Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.682
- Likes
- 34.244
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Σε αυτήν τη μικρή ιστορία θα αφηγηθώ μια ημερήσια εξόρμηση που έκανα από την πόλη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν στις Λίμνες Marguzor ή Seven Lakes του Τατζικιστάν. Η Σαμαρκάνδη απέχει 42 χιλιόμετρα από το Panjakent Border Control του Τατζικιστάν. Σε πολύ κοντινή απόσταση από τα σύνορα, μια λαϊκή αγορά ήταν απλωμένη στην άκρη του δρόμου. Πεπόνια, καρπούζια, μήλα και κάθε είδους ζαρζαβατικό πουλιόταν εδώ, όχι μόνο στους κατοίκους της περιφέρειας Jizzax, της οποίας η οικονομία στηρίζεται στην πλούσια γεωργία, αλλά και σε κατοίκους του Τατζικιστάν οι οποία περνούν άνετα και εύκολα τα σύνορα για να κάνουν τα ψώνια τους στη συνοικία Yangiobod που βρίσκεται δίπλα στο συνοριακό πέρασμα.
Οι φωτογραφίες απαγορεύονται αυστηρά στα σύνορα γι’ αυτό υλικό θα υπάρξει αφού πια βρεθώ στην πόλη Panjakent του Τατζικιστάν. Η διέλευση των συνόρων είναι μια απλή διαδικασία αρκεί να μη βρεθεί μπροστά σου κάποιο πολυμελές γκρουπ-όπως συνέβη στην περίπτωσή μου-αλλά και οι παμπόνηρες Τατζίκες που, φορτωμένες πεπόνια και λαχανικά, προσπαθούσαν χωρίς ίχνος ντροπής-θρασύτατα θα έλεγα-να χωθούν ανάμεσα στους προπορευόμενους για να τους “κλέψουν” τη σειρά. Το αστείο ήταν ότι η αρχηγός του μπροστινού γκρουπ τις μάλωνε δημιουργώντας με το σώμα της “τείχος” για να τις αποτρέψει να προσπεράσουν. Κρίμα που δεν μπορούσα να τραβήξω video γιατί ήταν ένα αστείο και γουστόζικο στιγμιότυπο.
Στην άλλη πλευρά περίμενε το τζιπ στο οποίο επιβιβάστηκα με δύο ακόμα συνταξιδιώτες και η περιπέτεια μόλις ξεκίνησε…
Είκοσι χιλιόμετρα μάς χώριζαν από την πόλη Panjakent η οποία βρίσκεται στην είσοδο της κοιλάδας Zarafshan. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις panj (πέντε) και kent (οικισμοί), που σημαίνουν “πέντε οικισμοί”. Η αρχαία Panjakent ήταν μια πόλη των Σογδιανών οι οποίοι ίδρυσαν αρκετές πόλεις-κράτη στην κοιλάδα του ποταμού Zarafshan και αποικίες κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Η πόλη χρονολογείται από τον 5ο αιώνα και κατοικούνταν από πλούσιους εμπόρους και γαιοκτήμονες.
Καθ’ όλη τη διαδρομή έβλεπα αμπελώνες, οπωρώνες, χωράφια και ζώα που βοσκούσαν το πράσινο χορτάρι.
Μπαίνοντας στο Panjakent αντίκρισα μια τυπική σοβιετική πόλη με απίστευτη κίνηση ανθρώπων και αυτοκινήτων και πεζοδρόμια κατειλημμένα από παζάρια με κάθε είδους προϊόντα.
Το Panjakent εντάσσεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως μέρος του Δρόμου του Μεταξιού: Διάδρομος Zarafshan-Karakum. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2023, η UNESCO χαρακτήρισε ένα τμήμα 886 χιλιομέτρων του δικτύου του Δρόμου του Μεταξιού στην Κεντρική Ασία ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ο διάδρομος εκτείνεται στο Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν περιλαμβάνοντας 31 χώρους.
Σήμερα, η πόλη αποτελεί πύλη για την επίσκεψη στις Λίμνες Marguzor, γι’ αυτό και εμείς, αφήνοντας πίσω μας το Panjakent και την “πολυτέλεια” της ασφάλτου, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τα Όρη Fann με προορισμό ένα υπερθέαμα το οποίο τα τελευταία χρόνια προσελκύει αρκετό αριθμό επισκεπτών, είτε για πεζοπορίες είτε για βόλτες με μηχανοκίνητα οχήματα. Ζητήσαμε από τον οδηγό μας να βάλει Τατζίκικη μουσική στο ραδιόφωνο για να μπούμε ακόμα περισσότερο στο κλίμα και να ευχαριστηθούμε το κοπάνημα του άγριου χωματόδρομου μετά μουσικής υπόκρουσης.
Τα Όρη Fann, που αποτελούν μέρος του δυτικού ορεινού συστήματος Pamir-Alay, είναι ένα κρυμμένο στολίδι της Κεντρικής Ασίας και ένας πραγματικός παράδεισος για τους λάτρεις της άγριας φύσης. Η επίσκεψη εδώ είναι μια μοναδική εμπειρία ζωής, αφού βρίσκεσαι περιτριγυρισμένος από επική θέα σε λίμνες και βουνά, στην ηρεμία και την απλότητα ενός όμορφου και ανέγγιχτου περιβάλλοντος. Ο ποταμός Shing ρέει τα ορμητικά νερά του ανάμεσα στην ομώνυμη κοιλάδα και οι Επτά Λίμνες είναι το διαμαντένιο κολιέ που κοσμεί τις σουβλερές βραχώδεις βουνοκορφές.
Οι Επτά Λίμνες-Huftkul στα Τατζίκικα-είναι μια σειρά από λίμνες που προέρχονται από την τήξη των παγετώνων και σχηματίζουν μια αλυσίδα κατά μήκος ενός στενού, ανεμοδαρμένου χωμάτινου δρόμου σε μια βραχώδη κοιλάδα. Κάθε Λίμνη έχει διαφορετικό όνομα, σχήμα και χρώμα και όλες συνδέονται με τον ποταμό Shing. Σχηματίστηκαν από κατολισθήσεις και λασποροές που δημιούργησαν φυσικά φράγματα στον ποταμό σε επτά διαφορετικά σημεία.
Σύμφωνα με τον μύθο, ένας σιδηρουργός ζούσε στην κοιλάδα Shing με τις επτά όμορφες κόρες του. Η μικρότερη από αυτές κέρδισε την καρδιά ενός τοπικού ηγεμόνα, ο οποίος, παρά τη μεγάλη ηλικία του, επιθυμούσε να την παντρευτεί. Η όμορφη κοπέλα αρνήθηκε πεισματικά, θέτοντας στον ηγεμόνα ένα φαινομενικά αδύνατο έργο: να χτίσει ένα υπέροχο παλάτι από χρυσό μέσα σε σαράντα ημέρες. Ο ηγεμόνας, παρακινημένος από αγάπη έχτισε το έργο, αλλά η κοπέλα επέλεξε μια τραγική μοίρα αντί του γάμου, πηδώντας από την οροφή του παλατιού την ημέρα της τελετής. Από το σημείο όπου έπεσε, αναδύθηκε μια Λίμνη, ενώ τα δάκρυα των αδελφών της δημιούργησαν τις άλλες έξι.
Οι Επτά Λίμνες βρίσκονται σε υψόμετρα που κυμαίνονται από, περίπου, 1.640 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας για την πρώτη Λίμνη έως, περίπου, 2.400 μέτρα για την έβδομη. Είναι γνωστές για τα ιδιαίτερα και ποικίλα χρώματά τους, τα οποία οφείλονται στην περιεκτικότητα σε ορυκτά και στις διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. Περνώντας από το χωριό Shing, με τα πλινθόκτιστα σπίτια και τους τσίγκους για σκεπές, φτάσαμε στην πρώτη Λίμνη που ονομάζεται Mijgon ή Nezhegon δηλαδή “Βλεφαρίδα” λόγω του καμπυλωτού σχήματός της (1.640 μέτρα υψόμετρο). Είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα ζωντανά, συνεχώς μεταβαλλόμενα χρώματά της, τα οποία μπορεί να κυμαίνονται από τιρκουάζ έως μπλε, ακόμα και μωβ, ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή. Οι εντυπωσιακές αποχρώσεις είναι αποτέλεσμα της υψηλής περιεκτικότητας σε μέταλλα, ιδιαίτερα σε νάτριο και ασβέστιο, στο νερό.
Κατεβήκαμε από το τζιπ για φωτογραφίες και περπάτημα στην όχθη της Λίμνης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, ο ουρανός καταγάλανος χωρίς σύννεφα και τα χρώματα των νερών της Mijgon υπέροχα, ξεκινώντας από εκτυφλωτικό πράσινο στα ρηχά και συνεχίζοντας με βαθύ τιρκουάζ στο κέντρο της.
Την ώρα εκείνη ένα ολιγομελές κοπάδι με κατσίκες πέρασε από δίπλα μας με τον πιτσιρικά βοσκό να μάς κοιτάζει γεμάτος περιέργεια. Μερικές κατσίκες κατρακύλησαν στην απότομη όχθη για να φτάσουν κοντά στο νερό και να ξεδιψάσουν. Τριγύρω βουνά γεμάτα πέτρες και χώμα. Άραγε από πού έρχεται και πού πηγαίνει ο μικρός βοσκός με το κοπάδι του; Τι τρώνε αυτά τα ζωντανά σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον;
Κουρνιαχτός σηκώθηκε καθώς ξεκινήσαμε για την επόμενη Λίμνη. Οδηγώντας στον δύσβατο ελικοειδή δρόμο, διασχίσαμε το φυσικό φράγμα που χωρίζει τη Mijgon από τη δεύτερη Λίμνη, τη Soya που σημαίνει “Σκιά”. Φτάνοντας στην κορυφή του φυσικού διαχωριστικού μού κόπηκε η ανάσα βλέποντας την εκπληκτική θέα προς τη Λίμνη Mijgon, τις χωμάτινες φουρκέτες που μόλις είχαμε ανέβει και τα πανύψηλα βουνά να ανοίγουν την αγκαλιά τους προστατεύοντας ανάμεσα στα πέτρινα μπράτσα τους την όμορφη “Βλεφαρίδα”. Στα αριστερά, ο δρόμος ριζωμένος στο βουνό έμοιαζε από ψηλά με κορδέλα της ρυθμικής γυμναστικής που ένα αόρατο χέρι είχε αποθέσει στην άκρη της Λίμνης.
Στα 1.700 μέτρα υψόμετρο απλώνει τον όγκο της η Λίμνη Soya. Το όνομά της σημαίνει “Σκιά” και βαφτίστηκε έτσι γιατί ποτέ ο ήλιος δεν τη βλέπει ολόκληρη. Σφηνωμένη ανάμεσα στους βράχους έχει σκιά για πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στην μια άκρη της είδα μια μεγάλη συστάδα με δέντρα, τη μοναδική νότα πρασίνου στο ξερακιανό τοπίο.
Ο κατσικόδρομος σφηνώνεται ανάμεσα στην όχθη της Soya και του βουνού μέχρι να τελειώσει η Λίμνη και στη συνέχεια συναντάει στο διάβα του τον ανυπότακτο ποταμό Shing ο οποίος μάς κράτησε συντροφιά με τα αφρισμένα νερά του μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη Λίμνη με το όνομα Gushor “Άγρυπνη” στα 1.771 μέτρα η οποία περιβάλλεται από απόκρημνους βράχους.
Λέγεται ότι κάποτε ήταν γεμάτη με δηλητηριώδη φίδια και οι ντόπιοι προειδοποιούσαν τους ταξιδιώτες για τον κίνδυνο και την ανάγκη να είναι προσεκτικοί-άγρυπνοι, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Μια άλλη πιθανότερη εκδοχή της προέλευσης του ονόματος Gushor είναι ότι από αυτήν τη Λίμνη μέχρι την επόμενη, την τέταρτη, υπάρχει ένας στενός δρόμος με στροφές, γι' αυτό οι ταξιδιώτες προτρέπονται να είναι πολύ προσεκτικοί.
Στη Λίμνη Gushor-την τρίτη κατά σειρά-κάναμε μια μισάωρη στάση. Εδώ, υπάρχουν κάποιες λιτές υποδομές για να υποδεχτούν τους επισκέπτες προσφέροντας φαγητό, καφέ και ποτό. Εμείς είχαμε μαζί μας lunch box οπότε δεν έχω άποψη και πληροφορίες για την ποιότητα των παροχών.
Οι τουαλέτες, πάντως, ήταν σουρεάλ-τραγικές. Στο τσακ κρατήθηκα και δεν έκανα εμετό από την αδιανόητη μπόχα.
Μια ελικοειδής διαδρομή μάς ανέβασε ψηλά προσφέροντάς μας απρόσκοπτη θέα προς τη Λίμνη Gushor την οποία μόλις είχαμε εγκαταλείψει.
Αυτός ο κακοτράχαλος φιδογυριστός δρόμος μάς έφερε κοντά στην τέταρτη Λίμνη με το όνομα Nofin. Το όνομά της σημαίνει “Ομφάλιος Λώρος” επειδή είναι πολύ εκτεταμένη, καθώς έχει μήκος πάνω από 2,5 χιλιόμετρα. Θρονιασμένη σε υψόμετρο 1.820 μέτρων έχει πλάτος μόλις 200 μέτρα και είναι η κεντρική από τις Επτά Λίμνες. Κατεβήκαμε για φωτογραφίες διακρίνοντας στο βάθος, πάνω στη απότομη πλαγιά, μια χούφτα σπίτια με κόκκινες και γαλάζιες σκεπές.
Οι ντόπιοι ισχυρίζονται ότι η Nofin μερικές φορές κοκκινίζει, αλλά μετά από λίγο το νερό επιστρέφει στο σμαραγδένιο χρώμα του. Πιστεύουν ότι κάποτε χύθηκε εδώ αθώο αίμα και αν το χρώμα του νερού δεν επανέλθει στο φυσιολογικό για πολύ καιρό, οι γέροντες λένε ότι πρέπει να θυσιαστεί μια κατσίκα ή τουλάχιστον ένα κοτόπουλο.
Ο δρόμος από δω και πέρα εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής ακτής και στη συνέχεια πέφτει μέσα στον πυθμένα της Λίμνης Nofin. Μερικές φορές, παρόλο που είναι καλοκαίρι και τα νερά λιγότερα, το πέρασμα μπορεί να πλημμυρίσει δυσκολεύοντας τη διέλευση των αυτοκινήτων. Ευτυχώς για εμάς, τώρα, η δίοδος ήταν σχετικά στεγνή γεγονός που μάς επέτρεψε να “βουτήξουμε” με το αυτοκίνητο μέσα στα νερά και τα χαλίκια βγαίνοντας αλώβητοι-μόνο με μερικά τραντάγματα-εκτός Λίμνης για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.
Στην άκρη της Nofin υπάρχει ένα δασάκι και μέσα σε αυτό φωλιάζουν τα σπίτια ενός μικρού χωριού. Όταν ο δρόμος, που μόλις διασχίσαμε, πλημμυρίσει δεν κόβεται η επικοινωνία προς τις υπόλοιπες Λίμνες γιατί υπάρχει εναλλακτική διαδρομή μέσω του χωριού. Σε αυτό το μέρος υπάρχουν κάποιοι ξενώνες που προσφέρουν φιλοξενία στους επισκέπτες.
Από εδώ και πέρα οι προκλήσεις που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν ακόμα πιο περιπετειώδεις και ενδιαφέρουσες. Ο δρόμος αγρίεψε κι άλλο, αρχίζοντας να ανηφορίζει ανάμεσα από τα φτωχικά σπίτια ενός χωριού. Παιδιά μάς χαιρετούσαν, ζώα τριγύριζαν ελεύθερα, παλιά φορτηγά ήταν αραγμένα στην άκρη, άντρες εκτελούσαν οικοδομικές εργασίες προσπαθώντας να στηλώσουν τα εύθραυστα σπίτια τους, πέτρα και σκόνη παντού.
Αυτό είναι το χωριό Padrut, ανάμεσα στην τέταρτη και την πέμπτη Λίμνη που κάποτε διέθετε υδροηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ενέργειας για την εξυπηρέτησή του. Ο πληθυσμός του ασχολείται με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια μικρών κήπων σε μικροσκοπικά κομμάτια γης ανάμεσα σε πέτρινα χωράφια στις κοίτες εποχιακών ρεμάτων. Σήμερα, αποτελεί στάση για τους ταξιδιώτες που επισκέπτονται τις Λίμνες και διαθέτει έναν από τους μοναδικούς ξενώνες της περιοχής. Στάση κάναμε και εμείς στην όχθη της πέμπτης Λίμνης με το όνομα Khurdak που σημαίνει “Μωρό”, αφού αυτή η Λίμνη είναι η μικρότερη του συμπλέγματος.
Βρίσκεται στην έξοδο του Padrut, σε υψόμετρο 1.870 μέτρων και προσφέρει εντυπωσιακή θέα στο άγριο ορεινό τοπίο. Δεν προλάβαμε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και μάς περικύκλωσαν γυναίκες και παιδιά για να μάς πουλήσουν χειροποίητα βραχιολάκια και κολιέ. Τους δώσαμε λίγα χρήματα, κουλουράκια και μπισκότα που είχαμε μαζί μας και βγάλαμε φωτογραφίες αποτυπώνοντας στιγμές που θα θυμόμαστε για πάντα με αγάπη και σεβασμό προς αυτούς τους ανθρώπους που επιβιώνουν σε ένα από τα πιο δύσκολα και αφιλόξενα μέρη του πλανήτη.
Μάθαμε πως το καλοκαίρι ζουν στα ψηλά βουνά καλλιεργώντας λίγα κηπευτικά και βοσκώντας τα ζώα τους στις κακοτράχαλες πλαγιές. Τι τρώνε άραγε αυτά τα ζώα; Πέτρες; Τον χειμώνα, που τα πάντα παγώνουν-ακόμα και οι Λίμνες-μετακομίζουν σε χαμηλότερες περιοχές με ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες.
Επιμένουν να ζουν εδώ πάνω έχοντας ως ανέσεις το τίποτα, ούτως ή άλλως δεν έχουν τα περιθώρια να αλλάξουν και πολύ τη ζωή τους. Κάθε μέρα έχουν να παλέψουν με τα αδυσώπητα στοιχεία της φύσης για να καταφέρουν να βγουν νικητές από τον άνισο αγώνα μαζί της. Σε ένα τόσο γυμνό τοπίο οι επιλογές είναι περιορισμένες και η πάλη αέναη. Πώς επιβιώνουν τόσο αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο; Οι λίγες καλλιέργειες είναι ικανές να τους προσφέρουν αυτάρκεια και να τους ταΐσουν για όλο αυτό το διάστημα που τα πάντα καλύπτονται από χιόνι;
Στεγάζουν τις ζωές τους σε σπίτια ίδια με το περιβάλλον. Τα παιδιά δεν έχουν κούνιες και τσουλήθρες. Η παιδική τους χαρά είναι οι Λίμνες. Γύρω από αυτές χτίζουν το μέλλον τους και στηρίζουν την επιβίωσή τους, περιμένοντας και κανέναν τουρίστα που θα τα “τρατάρει” με λίγα ευρώ ή δολάρια και κάποιο μπισκότο. Ευτυχώς, υπάρχει σχολείο σε ένα από αυτά τα χωριά. Το είδαμε πάνω στον δρόμο καθώς περνούσαμε.
Ο δρόμος ριζώνει στην άκρη του βουνού, “γλείφοντας” τις τεράστιες πέτρες. Ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη που σηκωνόταν στο διάβα μας καθώς προχωρούσαμε για την έκτη Λίμνη, τη Marguzor που σημαίνει “Λιβάδι” και η οποία απλώνεται ανάμεσα σε απότομους βράχους και οδοντωτές κορυφές σε υψόμετρο 2.140 μέτρων. Είναι η μεγαλύτερη και η γνωστότερη από τις Επτά και έχει προσφέρει το όνομά της σε ολόκληρο το σύμπλεγμα.
Σταματήσαμε για βόλτα και φωτογραφίες. Από χρωματική άποψη, όχι μόνο ανταγωνίζεται τη Λίμνη Mijgon, αλλά την ξεπερνά. Το νερό στη Marguzor παίζει με όλες τις αποχρώσεις, από βαθύ μπλε έως απαλό τιρκουάζ, και μερικές φορές γίνεται κοκκινωπό. Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι τα υποβρύχια ρεύματα κορεσμένα με ορυκτά άλατα μπορεί να επηρεάσουν το παιχνίδι των χρωμάτων. Οι ντόπιοι πίνουν αυτό το νερό άφοβα. Εδώ, πιάνουν marinka-ένα ψάρι κρύου νερού-που μπορεί να φτάσει μέχρι και μισό μέτρο σε αυτά τα βαθιά και καθαρά νερά. Πετρογλυφικά από πρώιμους κατοίκους έχουν βρεθεί στις όχθες της Marguzor και ιστορικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι ημιπολύτιμοι λίθοι εξορύσσονταν στην περιοχή κατά τον Μεσαίωνα.
Ένα μικρό χωριό, στη νότια όχθη, είναι σκαρφαλωμένο στην απότομη πλαγιά.
Συνεχίσαμε την πορεία μας. Υδάτινες “φλέβες” με αφρισμένα νερά αυλάκωναν τα κόκκινα χώματα του βουνού συναντώντας τη ροή του ποταμού καθώς προχωρούσαμε για την έβδομη Λίμνη.
Από ψηλά είχαμε απρόσκοπτη θέα προς τη Λίμνη Marguzor. Στην αντίπερα όχθη, πάνω σε έναν λοφίσκο ορθώνεται μοναχικός μέσα στην απεραντοσύνη του τοπίου ο ξενώνας Sem' Ozer-Tourist Base.
Στη διαδρομή συναντήσαμε μικρά άλση με σημύδες. Οι ντόπιοι λένε ότι τα πουλιά έφεραν τους σπόρους αυτών των δέντρων εδώ.
Όμως, στη συνέχεια το τοπίο αλλάζει δραματικά. Ολόγυμνες πέτρινες βουνοκορφές, σπαρμένες μόνο με κοτρώνες, τρυπούν τα σύννεφα φτάνοντας μέχρι….τον Θεό.
Και εκεί, μέσα στην απεραντοσύνη, ξεπρόβαλε ένα σπιτάκι με μια μπλε σκεπή, πιο μπλε κι από τον ίδιο τον ουρανό και τριγύρω ένα κοπάδι βοσκούσε σε ένα μεγάλο κίτρινο μπάλωμα, τον μοναδικό χώρο που ξέχασαν να σκεπάσουν τα βράχια. Μέσα στη μοναξιά του αχανούς το μόνο χρώμα που μπόρεσα να διακρίνω αμυδρά ήταν το κόκκινο στα ρούχα του τσοπάνη.
Και εκεί που τα ψηλά βουνά βάζουν φρένο στην πορεία των Λιμνών η ομορφιά με άρπαξε από τα μούτρα αντικρίζοντας την έβδομη και τελευταία Λίμνη.
Η Hazorchashma είναι η τελευταία Λίμνη στο φαράγγι του ποταμού Shing και πέρα από αυτήν βρίσκεται μόνο η άγρια φύση των βουνών Fann. Βρισκόμουν σε υψόμετρο 2.400 μέτρων και οι ντόπιοι λένε ότι όποιος φτάσει εδώ θα βρει την ευτυχία. Υπάρχει η πεποίθηση ότι αυτή η Λίμνη εκπληρώνει τις επιθυμίες και ο καθένας που θα φτάσει μέχρις εδώ θα πραγματοποιήσει τα βαθύτερα όνειρά του και θα βρει ευτυχία και ευημερία στη μελλοντική του ζωή. Επομένως, κάθε ταξιδιώτης πρέπει να κάνει μια ευχή.
Khazorchashma σημαίνει “Χίλιες Πηγές” και το όνομα αφηγείται την ιστορία αφού υπάρχουν πολυάριθμες πηγές και ποτάμια που τροφοδοτούν αυτήν τη Λίμνη, δημιουργώντας το πρώτο υδάτινο σώμα που στη συνέχεια θα χυθεί στις άλλες έξι, δημιουργώντας αυτό το φυσικό θαύμα.
Αγκαλιασμένη από τα βουνά γύρω της είναι μισοκρυμμένη. Στην όχθη της υπάρχει μια σκούρα βοτσαλωτή παραλία και αφράτο χορτάρι γεγονός που την κάνει φιλική στους πεζοπόρους οι οποίοι στήνουν εδώ τις σκηνές τους και ανάβουν τις φωτιές τους διανυκτερεύοντας δίπλα σε αυτό το μεγαλείο.
Εδώ, οι οδηγοί βουνού αφηγούνται παλιούς θρύλους των Τατζίκων για τη δημιουργία των Λιμνών. Μια άλλη εκδοχή του σχηματισμού τους λέει ότι πριν από πολύ καιρό ένας ηλικιωμένος άντρας περιπλανήθηκε σε αυτήν την κοιλάδα και μετά εξαφανίστηκε. Οι επτά κόρες του έψαχναν ακούραστα, φωνάζοντας το όνομά του, αλλά βασίλευε μόνο η σιωπή. Σκαρφαλωμένες σε ένα στενό μονοπάτι έκλαιγαν με δάκρυα θλίψης που πλημμύρισαν την κοιλάδα, μετατρέποντάς την σε ένα υδάτινο βασίλειο όπου οι αδελφές, τελικά, πνίγηκαν. Η κληρονομιά τους; Επτά λαμπερές Λίμνες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί απόδειξη της οικογενειακής αγάπης και της αινιγματικής δύναμης των βουνών.
Εδώ πάνω, ο αέρας είναι αραιότερος, η σιωπή βαθύτερη και η θέα της οροσειράς Fann ξεδιπλώνεται σαν ένα ζωντανό ταπισερί. Τα Όρη Fann είναι μια συμφωνία από οδοντωτές κορυφές, τιρκουάζ λίμνες και αλπικά λιβάδια που προκαλούν μια αίσθηση ανέγγιχτης άγριας φύσης. Αυτή η αναγνωρισμένη από την UNESCO τοποθεσία, με τα εντυπωσιακά τοπία της που διαμορφώνονται από αρχαίους παγετώνες και τεκτονικές δυνάμεις, προσφέρει μια βαθιά εσωτερική κάθαρση σαν μείνεις ακίνητος κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά της Khazorchashma.
Τον χειμώνα, οι παγετοί είναι τόσο έντονοι που οι Λίμνες Marguzor και Hazorchashma καλύπτονται με παχύ πάγο. Παγώνουν τόσο βαθιά που οι κάτοικοι μπορούν να περάσουν από τη μια ακτή στην άλλη με γαϊδούρια και άλογα. Οι δρόμοι είναι θαμμένοι κάτω από το χιόνι και οι χωρικοί μερικές φορές δεν μπορούν να ταξιδέψουν προς τα υπόλοιπα μέρη της περιοχής για πέντε ή έξι μήνες. Γι’ αυτό εφοδιάζονται με βασικές προμήθειες για τουλάχιστον έξι μήνες.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής αναλογιζόμενοι τον τρόπο ζωής των κατοίκων των Λιμνών και το πόσο συνυφασμένος είναι με τους ρυθμούς και τις επιταγές της φύσης. Πόσο ανθεκτικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι που αποκαλούν αυτήν την τόσο απομακρυσμένη και άγρια περιοχή σπίτι τους; Ήταν η ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση. Η ώρα που τα κοπάδια είχαν κατέβει από τις κακοτράχαλες πέτρινες πλαγιές και είχαν στριμωχτεί, ανακατεμένα με τους ανθρώπους, στον στενό καρόδρομο επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά τυλίγονταν από το σύννεφο της σκόνης του αυτοκινήτου μας και μικρά βοσκόπουλα έπιαναν από τα κέρατα και τα μαλλιά τα κατσίκια, με όση δύναμη διέθεταν τα παιδικά χεράκια τους, για να τα προφυλάξουν από τις ρόδες και τον όγκο του οχήματος.
Το ταξίδι στο Τατζικιστάν και στις Επτά Λίμνες δεν μου επέτρεψε να γνωρίσω μόνο την ομορφιά των Λιμνών και των Βουνών αλλά με έκανε να συνδεθώ με το πνεύμα της γης και τους ανθρώπους της. Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή στην ταξιδιωτική μου και όχι μόνο ζωή.
Αφιερώστε επτά λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο σας για να παρακολουθήσετε το παρακάτω video. Οι εικόνες που θα δείτε θα σας ανταμείψουν!
Οι φωτογραφίες απαγορεύονται αυστηρά στα σύνορα γι’ αυτό υλικό θα υπάρξει αφού πια βρεθώ στην πόλη Panjakent του Τατζικιστάν. Η διέλευση των συνόρων είναι μια απλή διαδικασία αρκεί να μη βρεθεί μπροστά σου κάποιο πολυμελές γκρουπ-όπως συνέβη στην περίπτωσή μου-αλλά και οι παμπόνηρες Τατζίκες που, φορτωμένες πεπόνια και λαχανικά, προσπαθούσαν χωρίς ίχνος ντροπής-θρασύτατα θα έλεγα-να χωθούν ανάμεσα στους προπορευόμενους για να τους “κλέψουν” τη σειρά. Το αστείο ήταν ότι η αρχηγός του μπροστινού γκρουπ τις μάλωνε δημιουργώντας με το σώμα της “τείχος” για να τις αποτρέψει να προσπεράσουν. Κρίμα που δεν μπορούσα να τραβήξω video γιατί ήταν ένα αστείο και γουστόζικο στιγμιότυπο.
Στην άλλη πλευρά περίμενε το τζιπ στο οποίο επιβιβάστηκα με δύο ακόμα συνταξιδιώτες και η περιπέτεια μόλις ξεκίνησε…
Είκοσι χιλιόμετρα μάς χώριζαν από την πόλη Panjakent η οποία βρίσκεται στην είσοδο της κοιλάδας Zarafshan. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις panj (πέντε) και kent (οικισμοί), που σημαίνουν “πέντε οικισμοί”. Η αρχαία Panjakent ήταν μια πόλη των Σογδιανών οι οποίοι ίδρυσαν αρκετές πόλεις-κράτη στην κοιλάδα του ποταμού Zarafshan και αποικίες κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Η πόλη χρονολογείται από τον 5ο αιώνα και κατοικούνταν από πλούσιους εμπόρους και γαιοκτήμονες.
Καθ’ όλη τη διαδρομή έβλεπα αμπελώνες, οπωρώνες, χωράφια και ζώα που βοσκούσαν το πράσινο χορτάρι.
Μπαίνοντας στο Panjakent αντίκρισα μια τυπική σοβιετική πόλη με απίστευτη κίνηση ανθρώπων και αυτοκινήτων και πεζοδρόμια κατειλημμένα από παζάρια με κάθε είδους προϊόντα.
Το Panjakent εντάσσεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως μέρος του Δρόμου του Μεταξιού: Διάδρομος Zarafshan-Karakum. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2023, η UNESCO χαρακτήρισε ένα τμήμα 886 χιλιομέτρων του δικτύου του Δρόμου του Μεταξιού στην Κεντρική Ασία ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ο διάδρομος εκτείνεται στο Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν περιλαμβάνοντας 31 χώρους.
Σήμερα, η πόλη αποτελεί πύλη για την επίσκεψη στις Λίμνες Marguzor, γι’ αυτό και εμείς, αφήνοντας πίσω μας το Panjakent και την “πολυτέλεια” της ασφάλτου, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τα Όρη Fann με προορισμό ένα υπερθέαμα το οποίο τα τελευταία χρόνια προσελκύει αρκετό αριθμό επισκεπτών, είτε για πεζοπορίες είτε για βόλτες με μηχανοκίνητα οχήματα. Ζητήσαμε από τον οδηγό μας να βάλει Τατζίκικη μουσική στο ραδιόφωνο για να μπούμε ακόμα περισσότερο στο κλίμα και να ευχαριστηθούμε το κοπάνημα του άγριου χωματόδρομου μετά μουσικής υπόκρουσης.
Τα Όρη Fann, που αποτελούν μέρος του δυτικού ορεινού συστήματος Pamir-Alay, είναι ένα κρυμμένο στολίδι της Κεντρικής Ασίας και ένας πραγματικός παράδεισος για τους λάτρεις της άγριας φύσης. Η επίσκεψη εδώ είναι μια μοναδική εμπειρία ζωής, αφού βρίσκεσαι περιτριγυρισμένος από επική θέα σε λίμνες και βουνά, στην ηρεμία και την απλότητα ενός όμορφου και ανέγγιχτου περιβάλλοντος. Ο ποταμός Shing ρέει τα ορμητικά νερά του ανάμεσα στην ομώνυμη κοιλάδα και οι Επτά Λίμνες είναι το διαμαντένιο κολιέ που κοσμεί τις σουβλερές βραχώδεις βουνοκορφές.
Οι Επτά Λίμνες-Huftkul στα Τατζίκικα-είναι μια σειρά από λίμνες που προέρχονται από την τήξη των παγετώνων και σχηματίζουν μια αλυσίδα κατά μήκος ενός στενού, ανεμοδαρμένου χωμάτινου δρόμου σε μια βραχώδη κοιλάδα. Κάθε Λίμνη έχει διαφορετικό όνομα, σχήμα και χρώμα και όλες συνδέονται με τον ποταμό Shing. Σχηματίστηκαν από κατολισθήσεις και λασποροές που δημιούργησαν φυσικά φράγματα στον ποταμό σε επτά διαφορετικά σημεία.
Σύμφωνα με τον μύθο, ένας σιδηρουργός ζούσε στην κοιλάδα Shing με τις επτά όμορφες κόρες του. Η μικρότερη από αυτές κέρδισε την καρδιά ενός τοπικού ηγεμόνα, ο οποίος, παρά τη μεγάλη ηλικία του, επιθυμούσε να την παντρευτεί. Η όμορφη κοπέλα αρνήθηκε πεισματικά, θέτοντας στον ηγεμόνα ένα φαινομενικά αδύνατο έργο: να χτίσει ένα υπέροχο παλάτι από χρυσό μέσα σε σαράντα ημέρες. Ο ηγεμόνας, παρακινημένος από αγάπη έχτισε το έργο, αλλά η κοπέλα επέλεξε μια τραγική μοίρα αντί του γάμου, πηδώντας από την οροφή του παλατιού την ημέρα της τελετής. Από το σημείο όπου έπεσε, αναδύθηκε μια Λίμνη, ενώ τα δάκρυα των αδελφών της δημιούργησαν τις άλλες έξι.
Οι Επτά Λίμνες βρίσκονται σε υψόμετρα που κυμαίνονται από, περίπου, 1.640 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας για την πρώτη Λίμνη έως, περίπου, 2.400 μέτρα για την έβδομη. Είναι γνωστές για τα ιδιαίτερα και ποικίλα χρώματά τους, τα οποία οφείλονται στην περιεκτικότητα σε ορυκτά και στις διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. Περνώντας από το χωριό Shing, με τα πλινθόκτιστα σπίτια και τους τσίγκους για σκεπές, φτάσαμε στην πρώτη Λίμνη που ονομάζεται Mijgon ή Nezhegon δηλαδή “Βλεφαρίδα” λόγω του καμπυλωτού σχήματός της (1.640 μέτρα υψόμετρο). Είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα ζωντανά, συνεχώς μεταβαλλόμενα χρώματά της, τα οποία μπορεί να κυμαίνονται από τιρκουάζ έως μπλε, ακόμα και μωβ, ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή. Οι εντυπωσιακές αποχρώσεις είναι αποτέλεσμα της υψηλής περιεκτικότητας σε μέταλλα, ιδιαίτερα σε νάτριο και ασβέστιο, στο νερό.
Κατεβήκαμε από το τζιπ για φωτογραφίες και περπάτημα στην όχθη της Λίμνης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, ο ουρανός καταγάλανος χωρίς σύννεφα και τα χρώματα των νερών της Mijgon υπέροχα, ξεκινώντας από εκτυφλωτικό πράσινο στα ρηχά και συνεχίζοντας με βαθύ τιρκουάζ στο κέντρο της.
Την ώρα εκείνη ένα ολιγομελές κοπάδι με κατσίκες πέρασε από δίπλα μας με τον πιτσιρικά βοσκό να μάς κοιτάζει γεμάτος περιέργεια. Μερικές κατσίκες κατρακύλησαν στην απότομη όχθη για να φτάσουν κοντά στο νερό και να ξεδιψάσουν. Τριγύρω βουνά γεμάτα πέτρες και χώμα. Άραγε από πού έρχεται και πού πηγαίνει ο μικρός βοσκός με το κοπάδι του; Τι τρώνε αυτά τα ζωντανά σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον;
Κουρνιαχτός σηκώθηκε καθώς ξεκινήσαμε για την επόμενη Λίμνη. Οδηγώντας στον δύσβατο ελικοειδή δρόμο, διασχίσαμε το φυσικό φράγμα που χωρίζει τη Mijgon από τη δεύτερη Λίμνη, τη Soya που σημαίνει “Σκιά”. Φτάνοντας στην κορυφή του φυσικού διαχωριστικού μού κόπηκε η ανάσα βλέποντας την εκπληκτική θέα προς τη Λίμνη Mijgon, τις χωμάτινες φουρκέτες που μόλις είχαμε ανέβει και τα πανύψηλα βουνά να ανοίγουν την αγκαλιά τους προστατεύοντας ανάμεσα στα πέτρινα μπράτσα τους την όμορφη “Βλεφαρίδα”. Στα αριστερά, ο δρόμος ριζωμένος στο βουνό έμοιαζε από ψηλά με κορδέλα της ρυθμικής γυμναστικής που ένα αόρατο χέρι είχε αποθέσει στην άκρη της Λίμνης.
Στα 1.700 μέτρα υψόμετρο απλώνει τον όγκο της η Λίμνη Soya. Το όνομά της σημαίνει “Σκιά” και βαφτίστηκε έτσι γιατί ποτέ ο ήλιος δεν τη βλέπει ολόκληρη. Σφηνωμένη ανάμεσα στους βράχους έχει σκιά για πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στην μια άκρη της είδα μια μεγάλη συστάδα με δέντρα, τη μοναδική νότα πρασίνου στο ξερακιανό τοπίο.
Ο κατσικόδρομος σφηνώνεται ανάμεσα στην όχθη της Soya και του βουνού μέχρι να τελειώσει η Λίμνη και στη συνέχεια συναντάει στο διάβα του τον ανυπότακτο ποταμό Shing ο οποίος μάς κράτησε συντροφιά με τα αφρισμένα νερά του μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη Λίμνη με το όνομα Gushor “Άγρυπνη” στα 1.771 μέτρα η οποία περιβάλλεται από απόκρημνους βράχους.
Λέγεται ότι κάποτε ήταν γεμάτη με δηλητηριώδη φίδια και οι ντόπιοι προειδοποιούσαν τους ταξιδιώτες για τον κίνδυνο και την ανάγκη να είναι προσεκτικοί-άγρυπνοι, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Μια άλλη πιθανότερη εκδοχή της προέλευσης του ονόματος Gushor είναι ότι από αυτήν τη Λίμνη μέχρι την επόμενη, την τέταρτη, υπάρχει ένας στενός δρόμος με στροφές, γι' αυτό οι ταξιδιώτες προτρέπονται να είναι πολύ προσεκτικοί.
Στη Λίμνη Gushor-την τρίτη κατά σειρά-κάναμε μια μισάωρη στάση. Εδώ, υπάρχουν κάποιες λιτές υποδομές για να υποδεχτούν τους επισκέπτες προσφέροντας φαγητό, καφέ και ποτό. Εμείς είχαμε μαζί μας lunch box οπότε δεν έχω άποψη και πληροφορίες για την ποιότητα των παροχών.
Οι τουαλέτες, πάντως, ήταν σουρεάλ-τραγικές. Στο τσακ κρατήθηκα και δεν έκανα εμετό από την αδιανόητη μπόχα.
Μια ελικοειδής διαδρομή μάς ανέβασε ψηλά προσφέροντάς μας απρόσκοπτη θέα προς τη Λίμνη Gushor την οποία μόλις είχαμε εγκαταλείψει.
Αυτός ο κακοτράχαλος φιδογυριστός δρόμος μάς έφερε κοντά στην τέταρτη Λίμνη με το όνομα Nofin. Το όνομά της σημαίνει “Ομφάλιος Λώρος” επειδή είναι πολύ εκτεταμένη, καθώς έχει μήκος πάνω από 2,5 χιλιόμετρα. Θρονιασμένη σε υψόμετρο 1.820 μέτρων έχει πλάτος μόλις 200 μέτρα και είναι η κεντρική από τις Επτά Λίμνες. Κατεβήκαμε για φωτογραφίες διακρίνοντας στο βάθος, πάνω στη απότομη πλαγιά, μια χούφτα σπίτια με κόκκινες και γαλάζιες σκεπές.
Οι ντόπιοι ισχυρίζονται ότι η Nofin μερικές φορές κοκκινίζει, αλλά μετά από λίγο το νερό επιστρέφει στο σμαραγδένιο χρώμα του. Πιστεύουν ότι κάποτε χύθηκε εδώ αθώο αίμα και αν το χρώμα του νερού δεν επανέλθει στο φυσιολογικό για πολύ καιρό, οι γέροντες λένε ότι πρέπει να θυσιαστεί μια κατσίκα ή τουλάχιστον ένα κοτόπουλο.
Ο δρόμος από δω και πέρα εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής ακτής και στη συνέχεια πέφτει μέσα στον πυθμένα της Λίμνης Nofin. Μερικές φορές, παρόλο που είναι καλοκαίρι και τα νερά λιγότερα, το πέρασμα μπορεί να πλημμυρίσει δυσκολεύοντας τη διέλευση των αυτοκινήτων. Ευτυχώς για εμάς, τώρα, η δίοδος ήταν σχετικά στεγνή γεγονός που μάς επέτρεψε να “βουτήξουμε” με το αυτοκίνητο μέσα στα νερά και τα χαλίκια βγαίνοντας αλώβητοι-μόνο με μερικά τραντάγματα-εκτός Λίμνης για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.
Στην άκρη της Nofin υπάρχει ένα δασάκι και μέσα σε αυτό φωλιάζουν τα σπίτια ενός μικρού χωριού. Όταν ο δρόμος, που μόλις διασχίσαμε, πλημμυρίσει δεν κόβεται η επικοινωνία προς τις υπόλοιπες Λίμνες γιατί υπάρχει εναλλακτική διαδρομή μέσω του χωριού. Σε αυτό το μέρος υπάρχουν κάποιοι ξενώνες που προσφέρουν φιλοξενία στους επισκέπτες.
Από εδώ και πέρα οι προκλήσεις που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν ακόμα πιο περιπετειώδεις και ενδιαφέρουσες. Ο δρόμος αγρίεψε κι άλλο, αρχίζοντας να ανηφορίζει ανάμεσα από τα φτωχικά σπίτια ενός χωριού. Παιδιά μάς χαιρετούσαν, ζώα τριγύριζαν ελεύθερα, παλιά φορτηγά ήταν αραγμένα στην άκρη, άντρες εκτελούσαν οικοδομικές εργασίες προσπαθώντας να στηλώσουν τα εύθραυστα σπίτια τους, πέτρα και σκόνη παντού.
Αυτό είναι το χωριό Padrut, ανάμεσα στην τέταρτη και την πέμπτη Λίμνη που κάποτε διέθετε υδροηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ενέργειας για την εξυπηρέτησή του. Ο πληθυσμός του ασχολείται με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια μικρών κήπων σε μικροσκοπικά κομμάτια γης ανάμεσα σε πέτρινα χωράφια στις κοίτες εποχιακών ρεμάτων. Σήμερα, αποτελεί στάση για τους ταξιδιώτες που επισκέπτονται τις Λίμνες και διαθέτει έναν από τους μοναδικούς ξενώνες της περιοχής. Στάση κάναμε και εμείς στην όχθη της πέμπτης Λίμνης με το όνομα Khurdak που σημαίνει “Μωρό”, αφού αυτή η Λίμνη είναι η μικρότερη του συμπλέγματος.
Βρίσκεται στην έξοδο του Padrut, σε υψόμετρο 1.870 μέτρων και προσφέρει εντυπωσιακή θέα στο άγριο ορεινό τοπίο. Δεν προλάβαμε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και μάς περικύκλωσαν γυναίκες και παιδιά για να μάς πουλήσουν χειροποίητα βραχιολάκια και κολιέ. Τους δώσαμε λίγα χρήματα, κουλουράκια και μπισκότα που είχαμε μαζί μας και βγάλαμε φωτογραφίες αποτυπώνοντας στιγμές που θα θυμόμαστε για πάντα με αγάπη και σεβασμό προς αυτούς τους ανθρώπους που επιβιώνουν σε ένα από τα πιο δύσκολα και αφιλόξενα μέρη του πλανήτη.
Μάθαμε πως το καλοκαίρι ζουν στα ψηλά βουνά καλλιεργώντας λίγα κηπευτικά και βοσκώντας τα ζώα τους στις κακοτράχαλες πλαγιές. Τι τρώνε άραγε αυτά τα ζώα; Πέτρες; Τον χειμώνα, που τα πάντα παγώνουν-ακόμα και οι Λίμνες-μετακομίζουν σε χαμηλότερες περιοχές με ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες.
Επιμένουν να ζουν εδώ πάνω έχοντας ως ανέσεις το τίποτα, ούτως ή άλλως δεν έχουν τα περιθώρια να αλλάξουν και πολύ τη ζωή τους. Κάθε μέρα έχουν να παλέψουν με τα αδυσώπητα στοιχεία της φύσης για να καταφέρουν να βγουν νικητές από τον άνισο αγώνα μαζί της. Σε ένα τόσο γυμνό τοπίο οι επιλογές είναι περιορισμένες και η πάλη αέναη. Πώς επιβιώνουν τόσο αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο; Οι λίγες καλλιέργειες είναι ικανές να τους προσφέρουν αυτάρκεια και να τους ταΐσουν για όλο αυτό το διάστημα που τα πάντα καλύπτονται από χιόνι;
Στεγάζουν τις ζωές τους σε σπίτια ίδια με το περιβάλλον. Τα παιδιά δεν έχουν κούνιες και τσουλήθρες. Η παιδική τους χαρά είναι οι Λίμνες. Γύρω από αυτές χτίζουν το μέλλον τους και στηρίζουν την επιβίωσή τους, περιμένοντας και κανέναν τουρίστα που θα τα “τρατάρει” με λίγα ευρώ ή δολάρια και κάποιο μπισκότο. Ευτυχώς, υπάρχει σχολείο σε ένα από αυτά τα χωριά. Το είδαμε πάνω στον δρόμο καθώς περνούσαμε.
Ο δρόμος ριζώνει στην άκρη του βουνού, “γλείφοντας” τις τεράστιες πέτρες. Ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη που σηκωνόταν στο διάβα μας καθώς προχωρούσαμε για την έκτη Λίμνη, τη Marguzor που σημαίνει “Λιβάδι” και η οποία απλώνεται ανάμεσα σε απότομους βράχους και οδοντωτές κορυφές σε υψόμετρο 2.140 μέτρων. Είναι η μεγαλύτερη και η γνωστότερη από τις Επτά και έχει προσφέρει το όνομά της σε ολόκληρο το σύμπλεγμα.
Σταματήσαμε για βόλτα και φωτογραφίες. Από χρωματική άποψη, όχι μόνο ανταγωνίζεται τη Λίμνη Mijgon, αλλά την ξεπερνά. Το νερό στη Marguzor παίζει με όλες τις αποχρώσεις, από βαθύ μπλε έως απαλό τιρκουάζ, και μερικές φορές γίνεται κοκκινωπό. Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι τα υποβρύχια ρεύματα κορεσμένα με ορυκτά άλατα μπορεί να επηρεάσουν το παιχνίδι των χρωμάτων. Οι ντόπιοι πίνουν αυτό το νερό άφοβα. Εδώ, πιάνουν marinka-ένα ψάρι κρύου νερού-που μπορεί να φτάσει μέχρι και μισό μέτρο σε αυτά τα βαθιά και καθαρά νερά. Πετρογλυφικά από πρώιμους κατοίκους έχουν βρεθεί στις όχθες της Marguzor και ιστορικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι ημιπολύτιμοι λίθοι εξορύσσονταν στην περιοχή κατά τον Μεσαίωνα.
Ένα μικρό χωριό, στη νότια όχθη, είναι σκαρφαλωμένο στην απότομη πλαγιά.
Συνεχίσαμε την πορεία μας. Υδάτινες “φλέβες” με αφρισμένα νερά αυλάκωναν τα κόκκινα χώματα του βουνού συναντώντας τη ροή του ποταμού καθώς προχωρούσαμε για την έβδομη Λίμνη.
Από ψηλά είχαμε απρόσκοπτη θέα προς τη Λίμνη Marguzor. Στην αντίπερα όχθη, πάνω σε έναν λοφίσκο ορθώνεται μοναχικός μέσα στην απεραντοσύνη του τοπίου ο ξενώνας Sem' Ozer-Tourist Base.
Στη διαδρομή συναντήσαμε μικρά άλση με σημύδες. Οι ντόπιοι λένε ότι τα πουλιά έφεραν τους σπόρους αυτών των δέντρων εδώ.
Όμως, στη συνέχεια το τοπίο αλλάζει δραματικά. Ολόγυμνες πέτρινες βουνοκορφές, σπαρμένες μόνο με κοτρώνες, τρυπούν τα σύννεφα φτάνοντας μέχρι….τον Θεό.
Και εκεί, μέσα στην απεραντοσύνη, ξεπρόβαλε ένα σπιτάκι με μια μπλε σκεπή, πιο μπλε κι από τον ίδιο τον ουρανό και τριγύρω ένα κοπάδι βοσκούσε σε ένα μεγάλο κίτρινο μπάλωμα, τον μοναδικό χώρο που ξέχασαν να σκεπάσουν τα βράχια. Μέσα στη μοναξιά του αχανούς το μόνο χρώμα που μπόρεσα να διακρίνω αμυδρά ήταν το κόκκινο στα ρούχα του τσοπάνη.
Και εκεί που τα ψηλά βουνά βάζουν φρένο στην πορεία των Λιμνών η ομορφιά με άρπαξε από τα μούτρα αντικρίζοντας την έβδομη και τελευταία Λίμνη.
Η Hazorchashma είναι η τελευταία Λίμνη στο φαράγγι του ποταμού Shing και πέρα από αυτήν βρίσκεται μόνο η άγρια φύση των βουνών Fann. Βρισκόμουν σε υψόμετρο 2.400 μέτρων και οι ντόπιοι λένε ότι όποιος φτάσει εδώ θα βρει την ευτυχία. Υπάρχει η πεποίθηση ότι αυτή η Λίμνη εκπληρώνει τις επιθυμίες και ο καθένας που θα φτάσει μέχρις εδώ θα πραγματοποιήσει τα βαθύτερα όνειρά του και θα βρει ευτυχία και ευημερία στη μελλοντική του ζωή. Επομένως, κάθε ταξιδιώτης πρέπει να κάνει μια ευχή.
Khazorchashma σημαίνει “Χίλιες Πηγές” και το όνομα αφηγείται την ιστορία αφού υπάρχουν πολυάριθμες πηγές και ποτάμια που τροφοδοτούν αυτήν τη Λίμνη, δημιουργώντας το πρώτο υδάτινο σώμα που στη συνέχεια θα χυθεί στις άλλες έξι, δημιουργώντας αυτό το φυσικό θαύμα.
Αγκαλιασμένη από τα βουνά γύρω της είναι μισοκρυμμένη. Στην όχθη της υπάρχει μια σκούρα βοτσαλωτή παραλία και αφράτο χορτάρι γεγονός που την κάνει φιλική στους πεζοπόρους οι οποίοι στήνουν εδώ τις σκηνές τους και ανάβουν τις φωτιές τους διανυκτερεύοντας δίπλα σε αυτό το μεγαλείο.
Εδώ, οι οδηγοί βουνού αφηγούνται παλιούς θρύλους των Τατζίκων για τη δημιουργία των Λιμνών. Μια άλλη εκδοχή του σχηματισμού τους λέει ότι πριν από πολύ καιρό ένας ηλικιωμένος άντρας περιπλανήθηκε σε αυτήν την κοιλάδα και μετά εξαφανίστηκε. Οι επτά κόρες του έψαχναν ακούραστα, φωνάζοντας το όνομά του, αλλά βασίλευε μόνο η σιωπή. Σκαρφαλωμένες σε ένα στενό μονοπάτι έκλαιγαν με δάκρυα θλίψης που πλημμύρισαν την κοιλάδα, μετατρέποντάς την σε ένα υδάτινο βασίλειο όπου οι αδελφές, τελικά, πνίγηκαν. Η κληρονομιά τους; Επτά λαμπερές Λίμνες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί απόδειξη της οικογενειακής αγάπης και της αινιγματικής δύναμης των βουνών.
Εδώ πάνω, ο αέρας είναι αραιότερος, η σιωπή βαθύτερη και η θέα της οροσειράς Fann ξεδιπλώνεται σαν ένα ζωντανό ταπισερί. Τα Όρη Fann είναι μια συμφωνία από οδοντωτές κορυφές, τιρκουάζ λίμνες και αλπικά λιβάδια που προκαλούν μια αίσθηση ανέγγιχτης άγριας φύσης. Αυτή η αναγνωρισμένη από την UNESCO τοποθεσία, με τα εντυπωσιακά τοπία της που διαμορφώνονται από αρχαίους παγετώνες και τεκτονικές δυνάμεις, προσφέρει μια βαθιά εσωτερική κάθαρση σαν μείνεις ακίνητος κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά της Khazorchashma.
Τον χειμώνα, οι παγετοί είναι τόσο έντονοι που οι Λίμνες Marguzor και Hazorchashma καλύπτονται με παχύ πάγο. Παγώνουν τόσο βαθιά που οι κάτοικοι μπορούν να περάσουν από τη μια ακτή στην άλλη με γαϊδούρια και άλογα. Οι δρόμοι είναι θαμμένοι κάτω από το χιόνι και οι χωρικοί μερικές φορές δεν μπορούν να ταξιδέψουν προς τα υπόλοιπα μέρη της περιοχής για πέντε ή έξι μήνες. Γι’ αυτό εφοδιάζονται με βασικές προμήθειες για τουλάχιστον έξι μήνες.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής αναλογιζόμενοι τον τρόπο ζωής των κατοίκων των Λιμνών και το πόσο συνυφασμένος είναι με τους ρυθμούς και τις επιταγές της φύσης. Πόσο ανθεκτικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι που αποκαλούν αυτήν την τόσο απομακρυσμένη και άγρια περιοχή σπίτι τους; Ήταν η ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση. Η ώρα που τα κοπάδια είχαν κατέβει από τις κακοτράχαλες πέτρινες πλαγιές και είχαν στριμωχτεί, ανακατεμένα με τους ανθρώπους, στον στενό καρόδρομο επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά τυλίγονταν από το σύννεφο της σκόνης του αυτοκινήτου μας και μικρά βοσκόπουλα έπιαναν από τα κέρατα και τα μαλλιά τα κατσίκια, με όση δύναμη διέθεταν τα παιδικά χεράκια τους, για να τα προφυλάξουν από τις ρόδες και τον όγκο του οχήματος.
Το ταξίδι στο Τατζικιστάν και στις Επτά Λίμνες δεν μου επέτρεψε να γνωρίσω μόνο την ομορφιά των Λιμνών και των Βουνών αλλά με έκανε να συνδεθώ με το πνεύμα της γης και τους ανθρώπους της. Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή στην ταξιδιωτική μου και όχι μόνο ζωή.
Αφιερώστε επτά λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο σας για να παρακολουθήσετε το παρακάτω video. Οι εικόνες που θα δείτε θα σας ανταμείψουν!
Last edited:
