isabelle
Member
- Μηνύματα
- 908
- Likes
- 4.238
Περιεχόμενα
Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ
Άμπελος. Καυτή πέτρα πάνω στην καυτή πέτρα. Εξουθενωμένα πρόβατα που μάταια αναζητούν κάποια σκιά. Έρημα χωράφια σπαρμένα ατίθασα κατσίκια, σκαρφαλωμένα σε βράχια και ξερολιθιές. Και παντού μαντριά, μαντριά, και ξανά μαντριά. Όχι, λάθος. Πρώην σπίτια είναι τα περισσότερα, που ποιος ξέρει γιατί και πότε εγκαταλείφτηκαν, ερείπωσαν, και σιγά σιγά τα κατέλαβαν οι νέοι τους ένοικοι: γερασμένες γίδες, αεικίνητες σαύρες και κότες αλανιάρες.
Σκαρφαλώνω σε σωρούς από πέτρες, κρεμιέμαι από δοκάρια και περιφέρομαι από κτίσμα σε κτίσμα φωτογραφίζοντας πεσμένες στέγες και ξεχαρβαλωμένα κουφώματα. «Είναι κανείς εδώ;». Μοναδική απόκριση το μονότονο τρίξιμο ενός πατζουριού που μαστιγώνει ο άνεμος. Πάνω από το κεφάλι μου, σπρωγμένα από το βορειοδυτικό μελτέμι, σμήνη από φευγάτα σύννεφα περνούν ασταμάτητα σαν ταξιδιάρικα πουλιά φτερουγίζοντας βιαστικά προς της Αφρική. Και να που κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα, αδιάψευστο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, μια μπουγάδα στεγνώνει απλωμένη στο σκοινί, ψαλιδίζοντας αναπάντεχα την γαλάζια κυριαρχία.
Ένα σκυλί αλυχτά ως οφείλει την εμφάνισή μου στην περιοχή του. Αδιάφορη στα προειδοποιητικά γαυγίσματα, μια σκυμμένη γυναικεία σιλουέτα συνεχίζει απτόητη το διάλογο που έχει ανοίξει με τις γίδες και τα κοκόρια της. «Καλημέρα σας». Το κορμί ορθώνεται με δυσκολία, το κεφάλι στρίβει αργά προς το μέρος μου, ανταποδίδει ευγενικά το χαιρετισμό, μα αμέσως μετά επιστρέφει χωρίς άλλη χρονοτριβή προς τους προηγούμενους συνομιλητές της.
Η κυρά της Άμπελου. Η τελευταία εναπομείνασα κάτοικος του χωριού-φαντάσματος. Που μάλλον έχει περισσότερα να πει με τα ζώα της, στη μυστική μεταξύ τους γλώσσα, την διανθισμένη με τους ακατάληπτους σε μένα φθόγγους, παρά με τους ανθρώπους.
Καστρί, Ξενάκι, Βατσιανά: σκόρπιοι μικροί οικισμοί που καταφέρνουν ακόμα να συγκρατούν τους λιγοστούς κατοίκους τους. Τρεις δεκάδες όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που ξεχειμωνιάζουν στη Γαύδο, σαν να λέμε ένας για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Το κέντρο του νησιού είναι ένα καταφύγιο δροσιάς, κατάφυτο με πεύκα, σπαρμένο εδώ κι εκεί ερειπωμένα πέτρινα μετόχια και φρεσκοασβεστωμένα κατάλευκα ξωκλήσια.
Να περιφέρεσαι στην τύχη και να μην χορταίνεις να περπατάς τους δασικούς χωματόδρομους ατενίζοντας από ψηλά κόλπους και παραλίες: Αϊ Γιάννης, Λαυρακάς, Πύργος, Ποταμός …
Να μεθάς με το αναδυόμενο αρωματισμένο χαρμάνι δεκάδων θινών, βοτάνων κι αγριολούλουδων που δεν ξέρεις να κατονομάσεις ούτε στο περίπου.
Ν’ ακολουθείς το σημαδεμένο μονοπάτι που οδηγεί από τον Κόρφο στην παραλία της Τρυπητής, κι από κει στο ακρωτήρι πάνω από τις Καμαρέλες, μόνο και μόνο για να νοιώσεις όσο γίνεται εγγύτερα την ανάσα της Αφρικής, ακροβολισμένος εσύ στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας.
Να μετεωρίζεσαι στις Άσπες, παραδομένος στον ίλιγγο των σχεδόν κάθετων βράχων της νότιας ακτής, υποκλινόμενος μπροστά στ’ αγριοκάτσικα καθώς κρέμονται αδιάφορα στο χείλος της αβύσσου με τη φυσικότητα και την άνεση που εσύ περπατάς στη μέση μιας πλατείας. «Γκρεμνά είναι εμάς οι τόποι μας…».
Κι όσο περνάνε οι μέρες και εξοικειώνεσαι μαζί τους, ν’ αρχίζεις σιγά σιγά να τα ξεχωρίζεις, να μαθαίνεις τις περιοχές τους και τις συνήθειες τους, ν’ αποζητάς την παρουσία τους και να συλλαμβάνεις τελικά τον εαυτό σου να ανοίγει διάολογο μαζί τους φωναχτά μετά από ώρες σιωπηρής αμοιβαίας παρατήρησης. Το σύνδρομο της κυράς της Άμπελου;
Άμπελος. Καυτή πέτρα πάνω στην καυτή πέτρα. Εξουθενωμένα πρόβατα που μάταια αναζητούν κάποια σκιά. Έρημα χωράφια σπαρμένα ατίθασα κατσίκια, σκαρφαλωμένα σε βράχια και ξερολιθιές. Και παντού μαντριά, μαντριά, και ξανά μαντριά. Όχι, λάθος. Πρώην σπίτια είναι τα περισσότερα, που ποιος ξέρει γιατί και πότε εγκαταλείφτηκαν, ερείπωσαν, και σιγά σιγά τα κατέλαβαν οι νέοι τους ένοικοι: γερασμένες γίδες, αεικίνητες σαύρες και κότες αλανιάρες.
Σκαρφαλώνω σε σωρούς από πέτρες, κρεμιέμαι από δοκάρια και περιφέρομαι από κτίσμα σε κτίσμα φωτογραφίζοντας πεσμένες στέγες και ξεχαρβαλωμένα κουφώματα. «Είναι κανείς εδώ;». Μοναδική απόκριση το μονότονο τρίξιμο ενός πατζουριού που μαστιγώνει ο άνεμος. Πάνω από το κεφάλι μου, σπρωγμένα από το βορειοδυτικό μελτέμι, σμήνη από φευγάτα σύννεφα περνούν ασταμάτητα σαν ταξιδιάρικα πουλιά φτερουγίζοντας βιαστικά προς της Αφρική. Και να που κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα, αδιάψευστο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, μια μπουγάδα στεγνώνει απλωμένη στο σκοινί, ψαλιδίζοντας αναπάντεχα την γαλάζια κυριαρχία.
Ένα σκυλί αλυχτά ως οφείλει την εμφάνισή μου στην περιοχή του. Αδιάφορη στα προειδοποιητικά γαυγίσματα, μια σκυμμένη γυναικεία σιλουέτα συνεχίζει απτόητη το διάλογο που έχει ανοίξει με τις γίδες και τα κοκόρια της. «Καλημέρα σας». Το κορμί ορθώνεται με δυσκολία, το κεφάλι στρίβει αργά προς το μέρος μου, ανταποδίδει ευγενικά το χαιρετισμό, μα αμέσως μετά επιστρέφει χωρίς άλλη χρονοτριβή προς τους προηγούμενους συνομιλητές της.
Η κυρά της Άμπελου. Η τελευταία εναπομείνασα κάτοικος του χωριού-φαντάσματος. Που μάλλον έχει περισσότερα να πει με τα ζώα της, στη μυστική μεταξύ τους γλώσσα, την διανθισμένη με τους ακατάληπτους σε μένα φθόγγους, παρά με τους ανθρώπους.
Καστρί, Ξενάκι, Βατσιανά: σκόρπιοι μικροί οικισμοί που καταφέρνουν ακόμα να συγκρατούν τους λιγοστούς κατοίκους τους. Τρεις δεκάδες όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που ξεχειμωνιάζουν στη Γαύδο, σαν να λέμε ένας για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Το κέντρο του νησιού είναι ένα καταφύγιο δροσιάς, κατάφυτο με πεύκα, σπαρμένο εδώ κι εκεί ερειπωμένα πέτρινα μετόχια και φρεσκοασβεστωμένα κατάλευκα ξωκλήσια.
Να περιφέρεσαι στην τύχη και να μην χορταίνεις να περπατάς τους δασικούς χωματόδρομους ατενίζοντας από ψηλά κόλπους και παραλίες: Αϊ Γιάννης, Λαυρακάς, Πύργος, Ποταμός …
Να μεθάς με το αναδυόμενο αρωματισμένο χαρμάνι δεκάδων θινών, βοτάνων κι αγριολούλουδων που δεν ξέρεις να κατονομάσεις ούτε στο περίπου.
Ν’ ακολουθείς το σημαδεμένο μονοπάτι που οδηγεί από τον Κόρφο στην παραλία της Τρυπητής, κι από κει στο ακρωτήρι πάνω από τις Καμαρέλες, μόνο και μόνο για να νοιώσεις όσο γίνεται εγγύτερα την ανάσα της Αφρικής, ακροβολισμένος εσύ στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας.
Να μετεωρίζεσαι στις Άσπες, παραδομένος στον ίλιγγο των σχεδόν κάθετων βράχων της νότιας ακτής, υποκλινόμενος μπροστά στ’ αγριοκάτσικα καθώς κρέμονται αδιάφορα στο χείλος της αβύσσου με τη φυσικότητα και την άνεση που εσύ περπατάς στη μέση μιας πλατείας. «Γκρεμνά είναι εμάς οι τόποι μας…».
Κι όσο περνάνε οι μέρες και εξοικειώνεσαι μαζί τους, ν’ αρχίζεις σιγά σιγά να τα ξεχωρίζεις, να μαθαίνεις τις περιοχές τους και τις συνήθειες τους, ν’ αποζητάς την παρουσία τους και να συλλαμβάνεις τελικά τον εαυτό σου να ανοίγει διάολογο μαζί τους φωναχτά μετά από ώρες σιωπηρής αμοιβαίας παρατήρησης. Το σύνδρομο της κυράς της Άμπελου;
Last edited: