StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 367
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Με τα φώτα αναμμένα, μέρα μεσημέρι, που δεν θα τα σβύναμε ούτε λεπτό όσες μέρες οδηγούσαμε, πήραμε το δρόμο για το Μπέργκεν.
Βγαίνοντας από το ΄Οσλο ο δρόμος στενεύει και γίνεται απλός, επαρχιακός, αλλά πολύ γοητευτικός καθώς περνάει από χωριά και τρέχει δίπλα από ποτάμια, λίμνες, φιορδς, μέσα σ΄ένα εντυπωσιακό φυσικό περιβάλλον.
Η διαδρομή κυλά αργά, γιατί οι Νορβηγοί είναι πολύ αυστηροί με τα ανώτατα όρια ταχύτητας, και ακόμα πιο αυστηροί αν οδηγείς χωρίς ζώνη, και αυστηροί μέχρι φυλακής αν οδηγείς -έστω και light- πιωμένος.
Αρχικός μας προορισμός, η περιοχή του Τέλεμαρκ, γνωστή για τα δάση της, τις φυτρωμένες στέγες των σπιτών της, τον Sondre Norheim, τον πατέρα του σύγχρονου σκι και τέλος πασίγνωστη και δημοφιλής για το περίφημο κανάλι της.
Μπαίνουμε στο Τέλεμαρκ, έχοντας ήδη διανύσει 95 χιλιόμετρα, που μας πήραν κοντά 2 ώρες, με τις απαραίτητες ολιγόλεπτες στάσεις για φώτο, θαυμασμούς και τσακωμούς
«Θα μπούμε σε αυτό το ορυχείο?» εννοώντας τα ορυχεία του Σαγγρέντα
«΄Οχι, θα πάμε στο Ντάλεν»
«Μα εδώ ήταν τα βασιλικά ορυχεία»
«Εμείς θα πάμε στα αστικά»
Επικράτησαν οι ποπολάροι και συνεχίσαμε μέχρι την εκκλησιά του Χένταλ, την περίφημη Μητρόπολη των Σταβκίρκε. Ξύλινη, εντυπωσιακή, μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Νορβηγίας υψώνει στους ουρανούς τους τρεις σηκούς της από το 1315 διατηρώντας τις διακοσμήσεις της με μυθικά ζώα, κεφάλια μυθικών ανθρώπων, περίτεχνες κληματίδες.
Σε 100 χιλιόμετρα και έχοντας χάσει το μέτρημα του χρόνου,-τι σημασία είχε πια αφού παντού θέλαμε να σταματήσουμε για να θαυμάσουμε τοπία και σπιτάκια-, φτάσαμε στο Ντάλεν.
Το Ντάλεν είναι ένα πανέμορφο χωριό, απλωμένο στον μυχό του Bandak φιορδ, που είναι κατ΄ ουσίαν λίμνη που συνδέθηκε με άλλη λίμνη που συνδέθηκε με ένα φιορδ, και έφτασε τελικά στη θάλασσα, μέσω των καναλιών.
Αφήνουμε προς ώρας τα μπερδεμένα του Ντάλεν και ανηφορίζουμε το κατάφυτο βουνό, ψάχνοντας για το κατάλυμμά μας, το Club Hallbjonn Telemark, ένα ορεινό resort που προέκυψε από τις ανταλλαγές του timeshare μου στην Τενερίφη.
Στο κλαμπ μάς υποδέχονται τα πρόβατα της περιοχής, που όρμησαν στο πορτ παγκαζ, μιας και το παρατήσαμε ανοικτό για να επεξεργαστούμε τα ξύλινα σαλέ.
Μας πήρε 10 λεπτά να ξεκουβαλήσουμε, μισή ώρα να καθαρίσουμε το πορτ παγκάζ από τα τσιπς που είχαν κάνει φύλλο και φτερό τα πρόβατα και άλλα 10 λεπτά να ταίζουμε τα ζωντανά με πατατάκια, σοκολάτες και μπισκοτάκια.
Δεν ξέρω αν και τα εδώδιμα τετράποδα αρέσκονται σε αυτήν τη διατροφική ποικιλία, αλλά πρέπει να σημειώσω ότι τις επόμενες μέρες δεν πετάξαμε κανένα αποφάι. Οι προσωπικοί μας κάδοι ήταν εκεί βελάζοντας και τρέχοντας ξωπίσω μας, κάθε που κατεβαίναμε από το σαλέ.
Το σπίτι, αλλά χάριν γκλαμουριάς θα επιμείνω να το αποκαλώ σαλέ, μας άρεσε μέχρι τρέλλας. Ξύλινο, με όμορφους χώρους, δωμάτια για όλες μας και κουζίνα με το όλα της, αναπαυτικούς καναπέδες και τραπεζαρία ξύλινη, με μια τράπουλα αφημένη δίπλα από το ανθοδοχείο.
Παρατάμε τις σακκούλες με τα πρώτα ψώνια από το τοπικό μπακάλικο και βγαίνουμε στη βεράντα. Εκστασιαζόμαστε στη θέα της λίμνης που απλώνεται στα πόδια μας. Φτιάχνουμε καφέ και ακολουθούμε τον ήχο του νερού. Ο ατομικός μας καταρράκτης είναι κοντά. Καθήσαμε στα βράχια και παρακολουθούσαμε τον ήλιο να παίζει με τους τόνους του νερού που έσκαζαν δημιουργώντας σύννεφα και ουράνια τόξα. ΄Ηταν 10,30 το βράδυ.
Το πρωί μάς βρήκε στην αποβάθρα του Ντάλεν να χαζεύουμε τους αντικατοπτρισμούς των βουνών στα ήρεμα νερά του φιορδ-λίμνης.
Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, τραβάγαμε τις κουρτίνες, σκοτεινιάζαμε όσο μπορούσαμε το χώρο, αλλά στις 3 το πρωί οι πρώτες ακτίδες μας τσάκισαν τα νεύρα.
Πήραμε τα μπογαλάκια μας, τους καφέδες μας, τα κέικ μας και πιάσαμε στασίδι στην προβλήτα περιμένοντας να ξεκινήσει το καραβάκι για τα κανάλια.
Η ”Victoria” καμαρώνει για το σκαρί της από το 1882. Μαύρη κοιλίτσα, άσπρη στ΄ απάνω της, με κοκκινόμαυρο φουγάρο. Στολισμένη με σημαιάκια δέχεται τους λιγοστούς, λόγω ώρας και εποχής, πελάτες. Είμαστε οι μόνοι έλληνες, βεβαίως και αποτελούμε αμέσως το αντικείμενο της γενικής προσοχής, γιατί δεν θυμούνται άλλον πατριώτη να έχει κάνει τη διαδρομή. Βλέπετε τα γκρουπ δεν φτάνουν ποτέ εδώ.
Η ”Victoria” ήρεμη ξεκινά το ταξίδι της από το Dalen μέχρι το Skien, στη θάλασσα. Η υψομετρική διαφορά των 72 μέτρων, ανάμεσα στις δύο πόλεις εκμηδενίζεται από 18 δεξαμενές. ΄Οταν τελείωσαν οι πέτρινες αυτές δεξαμενές, το έργο χαρακτηρίστηκε ως το «8ο θαύμα» για την Ευρώπη, που δημιουργήσαν με τα χέρια τους 500 εργάτες από το 1854 έως το 1861.
Πλέοντας σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μέσα από βουνά, ανοικτές πεδιάδες, υπέροχα σπιτάκια, με υψωμένες τις κόκκινες σημαίες τους, δείγμα ότι οι κάτοικοί τους ήταν εκεί, φτάσαμε στις πρώτες δεξαμενές.
Οι ίδιοι οι αρχικοί μηχανισμοί κλείνουν ακόμα και σήμερα χειροκίνητα τις τεράστιες ξύλινες πόρτες, αδειάζουν το νερό, ανοίγουν την επόμενη πόρτα, το καράβι μετακινείται μια δεξαμενή, αδειάζει κι αυτή και το ταξίδι συνεχίζεται.
Το θέαμα στα σημεία των δεξαμενών, μαζεύει πολύ κόσμο, που περιμένει είτε να χαζέψει το ανεβοκατέβασμα των καραβιών, είτε να επιβιβαστεί.
Φτάσαμε μέχρι τη μέση της διαδρομής και ήταν πια μεσημέρι. Αποβιβαστήκαμε σε ένα χωριουδάκι και πήραμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε στο Ντάλεν.
Πεινάγαμε και ρωτήσαμε πού θα φάμε καλά.
«Καλά, αλλά ακριβά» μας είπαν και μας έδειξαν το ξενοδοχείο Dalen
Το είδαμε και πάθαμε.
Ξύλινο, τεράστιο, με γοτθικές στέγες και δράκους σκαλιστούς. Το εσωτερικό σκέτο μουσείο. Βιτρό στις οροφές, τεράστια πέτρινα τζάκια, τάρανδοι μας θωρούσαν από ψηλά, δερμάτινοι καναπές εποχής και ξύλινα τραπέζια γυαλιστερά από το πολύ κέρινο γυάλισμα. Παντού μύριζε λουλούδια και κερί. Διασχίσαμε άφωνοι το εσωτερικό και βγήκαμε στην πίσω βεράντα. Βρεθήκαμε στο απέραντο πράσινο που έσβυνε στο νερό του φιορδ.
Πήραμε καφέ και αράξαμε. Το ξενοδοχείο σερβίρει φαγητό, για τους επισκέπτες, μόνο το βράδυ.
΄Οσες μέρες μείναμε, τόσους καφέδες είπιαμε εδώ. Για φαγητό είπαμε να το ξανασκεφτούμε μετά την επισταμένη μελέτη του μενού.
΄Ενα πρωί τ΄ αποφασίσαμε. Θα ξεκουραστούμε από τις μακρινές τις γύρες, κάνοντας περιήγηση στα αξιοθέατα της περιοχής.
Παρκάραμε την BMW στο πάρκινγκ του ορυχείου χαλκού.
«Θα πάμε μόνο στο μουσείο» συμφωνήσαμε, ξεχνώντας τον καβγά στο αυτοκίνητο.
Μπήκαμε, είδαμε τα ορυκτά, είδαμε φώτο με τις εξορύξεις και εκεί που στρίβαμε χαλαρά, άνοιξε μια πόρτα και βγήκαν 5-6 άτομα, με κίτρινες κάσκες και ύφος χαμένο.
«Ελάτε» μας έκανε νόημα η Σίστοβα Νορβηγέζα
Θες από περιέργεια, θες από ντροπή, θες από χαζομάρα, βρεθήκαμε καπελωμένες να βυθιζόμαστε στα έγκατα της γης.
Τι εμπειρία ήταν αυτή! Τι θαύμα ειδέστε! Τι αίσθηση! Τι συναισθήματα, που κορυφώνονταν στον φόβο και βυθιζόντουσαν στον θυμό. Περάσαμε τούνελ στα τέσσερα, κρεμμαστήκαμε από κουνάμενες σκάλες, χαμένες στο χάος, συρθήκαμε ανάμεσα σε πλάγιες τεκτονικές πλάκες, σκαλίσαμε τον βράχο και βγάλαμε πέτρες με νεύρα χάλκινα...
Στο τέλος βγήκαμε στο φως με ύφος χαμένο και βαρύτερες κανά δυο κιλά από το υλικό που εξορύξαμε.
Το ίδιο απόγευμα δεν πήγαμε για καφέ στο ξενοδοχείο. Μας πονούσε όλο μας το σώμα, αλλά με τίποτε δεν αλλάζαμε την εμπειρία που ζήσαμε.
Περάσαμε τη βραδυά στον καταρράκτη μας, κάνοντας φυσικό σπα, μέχρι τα άγρια μεσάνυκτα, τρόπος του λέγειν.
Γυρίσαμε στο σπίτι με φως, κοιμηθήκαμε με φως, ξυπνήσαμε με φως
Σήμερα έχει Μπέργκεν και όποιος αντέξει.
Βγαίνοντας από το ΄Οσλο ο δρόμος στενεύει και γίνεται απλός, επαρχιακός, αλλά πολύ γοητευτικός καθώς περνάει από χωριά και τρέχει δίπλα από ποτάμια, λίμνες, φιορδς, μέσα σ΄ένα εντυπωσιακό φυσικό περιβάλλον.
Η διαδρομή κυλά αργά, γιατί οι Νορβηγοί είναι πολύ αυστηροί με τα ανώτατα όρια ταχύτητας, και ακόμα πιο αυστηροί αν οδηγείς χωρίς ζώνη, και αυστηροί μέχρι φυλακής αν οδηγείς -έστω και light- πιωμένος.
Αρχικός μας προορισμός, η περιοχή του Τέλεμαρκ, γνωστή για τα δάση της, τις φυτρωμένες στέγες των σπιτών της, τον Sondre Norheim, τον πατέρα του σύγχρονου σκι και τέλος πασίγνωστη και δημοφιλής για το περίφημο κανάλι της.
Μπαίνουμε στο Τέλεμαρκ, έχοντας ήδη διανύσει 95 χιλιόμετρα, που μας πήραν κοντά 2 ώρες, με τις απαραίτητες ολιγόλεπτες στάσεις για φώτο, θαυμασμούς και τσακωμούς
«Θα μπούμε σε αυτό το ορυχείο?» εννοώντας τα ορυχεία του Σαγγρέντα
«΄Οχι, θα πάμε στο Ντάλεν»
«Μα εδώ ήταν τα βασιλικά ορυχεία»
«Εμείς θα πάμε στα αστικά»
Επικράτησαν οι ποπολάροι και συνεχίσαμε μέχρι την εκκλησιά του Χένταλ, την περίφημη Μητρόπολη των Σταβκίρκε. Ξύλινη, εντυπωσιακή, μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Νορβηγίας υψώνει στους ουρανούς τους τρεις σηκούς της από το 1315 διατηρώντας τις διακοσμήσεις της με μυθικά ζώα, κεφάλια μυθικών ανθρώπων, περίτεχνες κληματίδες.
Σε 100 χιλιόμετρα και έχοντας χάσει το μέτρημα του χρόνου,-τι σημασία είχε πια αφού παντού θέλαμε να σταματήσουμε για να θαυμάσουμε τοπία και σπιτάκια-, φτάσαμε στο Ντάλεν.
Το Ντάλεν είναι ένα πανέμορφο χωριό, απλωμένο στον μυχό του Bandak φιορδ, που είναι κατ΄ ουσίαν λίμνη που συνδέθηκε με άλλη λίμνη που συνδέθηκε με ένα φιορδ, και έφτασε τελικά στη θάλασσα, μέσω των καναλιών.
Αφήνουμε προς ώρας τα μπερδεμένα του Ντάλεν και ανηφορίζουμε το κατάφυτο βουνό, ψάχνοντας για το κατάλυμμά μας, το Club Hallbjonn Telemark, ένα ορεινό resort που προέκυψε από τις ανταλλαγές του timeshare μου στην Τενερίφη.
Στο κλαμπ μάς υποδέχονται τα πρόβατα της περιοχής, που όρμησαν στο πορτ παγκαζ, μιας και το παρατήσαμε ανοικτό για να επεξεργαστούμε τα ξύλινα σαλέ.
Μας πήρε 10 λεπτά να ξεκουβαλήσουμε, μισή ώρα να καθαρίσουμε το πορτ παγκάζ από τα τσιπς που είχαν κάνει φύλλο και φτερό τα πρόβατα και άλλα 10 λεπτά να ταίζουμε τα ζωντανά με πατατάκια, σοκολάτες και μπισκοτάκια.
Δεν ξέρω αν και τα εδώδιμα τετράποδα αρέσκονται σε αυτήν τη διατροφική ποικιλία, αλλά πρέπει να σημειώσω ότι τις επόμενες μέρες δεν πετάξαμε κανένα αποφάι. Οι προσωπικοί μας κάδοι ήταν εκεί βελάζοντας και τρέχοντας ξωπίσω μας, κάθε που κατεβαίναμε από το σαλέ.
Το σπίτι, αλλά χάριν γκλαμουριάς θα επιμείνω να το αποκαλώ σαλέ, μας άρεσε μέχρι τρέλλας. Ξύλινο, με όμορφους χώρους, δωμάτια για όλες μας και κουζίνα με το όλα της, αναπαυτικούς καναπέδες και τραπεζαρία ξύλινη, με μια τράπουλα αφημένη δίπλα από το ανθοδοχείο.
Παρατάμε τις σακκούλες με τα πρώτα ψώνια από το τοπικό μπακάλικο και βγαίνουμε στη βεράντα. Εκστασιαζόμαστε στη θέα της λίμνης που απλώνεται στα πόδια μας. Φτιάχνουμε καφέ και ακολουθούμε τον ήχο του νερού. Ο ατομικός μας καταρράκτης είναι κοντά. Καθήσαμε στα βράχια και παρακολουθούσαμε τον ήλιο να παίζει με τους τόνους του νερού που έσκαζαν δημιουργώντας σύννεφα και ουράνια τόξα. ΄Ηταν 10,30 το βράδυ.
Το πρωί μάς βρήκε στην αποβάθρα του Ντάλεν να χαζεύουμε τους αντικατοπτρισμούς των βουνών στα ήρεμα νερά του φιορδ-λίμνης.
Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, τραβάγαμε τις κουρτίνες, σκοτεινιάζαμε όσο μπορούσαμε το χώρο, αλλά στις 3 το πρωί οι πρώτες ακτίδες μας τσάκισαν τα νεύρα.
Πήραμε τα μπογαλάκια μας, τους καφέδες μας, τα κέικ μας και πιάσαμε στασίδι στην προβλήτα περιμένοντας να ξεκινήσει το καραβάκι για τα κανάλια.
Η ”Victoria” καμαρώνει για το σκαρί της από το 1882. Μαύρη κοιλίτσα, άσπρη στ΄ απάνω της, με κοκκινόμαυρο φουγάρο. Στολισμένη με σημαιάκια δέχεται τους λιγοστούς, λόγω ώρας και εποχής, πελάτες. Είμαστε οι μόνοι έλληνες, βεβαίως και αποτελούμε αμέσως το αντικείμενο της γενικής προσοχής, γιατί δεν θυμούνται άλλον πατριώτη να έχει κάνει τη διαδρομή. Βλέπετε τα γκρουπ δεν φτάνουν ποτέ εδώ.
Η ”Victoria” ήρεμη ξεκινά το ταξίδι της από το Dalen μέχρι το Skien, στη θάλασσα. Η υψομετρική διαφορά των 72 μέτρων, ανάμεσα στις δύο πόλεις εκμηδενίζεται από 18 δεξαμενές. ΄Οταν τελείωσαν οι πέτρινες αυτές δεξαμενές, το έργο χαρακτηρίστηκε ως το «8ο θαύμα» για την Ευρώπη, που δημιουργήσαν με τα χέρια τους 500 εργάτες από το 1854 έως το 1861.
Πλέοντας σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μέσα από βουνά, ανοικτές πεδιάδες, υπέροχα σπιτάκια, με υψωμένες τις κόκκινες σημαίες τους, δείγμα ότι οι κάτοικοί τους ήταν εκεί, φτάσαμε στις πρώτες δεξαμενές.
Οι ίδιοι οι αρχικοί μηχανισμοί κλείνουν ακόμα και σήμερα χειροκίνητα τις τεράστιες ξύλινες πόρτες, αδειάζουν το νερό, ανοίγουν την επόμενη πόρτα, το καράβι μετακινείται μια δεξαμενή, αδειάζει κι αυτή και το ταξίδι συνεχίζεται.
Το θέαμα στα σημεία των δεξαμενών, μαζεύει πολύ κόσμο, που περιμένει είτε να χαζέψει το ανεβοκατέβασμα των καραβιών, είτε να επιβιβαστεί.
Φτάσαμε μέχρι τη μέση της διαδρομής και ήταν πια μεσημέρι. Αποβιβαστήκαμε σε ένα χωριουδάκι και πήραμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε στο Ντάλεν.
Πεινάγαμε και ρωτήσαμε πού θα φάμε καλά.
«Καλά, αλλά ακριβά» μας είπαν και μας έδειξαν το ξενοδοχείο Dalen
Το είδαμε και πάθαμε.
Ξύλινο, τεράστιο, με γοτθικές στέγες και δράκους σκαλιστούς. Το εσωτερικό σκέτο μουσείο. Βιτρό στις οροφές, τεράστια πέτρινα τζάκια, τάρανδοι μας θωρούσαν από ψηλά, δερμάτινοι καναπές εποχής και ξύλινα τραπέζια γυαλιστερά από το πολύ κέρινο γυάλισμα. Παντού μύριζε λουλούδια και κερί. Διασχίσαμε άφωνοι το εσωτερικό και βγήκαμε στην πίσω βεράντα. Βρεθήκαμε στο απέραντο πράσινο που έσβυνε στο νερό του φιορδ.
Πήραμε καφέ και αράξαμε. Το ξενοδοχείο σερβίρει φαγητό, για τους επισκέπτες, μόνο το βράδυ.
΄Οσες μέρες μείναμε, τόσους καφέδες είπιαμε εδώ. Για φαγητό είπαμε να το ξανασκεφτούμε μετά την επισταμένη μελέτη του μενού.
΄Ενα πρωί τ΄ αποφασίσαμε. Θα ξεκουραστούμε από τις μακρινές τις γύρες, κάνοντας περιήγηση στα αξιοθέατα της περιοχής.
Παρκάραμε την BMW στο πάρκινγκ του ορυχείου χαλκού.
«Θα πάμε μόνο στο μουσείο» συμφωνήσαμε, ξεχνώντας τον καβγά στο αυτοκίνητο.
Μπήκαμε, είδαμε τα ορυκτά, είδαμε φώτο με τις εξορύξεις και εκεί που στρίβαμε χαλαρά, άνοιξε μια πόρτα και βγήκαν 5-6 άτομα, με κίτρινες κάσκες και ύφος χαμένο.
«Ελάτε» μας έκανε νόημα η Σίστοβα Νορβηγέζα
Θες από περιέργεια, θες από ντροπή, θες από χαζομάρα, βρεθήκαμε καπελωμένες να βυθιζόμαστε στα έγκατα της γης.
Τι εμπειρία ήταν αυτή! Τι θαύμα ειδέστε! Τι αίσθηση! Τι συναισθήματα, που κορυφώνονταν στον φόβο και βυθιζόντουσαν στον θυμό. Περάσαμε τούνελ στα τέσσερα, κρεμμαστήκαμε από κουνάμενες σκάλες, χαμένες στο χάος, συρθήκαμε ανάμεσα σε πλάγιες τεκτονικές πλάκες, σκαλίσαμε τον βράχο και βγάλαμε πέτρες με νεύρα χάλκινα...
Στο τέλος βγήκαμε στο φως με ύφος χαμένο και βαρύτερες κανά δυο κιλά από το υλικό που εξορύξαμε.
Το ίδιο απόγευμα δεν πήγαμε για καφέ στο ξενοδοχείο. Μας πονούσε όλο μας το σώμα, αλλά με τίποτε δεν αλλάζαμε την εμπειρία που ζήσαμε.
Περάσαμε τη βραδυά στον καταρράκτη μας, κάνοντας φυσικό σπα, μέχρι τα άγρια μεσάνυκτα, τρόπος του λέγειν.
Γυρίσαμε στο σπίτι με φως, κοιμηθήκαμε με φως, ξυπνήσαμε με φως
Σήμερα έχει Μπέργκεν και όποιος αντέξει.
Attachments
-
36,5 KB Προβολές: 779