Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.686
- Likes
- 58.976
- Επόμενο Ταξίδι
- Cape Verde
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: Η μισή κιβωτός του Νώε και... ήρθε μια αράχνη
Κοιμηθήκαμε σαν τα πουλάκια, υπό τους ήχους της φύσης. Πριν λίγες μέρες που ήμουν στον Αμαζόνιο διαπίστωσα το ίδιο: οι ήχοι της φύσεως οδηγούν στον καλύτερο δυνατό ύπνο, ακόμη και για μένα που δεν το έχω με τον ύπνο δυστυχώς, αν κοιμηθώ εξάωρο πανηγυρίζω.
Το πρωί πάντως έκανε κρύο, το ήθελε το ζακετάκι του, ζακέτα να πάρεις που λέει και η ελληνίδα μάνα. Μετά από ένα ικανοποιητικό πρωινό ξεκινήσαμε με τη δροσούλα και την ανατολή του ηλίου για το δεύτερο σαφάρι μας, περνώντας κλασικά από την υαινοφωλιά που βρίσκεται κοντά στο καμπ. Αυτή τη φορά είχαν μείνει μόνο τα μικρά, που ήταν πιο κινητικά αν κι αργότερα έσκασαν μύτη και κάποιες ενήλικες ύαινες. Είδαμε καμηλοπαρδάλεις, που είναι οι αγαπημένες μου αφού μοιάζουν σε μια αγαπημένη δασκάλα που είχα στο δημοτικό (ήταν “λαιμού” και μυρίκαζε μονίμως) και μπόλικα πουλιά, που συνήθως στα σαφάρι τα υποτιμούμε αλλά ειδικά ένα ονόματι starling (Starling - Wikipedia) ήταν εντυπωσιακότατο, πολυχρωμότατο και πανταχού παρόν. Και τα φαραώνια όμορφα ήταν, ο Νίκος μάλιστα έλεγε ότι είχε στο σπίτι του στη Ρουμανία και κάνουν και την καλύτερη σούπα ever. Μάλλον τον άκουσαν και γι αυτό άρχισαν να τρέχουν σα παλαβά, η αλήθεια είναι ότι είναι σε ένα μόνιμο πανικό.
Όταν τα πουλιά τσιρίζουν, μας είπε ο οδηγός, ειδικά αυτά που δεν μπορούν να πετάξουν, σημαίνει πως έχουμε λεοπάρδαλη στην περιοχή. Αρχίσαμε λοιπόν να την ψάχνουμε με τη συνδρομή άλλων δύο τζιπ κι αλήθεια είναι πως ήταν καραγουάου (να κι εγώ χρησιμοποιώ εκφράσεις τις νεολαίας, θα πάω να κάτσω μαζί της στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι να τους λέω ιστορίες από την κρύπτη τότε που ταξξιδεύαμε χωρίς ίντερνετ και κρατήσεις) όταν βγήκε από τα φυλλώματα μεγαλοπρεπής, αδιαφορώντας για τα τζιπ. Διέσχισε ένα χωματόδρωμο, μετά εξαφανίστηκε μέσα σε κάτι άλλους θάμνους υποχρεώνοντάς μας να την ξαναψάχνουμε και τσα! Ξαναεφανίστηκε πάνω σε ένα κλαδί δέντρου, να αράζει ρεμβάζοντας και μάλλον περιμένοντας να εμφανιστεί κανένα δυστυχές φαραώνι, ίσως και κάτι άλλο, λίγο πιο μεγάλο, που λέγανε και στα γήπεδα κάποτε. Φοβερή η εικόνα της λεοπάρδαλης να αράζει ψηλά στο δέντρο, ακόμη καλύτερη η κατάβασή της που ήταν άκρως... αιλουροειδής , ακολουθούν οι δικές μου φωτογραφίες και μετά οι καλύτερες του Νίκου.
Η καμηλοπάρδαλη χάθηκε στο δάσος κι εμείς τραβήξαμε για νέες περιπέτειες, αυτή τη φορά με ιπποπόταμους. Τέσσερις-πέντε ήταν μαζεμένοι σε ένα ποτάμι, προκαλεί ένα δέος όταν εκεί που βλέπεις με το ζόρι δυο ματάκια να εξέχουν από το νερό, ξαφνικά αναδύεται ένα τέρας που κάνει αυτό το χασμουρητό-like πράγμα για να μας δείξει τα δόντια του. Δε βαριέμαι να βλέπω ιπποπόταμους ποτέ, μου θυμίζουν ένα δάσκαλο μουσικής που είχαμε στο γυμν... χαχα όχι.
Ξαναεφανίστηκε η λεοπάρδαλη λίγο πιο πέρα, αυτή τη φορά ακολουθώντας τη με το τζιπ διαπιστώσαμε πως είχε ένα μικρό μέσα σε ένα θάμνο που ίσα που φαινόταν μέσα στα φυλλώματα. Απομακρυνθήκαμε και μέσα στη λασπουριά είδαμε ένα σπαρακτικό θέαμα: ένας ιπποπόταμος να έχει μπει μέσα στο νερό προσπαθώντας να καλύψει την τραυματισμένη και ματωμένη πλάτη του και τρία πουλιά τον εντόπισαν και πήγαν και έτρωγαν συνεχώς το ματωμένο δέρμα του, σαν τον Προμηθέα τον έτρωγαν τον κακομοίρη. Σκατόπουλα, δεν τον άφηναν σε ησυχία τον ιπποπόταμο, τον έβλεπα και πονούσα.
Η μέρα ήταν πανδαισία, για τα πτηνά δε θα αναφερθώ καν, κροκόδειλοι, φοβερά waterbucks, φακόχοιροι, αντιλόπες, καμηλοπάρδαλη-μπεμπέ, οστά ελεφάντων, ένας ζωντανός ελέφαντας που ξαπόσταινε το χαυλιόδοντά του πάνω σε ένα δέντρο, κάτι τρομερά καταγάλανα πουλιά, εξαιρετικά όλα, μόνο λιοντάρια δεν πετύχαμε, προς απογοήτευση του Νίκου που είχε βάλει και το σχετικό μπλουζάκι.
Επιστρέψαμε, φάγαμε μια πάλι αισιόδοξη προσπάθεια του σεφ να κάνει κάτι γκουρμεδέ (δεν ήταν κακό το φαγητό αλλά φαινόταν ότι το παραπροσπαθούσε ο καημένος και δεν του έβγαινε), αράξαμε και λίγο με σαφώς πιο ανθρώπινη θερμοκρασία από εκείνη της προηγούμενης ημέρας και το απόγευμα ήταν η ώρα της δραστηριότητας με τα mokoro, δηλαδή με τα παραδοσιακά κανό. Μας πήγαν λοιπόν με το τζιπ μέχρι ένα σημείο του ποταμού κι εκεί μας περίμεναν δυο απλούστατα κανό, ένα για μας τα δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια, κι ένα για τους Αυστραλούς, που είχαν άντρα βαρκάρη, εμείς είχαμε μια κοπελίτσα. Μπήκαμε λοιπόν στο κανό κι η κοπελίτσα άρχισε να “κάνει κουπί” ή τέλος πάντων να σπρώχνει με το μαρκούτσι που είχε.
Ξέραμε ότι δε θα δούμε πολλά ζώα, αν θυμάμαι καλά είδαμε δύο βούβαλους όλους κι όλους, αλλά το νόημα δεν ήταν αυτό. Ήταν να κάνεις μια διαδρομή στη φύση σε απόλυτη ησυχία με τις ίδιες συνθήκες που το έκανε ο κόσμος εδώ και πολλές εκατοντάδες χρόνια και ήταν υπέροχα. Από τη μία η δύση του ηλίου, από την άλλη η κουβεντούλα με τη βαρκάρισσα που κι αυτή για δυο μήνες θα ήταν μακριά από την οικογένειά της , θα επέστρεφε για δυο εβδομάδες και ξανά τα ίδια για όσο κρατάει η σεζόν. Για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η γαλήνια πλευρά του “the bush”, το πώς το κανό γλιστρούσε ανάμεσα στα φύλλα κάτω από τα δέντρα σε απόλυτη ησυχία.
Αργήσαμε λίγο κι είχε νυχτώσει στην επιστροφή με το τζιπ. Το οποίο σήμαινε... πως μπορέσαμε να δούμε ακόμη περισσότερα ζώα! Ένα θηριώδες kudu, μερικά αφρικανικά καγκουρώ (πολύ ενδιαφέροντα, δεν τα είχα ξαναδεί, κάτι σα λαγοί είναι, ιδού: South African springhare - Wikipedia) , φοβερά πουλιά, impalas, σούπερ ήταν κι ας μη μπορέσαμε να βγάλουμε τίποτε φοβερές φωτογραφίες, παρά το χρήσιμο τελικώς φακό με το πράσινο φως του Νίκου.
Το δείπνο ήταν χαριτωμένο και πήγαμε στο δωμάτιο, όπου εγώ έπιανα ίντερνετ, αλλά το iphone του Νίκου όχι. Ίσως γι αυτό εγώ ήμουν απορροφημένος και δεν είδα μια συμπαθή αράχνη που περπατούσε στον τοίχο λίγα εκατοστά πάνω από το κεφάλι μου. “Σκότωσέ τη”, μου φώναξε ο Νίκος. “Έλα μωρέ του Θεού είναι, άστη να ζήσει” είπα εγώ χαλαρά αλλά ο Νίκος είχε πάρει ήδη ένα εντομοαπωθητικό και της έριξε και στο τέλος την κατακρεούργησα με μια παντόφλα. Τελικά μάλλον είχε δίκιο ο Νίκος -που το δάχτυλό του ακόμη πονούσε από το τσίμπημα της προηγούμενης βραδιάς- γιατί έστειλε τη φωτογραφία στη γυναίκα του η οποία μέσω ΑΙ διαπίστωσε πως είναι δηλητηριώδης η συγκεκριμένη, φαντάζομαι όχι θανατηφόρα αλλά δεν είναι να παίζεις με αυτά την ώρα που κοιμάσαι.
Ξαπλώσαμε και πάλι απολάυσαμε πολλούς ήχους. Αυτή τη φορά δεν ήταν βρηχυθμοί, αλλά κάτι πιο περίεργο, δεν κατάλαβα αν ήταν βουβάλια ή ιπποπόταμοι, πάντως φάτσα-κάρτα μπροστά στη σκηνή μας με τον πράσινο φακό του Νίκου σημαδεύσαμε ένα τεράστιο ελάφι στα πέντε μέτρα από εκεί που βρισκόμασταν. Εμ, μας είχαν δώσει και την πιο απομακρυσμένη, τη σκηνή Νο1. Η συναυλία από πουλάκια, βατράχια και μάλλον βουβάλια συνεχίστηκε κι εμείς κοιμηθήκαμε πάλι σαν πουλάκια. Μας έμενε κι ένα πρωινό σαφάρι πριν την πτήση στον πολιτισμό.
Κοιμηθήκαμε σαν τα πουλάκια, υπό τους ήχους της φύσης. Πριν λίγες μέρες που ήμουν στον Αμαζόνιο διαπίστωσα το ίδιο: οι ήχοι της φύσεως οδηγούν στον καλύτερο δυνατό ύπνο, ακόμη και για μένα που δεν το έχω με τον ύπνο δυστυχώς, αν κοιμηθώ εξάωρο πανηγυρίζω.
Το πρωί πάντως έκανε κρύο, το ήθελε το ζακετάκι του, ζακέτα να πάρεις που λέει και η ελληνίδα μάνα. Μετά από ένα ικανοποιητικό πρωινό ξεκινήσαμε με τη δροσούλα και την ανατολή του ηλίου για το δεύτερο σαφάρι μας, περνώντας κλασικά από την υαινοφωλιά που βρίσκεται κοντά στο καμπ. Αυτή τη φορά είχαν μείνει μόνο τα μικρά, που ήταν πιο κινητικά αν κι αργότερα έσκασαν μύτη και κάποιες ενήλικες ύαινες. Είδαμε καμηλοπαρδάλεις, που είναι οι αγαπημένες μου αφού μοιάζουν σε μια αγαπημένη δασκάλα που είχα στο δημοτικό (ήταν “λαιμού” και μυρίκαζε μονίμως) και μπόλικα πουλιά, που συνήθως στα σαφάρι τα υποτιμούμε αλλά ειδικά ένα ονόματι starling (Starling - Wikipedia) ήταν εντυπωσιακότατο, πολυχρωμότατο και πανταχού παρόν. Και τα φαραώνια όμορφα ήταν, ο Νίκος μάλιστα έλεγε ότι είχε στο σπίτι του στη Ρουμανία και κάνουν και την καλύτερη σούπα ever. Μάλλον τον άκουσαν και γι αυτό άρχισαν να τρέχουν σα παλαβά, η αλήθεια είναι ότι είναι σε ένα μόνιμο πανικό.
Όταν τα πουλιά τσιρίζουν, μας είπε ο οδηγός, ειδικά αυτά που δεν μπορούν να πετάξουν, σημαίνει πως έχουμε λεοπάρδαλη στην περιοχή. Αρχίσαμε λοιπόν να την ψάχνουμε με τη συνδρομή άλλων δύο τζιπ κι αλήθεια είναι πως ήταν καραγουάου (να κι εγώ χρησιμοποιώ εκφράσεις τις νεολαίας, θα πάω να κάτσω μαζί της στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι να τους λέω ιστορίες από την κρύπτη τότε που ταξξιδεύαμε χωρίς ίντερνετ και κρατήσεις) όταν βγήκε από τα φυλλώματα μεγαλοπρεπής, αδιαφορώντας για τα τζιπ. Διέσχισε ένα χωματόδρωμο, μετά εξαφανίστηκε μέσα σε κάτι άλλους θάμνους υποχρεώνοντάς μας να την ξαναψάχνουμε και τσα! Ξαναεφανίστηκε πάνω σε ένα κλαδί δέντρου, να αράζει ρεμβάζοντας και μάλλον περιμένοντας να εμφανιστεί κανένα δυστυχές φαραώνι, ίσως και κάτι άλλο, λίγο πιο μεγάλο, που λέγανε και στα γήπεδα κάποτε. Φοβερή η εικόνα της λεοπάρδαλης να αράζει ψηλά στο δέντρο, ακόμη καλύτερη η κατάβασή της που ήταν άκρως... αιλουροειδής , ακολουθούν οι δικές μου φωτογραφίες και μετά οι καλύτερες του Νίκου.
Η καμηλοπάρδαλη χάθηκε στο δάσος κι εμείς τραβήξαμε για νέες περιπέτειες, αυτή τη φορά με ιπποπόταμους. Τέσσερις-πέντε ήταν μαζεμένοι σε ένα ποτάμι, προκαλεί ένα δέος όταν εκεί που βλέπεις με το ζόρι δυο ματάκια να εξέχουν από το νερό, ξαφνικά αναδύεται ένα τέρας που κάνει αυτό το χασμουρητό-like πράγμα για να μας δείξει τα δόντια του. Δε βαριέμαι να βλέπω ιπποπόταμους ποτέ, μου θυμίζουν ένα δάσκαλο μουσικής που είχαμε στο γυμν... χαχα όχι.
Ξαναεφανίστηκε η λεοπάρδαλη λίγο πιο πέρα, αυτή τη φορά ακολουθώντας τη με το τζιπ διαπιστώσαμε πως είχε ένα μικρό μέσα σε ένα θάμνο που ίσα που φαινόταν μέσα στα φυλλώματα. Απομακρυνθήκαμε και μέσα στη λασπουριά είδαμε ένα σπαρακτικό θέαμα: ένας ιπποπόταμος να έχει μπει μέσα στο νερό προσπαθώντας να καλύψει την τραυματισμένη και ματωμένη πλάτη του και τρία πουλιά τον εντόπισαν και πήγαν και έτρωγαν συνεχώς το ματωμένο δέρμα του, σαν τον Προμηθέα τον έτρωγαν τον κακομοίρη. Σκατόπουλα, δεν τον άφηναν σε ησυχία τον ιπποπόταμο, τον έβλεπα και πονούσα.
Η μέρα ήταν πανδαισία, για τα πτηνά δε θα αναφερθώ καν, κροκόδειλοι, φοβερά waterbucks, φακόχοιροι, αντιλόπες, καμηλοπάρδαλη-μπεμπέ, οστά ελεφάντων, ένας ζωντανός ελέφαντας που ξαπόσταινε το χαυλιόδοντά του πάνω σε ένα δέντρο, κάτι τρομερά καταγάλανα πουλιά, εξαιρετικά όλα, μόνο λιοντάρια δεν πετύχαμε, προς απογοήτευση του Νίκου που είχε βάλει και το σχετικό μπλουζάκι.
Επιστρέψαμε, φάγαμε μια πάλι αισιόδοξη προσπάθεια του σεφ να κάνει κάτι γκουρμεδέ (δεν ήταν κακό το φαγητό αλλά φαινόταν ότι το παραπροσπαθούσε ο καημένος και δεν του έβγαινε), αράξαμε και λίγο με σαφώς πιο ανθρώπινη θερμοκρασία από εκείνη της προηγούμενης ημέρας και το απόγευμα ήταν η ώρα της δραστηριότητας με τα mokoro, δηλαδή με τα παραδοσιακά κανό. Μας πήγαν λοιπόν με το τζιπ μέχρι ένα σημείο του ποταμού κι εκεί μας περίμεναν δυο απλούστατα κανό, ένα για μας τα δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια, κι ένα για τους Αυστραλούς, που είχαν άντρα βαρκάρη, εμείς είχαμε μια κοπελίτσα. Μπήκαμε λοιπόν στο κανό κι η κοπελίτσα άρχισε να “κάνει κουπί” ή τέλος πάντων να σπρώχνει με το μαρκούτσι που είχε.
Ξέραμε ότι δε θα δούμε πολλά ζώα, αν θυμάμαι καλά είδαμε δύο βούβαλους όλους κι όλους, αλλά το νόημα δεν ήταν αυτό. Ήταν να κάνεις μια διαδρομή στη φύση σε απόλυτη ησυχία με τις ίδιες συνθήκες που το έκανε ο κόσμος εδώ και πολλές εκατοντάδες χρόνια και ήταν υπέροχα. Από τη μία η δύση του ηλίου, από την άλλη η κουβεντούλα με τη βαρκάρισσα που κι αυτή για δυο μήνες θα ήταν μακριά από την οικογένειά της , θα επέστρεφε για δυο εβδομάδες και ξανά τα ίδια για όσο κρατάει η σεζόν. Για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η γαλήνια πλευρά του “the bush”, το πώς το κανό γλιστρούσε ανάμεσα στα φύλλα κάτω από τα δέντρα σε απόλυτη ησυχία.
Αργήσαμε λίγο κι είχε νυχτώσει στην επιστροφή με το τζιπ. Το οποίο σήμαινε... πως μπορέσαμε να δούμε ακόμη περισσότερα ζώα! Ένα θηριώδες kudu, μερικά αφρικανικά καγκουρώ (πολύ ενδιαφέροντα, δεν τα είχα ξαναδεί, κάτι σα λαγοί είναι, ιδού: South African springhare - Wikipedia) , φοβερά πουλιά, impalas, σούπερ ήταν κι ας μη μπορέσαμε να βγάλουμε τίποτε φοβερές φωτογραφίες, παρά το χρήσιμο τελικώς φακό με το πράσινο φως του Νίκου.
Το δείπνο ήταν χαριτωμένο και πήγαμε στο δωμάτιο, όπου εγώ έπιανα ίντερνετ, αλλά το iphone του Νίκου όχι. Ίσως γι αυτό εγώ ήμουν απορροφημένος και δεν είδα μια συμπαθή αράχνη που περπατούσε στον τοίχο λίγα εκατοστά πάνω από το κεφάλι μου. “Σκότωσέ τη”, μου φώναξε ο Νίκος. “Έλα μωρέ του Θεού είναι, άστη να ζήσει” είπα εγώ χαλαρά αλλά ο Νίκος είχε πάρει ήδη ένα εντομοαπωθητικό και της έριξε και στο τέλος την κατακρεούργησα με μια παντόφλα. Τελικά μάλλον είχε δίκιο ο Νίκος -που το δάχτυλό του ακόμη πονούσε από το τσίμπημα της προηγούμενης βραδιάς- γιατί έστειλε τη φωτογραφία στη γυναίκα του η οποία μέσω ΑΙ διαπίστωσε πως είναι δηλητηριώδης η συγκεκριμένη, φαντάζομαι όχι θανατηφόρα αλλά δεν είναι να παίζεις με αυτά την ώρα που κοιμάσαι.
Ξαπλώσαμε και πάλι απολάυσαμε πολλούς ήχους. Αυτή τη φορά δεν ήταν βρηχυθμοί, αλλά κάτι πιο περίεργο, δεν κατάλαβα αν ήταν βουβάλια ή ιπποπόταμοι, πάντως φάτσα-κάρτα μπροστά στη σκηνή μας με τον πράσινο φακό του Νίκου σημαδεύσαμε ένα τεράστιο ελάφι στα πέντε μέτρα από εκεί που βρισκόμασταν. Εμ, μας είχαν δώσει και την πιο απομακρυσμένη, τη σκηνή Νο1. Η συναυλία από πουλάκια, βατράχια και μάλλον βουβάλια συνεχίστηκε κι εμείς κοιμηθήκαμε πάλι σαν πουλάκια. Μας έμενε κι ένα πρωινό σαφάρι πριν την πτήση στον πολιτισμό.
