Περιεχόμενα
Ο Σινάν
Ετοιμοι να ανοίξουμε την πόρτα καί να αποχωρήσουμε από το χαμάμ, βλέπω την Β να κοιτάζει κάποιον πού ερχόταν προς το μέρος μας καί να μένει στήλη άλατος.
- Αυτός είναι, ψιθύρισε.
- Ποιός καλέ?
Μηχανικά τράβηξε το χερούλι της πόρτας καί τον άφησε να περάσει από μπροστά μας.
- Ναί, αυτός είναι, δεν κάνω λάθος.
- Ποιός, καλέ?
- Ο Ιωσήφ Δογάνογλου. Ελάτε μαζί μου.
Πήραμε το κατόπι τον ξένο άνθρωπο. Μπρός αυτός, πίσω εμείς, φτάσαμε στην Πλατεία Μπεγιαζήτ (Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι).
Σταματάει απότομα, γυρίζει προς το μέρος μας καί μας αγριοκοιτάζει. Μας πήρε χαμπάρι.
- Εσύ είσαι? Ναί, εσύ είσαι, ψέλισε σαν να μονολογούσε η Β.
- Ρωμιοί είστε?
- Κι εσύ?
- Εγώ, τί?
- Ρωμιός γιά Τούρκος? Ιωσήφ γιά Μιμάρ?
Εβγαλε από τα φαρδομάνικα ένα κεχριμπαρένιο κομπολόϊ καί άρχισε να μετράει τις χάντρες του.
- Θα σού απαντήσω, άμα μού πείς καί σύ ποιά πατρίδα έχει η τέχνη.
Η Β δεν απάντησε. Εβγαλε μόνο απ΄την τσέπη τού παλτού της, μία σβούρα τού Γιωργάκη. Την έστριψε στην ανοιχτή παλάμη της, σαν υδρόγειο.
Εσκασε χαμόγελο, κάτω απ τα μουστάκια του, ο Σινάν.
- Σεϊτάν Ρωμιοί, μουρμούρισε καί γύρισε την πλάτη.
- Να πάτε στην Αδριανούπολη, να δείτε το Σελίμιγιε, φώναξε καθώς απομακρυνόταν.
Χάθηκε, μέσα στα δρομάκια με τα παλαιά βιβλία, εκεί, πίσω από το Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι.
Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι
Το χιόνι πού έπεφτε, μας επανέφερε στην πραγματικότητα.
Αγοράσαμε σαλέπι, από έναν πλανόδιο πωλητή. Τυλίξαμε το ποτήρι με τις χούφτες μας, γιά να ζεσταθούν τα χέρια μας.
Κοιτάξαμε ένα γύρω την πλατεία. Πανέμορφη. Από την μιά το Μπεγιαζίτ τζαμί, από τα παλαιότερα της Πόλης, από την άλλη το Πανεπιστήμιο, με την υπέροχη Μαροκινή πρόσοψη. Πιό εκεί, ένα υπαίθριο παζάρι με τέντες.
Βγάλαμε παπούτσια καί φορέσαμε μαντήλες, γιά να επισκεφθούμε το τζαμί.
Στο Πανεπιστήμιο, δεν μας άφησαν να μπούμε. Κάτσαμε καί το χαζεύαμε απ έξω. Πολλοί φοιτητές καί φοιτήτριες, οι περισσότερες με μαντήλες.
- Ωρα είναι -σκέφτηκα- να την πιάσει το φεμινιστικό της την Β καί να πάει να τραβήξει καμμιά μαντήλα -είχε απειλήσει πολλές φορές γι αυτό.
- Ξύπνα, βρε τούβλοοοοοο!!! Την άκουσα να μουρμουρίζει μέσα απ τα σφιγμένα της δόντια. Ξύπνααααα!!
Δεν ξέρω τι θα είχε επακολουθήσει, αν δεν της τραβούσε την προσοχή ο Ν.
Στο κέντρο της πλατείας, με ανοιχτά χέρια, να γυρίζει πότε από δώ πότε από κεί. Το χιόνι, τού είχε ασπρίσει το ακάλυπτο κεφάλι.
- Τι κάνει?, την ρώτησα
- Τί κάνεις? Τού φώναξε.
- Μα δεν βλέπετε? Δεν βλέπετε πώς βρισκόμαστε ανάμεσα στις μεγαλύτερες δυνάμεις? Δεν νοιώθετε να σας συνθλίβουν? Προς τα πού να πάμε?
Αλληλοκοιταχτήκαμε με την Β. Καί ξαφνικά, καταλάβαμε τι ήθελε να πεί.
Από την μία, το τζαμί : Η Θρησκεία
Από την άλλη το παζάρι : Το Χρήμα
Στην Τρίτη πλευρά το Πανεπιστήμιο : Η Γνώση
Μηχανικά, σαν συνεννοημένοι, κατευθυνθήκαμε προς το Πανεπιστήμιο...
Ετοιμοι να ανοίξουμε την πόρτα καί να αποχωρήσουμε από το χαμάμ, βλέπω την Β να κοιτάζει κάποιον πού ερχόταν προς το μέρος μας καί να μένει στήλη άλατος.
- Αυτός είναι, ψιθύρισε.
- Ποιός καλέ?
Μηχανικά τράβηξε το χερούλι της πόρτας καί τον άφησε να περάσει από μπροστά μας.
- Ναί, αυτός είναι, δεν κάνω λάθος.
- Ποιός, καλέ?
- Ο Ιωσήφ Δογάνογλου. Ελάτε μαζί μου.
Πήραμε το κατόπι τον ξένο άνθρωπο. Μπρός αυτός, πίσω εμείς, φτάσαμε στην Πλατεία Μπεγιαζήτ (Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι).
Σταματάει απότομα, γυρίζει προς το μέρος μας καί μας αγριοκοιτάζει. Μας πήρε χαμπάρι.
- Εσύ είσαι? Ναί, εσύ είσαι, ψέλισε σαν να μονολογούσε η Β.
- Ρωμιοί είστε?
- Κι εσύ?
- Εγώ, τί?
- Ρωμιός γιά Τούρκος? Ιωσήφ γιά Μιμάρ?
Εβγαλε από τα φαρδομάνικα ένα κεχριμπαρένιο κομπολόϊ καί άρχισε να μετράει τις χάντρες του.
- Θα σού απαντήσω, άμα μού πείς καί σύ ποιά πατρίδα έχει η τέχνη.
Η Β δεν απάντησε. Εβγαλε μόνο απ΄την τσέπη τού παλτού της, μία σβούρα τού Γιωργάκη. Την έστριψε στην ανοιχτή παλάμη της, σαν υδρόγειο.
Εσκασε χαμόγελο, κάτω απ τα μουστάκια του, ο Σινάν.
- Σεϊτάν Ρωμιοί, μουρμούρισε καί γύρισε την πλάτη.
- Να πάτε στην Αδριανούπολη, να δείτε το Σελίμιγιε, φώναξε καθώς απομακρυνόταν.
Χάθηκε, μέσα στα δρομάκια με τα παλαιά βιβλία, εκεί, πίσω από το Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι.
Μπεγιαζίτ Μεϊντάνι
Το χιόνι πού έπεφτε, μας επανέφερε στην πραγματικότητα.
Αγοράσαμε σαλέπι, από έναν πλανόδιο πωλητή. Τυλίξαμε το ποτήρι με τις χούφτες μας, γιά να ζεσταθούν τα χέρια μας.
Κοιτάξαμε ένα γύρω την πλατεία. Πανέμορφη. Από την μιά το Μπεγιαζίτ τζαμί, από τα παλαιότερα της Πόλης, από την άλλη το Πανεπιστήμιο, με την υπέροχη Μαροκινή πρόσοψη. Πιό εκεί, ένα υπαίθριο παζάρι με τέντες.
Βγάλαμε παπούτσια καί φορέσαμε μαντήλες, γιά να επισκεφθούμε το τζαμί.
Στο Πανεπιστήμιο, δεν μας άφησαν να μπούμε. Κάτσαμε καί το χαζεύαμε απ έξω. Πολλοί φοιτητές καί φοιτήτριες, οι περισσότερες με μαντήλες.
- Ωρα είναι -σκέφτηκα- να την πιάσει το φεμινιστικό της την Β καί να πάει να τραβήξει καμμιά μαντήλα -είχε απειλήσει πολλές φορές γι αυτό.
- Ξύπνα, βρε τούβλοοοοοο!!! Την άκουσα να μουρμουρίζει μέσα απ τα σφιγμένα της δόντια. Ξύπνααααα!!
Δεν ξέρω τι θα είχε επακολουθήσει, αν δεν της τραβούσε την προσοχή ο Ν.
Στο κέντρο της πλατείας, με ανοιχτά χέρια, να γυρίζει πότε από δώ πότε από κεί. Το χιόνι, τού είχε ασπρίσει το ακάλυπτο κεφάλι.
- Τι κάνει?, την ρώτησα
- Τί κάνεις? Τού φώναξε.
- Μα δεν βλέπετε? Δεν βλέπετε πώς βρισκόμαστε ανάμεσα στις μεγαλύτερες δυνάμεις? Δεν νοιώθετε να σας συνθλίβουν? Προς τα πού να πάμε?
Αλληλοκοιταχτήκαμε με την Β. Καί ξαφνικά, καταλάβαμε τι ήθελε να πεί.
Από την μία, το τζαμί : Η Θρησκεία
Από την άλλη το παζάρι : Το Χρήμα
Στην Τρίτη πλευρά το Πανεπιστήμιο : Η Γνώση
Μηχανικά, σαν συνεννοημένοι, κατευθυνθήκαμε προς το Πανεπιστήμιο...