Ινδονησία Μία έκλειψη ηλίου, ένα rave party, κι ένα τσούρμο τρομοκράτες στην Κελέβη της Ινδονησίας

Μηνύματα
35
Likes
401
Επόμενο Ταξίδι
Συνεχές ταξίδι
Ονειρεμένο Ταξίδι
Άλφα Κενταύρου
Ήταν χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο. Μα ως πάντοτε, ήταν καλοκαίρι στον Ισημερινό. Εκείνο τον καιρό διεχείμαζα στους τροπικούς παραλλήλους της Νοτιοανατολικής Ασίας. Μού είχε γράψει ένα καλό φιλαράκι εκ Γερμανίας πως ετοιμάζεται να κατέβει κι αυτός Ασία. Έπαιζε, λέει, καλό παρτάκι στην Κελέβη της Ινδονησίας, ευρέως γνωστότερη ως Σουλαουέσι.

Ολική έκλειψη ηλίου θα περνούσε αυτόν τον χειμώνα υπέρ της εξωτικής αυτής νήσου. Η ομάδα που διοργανώνει τα Eclipse Festivals δεν είχε πτοηθεί από τις γεωγραφικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του τόπου, και είχε προγραμματίσει κανονικά την φετινή της εκδήλωση. Παρθενικό rave party στην Ινδονησία, και ένα από τα ελάχιστα που έχουν ποτέ λάβει χώρα σε ισλαμικό κράτος; Είχα καιρό να πάω σε ένα από δαύτα τα παλαβιάρικα πανηγύρια… ανέκαθεν επιθυμούσα να επισκεφθώ και την Κελέβη… ευκαιρία να βρεθούμε και με τον φίλο… ψήθηκα αμέσως.

Μετέβην, το λοιπόν, μία ωραία πρωία, στο αεροδρόμιο της Κουάλα Λουμπούρ και μπήκα σε ένα αεροπλάνο. Μετά από ολιγόωρη αναμονή στην Τζακάρτα, μετεπιβιβάστηκα στο δεύτερο αεροσκάφος με προορισμό την Κελέβη. Ήταν γεμάτο παρδαλοντυμένους Αυστραλούς, Ιάπωνες, και Ευρωπαίους ρεϊβάδες. Ο ήλιος είχε αποώρα βουτήξει υπό τον δυτικό ορίζοντα της θάλασσας των μπαχαρικών σαν προσγειωνόμασταν στο Πάλου, στην απομονωμένη βόρεια ακτή του νησιού.

Το αεροδρόμιο πρέπει να λειτουργούσε με δική του γεννήτρια. Χώρια από τα αραιά οχήματα που διέσχιζαν τις διάσκορπες οδούς, ήταν η μοναδική πηγή φωτός επί της απόζοφης πολιτείας. Αφότου ανέλπιστα γοργά διέβην από τον έλεγχο διαβατηρίων, μαρτύρησα απόλυτο σκότος έξω από την αίθουσα αφίξεων. Διακοπή ρεύματος επικρατούσε σε όλη την πόλη.

Μοιράστηκα ένα ταξί με δυο παρτόβιες Κορεάτισσες και έναν Ιταλό. Οι τρεις των κατέβηκαν στο μοναδικό χόστελ της πόλης, όπου είχαν ήδη κρατήσει κλίνες αποκαιρό. Εγώ συνέχισα προς ένα από τα πολλά σπίτια που οι ιδιοκτήτες των είχαν μετατρέψει σε ξενώνες λόγω της συγκυρίας. Εκεί είχε εγκατασταθεί ήδη κάμποσες μέρες ο Γερμανός μου φίλος, και υπετίθετο είχε ζητήσει τών σπιτονοικοκυρέων να κρατήσουν ένα δωμάτιο και για μένα.

Ακινητοποίησε ξάφνως ο ταρίφας το όχημα, και πριν μού τείνει την ανοιχτή του παλάμη, μού έδειξε μία αυλόπορτα που μόλις αχνοφαινόταν πίσω από το σκοτάδι στην ακροδρομιά. Ελίχθηκα μέσα στην μαυρίλα, κατευθυνόμενος προς την αμυδρή φλόγα που σιγόκαιγε στην αντίπερα μεριά της αυλής. Ένα ελαφρύ σούσουρο ξεχώρισα μες στην σιγαλιά, λίγο προτού διακρίνω τον Γερμανό να κάθεται με τρεις λευκές γκόμενες γύρω από το τραπέζι που φιλοξενούσε το κερί. Με καλωσόρισε, αρπάζοντας ταυτόχρονα να μού πασάρει μία ζεστή μπύρα από το κασόνι κάτω από το τραπέζι.

Πιάσαμε ευθύς την εύθυμη πάρλα, χαμηλόφωνα, να μην ξυπνήσουμε την οικογένεια. Λαγωνικό όμως, η σπιτονοικοκυρά πήρε γρήγορα είδηση την νέα άφιξη και βγήκε στην αυλή να επιβλέψει. Για αρχικά περίεργο λόγο, φάνηκε εκπεπλησμένη από την παρουσία μου. Πήρε αρκετή παντομίμα μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι σκατά δωμάτιο μού είχε φυλάξει. Παρότι ο Γερμανός πίστευε πως την είχε ενημερώσει επιτυχώς, αυτή φαίνεται είχε συναινέσει για κάτι άλλο, άσχετο, που νόμιζε πως είχε καταλάβει. Εν τέλει, συμφωνήσαμε να καταλάβω τον εύβολο καναπέ στο σαλόνι προς ένα ευτελές, συμβολικό, πρακτικά εθελοντικό αντίτιμο.

Όλα καλά, πήραμε φακούς και βγήκαμε έξω εις αναζήτηση δείπνου. Παρόλο που ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, καταφέραμε να βρούμε ανοιχτό φαγάδικο. Τα δύο κορίτσια που διατηρούσαν το εστιατόριο μιλούσαν αδιάλειπτα στο τηλέφωνο, καθώς ταυτόχρονα προετοίμαζαν ράθυμα τα πιάτα μας. Κατάλαβα καλούσαν φίλους και συγγενείς να έλθουν να μας κάνουν χάζι, αφού μία ολόκληρη πλειάδα αυτών είχε καταφτάσει και συμμαζωχθεί τριγύρω μας, προτού καλά-καλά σερβιριστούμε. Ντράπηκα λίγο τα χάχανά των, που με έβλεπαν όλοι να δακρύζω και να αναψοκοκκινίζω, όταν τελικά ρίχτηκα με τα μούτρα στο φαΐ. Τότε μετάνιωσα που ήμουν ο μόνος που τής είπα «okay» σαν ρώτησε «spicy?» η μαγείρισσα. Αποφάγαμε όλοι, κατέβασα κι εγώ μια νταμιτζάνα νερό να κατασβήσω το φλεγόμενο πεπτικό μου σύστημα, βγάλαμε αμέτρητες σέλφι με όλη την γειτονιά, και κινήσαμε σπίτι.

Την επομένη, κατάλαβα για-τα-καλά πως θεωρούμαστε αστέρες. Το φεστιβάλ είχε προσελκύσει μία πρωτοφανή συνάθροιση ξένων σε αυτόν τον τόπο, όπου οι περισσότεροι ντόπιοι δεν πρέπει να είχαν ποτέ αντικρίσει λευκό πρωτύτερα. Κανείς δεν θα μας προσπερνούσε χωρίς τουλάχιστον ένα γνέψιμο κι ένα μειδίαμα. Η κυκλοφορία λεωφόρων κωλυόταν, σαν παρατούσαν οδηγοί τα αμάξια των να σπεύσουν να φωτογραφηθούν μαζί μάς. Ολόκληρα σχολεία έτρεχαν στο κατόπι μας, σκληρίζοντας με μία φωνή «μίστε, μίστε, σέλπι, σέλπι!».



Πέρασαν οι μέρες και ξημέρωσε η μέρα που θα άρχιζε το πάρτι. Μισθώσαμε παρέα η ομάδα από τον ξενώνα ένα αμάξι να μας μεταφέρει στον χώρο της εκδήλωσης. Η κοινή διαίσθηση του ότι αυτό δεν θα ήταν ένα συνηθισμένο ψυχεδελικό πάρτι ήταν εύδηλη αναμεταξύ μάς.

Πήρε κάμποση ώρα ταρακουνήματος επί του κακοτράχαλου, φιδίσιου δρόμου που ανηφόριζε εκείνη την αραιόφυτη πλαγιά μέχρι που αφιχθήκαμε στον χώρο της εκδήλωσης, καταμεσήμερα. Ο τροπικός ήλιος τσουρούφλιζε ανηλεώς το ολόγυμνο υψίπεδο, και δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκιάς, φυσικής ή τεχνητής, για να στήσουμε σκηνές. Τα τροπικά κουνούπια, όμως, δεν πτοούνταν διόλου από τον καύσωνα, και εφορμούσαν ακούραστα από τις πατούσες μέχρι το κούτελο. Η εξέδρες, τα παγκάρια, και οι λοιπές υποτυπώδεις εγκαταστάσεις ήταν όλες καμωμένες αποκλειστικά από μπαμπού· αξιοθαύμαστο πως κατόρθωσαν να τα στήσουν κι αυτά ακόμη σε τέτοιο απρόσιτο μέρος. Η επίσημη έναρξη της εκδήλωσης ήταν το βράδυ, και ήμασταν από τους πρώτους που αφιχθήκαμε — πρώτους, εννοώντας από τους θαμώνες… Ένα ολόκληρο τάγμα, βαρέως οπλισμένο, απεσταλμένο ειδικά από την Ιάβα, ήταν ήδη στενώς παρατεταγμένο περιμετρικά του εκδηλωσιακού χώρου.

Είχαν ακουστεί οι φήμες στην πόλη. Μα τώρα δεν ήταν πλέον φήμες. Το πάρτι ήταν υπό τρομοκρατική απειλή! Ήταν κάποιοι μουτζαχεντίνιδες τζιχαντιστές από την κεντρική Ασία που είχαν φάει μια-δυό εκατοντάδες σε ένα παζάρι στην Τζακάρτα και κατέφυγαν ύστερα στις ζούγκλες της Κελέβης να κάνουν ανταρτοπόλεμο. Είχαν ακούσει, λέει, για το σαϊτανικό πάρτι των οργίων και ήθελαν εθελοντικά να επιβάλουν θεία δικαιοσύνη. Προσωπικά, δεν τις πήρα τις απειλές ανήσυχα, διότι αν είχαν δυνατότητα να κάνουν κάτι, δεν θα προειδοποιούσαν… Φαντάσου τον Μπιν Λάντεν να έπαιρνε τηλέφωνο το CNN πριν πειρατεύσει τα αεροπλάνα.

Σοβαρές-ξεσόβαρες, πάντως, οι απειλές είχαν αντίκτυπο. Από τις έξι-επτά χιλιάδες εισιτήρια που είχαν πουλήσει, ζήτημα αν φάνηκαν χίλια άτομα. Από κάμποσες δεκάδες ντιτζέηδες που είχαν κλείσει για το πρόγραμμα, δεν ήλθε σχεδόν κανείς. Οι ίδιοι τρεις-τέσσερις ξεκάρφωτοι βαρούσαν άγρυπνα τα σακεντέλια για όλη την εβδομάδα.



Μού είχε περάσει από το μυαλό πως η όλη ιστορία για τους τρομοκράτες μπορεί και να ήταν κουραφέξαλα· σκηνοθετημένη για να φέρουν τον στρατό και να κάνουν συλλήψεις για ουσίες. Η ιδέα αυτή ήταν ίσως λίγο υπέρ του δέοντος παρανοϊκή, αλλά ήταν μία παράνοια που όλοι οι παρευρισκόμενοι μοιραζόμασταν από κοινού. Αυτό ήταν με διαφορά το πιο «καθαρό» rave party που έχω ποτέ παρακολουθήσει. Ούτε ίχνος καιόμενης μαριχουάνας δεν εισέβαλε στα ρουθούνια μου ενώπιον κοινού. Ήμασταν, σε τελική ανάλυση, στην Ινδονησία· σε μία χώρα που η πρώτη ανακοίνωση που έβγαλαν σαν καθίσαμε στο αεροπλάνο ήταν: «Σάς υπενθυμίζουμε ότι η κατοχή ναρκωτικών στην Ινδονησία είναι παράνομη και τιμωρείται με θάνατο.»

Όχι πως δεν έπαιζε δα και τίποτε… Αλλά όταν είσαι περικυκλωμένος από στρατό — έστω κι αν θεωρητικά είναι εκεί για να σε προστατεύσουν από τρομοκράτες και όχι για να σε συλλάβουν — η ενσυνειδησία των δυνητικά μοιραίων συνεπειών καθιστούσε οιαδήποτε χρήση ενέργεια αυστηρώς ιδιωτική. Όπως την μεγάλη νύχτα πριν από την έκλειψη…

Ήταν εκείνος ο Καναδός, μηχανικός της NASA, τελείως πωρωμένος με το διάστημα, που είχε κατασκηνώσει παραπλήσια μάς. Είχε ριψοκινδυνεύσει και πέταξε από τις ΗΠΑ με ένα φιαλίδιο κολλυρίου γεμάτο LSD. Η μουσική έκανε σύντομο διάλειμμα πριν το μεγάλο νταβαντούρι. Βαθιά σιγή επικρατούσε στην θεοσκότεινη ύπαιθρο, όπου είχαμε απομακρυνθεί και καβατζωθεί σε μία θαμνολόχμη, μακριά από αδιάκριτα, στρατιωτικά βλέμματα. «Δεν στάζει, δεν στάζει το ρημάδι» παραπονιόταν ο Καναδός, καθώς παιδευόταν να ρίξει από μία σταγόνα σε δύο καπάκια νερομπούκαλων, μέσα στην απέριττη μαυρίλα της νεοσέληνης νυκτός. «Να, έσταξε» εξεφώνησε με-τα-πολλά, και μού πάσαρε το ένα καπάκι. Το κατέβασα με μια γουλιά. Έκανε κι αυτός το ίδιο και πήρε να μελετολογάει το κολλύριο. «Ω! Έσταζε όλη την ώρα! Πρέπει να ήταν πεντ’-έξι σταγόνες στο καθένα!» μού έκανε σε λίγες στιγμές. Ανταλλάξαμε σαστισμένα βλέμματα, ανακουνήσαμε τα κεφάλια μισοαδιάφορα, ανασηκώσαμε τους ώμους.

Ξεμείναμε εκεί κάμποσες ώρες να συζητούμε για το σύμπαν, κάτω απ’ τον αστροπλημμύριστο ουρανό, μέχρι που μας συνεπήρε το μπαπαμπούπα, που εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει να τρίζει την γη και να φαιδρύνει την νοτερή τροπική ατμόσφαιρα, και κατασπεύσαμε στην σκηνή. Πολλά μυστηριακά, διονυσιακά, συνέβησαν εκείνη την νύχτα, περί των οποίων δεν θα μπω εδώ σε λεπτομέρειες.

Ένας νέος κόσμος ξημέρωσε το πρωί, πιο όμορφος για όποιον τον παρατηρούσε. Και πριν ακόμη καλοζεστάνει, ξανανύχτωσε προσωρινά. Σίγησαν μοναστραπίς τα ηχεία, και ο απόηχος ενός συλλογικού αναφωνητού απορροφήθηκε κι αυτός σε δυο στιγμές από την σιγή. Αόρατα γλίστρησε η αδρανής μάζα της Σελήνης μπρος απ’ το αναδυόμενο άστρο. Μόνο η βαθμιαία φθίση του φωτός μαρτυρούσε την παρουσία της. Και για δυο εκστασιακά λεπτά, κατά την κλιμάκωση, ως φωτόστεπτη μαύρη οπή εμφανίστηκε μέσα στον λυκόφωτο ουρανό, νοητική σήραγγα ανάμεσα στα όρια και την απειρότητα. «This is got to be when the bomb explodes» πετάγεται τότε αποδίπλα ο μαλάκας ο Αυστραλός μες στην ησυχία να σού χαλάσει την μαγεία.



Πέρασαν οι μέρες, τελείωσε το πάρτι. Κουρασμένοι, ηλιοκαμένοι, χιλιοτσιμπημένοι, άπλυτοι (οι αυτοσχέδιες ντουζιέρες ποτέ δεν δούλευσαν), αλλά ψυχικά ανανεωμένοι, μπουκάραμε τριάντα πάνω-κάτω άτομα στην ανοιχτή καρότσα ενός φορτηγού, που μάλλον η διοργάνωση θα είχε μισθώσει, να μας κατεβάσει στην πόλη. Από τρομοκράτες ούτε ίχνος. Τους είχα ξεχάσει. Αλλά ήταν να τους τρακάρω σύντομα…

Βουτιές στην θάλασσα, βουτιές σε καταρράκτες, βόλτα, φαΐ, κι όλα τα συναφή… κυλούσαν τα μερόνυχτα στο Πάλου. Ο Γερμανός είχε έλθει με το ποδήλατο μια επτακοσαριά ανωκατήφορα χιλιόμετρα από το Μακάσσαρ στον νότο πριν το πάρτι. Ήθελε τώρα άραγμα, ξενοδοχείο, και την πίτσα παραδομένη στην πόρτα. Εμένα μ’ έτρωγε για περιπέτεια. Κανονίσαμε με μια μισότρελη Αυστραλέζα και μια θεόμουρλη Γερμανίδα να πάμε σε κάποια απόμερα ζουγκλοβούνια στην ενδοχώρα, όπου είχε και προϊστορικούς τάφους και τέτοια κόλπα.



Κατεβήκαμε το λοιπόν πρωί-πρωί στον σταθμό να βρούμε μέσον. Με λίγα Ινδονησιακά και πολλή παντομίμα, συμφωνήσαμε με έναν τύπο να μας πάει με το τζιπ του. Ελάχιστα χνάρια πολιτισμού πετύχαμε καθ’ όλον τον μακρύ δρόμο, που μέσω ατελείωτου, πυκνού πρασίνου, μας έφερε μόλις πριν την δύση σε μία πλατιά, ορυζώφυτη κοιλάδα, ολούθεν περιζωμένη από απρόσιτες οροσειρές. Στο κέντρο της βρισκόταν το χωριό Wuasa. Κατεβήκαμε στον μοναδικό ξενώνα του χωριού και πιάσαμε δωμάτιο. Εκεί πετύχαμε και έναν Ιταλό βοτανολόγο. Οι τέσσερίς μας ήμασταν οι μόνοι ξένοι στο χωριό, που με την σειρά του θα αριθμούσε καμμια χιλιάδα άτομα, και απείχε μία γεμάτη μέρα ταξίδι από τον εγγύτερο σημαντικό πολιτισμό.




Νωρίς-νωρίς σηκωθήκαμε την επομένη, και πήραμε να ετοιμαζόμαστε χαρωπά. Ήταν μία μέρα ερατεινή και πράα. Τίποτε δεν δοκούσε ασυνήθιστο. Βρήκαμε ένα αμάξι και κινήσαμε προς την αρχή του μονοπατιού, οπόθεν θα πεζοπορούσαμε στην ζούγκλα προς τους τάφους. Αλλά σαν βγήκαμε από το χωριό, η πορεία μας εκωλύθη από τον στρατό.

Ευγενικότατα μας ενημέρωσαν οι φαντάροι πως είναι μία ομάδα τρομοκρατών πάνω στο βουνό, ετοιμάζονται για επιχειρήσεις, και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Χαιρετήσαμε, και κάναμε μεταβολή όπως ήλθαμε.



Επιστρέψαμε στον ξενώνα να μελετήσουμε εναλλακτικούς προορισμούς. Εκεί συνειδητοποιήσαμε πως είχαν διακόψει το διαδίκτυο και το τηλεφωνικό σήμα, πάσα επικοινωνία, σε όλο το χωριό. Εντός ολίγου, συνειδητοποιήσαμε προσέτι ότι έχουν οδοφράξει κι όλους τους δρόμους που οδηγούν στο χωριό. Ήμασταν παντελώς αποκλεισμένοι. Μετά ξεκίνησαν να ηχούν ελικόπτερα αποπάνω, ομοβροντίες και εκρήξεις αποπέρα. Τέλος, έσκασε μύτη και η μονάδα που στάθμευσε εικοσιτετράωρα στην αυλή του ξενώνα να μας προστατεύει.

Ως είχαν τα πράγματα, πάμε, λέμε, μία βόλτα να δούμε και το χωριό. Δεν πήρε πολλή περιφορά μέχρι που μία προσηνής ντόπια μας κάλεσε στο σπίτι της. Ήταν η δασκάλα του χωριού, και μάλλον η μοναδική του κάτοικος που κατείχε λίγα βασικά αγγλικά. Μάς έδειξε τον οίκο της, και μετά μας συνόδευσε παρέα να συνεχίσουμε την βόλτα. Δεν θα πήρε πέντε λεπτά και δυο στροφές μέχρι την επόμενη πρόσκληση. Αυτή ήλθε από τους αστυνομικούς του χωριού, όταν κατά τύχη περάσαμε μπροστά από το τμήμα. Απεδείχθη η μοναδική φορά στην ζωή μου που με έχουν φωνάξει σε αστυνομικό τμήμα για καλό. Κέρασαν καφεδάκι, και κάτσαμε μουσαφιραίοι όλο το απόγευμα να παίζουμε πινγκπόνγκ με τους μπάτσους, ποδόσφαιρο με τα γειτονόπουλα, και μπαλάκι με τον αστυνομικό σκύλο.



Το βράδυ ήταν η σειρά μας να μουσαφιρεύσουμε ένστολους. Άκουσαν οι αξιωματικοί του στρατού οι Ιαβανέζοι πως ήταν επισκέπτες στον ξενώνα, και ήλθαν να πιούμε τσάι και να μας κάνουν χάζι. Με τα φτωχά μας μπαχάσικα, και τα φτωχότερά των αγγλικά, προσπαθήσαμε να κάνουμε συζήτηση. Πλιότερο αποτιδήποτε άλλο μίλησαν οι εικόνες. Πήρε ο ένας ο τύπος να μάς δείχνει στο κινητό του φωτογραφίες από τις επιχειρήσεις· βασικά, ανοιχτοκοιλιασμένα πτώματα, με έντερα και λοιπά σωθικά διάσκορπα στην λάσπη γύρω τών. Σε μία φωτογραφία που το πρόσωπο του νεκρού ήταν αρκετά διατηρημένο για να διακρίνεις μία ιμάμικη γενειάδα, σταμάτησε ο αξιωματικός και μού επέστησε την προσοχή. Περήφανα ο δείκτης του χεριού του στράφηκε από την οθόνη στον εαυτό του, σαν να λέει «αυτόν, εγώ…», πριν καταλήξει με «μπουμ μπουμ».




Έτσι πέρασαν δυο-τρεις μέρες στην Ουάσα, μέχρι που ένα πρωί μάς είπαν πως αφήνουν ένα αγροτικό να διασχίσει τα βουνά προς την πόλη Πόσο. Έπρεπε να την πάρουμε σχεδόν σηκωτή την ψυχεδελειάρα την Γερμανίδα, να βιαστεί να φύγουμε νωρίς, να μην μας πάρει βράδυ. Τής είπαν πως είχαμε εξήντα χιλιόμετρα δρόμο και περίμενε σε autobahn. Όλη μέρα το φάγαμε το αδυσώπητο ηλιοκοπάνημα στους μουλαρόδρομους, σπρώχνοντας πότε-πότε το κολλημένο όχημα μες στις λάσπες, μέχρι να αφιχθούμε αργά το απόγευμα στην πόλη. Οι χίπισσες θα κινούσαν επί τόπου για έναν τόπο άλλο. Εγώ είπα να μείνω λίγο εκεί να ανασυντάξω τις σκέψεις μου.

HTML:
<link rel="canonical" href="https://theblogofdimi.com/ekleipsi-iliou-rave-party-tromokrates-kelevi-indonesia/" />
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.112
Μηνύματα
880.671
Μέλη
38.838
Νεότερο μέλος
Crimson_gr

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom