω σε κάτι φίλους... Καλά. Ένα από τα πολλά γευστικά πιάτα που μπορει κανείς να δοκιμάσει στην Ινδία και προσωπικά το αγαπημένο μου είναι το κοτόπουλο Ταντούρι. Ταντούρι είναι ο ειδικός φούρνος μέσα στον οποίο μαγειρεύεται. Απίθανο φαγητό, καθαρό και δροσερό εστιατόριο, καλές τιμές (περίπου με 6 ευρώ το άτομο σκάσαμε), μη με ρωτήσετε πως θα πάτε, δε θυμάμαι καθόλου. Επιπλέον, αν ακολουθώντας τις κατατοπιστικές συμβουλές μου βρεθείτε εκεί μην παραλήψετε να δοκιμάσετε Ινδικά ψωμάκια με βούτηρο ή σκόρδο (Butter/ Garlic Nan). Πρώτη έκπληξη ευχάρηστη οι μπύρες είναι σε μπουκάλια των 650 ml. Πρακτικότατο. Δεύτερη έκπληξη, όχι και τόσο ευχάριστη, το κάπνισμα απαγορεύεται σε όλους τους κλειστούς χώρους στην Ινδία. Αν αναλογστεί κανείς την κατάσταση που επικρατεί στο δρόμο μοιάζει με ανέκδοτο. Από πότε ισχύει αυτός ο νόμος, ρωτάω τον Rakes, μου δίνει μια μελλοντική ημερομηνία, έκανα ότι κατάλαβα, έλειξε το θέμα. Πάμε έξω για τσιγάρο, εκεί οι οδηγοι, μέσα στη ζέστη. Άρχισα να υποψιάζομαι...
Πιό πάνω έγραψα ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος να επισκεφτεί κανείς την Agra εκτός από τα δυο βασικά της αξιοθέατα. Ο λόγος που έβγαλα αυτό το συμπέρασμα δεν είναι μόνο οι λίγες ώρες που περάσαμε εκεί, αλλά και το ότι ρωτήσαμε την Sheila αν υπάρχει κάποιο μέρος πιό ήσυχο, πιό γραφικό πιο... τουριστικό βρε παιδί μου μέσα στην πόλη και μας αποκρίθηκε πως όλη η πόλη είναι έτσι. Να τη χαίρεστε! Πάντως αν κάποιος έχει ανακαλύψει όμορφες γωνιές στην Agra καλό θα ήταν να αποκαταστήσει το όνομά της που τόσο αψήφηστα διέσυρα.
Οι ώρες περάσαν και η μέρα έφυγε. Η ζέστη πάλι, έμεινε. Ζητήσαμε να πάμε σε καμιά αγορά, κανά παζάρι, μας φυτέψανε σε ένα μαγαζί που προφανώς συνεργαζόταν με το πρακτορείο, που είχε όμορφα κοσμήματα, μουσικά όργανα και ρούχα, όλα καλής ποιότητας αλλά πανάκριβα. Τίποτα δεν πήραμε, πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο για pit stop για κάτι λιγότερο από δυο ώρες και κατά τις 22:30 πήραμε το δρόμο για το σταθμό των τρένων.
Η αμαξοστοιχεία αναχωρεί στις 23:30 για το δωδεκάωρο ταξίδι της και εμείς πρέπει να είμαστε μέσα εγκαίρως. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες για sleeper, AC1, AC2 και AC3, όλες κλιματιζόμενες εξού και το «AC». Το air-condition στο τρένο σε παγώνει! Παρότι κοιμηθήκαμε στους 40 βαθμούς κάπου μες τη νύχτα ξύπνησα παγωμένος… Έχετε μαζί σας ρουχαλάκια για το βράδυ, ακόμα και σκουφί ή κουκούλα για το πρόσωπο. Στην AC1 βρίσκεις τετράκλινες κουκέτες που κλείνουν με πόρτα, τέσσερις σε κάθε βαγόνι και τιμή διπλάσια της AC2 και προτιμούνται από την αριστοκρατία. Στην AC2 από τη μια πλευρά του διαδρόμου υπάρχουν τέσσερις κουκέτες δυο κάτω και δυο πάνω, κάθετα στο διάδρομο και από την άλλη παράληλα σε αυτόν άλλες δυο και απομονώνονται με κουρτίνα. Πέντε τέτοια σε κάθε βαγόνι. Οι AC2 παρέχει την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής και προτιμούνται κατά κόρων από τους ταξιδιώτες. Η AC3 έχει πέντε διαμερίσματα ανα βαγόνι σε κάθε ένα εκ των οποίων υπάρχουν έξι κουκέτες από τη μια (δυο κάτω, δυο στη μέση και δυο πάνω) και δυο από την άλλη, δεν απομονώνονται ούτε με κουρτίνα και γενικά είναι ο δημοφιλέστερος τρόπος ταξιδιού για τους Ινδούς. Αριστοκράτες δεν είμαστε, ούτε Ινδοί είμαστε, AC2 είχαμε κλείσει. Σε AC3 βρεθήκαμε. Ανάκατα με 40 ζευγάρια μυρωδάτα πόδια (εντάξει, τα δέκα ήταν τα δικά μας) και υπό τους ήχους και τα αρώματα περδευόμενων καρυφάγων ευτυχώς που νίκησε η εξάντληση και πριν καλά-καλά περάσει το σοκ ο Μορφέας μας χάρισε έναν βαθύ ατάραχο ύπνο... Αποκοιμηθήκαμε αγκαλιά με τα σακίδια, με την μικρή τσάντα πλάτης για προσκέφαλο και τους ήχους από τις ράγες καθώς το τρένο διέσχιζε το πυχτό σκοτάδι με κατεύθυνση το άγνωστο και προορισμό την Ιερή Μπεναρές, ή αν προτιμάτε την πρωτεύουσα του Γάγγη, το Varanassi.

Σάββατο, 18 Απριλίου, Varanassi


Το μάτι άνοιξε κατά τις 07:00 το πρωί. Έκανε μια γρήγορη βόλτα σκανάρωντας για δευτερόλεπτα το ταβάνι και ξανάκλεισε… έκανε τις συνεννοήσεις του και με το άλλο μάτι, αυτό που δεν άνοιξε κατά τις 07:00 και μπαμ! Καλημέρα σας! Να έχει καφέ άραγε εδώ μέσα? Και καφέ και πρωινό! Λίγο δύσκολο το κάρυ με το κοτόπουλο και το ρύζι πρωί-πρωί, λίγο ελαφρύς ο καφές -ίσα-ίσα που χρωμάτιζε το ζεστό νερό, όλα καλά! Οι Ινδοί που είχαν την ατυχία να μοιράζονται τις 30 υπόλοιπες θέσεις του βαγονιού ξύπνησαν και αυτοί και παρακολούθησαν με καρτερικότητα την υπερπαραγωγή «10 Έλληνες στο Γάγγη». Και είχαμε πολλά να πούμε, πλακίτσα και γέλια για την χθεσινοβραδινή μας περιπέτεια, σχόλια για το ποιος από τους γύρω μας έριξε την πιο δυνατή, και την πιο βρομερή, ανακηρύχθηκε πρωταθλητής ένας αξιοπρεπέστατος, κατά τα άλλα, μεσήλικας κύριος που καθόταν οκλαδόν λίγο πιο κει και τα έξυνε νωχελικά, σε στυλ παίζω κομπολόι για να περάσει η ώρα, κι άλλα τέτοια. Δυο τσιγάρα έξω από τις τουαλέτες, λίγο χάζεμα από το σχεδόν ανύπαρκτο παράθυρο και το σχεδόν αδιαφανές από τη μπιχλα και τα ραγίσματα τζάμι και πιάσαμε Varanassi.
Πιο πολύ ζέστη! 42-43 βαθμοί! Χαμός στην πλατφόρμα, χιλιάδες κόσμου, ένα αεικίνητο ψηφιδωτό από ταξιδιώτες, ζητιάνους, ανάπηρους που περπατούσαν με τα χέρια, μικροπωλητές που περπατούσαν με τα πόδια και δέκα χαμένα που ψάχναμε τον Ajeet. Να 'τος! Σοβαρός και μετρημένος, σχεδόν ανήσυχος, κρατούσε μια ταμπέλα που έγραφε “The Greek Tour”. Χαιρετηθήκαμε και προχωρήσαμε προς το λεωφορείο που μας περίμενε έξω από το σταθμό. Μεταφερθήκαμε στο ξενοδοχείο “Temple Town Hotel” μας υποδέχτηκαν με Mirinda (ανθρακούχο αναψυκτικό από μανταρίνι) και ταχτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας. Μια χαρά το ξενοδοχείο για budget κατηγορία! Καθαρό και δροσερό, με ανεμιστήρες στα δωμάτια και καλό εστιατόριο στο ισόγειο, σίγουρα στα προτεινόμενα για budget ταξιδιώτες. Δεν είναι και πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, ούτε στο Γάγγη, αλλά είναι ήσυχο. Επιπλέον με ένα Tuk-Tuk με λιγότερο από 1 ευρώ, μπορείς να πας όπου θες. Άλλοι συμπλήρωσαν λίγο ύπνο εγώ με την Α., τον yannisK την Τ. και τον N. που δε μας χώραγε ο τόπος αποφασίσαμε να πάμε μια σύντομη βόλτα στη γειτονιά. Για άλλη μια φορά πάθαμε ακαριαίο overdose από εικόνες, ήχους και χρώματα. Δεν είναι ότι στη συγκεκριμένη περιοχή έχει κάποιο χαρακτηρισμένο αξιοθέατο, αλλά από την άλλη για τα δυτικοθρεμμένα ματάκια όλη η Ινδία είναι αξιοθέατο. Περιττό να αναλώσω το χρόνο σας περιγράφοντας την φρενίτιδα στους δρόμους, τη ζωή των ανθρώπων στα πεζοδρόμια, τα υπαίθρια ψιλικατζίδικα και μπαρμπέρικα, τις οικογένειες που ετοίμαζαν το φαγητό στην άκρη του δρόμου, όλα αυτά με soundtrack τα αλλεπάλληλα κορναρίσματα … Περιττό, αλλά μόλις το έκανα. Το ραντεβού στην reception ήταν για τις 16:00. Το πρόγραμμα περιελάμβανε μια επίσκεψη με ξενάγηση στην Sarnath, και στη συνέχεια επίσκεψη στα Gats στην όχθη του Γάγγη όπου λαμβάνει χώρα Εσπερινός Ινδουιστικός για δόξα και τιμή στο θηλυκό Θεό και Ζωοδότη Ποταμό. Μαζί με τον Ajeet υποδεχτήκαμε και τον Jai τον συμπαθέστατο ξεναγό μας στο Varanassi. Για να δούμε, τι θα δούμε?
Το Sarnath θεωρείται η Mecca του Βουδισμού και είναι μια από τέσσερις ιερές τοποθεσίες της συγκεκριμένης θρησκείας/ φιλοσοφίας. Ο Βούδας γεννήθηκε ως πρίγκιπας Ινδουιστής στο Lumbini του Νεπάλ όπου η εγκυμονούσα μητέρα του βρισκόταν σε ταξίδι, 2500 χρόνια πριν, και οι σοφοί της αυλής του βασιλιά προέβλεψαν ότι δε θα γίνει Βασιλιάς άλλα ένας μοναχός που θα ασκήσει τεράστια επιρροή στον κόσμο. Στο μπαμπά του το Βασιλιά αυτό δεν άρεσε και πολύ, για την ακρίβεια δε του άρεσε καθόλου. Φρόντισε ο γιόκας του να πάρει βασιλική ανατροφή, βασιλικές περιποιήσεις και γενικά να είναι πάντα ευτυχισμένος, αλλά πάντα μέσα στο παλάτι. Αν είναι ευτυχισμένος σκέφτηκε γιατί να γίνει κάτι άλλο? Το νωθρό καλοζωισμένο αγόρι μεγάλωσε και εκεί στην εφηβεία (που όλοι κάνουμε τις αλητείες μας, συγγνώμη μαμά), ο Βούδας έκανε τρεις κοπάνες από την απέραντη και πολυτελή του πνευματική φυλακή. Την πρώτη φορά είδε τον πόνο σε κάποιον χωρίς πόδια, την δεύτερη την στέρηση σε κάποιον που πεινούσε και την τρίτη την λύτρωση σε κάποιον που πέθαινε. Αντίκρισε την δυστυχία και ταρακουνήθηκε ο εγκέφαλός του, τόσο πολύ που έκανε γκελ στα τοιχώματα του κρανίου του και ο νέος, αποφάσισε να μονάσει διαλογιζόμενος την αιτία της δυστυχίας της ανθρώπινης φύσης. Έφυγε από το παλάτι με δυο πιστούς του φίλους και έζησε περιπλανώμενος, φτωχικά και ρακένδυτος χωρίς φαγητό για 7 χρόνια. Μετά, μια κοπέλα του πρόσφερε σιτάρι, μέλι και γάλα και αυτός τα δέχτηκε. Ήταν η στιγμή που ο Βούδας είχε διαφωτιστεί και είχε καταλάβει πως η ευτυχία δεν υπάρχει στην υπερβολή (ούτε στον πλούτο, ούτε στην στέρηση) σχεδόν ταυτόχρονα με την εποχή που χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά στη Αθήνα οι φιλόσοφοι ενστερνίζονταν το «Παν μέτρον άριστον». Είχε καταλάβει πως η ψυχή είναι κάτι το τέλειο και πως ο πόνος, η αρρώστια και η δυστυχία πηγάζουν από το υλικό μας σώμα. Αν ζήσουμε χωρίς φθόνο, επιθυμία και άγνοια, ο θάνατος θα μας λυτρώσει και δεν θα ξαναγεννηθούμε, αντιθέτως θα ενωθούμε με το Σύμπαν. Αν από την άλλη δεν φτάσουμε στην Νιρβάνα θα ξαναγεννηθούμε και θα φάμε όλη την ταλαιπωρία από την αρχή. Και τότε πήγε στο Sarnath και έβγαλε για πρώτη φορά λόγο ιδρύοντας ουσιαστικά, εκεί τον Βουδισμό. Στα βήματα του πρώτο-πεφωτισμένου θρησκευτικού ηγέτη λοιπόν και εμείς 2500 χρόνια μετά, θαυμάσαμε τους αρχαίους ναούς και τις stupa στον ιερό χώρο, επισκεφτήκαμε και το μουσείο εκεί δίπλα (περιορισμένου ενδιαφέροντος) και φυσικά δεν παραλείψαμε να περάσουμε και αρκετή ώρα κάνοντας παζάρια και αγοράζοντας χαζό-σουβενίρ από την υπαίθρια αγορά που είχε στηθεί εκεί γύρω.
Το σούρουπο ξαναμπήκαμε στο λεωφορείο και μετά από μια επίσκεψη σε ένα κλωστοϋφαντουργείο μεταξιού (κάναμε και εκεί τα ψώνια μας), και αφού η νύχτα είχε πέσει για τα καλά μεταφερθήκαμε στο κέντρο της πόλης. Ο ξεναγός μας έκανε μια εισαγωγή στον Ινδουισμό. Βασικοί Θεοί ο Βράχμα ο γενεσιουργός και δημιουργός, ο Βίσνου ο προστάτης και συντηρητής, και η Σίβα η καταστροφέας. Φιλοσοφικός πυρήνας της θρησκείας είναι και πάλι η πνευματικά ενάρετη ζωή βάση της οποίας υπέρτατος στόχος του ανθρώπου είναι να φτάσει Moksha η οποία δεν είναι κάποιο μέρος άλλα πνευματική κατάσταση, το αντίστοιχο της Νιρβάνα για τους Βουδιστές. Το κάρμα της ζωής που ζεις καθορίζει αν στην επόμενη ζωή σου η μετενσάρκωσή σου θα είναι σε ζώο, η σε κάποια από τις κάστες που διαστρωματώνουν την Ινδική, Ινδουιστική κοινωνία. Η κάστα χαρακτηρίζει τους ανθρώπους και καθορίζει τη ζωή τους, από το τι δουλειά επιτρέπεται να κάνουν μέχρι και με ποιους επιτρέπεται να κάνουν παρέα. Δεν γίνεται να αλλάξεις κάστα, δεν γίνεται να παντρευτούν άτομα από διαφορετική κάστα, δεν μπορούν να πάνε σχολείο παιδάκια από χαμηλή κάστα. Γεννιέσαι σε χαμηλή κάστα και τρως σκατά μια ζωή κι εσύ και τα παιδιά σου και τα τρισέγγονά σου! «Στην Ινδία ακόμα και οι φτωχοί είναι ευτυχισμένοι γιατί ξέρουν πως ζουν το κάρμα της προηγούμενης ζωής. Ζουν πιστά ώστε να έχουν μια καλύτερη ζωή στην επόμενη μετενσάρκωσή τους» μας είπε ο Jai. Κοίταξα τους φτωχούς από το παράθυρο, δε μου φάνηκε να έχουν τρελαθεί και από χαρά, κάτι δε μου κολλάει. Ωραία θρησκεία, ρατσιστική και βολική για τους κατέχοντες. Μήπως οι οδηγοί στην Agra δεν ήρθαν μαζί μας για φαγητό επειδή δεν τους επιτρεπόταν, και όχι γιατί πήγαν βόλτα στα φιλαράκια τους??? Φτάσαμε κάποια στιγμή στο κέντρο της πόλης, όπου επιβιβαστήκαμε σε rickshaw για να μας πάνε στην όχθη του Γάγγη. Τρελή η βόλτα! Σα τα συγκρουόμενα σε Luna-Park. Με μαεστρία ο ποδηλάτης οδηγός απέφευγε αγελάδες, ανθρώπους, αυτοκίνητα και άλλα rickshaw, τις περισσότερες φορές. Άλλες φορές πάλι στούκαρε όπου έβρισκε. Περπατήσαμε και λίγο με γρήγορο βήμα σε κάτι στενάκια, κάτι ακούγεται στο βάθος… και όσο πλησιάζεις δυναμώνει, αχός βαρύς από εδώ-όχι από εκεί! στρίβουμε αριστερά και….
Δέος! Αλλεπάλληλα ρίγη, ανατριχίλα και πολλαπλοί εγκεφαλικοί οργασμοί μας βάρεσαν καθώς αντικρίσαμε για πρώτη φορά τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι Ινδουιστές ιερείς… Υπό τους εκκωφαντικούς ήχους κρουστών και κρυμμένος πίσω από τους καπνούς που έβγαιναν από τα ιερά σκεύη φωτισμένος από το βαθύ πορφυρό των δαδιών, ο Γάγγης έμοιαζε ατάραχος και ήρεμος να απολαμβάνει τις τιμές που του αποδίδονταν. Ταυτόχρονα δίπλα μου μια αγελάδα αναμάσαγε, και δε φαινόταν να την πολυνοιάζει… Άλαλοι για κανένα τέταρτο και οι δέκα, απολαύσαμε μια από τις πιο δυνατές εικόνες από τις πολλές που μας πρόσφερε αυτό το ταξίδι. Μετά αρχίσαμε και να μιλάμε και να κουνιόμαστε σα να ξυπνήσαμε από νάρκη. Πέρασε η ώρα, φύγαμε από κει και κάναμε μια μικρή βόλτα, όπου μας την πέφτανε διαρκώς μικροπωλητές για να αγοράσουμε από παντόφλες και χαντρολέμια μέχρι χασίς και αρχαία. Βασικά είναι πολύ πιθανό αν αγοράσεις να μπλέξεις ή να είναι κακής ποιότητας. Τα αρχαία, όχι το χασίς. Ανάμεσα σε εμπόρους υποδημάτων, κοσμημάτων, ναρκωτικών και αρχαιοκάπηλους λοιπόν, φτάσαμε στα rickshawπου μας πήγαν στο λεωφορείο και επιστρέψαμε στην περιοχή του ξενοδοχείου. Σταματήσαμε σε ένα εστιατόριο αποχαιρετίσαμε τον Jai και τον Ajeet που δεν μπορούσαν να έρθουν μαζί μας για φαγητό, με τους οδηγούς δε μπορέσαμε να ανταλλάξουμε κουβέντα, απολαύσαμε ένα αρκετά νόστιμο δείπνο στον κήπο του εστιατορίου Garden Restaurant και κατά τις 23:00-23:30 επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και ξεραθήκαμε. Η επόμενη μέρα θα ξεκίναγε νωρίς, κατά τις 05:00, και θα τελείωνε αργά πολλά χιλιόμετρα πιο βόρεια από το Βαρανάσι.

Κυριακή 19 Απριλίου, Shivpatinagar

04:00 το ξυπνητήρι χτύπησε. Το έκλεισα. 04:10 τα ίδια. 04:20… 04:30 καταφέραμε να σηκωθούμε. Ντύσιμο στα γρήγορα, τοκ-τοκ στις πόρτες των γειτόνων, ούτε καφέ, ούτε τσιγάρο πριν καταλάβουμε ποιοι είμαστε και που είμαστε βρεθήκαμε για άλλη μια φορά στις όχθες του Γάγγη, λίγο πριν ξεπροβάλει το ασαφές, από την πρωινή καταχνιά, σχήμα του ήλιου από τον ορίζοντα. Μπροστά ο Jai πίσω εμείς, κόσμος πολύς στα Gats, άλλοι μέσα στο νερό άλλοι έξω από το νερό και άλλοι μισοί μέσα και μισοί έξω (από το νερό πάντα). Ο ποταμός ήρεμος και νωχελικός σχεδόν αγουροξυπνημένος και αυτός μετά από τις χθεσινοβραδινές εκστατικές στιγμές. Μπήκαμε σε μια βάρκα και ξεκινήσαμε τη βόλτα. Ο βαρκάρης κωπηλατούσε και ο Jai εξηγούσε. Πάλι περί Ινδουισμού ο λόγος, εξάλλου ήμασταν στο πιο ιερό μέρος της συγκεκριμένης θρησκείας. Όταν πεθάνω κάψτε με λένε οι οπαδοί της θρησκείας αυτής, και μάλιστα κατά προτίμηση στο Varanassi στον Ιερό ποταμό. Αν καείς λένε, παίρνεις bonus πόντους στο κάρμα και μπορεί να μην ξαναγεννηθείς. Αλλιώς κάηκες. Το νερό δεν φαίνεται βρόμικο ούτε μυρίζει άσχημα, αλλά ο Γάγγης είναι ένας από τους πιο μολυσμένους ποταμούς στο κόσμο. Με όριο 500 βακτηρίδια μπίχλας ανά κυβικό χιλιοστό, το νερό που μας περιβάλει καταφέρνει να χωράει 5 εκατομμύρια και βάλε! Αυτό δεν πτοεί τους Βαρανασιώτες φυσικά, που στα σκαλιά των Gats, πλένουν και πλένονται, προσεύχονται, και δροσίζονται. Α Να! Πιο κει οι πλύστες… κάθε οικογένεια στο Βαρανάσι, σ.τ.μ.: που σέβεται την κάστα της φυσικά, έχει τον οικογενειακό της κουρέα και τον οικογενειακό της πλύστη. Οι πλύστες περνάνε περίπου μια φορά κάθε 15, παίρνουν τα άπλυτα και τα πάνε στο ποτάμι τα σαπουνίζουν και τα ξεβγάζουν τα κοπανάνε σε κάτι ξύλινες κατασκευές που είναι σα σκάφες, αν και όχι ακριβώς σα σκάφες, και το πιο σημαντικό είναι οι καλύτεροι προξενητές. Γνωρίζουν όλες τις καλές οικογένειες της πόλης που α. έχουν πλύστη, β. φοράνε καθαρά ρούχα και γ. έχουν ρούχα και κάνουν τα καλύτερα κονέ. Μας πλευρίζουν βάρκες με -τι άλλο?- μικροπωλητές, ο ήλιος έχει αρχίσει να δυναμώνει και επιχρυσώνει τους παραποτάμιους ναούς, κάνουμε αναστροφή και βάζουμε πλώρη για τα κρεματόρια. Λίγη οικολογία ακόμη μέχρι να φτάσουμε: « Μα καλά βρε Jai, τόσο σημαντικός ο ποταμός, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα να τον προστατέψει?» «Α! βεβαίως! Έχει ξεκινήσει πρόγραμμα καθαρισμού» μας λέει τη στιγμή που στο background περνάει ένας υπόνομος που ξερνάει τα δεθελωναξερωτί της πόλης. «Επίσης, συνεχίζει, επειδή κατεβαίνει από τα βουνά εμπλουτίζεται με μεταλλικά στοιχεία που έχουν αντισηπτικές ιδιότητες. Θα σας το αποδείξω αμέσως, θα πιει νερό ο κωπηλάτης». Γυρνάει και λέει κάτι στο βαρκάρη στα Ινδικά, με ύφος που στην Ελλάδα χρησιμοποιείται για να πεις π.χ. μπορείς να πιεις νερό σε παρακαλώ? Και ο βαρκάρης απαντάει και πάλι στα Ινδικά σε ύφος που στην Ελλάδα χρησιμοποιείται για να πεις π.χ. ρε δε πα να … και συ και οι … που μου κουβάλησες. Ο Jai απαντά στην esperando της σιωπής και ξαναφορώντας το χαμόγελό του μας λέει πως θα πιει σε λίγο. Του εξηγούμε ευγενικά, πως άλλη όρεξη δεν είχαμε και 'μεις…. Πυκνοί καπνοί στο βάθος, ναι-ναι πλησιάζουμε στην πεμπτουσία της τοποθεσίας. Στοίβες τα ξύλα, ένας λευκοντυμένος τα γυροφέρνει πέντε φορές κρατώντας δαδί με φωτιά, και μετά το φουντώνει. Πάνω στα ξύλα το πτώμα του πατέρα του, ο πρωτότοκος ανάβει τη φωτιά όχι κορίτσια σε τέτοια πράγματα, γι΄ αυτό είναι σημαντικό να έχει ο Ινδουιστής γιο. Για να τον κάψει. Αλλιώς, το αναλαμβάνει ο ανιψιός ή ο ποιο κοντινός συγκενής. Στο τέλος οι στάχτες ρίχνονται στο Γάγγη. Η αλήθεια είναι πως αυτή η εμπειρία της βόλτας στο Γάγγη σε γεμίζει με ηρεμία και αγαλλίαση. Η θέα των φλεγόμενων πτωμάτων δεν είναι κάτι το σοκαριστικό, όπως περίμενα, δεν θα συναντήσετε μοιρολογίστρες να ουρλιάζουν και να χτυπιούνται απαρηγόρητες, όλα γίνονται με την απλότητα μιας ταπεινής και πολύ καλά οργανωμένης, σεμνής τελετής. «Τους νέους τους δένουν από τα πόδια ένα βάρος και τους πετάνε άκαυτους» μας λέει ο Jai και όλη αυτή η κατάνυξη σπάει σαν ιριδίζουσα σαπουνόφουσκα στην σκέψη ότι κάτω από την καρίνα της βάρκας μας ένα δάσος αιωρούμενων πτωμάτων, γίνεται τροφή για τα ψάρια.
Δεν έχεις πάει Varanassi αν δεν χαθείς στα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης, σε ένα δαιδαλώδες αστικό σχεδιασμό που δίνει στον όρο «σχεδιασμό» ένα τελείως καινούριο και πολύ πιο αφηρημένο νόημα. Προχωράς ανάμεσα στο κόσμο στριμώχνεσαι, αφού με το ζόρι χωράνε δυο άνθρωποι πλάι-πλάι, στρίβεις και ξαναστρίβεις και εκεί που ξαναματαστρίβεις σκάει και καμιά αγελάδα που τρέχει κατά πάνω σου και εκεί νοιώθεις όπως ο pacman όταν βλέπει το φάντασμα, κάνεις μεταβολή και ψάχνεις να βρεις κανένα πλάτωμα για να μην περάσουν από πάνω σου τα 500 ιερά κιλά, πλάτωμα δε βρίσκεις, μπαίνεις σε όποιο μαγαζί βρεθεί δίπλα σου, και ενώ ακόμα ακούς την καρδιά σου να χτυπάει, σε υποδέχεται ένα «Χελό Σιρ, βέλκομ, χαβ α λουκ, βέέέεεεερι τσιπ πράις φορ γιου» (μετάφραση: Geia sas kyrie, Kalws hr8ate ri3te mia matia, pολyyyyyyyyy ftives times gia sas). Έχε χάρη που σου χρωστάω τη ζωή μου σκέφτεσαι, 6 γελάδια να βρεθούν στο δρόμο σου, έχεις γεμίσει σουβενιράκια, αναπτήρες, μπιχλιμπίδια, παντελόνες και πουκαμίσες. Ο περίπατος καταλήγει στο Χρυσό Ναό (Golden Temple που λέμε και στο χωριό μου), ιερός, παλιός με χρυσό τρούλο. Δρακόντεια τα μέτρα ασφαλείας για να πλησιάσεις εκεί αφού έχει γίνει επανειλημμένως στόχος βομβιστικών επιθέσεων από μουσουλμάνους με χειρότερο περιστατικό το 1992 όπου κάτι χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους.
Αφού ούτε ο Γάγγης μας κατάπιε, ούτε τα γελάδια τα ιερά μας ποδοπάτησαν, ούτε οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες μας εξόντωσαν είπαμε να δοκιμάσουμε κάτι στα αλήθεια τολμηρό! Μετά από σύντομο διάλειμμα στο ξενοδοχείο για πρωινό, αποχαιρετήσαμε τον Jai, πήραμε τον Ajeet, επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο και κατά τις 09:30 ξεκινήσαμε για να καλύψουμε τις 12 ώρες οδήγηση μέχρι το Shivpatinagar, όπου και θα περνάγαμε την τελευταία μας νύχτα στην Ινδία. Το πρώτο μισάωρο ήταν εφιαλτικό! Φορτηγά έρχονταν κατά πάνω μας, μηχανάκια έρχονταν κατά κάτω μας, ποδηλάτες κατά πλάι μας… στην αρχή ουρλιάζαμε όλοι μαζί, αλλά μετά το κόψαμε γιατί κάθε φορά που φωνάζαμε ο οδηγός γύρναγε πίσω και μας γελούσε και δεν κοίταγε το δρόμο κι έτσι αποφασίσαμε να υποφέρουμε βουβά… και μετά το μισάωρο, έτσι ήταν αλλά τουλάχιστον το είχαμε πάρει απόφαση. Δεξιά και αριστερά του δρόμου παράγκες σχεδόν σε όλο το μήκος της διαδρομής και ορυζώνες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Κανένα ανάγλυφο στο τοπίο, λίγα δέντρα εδώ και κει. Όσο απομακρυνόμασταν από το Varanassi οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο σκληρές. Οικισμοί με καλύβες από λάσπη, άχυρα ή παράγκες από σανίδες, χωμάτινους δρόμους και νωχελικούς, ξυπόλυτους ανθρώπους να μοιράζονται τις λιγοστές σκιές, και να περνάν τις μέρες τους σε βαθύ κάθισμα κοιτώντας με το βλέμμα του αγριμιού, ένα βλέμμα που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Τα παιδιά χαιρετάγανε το λεωφορείο και πλατσούριζαν παρέα με τα γουρούνια σε όποιο νερόλακκο έβρισκαν γύρω από τις χειροκίνητες αντλίες του χωριού. Τι κάνουν αυτοί εδώ, με τι ασχολούνται? Α είναι γεωργοί. Τους έχουν παραχωρήσει εκτάσεις οι ιδιώτες και ζουν αυτοί και οι οικογένειές τους και καλλιεργούν τη γη και τρέφονται… Κάτι δε πάει καλά… τα καθησυχαστικά λόγια σε συνδυασμό με την σκληρή πραγματικότητα που αντικρίζαμε ήταν σα να βάζεις το video clip του “Enter Sadman” με μουσική υπόκρουση την Λίμνη των Κύκνων. Κάτι τρέχει στην Uttar Pradesh… λέω στο yannisK και στον Ν. Φέρε κανένα λαχανικό γιατί το ταξίδι θα είναι μακρύ και δύσκολο, μου απαντήσανε αυτοί.

Οι Αρουραιοφάγοι​
Δουλεύουν για να μην τους σκοτώσουν. Ανήκουν στους φεουδάρχες τους. Είναι λογικό να τους χτυπάνε και πιθανόν να τους ξεκληρίζουν όταν δείξουν σημάδια ανυπακοής. Δεν είναι γραμμένοι σε κανένα μητρώο, άρα κανένας δεν τιμωρείται αν τους σκοτώσει, τους ανύπαρκτους, τους untouchables, την κατώτερη κάστα των Musahar που στην κυριολεξία σημαίνει… αρουραιοφάγοι. Ξετρυπώνουν αρουραίους, τους ψήνουν λίγο στη φωτιά και τρέφονται. Αφοδεύουν, τρέφονται, αναπαράγονται με κτηνώδικη απλότητα σε κοινή θέα, και κοιτούν με ζωώδες βλέμμα τη λεωφόρο που ενώνει το άγνωστο με το άγνωστο. Το βάρος της χαμηλής κάστας το κληροδοτούν και στα παιδιά τους. Και ποτέ, μα ποτέ δεν μπορεί να αλλάξει η κάστα. Κανένας από αυτούς που έχουν τη δύναμη δε θέλει καμία αλλαγή, κανένας δε θέλει να ζήσει άλλη μια μέρα σε αυτή την κατάσταση από αυτούς που δεν έχουν τη δύναμη. Ανέλπιδες ζωές, άραγε περιμένουν μια καλή μετενσάρκωση, έχουν θρησκεία, πιστεύουν σε κάτι? Μόνο με επανάσταση και πλήρη ανατροπή ενός καλοστημένου καθεστώτος που στηρίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα, από το κράτος και από την θρησκεία (λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή?). Τα επεισόδια με Μαοϊστές διαρκώς αυξάνουν στην περιοχή και οι αρουραιοφάγοι θα πολεμούσαν την ίδια τους τη χώρα χωρίς αύριο (όπως και έμαθαν να ζουν άλλωστε) αν κάποιος καλοθελητής τους εξόπλιζε… Ένα καζάνι που βράζει η Uttar Pradesh…. Φτου, πάλι κοιμάμαι και βλέπω χαζομάρες στα όνειρά μου….

Το magic-bus συνέχιζε να τρώει ανορεξικά τα χιλιόμετρα και μετά από εφτά ώρες συνεχούς οδήγησης κάναμε μια στάση για φαγητό στην Gorakhpur η οποία μας έδωσε την αίσθηση μια σύγχρονης πόλης μάλλον λόγω του κοντράστ με τα προηγούμενα, και στη συνέχεια πήραμε το δρόμο για Kushinagar. Ο Βούδας απέκτησε φήμη, δόξα και δύναμη. Ο λόγος του επιδραστικός και η ζωή του γεμάτη τιμή με πολλούς πιστούς να τον ακολουθούν κατά πόδας. Τα χρόνια πέρασαν, ο Βούδας γέρασε και όταν ένοιωσε το τέλος του να έρχεται πήρε το δρόμο προς τη γενέτειρά του το Lumbini στο Νεπάλ. Στο δρόμο, όμως κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα για την Νιρβάνα του, μάζεψε τους πιστούς μαθητές του τους αποχαιρέτησε και κοιμήθηκε για πάντα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, εκεί στο Kushinagar. Μια ακόμη από τις 4 ιερές τοποθεσίες του Βουδισμού μας υποδέχτηκε. Το τεράστιο άγαλμα του «ξαπλωμένου Βούδα» στο Ναό και βόλτες στον ήρεμο και καταπράσινο περίβολο, μια στάση για τσάι σε ένα ο Θεός να τα κάνει καφέ (το Tokyo cafe) γέμισαν δυο ώρες στην μικρή πόλη του Ινδικού Βορρά. Άλλες έξι ώρες οδήγηση με πορεία βόρεια και θα μας οδηγούσε στο Shivpatinagar την περιοχή όπου βρίσκεται το Royal Retreat Hotel όπου θα ξεκουράσουμε τα ταλαιπωρημένα μας σαρκία και πάλι για μόνο λίγες ώρες. Η νύχτα πέφτει, ο δρόμος στενεύει, η ερημιά γίνεται αποπνικτική και η κούραση αισθητή. Μέχρι τον ορίζοντα καίνε φωτιές, αυτή η εικόνα μας συνοδεύει μέχρι το ξενοδοχείο.
Το Royal Retreat Hotel είναι ένα ξενοδοχείο εμπειρία για όποιον βρεθεί στην πορεία προς Νεπάλ… Πρόκειται για τέως εξοχική κατοικία μαχαραγιά και μετά από μια μέρα διαρκούς επαφής με την εξαθλίωση των ανθρώπων της επαρχίας, η αντίθεση είναι τρομαχτική. Φτιαγμένο στο πουθενά, χωρίς καμία πόλη ή χωριό εκεί κοντά, μέσα στο δάσος, μοιάζει με στοιχειωμένο καθώς προβάλει φωτισμένο. Πολυτελέστατο, τα ταβάνια πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε μέτρα ύψος και το κάθε δωμάτιο διαφορετικό με ξεχωριστή επίπλωση και σε μέγεθος μικρού διαμερίσματος. Οι τοίχοι διακοσμημένοι με δέρματα από ατυχείς τίγρης που συναντήθηκαν με το Μαχαραγιά ο οποίος ήταν δεινός κυνηγός. Και επιπλέον, οι μόνοι επισκέπτες εκεί που η Ινδική γη και η Δυτική λογική φτάνουν στην άκρη τους ήμαστε εμείς και κανένας άλλος. Μπουφέ πλούσιο και οι αχθοφόροι και οι σερβιτόροι είναι περισσότεροι από μας… Τρώμε, πίνουμε και βγαίνουμε στο κήπο για τσιγάρο, μπύρα και κουβέντα. Η βραδινή δροσιά, το διάστικτο ουράνιο ντεκόρ και οι μακρινοί ήχοι από το δάσος που μας περιβάλει μας συνόδεψαν μέχρι που τα χασμουρητά επικράτησαν της συζήτησης οπότε και διαλυθήκαμε ησύχως στα πολυτελή μας διαμερίσματα.


Δευτέρα, 20 Απριλίου, Chitwan N.P.

Σα να ζούμε την «Μέρα της Μαρμότας» το εγερτήριο και πάλι στις 04:00. Είχαμε 7 ώρες δρόμο να καλύψουμε μέχρι τον σημερινό μας προορισμό, το Εθνικό Πάρκο των 1000 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων της Ζούγκλας Chitwan και φυσικά αλλαγή συνόρων. Κατά της 05:00 το λεωφορείο ξεκινούσε για να διανύσει τα τελευταία χιλιόμετρα στο Ινδικό έδαφος. Ο δρόμος όλο και πιο στενός, τα χωμάτινα κομμάτια εναλλάσσονταν με τα ασφαλτοστρωμένα και οι εικόνες από το παράθυρο γι άλλη μια φορά τόσο μακρινές από τη λογική ενός δυτικού παρατηρητή. Τα χωριά άρχιζαν να ξυπνάνε, όλοι με ένα κλαδάκι στο στόμα φρόντιζαν την στοματική τους υγιεινή, ουρές στη βρύση του χωριού και τουαλέτα στην ύπαιθρο. Ενθουσιασμός από τα παιδάκια που όταν μας έβλεπαν έτρεχαν κουνώντας τα χέρια τους γνέφοντας ένα καλώς ήρθατε και αντίο. Τρεις ώρες μέχρι τη Sunauli το συνοριακό χωριό, το τελευταίο πριν περάσεις Νεπάλ. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, φορτώσαμε τα μπαγκάζια στα Rickshaw, αποχαιρετήσαμε τον οδηγό και εγώ με τον Ajeet και με όλα τα διαβατήρια προχωρήσαμε προς το Ινδικό immigration office. Υπαίθριο και αυτό, τέσσερα-πέντε τραπέζια ταβέρνας ενωμένα και πάνω τους σωροί τα χαρτιά, οι σφραγίδες και τα στυλό. Θέλουνε το «κάτιτιστους» και αυτοί μου εξηγεί ο Ajeet, 100 Rupees φτάνουν, αστείο το ποσό των 1,5 ευρώ για δέκα άτομα, κάνε τα κουμάντα σου Ajeet! Σκόνη, ζέστη και βαβούρα, κόσμος πάει και έρχεται σχετικά σύντομες οι διαδικασίες μας σφραγίζουν τα διαβατήρια και προχωράμε προς το Νεπάλ. Άλλο immigration εκεί 25 δολάρια η multiple entry visa για 15 μέρες και ένα μικρό μπαχτσίσι στον υπάλληλο που όμως είναι αρκετό και πάλι για να απλουστεύσει και να συντομεύσει τις διαδικασίες. Καμία ιδιαίτερη αλλαγή στο τοπίο αλλά είμαστε ακόμα σύνορα. Ο Ajeet μιλάει τηλεφωνικά με τον επόμενο συνοδό μας τον Prachanda τον γνωστό, αυτόν που κατά τη διάρκεια του έτους σχεδιάζοντας και κανονίζοντας έχουμε γίνει φιλαράκια, και μας αποχαιρετά ευχόμενος καλή συνέχεια στο ταξίδι μας.
Ανυπομονούμε, Prachanda ακούμε και Prachanda δε βλέπουμε μου λένε όλοι, το καλό αργεί λέω με νόημα στα κοριτσόπουλα, τέτοιες βλακείες κάναμε και πέρναγε η ώρα, ώσπού να σου και ο αρχηγός! Trendy Νεπαλεζάκι, συμπαθέστατη φιγούρα, μόλις 24 χρονών, καθώς κατακάθεται ένα θαυμαστικό μμμμμωωωωμμμμ! από τη γυναικεία χορωδία μας, χαιρετιόμαστε σαν παλιοί γνωστοί που έχουν να τα πουν από καιρό. 09:00 η ώρα και είμαστε μέσα στο βανάκι, έχουμε μπροστά μας ένα τετράωρο δρόμο. Δε θέλουμε να χάσουμε ούτε λεπτό και σκοπός μας είναι να είμαστε στο πάρκο όσο το δυνατόν πιο νωρίς για να ακολουθήσουμε το απογευματινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων. Χρειάζονται μόλις 10-15 λεπτά οδήγηση για να αλλάξει τελείως το τοπίο. Πρώτη φορά μετά από τέσσερις μέρες ένας ορεινός όγκος αχνοφαίνεται μέσα στην πρωινή ομίχλη. Οι απέραντες αποψιλωμένες εκτάσεις της Ινδίας γίνονται ένα φιλόξενο δάσος και καθώς ο δρόμος ανηφορίζει, η αποπνικτική ζέστη, γίνεται μη αποπνικτική (ζέστη). Οι δρόμοι πιο φαρδιοί (εντάξει, όχι και λεωφόρος), και δεξιά-αριστερά ούτε ένα καλυβοχώρι. Όλα μαρτυρούν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με αυτό της Ινδίας και -αν και δε μιλάμε για πλούτο- με λιγότερες κοινωνικές διαφορές. Σταματάμε και για ένα τσάι σε μια παράγκα- καφενέ- εστιατόριο με υπέροχη θέα, εμείς πίνουμε τσάι πιο δίπλα σφάζουν έναν κόκορα πάλι κάνουμε μεγάλη εντύπωση στα παιδάκια που παίζουν κρυφτό με τις φωτογραφικές μας μηχανές.
Κοντεύει 13:00 και το βανάκι έχει βγει από τον κεντρικό δρόμο και ταλαιπωρείται στο χωματόδρομο των τελευταίων 8 χιλιομέτρων μέχρι το πάρκο. Είχαμε ζητήσει από το γραφείο να κλείσουμε στο Island Jungle Resort (www.islandjungleresort.com.np) ένα από τα πολύ καλά lodge στο πάρκο, το οποίο βρίσκεται μέσα στη ζούγκλα, πάνω στο νησί που σχηματίζεται από τον ποταμό Narayani. Αφού περάσαμε από τα χωριά των ιθαγενών Tharu, φτάσαμε στις όχθες του ποταμού. Τα πράγματα σε μια βάρκα, εμείς σε άλλη βάρκα, πατάμε στο νησί, περπατάμε και ένα δεκάλεπτο-τέταρτο μέσα σε πυκνή βλάστηση και κάτω από πανύψηλα δέντρα μαγεμένοι από την ομορφιά και τους ήχους της ζούγκλας και φτάνουμε στο lodge. Ενημερωνόμαστε στην καλύβα-reception για τις δραστηριότητες που θα ακολουθήσουν και πηγαίνουμε στις καλύβες-δωμάτια για να ταχτοποιηθούμε, για λίγο μόνο γιατί όπου να ναι έρχονται οι ελέφαντες στο ποτάμι και θα πάμε να τους κάνουμε το μπάνιο τους! Τα συμπαθέστατα θηλάστηκα μας περιμένουν μέσα στο ποτάμι, κολυμπάμε και σκαρφαλώνουμε στη ράχη τους, όλο χαρά αυτοί μας καταβρέχουν με τις προβοσκίδες τους, παίζει και λίγο rodeo στη φάση, τελικά μάλλον οι ελέφαντες έκαναν μπάνιο εμάς παρά εμείς τους ελέφαντες. Γρήγορα ντουζάκι τώρα μας φωνάζει ο Prachanda γιατί τα το νερό δεν είναι και τελείως γάργαρο, δυο πόλεις πιο πάνω φροντίζουν γι΄ αυτό. Ντουζάκι λοιπόν και μετά τον πλούσιο μπουφέ που συνδύαζε ψάρι, μακαρόνια, σούπα, πατάτες τηγανητές και δε θυμάμαι τι άλλο, ώρα για βόλτα στα μονοπάτια της ζούγκλας. Είδαμε ελάφια, διάφορα πουλιά, πιθηκάκια αλλά ο πρίγκιπας της ζούγκλας, ο «μονόκερος» ασιατικός ρινόκερος δε μας έκανε την τιμή να εμφανιστεί. Φυσικά για τη βασίλισσα Τίγρη της Βεγγάλης ούτε λόγος, είχε φροντίσει ο Μαχαραγιάς και ο όμοιοί του το περήφανο αρπακτικό να είναι ένα από τα πλέον απειλούμενα και σπάνια είδη. Μετά από μιάμιση ώρα περπάτημα, καταλήξαμε και πάλι στις όχθες του ποταμού και επιστρέψαμε βαρκάτοι την ώρα που ο ήλιος έδυε, και καθώς η βάρκα γλίστραγε πάνω στα ήρεμα νερά… μας είχε έρθει η ντάγκλα. Όοοοοοχι δεν κοιμηθήκαμε με την επιστροφή, καθίσαμε στην καλύβα-μπαρ απολαύσαμε την μπύρα μας δίπλα στο ποτάμι, και στις 20:00 περίπου μας επισκέφτηκαν οι Tharu για να χορέψουν τους παραδοσιακούς χορούς τους. Καιρός να αλλάξω παράγραφο.
Οι Tharu αποτελούν μια αρχαία φυλή, με καταγωγές από τους Μογγόλους μάλλον, νομαδική για πολλούς αιώνες μέχρι που το έριξαν στη γεωργία και κατέληξαν στην περιοχή αυτή. Γεωργοί, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί και χειροτέχνες με ήθη και έθιμα δικά τους, ξεκληρίστηκαν από επιθέσεις και αρρώστιες με τελευταία την ελονοσία, και τώρα ολιγοπληθείς μα πάντα υπερήφανοι, μας δήλωσαν «σώστε μας γνωρίζοντάς μας και μιλώντας στον κόσμο για μας». Οι χοροί τους εκστατικοί, βασισμένοι στον απόλυτο συγχρονισμό και στο αποκορύφωμα έρχεται κι ένας γραμμωμένος και βουτάει την Α. από κοντά κι εγώ, -μη χάσουμε το κορμί πατριώτη!- μπαίνουν και οι υπόλοιποι επισκέπτες-τουρίστες, με λίγα λόγια καταλήξαμε να χορεύουμε όλοι μαζί στους παγανιστικούς ρυθμούς των τυμπάνων γύρω-γύρω από τους τυμπανιστές. Οι γυναίκες πανέμορφες, χαμογελαστές, γεμάτες χάρη και ερωτισμό, για τα αγόρια να σας πει η Α., γύρω-γύρω όλοι, ζαλιστήκαμε και πεινάσαμε. Νεπαλέζικη κουζίνα για δείπνο, πολύ κοντά στην Ινδική η γεύση της, και μετά είπαμε να πιούμε ένα τσιπουράκι έξω από τα δωμάτιά μας στις όχθες του ποταμού, να δει και ο Prachanda τα Ελληνικά προϊόντα. Βεβαίως κυρίες και κύριοι και μικρά παιδιά, τσιπουράκι, γιατί ο yannisK μπορεί να ξέχασε να πάρει πετσέτα για τα μούτρα του, αλλά ένα λίτρο τσίπουρο το είχε! Λύσαμε, και γνωριστήκαμε καλύτερα και με τον Prachanda, μας μίλησε για την πατρίδα του, τις ελπίδες που είχε στηρίξει ο κόσμος στους Μαοϊστές και την απογοήτευση όταν αυτοί ανέβηκαν στην εξουσία, για την αυξανόμενη εγκληματικότητα, για τη γυναίκα του που στην αρχή δεν την ήθελε η οικογένειά του γιατί του είχε βρει άλλη, αλλά τώρα όλα εντάξει, και για την τετράχρονη κόρη του. Ινδουιστής κι αυτός όπως και το 80% των Νεπαλέζων αλλά Βουδιστής σε νοοτροπία συμπλήρωσε, χωρίς όμως και πολλά θρησκευτικά κολλήματα. Προχώρησε η νύχτα και ο ήχος από το ποτάμι δίπλα μας νανούριζε ακόμα και οι μακρινές κραυγές από τα βάθη της ζούγκλας μας βάραιναν τα μάτια. Μας ξανάρθε η ντάγκλα και αυτή τη φορά κοιμηθήκαμε. Το επόμενο πρωί νωρίς-νωρίς και πάλι, θα καβαλάγαμε τους ελέφαντες σε μια ακόμη τελευταία απόπειρα να δούμε τον ασιατικό ρινόκερο από κοντά…


Τρίτη, 21 Απριλίου, Kathmandu

Χτυπάνε την πόρτα! Συναγερμός! Η συσωρευμένη κούραση έχει αρχίσει να κάνει αυτή την πρωινή συνήθεια του να πετάγεσαι σαν ελατήριο μέσα στα άγρια χαράματα λίγο πιο δύσκολη. Το τσίπουρο το χθεσινό, δε βοηθάει και πολύ στην αφύπνηση. Στολή σαφάρι, βήμα γοργό προς την καλύβα-εστιατόριο, μια γουλιά καφέ και επιβίσαση στην πλάτη των ελεφάντων. Ένας οδηγός και τέσσερις τουρίστες στον κάθε ένα, σύνολο τεσσεράμιση άτομα δηλαδή, και ο έλεφας ούτε που το νοιώθει... ξεκινά την πορεία του μέσα στην πυκνή ζούγκλα. Και άμα βρει κανά δεντράκι στο δρόμο το ισοπεδώνει. Αυτό είναι όχημα! Μόνο που κουνάει λίγο, και τα κλαδιά από τα δέντρα μας σπάνε τα μούτρα, εντάξει υπερβάλω, μας γρατζουνάνε λίγο καθώς περνάμε. Χαμός στο δάσος από κρωξίματα πουλιών, ελάφια μας βλέπουν και το βάζουν στα πόδια, πηθίκια κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας, άλλα ο στόχος είναι ένας. Ο ρινόκερος, που είναι αρκετά σπάνιος ωστε να θεωρήσαι τυχερός αν τον δεις, αλλά όχι και τόσο σπάνιος ώστε να μην θεωρηθείς γκαντέμης που δεν τον είδες. Τους 11, μπήκε και ο Prachanda στην περέα, μας μετεφέρουν τρεις ελέφαντες και χωρίζουμε τους δρόμους μας για να αυξηθούν οι πιθανότητες συνάντησης με τον σταρ του πρωινού. Μπροστά η Α. Και ο Χ. Πίσω εγώ και η Κ. Έχει περάσει κανά μισάωρο και με έχουν ζώσει τα φίδια (όχι-όχι μεταφορικά το λέω!) όσπου ξαφνικά το γλυκήτατο μας παχύδερμο κοκαλώνει. Ο οδηγός βάζει κάτι φωνές σαν άγριο πουλί ειδοποιώντας τους άλλους, και μας γνέφει να δούμε κατά κει... προς το ξέφωτο με το ψηλό χορτάρι... κάτι κουνιέται, κάτι κινείται... Ναι! Γκόοοοοολ! Βόσκει αμέρημνος και ούτε που μπαίνει στο κόπο να μας κοιτάξει. Πλησιάζουμε όλο πιό κοντά , φτάνουμε δίπλα, έρχονται και οι άλλοι δυο ελέφαντες, «πάλι τα ίδια, αμάν κάθε πρωί» σκέφτεται ο ρινόκερος και το βάζει στα πόδια. Από πίσω και μεις (με τον ελέφαντα δηλαδή), βγαίνουμε από το ξέφωτο και ξαναμπαίνουμε στα στενά μονοπάτια της ζούγκλας, και κυνιγιόμαστε μέσα στο πράσινο χάος. Δηλαδή κι αν τον φτάσουμε τι θα καταλάβουμε? Προς τι το κοπάνημα και όλο αυτό το άγχος? Μπορείς να κάνεις κι αλλιώς όμως? Μέχρι που και ο ελέφαντας κουράστηκε και το ξαναγύρισε στο αργό του, το πιο άνετο για όλους μας. Στο πρωινό λίγο αργότερα δεν είχαμε άλλο θέμα συζήτησης, και πόσο ωραίος είναι ο ρινόκερος, και πόσο μεγάλος, και πόσο δυνατός και πόσο γρήφορα τρέχει... Ακολουθεί άλλη μια πεζοπορία μέσα στη ζούγκλα για δυο ώρες περίπου, μπανίζουμε και έναν καϋμάνο να πλατσουρίζει στην ακροποταμιά, πλήρεις εμπειριών και εικόνων τα μαζεύουμε και κατά τη 13:00 έχουμε ξαναπεράσει το ποτάμι στην αντίπερα όχθη και βρισκόμαστε μέσα στο βανάκι μας με πορεία για την πρωτεύουσα Κατμαντού. Άκόμα τέσσερις ωρίτσες μαζί με μια στάση για φαγητό. Άλλη μια διαδρομή με πολλές στιγμές φρίκης και αγωνίας καθώς ανεβαίναμε από τα 200 περίπου μέτρα στα οποία βρίσκεται το πάρκο στα 1400 μέτρα της πρωτεύουσας, από στενούς δρόμους, γεμάτους φορτηγά. Τι προσπεράσεις στα τυφλά, τι κορναρίσματα, κανά δυο νταλίκες βρήκαμε που είχαν ντελαπάρει στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου (δεν ξέρω αν ήμασταν εμείς γουρλίδες ή αν έτσι κυλάει μια συνηθησμένη μέρα εκεί). Αλλά αυτό που ακόμα πιο έντονα δε μπορεί να ξεχάσει κάποιος είναι την καταπληκτική φύση, τις καταπράσινες πλαγές, τα ορμητικά ποτάμια. Δεν είναι τυχαίο που το rafting και τα trekking έχουν βρει πατρίδα και φανατικούς οπαδούς σε αυτή τη μικρή χώρα της Ασίας. Χωριά και διαστρωματωμένες καλιέργειες ρυζιού εναλλάσονταν με βαθιά και στενά φαράγγια που τις όχθες τους ένωναν μονάχα κρεμαστές πεζογέφυρες.
Θα κόντευε 17:00 όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας που βρίσκεται στην τουριστική περιοχή Thamel. Το Marshyangdi Hotel (annex-Α building) είναι ένα μέτριο ξενοδοχείο ούτε βρόμικο, ούτε πολύ καθαρό, ούτε με πολύ μεγάλα δωμάτια, ούτε με πολύ μικρά, αλλά μέσα στο κέντρο της τουριστικής περιοχής του Κατμαντού, πολύ ασφαλές και με πολύ καλή κουζίνα και δυνατό πρωινό, να είναι καλά ο Νεπαλέζος Σεφ που τηγανίζει ομελέτες πρωί-πρωί. Αν το επιλέξετε και θέλετε το δωμάτιο μόνο για έναν ύπνο και ένα μπάνιο και όχι για να περάσετε ώρες χαλάρωσης και ξεκούρασης θα το βρείτε σα μια πολύ «τίμια» budgetεπιλογή. Ακόμα έχει δικιά του γεννήτρια, πολύ σημαντικό αφού για κάποιο λόγο καθημερινά οι διακοπές ρεύματος ήταν πολύωρες στην πόλη. Α! Δεν έχει ασανσέρ, μόνο σκαλιά. Στη receptionακόμα, πριν ανέβουμε στα δωμάτια, συμπληρώσαμε τις φόρμες για την έκδοση της άδειας είσόδου στο Θιβέτ και παραδώσαμε τα διαβατήριά μας στον Prachandaο οποίος την επόμενη μέρα θα τα έβαζε από το πρωί με το τέρας της Κινέζικης γραφειοκρατίας προκειμένου να μας εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχεια της πορείας μας προς τη Λάσα. Σίγουροι για τις άδειες θα ήμασταν το απόγευμα της αυριανής. Κανονίσαμε ώρα συνάντησης με τον ξεναγό μας, επιτέλους όχι στις 05:00 αλλά τη λογικότατη ώρα των 09:30, στον κήπο του ξενοδοχείου, και το δυαλίσαμε. Ρεκτιφιέ ολίγων λεπτών στα δωμάτια και ώρα για εξερεύνηση. Οι γυναίκες το δήλωσαν «πάμε για ψώνια, όποιος βαριέται τη βόλτα του» και έτσι ο Γ. ο yannisKο Ν. ο Χ. και εγώ πήραμε τους δρόμους ασυνόδευτοι. Η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε η Thamelείναι αυτή ενός Ασιατικού Amsterdam. Μπαράκια, εστιατόρια, μαγαζιά, πινακίδες από νέον και πλήθος τουριστών, ενώ Νεπαλέζους βλέπεις μόνο ώς υπαλλήλους ή μαγαζάτορες. Με ξένησε λίγο και η αλήθεια είναι ότι περίμενα το Κατμαντού λίγο... πιο «πρωτόγονο» και πιο αυθεντικό άλλα αυτή είναι μόνο η πρώτη εντύπωση και μην ξεχνάτε βρισκόμαστε και στο «Μοναστηράκι» της πόλης. Και πάλι μικροπωλητές μας κυνηγάνε για να αγοράσουμε μαχαίρια, κοσμήματα και μαύρο αν και πρέπει να πω πως είναι πολύ λιγότερο πιεστικοί από τους Ινδούς συναδέλφους τους. Κατά τις 20:00 κλείνουν τα μαγαζιά, συναντιώμαστε με τη θηλική συμμορία και πάμε σε ένα από τα πολλά liveάδικα σε κάποια από τα bar-ταράτσες. Κόσμος πολύς από όλο το κόσμο, προφανώς το Νεπάλ είναι μια χώρα που έχει καταλάβει το τουριστικό παιχνίδι πολύ καλύτερα από τους γείτονές του. Η μπάντα βαράει δυνατά και εμείς εν μέσω μελωδιών Red Hot Chilli Peppers, Radiohead και PinkFloydα πολαμβάνουμε έναν ναργιλέ συζητώντας και ανακεφαλαιόνοντας το μέχρι τώρα ταξίδι μας, τις στιγμές μας και τα εφτράπελα. Δεν κρατάει για πολύ η νυχτερινή ζωή στην Κατμαντού, κατά τις 23:00 κλείνουν όλα και ο μονόδρομος οδηγεί προς το ξενοδοχείο. Επιτέλους ένα γεμάτο οκτάωρο ξεκούρασης μας περιμένει μετά από πέντε μέρες με εξουθενωτικές διαδρομές και τετράωρα ύπνου. Η ανάκτηση δυνάμεων απαραίτητη γιατί όπως όλοι ξέρουμε τα δύσκολα έρχονται.... μαζί και τα καλύτερα.

Τετάρτη 22 Απριλίου, Kathmandu

O Krishna, είναι λέκτορας στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων του Πανεπηστημίου του Κατμαντου και γλυκήτατος άνθρωπος. Φτάνει με τον Prachanda στον κήπο του ξενοδοχείου πάνω στην ώρα που έχουμε τελειώσει το περιδρόμιασμα και πίνουμε άλλοι τον καφέ μας και άλλοι το τσαγάκι τους. Ο Prachanda μας τον συστήνει και φεύγει βιαστικά για να περάσει τη μέρα του στην Κινέζικη πρεσβεία η οποία δέχεται μόνο Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή αν δηλαδή πάει κάτι στραβά σήμερα στην έκδοση των αδειών εισόδου στο Θιβέτ όλο το ταξίδι μπαίνει σε περιπέτειες... Μας καθησυχάζει πως όλα θα πάνε καλά και πως το πολύ μέχρι τις 17:00 θα τις έχουμε στα χέρια! Η περιήγηση της πόλης για σήμερα περιλαμβάνει το ναό του πηθίκου (Monkey Temple), επίσκεψη στην Patan Durban Sq. και στην Kathmandu Durban Sq.
Το Νεπάλ, παρά την επικρατούσα άποψη, είναι Ινδουιστική χώρα. Μόλις ένα 10% του πληθυσμού είναι βουδιστές. Αντίθετα με την Ινδία ο ρόλος της κάστας είναι πολύ λιγότερο καθοριστηκός στη ζωή ενός ανθρώπου και στην ουσία είναι ένα καθεστώς υπο εξαφάνιση μας διαβεβαίωσε ο Krishna, οποίος βέβαια ως άνθρωπος του πνεύματος παίζει σε κάστα 1ης εθνικής (χωρίς αυτ'ο να σημαίνει ότι δεν τον πιστεύω). Οι βουδισικές επιρροές είναι πολύ πιο έντονες εδώ από ότι στην Ινδία, και το πρώτο αξιοθεατο της ημέρας τιμά την συγκεκριμένη θρησκεία. Σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο από όπου η θέα προς την πόλη και όλη την κοιλάδα του Κατμαντού είναι ανεμπόδιστη και το μάτι είναι ελεύθερο να διατρέξει τα χιλιόμετρα μέχρι εκεί που οι πρώτοι ορεινοί όγκοι των Ιμαλαίων διαφυλάτουν τα μυστήρια των αχανών εκτάσεων προς το Θιβέτ. Ο ναός μεγαλόπρεπος από μόνος του! Swayambhunath temple το επίσημο όνομα, αλλά κάτι ο γλωσοδέτης, κάτι οι πολυάριθμοι πίθηκοι στην περιοχή, αν πάρετε ταξί και πείτε στο monkey temple, θα βρείτε την άκρη. 365 σκαλιά ανεβάζουν στο λόφο κάθε πρωί τους προσκηνητές και πάνω-πάνω δυο πέτρινα αγάλματα λιονταριών φυλάνε το χώρο. Αν τώρα σας πέφτουν πολλά τα σκαλιά υπάρχει και δρόμος που ανεβαίνει το λόφο, κάτι σα το δικό μας μπούρτζι. Η Stupaείναι από τις μεγαλύτερες στο Νεπάλ. Η σχεδόν ημισφαιρική βάση της Stupa συμβολίζει τη μάνα γη, τη μύτρα και γενικά κάτι φιλόξενο και δεκτικό. Από πάνω δυο μάτια-κομμάτια τον Βούδα παν Θωρόν. Αντί για μύτη υπάρχει ένα σύμβολο που παραπέμπει στον αριθμό «1» όπως αυτός γραφόταν στην Νεπαλέζικη γραφή συμβολίζοντας τον ένα και μοναδικό στόχο της ζωής μας, που είναι να κατακτήσεις την απόλητη πνευματικότητα, και πάνω από τα δυο μάτια και ένα τρίτο. Το τρίτο μάτι. Γέρνοντας πιο πίσω το σβερκί σου και ανεβάζοντας πιο ψηλά το βλέμα σου θα θαυμάσεις μια κωνική πυραμίδα από 13 δίσκους που στενεύουν προς τα πάνω. ΤΑ 13 επίπεδα συνειδητοποίησης του Βούδα. Δε τα θυμάμαι, ούτε ένα, συμπαθάτε με! Γύρω-γύρω από το ναό πολυάριθμοι κύλινδροι που οι πιστοί (και εμείς οι άπιστοι) τους γυρνάνε, πάντα μα πάντα και ποτέ και για κανένα λόγο αλλοιώς με το δεξί χέρι και με τη φορά του ρολογιού, μουρμουρίζοντας το Μάντρα «Ωωωωωμ μάνι πέμε κχομ» καθώς περιδιαβάινουν το ναό πάντα μα πάντα και ποτέ και για κανένα λόγο αλλοιώς, με τη φορά του ρολογιού έτσι ώστε η δεξιά πλευρά του σώματος να είναι πάντα μα πάντα και ποτέ και για κανένα λόγο αλλοιώς προς το ναό. Ατσίδες σας έκανα! Έτοιμοι για μοναστήρι είσαστε με τα παραπάνω! Τα πανταχού παρόντα μαγαζάκια και οι τα παν θωρόντες μαγαζάτορες μας προσφέρουν σε τσουχτερές για τα δεδομένα του Νεπάλ θρησκευτικά σύμβολα (μεταξύ των οποίων και ένα πολύ κιτσάτο μαγνητάκι για το ψυγείο με τα μάτια του Βούδα, βεβαίως και το πήραμε με την Α. δε χάνουμε τέτοιες ευκαιρίες!). Πολύ θέμα για φωτό, και εκείνος ο γέρον που είχε στρίψει με την κυριακάτική εφημερίδα και κάπνιζε σε μια γωνιά, και εκείνοι οι μοναχοί με τα όργανα τα εγχωρδα και τα κρουστά και η πόλη όπως φαινόταν από το Λυκαβητό εεεε μπερδεύτηκα, ήρθε η ώρα να φύγουμε και ο Ν. ο φωτογράφος της παρέας άφαντος! Πέτε δέκα λεπτά και πάλι άφαντος. Πάω να τον ψάξω (πρέπει να πηγαίνω και δεξιόστροφα δε μπορείς να ψάχνεις προς όλες τις κατευθήνσεις) γύρω-γύρω από τη Stupaφάγαμε κανά πεντάλεπτο μέχρι να συναντηθούμε ευτυχώς που ήταν ο μόνος που δεν είχε ακούσει τίποτα από αυτά που έλεγε ο Krishnaκαι πήγαινε ανάποδα το ναο γιατί «έτσι βόλευε να φωτογραφίζει πρόσωπα». Και μετά αναρωτιόταν γιατί είναι όλοι τόσο αγριεμένοι στις φωτογραφίες.... Βούδαμ συγχώραμε!
Τρία βασίλεια άνθησαν στην εύφορη κοιλάδα. Του Patan, του Κατμαντού και του Bhaktapur. Τρεις βασιλιάδες και τρια παλάτια σε τρεις πλατείες που όλες ονομάζονται Durban (Βασιλικές δηλαδή). Πορεία προς το πρώτο. Φτάνουμε και τίποτα δε θυμίζει τη σύγχρονη εποχή (εκτός ίσως από τα κουβάρια τα ρευματοφόρα καλώδια στους στύλους). Δικαίως έχει χαρακτηριστεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από την Unesco, όπως εξάλλου και οι οι άλλες δυο πλατείες. Μεγαλόπρεποι Ινδουιστικοί ναοί που δανείζονται το σχήμα της παγόδας, τα αξιοθέατα πολλά και οι ιστορίες για το μέρος μαρτυρούν ανάγλυφα τις συνήθειες μια άλλης εποχής. Ξεχνιόμαστε στις αυλές των παλατιών και στους γραφικούς πεζόδρομους, με ένα λεφούσι από κοντά που φωνάζει λούκι-λούκι, τσιπι-τσιπι και μετά από κανένα μισάωρο στο λούκι, ανεβένουμε σε μια από τις ταράτσες-καφέ της περιοχής και απολαμβάνουμε ό,τι απολαμβάνουμε (μπύρα, καφέ, τσάι έιναι μεγάλη η παραγγελία που να τη θυμάμαι) και κυρίως την πανωραμική θέα της Patan Durban Square. Μέσα στο λεωφορείο εμείς και όλη η αγορά του Patanαπ΄έξω με προτεταμένα τα χέρια κραδαίνοντας την πραμάτιά τους και με τις τιμές να έχουν πέσει στο 1/10 από αυτές που αρχικά μας ξεστόμισαν ολοκληρώνουν το άλμπουμ της επίσκεψης σε ένα μέρος που μένει στη μνήμη σου λες και υπάρχει μέσα σε μια χρονοφυσαλίδα, προστατευμένο και ενέγγιχτο από τις εποχές που πέρασαν.
Ίδια εικόνα και στην επόμενη πλατεία-μουσείο, την Kathmandu Durban Sq. και περισσότερη μεγαλοπρέπεια. Το παλάτι, οι ναοί, και φυσικά ο ναός της Khumari… τι είναι αυτή η Khumari? Μια ζωντανή Θεα του Ινδουισμού μας απαντά ο Krishna! Τη διαλέγουν σε τρυφερή ηλικία (π.χ. 3ων ετών) βάση μιας μακράς λίστας κριτηρίων που περιλαμβάνει από φυσικά χαρακτηριστικά (λευκό δέρμα, λεπτός λαιμός, αμυγδαλωτά μάτια κ.α.) αστρολογικές συμπτώσεις στην ημερομηνία γέννησής της, από συγκεκριμένη κάστα φυσικά και πολλά άλλα, και πιστέυεται πως είναι η μετεμψύχωση της Θεας. Απαγορεύεται να ματώσει, γι΄αυτό και δεν αφήνει ποτέ τον ναό της παρά μόνο στις μεγάλες γιορτές όπου εμφανίζεται στον υποβασταζόμενο θρόνο της. Το εκλεκτό και κατά τηνν άποψή μου άτυχο κοριτσάκι, μένει κλεισμένο για όλη του την παιδική ηλικία μέσα στο χρυσαφένιο του κλουβί, εκπαιδεύεται από κληρικούς βγαίνει στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα και χαιρετά τον κόσμο, κι όλα αυτά μέχρι να έρθει η εφηβεία και η Φύση να πιστοποιήσει πως αυτή είναι η μόνη Θεά και μόνο οι δική της νόμοι είναι χωρίς εξαίρεση, και μαζί με το εφηβικό αίμα που σηματοδοτεί την αρχή της ενήλικης ζωής του παιδιού, χάνεται και ο τίτλος και τα μεγαλεία. Υπάρχει και ένας μύθος που λέει πως όποιος παντρευτεί τέως Khumariθα πεθάνει νέος, Khούμαρα και Khουραφέξαλα... έχω που έχω μεγάλη αγάπη και σεβασμό για όλες τις θρησκείες, ειδικά αυτόν τον Ινδουισμό μέσα στη καρδιά μου τον έβαλα! Και πάλι, δεν υπάχει καλύτερο μέρος για να απολαύσεις την πλατεία από ένα ταρατσό-εστιατόριο, ειδικά αν το στομάχι έχει μπει στη ρεζέρβα. Και αφού την κάναμε ταράτσα στην ταράτσα, και αφού πληρώσαμε το λογαριασμό, και αφού χαιρετήσαμε τον Krishna και κανά δυο-τρεις από μας που θέλανε επειγόντως ξεκούραση, πήραμε το δρόμο, για την ακρίβεια τα σοκάκια προς αναζήτηση εικόνων που θα μαρτυρούν τη σύγχρονη, μη τουριστική ζωή της πόλης. Οι δρόμοι πολύβουοι, και οι αγορές μέσα στο χρώμα, λαοθάλασσα οι Νεπαλέζες στα ραφτάδικα, εμπορεύματα πάνε κι έρχονται πάνω σε καρότσια, κρέατα στα τσιγκέλια και ψάρια στα κοφίνια, εδώ πουλάει τσάι, εκεί χάρτινα φωτιστικά, αλλόυ μπαχάρια και ρίζες τζίντζερ... Οι τιμές πολύ πιο κάτω από αυτές στην Thamel λίγα μέτρα πιο κει. Το σούρουπο έρχεται και εγώ στις 19:00 έχω ρατνεβού στο ξενοδοχείο με τον Prachandaγια να πάρω στα χέρια μου την πολυπόθητη άδεια για Θιβέτ καθώς και τα αεροπορικά εισητήρια της επιστροφής από τη Λάσα προς το Κατμαντού με την China Air. Τους πετύχαμε σε καλή μέρα τους Κινέζους , τίποτα-τίποτα δε μας σταματά, άλλη μια βραδιά copypasteτης προηγούμενης στην Thamelκαι ψώνια από το supermarket(μπάρες δημητριακών μπισκότα και μια εξάδα νερά καλό είναι να υπάρχουν για όποιον προτίθεται να διασχίσει τις απέραντες ερημιές του Tibetan Plateau) και η ώρα πήγε 23:00, όλα κλείσαν, καληνύχτα!

Πέμπτη 23 Απριλίου, Nargarkot

Χρόνια μου πολλά, να χαίρομαι το όνομά μου! Ευχές, φιλιά και δώρα με περίμεναν πρωί- πρωί όταν συναντήθηκα με την παρέα! Ευχαριστώ πολύ, “Πώς νοιώθεις που γιορτάζεις στο Νεπάλ?” “Πολύ καλύτερα από το να γιόρταζα στην Αθήνα και ελάχιστα καλύτερα από το να μη γιόρταζα στο Νεπάλ”. Και συνεχίζουμε: Οι Ινδουιστικές επιθανάτιες τελετουργίες είναι αξιοθέατο. Ναι, ο Γάγγης και το Varanassi είναι το hot spot των απανταχού Ινδουιστών μελλοθάνατων αλλά και στο Kathmandu υπάρχει το ιερό ποτάμι με τα κρεματόρια σημειώνοντας μεγάλο σουξέ στις επιλογές των προς καύση πεθαμένων. Όχι πείτε μου εσείς, είναι αυτός τρόπος να ξεκινάει η μέρα σου? Ακόμα δεν χωνεψαμε την ομελέτα και τα pancakes, ακόμα δεν έχει φτάσει η καφείνη στα εγκεφαλικά κύταρα και να 'μαστε στις όχθες του ποταμού Bagmati στα Gats του Pashupatinath. Μικρογραφία του μεγαλείου που συναντάς στο Varanassi, και το ποτάμι μικρότερο και πιο βρόμικο από το Γάγγη (και από το Κηφισό μικρότερο και πιο βρόμικο είναι εδώ που τα λέμε), από την άλλη σου δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσεις από πολύ πιο κοντά τα τεκτενώμενα τελετουργικά. Τώρα αυτό αν είναι καλό ή κακό... τα συμπεράσματα δικά σας. Δεσπόζει ο ναός της Shiva (της Θεάς της καταστροφής να σας θυμίσω, και μην το ξεχάσετε τουλάχιστον μέχρι το τέλος αυτής της μέρας), ενημερωνόμαστε για τα τελετουργικά σύμφωνα με τα οποία το πτώμα τοποθετείται στις όχθες με τα πόδια μέσα στο νερό, οι Ιερείς κάνουν τα δικά τους, και στη συνέχεια μεταφέρεται λίγο πιο κει, στιβάζονται τα ξύλα, ο πρωτότοκος γυροφέρνει πέντε φορές και το φουντώνει, δυό τρεις ώρες χρειάζονται για να γίνουν όλα στάχτη και μετά λίγη από τη στάχτη την κρατάν οι συγγενείς και την υπόλλοιπη ή τη ρίχνουν στο ποτάμι, ή αν έχουν λεφτά πάνε στο Varanasi και τη σκορπίζουν στο Γάγγη. Έχει πέσει πολύ δουλειά σήμερα καίνε... πυρετωδώς και περιμένουν κι άλλοι στην ουρά, ανεβένουμε στο λόφο εκεί στην όχθη όπου έχει και παγκάκια για να βλέπεις καλύτερα, να το χαρείς βρε παιδί μου, κερνάει ο Χ. και έναν πίθηκο μια φέτα καρπούζι για να φύγει από το παγκάκι να κάτσει αυτός, ο πήθικος παίρνει το καρπούζι και κάνει χάλια όλο το παγκάκι, τουλάχιστον βγήκε ωραία φωτογραφία. Από κάτω, ετοιμάζουν ένα φρέσκο πτώμα, χάρμα των αισθήσεων...
Σειρά προς επίσκεψη έχει το τρίτο Βασίλειο της κυλάδας Κατμαντού. Η Bhaktapur, Durban Sq., σαράντα λεπτά με μια ώρα από το Kathmandu, θα σας κλέψει την καρδιά αν βρεθείτε εκεί! Είπαμε πόσο γραφικές και πόσο μακρινού χρόνου μοιάζουν οι άλλες δυο πλατείες, αλλά η Bhaktapur είναι μια ολόκληρη πόλη. Πολύ πιο ήσυχη και με τον μεγαλύτερο ναο-παγώδα στο Νεπάλ να δεσπόζει στο κέντρο της. Πιο πλούσια από τις δυο αδερφές της λόγω του ότι αποτελούσε το σημείο συνάντησης των εμπόρων από το Θιβέτ, από το Νεπάλ και από την Ινδία, ανέπτυξε δύναμη και έχει μείνει ξακουστή για τις μεγαλειώδεις θρησκευτικές γιορτές. Ακόμα και τώρα, μεγάλες εορτές συνοδεύουν την έλευση του νέου έτους (κατά τους Ινδουιστές στις 15 Απριλίου) και μαζικές ζωωθυσίες λαμβάνουν χώρα. Μα καλά ρε Krishna, εσείς που πιστεύετε στην μετενσάρκωση τα σφάζετε τα καημένα τα ζωάκια? Ρωτάμε το ξεναγό. Πιστεύεται κατά τον Ινδουισμό, μας απαντά, πως ελευθερώνουμε την ψυχή τους από το κακό κάρμα της προηγούμενης ζωής. Μας πάει στις αυλές ενός ναού και μας δείχνει με κάθε λεπτομέρεια πως θανατώνονται το άτυχα ζώα και μια γραμμή με υπολήματα αίματος που έχει διαποτίσει το καλντερίμι από τα νεκτρά ζώα που τα σέρνουν μετά την τελετή. Την Α. την κρατάω με βάλιουμ για να μην ορμήξει και εφαρμόσει τις πρόσφατες γνώσεις στο λαιμάκι του Krishna, όσπου και αυτός μας δηλώνει πως είναι κάθετα αντίθετος σε τέτοιες πρακτικές και οι σχέσεις Α. και Krishna αποκατασταθήκανε και με το παραπάνω. Πολύ Taradino μας βγήκε σήμερα το επισόδειο, να πάμε σε κάτι που δε μας χαλάει ποτέ, τα κοριτσάκια στα μαγαζιά, τα αγοράκια βόλτες εδώ κι εκεί, χαθήκαμε μέσα σε 10 δευτερόλεπτα. Ανέβηκα τα σκαλιά του ναού-παγώδα με τα αγάλματα δεξιά αριστερά της σκάλας να φυλάνε την είσοδο, και άραξα για λίγο χαζεύοντας τους ρυθμούς της ζωής να κυλάνε στην πλατεία. Χάθηκα στα στενά δρομάκια της όμορφης πόλης λίγο πιο μακριά από το κέντρο της, και πριν το καταλάβω είχε έρθει η ώρα να ξανασυναντηθούμε για το μεσημεριανό μας φαγητό, εκεί και πάλι υπό τη σκιά του μεγαλόπρεπου ναού, σε μια παγώδα εστιατόριο. Τα τηγανητά noodle λαχανικών εκπληκτικά, ήρθε και ο Prachanda, αποχεραιτήσαμε τον Krishna τον συμπαθέστατο λέκτορα, και ανεβήκαμε και πάλι στο vanάκι αφήσαμε πίσω μας την όμορφη κοιλάδα και το κόψαμε για τα βουνά.
Από τα 1400 μέτρα θα ανεβαίναμε στα 2700, στο Nagarkot, πρώτον για να υποψιάσουμε τον οργανισμό μας λίγο για αυτά που τον περιμένανε τις επόμενες μέρες και 2ον γιατί είχα τις πληροφορίες μου πως είναι ένα ήρεμο και γραφικό ορεινό θέρετρο, πολύ δημοφιλές στους Νεπαλέζους που θέλουν ένα ρομαντικό ή ήσυχο weekend μακριά από την πολύβουη πρωτεύουσα. Αδιαμφησβήτητο αξιοθέατο του δασικού χωριού, η θέα προς τα Ιμαλάια είδικά όταν ο πρωινός ήλιος ξεπροβάλει από τις άγριες κορυφές τους, πώς τα λέω τέλος πάντων! Άλλη μια ώρα δρόμο από Bhaktapur μέσα σε πανέμορφη φύση και από φιδίσιους δρόμους που μας έφεραν στο View Point hotel. Πολύ όμορφο ξενοδοχείο χτισμένο σε παγόδα style στην κορυφή του χωριού με ανεμπόδιστη θεα προς την οροσειρα, μόνο που είχε καταχνιά και δεν βλέπεμα τίποτα. Να ξεκουραστούμε λίγο λέμε και να πάμε καμιά βόλτα μετά, τελικά που να ησυχάσουν τα ανύσηχα πνεύματα βρεθήκαμε όλοι να βολτάρουμε στο μικρό γραφικό χωριό. Ένας δρόμος όλος κι όλος, αξίζει δε λέω, αλλά πόσο να κάτσεις στο σουλάτσο, βρήκαμε ένα καφέ (cafe τώρα... έτσι έγραφε η ταμπέλα) το mud cafe (ναι mud όχι mad, δηλαδή το καφέ της λάσπης) με κάτι σα πυλό για τοίχους και το δημοφιλέστατο σε όλο το Νεπάλ ελενίτ για οροφή. Στο πάτωμα χώμα και στρωμένες προβειές, μια καμινάδα στη μέση του μικρού χώρου που από κάτω είχε αντί για εστία ένα μεταλλικό κουτί, φίνα πράγματα. Η μέρα είχε πάρει να σουρουπώνει, η Α. και γω ένα τσάι, ήρθαν και οι άλλοι το γυρίσαμε στις μπύρες, είδαν οι ντόποιοι κόσμο να μαζεύεται ήρθαν εκεί γωριστήκαμε, ακούσαμε τις ιστορίες τους, ο μαγαζάτορας έβαζε φοβερή μουσική σε ένα cd player, πολύ lounge και μπιτάκι, άναψε και μια ωραία φωτιά στη μέση του μαγαζιού που αν και μας ντουμάνιασε ζεστανε ευχάριστα το χώρο, κόβεται το ρεύμα σε μια φάση, ξεκρεμάει μια κιθάρα από το τοίχο, η θα παίξει κάποιος λέει ή το κλέινουμε, χωρίς μουσική δεν αντέχω. Τη φορτώνομαι την κιθάρα και αρχίζουμε κάτι Pink Floyd, κάτι Καββαδίες και κάτι Τρύπες, οι Νεπαλέζοι βγάλανε κάτι πουράκια ντόπια για να νοιώσουμε τη Shivapower μας είπαν (της καταστροφής η Shiva, μη λέμε τα ίδια), και συνόδευαν με αυτοσχέδια κρουστά, o Prachanda έφερε Άιλα, ένα αλκοολούχο ποτό που βγαίνει από ρύζι και ανταπέδωσε το κέρασμα τσίπουρου που είχε δεχτεί στη ζούγκλα, το κέφι φούντωσε, χωρεύαν άλλοι, άλλοι βαράγαν ταμπούρλα, άλλοι παλαμάκια, η φωτιά στη μέση της καλύβας πύρωνε, ο Prachanda έλεγε φέρτε μου Έλληνες να γουστάρω! και η νύχτα κύλησε ζάχαρη και για μας, και για όλο το χωριό...

Παρασκευή 24 Απριλίου, Nyalam

Μια φορά κι έναν καιρό, 23 χρόνια πριν σε ένα μικρό νομαδικό χωριό του ανατολικού Θιβέτ που δεν θυμάμαι το όνομά του, 5 μέρες δρόμο από τη Λάσα, εφτά με λεωφορείο, γεννήθηκε ένα μικρό αγόρι που το οναμάσανε Τσι. Ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας και από νωρίς έπιασε δουλειά ως βοσκός των γιακ, αν και οι νύχτες στην ύπαιθρο είναι πολύ τρομακτικές ειδικά για ένα μικρό αγόρι. Έβλεπε τους δυνατούς άντρες του χωριού να φεύγουν για να βρουν αλάτι σε κάποια ξεραμένη λίμνη, ένα επικίνδυνο και δύσκολο ταξίδι που κρατούσε μέχρι και μήνα και τις γυναίκες του χωριού να φροντίζουν τις καθημερινές δουλειές, όπως να μαζέψουν και να αποξηράνουν τα γκάβαλα των Γιάκ ώστε να τα χρησιμοποιήσουν ως καύσιμη ύλη για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν στις σόμπες τους, να μεταφέρουν και να στοιβάξουν τα λιγοστά δεμάτια χόρτα που μπορέσαν να μαζέψουν από το έρημο υψήπεδο, να φροντίσουν τις καλλιέργειες μπάλι, και γενικά όλα αυτά που πολύ φυσιολογικά κάνουν οι γυναίκες σε αυτό το μικρό νομαδικό χωριό του Θιβέτ που δεν θυμάμαι το όνομά του. Τους χειμώνες μεταφέρονταν στα χειμαδιά, τα καλοκαίρια σε μεγαλύτερα υψόμετρα, πάντα πάνω από τα 4000 μέτρα. Όταν έγινε 10 χρονών ο Τσι, η οικογένειά του αποφάσισε να επισκεφτούν τη Λάσα ως προσκηνητές. Στο δρόμο όμως η μαμά του Τσι αρρώστησε βαριά και όταν έφτασαν στη Λάσα μπήκε στο νοσοκομείο για τρία ολόκληρα χρόνια. Ακόμα και μετά, χρειαζόταν συνεχή ιατρική παρακολούθηση και έτσι αναπάντεχα η οικογένεια δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγυρίσει στο μικρό νομαδικό χωριό του Θιβέτ που δεν θυμάμαι το όνομά του.
Μια πραγματικά μαγευτική ανατολή στο Nagarkot μας χάρισε τη θέα της μυθικής οροσειράς. Τέσσερις ώρες από εκεί και με πολύ δύσκολο δρόμο ο οποίος συγχνά πυκνά είναι κατεστραμένος λόγω κατολησθήσεων, αλλά μέσα σε τοπία που κόβουν την ανάσα καθώς τα ποτάμια και οι πρώτοι κάθετοι ορεινοί όγκοι των Ιμαλαίων συναγωνίζονται για το ποιό θα μαγνητίσει το βλέμμα σου περισσότερη ώρα, βρίσκεται το Kodari η τελευταία πόλη του Νεπάλ. Περπατήσαμε την friendship bridge που ενώνει, ή χωρίζει όπως το πάρει κανείς, το Νεπάλ με το Θιβέτ. Σχολαστικός έλεγχος από τους Κινέζους κατακτητές του πάλαι ποτέ ανεξάρτητου Θιβέτ, μας είδαν καλά-καλά, μας πέρασαν από ανιχνευτές μετάλλων και μας μέτρησαν και τη θερμοκρασία. Κοίταξαν τα διαβατήρια και μετά τη φάτσα μας ξανά και ξανά και τελικά η πόρτα του immigration αυτή προς την Θιβετιανή πλευρά άνοιξε και με ένα βήμα, χοπ βρεθήκαμε απέναντι 12:00 η ώρα Νεπάλ, 15:00 η Κινέζικη. Ο αποχαιρετισμός με τον Prachanda δύσκολος, δεν παραλέιψαμε να δώσουμε όρκους αιώνιας διατήρησης της επικοινωνίας μέσω mail και να τον καλέσουμε στην Ελλάδα, λίγο πιο κει μας περίμενε ο Τσι. Στα χέρια του κρατούσε 10 μαντήλια τα οποία και μας πέρασε στο λαιμό ευχόμενος με αυτόν τον Θιβετιανό τρόπο το καλώς ήρθατε και ο Βούδας μαζί σας. Από δω και πέρα θα συνεχίζαμε με τρία Land Cruiser αφού ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής είναι off-road. Πρέπει να περπατήσουμε λίγο μας εξηγεί ο νέος μας συνοδός, το λίγο το δικό του εμάς μας έκανε χώμα! Φτάσαμε στα 4Χ4, φορτώσαμε και φορτωθήκαμε, συστηθήκαμε, ο Τσι το μίλαγε το αγγλικό, ο οδηγός μας ο Κασάν ένα χαλό κι ένα γκουντμπάι, ο Τσίλι και ο Λάμα οι άλλοι δυο οδηγοι μόνο χαλό. Πρώτη στάση όταν μπαίνεις Θιβέτ από Νεπάλ, αναγκαστική αφού και εκεί γίνεται κάποιος έλεγχος στα διαβατήρια και στις άδειες, είναι η Zhangmu δέκα λεπτά από τα σύνορα. Καθίσαμε να φάμε σε ένα εστιατόριο που αν και δεν σου γέμιζε το μάτι είχε καταπληκτικές γεύσεις Κινέζικες και Θιβετιανές. Ο Τσι ο μικροκαμομένος και γελαστός Θιβετιανός συνοδός μας ζήτησε όλα τα διαβατήρια και την ώρα που εμείς τρώγαμε μια επιλογή από noodle, γλυκόξινα κοτόπουλα και τηγανητά γιάκ, αυτός ανέλαβε όλες τις σχετικές διαδικασίες. Η ώρα είχε πάει 17:00 όταν επέστρεψε για να μας ανακοινώσει πως λόγω έργων στο οδικό δύκτιο θα έπρεπε να φύγουμε σε κανά δύωρο. Η διαδρομή από τα 2900 μέτρα της Zhagmu ώς τα 3750 της Nyalam που θα ήταν η πρώτη διανυκτέρευσή μας είναι καταπληκτική έχω διαβάσει, μέσα στο πράσινο, με καταράχτες να τρέχουν από τις πλαγιές και βαθειά ανθρωποφάγα φαράγγια που ξεκινάνε από εκεί που ο δρόμος φτάνει στη άκρη του. Αυτό το 19:00 ελπίζω να μας αφήσει λίγο μέρα, αφενός για να απολαύσουμε το τοπίο, αφετέρου γιατί δεν νοιώθω πολύ άνετα να σκαρφαλώνουμε στα κορφοβούνια με τις χαράδρες από δίπλα μέσα στο πισοσκόταδο... Nyalam, μας λέει πάντα γελώντας, σημαίνει: Πύλη στην Κόλαση. Κάνουμε βόλτες στην μάλλον αδιάφορη πόλη που είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες των ορεινών όγκων που υψώνονται απότομα σαν τείχος γύρω μας, και κυριαρχείται από στρατό και αστυνομία, και αφού η ώρα πάει 19:00 ξεκινάμε. Δεν αργούμε να βγούμε από την πόλη, ούτε πέντε λεπτά, αρχίζει ο χωματόδρομος, στενός και κακοτράχαλος και από κάτω, κάθετα τελείως, ένα όρθιο χιλιόμετρο χάους. Ονειρεύομαι τις ανοιχτές εκτάσεις που βρίσκονται μπροστά μας, τους έρημους δρόμους και τη μαγεία της μοναχικότητας που όπως και να το κάνουμε έτσι το έχεις το Θιβέτ στο μυαλό σου... μέχρι που σταματάμε πάλι, γιατί μπροστά μας έχει... μποτιλιάρισμα!!?? Κατεβαίνει ο οδηγός, κατεβαίνει και ο Τσι έρχονται κι άλλα αυτοκίνητα από πίσω, πάνε να προσπεράσουν έρχονται και κάποια άλλα από την άλλη κατεύθηνση που πάνε να περάσουν, φορτηγά, τζιπάκια, κάρα και λεωφορεία γίνονται μπετόν σε ένα χωματόδρομο ούτε τρια μέτρα πλάτος. Μένουμε μόνοι εγώ η Α. και ο Ν. περιμένουμε, περιμένουμε βαριόμαστε πάμε να βρούμε και τους άλλους κάπου πιο πίσω μας θα είναι, έχουν κατέβει όλοι από τα αυτοκίνητα και πηγαινοέρχονται, ό,τι να ναι γίνεται. Περνάνε έτσι τέσσερις ώρες εκεί στο πουθενά να μην μπορούμε να πάμε ούτε μπρος, ούτε πίσω, έχει πέσει η νύχτα η μαύρη και ευτυχώς έχει ωραίο ουρανό για να περάσουμε την ώρα μας. Βάζει κι ένα κρυάκι τσουχτερό, αποφασίζουμε να την πέσουμε όπως-όπως μέσα στα αυτοκίνητα, να κοιμηθούμε και ό,τι γίνει. Δεν ήταν τίποτα λέει ο Τσι όταν επιστρέφει, 23:00 η ώρα, έριχνε τσιμέντο ένα φορτηγό, και είχε κολήσει και κάποιο αυτοκίνητο αλλά τώρα τέλειωσε, όλα OK. Φέτος τα πράγματα είναι καλύτερα, πέρισι είχε κλείσει ο δρόμος για δύο μέρες...Αααα! Λογικό. Βάζει μπρος ο Κασάν και ξεκινάμε την ανάβαση... δυστυχώς δεν είδαμε την καταπράσινη φύση και από κει και πέρα πράσινο δε θα βλέπαμε ούτε στον ύπνο μας. Φτάσαμε στο Nyalam κατά τη 01:00. Συμπαθητικός ξενώνας, με μια εσωτερική αυλή που γύρω της είναι χτισμένα τετράκλινα δωμάτια αρκετά καθαρά, και με κοινές τουαλέτες (πολύ κοινές όμως) και όπως συνηθίζεται στις μικρές πόλεις στο Θιβέτ χωρίς τρεχούμενο νερό, ούτε για να πλύνεις τα χέρια σου. Ακόμα δεν υπάρχει θέρμανση και κοιμόμαστε ντυμένοι με ισοθερμικά, κάλτσες, μάσκα στο πρόσωπο, μέσα στα sleeping bag και από πάνω ρίχνουμε και τα βαριά παπλώματα. Μας υποδέχτηκαν εγκάρδια, μέχρι που μας ρώτησαν αν θέλουμε να μας μαγειρέψουν. Το μόνο που θέλαμε ήταν να ξεραθούμε στον ύπνο γιατί η επόμενη μέρα θα ήταν κουραστική αφού είχαμε οκτώ ώρες οδήγησης, οι τέσσερις σε χωματόδρομο και οι άλλες τέσσερις σε κακό χωματόδρομο, για να καταλήξουμε στο Rongbuk στο μοναστήρι που βρίσκεται στη σκια του Έβερεστ, το ψηλότερο του κόσμου, στα 5000 μέτρα.

Σάββατο 25 Απριλίου, Rongbuk

Ο πρωινός ήλιος αποκάλυψε το τοπίο. Καταρχήν ο ξενώνας, είναι ένα έργο τέχνης. Είναι παντού ζωγραφισμένος στη χαρακτηριστική Θιβετιανή νοοτροπία με λεπτεπίλεπτα σχήματα. Ολόκληρο κτήριο βαμμένο με πινέλο ζωγραφικής! Το δε χωριό αποτελείται από δέκα πετρόχτιστα σπίτια στην κάθε άκρη του δρόμου, ένα βενζινάδικο, ένα ψιλικατζίδικο και τίποτα άλλο. Γύρω από το χωριό έρημος. Λίγοι θάμνοι, πέτρα και χώμα. Στο βάθος κάποιες βουνοκορφές χιονοσκέπαστες, χρυσαφίζουν στο πρωινό φως σα να μας προσκαλούν προς το μέρος τους. Πάμε στο εστιατόριο του ξενώνα για πρωινό, μια αίθουσα με ντιβάνια στρωμένα με πολύχρωμες βελέντζες και στη μέση μια σόμπα που ζεσταίνει το νερό για τον καφέ και το τσάι. Φολκλόρ καταστάσεις. Οι Θιβετιανές σπιτονοικοκυρές μας σκίζονται να μας εξυπηρετήσουν, σε βαθμό που νοιώθω και λίγο άσχημα έτσι που τις βλέπω να τρέχουν πέρα δώθε κάθε φορά που ζητάει κάποιος κάτι. Νόστιμα τα αυγά, και το μέλι ό,τι έπρεπε, φορτώσαμε και ξεκινήσαμε.
Αρχίζουμε την κουβεντούλα με τον Τσι, περί ανέμων και υδάτων, δεν έχουν περάσει πέντε λεπτά από την αναχώρηση και η πορεία του αυτοκινήτου διασταυρώνεται με αυτή ενός άτυχου σκύλου! Και αυτή η θλιβερή συγκυρία γίνεται η πρώτη ευκαιρία να δούμε την φιλοσοφία των βουδιστών του Θιβέτ. Σταματάμε και οδηγός και συνοδός αρχίζουν την προσευχή. Εν τω μεταξύ, ο σκύλος δεν ήταν και τόσο άτυχος, γιατί σηκώθηκε όταν του πέρασε το σοκ και ελαφρώς κουτσαίνοντας την έκανε προς τα εκεί που αρχικά είχε σκοπό να πάει. Τελειώσανε οι προσευχές, τήρησα και ενός λεπτού σιγή πριν ρωτήσω, και μετά έμαθα πως έτσι κάνουν στο Θιβέτ. Αν χτυπήσεις ζώο είναι μεγάλο κρίμα, η ζωή έχει μεγάλη σημασία ανεξάρτητα αν ανήκει σε σκύλο, σε βάτραχο ή σε μύγα. Φυσικά για ζωοθυσίες ούτε λόγος, αυτή μάλιστα «είναι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική διαφορά μας με τους Ινδουιστές» μας εξηγούν. Ο δρόμος συνεχίζει, περνάμε δυο σημεία ελέγχου στο πουθενά, από Κινέζους κυβερνητικούς, και μοιάζει τελείως σουρεάλ μέσα στην ερημιά να βλέπεις μια μπάρα και μια σκηνή δίπλα και τον Κινέζο να ζητάει έγγραφα και εξηγήσεις. Δυσμενής μετάθεση μου μυρίζεται. Η ερημιά δε απόλυτη. Έχουμε περάσει πια τα 4000 μέτρα και δεν υπάρχει ούτε ξερό χορτάρι. Το οροπέδιο αχανές, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο κοντά σε Αριανό τοπίο στον πλανήτη, και η βαριά αναπνοή μαρτυράει πως είμαστε στα… ύψη. Λαχανιάζουμε ακόμα και όταν πέφτει το αυτοκίνητο σε λακκούβα…Εκεί λοιπόν να σου και τρίτο μπλόκο. Ψηλολέλεκας ο φρουρός μας λέει κάτι στα Κινέζικα που ο Τσι μας εξηγεί πως σημαίνει "ο δρόμος μπροστά είναι κλειστός λόγω έργων, θα ανοίξει στις 20:00 το βράδυ". Α! η ώρα είναι δεν είναι 10:30. Κατεβαίνουν οι οδηγοί και ο Τσι, αρχίζουν τα παρακάλια, ανένδοτος ο Κινέζος. Εκεί δε λαδώνονται κιόλας… μας ρίχνει ένα σύνθημα ο Τσι και αρχίζει η παράσταση: «Η Α. είναι άρρωστη κι εγώ ανησυχώ» και σας παρακαλούμε πρέπει να φτάσουμε στο Tingri να ξαπλώσει (3 ώρες δρόμο το Tingri)… γίνεται ένα κομφούζιο στη μέση του πουθενά, η Α. το παίζει μισοξαπλωμένη στο αυτοκίνητο τόσο καλά που φοβάμαι μην αρρωστήσει στα αλήθεια, φωνάζουμε όλοι στα ελληνοαγγλικά, ο Κινέζος ξέρει μόνο Κινέζικα, τη μια αγριεύει την άλλη μας παρακαλεί να κάνουμε πιο κει και πιο ήσυχα μας ακούει και μια Θιβετιανή έρχεται και μας ζητάει λεφτά μέσα στο πανικό, φάγαμε μια ώρα για να γυρίσουμε την αγύριστη χοντροκεφάλα του στρατιώτη για να μας αφήσει να προχωρήσουμε. Είμαι σίγουρος πως μετά από λίγο θα το μετάνιωσε, θα έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα και θα διάβαζε τρομαγμένος τις οδηγίες από τους ανώτερους… τον κατά-συμπάθησα, τι φταίει κι αυτός? Καλά να είναι εκεί που είναι… εμείς πάλι να θυμίσω είμαστε στο Tibetan Plateau και έχουμε εξτασιαστεί με το αφιλόξενο τοπίο. Φραπέ η διαδρομή, μάτια ορθάνοιχτα και ο Ν. δεν έχει σταματήσει να φωτογραφίζει, τον ξερό πλανήτη, τους καφέ-κόκκινους λόφους τις δύνες αέρα που σηκώνουν τη σκόνη από τη γη ως τον βαθυγάλαζο ουρανό. Περνάμε κάποια χωριά, πάντα στη μέση του πουθενά, σταματάμε και χαζεύουμε τα γιακ… κάπως έτσι φτάνουμε και στο Tingri. Στάση για φαγητό και για να πάρουμε τις άδειες εισόδου στο Everest Natural Preserve.
Άλλη πόλη κι αυτή… θυμίζει φαρ-ουέστ, ένας χωματόδρομος 500 μέτρα περίπου, πέτρινα σπιτάκια δεξιά αριστερά, σκουπίδια στο δρόμο και ψωριάρικα σκυλιά και στο background ερημιά. Ανοίγουμε την κουρτίνα που χρησιμοποιείται αντί πόρτας στο εστιατόριό μας και κλασικά μπαίνουμε σε μια μικρή αίθουσα με σόμπα στη μέση, ντιβάνια γύρω-γύρω στρωμένα με βελέντζες και ζωγραφισμένη με τα σύμβολα του Θιβέτ. Κάνουμε μεγάλη εντύπωση στους θαμώνες και δεν σταματάνε να μας κοιτάν, να μας γνέφουν και να μας γελάνε όσοι ώρα είμαστε εκεί. Τα παιδιά του χωριού μαζεύονται στα παράθυρα και σπρώχνονται για το ποιο θα πάρει την καλύτερη θέση ώστε να μας απολαύσει καλύτερα. Γιάκ τηγανιτό δοκίμασα εκεί, πολύ νόστιμο αν και με τα ξυλάκια είχα ένα πρόβλημα, πήγα απροετοίμαστος και 'γω, και τηγανιτές πατάτες οι οποίες ήταν πατάτες κομμένες πολύ-πολύ λεπτές και σοταρισμένες στο λάδι. Εκεί έμαθα πως οι τηγανιτές πατάτες όπως τις εννοούμε εμείς τηγανητές, είναι οι French Fries. Πάντως αν ξέχναγες πως τρως ωμή πατάτα μια χαρά ήταν. Ρωτάμε τον Τσι, απαντάει, κάνουμε χαβαλέ, γελάμε εμείς, γελάνε οι θαμώνες, γελάνε τα παιδάκια από το παράθυρο. Σε μια στιγμή τον βλέπω να κοιτάει τα χέρια μου, συγγνώμη μου λέει μπορώ να δω? Για δες λέω σηκώνει το μανίκι μου και περιεργάζεται τις τρίχες εντυπωσιασμένος. Ααααα! Δεν έχετε εξελιχθεί τελείως από το πίθηκο μου λέει και σκάμε στα γέλια, εμείς, ακολουθούν οι θαμώνες και τα παιδιά απ΄ το τζάμι. Έτσι είναι οι άνθρωποι ρε σπανό-Θιβετιανέ του απαντάω, θα σου δείξω και στήθος όταν πάμε στο αυτοκίνητο αλλά μόνο… αν μου δώσεις μπανάνα. Ξαναγελάμε κι εμείς κι όλο το χωριό. Διευκρινίζουμε πάντως πως οι γυναίκες δεν έχουν και τόση τρίχα, συνήθως.
Βγαίνουμε λοιπόν από τον χωματόδρομο που ονομάζεται Friendship Highway και παίρνουμε τον «επαρχιακό» για Everest. Τοπίο ονειρικό, η ερημιά και η απεραντοσύνη μέχρι τον ορίζοντα που φαίνονται οι κορυφές των Ιμαλαΐων, και ούτε ψυχή εκεί γύρω. Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω, ο Χ. από το τρίτο αυτοκίνητο, μου λέει: «Τρακάραμε». Με τι? απαντάω, με μια φρέζα-τρακτέρ ελάτε πίσω γιατί αυτοί θα πιαστούν στα χέρια. Ένα φτερό γρατσουνισμένο η ζημιά, και πολύ συζήτηση, “Αυτοί είναι φτωχοί και δεν υπάρχει περίπτωση να βρουν λεφτά για να καλύψουν τη ζημιά” μου εξηγεί ο Τσι. Οδηγοί και αγρότες, κάτι λένε σε άπταιστα Θιβετιανά, τσαμπουκάς το ύφος, μπαίνουν στο Toyota οδηγός και χειριστής φρέζας, φεύγουν και μετά από μισή ώρα επιστρέφει μόνο ο οδηγός. Δεν ξέρω τι έγινε ο χειριστής φρέζας, μάλλον έμεινε για κατάθεση.
Ο δρόμος από το Tingri προς το Everest είναι μια τετράωρη ταλαιπωρία. Η ώρα έχει πάει ήδη 19:00 και είναι δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος θα το κάνουμε μέσα στη νύχτα πράγμα που σημαίνει ότι την αυτού-υψηλότητα, την κορυφή που στέκει στα 8850 μέτρα στη στέγη του κόσμου, θα την πρωτοδούμε την επόμενη μέρα. Ο ήλιος πέφτει, και οι πέτρες και το χώμα βάφονται με πύρινο κόκκινο, γκρεμοί και κοίτες ποταμών, ξεροί λόφοι, και σκόνη, πολύ σκόνη, το σκοτάδι τα τυλίγει όλα… είναι 23:00 όταν παρκάρουμε στο Rongbuk Guest House.
Το Rongbuk είναι χωριό. Νομίζω μέτρησα πέντε σπίτια. Έχει ένα μοναστήρι, αυτό με τον τίτλο του μοναστηριού στο μεγαλύτερο υψόμετρο, και έναν ξενώνα της κακιάς ώρας. Κατεβαίνουμε από τα αυτοκίνητα, και εκεί βλέπουμε για πρώτη φορά τον ουρανό… Ο συνδυασμός απόλυτου σκοταδιού και της λεπτής ατμόσφαιρας στα 5000 μέτρα χαρίζει ένα υπερθέαμα για όποιον στρέψει το βλέμμα προς τα αστέρια. Τι να περιγράψεις από αυτό.... εκατομμύρια λάμψεις χωρίς το χαρακτηριστικό τρεμόπαιγμα, ο γαλαξίας, και οι διάττοντες… Οι ντόπιοι μας καλωσορίζουν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου που είναι και το κέντρο διασκέδασης όλου του χωριού, το καφενείο τους σα να λέμε, κάνοντας χώρο για μας γύρω από τη σόμπα, παραγγέλνουμε noodlesκαι αρχίζουμε την κουβέντα και την πλακίτσα μαζί τους. Δεύτερη μέρα χωρίς να δούμε τουρίστες, βάζει κι αυτό την πινελιά του σε αυτό το συναίσθημα που λέει «που είμαι?!». Κρύο, πολύ κρύο, κάπου στους -10, ένα τσιγάρο στο σκοτάδι της αυλής και νάνι. Και η Ν. αρχίζει να ξερνάει…


Κυριακή 26 Απριλίου, Lhatse

… οπότε αφού όλη τη νύχτα έζησε μια κόλαση με φριχτό πονοκέφαλο, έντονα στομαχικά, ζαλάδα και αφού και η αναπνοή της την δυσκόλευε, με το λυκαυγές συνοδευόμενη από την Α. και την Π. φύγανε για λίγο χαμηλότερο υψόμετρο και μέσα σε ένα μισάωρο ήταν περδίκι. Παλικάρι η Ν., πραγματικά δεν έβγαλε κουβέντα και νομίζω ότι έζησε μια από τις πιο δύσκολες νύχτες της ζωή της. Ούτε καν που ζήτησε να φύγει, εγώ επέμεινα. Έριξε και μια ματιά στο Everest που ίσα που ξεχώριζε μέσα στο ημίφως του πρωινού, δώσαμε ραντεβού στην Xegar (ή New Tingri) και οι υπόλοιποι μείναμε να περιμένουμε το χάραμα…
Το απόκοσμο τοπίο του Rongbuk αποκαλύφθηκε αργά-αργά με τον πρωινό ήλιο, και πάνω απ΄ όλα η το Qomolangma όπως αποκαλείται στα Θιβετιανά το Everest με την ανατολική του πλευρά λουσμένη από το χρυσό της ανατολής, με φόντο το ουράνιο βαθυγάλαζο, να ερωτοτροπεί με τα βιαστικά σύννεφα που πότε έκρυβαν τον υπέρτατο στόχο των αναρριχητών και πότε στεφάνωναν την οροφή της γης. Πήγαμε στο tent camp με τα αυτοκίνητα, και περπατήσαμε προς το Everest Base Camp. Βέβαια ο νους μας ήταν και στη Ν. και έτσι σχετικά σύντομα αφήσαμε πίσω μας το μονοπάτι και πήραμε το δρόμο για την Xegar, όπου θα συναντιόμασταν και πάλι όλοι μαζί, πριν συνεχίσουμε προς την Lhatse όπου θα διανυκτερεύαμε.
Μια από τις πιο όμορφες διαδρομές στην επαρχία του Θιβέτ άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Αφού κατεβήκαμε σχετικά σύντομα στα 4.300 μέτρα, ένας φιδίσιος δρόμος μια ατέλειωτη αλληλουχία από ανηφορικές φουρκέτες, μας ανέβασε στην σεδόν κάθετη πλαγιά στα 5.300 μέτρα. Η θέα προς τα Ιμαλάια έκοβε την ανάσα (δεν είχε και πολύ οξυγόνο, μελανιάσαμε!). Οι δυο ψηλότερες κορυφές της οροσειράς που αριθμεί 14 βουνά με υψόμετρο άνω των 8.000 μέτρων, και το άγριο ανάγλυφο των κορυφογραμμών είναι μια ακόμα εικόνα-τατουάζ από αυτό το ταξίδι! Τελευταίος αποχαιρετισμός με το Qomolangma, και μια ανακουφιστική κατάβαση ξεκίνησε, βάλσαμο για το λαχάνιασμα και τον πονοκέφαλο που μας είχε φιλοδωρήσει το υψόμετρο… Συναντηθήκαμε σε ένα σημείο ελέγχου αδειών και διαβατηρίων, όπου οι Κινέζοι είχαν κάτσει την Α. στο σκαμνί, της αίθουσας αναμονής βεβαίως, και μας περιμένανε γιατί το διαβατήριό της βρισκόταν σε μπαγκάζια που από λάθος είχαν μπει σε άλλο αυτοκίνητο.
Γιατί τόσοι έλεγχοι ? τσεκάρουν… για λαθρομετανάστες, πολύ Κίνα στο Θιβέτ! Τα πάντα είναι γραμμένα στα κινέζικα. Οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν μιλάνε και δεν διαβάζουν Κινέζικα ουσιαστικά χρειάζονται διερμηνέα στην χώρα τους για απλές καθημερινές δουλειές και συναλλαγές. Η δε νέα γενιά στο σχολείο διδάσκεται στην Κινεζική και τα Θιβετιανά είναι μόνο ένα ωριαίο μάθημα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Τα τηλεοπτικά προγράμματα, τα cartoon, τα παιχνίδια είναι όλα στα Κινέζικα. Οι γονείς με τα παιδιά τους αυτή τη στιγμή μιλάνε διαφορετικές γλώσσες και δεν είναι καθόλου μεταφορικό αυτό. Η δε ιστορία έχει αλλάξει τους όρους και η Κινέζικη στρατιωτική εισβολή του '51 έχει επιβληθεί ως «ειρηνική απελευθέρωση του Θιβέτ» η δε ανελέητη καταστροφή μοναστηριών και εμβλημάτων της Θιβετιανής ιστορίας και κουλτούρας από το '59 μέχρι το '80 έχει ονομαστεί «πολιτιστική επανάσταση». Η μη χρήση αυτών των ορολογιών από τους Θιβετιανούς επισύρει φυλάκιση. Το να έχουν κάποιο βιβλίο ιστορίας που να μην συμφωνεί με την Κινέζικη προπαγάνδα επισύρει φυλάκιση. Αν είσαι ξένος, στο κατάσχουν. Το ζήσαμε, τον έλεγχο των ταξιδιωτικών μας οδηγών και την έγκρισή τους ακόμα και την τελευταία μέρα στο αεροδρόμιο πριν πάρουμε την πτήση της επιστροφής. Οι δε Θιβετιανοί πολίτες είναι σχεδόν ανέφικτο να πάρουν διαβατήρια, και έτσι δεν τους επιτρέπεται να βγουν από την χώρα τους. Αυτά, και δεν ξαναμιλάμε για τέτοια στενάχωρα στην υπόλοιπη ιστορία.
Το φαγάκι στην Xegar μας καρδάμωσε, ειδικά την Ν. που είχε βγάλει ό,τι είχε φάει για τον τελευταίο χρόνο, ως χωριό αδιάφορο, οι γνωστές εικόνες με τα πιτσιρίκια στα παράθυρα του εστιατορίου, η σόμπα στη μέση… Από Xegar και μετά, προς Lhasa, αφήνουμε πίσω μας τους χωματόδρομους και μπαίνουμε στον ασφατολστρωμένο δρόμο. Με το μυαλό μας ακόμα στο Everest, θα έλεγα αδιάφορη την τρίωρη διαδρομή προς Lhatse αν ένα από τα αυτοκίνητα δεν έμενε από βενζίνη εκεί στη μέση του πουθενά (μαντέψτε ποιο… ναι σωστά! ο τρακαρισμένος, ήταν Θεός ο τύπος!) πράγμα το οποίο σήμανε μια ωριαία στάση στο πουθενά, γεγονός που η Ν. θεώρησε ιδανική ευκαιρία για να μάθει τον Τσι να χορεύει Καλαματιανό και έτσι βρεθήκαμε εκεί κάπου στο Θιβέτ σε κύκλο να κάνουμε τσαλίμια. Το γιατί δεν γινόταν να μεταγγίσουμε λίγη βενζίνη από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο το ρώτησα αλλά δεν το κατάλαβα. Και η Lhatse ως πόλη ακολουθεί την αισθητική φαρ-ουέστ και ο ξενώνας όμορφος, ζωγραφισμένος στο χέρι σε κάθε του εκατοστό με τρίκλινα δωμάτια, κοινές τουαλέτες και φυσικά χωρίς τρεχάμενο νερό. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε με λίγο περπάτημα στην πόλη για να προμηθευτούμε νερά, χάζεμα στο υπαίθρια μπιλιαρδάδικα και άραγμα στην αυλή του guesthouse με το «λύκειο ελληνίδων» του Θιβέτ να κάνει πρόβες σε παραδοσιακές μουσικές και χορούς… και επιτέλους κάποιοι τουρίστες, δυο κοπέλες από Αμερική και ένας από Ιταλία που πήγαιναν από κει που ήρθαμε. Το βράδυ έπεσε, και μαζευτήκαμε με τον Τσι στο εστιατόριο του ξενώνα για να κλείσουμε την μέρα με μπύρα και πειράγματα…

Δευτέρα 27 και Τρίτη 28 Απριλίου, Shigatse, Gyantse
Σε Fast Forward τώρα: Το Θιβέτ συνέχισε να μας μαγεύει και τις επόμενες δυο μέρες της πορείας μας προς τη Λάσα τόσο με τις αναπάντεχες εικόνες όσο και με τους γλυκούς και αγνούς κατοίκους του. Στάσεις άξιες αναφοράς και περιγραφής:
1) Το Sakya Monastery, ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της χώρας και του Βουδισμού, αποτελεί μια από τις τέσσερις σχολές του Βουδισμού, εκεί όπου ο Δαλάι Λάμα ο 5ος επανένωσε το διαιρεμένο σε βασίλεια κράτος και δημιούργησε μια ισχυρή δύναμη αναπτύσσοντας πολύ στενές σχέσεις με τους Μογγόλους. Μάλιστα σε αυτό το μοναστήρι και επηρεασμένοι από την Θιβετιανή γραφή, οι σοφοί των Μογγόλων δημιούργησαν την Μογγολική, αυτή που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Επίσης εδώ έγινε μια από τις πιο πλήρεις καταγραφές της γνώσης που υπήρχε μέχρι εκείνη την εποχή για θέματα που εκτός από θρησκεία κάλυπταν ιατρική, αστρολογία, τέχνες… Αν και έχει διασωθεί ένα μόνο μέρος του από την… πολιτιστική επανάσταση δεν παύει να αποτελεί σημαντικό τόπο για την Ιστορία της χώρας και ένα μέρος που ο ταξιδιώτης μπορεί να έρθει σε επαφή με την ζωή των Βουδιστών μοναχών.
2) Η Shigatse όπου διανυκτερεύσαμε το πρώτο από τα δυο βράδια, είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη του Θιβέτ, μια όαση δυτικού πολιτισμού στο πολυήμερο ταξίδι προς την Lhasa. Ολίγη από Θιβέτ και πολύ από Κίνα, με το μέγαρο της αστυνομίας να δεσπόζει με τις Κινέζικες σημαίες του και τους Κινέζικους φρουρούς του, την πλατεία με τα χάλκινα αγάλματα και φυσικά με το μοναστήρι Tashilungpu, την επίσημη κατοικία του Panchen Lama (Panchen Lama είναι το no2 στην ιεραρχία μετά τον Dalai Lama) όπου είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την καθημερινότητα των μοναχών, και να μάθουμε επιπλέον πληροφορίες για τη ζωή των Βουδιστών και για την ίδια τη φιλοσοφία του Βουδισμού.
Τα τρία δηλητήρια της ζωής είναι η απληστία, ο θυμός και η άγνοια. Ο Βούδας απεικονίζεται με τρεις μορφές: ο συμπονετικός, ο σοφός και ο δυνατός Βούδας. Υπάρχει και ένας τέταρτος ο Μελλοντικός Βούδας. Αυτός θα έρθει όταν ο Βουδισμός θα έχει εκλείψει… σα τη Δευτέρα παρουσία.
Ερώτηση: Πώς θάβετε/ καίτε, τι τους κάνετε τέλος πάντων, τους νεκρούς?
Απάντηση: στα όρνεα…
Ερμηνεία: όταν κάποιος εγκαταλείπει τον μάταιο ετούτο κόσμο οι μοναχοί τον διαβάζουν για τρεις μέρες και μετά τον μεταφέρουν σε ιερές τοποθεσίες στα βουνά όπου υπάρχουν πριόνια και μαχαίρια κάνουν το πτώμα μπουκίτσες και με εξαίρεση λίγα μαλλιά που μπορεί να κρατήσει η οικογένειά του, το υπόλοιπο σώμα προσφέρεται στα όρνεα σαν τελευταία προσφορά προς την φύση…
3) Η Gyantse, ο τελευταίος σταθμός πριν την Lhasa μια πόλη όπου δεσπόζουν τα κόκκινα τείχη του Palkor Chode Monastery και το οχυρό της πόλης. Η ευκαιρία που μας δόθηκε να επισκεφτούμε κάποιον κάτοικο της πόλης, και η κουβέντα που είχαμε μαζί του επιτέλους μέσα σε ένα χωριάτικο Θιβετιανό σπίτι…
Και έτσι φτάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας μας. Στη μέρα που θα διανύαμε τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι τη Lhasaόπου θα αντικρίζαμε την Potala, το μνημείο που θα σηματοδοτούσε την επίτευξη του στόχου μας και το τέλος της διαδρομής μας!


Τετάρτη 29 Απριλίου, Lhasa

Τα τελευταία 250 περίπου χιλιόμετρα του οδοιπορικού μας! Μετά από δύο εβδομάδες με καθημερινές σχεδόν μετακινήσεις και δραματικές αλλαγές σε τοπία, ανθρώπους μουσικές και γεύσεις είχε έρθει η ώρα να επιβιβαστούμε στα Land Cruiser για τις 7 ώρες μέχρι την πρωτεύουσα του Θιβέτ.
Ο δρόμος για άλλη μια φορά μας ανέβασε από τα 4000 της Gyantse στα 4700 μέτρα στα περάσματα Kamba-La και Kharo-La, όπου θαυμάσαμε και τον ομώνυμο παγετώνα. Μετά εκεί, στα ψηλά ακόμη στα 4500 για την ακρίβεια, προσεγγίσαμε τις όχθες της Yumtsok Yuk Tso (ή πιο απλά Yamdrok lake) της τεράστιας λίμνης με τα τιρκουάζ νερά μιας από τις τέσσερις ιερές λίμνες στη Θιβετιανή κουλτούρα. Αφήσαμε πίσω μας τα ύψη και κατεβήκαμε στα «πεδινά» στα 3700 δηλαδή, το πράσινο άρχισε να ξανακάνει την εμφάνιση του καθώς οδηγούσαμε πλάι-πλάι με τον ποταμό Brahmaputra, ή Lhasa river… οι απέραντες ερημιές των υψιπέδων είχαν δώσει τη θέση τους σε έναν πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο. Η πρωτεύουσα μας υποδέχτηκε κατά τις 17:00 με πρώτη-πρώτη επιγραφή «1959-2009, Welcome to Lhasa». Μια πόλη καθ' όλα σύγχρονη και… Κινέζικη. Φαρδιές λεωφόροι, με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, δέντρα στις νησίδες και στα πάρκα, μεγάλα κυβερνητικά κτήρια πολυκαταστήματα και πολυτελή ξενοδοχεία, όλα με κινέζικες πινακίδες και ταμπέλες και παντού στρατός Κινέζικος κι αυτός. Λίγα λεπτά ακόμη και φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας το Mandala Hotel, τo πιο πολυτελές από τα ξενοδοχεία που μείναμε στο Θιβέτ. Καθαρό, με ευρύχωρα δωμάτια, μέχρι και με τηλεόραση με κινέζικα κανάλια, για να μην πω για την ντουζιέρα που και ζεστό νερό είχε και… νερό είχε. Θιβετιανή διακόσμηση στους διαδρόμους και παχιά μοκέτα… μας φάνηκε Mandala όνομα και πράμα (Mandala είναι ο Βουδιστικός παράδεισος…). Δεν είχαμε φάει όλη μέρα, γραμμή για το εστιατόριο του ξενοδοχείου που ήταν καθαρό και αυτό αλλά κάτι σούπες και κάτι ρύζια που πήραμε ήταν απολύτως αδιάφορα και άνοστα. Πραγματικά τα δωμάτια ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση, γιατί η κούραση είχε βαρέσει κόκκινο… που να μου χωρέσει ύπνος, ούτε καν που το δοκίμασα, αν και δεν βρήκα παρέα πήρα το δρόμο για την Potala…
Σουρούπωνε όταν ξεκίνησα, μπήκα στην παλιά πόλη και χάθηκα στα στενά. Επιστροφή στο Θιβέτ, τα καλντερίμια, τα σπίτια, οι άνθρωποι και οι μυρωδιές… Οι υπαίθριες αγορές που τα μάζευαν σιγά-σιγά, προσκυνητές μπροστά σε ναούς, και Κινέζοι στρατιώτες. Βγήκα από τα στενά, πάλι Κίνα για λίγο ακόμη, κάπου πρέπει να φτάνω… ακούγονται μουσικές στο βάθος… περπάταγα όλο και πιο γρήγορα, όλο και δυνάμωναν οι μουσικές, φτάνω στην πλατεία, πιο γρήγορα… Μεγαλοπρέπεια είναι η πρώτη λέξη που μπορεί να περιγράψει τον "Παρθενώνα" του Βουδισμού! Ένα από τα μεγαλύτερα κτήρια του κόσμου. Με 13 ορόφους, 300 μέτρα ύψος και σχεδόν μισό χιλιόμετρο μήκος αλλά κυρίως πανέμορφο όπως το έλουζαν τα φώτα και οι μουσικές! Διοικητικό κέντρο από το 700 μ.Χ και κατοικία μέχρι και του 14ου Dalai Lama, μέχρι να εξοριστεί το Μάρτιο του 1959 μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια απελευθέρωσης του Θιβέτ. Μπροστά, εκεί που ήμουν και εγώ η μεγάλη, καταπράσινη πλατεία, ας την πούμε Potala Sq. με τεχνητές λίμνες και πέτρινες γέφυρες, και σιντριβάνια και…
Είμαι Potala λέω στο τηλέφωνο, φτάσαμε! Όλοι? Με ρωτάει, Κουτσά-στραβά όλοι του απάντησα…
Μείναμε άλλες δυο μέρες στη Λάσα. Η πόλη είναι πανέμορφη, φιλόξενη και ενδιαφέρουσα, και οι μέρες γέμισαν με βόλτες στις αγορές όπου δώσαμε στους ιθαγενέις το τελευταίο μας χρυσάφι για να πάρουμε πολύχρωμες χάντρες και καθρεφτάκια, επισκέψεις στους ναούς, πιο σημαντικός ο Jokhang που φιλοξενεί ένα άγαλμα του Βούδα 2500 χρόνων, το οποίο φημολογείται ότι το έχει ευλογήσει ο ίδιος ο Βούδας, και με νυχτοπερπατήματα σε discoμάγαζο Θιβετιανό, μαζί με τον Τσι και τους οδηγούς μας όπου μας κέρασε η Ν. για τα γενέθλιά της. Το τελευταίο βράδυ, ο Τσι μας έκανε το τραπέζι. Δεν δέχτηκε με τίποτα να πληρώσουμε, όταν οι Θιβετιανοί δενόμαστε, μας είπε, κερνάμε… σαν να ήτανε λίγες ώρες μόνο αυτό το τριήμερο… πότε βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο στις 2 Μαΐου να αποχαιρετιζόμαστε με τους Θιβετιανούς φίλους μας, ούτε που το κατάλαβα… θυμάμαι μόνο που στην αίθουσα αναμονής, είχε πέσει πολύ σιωπή στην παρέα, λες κι ένας κόμπος…
Δεν είναι ο αποχωρισμός με αυτούς που γνώρισες στο ταξίδι που σου κρεμάει αυτό το κόμπο στο λαιμό... ξέρεις πως όσο ασφηκτικά κι αν γεμίσεις το πορτοφόλι σου με χαρτάκια και κάρτες που πάνω γράφουν διευθήνσεις, ηλεκτρονικές και μη, ο χρόνος θα φροντίσει να ξεχάσεις… κάπου να ξεχαστείς. Ούτε το γεγονός πως και με τους 10 φίλους πάλι δε θα βρεθούμε όλοι μαζί ούτε για καφέ. Σαν εραστές της μιας βραδιάς που ο πρωινός ήλιος τους φυτεύει βίαια αμηχανία και ρεαλισμό εκτοπίζοντας κάθε ζάλη και μαγεία, θα ξαναγίνουμε αυτοί που πάντα ήμασταν, θα βαρεθούμε, θα έχουμε πολύ δουλειά και τα Εξάρχεια θα μας πέφτουν πιο μακριά από τη Λάσα. Ούτε που όταν σχολάς από τη δουλειά θα ξέρεις πως εκείνη τη στιγμή οι ιερείς στο Γάγγη ετοιμάζουν άλλη μια αλλισμόνητη εμπειρία στα μάτια των ταξιδευτών που τώρα θα βρίσκονται στα βηματά σου. Δεν είναι καν η αιτία για αυτόν τον κόμπο που νοιώθεις, πως έκανες τόσα χιλιόμετρα και δεν επιβεβαίωσες τίποτα, δε χόρτασες την περιέργειά σου, αντιθέτως αμφιβάλεις ακόμα πιο πολύ για τα δεδομένα σου και η πείνα σου μεγάλωσε. Δεν είναι που μποτιλιαρισμένος στη Κηφισίας ξαφνικά θυμάσαι και νοσταλγείς το κακοτράχαλο μονοπάτι προς το Έβερεστ βαμμένο με το άγριο πορφυρό, εκεί στη δύση της ημέρας. Δεν είναι που σε ρωτάνε πώς τα πέρασες, και λες ένα «καλά» σκέτο και μέσα σου βράζει η ψυχή σου. Αυτός ο κόμπος είναι μια αποσκευή λυγμών (που προς Θεού δε θα ανοίξει ποτέ, θα αποροφηθεί σαν εφηβικό σπυρί που δεν πρόλαβε να ξεσπάσει), είναι το δώρο του Χρόνου για τις μέρες που δεν τον σπατάλησες στο ημίφως του γραφείου σου και δεν τον «σκότωσες» στο απογευματινό πρόγραμμα της τηλεόρασης, είναι λίγο βάρος παραπάνω στα βρόμικα και υπερφορτωμένα σακίδια της επιστροφής. Το οξυγόνο πολύ αλλά η ανάσα δύσκολη. Είναι που για τον ταξιδιώτη υπάρχουν μόνο δυο εποχές: Αυτή της προσμονής και αυτή της αναπώλησης. Και η δεύτερη είναι πάντα σα Σεπτέμβρης. Και ο Σεπτέμβρης -τα είπαμε- είναι ο πιο μελαγχολικός μήνας...
 

Attachments

Last edited by a moderator:

Rosa

Member
Μηνύματα
1.635
Likes
1.964
Ταξίδι-Όνειρο
Trobriand Islands...
Άψογος!!! Εισαγωγάρα για ένα μοναδικό ταξίδι!!!:clap::clap::clap:
 

StellAnna

Member
Μηνύματα
921
Likes
362
Επόμενο Ταξίδι
Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
Ταξίδι-Όνειρο
Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Yπέροχος.
Πολύ καλά και τα κουίζ
Η περιέργεια στο κόκκινο
Τα κατάφερες να με καθηλώσεις.
 

getxowoman

Member
Μηνύματα
2.207
Likes
1.289
Αφωνη,περιεργη,ζηλιαρα ολα αυτα ειμαι αυτη τη στιγμη! Μπραβο πολυ καλο ξεκινημα!!!
Να δωθουν οι απαντησεις στο κουιζ και να μας πεις τι κερδιζουμε!!!!!!
Ελα επεσε και το χειροκροτημα στο πιλοτο,ξεδεθηκαμε αντε......


Ασχετο αλλα το μωβ το προσωπακι δε το βαλα εγω μονο του μπηκε!
 

varioAthens

Member
Μηνύματα
5.492
Likes
8.003
Το κουϊζ παρακαλώ να απαντηθεί....:bleh:
Πολύ ωραία αρχή για ένα ταξίδι που με ενδιαφέρει πολύ (παρόλο που δεν παίζει φοίνικας :bleh:).....Περιμένω τη συνέχεια!:)
 

meli

Member
Μηνύματα
1.261
Likes
365
Επόμενο Ταξίδι
...μηπως στην αγάπη???
Ταξίδι-Όνειρο
Ολος ο κόσμος
:clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap::clap:
Επιτελους ξαδερφε!!!!
 

gmavro75

Member
Μηνύματα
436
Likes
563
Ταξίδι-Όνειρο
Ταξίδι στο χρόνο
Ευχαριστώ, χαίρομαι που σας άρεσε το ορεκτικό, ετοιμάζω το πρώτο πιάτο... κοτόπουλο ταντούρι.
 

toumpiotis

Member
Μηνύματα
892
Likes
649
Ταξίδι-Όνειρο
LENSOIS MARAHENSES
Ακόμα μαγειρεύεις ? αντε παιδι μου συνεχισε την ιστορία και μας έφαγε η αγωνία.
Συμφωνώ με τον προηγουμενο στο ότι τα κουιζ πρέπει να απαντηθούν συντόμα (για να δώ αν θα κάνω καλό καλοκαίρι ή αν πάω για μετεξεταστέος τον Σεπτέβρη)
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
5.967
Likes
9.377
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Δε μας ανοιξες απλα την ορεξη! Πεθαινουμε της πεινας :haha:
Στο φαν κλαμπ κι εγω , κολλημενη στην οθονη!
 

gmavro75

Member
Μηνύματα
436
Likes
563
Ταξίδι-Όνειρο
Ταξίδι στο χρόνο
OΚ! 2ο κεφάλαιο, ολίγη από Agra...
 

Dorotija

Member
Μηνύματα
1.297
Likes
701
Επόμενο Ταξίδι
Να είναι η Κρακοβία?
Ταξίδι-Όνειρο
Yemen
Πουντο βρε το δευτερο κεφαλαιο;;;
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.196
Μηνύματα
883.556
Μέλη
38.899
Νεότερο μέλος
RDESPOINA

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom