Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.243
- Likes
- 26.311
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
Την άνοιξη του 1945 ήρθαν και οι Άγγλοι στο χωριό, με μικρά θωρακισμένα και ερπυστριοφόρα οχήματα, και άρχισαν να υλοποιούνται τα σχέδια, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε ο λαός να οδηγηθεί στον εμφύλιο σπαραγμό. Για την εφαρμογή αυτών των σχεδίων βρήκαν αρωγούς και συνεργάτες, όλους εκείνους, που κατά την Κατοχή "αποστρατεύτηκαν" ψυχικά και εκείνους που ανοιχτά συνεργάστηκαν με τα στρατεύματα κατοχής. Άμεση και απρόβλεπτη ήταν στο Δάρα η αναστάτωση. Οι αντιστασιακοί και οι όποιοι φιλοαντιστασιακοί μπήκαν αμέσως στο στόχαστρο.
Ο πρώτος που πλήρωσε με τη ζωή του ήταν ένας αγρότης και μαραγκός, τον οποίο η τοπική οργάνωση, με την τακτική της σκευωρίας κατηγόρησε πως έκρυβε όπλα των ανταρτών στο στανοτόπι του. Επίσης από τους πρώτους πολίτες που τέθηκαν σε διωγμό εξόντωσης ήταν ο Χ. Μ. (συγγενής μου). Η αστυνομία, μαζί με έναν ακόμη κρατούμενο, τους βασάνισε και σκοπό είχε να τους δολοφονήσει. Όμως η προηγούμενη δολοφονία του αγρότη-μαραγκού χάλασε τα σχέδιά της. Τόσες δολοφονίες μέσα σε λίγες μέρες ήταν πολλές. Το "αμάρτημα" του συγγενή μου Χ. Μ. δεν ήταν και μικρό. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ζήτησε να λειτουργήσει το Δημοτικό Σχολείο, μιας και οι δάσκαλοι ήταν Δαραίοι και έμεναν στο χωριό. Ήθελε σχολείο την εποχή που επικρατούσε βαρβαρότητα και σκοταδισμός. Γύρισε στο σπίτι κατάμαυρος από το ξύλο, αφού κάποιος πονόψυχος χωροφύλακας (να τα λέμε και αυτά) του έσωσε τελικά τη ζωή. Οι γυναίκες του έριχναν κοφτές βεντούζες, όμως το αίμα ήταν μαύρο και πηχτό. Οι βεντούζες δεν είχαν αποτέλεσμα. Κάποιος συγγενής πήγε στη λίμνη της Κανδήλας και έφερε βδέλλες, για να ρουφήξουν το "σκοτωμένο αίμα" όπως έλεγαν. Στη συνέχεια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από εξορίες και κακουχίες, οι οποίες κλόνισαν την υγεία του και πέθανε το 1960 σε ηλικία 62 ετών.
Όμως και πολλοί άλλοι αντιστασιακοί, αμέσως μετά την παράδοση των όπλων, βρέθηκαν επικηρυγμένοι και κυνηγημένοι. Τότε αφθονούσαν οι "επαγγελματίες" ψευδομάρτυρες, οδηγώντας πολύ κόσμο στα στρατοδικεία-θανατοδικεία. "Δύο μαρτυράνε και ένανε κρεμάνε" έλεγαν στο χωριό.
Από βιβλίο-ευρετήριο των φακέλων στον Αστυνομικό Σταθμό του Δάρα φαίνεται πως οι φακελωμένοι στη δικαιοδοσία του Σταθμού Χωροφυλακής ήταν 286 άτομα. Αυτό πολύ απλά σήμαινε πως 286 οικογένειες ήταν σε διωγμό, με σκοπό την οικονομική και κοινωνική τους εξαθλίωση. Μέσα στον χαλασμό του Εμφυλίου το Δάρα πλήρωσε ακριβά, και σε αίμα και σε αγαθά. Τα θύματα ήταν πολλά, αφού σε κάποιους ο φανατισμός ήταν άγριος και απύθμενος. Ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού βρέθηκε στις εξορίες, στα στρατόπεδα και στις φυλακές. Κάποιοι σύρθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία και άλλοι δολοφονήθηκαν. Από το Δάρα τα θύματα του Εμφυλίου ήταν πολλά, και ήταν τα νιάτα και η ελπίδα του χωριού. Ο χαμός τους συντάραξε καρδιές και βύθισε για χρόνια το χωριό στο πένθος. Οι νεκροί του Εμφυλίου, οι νεκροί της Αντίστασης, και εκείνοι της Κατοχής, άλλαξαν το ριζικό του χωριού και το αποδυνάμωσαν. Τα αρνητικά που πήραν σειρά ήταν πολλά και δυσβάσταχτα για τη μικρή κοινωνία. Ο κόσμος είχε χωριστεί στα δύο, και για χρόνια, η διαχωριστική γραμμή ήταν απροσπέλαστη. Ο πόνος και το άδικο έφταναν στον ουρανό. Ο θάνατος διάλεγε τους νέους και ο φανατισμός ήταν ο μεγάλος προμηθευτής του Χάρου.
Τα χρόνια εκείνα το Δάρα διέθετε το δικό του μπουντρούμι, τον Αράπη. Η ονομασία Αράπης έρχεται από τα μακρινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, γιατί έτσι έλεγαν τους σκοτεινούς και ανήλιαγους χώρους, όπου οι Τούρκοι φυλάκιζαν τους χωριανούς. Ο Αράπης του Δάρα λοιπόν βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία της πλατείας. Στο ισόγειο του σπιτιού υπήρχε σαμαράδικο εκείνα τα χρόνια. Κάτω από το σαμαράδικο, και κάτω από την επιφάνεια της αυλής, ήταν ένα μικρό υπόγειο χωρίς πόρτα και χωρίς παράθυρο. Ο σκοτεινός αυτός χώρος επικοινωνούσε μόνο από μια καταπακτή που άνοιγε στο πάτωμα του σαμαράδικου. Από αυτήν την καταπακτή έριχναν κάτω τους αντιστασιακούς και όποιους άλλους η τοπική οργάνωση δε συμπαθούσε. Στον Αράπη του Δάρα βρέθηκαν κρατούμενοι αλβανομάχοι, αντιστασιακοί, αριστεροί, ακόμα και μη ενταγμένοι σε κόμματα πολίτες. Όλα αυτά συνέβαιναν μετά τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την ουσιαστική αποδιοργάνωση του ΕΑΜ. Όλες αυτές οι κακουχίες, οι βασανισμοί και οι φυλακίσεις ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν πολλούς να καταφύγουν στα βουνά, κυρίως στον Σαϊτά.
Στις 10-7-1947 έγινε μια μάχη στον Σαϊτά. Ο Σαρήγιαννης με τον λόχο του έφυγε για την Κορινθία, ανέβηκε στον Χελμό, και από εκεί στη Ζήρεια. Στην Κορινθία έμεινε 32 ημέρες και έδωσε 29 μάχες. Μόλις ξέφευγε από τον ένα κλοιό έπεφτε στον άλλον. Ήταν όμως γερός λόχος, από ψημένους αντάρτες και γι' αυτό δε διαλύθηκε. Προξένησε σοβαρές απώλειες στα αποσπάσματα της Χωροφυλακής, και τελικά ξεμένοντας από φυσίγγια, αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς το Μαίναλο. Την τελευταία βραδιά που εγκατέλειπε τον Χελμό για να περάσει στο Μαίναλο, τελικά έλυσε το πρόβλημα της έλλειψης των πυρομαχικών. Στο βουνό Σαϊτάς, σε ένα διάσελο όπου υπήρχε μια πηγή, σταμάτησε ο λόχος για να ξεκουραστεί. Οι αντάρτες ήταν κατάκοποι.
Την ίδια νύχτα, που ο Σαρήγιαννης βάδιζε προς τον Σαϊτά, ένα απόσπασμα από 20-25 χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Θεοδώρου, έφευγε από το Δάρα για ενέδρα, σε πέρασμα του Σαϊτά. Μαζί με τους χωροφύλακες πήγαν οπλισμένοι και αρκετοί Δαραίοι εθνικόφρονες, όπως τους έλεγαν. Τότε το γενικό πρόσταγμα στο μικτό απόσπασμα το είχε ο Τζάρας, παλιός αξιωματικός της Χωροφυλακής, και γνωστός στους Δαραίους, γιατί είχε υπηρετήσει στον Σταθμό Χωροφυλακής του χωριού. Το απόσπασμα έφτασε στον Σαϊτά στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, και χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, έστησαν την ενέδρα, η οποία είχε σχήμα ανοιχτού πετάλου, με το άνοιγμα προς τη Δύση. Άρχιζε από τις Γκρόπες (τοποθεσία στο βουνό) και από καταράχι, σε καταράχι, έφτανε στο Τσιούμπι (λόφος) του Δ. Π. ο οποίος είναι ο προπάππους μου.
Το Τσιούμπι (λόφος) είναι ακριβώς πάνω από το στενό πέρασμα, από το οποίο υποχρεωτικά θα περνούσαν οι αντάρτες. Ήταν καταδικασμένοι αν προσπαθούσαν να περάσουν από το στενό άνοιγμα στο διάσελο, αλλά καταδικασμένοι ήταν επίσης, αν γύριζαν πίσω, γιατί τότε θα έπεφταν στο ημικύκλιο της ενέδρας. Ένας και μόνος ήταν ο τρόπος διαφυγής, η ανατροπή της ενέδρας, και αυτό το κατάφεραν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.
Εκείνα τα χρόνια, την άνοιξη και το καλοκαίρι, ζούσε με τα πρόβατά του και τα άλλα ζώα του, μα κυρίως από συνήθεια και αγάπη για το βουνό, ο προπάππους μου. Το 1947 ήταν 80 χρόνων. Στο βουνό ο προπάππους μου για την εποχή εκείνη είχε σοβαρές εγκαταστάσεις. Σπίτι, φούρνο, αλώνι ακόμα και δικές του βρύσες. Ήταν ο αφέντης του βουνού και τα κτήματά του, που δεν ήταν και λίγα, ήταν όλα περιποιημένα και φροντισμένα.
Ο προπάππος μου στον Σαϊτά
Το στενό πέρασμα και το "κεφάλι" της ενέδρας ήταν στα κτήματα του προπάππου μου και σε απόσταση 150 μέτρων από το σπίτι. Τη νύχτα της άφιξης του αποσπάσματος κοιμόταν για τούτο δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Μέσα στην απλότητα του χαρακτήρα του και μακριά από πολιτικές πεποιθήσεις, οι αντάρτες ήταν τα παλικάρια του. Πολλές φορές έφαγαν και ήπιαν μαζί. Κουβέντιασαν και κοιμήθηκαν στην ιδιοκτησία του. Αρματωμένοι εκείνοι, αρματωμένος και ο γέρος, κυρίαρχοι στα βουνά εκείνοι, κυρίαρχος και ο γέρος στο δικό του βουνό. Για τους αντάρτες ήταν ο μπάρμπα-Δ.
Οι αντάρτες, προκειμένου να παίρνουν και να δίνουν πληροφορίες, δημιουργούσαν στέκια-κέντρα πληροφοριών σε διάφορα βουνά. Στον Σαϊτά είχαν τον Δαραίο αντάρτη Παναή Παπαντωνίου, ο οποίος ήταν κουτσός και δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Έτσι τον άφηναν στον Σαϊτά για αρκετό χρονικό διάστημα. Ο προπάππους μου είχε την "ευθύνη" για τον Παναή και κάθε μέρα, πριν ακόμα φωτίσει, τον τοποθετούσε σε κάποιο σωστό, κατά τη γνώμη του, σημείο. Τον άφηνε εκεί και του έλεγε: -"Πουτ@ν@ δε θα κουνηθείς ούτε ρούπι, αν δεν έρθω να σε πάρω". Το πουτ@ν@ ήταν βρισιά-ψωμοτύρι στο στόμα του γέρου, για αρσενικούς αλλά και θηλυκούς ανθρώπους. Έτσι με τον καιρό κόλλησε στον Παναή το παρατσούκλι ο "πουτ@ν@ς".
Την ημέρα της μάχης, και πριν ακόμα χαράξει, βρήκε τον προπάππου μου ο Σαρήγιαννης και τον ρώτησε αν είδε τίποτα ύποπτο. Ο γέρος τους είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα, αφού πράγματι κοιμόταν. Οι αντάρτες προχώρησαν προς το στενό πέρασμα που ήταν το "στόμα του λύκου". Μετά από 150 μέτρα περίπου, έπεσαν στην ενέδρα, και άρχισαν οι ριπές των οπλοπολυβόλων του αποσπάσματος της Χωροφυλακής. Ο προπάππους μου, με τις πρώτες τουφεκιές, πήρε δρόμο από το σπίτι, και πήγε απέναντι από την ενέδρα, απ' όπου παρακολουθούσε τη μάχη, η οποία κράτησε μόνο λίγα λεπτά. Η επίθεση των ανταρτών ήταν καθολική και αποφασιστική.
Πολλά πυρομαχικά έπεσαν στα χέρια των ανταρτών. Η φυγή των Δαραίων και του Τζάρα, που γνώριζαν τον τόπο, επιδείνωσαν τα πράγματα για το απόσπασμα. Στον τόπο της μάχης έμειναν μόνο κάποιοι χωροφύλακες, οι οποίοι τελικά πλήρωσαν την άγνοιά τους, αφού δε γνώριζαν πώς να φύγουν για να σωθούν. Η μάχη στον Σαϊτά ήταν καθοριστική για το αντάρτικο του Μαινάλου. Πήραν αρκετά όπλα και πυρομαχικά. Τα περισσότερα όπλα των Δαραίων και εκείνα των 17 νεκρών χωροφυλάκων πέρασαν στα χέρια των ανταρτών. Οι αντάρτες δεν είχαν απώλειες σε μάχιμους άντρες. Μετά τη μάχη πέρασαν στο όρος Καστανιά (Κνάκαλος) και το βράδυ έφτασαν στο Μαίναλο. Πληροφορίες για το όρος Καστανιά στο κεφάλαιο "Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας”.
Ελλάδα - Ιδέες για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στην Αρκαδία!.
Ο Σαρήγιαννης ξαναπέρασε αργότερα από τον Σαϊτά και βρήκε πάλι τον προπάππου μου λέγοντάς του:
-"Γέρο, γιατί δε μας είπες για την ενέδρα"; -"Γιατί δεν τους πήρα χαμπάρι, ούτε εγώ, ούτε ο Τσαμουριάς (το σκυλί του)" απάντησε εκείνος. -"Δέστε τον στον έλατο" είπε στους άντρες του ο Σαρήγιαννης. Ο γέρος άναψε και βρόντηξε: -"Μωρ' πουτ@ν@, γιατί δεν έρχεσαι εσύ και στέλνεις τους άλλους"; είπε στον Σαρήγιαννη. Τότε οι αντάρτες δεν κρατήθηκαν και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, γιατί ήξεραν το χούι και τη βρισιά-καραμέλα του γέρου. Στη συνέχεια πήγαν όλοι μαζί στο κονάκι του, γιατί το είχαν αποκούμπι.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1948 έγινε η απόβαση της 9ης Μεραρχίας στην Πελοπόννησο με διοικητή τον στρατηγό Πετζόπουλο, ο οποίος σε ομιλία του στην πλατεία της Σπάρτης, δήλωσε ότι ήρθε για να συντρίψει οριστικά τους συμμορίτες. Στις 15 Ιανουαρίου του 1949 έφτασαν και στο Δάρα τμήματα της 9ης Μεραρχίας. Γρήγορα ο στρατός κατέλαβε όλα τα γύρω χωριά, μαζί με τη Χωροφυλακή και τις τοπικές οργανώσεις. Η πρόσβαση των ανταρτών στα χωριά για εφόδια και πληροφορίες ήταν δύσκολη, έως ακατόρθωτη. Όλος ο ενεργός αριστερός και φιλοαριστερός πληθυσμός της υπαίθρου στάλθηκε σε στρατόπεδα. Οι τσοπάνηδες των γύρω χωριών υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν τις στάνες τους από τις πλαγιές μέσα στα χωριά τους. 70 και πλέον Δαραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά βρέθηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα. Η έξοδος των αγροτών προς τα χωράφια του κάμπου ήταν περιορισμένη και υπό αυστηρό έλεγχο. Ο στρατός έκαψε κάποια σπίτια και μαγαζιά στο Δάρα, και κάποια καλύβια βοσκών στα βουνά. Έκαψε και το σπίτι του προπάππου μου στον Σαϊτά.
Με πολύχρονους αγώνες, με στερήσεις και με θυσίες των οικογενειών, τα σπίτια που κάηκαν ξαναχτίστηκαν και ξαναγέμισαν από υπάρχοντα. Έτσι ξαναχτίστηκε και το σπίτι του προπάππου μου στο βουνό.
Την άνοιξη του 1945 ήρθαν και οι Άγγλοι στο χωριό, με μικρά θωρακισμένα και ερπυστριοφόρα οχήματα, και άρχισαν να υλοποιούνται τα σχέδια, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε ο λαός να οδηγηθεί στον εμφύλιο σπαραγμό. Για την εφαρμογή αυτών των σχεδίων βρήκαν αρωγούς και συνεργάτες, όλους εκείνους, που κατά την Κατοχή "αποστρατεύτηκαν" ψυχικά και εκείνους που ανοιχτά συνεργάστηκαν με τα στρατεύματα κατοχής. Άμεση και απρόβλεπτη ήταν στο Δάρα η αναστάτωση. Οι αντιστασιακοί και οι όποιοι φιλοαντιστασιακοί μπήκαν αμέσως στο στόχαστρο.
Ο πρώτος που πλήρωσε με τη ζωή του ήταν ένας αγρότης και μαραγκός, τον οποίο η τοπική οργάνωση, με την τακτική της σκευωρίας κατηγόρησε πως έκρυβε όπλα των ανταρτών στο στανοτόπι του. Επίσης από τους πρώτους πολίτες που τέθηκαν σε διωγμό εξόντωσης ήταν ο Χ. Μ. (συγγενής μου). Η αστυνομία, μαζί με έναν ακόμη κρατούμενο, τους βασάνισε και σκοπό είχε να τους δολοφονήσει. Όμως η προηγούμενη δολοφονία του αγρότη-μαραγκού χάλασε τα σχέδιά της. Τόσες δολοφονίες μέσα σε λίγες μέρες ήταν πολλές. Το "αμάρτημα" του συγγενή μου Χ. Μ. δεν ήταν και μικρό. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ζήτησε να λειτουργήσει το Δημοτικό Σχολείο, μιας και οι δάσκαλοι ήταν Δαραίοι και έμεναν στο χωριό. Ήθελε σχολείο την εποχή που επικρατούσε βαρβαρότητα και σκοταδισμός. Γύρισε στο σπίτι κατάμαυρος από το ξύλο, αφού κάποιος πονόψυχος χωροφύλακας (να τα λέμε και αυτά) του έσωσε τελικά τη ζωή. Οι γυναίκες του έριχναν κοφτές βεντούζες, όμως το αίμα ήταν μαύρο και πηχτό. Οι βεντούζες δεν είχαν αποτέλεσμα. Κάποιος συγγενής πήγε στη λίμνη της Κανδήλας και έφερε βδέλλες, για να ρουφήξουν το "σκοτωμένο αίμα" όπως έλεγαν. Στη συνέχεια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από εξορίες και κακουχίες, οι οποίες κλόνισαν την υγεία του και πέθανε το 1960 σε ηλικία 62 ετών.
Όμως και πολλοί άλλοι αντιστασιακοί, αμέσως μετά την παράδοση των όπλων, βρέθηκαν επικηρυγμένοι και κυνηγημένοι. Τότε αφθονούσαν οι "επαγγελματίες" ψευδομάρτυρες, οδηγώντας πολύ κόσμο στα στρατοδικεία-θανατοδικεία. "Δύο μαρτυράνε και ένανε κρεμάνε" έλεγαν στο χωριό.
Από βιβλίο-ευρετήριο των φακέλων στον Αστυνομικό Σταθμό του Δάρα φαίνεται πως οι φακελωμένοι στη δικαιοδοσία του Σταθμού Χωροφυλακής ήταν 286 άτομα. Αυτό πολύ απλά σήμαινε πως 286 οικογένειες ήταν σε διωγμό, με σκοπό την οικονομική και κοινωνική τους εξαθλίωση. Μέσα στον χαλασμό του Εμφυλίου το Δάρα πλήρωσε ακριβά, και σε αίμα και σε αγαθά. Τα θύματα ήταν πολλά, αφού σε κάποιους ο φανατισμός ήταν άγριος και απύθμενος. Ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού βρέθηκε στις εξορίες, στα στρατόπεδα και στις φυλακές. Κάποιοι σύρθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία και άλλοι δολοφονήθηκαν. Από το Δάρα τα θύματα του Εμφυλίου ήταν πολλά, και ήταν τα νιάτα και η ελπίδα του χωριού. Ο χαμός τους συντάραξε καρδιές και βύθισε για χρόνια το χωριό στο πένθος. Οι νεκροί του Εμφυλίου, οι νεκροί της Αντίστασης, και εκείνοι της Κατοχής, άλλαξαν το ριζικό του χωριού και το αποδυνάμωσαν. Τα αρνητικά που πήραν σειρά ήταν πολλά και δυσβάσταχτα για τη μικρή κοινωνία. Ο κόσμος είχε χωριστεί στα δύο, και για χρόνια, η διαχωριστική γραμμή ήταν απροσπέλαστη. Ο πόνος και το άδικο έφταναν στον ουρανό. Ο θάνατος διάλεγε τους νέους και ο φανατισμός ήταν ο μεγάλος προμηθευτής του Χάρου.
Τα χρόνια εκείνα το Δάρα διέθετε το δικό του μπουντρούμι, τον Αράπη. Η ονομασία Αράπης έρχεται από τα μακρινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, γιατί έτσι έλεγαν τους σκοτεινούς και ανήλιαγους χώρους, όπου οι Τούρκοι φυλάκιζαν τους χωριανούς. Ο Αράπης του Δάρα λοιπόν βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία της πλατείας. Στο ισόγειο του σπιτιού υπήρχε σαμαράδικο εκείνα τα χρόνια. Κάτω από το σαμαράδικο, και κάτω από την επιφάνεια της αυλής, ήταν ένα μικρό υπόγειο χωρίς πόρτα και χωρίς παράθυρο. Ο σκοτεινός αυτός χώρος επικοινωνούσε μόνο από μια καταπακτή που άνοιγε στο πάτωμα του σαμαράδικου. Από αυτήν την καταπακτή έριχναν κάτω τους αντιστασιακούς και όποιους άλλους η τοπική οργάνωση δε συμπαθούσε. Στον Αράπη του Δάρα βρέθηκαν κρατούμενοι αλβανομάχοι, αντιστασιακοί, αριστεροί, ακόμα και μη ενταγμένοι σε κόμματα πολίτες. Όλα αυτά συνέβαιναν μετά τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την ουσιαστική αποδιοργάνωση του ΕΑΜ. Όλες αυτές οι κακουχίες, οι βασανισμοί και οι φυλακίσεις ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν πολλούς να καταφύγουν στα βουνά, κυρίως στον Σαϊτά.
Στις 10-7-1947 έγινε μια μάχη στον Σαϊτά. Ο Σαρήγιαννης με τον λόχο του έφυγε για την Κορινθία, ανέβηκε στον Χελμό, και από εκεί στη Ζήρεια. Στην Κορινθία έμεινε 32 ημέρες και έδωσε 29 μάχες. Μόλις ξέφευγε από τον ένα κλοιό έπεφτε στον άλλον. Ήταν όμως γερός λόχος, από ψημένους αντάρτες και γι' αυτό δε διαλύθηκε. Προξένησε σοβαρές απώλειες στα αποσπάσματα της Χωροφυλακής, και τελικά ξεμένοντας από φυσίγγια, αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς το Μαίναλο. Την τελευταία βραδιά που εγκατέλειπε τον Χελμό για να περάσει στο Μαίναλο, τελικά έλυσε το πρόβλημα της έλλειψης των πυρομαχικών. Στο βουνό Σαϊτάς, σε ένα διάσελο όπου υπήρχε μια πηγή, σταμάτησε ο λόχος για να ξεκουραστεί. Οι αντάρτες ήταν κατάκοποι.
Την ίδια νύχτα, που ο Σαρήγιαννης βάδιζε προς τον Σαϊτά, ένα απόσπασμα από 20-25 χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Θεοδώρου, έφευγε από το Δάρα για ενέδρα, σε πέρασμα του Σαϊτά. Μαζί με τους χωροφύλακες πήγαν οπλισμένοι και αρκετοί Δαραίοι εθνικόφρονες, όπως τους έλεγαν. Τότε το γενικό πρόσταγμα στο μικτό απόσπασμα το είχε ο Τζάρας, παλιός αξιωματικός της Χωροφυλακής, και γνωστός στους Δαραίους, γιατί είχε υπηρετήσει στον Σταθμό Χωροφυλακής του χωριού. Το απόσπασμα έφτασε στον Σαϊτά στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, και χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, έστησαν την ενέδρα, η οποία είχε σχήμα ανοιχτού πετάλου, με το άνοιγμα προς τη Δύση. Άρχιζε από τις Γκρόπες (τοποθεσία στο βουνό) και από καταράχι, σε καταράχι, έφτανε στο Τσιούμπι (λόφος) του Δ. Π. ο οποίος είναι ο προπάππους μου.
Το Τσιούμπι (λόφος) είναι ακριβώς πάνω από το στενό πέρασμα, από το οποίο υποχρεωτικά θα περνούσαν οι αντάρτες. Ήταν καταδικασμένοι αν προσπαθούσαν να περάσουν από το στενό άνοιγμα στο διάσελο, αλλά καταδικασμένοι ήταν επίσης, αν γύριζαν πίσω, γιατί τότε θα έπεφταν στο ημικύκλιο της ενέδρας. Ένας και μόνος ήταν ο τρόπος διαφυγής, η ανατροπή της ενέδρας, και αυτό το κατάφεραν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.
Εκείνα τα χρόνια, την άνοιξη και το καλοκαίρι, ζούσε με τα πρόβατά του και τα άλλα ζώα του, μα κυρίως από συνήθεια και αγάπη για το βουνό, ο προπάππους μου. Το 1947 ήταν 80 χρόνων. Στο βουνό ο προπάππους μου για την εποχή εκείνη είχε σοβαρές εγκαταστάσεις. Σπίτι, φούρνο, αλώνι ακόμα και δικές του βρύσες. Ήταν ο αφέντης του βουνού και τα κτήματά του, που δεν ήταν και λίγα, ήταν όλα περιποιημένα και φροντισμένα.
Ο προπάππος μου στον Σαϊτά
Το στενό πέρασμα και το "κεφάλι" της ενέδρας ήταν στα κτήματα του προπάππου μου και σε απόσταση 150 μέτρων από το σπίτι. Τη νύχτα της άφιξης του αποσπάσματος κοιμόταν για τούτο δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Μέσα στην απλότητα του χαρακτήρα του και μακριά από πολιτικές πεποιθήσεις, οι αντάρτες ήταν τα παλικάρια του. Πολλές φορές έφαγαν και ήπιαν μαζί. Κουβέντιασαν και κοιμήθηκαν στην ιδιοκτησία του. Αρματωμένοι εκείνοι, αρματωμένος και ο γέρος, κυρίαρχοι στα βουνά εκείνοι, κυρίαρχος και ο γέρος στο δικό του βουνό. Για τους αντάρτες ήταν ο μπάρμπα-Δ.
Οι αντάρτες, προκειμένου να παίρνουν και να δίνουν πληροφορίες, δημιουργούσαν στέκια-κέντρα πληροφοριών σε διάφορα βουνά. Στον Σαϊτά είχαν τον Δαραίο αντάρτη Παναή Παπαντωνίου, ο οποίος ήταν κουτσός και δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Έτσι τον άφηναν στον Σαϊτά για αρκετό χρονικό διάστημα. Ο προπάππους μου είχε την "ευθύνη" για τον Παναή και κάθε μέρα, πριν ακόμα φωτίσει, τον τοποθετούσε σε κάποιο σωστό, κατά τη γνώμη του, σημείο. Τον άφηνε εκεί και του έλεγε: -"Πουτ@ν@ δε θα κουνηθείς ούτε ρούπι, αν δεν έρθω να σε πάρω". Το πουτ@ν@ ήταν βρισιά-ψωμοτύρι στο στόμα του γέρου, για αρσενικούς αλλά και θηλυκούς ανθρώπους. Έτσι με τον καιρό κόλλησε στον Παναή το παρατσούκλι ο "πουτ@ν@ς".
Την ημέρα της μάχης, και πριν ακόμα χαράξει, βρήκε τον προπάππου μου ο Σαρήγιαννης και τον ρώτησε αν είδε τίποτα ύποπτο. Ο γέρος τους είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα, αφού πράγματι κοιμόταν. Οι αντάρτες προχώρησαν προς το στενό πέρασμα που ήταν το "στόμα του λύκου". Μετά από 150 μέτρα περίπου, έπεσαν στην ενέδρα, και άρχισαν οι ριπές των οπλοπολυβόλων του αποσπάσματος της Χωροφυλακής. Ο προπάππους μου, με τις πρώτες τουφεκιές, πήρε δρόμο από το σπίτι, και πήγε απέναντι από την ενέδρα, απ' όπου παρακολουθούσε τη μάχη, η οποία κράτησε μόνο λίγα λεπτά. Η επίθεση των ανταρτών ήταν καθολική και αποφασιστική.
Πολλά πυρομαχικά έπεσαν στα χέρια των ανταρτών. Η φυγή των Δαραίων και του Τζάρα, που γνώριζαν τον τόπο, επιδείνωσαν τα πράγματα για το απόσπασμα. Στον τόπο της μάχης έμειναν μόνο κάποιοι χωροφύλακες, οι οποίοι τελικά πλήρωσαν την άγνοιά τους, αφού δε γνώριζαν πώς να φύγουν για να σωθούν. Η μάχη στον Σαϊτά ήταν καθοριστική για το αντάρτικο του Μαινάλου. Πήραν αρκετά όπλα και πυρομαχικά. Τα περισσότερα όπλα των Δαραίων και εκείνα των 17 νεκρών χωροφυλάκων πέρασαν στα χέρια των ανταρτών. Οι αντάρτες δεν είχαν απώλειες σε μάχιμους άντρες. Μετά τη μάχη πέρασαν στο όρος Καστανιά (Κνάκαλος) και το βράδυ έφτασαν στο Μαίναλο. Πληροφορίες για το όρος Καστανιά στο κεφάλαιο "Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας”.
Ελλάδα - Ιδέες για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στην Αρκαδία!.
Ο Σαρήγιαννης ξαναπέρασε αργότερα από τον Σαϊτά και βρήκε πάλι τον προπάππου μου λέγοντάς του:
-"Γέρο, γιατί δε μας είπες για την ενέδρα"; -"Γιατί δεν τους πήρα χαμπάρι, ούτε εγώ, ούτε ο Τσαμουριάς (το σκυλί του)" απάντησε εκείνος. -"Δέστε τον στον έλατο" είπε στους άντρες του ο Σαρήγιαννης. Ο γέρος άναψε και βρόντηξε: -"Μωρ' πουτ@ν@, γιατί δεν έρχεσαι εσύ και στέλνεις τους άλλους"; είπε στον Σαρήγιαννη. Τότε οι αντάρτες δεν κρατήθηκαν και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, γιατί ήξεραν το χούι και τη βρισιά-καραμέλα του γέρου. Στη συνέχεια πήγαν όλοι μαζί στο κονάκι του, γιατί το είχαν αποκούμπι.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1948 έγινε η απόβαση της 9ης Μεραρχίας στην Πελοπόννησο με διοικητή τον στρατηγό Πετζόπουλο, ο οποίος σε ομιλία του στην πλατεία της Σπάρτης, δήλωσε ότι ήρθε για να συντρίψει οριστικά τους συμμορίτες. Στις 15 Ιανουαρίου του 1949 έφτασαν και στο Δάρα τμήματα της 9ης Μεραρχίας. Γρήγορα ο στρατός κατέλαβε όλα τα γύρω χωριά, μαζί με τη Χωροφυλακή και τις τοπικές οργανώσεις. Η πρόσβαση των ανταρτών στα χωριά για εφόδια και πληροφορίες ήταν δύσκολη, έως ακατόρθωτη. Όλος ο ενεργός αριστερός και φιλοαριστερός πληθυσμός της υπαίθρου στάλθηκε σε στρατόπεδα. Οι τσοπάνηδες των γύρω χωριών υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν τις στάνες τους από τις πλαγιές μέσα στα χωριά τους. 70 και πλέον Δαραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά βρέθηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα. Η έξοδος των αγροτών προς τα χωράφια του κάμπου ήταν περιορισμένη και υπό αυστηρό έλεγχο. Ο στρατός έκαψε κάποια σπίτια και μαγαζιά στο Δάρα, και κάποια καλύβια βοσκών στα βουνά. Έκαψε και το σπίτι του προπάππου μου στον Σαϊτά.
Με πολύχρονους αγώνες, με στερήσεις και με θυσίες των οικογενειών, τα σπίτια που κάηκαν ξαναχτίστηκαν και ξαναγέμισαν από υπάρχοντα. Έτσι ξαναχτίστηκε και το σπίτι του προπάππου μου στο βουνό.
Last edited: