James
Member
- Μηνύματα
- 1.032
- Likes
- 5.636
- Επόμενο Ταξίδι
- Ανατολική Κρήτη
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού
Περιεχόμενα
Οι Φούρνοι απλώνονταν αμφιθεατρικά μπροστά μας δίνοντας μια ωραία εικόνα, που αποτελούνταν από μερικές ταβερνούλες, μικρά ξενοδοχειάκια και μπόλικο κόσμο να περπατάει στην παραλιακή. Με μια πρώτη ματιά λοιπόν το μέρος φαινόταν πολύ μεγαλύτερο από ότι νόμιζα δημιουργώντας αισιόδοξες σκέψεις.
Μετά από μόλις μερικά βήματα στο λιμενοβραχίονα με σκουντάει η σύζυγος. "Κοίτα εκείνη την κυρία! Κρατάει ένα χαρτί και λέει Μπίλιω!! Θα ήρθε να μας πάρει!".
Απέναντί μας μια καλοστεκούμενη ξανθιά 50άρα με μαύρα γυαλιά ηλίου (που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν τα έβγαζε ποτέ) κρατούσε μια άσπρη ταμπέλα που έγραφε "Βillio". "Μα αγάπη μου", λέω, "πού ξέρουμε ποια από τις δύο είναι? Και αν είναι η κακιά? Τι θα της πούμε, συγγνώμη λάθος, την άλλη ψάχνουμε? Άστο καλύτερα." Η σύζυγος ξαναπροσπάθησε, "μα δεν χάνουμε τίποτα", αλλά μιας και ήμουν ανένδοτος και οι πιθανότητες 50% που είχαμε να την πετύχουμε δεν μου φάνηκαν πολλές, συμφώνησε απρόθυμα. 'Άλλωστε "εδώ κοντά είναι το ξενοδοχείο"
Προσπεράσαμε την κυρία, και πήραμε τον (ανηφορικό) δρόμο προς το "Billios Apartments". Ύστερα από λίγο περπάτημα κατά το οποίο συναντούσαμε στα αριστερά μας συμπαθητικά καφενεδάκια και αρκετό κόσμο φτάσαμε σε μία μεγάλη πέτρινη σκάλα που φαινομενικά οδηγούσε καρφί στο ξενοδοχείο. Φαινομενικά. Αποφασίσαμε να την ανέβουμε. Στα μέσα της, είχα αρχίσει και μετάνιωνα την ώρα και την στιγμή που είχαμε πάρει βαλίτσα την οποία και κουβάλαγα. (μα ποιος παίρνει βαλίτσα για 1,5 μέρα? Ελπίζω να μην διαβάζει ο Yorgos). Στα τελευταία σκαλιά, ξανακάναμε μια στάση κοιτάζοντας πίσω. Η θέα είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γοητευτική καθώς βλέπαμε από ψηλά το λιμάνι αποζημιώνοντάς μας κάπως για τα ποτάμια ιδρώτα που είχαμε ήδη ρίξει. "Ε, λίγα σκαλιά απομένουν" είπα. Όντως. Λίγα έμεναν μέχρι...την επόμενη σκάλα που μας περίμενε....
Όπως αποδείχτηκε η πρώτη σκάλα οδηγούσε σε ένα πλακόστρωτο που περνούσε κάτω από το ξενοδοχείο, και από εκεί η τελική πρόσβαση γινόταν μόνο από μια τελική σκάλα. "Προλαβαίνουμε το καράβι να πάμε πίσω" πρότεινα. Το βλέμμα που πήρα ήταν αρκετό για απάντηση, οπότε φόρτωσα την βαλίτσούλα (sic) μας και ορμήσαμε στο τελευταίο εμπόδιο....
Τελευταία σκαλιά και μπροστά μας εμφανίζεται μία άλλη συμπαθητική κυρία η οποία μας χαιρέτησε με ένα όμως σχετικά ανήσυχο βλέμμα. "Γεια σας! Ποιοι είστε εσείς?" Ωχ. "Ταδόπουλος" της λέω, "έχω μια κράτηση για σήμερα! Ή μήπως δεν έχω??". "Ταδόπουλος?? Μα νομίζαμε ότι δεν θα έρθετε! Η Μπίλιω σας περίμενε κάτω αλλά δεν φανήκατε και πίστεψε πως δεν θα έρθετε!"
"Ωχ ωχ. Η καλή Μπίλιω ήταν! Κάτσε να αρχίσω να ψάχνω δικαιολογίες να πω στην σύζυγο που δεν την άκουσα!" Πριν όμως προλάβω να ξεφουρνίσω κάτι πιασάρικο, έρχεται και δεύτερο χτύπημα. Ένα βανάκι παρκάρει στο πλακόστρωτο ξεφορτώνοντας κάποιους τουρίστες. Από την θέση του οδηγού εμφανίζεται η καλοστεκούμενη κυρία από το λιμάνι και μας φωνάζει: "πού είσασταν ρε παιδιά? Σας περίμενα!". Ε, να ξέρετε νομίζαμε ότι ήσασταν κάποια άλλη Μπίλιω, πήγα να ψελλίσω. "Μα ΕΓΩ είμαι η Μπίλιω!!! Δεν υπάρχει άλλη" Τώρα δέσαμε...
Όπως αποδείχτηκε, πρόκειται για το ίδιο άτομο που είχε δύο ξενοδοχεία και περιμένει κάθε φορά τους πελάτες της (μάλλον τους πιο έξυπνους) για να τους μεταφέρει, ειδικά στο "Apartments" που η πρόσβαση είναι καααάπως πιο δύσκολη.
Το δωμάτιο ευτυχώς μας περίμενε. Και ήταν και παραπάνω από καλό. Ένας μεγάλος ενιαίος χώρος με κουζίνα, 2 τραπεζάκια με καρέκλες, διπλό κρεβάτι και φοβερή και τρομερή θέα στο λιμάνι. "Αυτό μάλιστα!" αναφώνησα καθώς ξεκούραζα το (ταλαιπωρημένο) κορμί μου στο "ατομικό σαλονάκι" μας. "Ατομικό σαλονάκι" ονόμαζα ένα ξύλινο πάγκο με τραπέζι και δύο καρέκλες σκηνοθέτη που υπήρχαν έξω από κάθε δωμάτιο. Από εκεί όντως η θέα ήταν εξαίσια, είτε κατά το μεσημέρι, είτε κατά το ηλιοβασίλεμα είτε κατά την διάρκεια της νύχτας, που εκτός από την Θύμαινα, μπορούσες να δεις και τα φώτα του Άγιου Κήρυκου στην Ικαρία.
Το ξενοδοχείο και στο σύνολό του ήταν πολύ όμορφο και προσεγμένο στο οποίο κυριαρχούσαν η πέτρα και το ξύλο. Η κεντρική είσοδος, μια ξύλινη πόρτα, οδηγούσε σε ένα ενιαίο μπαλκόνι που πέρναγε μπροστά από όλα τα δωμάτια του ορόφου. Σε αυτό το μπαλκόνι ήταν και τα "ατομικά σαλονάκια". Πολύ καλή δουλειά από την Μπίλιω και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Όπως προανέφερα βέβαια η κανονική τιμή ήταν ελαφρώς τσουχτερή, αλλά υπήρχε και ξενοδοχείο στο λιμάνι όπου ήθελε 100 ευρώ την βραδιά! Ίσως να ήταν παράρτημα του Χίλτον.
Όπως αποδείχτηκε υπήρχε πολύ πιο βατός δρόμος για να φτάσουμε στην τελική σκάλα και περνούσε μέσα από το χωριό αλλά αυτό το μάθαμε λιγουλάκι αργά. Προσπερνώντας αυτό το "λαθάκι" ξεκινήσαμε τις πρώτες βόλτες στα σοκάκια του χωριού. Παιδάκια παίζανε παντού, κυρίες κουτσομπολεύανε στις, γεμάτες άνθη, αυλές και ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν. Πραγματικές εικόνες χωριού, βγαλμένες από το παρελθόν σε ρυθμούς πολύ διαφορετικούς από ότι έχουμε συνηθίσει και μπορούν να καλμάρουν τα νεύρα και του πιο απαιτητικ..."....ΘΕΕ ΜΟΥ ΑΣ ΗΞΕΡΑ ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΠΕΘΑΑΑΑΝΩΩΩΩ". "Παναγία μου" λέω. "Τι είναι τούτο??". "ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΝΑ ΚΑΑΑΑΑΝΩΩΩΩ". Αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα ήρθε να "εμπλουτίσει" ο Σφακιανάκης μέσα από τα ηχεία του μάλλον πιο κάγκουρα των Φούρνων, τα οποία τεστάρονταν για το βραδινό πανηγύρι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ακόμα και σήμερα μπορώ να ακούσω τον ήχο μέσα στο μυαλό μου!
Απομακρυνθήκαμε τάχιστα από την γλυκιά μελωδία του Νότη, γιατί κοντά ήταν η θάλασσα, δεν ήθελα και πολύ να πέσω και να γυρίσω κολυμπώντας στη Σάμο. Με λίγο περπάτημα ακόμα φτάσαμε στο "εμπορικό" τμήμα των Φούρνων. Όταν λέω "εμπορικό" προφανώς δεν εννοώ την champ elysees, αλλά ένα "Τ" το οποίο σχημάτιζαν η παραλιακή και ένας πλακόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στην πλατεία. Αυτό λοιπόν το "Τ" ήταν υπερφορτωμένο θα έλεγα με ταβέρνες, καφετέριες, καφενεία, μίνι μάρκετ, μεζεδοπωλεία, φαρμακείο, μανάβικα, φούρνους, το μοναδικό ΑΤΜ (και το μόνο σημείο όπου μπορείς να κάνεις ανάληψη χρημάτων-τράπεζες δεν υπάρχουν, βέβαια και αυτό δεν λειτουργούσε, ίσως να το πηγαίνουν για οικονομία ανταλλαγής προϊόντων ποιος ξέρει), ενοικιάσεις μηχανών (αυτοκίνητα δεν ενοικιάζουν, καλά όχι ότι χρειάζεται) και κάτι απίθανα μαγαζιά που συνδυάζανε ότι πιο ετερόκλητα προϊόντα μπορεί να βάλει ο νους. "Παπούτσια - σχολικά είδη", " είδη ψαρέματος - είδη υγιεινής (!)" και άλλα τέτοια όμορφα! Φαντάζομαι ότι με τόσο μικρό αγοραστικό κοινό, για να βγει το μεροκάματο χρειάζεται να έχει μια ποικιλία....
Οι βόλτες μας μάς οδήγησαν σε μια συμπαθητική καφετέρια με πολύχρωμες καρέκλες στην αρχή του εμπορικού δρόμου. "Θα έχει άραγε φρέντο?" αναρωτήθηκε η σύζυγος. "Εντάξει ρε αγάπη μου, είπαμε! Δεν ήρθαμε και στην άκρη του κόσμου!". Σε λίγη ώρα τα φρεντάκια (ουφ, είχε τελικά) ήταν στο τραπεζάκι μας, και έχοντας θέα στον δρόμο παρακολουθούσαμε την κυκλοφορία. Σύντομα παρατηρήσαμε ότι βλέπαμε συνεχώς τους ίδιους να ανεβοκατεβαίνουν μιας και η "περατζάδα" είναι σχετικά περιορισμένη. Πάντως έστω αυτός ο ένας δρόμος, ήταν πεντακάθαρος, με διακριτικούς κάδους σκουπιδιών, με φρεσκοβαμμένους σε διάφορα χρώματα τους αρμούς ανάμεσα στις πλάκες, και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους δικούς μας κεντρικούς δρόμους...
Η ώρα είχε περάσει και η πείνα έκανε την εμφάνισή της. Οι ταβερνούλες ήταν δίπλα μας και κατευθυνθήκαμε προς τον "Νίκο". Σύντομα θα ερχόμασταν σε επαφή με το must φαγητό των Φούρνων, τα καβούρια, την... ταβερνιάρα - κινητό κατάλογο, την επίθεση από μακαρόνια αλλά και ολίγον Κούβα!!
Μετά από μόλις μερικά βήματα στο λιμενοβραχίονα με σκουντάει η σύζυγος. "Κοίτα εκείνη την κυρία! Κρατάει ένα χαρτί και λέει Μπίλιω!! Θα ήρθε να μας πάρει!".
Απέναντί μας μια καλοστεκούμενη ξανθιά 50άρα με μαύρα γυαλιά ηλίου (που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν τα έβγαζε ποτέ) κρατούσε μια άσπρη ταμπέλα που έγραφε "Βillio". "Μα αγάπη μου", λέω, "πού ξέρουμε ποια από τις δύο είναι? Και αν είναι η κακιά? Τι θα της πούμε, συγγνώμη λάθος, την άλλη ψάχνουμε? Άστο καλύτερα." Η σύζυγος ξαναπροσπάθησε, "μα δεν χάνουμε τίποτα", αλλά μιας και ήμουν ανένδοτος και οι πιθανότητες 50% που είχαμε να την πετύχουμε δεν μου φάνηκαν πολλές, συμφώνησε απρόθυμα. 'Άλλωστε "εδώ κοντά είναι το ξενοδοχείο"
Προσπεράσαμε την κυρία, και πήραμε τον (ανηφορικό) δρόμο προς το "Billios Apartments". Ύστερα από λίγο περπάτημα κατά το οποίο συναντούσαμε στα αριστερά μας συμπαθητικά καφενεδάκια και αρκετό κόσμο φτάσαμε σε μία μεγάλη πέτρινη σκάλα που φαινομενικά οδηγούσε καρφί στο ξενοδοχείο. Φαινομενικά. Αποφασίσαμε να την ανέβουμε. Στα μέσα της, είχα αρχίσει και μετάνιωνα την ώρα και την στιγμή που είχαμε πάρει βαλίτσα την οποία και κουβάλαγα. (μα ποιος παίρνει βαλίτσα για 1,5 μέρα? Ελπίζω να μην διαβάζει ο Yorgos). Στα τελευταία σκαλιά, ξανακάναμε μια στάση κοιτάζοντας πίσω. Η θέα είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γοητευτική καθώς βλέπαμε από ψηλά το λιμάνι αποζημιώνοντάς μας κάπως για τα ποτάμια ιδρώτα που είχαμε ήδη ρίξει. "Ε, λίγα σκαλιά απομένουν" είπα. Όντως. Λίγα έμεναν μέχρι...την επόμενη σκάλα που μας περίμενε....
Όπως αποδείχτηκε η πρώτη σκάλα οδηγούσε σε ένα πλακόστρωτο που περνούσε κάτω από το ξενοδοχείο, και από εκεί η τελική πρόσβαση γινόταν μόνο από μια τελική σκάλα. "Προλαβαίνουμε το καράβι να πάμε πίσω" πρότεινα. Το βλέμμα που πήρα ήταν αρκετό για απάντηση, οπότε φόρτωσα την βαλίτσούλα (sic) μας και ορμήσαμε στο τελευταίο εμπόδιο....
Τελευταία σκαλιά και μπροστά μας εμφανίζεται μία άλλη συμπαθητική κυρία η οποία μας χαιρέτησε με ένα όμως σχετικά ανήσυχο βλέμμα. "Γεια σας! Ποιοι είστε εσείς?" Ωχ. "Ταδόπουλος" της λέω, "έχω μια κράτηση για σήμερα! Ή μήπως δεν έχω??". "Ταδόπουλος?? Μα νομίζαμε ότι δεν θα έρθετε! Η Μπίλιω σας περίμενε κάτω αλλά δεν φανήκατε και πίστεψε πως δεν θα έρθετε!"
"Ωχ ωχ. Η καλή Μπίλιω ήταν! Κάτσε να αρχίσω να ψάχνω δικαιολογίες να πω στην σύζυγο που δεν την άκουσα!" Πριν όμως προλάβω να ξεφουρνίσω κάτι πιασάρικο, έρχεται και δεύτερο χτύπημα. Ένα βανάκι παρκάρει στο πλακόστρωτο ξεφορτώνοντας κάποιους τουρίστες. Από την θέση του οδηγού εμφανίζεται η καλοστεκούμενη κυρία από το λιμάνι και μας φωνάζει: "πού είσασταν ρε παιδιά? Σας περίμενα!". Ε, να ξέρετε νομίζαμε ότι ήσασταν κάποια άλλη Μπίλιω, πήγα να ψελλίσω. "Μα ΕΓΩ είμαι η Μπίλιω!!! Δεν υπάρχει άλλη" Τώρα δέσαμε...
Όπως αποδείχτηκε, πρόκειται για το ίδιο άτομο που είχε δύο ξενοδοχεία και περιμένει κάθε φορά τους πελάτες της (μάλλον τους πιο έξυπνους) για να τους μεταφέρει, ειδικά στο "Apartments" που η πρόσβαση είναι καααάπως πιο δύσκολη.
Το δωμάτιο ευτυχώς μας περίμενε. Και ήταν και παραπάνω από καλό. Ένας μεγάλος ενιαίος χώρος με κουζίνα, 2 τραπεζάκια με καρέκλες, διπλό κρεβάτι και φοβερή και τρομερή θέα στο λιμάνι. "Αυτό μάλιστα!" αναφώνησα καθώς ξεκούραζα το (ταλαιπωρημένο) κορμί μου στο "ατομικό σαλονάκι" μας. "Ατομικό σαλονάκι" ονόμαζα ένα ξύλινο πάγκο με τραπέζι και δύο καρέκλες σκηνοθέτη που υπήρχαν έξω από κάθε δωμάτιο. Από εκεί όντως η θέα ήταν εξαίσια, είτε κατά το μεσημέρι, είτε κατά το ηλιοβασίλεμα είτε κατά την διάρκεια της νύχτας, που εκτός από την Θύμαινα, μπορούσες να δεις και τα φώτα του Άγιου Κήρυκου στην Ικαρία.
Το ξενοδοχείο και στο σύνολό του ήταν πολύ όμορφο και προσεγμένο στο οποίο κυριαρχούσαν η πέτρα και το ξύλο. Η κεντρική είσοδος, μια ξύλινη πόρτα, οδηγούσε σε ένα ενιαίο μπαλκόνι που πέρναγε μπροστά από όλα τα δωμάτια του ορόφου. Σε αυτό το μπαλκόνι ήταν και τα "ατομικά σαλονάκια". Πολύ καλή δουλειά από την Μπίλιω και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Όπως προανέφερα βέβαια η κανονική τιμή ήταν ελαφρώς τσουχτερή, αλλά υπήρχε και ξενοδοχείο στο λιμάνι όπου ήθελε 100 ευρώ την βραδιά! Ίσως να ήταν παράρτημα του Χίλτον.
Όπως αποδείχτηκε υπήρχε πολύ πιο βατός δρόμος για να φτάσουμε στην τελική σκάλα και περνούσε μέσα από το χωριό αλλά αυτό το μάθαμε λιγουλάκι αργά. Προσπερνώντας αυτό το "λαθάκι" ξεκινήσαμε τις πρώτες βόλτες στα σοκάκια του χωριού. Παιδάκια παίζανε παντού, κυρίες κουτσομπολεύανε στις, γεμάτες άνθη, αυλές και ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν. Πραγματικές εικόνες χωριού, βγαλμένες από το παρελθόν σε ρυθμούς πολύ διαφορετικούς από ότι έχουμε συνηθίσει και μπορούν να καλμάρουν τα νεύρα και του πιο απαιτητικ..."....ΘΕΕ ΜΟΥ ΑΣ ΗΞΕΡΑ ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΠΕΘΑΑΑΑΝΩΩΩΩ". "Παναγία μου" λέω. "Τι είναι τούτο??". "ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΝΑ ΚΑΑΑΑΑΝΩΩΩΩ". Αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα ήρθε να "εμπλουτίσει" ο Σφακιανάκης μέσα από τα ηχεία του μάλλον πιο κάγκουρα των Φούρνων, τα οποία τεστάρονταν για το βραδινό πανηγύρι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ακόμα και σήμερα μπορώ να ακούσω τον ήχο μέσα στο μυαλό μου!
Απομακρυνθήκαμε τάχιστα από την γλυκιά μελωδία του Νότη, γιατί κοντά ήταν η θάλασσα, δεν ήθελα και πολύ να πέσω και να γυρίσω κολυμπώντας στη Σάμο. Με λίγο περπάτημα ακόμα φτάσαμε στο "εμπορικό" τμήμα των Φούρνων. Όταν λέω "εμπορικό" προφανώς δεν εννοώ την champ elysees, αλλά ένα "Τ" το οποίο σχημάτιζαν η παραλιακή και ένας πλακόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στην πλατεία. Αυτό λοιπόν το "Τ" ήταν υπερφορτωμένο θα έλεγα με ταβέρνες, καφετέριες, καφενεία, μίνι μάρκετ, μεζεδοπωλεία, φαρμακείο, μανάβικα, φούρνους, το μοναδικό ΑΤΜ (και το μόνο σημείο όπου μπορείς να κάνεις ανάληψη χρημάτων-τράπεζες δεν υπάρχουν, βέβαια και αυτό δεν λειτουργούσε, ίσως να το πηγαίνουν για οικονομία ανταλλαγής προϊόντων ποιος ξέρει), ενοικιάσεις μηχανών (αυτοκίνητα δεν ενοικιάζουν, καλά όχι ότι χρειάζεται) και κάτι απίθανα μαγαζιά που συνδυάζανε ότι πιο ετερόκλητα προϊόντα μπορεί να βάλει ο νους. "Παπούτσια - σχολικά είδη", " είδη ψαρέματος - είδη υγιεινής (!)" και άλλα τέτοια όμορφα! Φαντάζομαι ότι με τόσο μικρό αγοραστικό κοινό, για να βγει το μεροκάματο χρειάζεται να έχει μια ποικιλία....
Οι βόλτες μας μάς οδήγησαν σε μια συμπαθητική καφετέρια με πολύχρωμες καρέκλες στην αρχή του εμπορικού δρόμου. "Θα έχει άραγε φρέντο?" αναρωτήθηκε η σύζυγος. "Εντάξει ρε αγάπη μου, είπαμε! Δεν ήρθαμε και στην άκρη του κόσμου!". Σε λίγη ώρα τα φρεντάκια (ουφ, είχε τελικά) ήταν στο τραπεζάκι μας, και έχοντας θέα στον δρόμο παρακολουθούσαμε την κυκλοφορία. Σύντομα παρατηρήσαμε ότι βλέπαμε συνεχώς τους ίδιους να ανεβοκατεβαίνουν μιας και η "περατζάδα" είναι σχετικά περιορισμένη. Πάντως έστω αυτός ο ένας δρόμος, ήταν πεντακάθαρος, με διακριτικούς κάδους σκουπιδιών, με φρεσκοβαμμένους σε διάφορα χρώματα τους αρμούς ανάμεσα στις πλάκες, και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους δικούς μας κεντρικούς δρόμους...
Η ώρα είχε περάσει και η πείνα έκανε την εμφάνισή της. Οι ταβερνούλες ήταν δίπλα μας και κατευθυνθήκαμε προς τον "Νίκο". Σύντομα θα ερχόμασταν σε επαφή με το must φαγητό των Φούρνων, τα καβούρια, την... ταβερνιάρα - κινητό κατάλογο, την επίθεση από μακαρόνια αλλά και ολίγον Κούβα!!