Παπούα Νέα Γουινέα Γη των Παπούα

Μηνύματα
245
Likes
893
Εμφύλιος


Την άλλη μέρα το πρωί ο Μπεν μας κατεβάζει για τελευταία φορά, με το σαραβαλάκι του στην προβλήτα. Μας αποχαιρετά συγκινημένος.
Του σκάζουμε ζεστά φιλιά, το ίδιο συγκινημένοι κι εμείς και μπαίνουμε στις βάρκες. Είναι η ύστατη επαφή μας με το μαγικό ποτάμι. Και είναι μια επαφή σχεδόν ερωτική. Τα μάτια κοιτούν αχόρταγα, συχνά ανίκανα να χωνέψουν τόση ομορφιά.
Στο «γήπεδο» μας περιμένουν δυο μικρούτσικα αεροπλάνα. Η Μπέτυ, που «είναι επί των αναχωρήσεων», όπως την χαρακτήρισε ο Μπεν, επιστατεί στο ξεφόρτωμα των μπαγκαζιών μας από τα σκαφάκια, επιβλέπει το φόρτωμα στα αεροσκάφη, δίνοντάς μας έτσι μερικά περίσσια λεπτά να αποχαιρετήσουμε την Ομορφιά, όπως της αξίζει.
Μ΄ ένα δάκρυ!!
Της εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας σιωπηλά, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά μας.
Χωριζόμαστε σε δυο ομάδες και επιβιβαζόμαστε. Οι πόρτες των αεροπλάνων κλείνουν κι είναι σαν να κλείνουν για μας οι πόρτες κάποιοι Παραδείσου.
Φεύγουμε.
Το ένα τρίτο της Παπούα τελείωσε γοητεύοντάς μας.
Τόσες εμπειρίες! Τέτοιες εικόνες!! Μια ανεπανάληπτη αίσθητική απόλαυση.
Η Μπέτυ μας γνέφει από το «γήπεδο». Τα μάτια μας είναι θολά, καθώς αντιγυρίζουμε το χαιρετισμό. Το ξέρουμε ότι έτσι είναι και τα δικά της.
Είναι μεγάλο πράγμα γι΄ αυτούς να περάσουν λίγες μέρες με λευκούς. Είναι σαν γιορτή. Και γιορτινά μας υποδέχτηκαν και μας φιλοξένησαν.

Κατευθυνόμαστε προς το Τάρι.
Για πρώτη φορά στη ζωή μας θα βρεθούμε σε ορεινή ζούγκλα. Πώς θα είναι? Και Παναγιά παρθένα, τι σόι άνθρωποι θα είναι οι ορεσίβιοι Παπούα? Αν σκεφτεί κανείς ότι οι ορεσίβιοι ακόμα και των πολιτισμένων περιοχών, είναι σκληροτράχηλοι και βίαιοι, τι μπορεί άραγε να περιμένει κανείς από τους βουνίσιους τέως (?) ανρθωποφάγους?
Να!!! Πάλι η τρίχα κάγκελλο. Και μη μου πείτε πως είμαστε φοβιτσιάριδες, γιατί θα σας πω πως δεν είστε δίκαιοι.

Η πτήση από το Καραγουάρι στο Τάρι δε βαστά πολύ. Βλέπουμε κάτω βουνά, ποτάμια και ασύνορη ζούγκλα. Το κοκ-πιτ είναι ανοιχτό και βλέπουμε το λευκό πιλότο. Κάποια στιγμή διακρίνουμε ένα ξερό ξέφωτο στο έδαφος. Πρέπει να είναι το αεροδρόμιο.
«΄Αρα φτάσαμε» υποθέσαμε.
΄Ομως ο πιλότος δεν λέει να κατέβει, παρά κάνει συνεχώς κύκλους.
Δεν φτάνει αυτό, αλλά όλο γυρίζει και ρίχνει ανήσυχες ματιές στους επιβάτες. ΄Ολα τούτα μας φαίνονται ανεξήγητα. Συμβαίνει άραγε κάτι?
«Υπάρχει μεταξύ σας κάποιος υπεύθυνος?» ρωτάει και μοιάζει κομματάκι ωχρός.
Ο συνοδός μας σπεύδει στο πιλοτήριο και σε δυο λεπτά στρέφει κατάχλωμος προς εμάς , με την ανησυχητική εισαγωγή.
«Προσπαθείστε να μην πανικοβληθείτε! Χρειάζεται ψυχραιμία και θα το ξεπεράσουμε»!!!
«Πέφτουμε?!!!» ουρλιάζουμε όλοι έξαλλοι
«΄Οχι, όχι, δεν πέφτουμε, αλλά...»
«Χάλασα οι τροχοί?» πανικοβαλόμαστε
«΄Οχι, όχι βρε παιδιά, το σκάφος είναι μια χαρά, αλλά ίσως δεν μπορέσουμε να προσγειωθούμε, γιατί κάτω γίνεται... πόλεμος!!!!»
«Παναγιά Παρθένα!!!! Κι άλλο πραξικόπημα, ή μήπως κήρυξη Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου?»
«Τίποτε απ΄ όλα αυτά. Για φυλετικό πόλεμο πρόκειται. Φαγώνονται μεταξύ τους δυο φατρίες και διάλεξαν την περιοχή του αεροδρομίου να λύσουν τις διαφορές τους.»
«Μα δεν ακούμε πυροβολισμούς» λέμε την πρώτη ανοησία που σκεφτήκαμε πάνω στην ταραχή μας.
«Βρε, πού να βρουν οι άνθρωποι τα όπλα? Με τόξα και βέλη πετσοκόβονται..»
Μένουμε εμβρόντητοι. Τόξα και βέλη εν έτει 1988? Δεν το χωρεί ο νους...

Σκύβουμε πάλι στα παράθυρα. Δεν μπορούμε να δούμε το παραμικρό, διότι ο πιλότος αφήνει πάντα πίσω του τις αντιμαχόμενες ομάδες, ίσως για ασφάλεια, ίσως και για να μην δούμε και πάθουμε ομαδική υστερία. Και ξαφνικά θυμόμαστε το άλλο αεροσκάφος που προηγήθηκε με τους υπολοίπους της συντροφιάς. Ανησυχούσαμε και άρχισαν έντονες οι συζητήσεις περί της τύχης τους.
«Λέτε παιδιά να χάσουμε τους μισούς στα υψίπεδα των καννιβάλων?» λέει ο συνοδός μας, κάνοντας μια προσπάθεια χιούμορ, για να ελαφρώσει πανικού.
΄Επαθα μια κρίση άνευ προηγούμενου.
«Πες του να κατέβει αμέσως. Ποτέ ξανά στη ζωή μας δεν θα δούμε τέτοιο θέαμα.» αρχίζω τις φωνές και ετοιμάζω βιαστικά τη μηχανή.
Στέκω ορθή και έχω έξαψη. Μου ΄χει ανέβει πυρετός. Ο όποιος κίνδυνος μπορεί να μας περιμένει, με διαγείρει επικίνδυνα. Σκεφτείτε φωτογραφικά ντοκουμέντα που θα έφερνα στην Ελλάδα. Κυριολεκτικά απίστευτα!!!
Πέσανε απάνω μου να με φάνε. Με στριμώξανε και ίσα που δεν με δέσανε στην θέση μου.
Τελικά, ύστερα από άσκοπη πτήση πέντε λεπτών, ο πιλότος αποφάσισε να κατέβει, αλλά φευ! η Αστυνομία είχε προλάβει να απομακρύνει τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα και να θέσει εκτός βολής βελών το αεροδρόμιο.
«Ορίστε!!! Τι καταλάβατε με τον πανικό σας? ΄Εχετε δει πιο εύτακτους πολεμιστές? Τους είπαν ‘πηγαίνετε τώρα παρά κει’, κι εκείνοι ευχαρίστως μετακόμισαν! Κι εγώ τώρα δεν θα ‘χω τα ντοκουμέντα που χρειάζομαι. Ας όψοσθε!!!» Είχα στ΄ αλήθεια θυμώσει πολύ.
Γρήγορα μας φόρτωσαν σε λαντ ρόβερς και εν σπουδή απομακρυνθήκαμε από το πολεμικό πεδίο. Ακόμα ανησυχούσαμε για την τύχη των φίλων μας, μια και στο αεροδρόμιο δεν ήταν κανείς σε θέση να μας φωτίσει. ΄Ολοι ήταν απορροφημένοι από τον καυγά.
Πασχίζοντας να βάλουμε λίγο στην μπάντα την ανησυχία μας για τους άλλους, ρωτήσαμε τον ντόπιο ξεναγό τι γίνηκε κι αρπάχτηκαν έτσι τούτοι οι μουρλοί.
«Α! ο πόλεμος άρχισε με έναν καυγά, όπως άλλωστε αρχίζουν όλοι οι δικοί μας πόλεμοι. Δυο νεαροί διαφορετικών χωριών έπαιζαν ένα παιχνίδι. Ο χαμένος θύμωσε και λογομάχησαν. Πάνω στη λογομαχία ο κερδισμένος έδωσε μια σπρωξιά στον χαμένο. Εκείνος τον φιλοδώρησε με μια μπουνιά στη μούρη κι ο άλλος ευθύς αμέσως του την ανταπέδωσε. Γρήγορα στον καυγά μπήκαν όλοι οι θερμόαιμοι νεαροί και των δυο χωριών. Και στο τέλος έσπευσαν στο νταβαντούρι και οι μεγάλοι. Ε, τότε πια τα πράματα σοβάρεψαν. Τεντώθηκαν τόξα, σφύριξαν βέλη και τώρα κλαίμε... δυόμιση νεκρούς κι ένα χωριό καμένο. Το βλέπετε εκεί αριστερά σας που καπνίζει?»
Το καμένο χωριό το βλέπαμε, το «μισό» νεκρό δεν καταλαβαίναμε.
«Α! είναι βαρειά πληγωμένος και χαροπαλεύει, ωστόσο το σούρουπο θα έχει πεθάνει κι αυτός» προβλέπει με πάσα ηρεμία ο παπουανός.
Πολεμάνε συχνά εδώ? αναρωτηθήκαμε
«Ω!!! δυο τρεις φορές την εβδομάδα» εξηγεί και συνεχίζει γελώντας με την αντίδρασή μας. «Είναι κι αυτό ένα είδος σπορ. Μη σας παραξενεύει. ΄Αλλωστε δεν βλέπετε τις... οχυρώσεις των καταυλισμών μας?»
Τις βλέπαμε. Πανύψηλα ξύλινα κάγκελλα, που η κορφή τους ήταν εξαιρετικά αιχμηρή. «Καστρόπορτα» βαρειά στο έμπα, και τάφρος βαθειά να ζώνει ένα γύρω όλο το συγκρότημα, κάνοντας, έτσι, δύσκολη την πρόσβαση του εχθρού.
«Δηλαδή είστε κάθε ώρα έτοιμοι για... παιχνίδι?»
«Μα και βέβαια! Γι αυτό και μεριμνούμε οι καλύβες των γυναικών και των παιδιών μας να είναι μακρυά από τα σπίτια των ανδρών, για να μην κινδυνεύουν από τα ‘παιχνίδια’ μας, όπως τα είπατε. Βλέπετε ο πόλεμος είναι καθαρά αντρική υπόθεση!!!!»
Για δες που έχουν και κανόνες... ιπποσύνης οι πρώην (?) ανθρωποφάγοι!
Στο δρόμο συναντάμε παρέες νέων, βαμμένων με μαύρη γυαλιστερή μπογιά –δείγμα εχθρικών διαθέσεων- με τεράστια βαρειά τόξα και μακρυά βέλη. Πηγαίνουν να βοηθήσουν τούτη ή εκείνη την παράταξη.
«Μπορώ να φωτογραφίσω μια συντροφιά?» τον χαβά μου εγώ
«Μμμμ, δεν θα σας το συμβούλευα!! Είναι όλοι τους πολύ ξεσηκωμένοι Λίγο θέλουν για να ξεσπάσουν. Καλλίτερα να μην τους προκαλούμε».
Είμαι δυστυχέστατη, για δεύτερη φορά, μέσα σε λίγα λεπτά. Δεν φωτογράφισα έναν απίστευτο πόλεμο και μου απαγορεύουν επίσης να φωτογραφίσω απερίγραπτους πολεμιστές!! Δεν καταλαβαίνω, πια, γιατί έκανα αυτό το ταξίδι, όταν μου ξεφεύγουν τέτοιες παλαβές λεπτομέρειες. ΄Ελεος Χριστιανοί!!!
Στο ΄Αμπουα Λοτζ, το προηγηθέν κλιμάκιο της συντροφιάς πίνει αμέριμνο τον καφέ του στο σαλόνι, με την εκπληκτική θέα στην κοιλάδα.
«Εδώ είστε εσείς? Κι εμείς παρά λίγο να οργανώσουμε αποστολή διάσωσης!»
Απορήσανε.
«Καλά, βρε παιδιά, εσείς χαμπάρι δεν πήρατε? Κουλουβάχατα ήταν το αεροδρόμιο»
Πάλι δεν καταλάβαιναν
«Καλέ πόλεμος! Σφαγή! Σκοτώνονται εκεί κάτω. Τίποτε δεν είδατε?»
Ναί, είχαν δει κάτι καπνούς και άγριους πολεμιστές που πήγαιναν κατά παρέες
«Ε, για επιστράτευση πήγαιναν!»
«Κύριε ελέησον!!!!»

Μετά τον τρόμο για τη δική μας ασφάλεια και την αγωνία για την τύχη των φίλων μας, χαλαρώσαμε βάζοντας τα γέλια.
Τι περιπέτεια κι αυτή!!!!!
 

skiouros82

Member
Μηνύματα
727
Likes
53
Επόμενο Ταξίδι
μας τσάκισε ο covid
Ταξίδι-Όνειρο
japan me cherry blossom
μηπως δεν γραφεις απλα ερασιτεχνικα?ο λογος σου ειναι απολυτα μυθιστορηματικος!εχω μεινει αφωνη.ειναι σαν να διαβαζω ενα κανονικοτατο βιβλιο,και μαλιστα με τοσες πολλες πληροφοριες!respect!
 

ΕΡΣΗ

Member
Μηνύματα
6.454
Likes
2.531
Επόμενο Ταξίδι
Βερολίνο (ξανά!)
Ταξίδι-Όνειρο
Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη
Δεν υπάρχει περίπτωση:θα βρω και χρόνο και χρήμα και θα πάω εκεί. Είναι βέβαιο!
 

StellAnna

Member
Μηνύματα
921
Likes
362
Επόμενο Ταξίδι
Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
Ταξίδι-Όνειρο
Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Λοιπόν φίλοι/ες μου, πες τε μου τι να κάνω?
Τελείωσα όλες τις ενότητες
Η Παπούα έφτασε στο τέλος της
Να τις ανεβάσω όλες μονομιάς, ή σε δόσεις?
Οδηγίες σας, παρακαλώ
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
5.982
Likes
9.450
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ταξίδι-Όνειρο
Λατινική Αμερική
Εγω θελω να το διαβασω ολο τωρα!!!Και φωτο και βιντεα και οτι αλλο υπαρχει!!:clap::clap:
 

ΕΡΣΗ

Member
Μηνύματα
6.454
Likes
2.531
Επόμενο Ταξίδι
Βερολίνο (ξανά!)
Ταξίδι-Όνειρο
Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη
Καλά πλάκα με κάνεις; (είπε η Σαλλλλονικιά!) Αμέσως όλο τώρα πριν πάθω στερητικό σύνδρομο!
 

StellAnna

Member
Μηνύματα
921
Likes
362
Επόμενο Ταξίδι
Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
Ταξίδι-Όνειρο
Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
οκ οτι πειτε
εγω παντα υπακουω
θα ανεβουν ταυτοχρονα και οι φωτο
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Της ζούγκλας οι εκπλήξεις

Τα «καλύβια» μας εδώ στο ΄Αμπουα Λοτζ είναι άλλο σόι πράμα. Είναι στρογγυλά, με σκεπή που θυμίζει κινέζικο καπέλλο. Γύρω γύρω έχουν χαμηλό τζαμλίκι. Από το κρεβάτι σου μπορείς να βλέπεις τα τριγυρινά βουνά και κάτω την κοιλάδα. Κι όλος ο καταυλισμός είναι πνιγμένος στα λουλούδια. ΄Ολων των χρωμάτων κι όλων των σχημάτων. Ξέσκεπη σέρρα θαρρείς.
Κατηφορίζω τη μαλακή πλαγιά και φωτογραφίζω το σύνολο των καλυβιών. ΄Εχω την αίσθηση ότι φωτογραφίζω σκυμμένους κινέζους σε ορυζώνα. Το περιβάλλον είναι μαγευτικό. Είναι απόβροχο και η ατμόσφαιρα γεμάτη ευωδιές. Εδώ πάνω είναι εντελώς αλλοιώτικα από το Καρακουάρι. Εδώ το τοπίο δεν υποβάλλει με την ομορφιά του, αλλά με την τρομακτική του δύναμη, τη δύναμη των άγριων και επικίνδυνων βουνών.
Μέσα στα καλύβια μας βρίσκουμε, εκτός από την άψογη καθαριότητα, όλων των ειδών τις ανέσεις του πολιτισμένου κόσμου. Καυτό νερό και... ηλεκτρικά στρώματα, να σας χαρώ! Στα «ζουγκλοειδή» υψίπεδα το βράδυ κάνει μαύρο ψόφο. ΄Ετσι, είναι μια ευχάριστη έκπληξη για μας, το τεράστιο ανοιχτό τζάκι που λαμπαδιάζει καταμεσής στο σαλόνι. ΄Ομως, πριν προλάβουμε να χαρούμε αυτές μας τις ανέσεις, ο ξεναγός μας τρεχαλίζει στην πρώτη μας εξόρμηση, στα όρη, στ΄ άγρια βουνά.
«Θα περπατήσουμε για κανα δυο ώρες στην κοντινή πλαγιά, μέσα στο δάσος, για να φτάσουμε στον καταρράκτη.»
΄Οταν χωνόμαστε στην θεοσκότεινη ζούγκλα, τα δέντρα σταλάζουν ακόμα πάνω στα κεφάλια μας τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Η λάσπη είναι μπόλικη, παχειά κι αφράτη, σαν μαύρη... σαντιγύ!. Σχεδόν χαίρεσαι να τσαλαβουτάς μέσα της.
Ο ανήφορος είναι δύσκολος και το μονοπάτι πολύ στενό. Κάτω χάσκει η χαράδρα όπου παφλάζει ένα ορμητικό ποτάμι. Είναι τα νερά του καταρράκτη.
΄Ερχεται στ΄ αφτιά μας ο ανατριχιαστικός γδούπος των νερών που γκρεμίζονται από κάποια μεριά της χαράδρας. Και σε μια στροφή αντικρύζουμε τον υδάτινο καταιγισμό. Το τοπίο έχει μιαν άγρια ομορφιά. ΄Ενα βαθύ φαράγγι, ανάμεσα σ΄ απότομα κατάφυτα βουνά, στολίζεται από μια φαρδειά κορδέλλα νερού, που κόβει την ακρικρυνή σμαραγδένια πλαγιά. Βγαίνουμε από το δάσος στο ξέφωτο. Είναι ένα μικρό πέτρινο φυσικό μπαλκόνι, στο χείλος του γκρεμού. Περιδεείς στεκόμαστε πάνω στο βάραθρο. Ο θόρυβος του νερού που γκρεμοτσακίζεται στο βάθος του φαραγγιού, μας ξεκουφαίνει. Πραγματικά νοιώθουμε δέος. Ο βρόντος του καταρράκτη, που πολλαπλασιάζεται από την αντήχηση, η επικίνδυνη χαράδρα κάτω από τα πόδια μας, η απειλητική και σκοτεινή ζούγκλα πίσω μας και το προχωρημένο δειλινό, που γρήγορα παραχωρούσε τη θέση του στη νύχτα, μας έσφιγγαν την ψυχή. Ορμέμφυτα συμμαζευτήκαμε ο ένας κοντά στον άλλον, να νοιώθουμε τον ανάσα του πλαϊνού μας. Σαν κάπου να παραμόνευε κάποιος άγνωστος κίνδυνος, μια αόριστη απειλή.
΄Οταν δίνεται το σινιάλο της επιστροφής, σχεδόν ανακουφιζόμαστε.
Αλλά η αποψινή δοκιμασία μας δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Ποιός τολμά να την περάσει?» ρωτάει ο ξεναγός και μας δείχνει την πιο περίεργη κρεμαστή γέφυρα που είδα ποτέ.
«Δένει» τις δυο όχθες του φαραγγιού. Κάτω, παφλάζει το ποτάμι. Είναι καμωμένη από πολύ λεπτούς κορμούς μπαμπού, και στενό όσο το μάκρος ενός ανθρώπινου πέλματος. Μεταξύ κουπαστής και βάσης μεσολαβεί μια πραγματική δαντέλλα, καμωμένη από ξερά φύλλα μπαμπού. Πώς τα χουν πλέξει έτσι, συμμετρικά, δεν το χωρεί ο νους μας.
Αλλά εκείνο που την κάνει «απαράδεκτη» είναι το σχήμα της.
Είναι καθαρό τόξο!!!
Γέφυρα τοξοειδής και κρεμαστή είναι πράμα τρελλό, ενάντιο σε κάθε λογική. Διότι το τόξο θέλει και κάπου ενδιάμεση στήρηξη.
Αποκλείεται τούτο το κατασκεύασμα να έχει λειτουργικότητα. Μάλλον ήταν απλή... διακόσμηση του χώρου.
«Μα τι λέτε? Οι ντόπιοι την περνούν δυο φορές τη μέρα»
Την κοιτάζαμε με υποψία.
Μοιάζει αέρινη και δεν το πιστεύαμε πως βαστάει ανθρώπου βάρος τούτο το πράμα.
«Είναι καλά μελετημένο, μην ανησυχείτε. Σηκώνει το βάρος ενός κανονικού ανθρώπου που δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός ούτε και πολύ χοντρός. Ας πούμε, αυτός ο κύριος εκεί, δεν επιτρέπεται να περάσει Θα μας καταστρέψει τη γέφυρα!!!»
Ο «κύριος εκεί» είναι ο Τζούλιο, που γίνεται μπαρούτι.
«Εγώ έχω λιγότερα κιλά» λογαριάζω με το νού μου και πλησιάζω την άκρη του μικρού αρχιτεκτονικού αριστουργήματος.
Παίρνω την πρώτη κρυάδα.
Θεούλη μου!!! Είναι πάρα πολύ στενή.
«Περπάτα σαν τον... κάβουρα, με το πλάι, ώστε το πέλμα σου να πατάει και στα τέσσερα κορμούλια του μπαμπού. ΄Ετσι, το βάρος θα μοιράζεται στα τέσσερα. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστικό τούτης της πρωτόγονης στατικής.»
Παναγιά μου!!! Έπαιρνε όρκο ότι δεν θα καταποντιστώ?
«Παίρνω, παίρνω!!!! Φωνάζει γελώντας « Άσε να περάσω πρώτος, να δείτε όλοι το κόλπο. Κανείς σας να μην ξεκινήσει αν εγώ δεν πατήσω γης, απέναντι. Καταλάβατε?
Πώς δεν καταλάβαμε! Είμαστε όλοι καταντίπ ζουρλοί.
Ο ξεναγός πέρασε και κάνει νοήματα να περάσουμε.
Κιοτεύω, αλλά το αποφασίζω. Τελειώνω στα γρήγορα μια προσευχή και ξεκινάω. Η γέφυρα, παρά την τόσο εύθραυστη εμφάνισή της, είναι αρκετά σταθερή. Ελάχιστα κουνιέται από το προσεκτικό μου βάδισμα. Κρατιέμαι γερά από την κουπαστή της –ένα ξύλινο έργο τέχνης- και συγκεντρώνω, σαν γκουρού την προσοχή μου στα πόδια μου. Μόνο όταν φτάνω στην κορφή του τόξου τολμώ μια ματιά κάτω. ΄Ιλιγγος!!! Νοιώθω να χάνομαι! Είμαι πάρα πολύ ψηλά. Και δεν φτάνει το τεράστιο κενό που βρίσκεται κάτω. Το νερό που τρέχει πολλά μέτρα χαμηλότερα, παφλάζει και χοροπηδάει και κουτουλιέται με τα βράχια. ΄Υψος και κίνηση, μου φέρνουν σκοτοδίνη.
«Αυτό δα μου ΄λειψε τώρα» μουρμουρίζω για να πάρω θάρρος, ενώ τραβώ το βλέμμα μου απ΄ το κενό που θαρρείς πως με ρουφάει. Παίρνω βαθειές ανάσες.Ανακατώνομαι. Πρέπει να προχωρήσω. Ξεκινώ. Και στράτα στρατούλα, σαν καβούρι νεογέννητο κι αμάθητο στο περπάτημα, φτάνω επιτέλους στην άλλη άκρη.
«Αχ παιδιά!!!!» ομολογώ «ήταν η μακρινότερη διαδρομή της ζωής μου!!!»
Και εκεί που ανάσανα, να σου κι άλλη καμπανιά.
Από κει που ήρθαμε, απ΄ εκεί και θα γυρίσουμε.
Πάλι γέφυρα δηλαδή.
Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει.
Τρέχω πρώτη και παίρνω θέση στην άκρη της γέφυρας. Τραγουδώντας το «έχετε γεια βρυσούλες» και «στη στεριά δε ζει το ψάρι» πορευόμουν στο περπάτημα του θανάτου. Στην κορφή του τόξου, έπιασα το «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...» και μέχρι να τελειώσω, πάτησα στέρεο έδαφος για μόνιμη... παραμονή.
Αν δεν είχε λάσπες, σίγουρα θα φιλούσα το χώμα.
΄Οταν πια βγαίνουμε από τη μαυρίλα και τη σκοτεινιά του δάσους, νοιώθουμε μια τεράσια ανακούφιση, αλλά και μια περίεργη απογοήτευση.
Η... γοητευτική αγωνία τέλειωσε.
Φτάσαμε καταλασπωμένοι στον καταυλισμό μας, λίγο πριν κλείσουν πίσω μας οι καστρόπορτες.
Η Τζόυ με τον άντρα της τον Πήτερ, οι οικοδεπότες μας στο Τάρι, μας περιμένουν χαμογελαστοί στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα είναι... μαυλιστική θα έλεγα. Η φωτιά λαμπαδιάζει καταμεσής του χώρου, γλυκαίνοντας τη σκοτεινιά και την ψύχρα που μόλις αφήσαμε έξω από το κατώφλι. Τα μεγάλα χαμηλά παράθυρα σ΄ αφήνουν να καμαρώσεις όλο το μεγαλείο του λυκόφωτος. Χρωματιστά μαξιλάρια, σκορπισμένα πάνω στη μοκέττα, σε καλούν να αποθέσεις πάνω τους τα κουρασμένα από τις ταλαιπωρίες μέλης σου.
Καθώς βγαίνουμε μετά το φαγητό από τη γλυκειά ζεστασιά της τραπεζαρίας, παθαίνουμε σοκ, από τον ψόφο που μας παίρνει απ΄ τα μούτρα.
Ευτυχώς που υπάρχουν και τα ηλεκτρικά στρώματα. Θα φτάσουν όμως? Οι καλύβες μας είναι από ξύλο και χόρτο.
Ο ύπνος μας ήταν γλυκός. Τα στρώματα έκαναν τη δουλειά τους και το ξημέρωμα μας βρίσκει φρέσκους, ξεκούραστους και ανυπόμονους. Μπροστά μας βρίσκεται άλλη μια μέρα εκπλήξεων και ξαφνιασμάτων. Θα γνωρίσουμε επί τέλους τους Χούλις, πολεμική φυλή του Τάρι, με μιαν εξωφρενική παραξενιά
Υπομονή όμως.
Μας περιμένει πρώτα ένα πλούσιο πρωινό στην τραπεζαρία με την καταπληκτική θέα....
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Οι άνθρωποι των χρωμάτων

Σήμερα θα δούμε πράματα και θάματα. Μια πολύ όμορφη διαδρομή, ανάμεσα σε βουνά και σε φαράγγια, μας φέρνει στην περιοχή των Χούλις. Είναι μια πράξενη φυλή -Θεέ μου! Τι δεν είναι παράξενο σε τούτο τον τόπο- που το γιορταστικό τους βάψιμο το έχουν αναγάγει σε επιστήμη, ή να το πω καλλίτερα, σε υψηλή τέχνη. Φτιάχνουν μπογιές από ρίζες και φύλλα διαφόρων φυτών και με αυτές βάφουν με φαντασία και με οναδική πρωτοτυπία τα πρόσωπά τους. Κι όταν λέμε «βάφουν» εννοούμε ότι δεν αφήνουν αχρωμάτιστο ούτε πόντο. Μ΄ άλλα λόγια το κεφάλι ενός μπογιατισμένου Χούλι μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής! Ένα απίθανο πορτρέτο.

Η διαδικασία της βαφής παίρνει τουλάχιστον 3 ώρες. Συχνά ο ένας Χούλο βοηθά τον άλλον, αν τα πράματα.... δυσκολέψουν. Διότι, πολλές φορές, πρέπει να χρησιμοποιήσουν και τα δυο τους χέρια και κάποιος πρέπει να κρατά το σπασμένο καθρέφτη μπροστά τους. Είπα σπασμένο καθρέφτη, κι έτσι είναι. Τέτοιοι ήταν όλοι, όσους είδαμε εμείς, αυτό το πρωινό, εν χρήσει. Διότι ένας ολόκληρος καθρέφτης είναι από τα πολυτιμότερα πράγματα για ένα μέλος αυτής της φυλής. Μακάρι να το ξέραμε πριν φτάσουμε εκεί. Αν τους φέρναμε έναν ολόκληρο καθρέφτη, σίγουρα θα μας είχαν ανακηρύξει... εθνικούς ευεργέτες!!!
Φτάνουμε στο χωριό των «ανθρώπων των χρωμάτων» κατά τις 10 το πρωί. Ο ήλιος ζεματάει ήδη. Φυσικά ο καταυλισμός έχει τάφρο, ξύλινο κιγκλίδωμα, και καστρόπορτα, μπροστά στην οποία μας υποδέχεται με θερμή... χειραψία το γηραιότερο μέλος της φυλής, κρατώντας ένα τεράστιο τόξο στο αριστερό του χέρι. Στον ανοιχτό χώρο του καταυλισμού βρίσκουμε τις γυναίκες και τα παιδιά καθισμένους όλους κατάντικρυ στους, προς «μακιγιάρισμα» άντρες. Αυτοί έχουν αρχίσει κι όλας τη δουλειά τους, «οχυρωμένοι» πίσω από ένα χώρισμα με μεγάλες κοτρώνες.
«Μη διανοηθείτε να δρασκελίσετε τη διαχωριστική πέτρινη γραμμή» μας προειδοποιεί ο ξεναγός μας. «Απαγορεύεται»
Κρίμα στη θερμή χειραψά του αμφιτρύονά μας. Γιατί τέτοιος «ρατσισμός» καλοί μας Παπουανοί?
Οι γυναίκες και τα παιδόπουλα αντιθέτως, είναι όλο χαμόγελα. Προσηκώνονται μάλιστα για να μας δώσουν το χέρι.
«Αμάν η μανία τους με τις χειραψίες» γκρινιάζει κάποιος
Τα θηλυκά έχουν φέρει μαζί τους και τα εργόχειρά τους. Η κάθε μια φτιάχνει με σπάγγο ένα είδος μεγάλου διχτυού, που όπως προλάβαμε κιόλας να δούμε χθες, το φορούν στο κεφάλι, σαν χοντρό κεφαλοδέσιμο. Το κάνουν πλεμάτι, που έλεγε κι η μάνα μου, για να βάζουν μέσα τα υπάρχοντά τους. Το κάνουν τσάντα για τις εξόδους τους, ακόμα και κούνια για το μωρό τους!!
Χαζεύουμε τη γυναικεία συντροφιά αλλά το ενδιαφέρον μας τελικώς επικεντρώνεται στους δεξιοτέχνες της βαφής. Ο Οδηγός που διάβασα, με πληροφόρησε ότι είναι τόσο εκπληκτικά τα αποτελέσματα αυτού του βαψίματος, ώστε εντυπωσιάζει ακόμα κι αυτούς τους μαέστρους μακιγιέρ του Χόλλυγουντ, οι οποίοι έρχονται εδώ για να θαυμάσουν αλλά και για να πάρουν ιδές. Πραγματικά συναρπαστικό να παρακολουθείς ένα ανθρώπινο πρόσωπο να μεταβάλλεται, λεπτό προς λεπτό, σε έργο τέχνης.

Θέλω να φωτογραφίσω από κοντά τα «βήματα» αυτής της παράξενης διαδικασίας, αλλά τα «όρια» που αυτοί έχουν τοποθετήσει με εμποδίζουν. Και τότε σκέφτομαι να κάνω ένα πείραμα. Πόσο άραγε μετράει το χαμόγελο και η ευγένεια στους πρωτόγονους? Θα είχε ενδιαφέρον να το διαπιστώσω. Πλησιάζω λοιπόν χαμογελώντας και με νοήματα τους δείχνω τη μηχανή μου και την απόσταση που έχω από αυτούς, χωρίς όμως να κάνω βήμα πέρα από τις πέτρες. Ξαφνιάζονται στην αρχή κι αργούν να ανταποκριθούν. Εγώ βράζω, αλλά περιμένω ακούνητη, χωρίς να εφαφανίσω το χαμόγελο που πάγωσε κρεμασμένο στα χείλη μου. Επί τέλους! ΄Ενας απ΄ όλους μου κάνει νόημα να περάσω. Βάζω το χέρι στο στέρνο και υποκλίνομαι, εκφράζοντας με τον τρόπο που ήξερα, τις ευχαριστίες μου.
Καταπληκτικό!!! Τόση δύναμη λοιπόν κρύβει ένα ευγενικό χαμόγελο! Τότε γιατί στον τόπο μας το χουμε ξεχάσει? Φτού μας, και είμαστε και... πολιτισμένοι!!!!

Πλησιάζω την ομάδα, που με πολλή προσοχή... ζωγραφίζεται. Δυο τρία παιδιά είναι πρότυπα ανδρικής καλλονής. Ψηλοί, γεροδεμένοι, με λεία σοκολατιά επιδερμίδα και μαύρα αστραυτερά μάτια ένθεν και ένθεν μιας τέλειας μύτης. Το βλέμμα τους είναι περήφανο και αδιάφορο στη λευκή παρουσία. Σχεδόν δεν γυρνούν να μας κοιτάξουν. ΄Ισως γιατί ξέρουν ότι τους κοιτάζουμε εμείς. Είναι οι βεντέτες και το καταλαβαίνουν!
Γονατίζω μπροστά σ΄ έναν πανήψηλο Χούλι για να τον φωτογραφίσω «πορτραίτο». Ούτε που αλλάζει έκφραση!!
Υποψιάζεται άραγε από πόσο μακρυά ερχόμαστε για να τον δούμε να.... μακιγιάρεται
Μια Αμερικάνα κάνει να δρασκελίσει τη διαχωριστική πέτρινη γραμμή. Μια φωνή την σταμάει. Αφού δεν έχει χαμόγελο, δεν έχει «περάστε....»
Ξαφνικά τις παίρνει το μάτι μας. Είναι κάτι... περικεφαλαίες. Θα μπορούσα να τις πω και... τρικαντώ!!! Είναι ακουμπισμένες πάνω σε ειδικές βάσεις και, απ΄ όσο μπορώ να κρίνω, είναι καμωμένες από ανθρώπινα μαλλιά.
«Καλέ, τι είναι αυτά τα κατασκευάσματα?» υψώνεται φωνή.
«Α!!! λέτε για τα καπέλα. Είναι πολύτιμα. Τα φτιάχνουν από μαλλιά εφήβων, που τα μεγαλώνουν ειδικά γι΄ αυτό το σκοπό. Βλέπετε αυτόν εκεί τον μικρό?»
Ο μικρός είναι ένα δεκατετράχρονο αγόρι. Στο κεφάλι του έχει μια πραγματική «στήλη» μαλλιών, κατάμαυρη, κατσαρή και συμπαγή.
«Τι είναι αυτή η... κολώνα στο κεφάλι του παιδιού??!!»
«Είδατε? Κουρεύουν σύρριζα τα μαλλιά στα πλάγια, κι αφήνουν τις τρίχες να μεγαλώσουν μόνο μπροστά στην κορφή. ΄Ετσι τα μαλλιά παίρνουν μόνο ύψος, χωρίς να απλώνονται. ΄Οταν αυτή η τούφα φτάσει στο επιθυμητό μέγεθος την κόβουν. Και από αυτήν, με μια περίπλοκη διαδικασία και τεχνική, κατασκευάζουν αυτά τα καπέλλα. Και τα στολίζουν με πολύχρωμα φτερά παραδείσιων πουλιών για να τα κάνουν περισσότερο εντυπωσιακά!!!»
Τελικά τα αλλόκοτα και τα εξωφρενικά δεν έχουν τελειωμό εδώ

Επί δύο ώρες τηγανιζόμαστε όλοι στον καυτόν ήλιο. Μεσημέριασε κιόλας. Αυτοί οι ταλαίπωροι ιδρωκοπούν κατά ηλιού –αλήθεια, γιατί δεν διάλεξαν μια σκιούλα του Θεού, να κάνουν τα καλλιτεχνικά τους στο δροσό?- και δος του και πασαλείφονται διάφορες πομάδες και μπογιές, πηχτούλες σαν λάσπη.
Μμμμ, ίσως πρέπει να κάθονται στον ήλιο για να στεγνώνουν γρήγορα τα διάφορα ψιμύθια τους! Ποιος τους ξέρει? Σ΄ αυτόν τον τόπο θα πρέπει κανείς όλα τα παλαβά να τα παίρνει σαν δεδομένα και να μην αναρωτιέται.
΄Οταν επιτέλους, το βάψιμο τελειώνει, εμείς δεν ξαφνιαζόμαστε πια, αφού έχουμε παρακολουθήσει βήμα προς βήμα όλη τη διαδικασία. Τόσο μπελαλίδικη απασχόληση που είναι, πόσο συχνά άραγε να την επαναλαμβάνουν? Οι Χούλις παρ΄ όλα αυτά την κάνουν με μπόλικο κέφι και μεράκι, εξαντλώντας παν όριο φαντασίας και εφευρετικότητας. Εκείνο που επίσης διαπιστώνουμε είναι ότι αγαπούν το έντονο κίτρινο του Βαν Γκογκ. Αυτό είναι σχεδόν πάντα η βάση. Και πάνω σ΄ αυτό το θειαφί χρώμα, ζωγραφίζουν κόκκινα, μπλε και κεραμιδιά σχέδια.
Μα πώς απαλλάσσονται τελικά από τόσες μπογιές? Είναι εύκολο να... ντεμακιγιαριστούν?
«Πολύ δύσκολο και οδυνηρό.» μας πληφορορεί ο ντόπιος ξεναγός. «Κατασκευάζουν μια ειδική αλοιφή που, σιγά σιγά μαλακώνει κάπως τα χρώματα, ώστε να μην είναι αφόρητος ο πόνος όταν αυτά αποκολλώνται, συμπαρασύροντας και τα γένια –όσο μικρά κι αν είναι- στο τράβηγμα».
Ανατριχιάσαμε.... αλλά έτσι είναι. Μπρος στα κάλλη τι είν΄ο πόνος!!!
Και τώρα χορός.
Η ομάδα των «έργων ζωγραφικής» άρπαζε τα ξύλινα τουμπελέκια της και άρχισε να χορεύει.
Τι θέαμα απερίγραπτο είναι τούτο!! Ζωηρά χρώματα στο πρόσωπο. Σοκολατένια η επιδερμίδα, χρωματιστές οι φυτικές φουντίτσες της άσεμνης γκαρνταρόμπας τους και τούτα τα εκπληκτικά... γαλλικά καπέλλα. Σαν στρατάρχες του... Ναπολέοντα με τρικαντώ και .... χόρτο συκής!!! Τι τρελλά Θεέ μου βλέπουν τα μάτια μας.

Στον αυλόγυρο που χαζολογάμε φτάνει, κάποια στιγμή, ένας τοξότης. Είναι ένα ψηλόλιγνο παιδί, με δυνατά μπράτσα και πόδια. Μοιάζει με εβένινο άγαλμα. Τον πλησιάζω και του ζητώ να μου επιτρέψει να τεντώσω το τεράστιο τόξο του.
Χαμογελάει συγκαταβατικά και μου το προσφέρει.
Τι το ΄θελα?
Αμάν!!! Ασήκωτο είναι το ρημάδι!!!
Ο τοξότης εξακολουθεί να χαμογελάει. Τέλος, καταφέρνω να το σηκώσω. Μπράβο μου, άντε να το τεντώσω κι όλας... Αμ δε!!! Το πόσο άκαμπτο ήταν αυτό το φονικό κατασκεύασμα, δεν περιγράφεται.
Δοκίμασε και ο Τζούλιο. Χα!!! Την ξέρετε την παροιμία που προσφυέστατα συμπεραίνει πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και το ανάλογο περιεχόμενο?
Μα τεντώνεται τούτο το κατασκεύασμα? Δεν το πιστεύαμε και το εξετάζαμε παραπειστικά.
Ουδέν πρόβλημα για τον Παπούα. Τσίτωσε το τόξο πανεύκολα, σαν να ΄ταν σφεντόνα, κι έστειλε το βαρύ βέλος σε μιαν εντυπωσιακή απόσταση.
Πάει!!! Ρεζιλευτήκαμε κατά κράτος.

Με χειραψίες , φωτογραφίες και ταμπούρλα διαβήκαμε ξανά την καστρόπορτα και την τάφρο.
«Και τώρα έχει πικ νικ στο ποτάμι» μας πληροφορεί ο ξεναγός.
Στρωθήκαμε στη χλόη, μέσα σε μια δροσερή λιακάδα. Θες το ποτάμι, θες το υψόμετρο, θες το περασμένο πια μεσημέρι, έκαναν την ατμόσφαιρα γλυκύτατη. Καταβροχθίσαμε απνευστί το περιεχόμενο των πακέττων που μας ετοίμασε με πολλή φροντίδα η Τζόυ.
Ξαπλώσαμε κάτω από έναν χλιαρό ήλιο να χωνέψουμε
«Πώς θα ‘ταν να παντρευτώ έναν Χούλι και να μείνω εδώ?» ρώτησα
΄Εφαγα στο κεφάλι όλα τα πακέττα με τ΄ αποφάγια.
Γελάσαμε και κλείσαμε τα μάτια τεμπέλικα....
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Παπουανός Γαιοκτήμονας

΄Ομως εδώ δεν βρισκόμαστε για αραλίκι. Εδώ επιβάλλεται τρεχαλητό μέχρι τελευταίας πνοής.
Αφήνουμε τις ξάπλες και πιάνουμε τις περιηγήσεις. Φτάνουμε σε μιαν ερημιά. Ένα ξέφωτο μέσα στη ζούγκλα. Κάπου, αντίκρυ μας, βλέπουμε ένα είδους φτάχτη. Και στην είσοδο έναν άνρθωπο πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής.
«Μα, τι είναι αυτό το.. στοιχειό, απέναντι?
«Γαιοκτήμονας!»
΄Ελα Χριστέ μου! Πώς είναι έτσι? Κοντούλης, μαυριδερούλης, καμπουράκος, σταφιδιασμένος, μ΄ένα τόξο στο χέρι μεγαλύτερο από το μπόι του και... ολάνθιστος. Λουλουδένιος!!! ΄Ομως όχι όπως κι όπως. Από φρέσκα, άσπρα και κόκκινα λουλούδια, έχει φτιάξει δυο τεράστια... μπιφτέκια να τα πω? Χάμπουργκερ? Λουλουδάτες διπλές κοτσίδες? Κάτι τέτοιο, τέλως πάντων. Και τα έχει κρεμάσει στα πλαινά της κατσαρής κεφαλής του. Μόλις βλέπει το αυτοκίνητο ορμάει πάνω μας, όλος ένα πλατύ χαμόγελο και με το χέρι απλωμένο για χειραψία!.
Αφού τελειώνουν οι χαιρετούρες μπαίνουμε στον περιφραγμένο χώρο. Και, ω! του θαύματος! Βρισκόμαστε μέσα σ΄ ένα πραγματικό αγρόκτημα. Ο γεράκος καλλιεργεί διάφορα ζαρζαβάτια και είναι πολύ περήφανος γι΄ αυτά.
«Με βοηθούν και οι γυναίκες μου» λέει και σπρώχνει μπροστά δυο όντα, εξ ίσου σταφιδιασμένα. ΄Εχουν το πανωκόρμι γυμνό. Στα λογόνια τους κρέμονται χορταρένιες φούστες. Και στο κεφάλι τους –δεμένο μ΄ έναν παράξενο τρόπο που κάνει στην κορφή κόμπο- βρίσκεται ένα πλεμάτι, απ΄ αυτά που είδαμε να πλέκουν οι γυναίκες των «μακιγιέρ». Μοιάζουν πολύ γριες, με χαλαρές κοιλιές και στήθη, με κοντά και σταβά πόδια. Η θέα τους μας τρομάζει, Μας πλησιάζουν, ντροπαλές σαν κοπελλούδες και φυσικά μας τείνουν αυθόρμητα το χέρι.
«΄Αντε, πάλι, επαφές τρίτου τύπο» γκρινιάζει ο υποχόνδριος της παρέας. Ωστόσο απλώνει το χέρι, χαμογελώντας.
Χαζεύουμε το κτήμα κι απορούμε με την επιμονή αυτού του ανθρώπου να δαμάσει την ατίθαση ζούγκλα με τις καταστρεπτικές βροχές της, την ύπουλη υγρασία της, την εξοντωτική αλλαγής της θερμοκρασίας κι όλα των τρελλά των τροπικών.
Ο γεροντάκος –μα ήταν στ΄ αλήθεια γέρος? Σε τούτο το νησί αδύνατον να κάνεις υπολογισμούς ηλικιών! Κι ο σαραντάρης μοιάζει χούφταλο!- ο γεροντάκος λοιπόν, τρέχει συνεχώς ξωπίσω μας κι όλο κελαϊδάει κάτι ακαταλαβίστικα. Τελικά μας σταματάει και μας ειδοποιεί με νοήματα, πως θα κάνει τοξοβολία. Μας βάζει πίσω από την πλάτη του μετρώντας μας συγχρόνως, μην τύχει και κάποιος από μας βρεθεί ξαφνικά μπροστά στο στόχο του, και τον κάνει μακαρίτη. Με σβελτάδα και δύναμη νέου άντρα, τα κάνει όλα. Σηκώνει το βαρύ τόξο, βγάζει το βέλος από τη φαρέτρα, το τοποθετεί στο τόξο, το τεντώνει ανετότατα και ρίχνει. Και φυσικά κάνει διάνα!!! Θεέ μου να τον βλέπατε πώς πηδούσε από τη χαρά του!!! Σαν μικρό παιδί. Κρίμα που δεν είχα έτοιμη τη μηχανή μου να τον απαθανατίσω, καθώς πετιόταν στον αέρα, ένα τόσο δα πραματάκι μαυριδερό και ζαρωμένο, που όμως ήταν όλο ένα φωτεινό χαμόγελο ικανοποίησης!!!!
Η επίσκεψή μας τελειώνει. Συνοδεύντάς μας ως την πόρτα, μας σταματά μπροστά στο καλύβι του και μας καλεί να το επισκεφτούμε. Διπλωνόμαστε στα δυο και σκυφτοί μπαίνουμε σ΄ ένα χώρο θεοσκότεινο, χωρίς παράθυρο. ΄Οταν τα μάτια μας συνηθίζουν, διακρίνουμε σωρούς από κουρέλια. ΄Ενα χαμηλό ξύλινο κρεβάτι σ΄ όλο το μήκος της μιας πλευράς. Ψάθες κρεμασμένες στους τοίχους. ΄Ενα χοντρό δοκάρι στη μέση του δωματίου να συγκρατεί την οροφή και πυροστιά για τα βροχερά βράδυα.
Ξανασκύβουμε, βογγώντας, στο έβγα.
Πίσω μας ο φεουδάρχης βγαίνει κουβαλώντας κάτι τόσες δα κατακόκκινες ντοματούλες.
«Είναι από τη σοδειά μου. Μια για τον καθένα σας» λέει και μας προσφέρει από μια. Είναι ακριβώς είκοσι. ΄Οσοι κι εμείς. Βαστάμε το ντοματάκι συγκινημένοι αλλά δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε.
«Λέτε να περιμένει να το φάμε εδώ και τώρα? ΄Απλυτο κι αχτένιστο, του Χάρου δε το δίνω?»
« ΄Οταν πάτε στο ξενοδοχείο, πλύνετέ το και δοκιμάστε το. Είναι πεντανόστιμο.» μας σώζει ο ξεναγός, από την δύσκολη θέση που είμασταν.
Ξανά χειραψίες, ξανά χαμόγελα κι ένα σωρό «Γιούκουλουμ γιούπλα μπιάιντ» μας συνοδεύουν ως τις καμιονέττες μας. Ο γαιοκτήμονας μας ξεπροβαδίζει οικογενειακώς.
Φτάνουμε κατάκοποι στο ΄Αμπουα Λοτζ. Η Τζόυ και ο Πήτερ μας περιμένουν με ανυπομονησία. Είμαστε οι μονοι «καλεσμένοι» τους, και μας έχουν συντροφιά τα πρωινά και τα βράδυα.
«Ενδιαφέρουσα η μέρα σας?» ρωτούν
«Απερίγραπτη» απαντούμε
Μας καλούν να έρθουμε κοντά στο τζάκι, να πιούμε ένα τσάι ή έναν τονωτικό καφέ.
Χαλαρώνουμε και αρχίζουμε τον απολογισμό της ημέρας.
Οι περισσότεροι είναι γοητευμένοι από τους ζωγραφιστούς Χούλις
Εμένα όμως το μυαλό και η καρδιά μου έμειναν στον σταφιδιασμένο γεροντάκο με τη γενναιόδωρη καρδιά. Αυτή η ντοματούλα, που ακόμα βαστούσα, αντιπροσωπεύει σίγουρα όλη την αγωνία του Παπούα να τη δει να φυτρώνει, νε μεγαλώνει. Κλείνει μέσα της ένα όνειρο και μια προσδοκία. Τη χαρά της προσπάθειας.
Το άλλο πρωί έχουμε συγκινητικούς αποχαιρετισμούς. Η Τζόυ, από την ώρα του πρωινού είναι διαρκώς βουρκωμένη. Ο Πήτερ κι αυτός συγκινημένος, την κρατά στην αγκαλιά του. Τα χέρια κουνιούνται έξω από το αυτοκίνητο σ΄ έναν ύστατο αποχαιρετισμό, στην ευγένεια, την ομορφιά της ψυχής, στη μεγαλωσύνη της φύσης.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.314
Μηνύματα
887.626
Μέλη
38.978
Νεότερο μέλος
roadster

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom