Τρίτη ημέρα: Ο Δημήτρης προσφέρθηκε να μας συνοδεύσει και φυσικά να μας ξεναγήσει στον Αμαζόνιο, συμπληρώθηκε η παρέα μας και με την άφιξη της Κατερίνας. Πτήση για Ικίτος, πρωτεύουσα της επαρχίας του Αμαζονίου. Αναχώρηση με αρκετή καθυστέρηση, περιμέναμε να έρθει ένας καθυστερημένος επιβάτης, θύμιζε μάλλον ταξίδι λεωφορείου για το χωριό. Το εισιτήριο αρκετά τσιμπημένο, οι ξένοι επιβάτες το πληρώνουν διπλάσια τιμή, διάκριση τουλάχιστον κακόγουστη! Το Ικίτος κτισμένο στον Αμαζόνιο εκεί που συμβάλουν δύο μεγάλα ποτάμια και δημιουργούν την αρχή του πραγματικού Αμαζόνιου. Μεγάλη πόλη 500.000 κάτοικοι η μεγαλύτερη στη ζούγκλα του Περού είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη στις αρχές του 20ού αιώνα από τη συλλογή και εμπορία καουτσούκ από τα καουτσουκόδενδρα του Αμαζονίου. Δεν υπάρχει οδική σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα , πηγαίνεις μόνο με αεροπλάνο ή ποταμόπλοιο.
Πρώτη εντύπωση: Στο αεροδρόμιο του Ικίτος πέντε άτομα εμείς, μας περικύκλωσαν πάνω από πενήντα «ταξιτζήδες» και μας κυνηγούσαν κυριολεκτικά να προτιμήσουμε το «ταξί» τους. Φυσικά δεν υπάρχουν αυτοκίνητα ταξί στο Ικίτος και σχεδόν καθόλου επιβατικά αυτοκίνητα . Τα ταξί είναι τρίκυκλα μηχανάκια, σκεπασμένα με νάυλον κάλυμα, με ένα κάθισμα για δύο ή στριμωχτά τρία άτομα. Παζαρέψαμε, πήραμε δύο «ταξί» (1,5 ευρώ το καθένα) και ξεκινήσαμε για μια διαδρομή συγκλονιστική.O δρόμος γεμάτος τρίκυκλα να τρέχουν τρελά , άναρχα, σχεδόν κολλητά μεταξύ τους, κορναρίσματα ένα πανδαιμόνιο. Στην πόλη το ίδιο με τα τρίκυκλα ταξί και κάπου- κάπου ένα πολύχρωμο μικρό λεωφορείο για κάποιες μακρινές αποστάσεις. Οι δρόμοι χάλια, λακκούβες, πεζοδρόμια κακοφτιαγμένα. Τα σπίτια χαμηλά, απεριποίητα, δείχνουν εγκαταλειμένα, πολλά με στέγη από λαμαρίνα.
Δεύτερη εντύπωση: Το ξενοδοχείο φαινόταν καινούργιο αλλά άχαρο, σαν κουτιά τα δωμάτια. Ξύπνησα νωρίς το πρωί , μόλις είχε φωτίσει βγήκα για περίπατο και αναγνωριστική βόλτα. Ο Αμαζόνιος πολύ κοντά περπάτησα προς τα εκεί σε ένα στενόμακρο παρκάκι πάνω στην υπερυψωμένη όχθη. Ατένιζα το ποτάμι προσπαθώντας να πειστώ πως βρίσκομαι μπροστά στο μεγαλύτερο ποτάμι της φύσης. Στο σημείο αυτό γεννιέται ο Αμαζόνιος από τη συμβολή δύο μεγάλων ποταμών του Περού. Ροή ήρεμη επιβλητική όπως αρμόζει σε κάθε μεγάλο. Η συγκλονιστική έκπληξη ήρθε από την όχθη. Μπροστά μου πολλά καραβάκια και μεγάλα κανό, φαινόταν σαν να τα είχαν τραβήξει έξω στη στεριά, πνιγμένα στα ολοπράσινα νούφαρα, δεν φαινόταν καθόλου νερό.
Η εικόνα συμπληρωνόταν με τα δεκάδες ξύλινα σπίτια από αχυρόχορτο στηριγμένα σε πασσάλους μέσα στο νερό, όπου ζούσαν οικογένειες, με το νερό στο ύψος του δαπέδου και παιδιά ξυπόλητα να περπατούν σε μαδέρια που συνδέουν τα σπίτια με την όχθη. Λίγες έντονες βροχές ακόμη και το νερό θα τα πλημυρίσει. Κι όταν λέμε σπίτι εννοούμε ένα μεγάλο δωμάτιο ίσως και κάποιο πρόχειρο χώρισμα και ένα μικρό προαύλιο με ελάχιστα υπάρχοντα. Πλένουν τα ρούχα, τα πιάτα κλπ στο βεραντάκι παίρνοντας και ρίχνοντας νερό από τον ποταμό και για τουαλέτα βγαίνουν στην όχθη. Κοιτάζω παραδίπλα μέσα στα νούφαρα ένα μεγάλο σαπιμένο καράβι με πλατφόρμα χαμηλή σαν τις νταλίκες. Το βγάζω φωτογραφία, με βλέπει από μακριά ένας που είναι πάνω, ντράπηκα που τον έβγαζα φωτογραφία σαν αξιοθέατο εγώ ένας πλούσιος Ευρωπαίος στα μάτια του. Τον χαιρετώ από μακριά μου το ανταποδίδει. Ερχεται προς τη μεριά μου πλησιάζω και εγώ.
Ένα σανίδι η σκάλα τους, μου δίνει το χέρι του να ανέβω. Κοντός, μελαμψός, συμπαθέστατος, ένας τυπικός αυτόχθονας του Αμαζονίου. Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με νοήματα. Μας κοιτούν τέσσερα παιδάκια στην άλλη άκρη πάνω στη γέφυρα, με προσκαλεί να τους δω όλους. Καλόκαρδα με ξεναγεί μου δείχνει και το μισοσαπιμένο κανό του δεμένο στο καράβι, το χρησιμοποιεί για μεταφορά στο ποτάμι κυρίως για τουρίστες. Ανεβαίνουμε πάνω στη δυόροφη γέφυρα που είναι και το σπίτι τους με υποδέχονται και με ξεναγούν με χαμόγελα παιδιά και σύζυγος. Ένα παχουλό νάυλον στο πάτωμα είναι για στρώμα, μένουν εκεί με ελάχιστα υπάρχοντα. Συνεννοούμαστε με νοήματα, θέλει να τον προτιμήσω με την παρέα μου στη βόλτα του Αμαζονίου. Ισως γι αυτό με καλόπιανε, όμως δεν με ενόχλησε καθόλου, η ευγένεια του ήταν αληθινή, λυπήθηκα για τη φτώχεια και τη μιζέρια τους, ντράπηκα, δεν βρήκα το θάρρος να του πω ότι δεν θα τον προτιμήσουμε με την παρέα μου. Τους άφησα συγκλονισμένος, εγώ ο καλοπερασμένος με μια κάμερα στο χέρι να τους βλέπω σαν αξιοθέατο.
Στην όχθη πιο πέρα στέκονται και συζητούν δύο κυρίες, τις καλημερίζω κάτι μου λέει η μία φτωχοντυμένη αυτόχθονας δεν καταλαβαίνω. Η άλλη τη λένε Μόνοικα, μου απαντά στα αγγλικά. Συζητάμε πολύ μου εξηγεί όλα γύρω από τις καλύβες και τη ζωή των αυτόχθονων . Η ίδια έχει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, έδειξα ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες της, φεύγουμε μαζί πάνω στο παπάκι της να μου δείξει το ξενοδοχείο της. Ομορφο, περιποιημένο όλα με γούστο φτιαγμένα. Προτείνω στην παρέα μου να το δούμε και όλοι μαζί αποφασίσαμε να μείνουμε το επόμενο βράδυ εκεί όπως και έγινε. Η Μόνοικα αποδείχτηκε άνθρωπος με ενδιαφέροντα, δραστήρια, καλλιεργημένη, δημιουργεί στο ξενοδοχείο της μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Τακτοποιηθήκαμε στα περιποιημένα δωμάτια και ξεκινάμε για τον Αμαζόνιο. Με δυο τρίκυκλα ταξί φτάνουμε σε μια αποβάθρα και ξεκινάμε με ένα μακρόστενο κανώ (πεκ πεκ). Η αίσθηση του μεγέθους και της ποσότητας των νερών είναι φανταστική, τον διασχίζουμε κάπου ενάμισυ χλμ πλάτος και μπαίνουμε μέσα στο δάσος με τη βάρκα, απίστευτη εικόνα. Εχουν πέσει πρόσφατα πολλές βροχές, ο ποταμός έχει φουσκώσει και έχει κατακλύσει μεγάλα κομμάτια της ζούγκλας. Τριγυρνάμε σε κανάλια υπέροχα στα ήρεμα νερά που καθρεπτίζουν την οργιώδη βλάστηση και μας προσφέρουν απλόχερα τη χαλαρωτική αίσθηση της γαλήνης. Αράξαμε κάπου και συνεχίσαμε για τον περίπατο στο δάσος. Ο οδηγός μας κατευθύνει προς ένα μέρος για να δούμε δένδρα καουτσούκ, όμως ο δρόμος μας σε ένα σημείο δεν περνιέται από τα πολλά νερά.
Γυρνάμε πίσω, κατευθυνόμαστε στην καλύβα ενός ιθαγενή να τον επισκεφθούμε. Εχει κτήμα περιποιημένο με αρκετό χώρο, στη μέση έχει ένα μεγάλο στρογγυλό υπόστεγο ,το σπίτι υπερυψωμένο, νοιώθω αμέσως την απώθηση της τεχνητής τουριστικής ατμόσφαιρας. Δυο γυναίκες και δυο άνδρες μας περικυκλώνουν αμέσως με τα χέρια τους γεμάτα μπιχλιμπίδια να αγοράσουμε. Γυρνάμε στο κανώ μας από άλλο μονοπάτι είδαμε τελικά και δένδρα καουτσούκ που έφερναν για πολλά χρόνια πλούτο και ανάπτυξη. Με το κανώ μας κατευθυνόμαστε στο σημείο που γεννιέται ο Αμαζόνιος εκεί που ενώνονται οι δύο μεγάλοι ποταμοί ι. Τα νερά τους ανακατεύονται, στροβιλίζονται σε μια λασπερή ροή, φαρδαίνει τώρα εδώ πολύ ο Αμαζόνιος. Αποβιβαζόμαστε σε ένα χωριό στην όχθη του. Εδώ οι ντόπιοι είναι πιο αυθεντικοί δεν τους έχει φθείρει ο τουρισμός. Σε μια ταράτσα καθαρίζουν τροπικά φρούτα και ψήνουν διάφορα φαγώσιμα από κοτόπουλα μέχρι καλαμπόκι. Δοκίμασα μια μπανάνα στα κάρβουνα ανούσια, άχυρο.
Επισκεφθήκαμε ένα μικρό κτήμα κάποιου που εκτρέφει σε μια λιμνούλα κροκόδειλους, σε μια άλλη πιράνχας και ακόμη ένα είδος μεγάλου ψαριού του Αμαζονίου. Επιστρέφουμε με τη βάρκα στην πόλη, ξέσπασε καταρρακτώδης βροχή , βάλαμε όλοι τα φτηνά αδιάβροχα μας. Η μέρα στον Αμαζόνιο γεμάτη εμπειρίες έκλεισε με τη βραδιά στη δροσερή βεράντα του ξενοδοχείου παρέα με τη Μόνοικα την ξενοδόχο και έναν Αγγλο ένοικο. Ηταν μεγάλη η ευχαρίστηση μου που βρήκα αυτούς τους καλλιεργημένους ανθρώπους με τα κοινά μας ενδιαφέροντα. Ενοιωσα στο τέλος της βραδιάς την πληρότητα εκείνης της ημέρας να ξεχειλίζει μέσα μου.
Πρώτη εντύπωση: Στο αεροδρόμιο του Ικίτος πέντε άτομα εμείς, μας περικύκλωσαν πάνω από πενήντα «ταξιτζήδες» και μας κυνηγούσαν κυριολεκτικά να προτιμήσουμε το «ταξί» τους. Φυσικά δεν υπάρχουν αυτοκίνητα ταξί στο Ικίτος και σχεδόν καθόλου επιβατικά αυτοκίνητα . Τα ταξί είναι τρίκυκλα μηχανάκια, σκεπασμένα με νάυλον κάλυμα, με ένα κάθισμα για δύο ή στριμωχτά τρία άτομα. Παζαρέψαμε, πήραμε δύο «ταξί» (1,5 ευρώ το καθένα) και ξεκινήσαμε για μια διαδρομή συγκλονιστική.O δρόμος γεμάτος τρίκυκλα να τρέχουν τρελά , άναρχα, σχεδόν κολλητά μεταξύ τους, κορναρίσματα ένα πανδαιμόνιο. Στην πόλη το ίδιο με τα τρίκυκλα ταξί και κάπου- κάπου ένα πολύχρωμο μικρό λεωφορείο για κάποιες μακρινές αποστάσεις. Οι δρόμοι χάλια, λακκούβες, πεζοδρόμια κακοφτιαγμένα. Τα σπίτια χαμηλά, απεριποίητα, δείχνουν εγκαταλειμένα, πολλά με στέγη από λαμαρίνα.
Δεύτερη εντύπωση: Το ξενοδοχείο φαινόταν καινούργιο αλλά άχαρο, σαν κουτιά τα δωμάτια. Ξύπνησα νωρίς το πρωί , μόλις είχε φωτίσει βγήκα για περίπατο και αναγνωριστική βόλτα. Ο Αμαζόνιος πολύ κοντά περπάτησα προς τα εκεί σε ένα στενόμακρο παρκάκι πάνω στην υπερυψωμένη όχθη. Ατένιζα το ποτάμι προσπαθώντας να πειστώ πως βρίσκομαι μπροστά στο μεγαλύτερο ποτάμι της φύσης. Στο σημείο αυτό γεννιέται ο Αμαζόνιος από τη συμβολή δύο μεγάλων ποταμών του Περού. Ροή ήρεμη επιβλητική όπως αρμόζει σε κάθε μεγάλο. Η συγκλονιστική έκπληξη ήρθε από την όχθη. Μπροστά μου πολλά καραβάκια και μεγάλα κανό, φαινόταν σαν να τα είχαν τραβήξει έξω στη στεριά, πνιγμένα στα ολοπράσινα νούφαρα, δεν φαινόταν καθόλου νερό.
Η εικόνα συμπληρωνόταν με τα δεκάδες ξύλινα σπίτια από αχυρόχορτο στηριγμένα σε πασσάλους μέσα στο νερό, όπου ζούσαν οικογένειες, με το νερό στο ύψος του δαπέδου και παιδιά ξυπόλητα να περπατούν σε μαδέρια που συνδέουν τα σπίτια με την όχθη. Λίγες έντονες βροχές ακόμη και το νερό θα τα πλημυρίσει. Κι όταν λέμε σπίτι εννοούμε ένα μεγάλο δωμάτιο ίσως και κάποιο πρόχειρο χώρισμα και ένα μικρό προαύλιο με ελάχιστα υπάρχοντα. Πλένουν τα ρούχα, τα πιάτα κλπ στο βεραντάκι παίρνοντας και ρίχνοντας νερό από τον ποταμό και για τουαλέτα βγαίνουν στην όχθη. Κοιτάζω παραδίπλα μέσα στα νούφαρα ένα μεγάλο σαπιμένο καράβι με πλατφόρμα χαμηλή σαν τις νταλίκες. Το βγάζω φωτογραφία, με βλέπει από μακριά ένας που είναι πάνω, ντράπηκα που τον έβγαζα φωτογραφία σαν αξιοθέατο εγώ ένας πλούσιος Ευρωπαίος στα μάτια του. Τον χαιρετώ από μακριά μου το ανταποδίδει. Ερχεται προς τη μεριά μου πλησιάζω και εγώ.
Ένα σανίδι η σκάλα τους, μου δίνει το χέρι του να ανέβω. Κοντός, μελαμψός, συμπαθέστατος, ένας τυπικός αυτόχθονας του Αμαζονίου. Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με νοήματα. Μας κοιτούν τέσσερα παιδάκια στην άλλη άκρη πάνω στη γέφυρα, με προσκαλεί να τους δω όλους. Καλόκαρδα με ξεναγεί μου δείχνει και το μισοσαπιμένο κανό του δεμένο στο καράβι, το χρησιμοποιεί για μεταφορά στο ποτάμι κυρίως για τουρίστες. Ανεβαίνουμε πάνω στη δυόροφη γέφυρα που είναι και το σπίτι τους με υποδέχονται και με ξεναγούν με χαμόγελα παιδιά και σύζυγος. Ένα παχουλό νάυλον στο πάτωμα είναι για στρώμα, μένουν εκεί με ελάχιστα υπάρχοντα. Συνεννοούμαστε με νοήματα, θέλει να τον προτιμήσω με την παρέα μου στη βόλτα του Αμαζονίου. Ισως γι αυτό με καλόπιανε, όμως δεν με ενόχλησε καθόλου, η ευγένεια του ήταν αληθινή, λυπήθηκα για τη φτώχεια και τη μιζέρια τους, ντράπηκα, δεν βρήκα το θάρρος να του πω ότι δεν θα τον προτιμήσουμε με την παρέα μου. Τους άφησα συγκλονισμένος, εγώ ο καλοπερασμένος με μια κάμερα στο χέρι να τους βλέπω σαν αξιοθέατο.
Στην όχθη πιο πέρα στέκονται και συζητούν δύο κυρίες, τις καλημερίζω κάτι μου λέει η μία φτωχοντυμένη αυτόχθονας δεν καταλαβαίνω. Η άλλη τη λένε Μόνοικα, μου απαντά στα αγγλικά. Συζητάμε πολύ μου εξηγεί όλα γύρω από τις καλύβες και τη ζωή των αυτόχθονων . Η ίδια έχει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, έδειξα ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες της, φεύγουμε μαζί πάνω στο παπάκι της να μου δείξει το ξενοδοχείο της. Ομορφο, περιποιημένο όλα με γούστο φτιαγμένα. Προτείνω στην παρέα μου να το δούμε και όλοι μαζί αποφασίσαμε να μείνουμε το επόμενο βράδυ εκεί όπως και έγινε. Η Μόνοικα αποδείχτηκε άνθρωπος με ενδιαφέροντα, δραστήρια, καλλιεργημένη, δημιουργεί στο ξενοδοχείο της μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Τακτοποιηθήκαμε στα περιποιημένα δωμάτια και ξεκινάμε για τον Αμαζόνιο. Με δυο τρίκυκλα ταξί φτάνουμε σε μια αποβάθρα και ξεκινάμε με ένα μακρόστενο κανώ (πεκ πεκ). Η αίσθηση του μεγέθους και της ποσότητας των νερών είναι φανταστική, τον διασχίζουμε κάπου ενάμισυ χλμ πλάτος και μπαίνουμε μέσα στο δάσος με τη βάρκα, απίστευτη εικόνα. Εχουν πέσει πρόσφατα πολλές βροχές, ο ποταμός έχει φουσκώσει και έχει κατακλύσει μεγάλα κομμάτια της ζούγκλας. Τριγυρνάμε σε κανάλια υπέροχα στα ήρεμα νερά που καθρεπτίζουν την οργιώδη βλάστηση και μας προσφέρουν απλόχερα τη χαλαρωτική αίσθηση της γαλήνης. Αράξαμε κάπου και συνεχίσαμε για τον περίπατο στο δάσος. Ο οδηγός μας κατευθύνει προς ένα μέρος για να δούμε δένδρα καουτσούκ, όμως ο δρόμος μας σε ένα σημείο δεν περνιέται από τα πολλά νερά.
Γυρνάμε πίσω, κατευθυνόμαστε στην καλύβα ενός ιθαγενή να τον επισκεφθούμε. Εχει κτήμα περιποιημένο με αρκετό χώρο, στη μέση έχει ένα μεγάλο στρογγυλό υπόστεγο ,το σπίτι υπερυψωμένο, νοιώθω αμέσως την απώθηση της τεχνητής τουριστικής ατμόσφαιρας. Δυο γυναίκες και δυο άνδρες μας περικυκλώνουν αμέσως με τα χέρια τους γεμάτα μπιχλιμπίδια να αγοράσουμε. Γυρνάμε στο κανώ μας από άλλο μονοπάτι είδαμε τελικά και δένδρα καουτσούκ που έφερναν για πολλά χρόνια πλούτο και ανάπτυξη. Με το κανώ μας κατευθυνόμαστε στο σημείο που γεννιέται ο Αμαζόνιος εκεί που ενώνονται οι δύο μεγάλοι ποταμοί ι. Τα νερά τους ανακατεύονται, στροβιλίζονται σε μια λασπερή ροή, φαρδαίνει τώρα εδώ πολύ ο Αμαζόνιος. Αποβιβαζόμαστε σε ένα χωριό στην όχθη του. Εδώ οι ντόπιοι είναι πιο αυθεντικοί δεν τους έχει φθείρει ο τουρισμός. Σε μια ταράτσα καθαρίζουν τροπικά φρούτα και ψήνουν διάφορα φαγώσιμα από κοτόπουλα μέχρι καλαμπόκι. Δοκίμασα μια μπανάνα στα κάρβουνα ανούσια, άχυρο.
Επισκεφθήκαμε ένα μικρό κτήμα κάποιου που εκτρέφει σε μια λιμνούλα κροκόδειλους, σε μια άλλη πιράνχας και ακόμη ένα είδος μεγάλου ψαριού του Αμαζονίου. Επιστρέφουμε με τη βάρκα στην πόλη, ξέσπασε καταρρακτώδης βροχή , βάλαμε όλοι τα φτηνά αδιάβροχα μας. Η μέρα στον Αμαζόνιο γεμάτη εμπειρίες έκλεισε με τη βραδιά στη δροσερή βεράντα του ξενοδοχείου παρέα με τη Μόνοικα την ξενοδόχο και έναν Αγγλο ένοικο. Ηταν μεγάλη η ευχαρίστηση μου που βρήκα αυτούς τους καλλιεργημένους ανθρώπους με τα κοινά μας ενδιαφέροντα. Ενοιωσα στο τέλος της βραδιάς την πληρότητα εκείνης της ημέρας να ξεχειλίζει μέσα μου.
Last edited by a moderator: