Βραζιλία Ισημερινός Κολομβία Περού Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, και... “στο βάθος” Μουντιάλ στη Βραζιλία

LULLU

Member
Μηνύματα
3.500
Likes
7.691
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ονειρεμένο Ταξίδι
Νιγηρας-Μαλι
..τι να πω τωρα..ουτε Καστορια εχω παει αλλα αν παω Κολομβία σιγουρα θα περασω απο το Μανισαλες....
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
5.962
Likes
9.344
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Το Μανισάλες πραγματικά has you at hello, με αυτήν την καταπληκτική ιδέα να συνδέσουν τον σταθμό των λεωφορείων και το κέντρο με αυτήν την εναέρια γραμμή...
 

babaduma

Member
Μηνύματα
5.052
Likes
7.801
Επόμενο Ταξίδι
terra incognita
Ονειρεμένο Ταξίδι
α του Κενταύρου
LA FERIA DE MANIZALES


Se realiza en el mes de enero, con la participación de reinas, caretillas del rocío, comparsas, conjuntos musicales, corridas de toros y demás aspectos del carnaval popular. Esta feria presenta características españolas en su desarrollo popular y en especial en las corridas de toros, que son un verdadero rito anual para los manizaleños.
Otros eventos que se realizan en Manizales alrededor de la Feria son: el Festival de la trova Nacional, el festival Folklórico Nacional, La Feria Taurina y el Reinado Internacional del Café.

(νομίζω ότι δεν χρειάζεται μετάφραση: ακόμη κι εγώ που δεν ξέρω ισπανικά, καταλαβαίνω τι λέει)
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.628
Likes
50.311
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ονειρεμένο Ταξίδι
Περού τότε, τώρα, πάντα
Για να είμαστε σίγουροι ότι κατάλαβαν όλοι, ας το μεταφράσω εγώ:
Οι κυρίες που βλέπετε είναι λάμιες σε σχέση με τις γυναικάρες που θα δείτε στο Μανισάλες.
 

astral

Member
Μηνύματα
776
Likes
139
Επόμενο Ταξίδι
?
Ονειρεμένο Ταξίδι
Περού - Αργεντινή
Άφωνη!! Το να έχω να μπω στο forum... ούτε που θυμάμαι από πότε...και να πέφτω στην ιστορία σου Δημήτρη, ήταν ό,τι καλύτερο!!!!!!
Σ' ευχαριστώ αγαπημένε μου Παοκτσή!! :clap:
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Περί κολομβιανών ανέμων (ύμνων, εκλογικών υποψηφίων, ποδηλάτων) και υδάτων...

Έβδομη μέρα στην Μπογκοτά, έχω... μέλλον ακόμα εδώ, πριν συνεχίσω προς Περέιρα, οπότε μοιράζομαι εντυπώσεις και παρατηρήσεις που δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την Μπογκοτά, ή με κάποια άλλη από τις πόλεις που έχω περάσει χρόνο τις τελευταίες 27 ημέρες...

Το ότι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μπορεί να είναι αβάσταχτα βαρετός, πρώτος εγώ το παραδέχομαι, άνθρωπος που μεγάλωσε -σχεδόν κυριολεκτικά- με μία μπάλα κολλημένη στο πόδι του. Έστω κι έτσι όμως, το να πηγαίνεις σε ποδοσφαιρικό αγώνα ενώ ταξιδεύεις στο εξωτερικό, θεωρώ ότι σου ανοίγει τα μάτια και σου επιτρέπει να ρίχνεις ματιές σε πτυχές της ζωής κάθε χώρας που αν δεν πήγαινες σε ένα τόσο “μαζικό” γεγονός, σε μία “εκδήλωση” με χιλιάδες ντόπιους παρόντες, το πιθανότερο ίσως είναι να σου διέφευγαν...

Για τις εντυπώσεις μου από την ατμόσφαιρα στα γήπεδα της Κολομβίας, θα γράψω τη Δευτέρα σε ένα θέμα που -μάλλον- θα δημοσιευθεί σε αθλητική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Σήμερα, εδώ, θα αρκεστώ στο... κεφάλαιο “εθνικός και περιφερειακός ύμνος”. Καρταχένα, Μπαρρανκίγια, Μεντεγίν, Μανισάλες, Μπογκοτά, ίδιο “φαινόμενο”... Πριν την έναρξη κάθε αγώνα στην Κολομβία, από τα μεγάφωνα ακούγονται δύο ύμνοι, ο εθνικός, και ο περιφερειακός. Χωρίς ούτε μία εξαίρεση στα δέκα παιχνίδια που έχω δει τις τελευταίες 27 ημέρες, οι Κολομβιανοί σχεδόν αδιαφόρησαν για τον εθνικό ύμνο τους, και... ξελαρυγγιάστηκαν στον περιφερειακό τους...

Αν έχεις διαβάσει για την Κολομβία και τους Κολομβιανούς πριν έρθεις στην χώρα τους, έχεις καταλάβει ότι σε γενικές γραμμές είναι περήφανοι για την πατρίδα τους. Όταν όμως είσαι εδώ και παρατηρείς τη σκηνή με τους ύμνους σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, διαπιστώνεις ότι οι Κολομβιανοί αισθάνονται πρώτα... Αντιοκένιος, για παράδειγμα, στο Μεντεγίν, και μετά Κολομβιανοί.

Επί του θέματος είχα εκτενή κουβέντα με συμπαθή ντόπιο στο Μεντεγίν, ιστορικός στο επάγγελμα, ο οποίος ήταν απόλυτος στο ότι η Κολομβία είναι πρώτα μία ένωση περιφερειών, και μετά μία χώρα. Στην Ευρώπη, μπορώ να σκεφτώ μια ντουζίνα χώρες που έχουν “προβλήματα εθνικής ομοιογένειας”, και στις οποίες κάποια κομμάτια τους ονειρεύονται, ανοικτά ή κεκαλυμμένα, την απόσχισή και ανεξαρτητοποίησή τους. Στην Κολομβία όμως, στην Κολομβία της “πρώτα η περιφέρειά μου, και μετά η χώρα μου” νοοτροπίας, είναι εντυπωσιακό -νομίζω- ότι καμία περιφέρεια δεν οραματίζεται τον εαυτό της ξεχωριστή κρατική οντότητα, παρά τα τεράστια παράπονα που κάποιοι Κολομβιανοί έχουν για τον τρόπο που διανέμεται ο πλούτος που παράγει η χώρα...

Προχθές έβλεπα στις ειδήσεις ρεπορτάζ για την κατάσταση στην Μπουεναβεντούρα, το μεγαλύτερο λιμάνι της Κολομβίας, στον Ειρηνικό. Τα νούμερα είναι σοκαριστικά. Το λιμάνι από το οποίο περνάει το 60% των κάθε λογής προϊόντων που παράγει η Κολομβία, έχει κατοίκους που σε ποσοστό 80% ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας(!), και πάνω από τα μισά σπίτια στην πόλη δεν έχουν καν πόσιμο νερό!!

Όσο για τους “κοστένιος”, και την ιδιαίτερη... φήμη που έχουν στην Κολομβία, αναφέρθηκα σε προηγούμενο κείμενο. Με ενδιαφέρον πρόσεξα από την πρώτη μέρα που ήρθα στην Κολομβία τις ταμπέλες σε δρόμους της Καρταχένα και σε στάσεις λεωφορείων, που διαφήμιζαν την πρεμιέρα μίας νέας κωμικής σειράς σε ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια της χώρας. “La playita” λέγεται η σειρά, μόλις άρχισε να παίζεται, και το “ζουμί” της είναι “costeños en Bogotá”, οι περιπέτειες και τα ευτράπελα μίας ομάδας κοστένιος που βρίσκεται στην Μπογκοτά και καθημερινά βιώνει τις διαφορές μεταξύ εκείνων και των “κατσάκος”, όπως αποκαλούν οι κοστένιος τους κατοίκους της Μπογκοτά (όλοι οι υπόλοιποι Κολομβιανοί αποκαλούν τους μπογκοτάνος “ρόλος”, μόνο οι κοστένιος τούς αποκαλούν “κατσάκος”. “Τραβηγμένο” το “ρ” στο “ρόλος”, “παχύ” το “τσ” στο “κατσάκος”).

Δεν έχω δει επεισόδια, έχω δει όμως τρέιλερ, αλλά και ρεπορτάζ με δηλώσεις πρωταγωνιστών της σειράς. Οι κοστένιος ορκίζονται ότι... ξέρουν να ζουν πιο έντονα, πιο χαρούμενα, με περισσότερο πάθος, αναγνωρίζοντας στους κατσάκος ότι είναι πιο αφοσιωμένοι στη δουλειά. Το ενδιαφέρον -για μένα- της υπόθεσης, είναι ότι σε μία σειρά σε πρωτοκλασάτο κανάλι στην τηλεόραση, επιστρατεύεται το χιούμορ για να διακωμωδήσει (και προφανώς να αποφορτίσει, στο μέτρο που μία άκρατα διαφημιζόμενη τηλεοπτική σειρά μπορεί να πετύχει) τις διαφορές μεταξύ δύο “ομάδων” Κολομβιανών που τους χωρίζουν -στον τομέα “νοοτροπία”- πολλά περισσότερα από τα χίλια (και κάτι) χιλιόμετρα που είναι ο συντομότερος δρόμος μεταξύ Μπογκοτά και Καρταχένα...

Κατά τα άλλα, στην Κολομβία έχουμε/έχουν προεκλογική περίοδο. Στο συγκεκριμένο θέμα θα μπορούσα να αφιερώσω ένα ξεχωριστό μακροσκελέστατο κείμενο, “μπλέκοντας” και τις συγκρίσεις με παρόμοια περίοδο που έζησα πέρσι, ίδιο καιρό, στη Μαλαισία. Εδώ, σήμερα, θα αναφερθώ μόνο στο πόσο... “μαϊντανός” έχει γίνει η λέξη “ειρήνη”, σε σημείο οι υποψήφιοι των εκλογών να μου θυμίζουν την κλασική απάντηση που δίνουν οι συμμετέχουσες σε διαγωνισμούς ομορφιάς, στην ερώτηση ποια είναι η μεγαλύτερη επιθυμία τους που θα ήθελαν να δουν να πραγματοποιείται (“παγκόσμια ειρήνη”)...

Δύσκολα βρίσκεις μπανεράκι υποψηφίου από το οποίο να λείπει η λέξη “paz”. Όλοι θέλουν paz, όλοι ορκίζονται να δουλέψουν για την paz, όλοι δηλώνουν έτοιμοι να τείνουν χείρα φιλίας και συγχώρεσης προς οποιονδήποτε χρειάζεται προκειμένου να επιτευχθεί η πολυαναμενόμενη paz. Στον κεντρικό δρόμο του Πομπλάδο δε, στο Μεντεγίν, υπάρχει μία τεράστια πινακίδα με τη χαμογελαστή φιγούρα μίας τρισχαριτωμένης υπερήλικης γιαγιάκας, η οποία είναι γεννημένη το 1913, και ντυμένη με παραδοσιακά ρούχα και αξεσουάρ της (περιφέρειας) Αντιόκια, φαίνεται να λέει “επιτέλους βλέπω την ειρήνη”. Ναι μεν δεν υπάρχει το όνομα υποψηφίου στην πινακίδα, υπάρχει όμως το λόγκο του Δήμου του Μεντεγίν, επομένως το μήνυμα είναι σαν να το στέλνει έμμεσα η διοίκηση του Δήμου.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι -περισσότεροι- ξένοι ακούγαμε “Κολομβία” και το μυαλό μας πήγαινε σε ναρκωτικά, σε απαγωγές, σε δολοφονίες, σε βία γενικά, στον Εσκομπάρ και τους ομοίους του. Τα τελευταία χρόνια η Κολομβία προβλήθηκε δυναμικά στο εξωτερικό σαν τουριστικός προορισμός, πάμπολλοι τουρίστες όντως ήρθαν, ερωτεύτηκαν τη χώρα (δεν έχω βρει ακόμα τουρίστα/ταξιδιώτη στην Κολομβία ή αλλού, που να έχει έρθει εδώ, και να μην έχει γοητευτεί από τη χώρα), κι αισθάνομαι ότι έχουμε φθάσει στο... άλλο άκρο, να θεωρούμε ότι η Κολομβία έχει αφήσει οριστικά πίσω της τις FARC και το πρόβλημα που γενικά αποκαλούμε “βία”. Δεν είναι έτσι...

Δεν είναι έτσι, κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από τη... ζέση όλων των υποψήφιων στις εκλογές να διανύσουν τα τελευταία βήματα προκειμένου να επιτευχθεί επιτέλους ειρήνη, μία και καλή, αλλά κι από συζητήσεις που μπορείς να έχεις με ντόπιους ή ξένους ταξιδιώτες που αφήνουν αυτό που λέμε “beaten path”, και παίρνουν “off the beaten path” μονοπάτια...

Στο Μανισάλες συνάντησα μία νεαρή Γαλλίδα, της οποίας η ταξιδιωτική τρέλα κάνει τη δική μου να φαντάζει ανάξια αναφοράς, Γαλλίδα που ταξιδεύει εδώ και κάποιους μήνες μόνη της στη Νότια Αμερική, διανύοντας όλες τις αποστάσεις με το ποδήλατο που αγόρασε στην αρχή του ταξιδιού της. Όταν τη ρώτησα για προβλήματα που τυχόν αντιμετώπισε, μου είπε ότι μόνο στην Κολομβία δυσκολεύτηκε/δυσκολεύεται (είναι ακόμα εδώ), επειδή οι βασικοί δρόμοι μεταξύ των πόλεων είναι σχετικά στενοί και γεμάτοι από φορτηγά και λεωφορεία, κάτι που αφαιρεί πολύ από την εμπειρία τού να ταξιδεύεις ποδηλατώντας.

Κάθε φορά που ζητούσε πληροφορίες από ντόπιους για δευτερεύοντες δρόμους που θα μπορούσε να πάρει για να καλύψει την απόσταση μεταξύ της Α και της Β πόλης, ο κόσμος την προέτρεπε να μείνει στον κεντρικό δρόμο, επειδή οι δευτερεύοντες δεν είναι 100% ασφαλείς. Μου είπε ότι 2-3 φορές αγνόησε τις συμβουλές ντόπιων, πήρε δευτερεύοντες δρόμους, και κατέληξε να λατρέψει κάθε εμπειρία της off the beaten path, επειδή βρήκε κόσμο (σε χωράφια, σε μικρούς οικισμούς) που την υποδέχθηκε σαν... VIP, δίνοντάς της μέρος να κοιμηθεί, φαγητό, ό,τι χρειαζόταν.

Ακόμα κι εκεί όμως, εν μέσω αυθεντικά φιλικών και φιλόξενων ανθρώπων, άκουσε συμβουλές να επιστρέψει στον κεντρικό δρόμο, να μη συνεχίσει “πιο πέρα”, επειδή “η περιοχή δεν είναι 100% ασφαλής”. Η ίδια ιστορία με εκείνη που μου περιέγραψε Έλληνας απασχολούμενος στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα το 2010, στη Μοντερία (βορειοδυτικά της Μπογκοτά, στα μισά του δρόμου προς την Καραϊβική). Υπάρχουν χωριά στα οποία ένα ωραίο απόγευμα “σκάνε μύτη” αντάρτες, ή παραμιλιτάρες, ή... ποιος ξέρει τι, και “ζητούν” (βασικά απαιτούν και παίρνουν) “προμήθειες”, ζώα για παράδειγμα, προκειμένου να συντηρηθούν. Περνάει την επόμενη μέρα από το ίδιο χωριό ο στρατός, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαπιστώνει ότι οι χωρικοί έχουν “προσφέρει” την προηγούμενη μέρα “βοήθεια” στους αντάρτες (λες και ήταν ελεύθερη επιλογή τους). Οι μικρές τοπικές κοινότητες βρίσκουν τον μπελά τους, είναι “στη μέση”, θυμίζοντας αυτό που λέμε ότι... όταν μαλώνουν βουβάλια σε βάλτο, εκείνα που την πληρώνουν είναι τα βατράχια...

Κλείνω με τούτο (με αφορμή τη Γαλλίδα)... Οι κοστένιος λατρεύουν το μπέιζμπολ (όπως και οι γείτονές τους κοστένιος στη Βενεζουέλα), οι ρόλος/κατσάκος και οι υπόλοιποι Κολομβιανοί είναι μουρλοί με το ποδόσφαιρο, εκείνο όμως που ενώνει τους μεν και του δε, είναι η αγάπη τους για, και το πόσο σοβαρά παίρνουν, την ποδηλασία. Δεν είμαι ειδικός επί του θέματος, όμως έχω την αίσθηση ότι μόνο στη Γαλλία (μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών) ο κόσμος είναι ΤΟΣΟ κολλημένος με την ποδηλασία όσο εδώ. Και στον υπόλοιπο πλανήτη, έχω την εντύπωση ότι μόνο στην ποδηλατομάνα (εκεί φτιάχνονται τα περισσότερα ποδήλατα που κυκλοφορούν σε δρόμους/βουνά/λαγκάδια επί Γης) και ποδηλατο-aholic Ταϊβάν η τρέλα του κόσμου για το πετάλι είναι συγκρίσιμη με αυτήν στην Κολομβία...

Δεν είναι τυχαίο ότι η Κολομβία έχει “βγάλει” και συνεχίζει να “βγάζει” σπουδαίους ποδηλάτες που έχουν πρωτεύσει και συνεχίζουν να πρωτεύουν στους σημαντικότερους αγώνες παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κατορθώματα των Κολομβιανών ποδηλατών “παίζουν” στις ειδήσεις τόσο “δυνατά” όσο και εκείνα των διεθνών ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται σε μεγάλες ομάδες της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δρόμοι σε κάθε πόλη της Κολομβίας είναι γεμάτοι από μαγαζιά με ποδήλατα, και μάλιστα ποδήλατα που... “φυσάνε”, όχι το απλό ποδήλατο που αγοράζεις για να κάνεις μια χαλαρή βόλτα μια στο τόσο...

Οι Κολομβιανοί παίρνουν το “πεταλίζειν” σοβαρά, ΣΟΒΑΡΑ, και δε θα ξεχάσω τη Γαλλίδα στο Μανισάλες να μου λέει ότι ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό, στη μέση του πουθενά, όταν μιλούσε με ντόπιους και η κουβέντα έφθανε στο ποδήλατο, τα μάτια τους “άνοιγαν ορθάνοιχτα”, και μιλούσαν με πάθος και περηφάνια για το πόσο σημαντικό είναι το ποδήλατο για τους Κολομβιανούς, και τις επιτυχίες ποδηλατών τους σε παγκόσμιο επίπεδο.

Λεπτομέρεια: στη Μαλαισία κάθε χρόνο διοργανώνεται ένας ποδηλατικός γύρος, ο “Tour de Langkawi” (άσχετα αν ο αγώνας δεν περιλαμβάνει κάθε χρόνο απαραίτητα το νησί Langkawi). Νομίζω ότι το... πανηγύρι διαρκεί μια βδομάδα με δέκα μέρες, με κάποια κομμάτια της διαδρομής να είναι παραθαλάσσια, και κάποια να αναγκάζουν τους ποδηλάτες να διασχίσουν την οροσειρά στη μέση της μαλαισιανής χερσονήσου. Κάθε χρόνο, όσοι παρακολουθούν τον αγώνα και είναι γνώστες του αντικειμένου, ξέρουν τι εθνικότητας θα είναι οι νικητές στα ορεινά κομμάτια της διαδρομής. Κολομβιανοί... Σε -ανελέητα- βουνά προπονούνται οι άνθρωποι στην πατρίδα τους, κι αυτό τους δίνει πλεονέκτημα.

Επόμενο κείμενο, αφιερωμένο στην Μπογκοτά, από την οποία χαιρετώ όσους με διαβάζετε.
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Astral, αφενός welcome back, αφετέρου... με το καρδιοχτύπι είμαι σήμερα. Σε τρεις ώρες παίζουμε στην Πορτογαλία, κι ελπίζω να βρω καλό λινκ στο ίντερνετ, για να δω το παιχνίδι. Την προηγούμενη Πέμπτη στο Μανισάλες, είχα τα νεύρα μου για τη ντροπιαστική εικόνα μας εντός αγωνιστικού χώρου, είχα και την τσατίλα μου για το προβληματικό ίντερνετ στο χόστελ.

ΤΟ καρδιοχτύπι όμως, ΤΟ, αρχίζει αύριο, 28 Φεβρουαρίου. Από αύριο και μέχρι την επόμενη Παρασκευή, η ΦΙΦΑ θα ενημερώσει εμάς που έχουμε κάνει αίτηση για διαπίστευση για το Μουντιάλ, αν “ναι” ή “όχι”. Αν “όχι”, θα ζήσω (βάζοντας σε εφαρμογή το plan B μου, για το διάστημα που ούτως ή άλλως θα περάσω στη Βραζιλία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο). Αν “ναι”, θα το πανηγυρίσω πιο πολύ κι από δραματική πρόκριση του ΠΑΟΚ επί της Μπενφίκα στα πέναλτι...
 

LULLU

Member
Μηνύματα
3.500
Likes
7.691
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ονειρεμένο Ταξίδι
Νιγηρας-Μαλι
....ειρηνη και δημοκρατια δυο λεξεις που παιζονται πολυ σε ολα τα γηπεδα ..... Αυτη η Γαλλιδα τι τρελλα και αυτη βρε παιδι μου.....Εσυ συνεχισε να μας ενημερωνεις για καθε τι....
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Μπογκοτά, η του καιρού για μπινελίκιασμα, και του κόσμου για φίλημα

Κάτι μου λέει ότι αν πήγαινα ξανά σήμερα στα γραφεία της Σάντα Φε (μία από τις δύο ομάδες-κολοσσούς της Μπογκοτά), ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου δε θα με υποδεχόταν το ίδιο εγκάρδια όπως την Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου, όταν, άρτι αφιχθείς στην πόλη, πέρασα από εκεί για να ζητήσω διαπίστευση για το Σάντα Φε-Μιγιονάριος (η έτερη ομάδα-κολοσσός της Μπογκοτά) της επόμενης ημέρας, το “κλάσικο μπογκοτάνο”, κάτι σαν το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός της Πρωτεύουσας της Κολομβίας... Εκείνη την Παρασκευή, η Σάντα Φε φιγουράριζε πρώτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, η Μιγιονάριος ήταν μόλις έβδομη, και ο συμπαθέστατος (και εξυπηρετικότατος) υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε πρώτα μου είπε ότι ήταν ΒΕΒΑΙΟΣ πως η ομάδα του θα νικούσε για πλάκα, και μετά σχεδόν με... κορόιδεψε όταν του είπα ότι “τα ντέρμπι έχουν δική τους λογική, και τα αποτελέσματά τους πολλές φορές δεν έχουν καμία σχέση με τη βαθμολογική θέση στην οποία βρίσκονται οι ομάδες την ημέρα που κοντράρονται”...

Το Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, έπαιξαν όντως Σάντα Φε-Μιγιονάριος, και χθες, Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου, λόγω μίας παραξενιάς του καταρτισμού του προγράμματος του κολομβιανού πρωταθλήματος, έπαιξαν ξανά μεταξύ τους, αλλά αυτήν τη φορά με τυπικά γηπεδούχο τη Μιγιονάριος (το ίδιο στάδιο μοιράζονται). Δύο “κλάσικος μπογκοτάνος” σε δύο σερί Σαββατοκύριακα, δύο -δίκαιες- νίκες τής... Μιγιονάριος. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί θα δίσταζα να επικοινωνήσω ξανά με τον υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε, ακόμα κι αν έμενα περισσότερο στην Μπογκοτά, και ήθελα να ζητήσω διαπίστευση για περισσότερα παιχνίδια τού... Ολυμπιακού της (ερυθρόλευκοι γαρ)...

Οι 10-11 μέρες μου στην Μπογκοτά φθάνουν στο τέλος τους, σε μερικές ώρες παίρνω βραδινό λεωφορείο για Περέιρα, και σκεπτόμενος εδώ και λίγη ώρα τι θα έπρεπε να γράψω για την πόλη που έκανα σπίτι μου τη μιάμιση τελευταία βδομάδα (φιλοξενήθηκα σε σπίτι φίλης, δεν έμεινα σε χόστελ όπως το 2010 και το 2011, οπότε αισθάνθηκα έστω και λίγο σαν... ρόλο/κατσάκο -σας παραπέμπω στο προηγούμενο κείμενό μου- και λιγότερο σαν τουρίστας), κατέληξα στο ότι αυτές οι 10-11 ημέρες δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από επιβεβαίωση των εντυπώσεων με τις οποίες έμεινα από τα τρία περάσματά μου από εδώ, πριν από 3-4 χρόνια: αυτή η πόλη έχει -για μένα- καταθλιπτικό καιρό, αλλά κόσμο τόσο “γλύκα” που αν σου δώσεις την ευκαιρία να περάσεις χρόνο μαζί τους, καταλήγεις να περάσεις τον ψυχοπλακωτικό καιρό σε δεύτερη μοίρα, και να παρατείνεις την παραμονή σου εδώ...

Το του καιρού, μπορεί να το βλέπω έτσι επειδή είμαι Έλληνας, κι έχω συνηθίσει όχι μόνο σε υψηλότερες θερμοκρασίες, αλλά -κυρίως- σε κατά κανόνα ΓΑΛΑΝΟ ουρανό. Αν ήμουν... από το Σιάτλ (έχω μία φίλη εκεί, και θυμάμαι ότι κάποτε μου αράδιασε μία ατελείωτη λίστα με λέξεις που χρησιμοποιούν εκεί για να περιγράψουν τους αμέτρητους διαφορετικούς τύπους βροχής που ενίοτε απλά μουσκεύουν και άλλοτε... μουλιάζουν την πόλη), μπορεί να θεωρούσα την Μπογκοτά... εξωτικό παράδεισο. Αλλά δεν είμαι από το Σιάτλ, ή από κάποιο άλλο μέρος στο οποίο ο κόσμος σταματάει τη δουλειά του και τηλεφωνά στο σπίτι για να πει στους γονείς του να παρατήσουν ό,τι κάνουν και να βγουν έξω, επειδή μία σπιθαμή στον ουρανό φαίνεται γαλανή, κι επειδή αν καθυστερήσουν μπορεί να χάσουν τη “μια ανά εβδομάδα” ευκαιρία τους...

Τουλάχιστον αυτήν τη φορά δεν έκανε το (καραψοφό)κρύο (του κερατά) που έκανε τις προηγούμενες φορές που πέρασα -άπλετο- χρόνο στην πόλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας κυκλοφορούσα με κοντομάνικο μπλουζάκι, και φυσικά ομπρέλα, μια και θεωρούσα δεδομένο -και δεν έκανα λάθος- ότι κάποια στιγμή θα έβρεχε (κι όντως έβρεχε, κάθε μέρα, άλλοτε για λιγότερη, κι άλλοτε για περισσότερη ώρα. Κι άλλες φορές “φυσιολογικά”, άλλες φορές με ΤΟΣΗ... μανία, που το Σάντα Φε-Μιγιονάριος πριν από δέκα μέρες άρχισε με 45 λεπτά καθυστέρηση, και λίγο έλειψε να αναβληθεί).

Με μισή ντουζίνα πολύ πιο ευχάριστες πόλεις σε απόσταση ενός βραδινού λεωφορείου, από την Μπογκοτά θα περνούσα, υπό διαφορετικές συνθήκες, για μία μέρα, για να δω ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, και αμέσως μετά θα πηδούσα στο πρώτο ταξί που θα περνούσε από μπροστά μου και θα πήγαινα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, “λαδώνοντας” τον οδηγό του λεωφορείου μου να φύγει νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Έλα όμως που οι μπογκοτάνος είναι σκέτοι μπαχτσέδες...

Σε παλιότερη ιστορία περιέγραψα το “πρόβλημα” που είχα την πρώτη φορά που πάτησα εδώ. Όταν τσέκαρα πρώτη φορά το μέιλ μου Δεκέμβριο του 2010 σε ένα χόστελ στην Καντελάρια, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, είδα ότι είχα βομβαρδιστεί από μηνύματα, από κόσμο που είχε διαβάσει κάτι που είχα γράψει 24 ώρες νωρίτερα, στη Θεσσαλονίκη, στο φόρουμ μίας ιστοσελίδας μέσω της οποίας μπορείς να συναντήσεις κόσμο οπουδήποτε ταξιδεύεις. Το “πρόβλημά” μου τότε ήταν να βρω χρόνο να συναντήσω όλους εκείνους που είχαν απαντήσει στην ανοικτή πρόσκλησή μου. Αυτήν τη φορά, απέφυγα να απευθύνω παρόμοια ανοικτή πρόσκληση (εν μέρει “φοβούμενος” ότι θα κατέληγα να μείνω στην Μπογκοτά... επ' αόριστον), κι αρκέστηκα στο να συναντήσω κόσμο με τον οποίο έμεινα λίγο ή πολύ σε επαφή αυτά τα τρία τελευταία χρόνια...

Πέρα από αυτό, περπάτησα, παρατηρώντας ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της Μπογκοτά του σήμερα, και της Μπογκοτά του 2011. Μία ομοιότητα που με έκανε να γελάσω (σαν χάχας, σε μία διασταύρωση μικρών δρόμων), είναι ότι πλησιάζοντας το χόστελ στο οποίο πέρασα τα περισσότερα βράδια μου το '10 και το '11, είδα ότι στο σημείο που τότε υπήρχε μία τεράστια -μα τεράστια- λακούβα, τώρα υπάρχει... η ίδια ΤΕΡΑΣΤΙΑ λακούβα, κάτι που είναι αστείο πρώτα και κύρια επειδή το χόστελ είναι στη Σόνα Ρόσα, μία από τις “καλύτερες” περιοχές της Μπογκοτά, με upscale μαγαζιά και μπαρ, και κατοίκους μεγαλομεσαίου εισοδήματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση στην οποία θα περίμενε κανείς να είναι εκεί οι δρόμοι -και τα πεζοδρόμια της κακιάς ώρας).

Διαφορά; Ο κεντρικός δρόμος του ιστορικού κέντρου το 2011, ήταν κλειστός για τα αυτοκίνητα μόνο τις Κυριακές, που ήταν ημέρες “σικλοβία”, μέρες που οι δρόμοι (κάποιοι από τους κεντρικότερους) παραδίδονταν στους ποδηλάτες. Τώρα ο συγκεκριμένος δρόμος είναι ουσιαστικά πεζόδρομος, γεμάτος καθημερινά από πεζούς και ποδηλάτες, για τους οποίους έχει διαμορφωθεί ποδηλατόδρομος, με μικρές ζαρντινιέρες εκατέρωθεν, για να μην ξεχνιούνται οι πεζοί και “εισβάλουν” άθελά τους.

Ομοιότητα; Οι αστυνομικοί (τουλάχιστον οι 6-7 με τους οποίους εγώ μίλησα τις τελευταίες ημέρες), εξακολουθούν να είναι ευγενέστατοι συνομιλητές και πάροχοι πληροφοριών, μιλώντας σου με “usted” μάλιστα (πρόσωπο “ευγενείας”), όχι με “tú”, ακόμα κι αν είναι εμφανώς μεγαλύτεροι από σένα σε ηλικία.

Άλλη ομοιότητα; Οι σταθμοί του Τρανσμιλένιο, του “μετρό” της Μπογκοτά, όχι όμως με τρένα και υπόγειο, αλλά με λεωφορεία και -προφανώς- σε λωρίδα δρόμου (ειδική όμως, πάλι καλά), εξακολουθούν να είναι τόποι... πρόκλησης άγχους. Πρώτα απ' όλα, είναι κατά κανόνα ΦΙΣΚΑ στον κόσμο, κόσμος που περπατάει γρήγορα και έντονα. Οι στάσεις είναι μεγάλες, από τη στιγμή που περνάς από το τουρνικέ στην είσοδο μέχρι να φθάσεις στο σημείο που σταματάει το λεωφορείο σου μπορεί να περπατήσεις ακόμα και 70-80 μέτρα, απόσταση που δεν είναι κι εγώ δεν ξέρω τι, όμως αν την κάνεις ανάμεσα σε κόσμο που φαίνεται ΤΟΣΟ αγχωμένος λες και κινδυνεύει να χάσει το τελευταίο λεωφορείο, σε... καταβάλει... Αφήστε που αν δε με απατά η μνήμη μου, στην Μπογκοτά δεν έχω πάρει ποτέ το πρώτο λεωφορείο “μου”, αλλά το δεύτερο, ενίοτε και το τρίτο, μια και κατά κανόνα περνούν με τον κόσμο “παστωμένο” μέσα τους...

Με αυτά και μ' αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αν δεν ενδιαφέρεσαι να περάσεις χρόνο με ντόπιους, την Μπογκοτά την “ξεπετάς” σε δύο μέρες, βαριά-βαριά τρεις. Κάνεις γύρα στην Καντελάρια, πηγαίνεις στο μουσείο του Μποτέρο, ίσως σε ένα ακόμα μουσείο, ανεβαίνεις στο Cerro de Monserrate για να χαζέψεις πανοραμική θέα, βγαίνεις ένα βράδυ στη Σόνα Ρόσα, και κάπως έτσι, λίγο-πολύ, μένεις με την αίσθηση ότι... έκανες ό,τι ήταν να κάνεις εδώ, και βάζεις πλώρη για αλλού στην Κολομβία, με καλύτερο καιρό (δηλαδή... οπουδήποτε αλλού πέρα από εδώ), για πόλεις πιο μικρές, “μαζεμένες”, με πιο “χαλαρή” ατμόσφαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι το '10 και το '11 που έμεινα σε χόστελ, περισσότερες από 2-3 ημέρες έμεναν μόνο εκείνοι που είχαν έρθει για δουλειά και βολεύονταν σε χόστελ μέχρι να έβρισκαν διαμέρισμα να μείνουν. Οι υπόλοιποι, ζευγάρια για παράδειγμα, ή τουρίστες που ήταν ικανοποιημένοι με το να δουν τα βασικά αξιοθέατα, πάνω στο τριήμερο... εξαφανίζονταν. Πολλοί δε, θυμάμαι, έρχονταν στο χόστελ αργά το βράδυ, και ενώ έκαναν ακόμα τσεκ-ιν, κανόνιζαν ταξί για τα χαράματα, για να πάνε στο αεροδρόμιο για την πτήση της αναχώρησης από τη χώρα -ή τουλάχιστον την πόλη.

Αν, ΑΝ, όμως, κάποιος είναι σε... “κάνω κέφι να γνωρίσω κόσμο, να εξασκήσω τα Ισπανικά μου, (ακόμα-ακόμα και) να φλερτάρω” state of mind, τότε στην Μπογκοτά... καλ(κ)ομαθαίνει. Όχι ότι το ίδιο δεν ισχύει κι αλλού στην Κολομβία, απλά... στην Κολομβία οι περισσότεροι φθάνουμε πετώντας, και συνήθως πρώτος προορισμός είναι η Μπογκοτά, οπότε... κινδυνεύεις να “κολλήσεις”.

Περέιρα, Σαλέντο, Αρμένια. Αυτό λέει το πρόγραμμα για την επόμενη βδομάδα, πριν φθάσω στο Κάλι την άλλη βδομάδα ίδια μέρα, Δευτέρα, και... αγκυροβολήσω για ένα δεκαήμερο.

Χαιρετίσματα από τη συννεφιασμένη (ΕΚΠΛΗΞΗ-ΕΚΠΛΗΞΗ!!) Μπογκοτά.

 
Last edited:

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.628
Likes
50.311
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ονειρεμένο Ταξίδι
Περού τότε, τώρα, πάντα
Φανταστική πένα και πάλι thx.
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Και το Χρυσό Βατόμουρο στην κατηγορία “Πόλη της Κολομβίας” πηγαίνει στηηην... Περέιρααα!

(τίτλος για να είμαι στο πνεύμα της εβδομάδας, μετά τα βραβεία Όσκαρ και τα... αντι-βραβεία τους)

Σε περίπτωση που δεν πήρε το μάτι σας την είδηση σε κάποια ιστοσελίδα τις τελευταίες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταργεί την ανάγκη/υποχρέωση των Κολομβιανών να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση βίζας, όταν θέλουν να ταξιδέψουν στην Ευρώπη. Την ίδια μέρα που διάβασα τη σχετική είδηση στην ιστοσελίδα της El Tiempo (μία από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες της Κολομβίας), είδα μία γελοιογραφία στην οποία η εικονιζόμενη φαινόταν να λέει (προς τους πολιτικούς της Κολομβίας), “ελάτε και στο Τσοκό. Ούτε για εδώ χρειάζεστε βίζα”. Τσοκό είναι το όνομα ενός εκ των Departamentos της Κολομβίας, των, ας πούμε, Περιφερειών της, κι η συγκεκριμένη... “φημίζεται” για τα προβλήματα που τη χαρακτηρίζουν...

Τη γελοιογραφία τη θυμήθηκα δέκα λεπτά αφού βγήκα για την πρώτη βόλτα μου στην Περέιρα. Ο δρόμος στον οποίο ήταν το χόστελ μου, και γενικά εκείνη η πλευρά της Περέιρα, ήταν από... “εντάξει”, μέχρι “μια χαρά”, με σχετικά καινούργια κτήρια, εμπορικά κέντρα, καλοφτιαγμένα μπαρ και φαγάδικα, γενικά ήταν/είναι ένα κομμάτι που σε κάνει να λες “να μία ευημερούσα πόλη”. Σε απόσταση μικρότερη από δέκα λεπτά περπάτημα όμως, αρχίζεις να βλέπεις μία πόλη τόοοοοσο διαφορετική, που αναρωτιέσαι αν είσαι ακόμα στην ίδια. Μία ιδέα μόνο θα σας δώσω... Όπως είπα στον Ολλανδό ιδιοκτήτη του χόστελ όπου έμεινα, ήταν η πρώτη φορά -στην Κολομβία- που αισθάνθηκα άβολα με μηχανή στο χέρι, όχι επειδή ήμουν ο μόνος ξένος/τουρίστας εκεί που περπατούσα, αλλά επειδή ο κόσμος που έβλεπα στα πεζοδρόμια, ήταν... “κάπως”.

Αποκορύφωμα; Βρήκα ένα σημείο με σχετικά καλή θέα, κι όπως έβγαζα φωτογραφίες, ένας τύπος (που μαζί με τέσσερις-πέντε φίλους του “κάπνιζε” σε μικρή απόσταση, τους είχα σταμπάρει από νωρίτερα) μου φώναξε ότι μπορούσα να μπω σε μπελάδες. Πήγα προς το μέρος τους και του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατί. Ο τύπος ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, ήταν γεμάτος... παράξενα τατουάζ (κοίτα ποιος “μιλάει...”), κι είχε εκείνο το βλέμμα το... “για την πλάκα μου καθαρίζω πέντε άτομα, έτσι, για να κάνω κάτι να περάσει η ώρα μέχρι να γυρίσω σπίτι και να δείρω τη γυναίκα μου”. Παρ' όλα αυτά, έστω και με... μαγκιόρικο τρόπο, μου εξήγησε ότι το κομμάτι της πόλης που έβγαζα φωτογραφίες, σε μία πλαγιά βουνού, είναι γεμάτο “σικάριος” (“λουλούδια” με τα οποία δε θέλεις να έχεις ΚΑΜΙΑ σχέση στην Κολομβία), κι ότι με τόσα όπλα εκεί, δε θα ήταν απίθανο να “αρπαχτεί” κανείς βλέποντας κάποιον να βγάζει φωτογραφίες με μεγάλη -σχετικά- μηχανή, και να του (μου) την... μπουμπούνιζε. Προφανώς υπερέβαλε( ; ), όμως... παίρνετε μια ιδέα πόσο “ευχάριστο” είναι να τριγυρνάς στην Περέιρα, με εξαίρεση την περιοχή που είναι το χόστελ μου, και κάποια -αρκετά, είναι αλήθεια- τετράγωνα στο κέντρο-κέντρο.

Σκέφτηκα λοιπόν τη γελοιογραφία, σκέφτηκα πως αν η Περέιρα είναι... έτσι όπως είναι, έστω κι όχι στο σύνολό της, “φαντάσου πώς είναι το δύσμοιρο το Τσοκό...”

Ομολογώ ότι για την Περέιρα διάβασα περισσότερο ΑΦΟΥ έφθασα εκεί, το πρώτο βράδυ, παρά ΝΩΡΙΤΕΡΑ, πριν φθάσω εκεί. Το πρώτο βράδυ λοιπόν, μπήκα στη wikipedia, η οποία μπορεί να μην είναι και μνημείο αξιοπιστίας και φερεγγυότητας, όμως... διάολε, είναι πηγή πληροφοριών. Διάβασα λοιπόν δύο πράγματα που με έκαναν να πω “έτσι εξηγείται...” Πρώτα διάβασα ότι η πόλη έχει ανεργία πολύ άνω του εθνικού μέσου όρου. “Έτσι εξηγείται” η “σαν πολλοί τύποι δεν είναι αραχτοί και άνετοι στα πεζοδρόμια, χωρίς να κάνουν τίποτα;” σκέψη μου κατά την πρώτη βόλτα μου.

Μετά διάβασα ότι η πόλη χτυπήθηκε άσχημα από τον σεισμό του 1999 στη γειτονική Αρμένια, κι ότι πολλά κτήρια ναι μεν εξακολουθούν να κατοικούνται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν τα άγγιξε ο σεισμός. “Έτσι εξηγείται” ένα... πρόβλημα που είχα, βγάζοντας φωτογραφίες. Είμαι... ψείρας, δε θέλω να “πειράζω” τις φωτογραφίες μου στο Photoshop ή κι εγώ δεν ξέρω πού αλλού και πώς αλλιώς. Όταν βγάζω φωτογραφία τον ορίζοντα με θέα θάλασσα, μπορώ να βγάλω μια ντουζίνα φωτογραφίες μέχρι να πετύχω ΤΗ μία, στην οποία ο ορίζοντας θα είναι 99% ευθεία. Τον ορίζοντα τον θέλω ευθεία, και τις προσόψεις των κτηρίων (στις φωτογραφίες τραβηγμένες από γωνία, από πλάγια), τις θέλω καρακατακόρυφες.

Όταν λοιπόν έβγαζα φωτογραφίες καινούργιων (έκαναν μπαμ) κτηρίων, κανένα πρόβλημα. Όταν όμως δοκίμαζα να βγάλω φωτογραφίες προσόψεων παλιότερων κτηρίων, με έναν ή δύο το πολύ ορόφους, το πάλευα, το πάλευα, το πάλευα, μέχρι που τσατίστηκα με τον εαυτό μου, επειδή οι “κάθετες” γραμμές των κτηρίων, μόνο κάθετες δε μου προέκυπταν όταν τσέκαρα κάθε φωτογραφία στην οθόνη της κάμερας. Πολύ απλά, πάμπολλα παλιά κτήρια, “γέρνουν”. Όχι σε σημείο να... φωνάζεις, “βγείτε έξω τώραααα!!”, όμως... γέρνουν, και το επιβεβαίωσα μιλώντας με δύο ντόπιους, στους οποίους... λεπτά και διακριτικά έθεσα την παρατήρησή μου, χωρίς να θέλω να τους φέρω σε δύσκολη θέση...

Η αλήθεια να λέγεται, η Περέιρα δε με... σαγήνεψε (παραδοχή που είμαι βέβαιος ότι σας σοκάρει -ξερόβηχας- έχοντας μόλις διαβάσει αυτά που έγραψα μέχρι εδώ για την πόλη). Πήγα για να δω ένα καινούργιο μέρος, είδα, πήγα για να “γεμίσω” μία εβδομάδα που είχα “κενή” στο πρόγραμμα του ταξιδιού μου μεταξύ Μπογκοτά και Κάλι, “γέμισα” δύο μέρες, το χόστελ ήταν εξαιρετικό, όταν... έμαθα τα κατατόπια αρκέστηκα σε περιοχές στις οποίες η βόλτα ήταν σχετικά ευχάριστη, είδα σε food court εμπορικού κέντρου το Κολομβία-Τυνησία (φιλικό), κάτι που είχε χαβαλέ (και όμορφη θέα από τον τρίτο-τέταρτο όροφο του εμπορικού κέντρου), οπότε... δε μετανιώνω που πήγα. Έχω όμως ήδη κατατάξει την Περέιρα στην κατηγορία των πόλεων που συνηθίζω να λέω ότι για να μείνω περισσότερο από δύο μέρες χρειάζομαι δωρεάν δωμάτιο σε τετράστερο -τουλάχιστον- ξενοδοχείο, και, μεταξύ πολλών άλλων “incentives”, πρωινό μασάζ από την κοπέλα που κέρδισε τα πιο πρόσφατα καλλιστεία (δηλαδή, “με τί-πο-τα”).

Άλλη αλήθεια είναι ότι η Περέιρα -μπορεί να- έπεσε θύμα της ψευδαίσθησης που κακώς είχα, ότι πρόκειται για μία κοντινή εκδοχή του Μανισάλες. Καμία σχέση... Στο Μανισάλες, οι πλαγιές βουνών που χαζεύεις εκατέρωθεν περπατώντας στον κεντρικό δρόμο της πόλης, είναι καλυμμένες από απλά μεν, “τακτοποιημένα” δε, σπίτια, “σε τάξη”, και βασικά... σπίτια-σπίτια, όχι λαμαρινοκατασκευές όπως τα “σπίτια” όπου άμοιρες οικογένειες ζουν στην Περέιρα, επίσης στις πλαγιές των βουνών γύρω από το κέντρο της πόλης. Μην πάτε μακριά... Στο Μανισάλες βαριέσαι να βλέπεις ταμπέλες στις γωνίες των δρόμων, με τα νούμερα των Carreras και των Calles στις οποίες βρίσκεσαι (ένα στοιχείο που πάντα κάτι λέει για το πόσο προσεγμένη είναι η εικόνα μίας πόλης). Στην Περέιρα οι ταμπέλες στις διασταυρώσεις αποτελούν... πολυτέλεια, και μένεις να ευχαριστείς την τεχνολογία για το GPS που έχει το μαραφέτι το κινητό σου. Σε πολλές διασταυρώσεις, οι όποιες “ταμπέλες” υπήρχαν, ήταν νούμερα γραμμένα με χρωματιστές κιμωλίες(!)...

Το επόμενο κείμενο θα είναι για το Σαλέντο (στο οποίο πέρασα τις δύο τελευταίες ημέρες), σε ύφος διαφορετικό (μα Διαφορετικό, με το “Δ” κεφαλαίο), από το σημερινό(...).
 
Last edited:

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Σαλέντο, το χωριουδάκι που “σκοράρει από τα αποδυτήρια”

Έγραψα τις προάλλες για το Μανισάλες ότι μεταφορικά “it had me at hello”, κερδίζοντάς με πριν καλά-καλά πατήσω το πόδι μου εκεί. Το ίδιο συνέβη με το μικροσκοπικό Σαλέντο, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του κουκλίστικου χωριουδακίου με το όνομα που παραπέμπει στον ιταλικό νότο, το “it had me at hello” το εννοώ μισο-μεταφορικά, και μισο-κυριολεκτικά...

Φανταστείτε αυτό: μετά από -ευχάριστη και ξεκούραστη- διαδρομή ούτε μίας ώρας, φθάνεις από την Περέιρα(... Οι τρεις τελείες έχουν να κάνουν με τις εντυπώσεις με τις οποίες με άφησε η συγκεκριμένη πόλη, εντυπώσεις μου μοιράστηκα στο προηγούμενο κείμενο) στο Σαλέντο, και στα τέσσερα-πέντε τετράγωνα από τη στροφή που μπαίνεις στο χωριό, μέχρι την κεντρική πλατεία του, έχεις ήδη δει δυο ντουζίνες τρισχαριτωμένα σπίτια, με όμορφα παράθυρα και πόρτες βαμμένα σε έντονα, χαρωπά χρώματα...

Κατεβαίνεις δε από το λεωφορείο, και πριν ακόμα φορτωθείς τον σάκο σου στην πλάτη, δύο ηλικιωμένοι ντόπιοι που κάθονται μπροστά/κάτω από ένα χαρωπά βαμμένο παράθυρο με γλάστρες γεμάτες λουλούδια στην άκρη του, σε χαιρετούν με ένα χαμογελαστό “buenas”. Μέχρι να φθάσεις δε στην πόρτα του χόστελ σου, 4-5 τετράγωνα δρόμος, μισή ντουζίνα ακόμα ντόπιοι κάθε ηλικίας σε έχουν χαιρετήσει, το ίδιο χαμογελαστά. Αν αυτό το καλωσόρισμα δεν είναι ο ορισμός του “γκολ από τα αποδυτήρια”, τότε δεν ξέρω τι είναι...

Δέκα carreras και δέκα calles, δηλαδή δέκα δρόμοι που πηγαίνουν βόρεια-νότια και δέκα που πηγαίνουν ανατολικά-δυτικά, αυτό είναι το Σαλέντο, τόσο μικρό. Μερικές δεκάδες τετράγωνα γεμάτα από όμορφα σπίτια (πάμπολλα εκ των οποίων έχουν μετατραπεί είτε σε ξενώνες είτε σε καλαίσθητα φαγάδικα ή μπαράκια), μία μεγάλη πλατεία (με ένα μικρό -για τα δεδομένα της Κολομβίας- άγαλμα του απελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ), μία εκκλησία στη βόρεια πλευρά της (με τεράστια “Α” και “Ω” στην πρόσοψή της), και μεταξύ κάποιων ακόμα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, στο οποίο κατά τύχη “έπεσα” σε παιχνίδι της τοπικής ομάδας κόντρα σε γειτονικό χωριό...

Οι πράσινοι γηπεδούχοι είχαν για κεντρικό επιθετικό τον... δήμαρχο του Σαλέντο (δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει χειραψία μέχρι και με... αγελάδα που έβοσκε σε μια γωνιά του γηπέδου, εκλογές είχαμε στην Κολομβία γαρ, την Κυριακή που μας πέρασε), ο οποίος για τα χρόνια του (στα 55 τον “έκοψα”) και για την... κοιλιά του, ήταν μάλλον “αξιοπρεπής” εντός αγωνιστικού χώρου. Όσο ενδιαφέρον ήταν το παιχνίδι, άλλο τόσο ήταν η κουβέντα μου με πιτσιρικά (στα 20) που καθόταν δίπλα μου, και μου είπε μεταξύ άλλων ότι από το να πάει σε μεγάλη πόλη και να προσπαθήσει να βγάλει λεφτά-λεφτά-λεφτά, προτιμά να μείνει στο μικρό Σαλέντο, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στην... ησυχία του, στην ασφάλειά του, κι ας βγάζει μόνο όσα χρειάζεται για να επιζεί (και να αγοράζει το “χόρτο” που κάθε βράδυ καπνίζει με τους φίλους του στα πράσινα/κίτρινα/μπλε σκαλιά που “βγάζουν” στην κορυφή ενός λόφου, από την οποία έχεις πανοραμική θέα προς το χωριό και τις γύρω βουνοπλαγιές).

Παρά όμως τους τουρίστες που μαζεύονται στο Σαλέντο και τα αμέτρητα σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενώνες και φαγάδικα/μπαρ, το χωριό, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο του, εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα μαγαζιά με αναμνηστικά, παραμένει... χωριό. Τρία τουλάχιστον όμορφα μαγαζιά πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι... μπιλιαρδάδικα, με την πελατεία να έχει μέσο όρο ηλικίας... συνταξιούχου. “Σαλεντιανοί” άνω των 60 (οι περισσότεροι), με το αραιό λευκό μαλλί τους επί κεφαλής, και κοιλίτσες μεγέθους ετοιμόγεννης γυναίκας, κάθονται αραχτοί γύρω από τραπέζια και βρέχουν συχνά-πυκνά το λαρύγγι τους, με τους πιο μερακλήδες να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους στο μπιλιάρδο, σε μαγαζιά που φαίνονται να μην έχουν αλλάξει εδώ και πολύ-πολύ καιρό. Τα “μοντέρνα” μαγαζιά τα βλέπεις, με τα τραπέζια και τις καρέκλες τους τακτοποιημένα, σε τάξη, με φρεσκοβαμμένους τοίχους, με ηχεία που παίζουν καθαρά μουσική, ηχεία καινούργια, ή τουλάχιστον που δουλεύουν σαν καινούργια. Τα συγκεκριμένα μπιλιαρδάδικα ήταν... χαριτωμένα “χύμα”, με τους τοίχους ψιλοσκούρους, με τις καρέκλες να φωνάζουν ότι θα έπρεπε να είχαν... αποσυρθεί προ καιρού, και με ηχεία που θα έκαναν συλλέκτη παλιών ηχείων να νομίζει, βλέποντάς τα, ότι πέθανε κι έχει πάει στον (δικού του ορισμού) παράδεισο...

Το μέγεθος του Σαλέντο, το πόσο μικρό είναι, είναι η... ευλογία του (σε δύο μέρες, έχοντας ανέβει/κατέβει, και πάει πέρα-δώθε, αισθάνθηκα ότι είχα δει τους πάντες, και μάλιστα δύο και τρεις φορές), είναι, για τύπους σαν εμένα τουλάχιστον, και η κατάρα του. Το τρίτο πρωί ξύπνησα χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα έμενα περισσότερο, ή αν θα έπαιρνα λεωφορείο για την κοντινή Αρμένια, “μία ακόμα πόλη”. Το Σαλέντο το αισθάνθηκα... ζεστό, φιλόξενο, χαριτωμένο, ήσυχο, ξέγνοιαστο, ξεκούραστο, ευχάριστο, και μια ντουζίνα ακόμα θετικά πράγματα, όμως...

Όμως, αν έμενα περισσότερο, θα έκανα βόλτα στους ίδιους δρόμους, κι εγώ, καλώς ή κακώς, έχω σχεδόν παθολογική ανάγκη να βλέπω συνεχώς κάτι διαφορετικό. Από το να μείνω τρίτη (και τέταρτη) μέρα στο Σαλέντο, καταλήγοντας να βαρεθώ, άρα να μαγαρίσω τις συνολικές εντυπώσεις μου και αναμνήσεις μου από εκεί, προτίμησα να φύγω, και να το θυμάμαι σαν ένα από τα πιο-πιο-πιο “χαριτωμένα” χωριά που έχω επισκεφτεί, και δεν εννοώ μόνο στην Κολομβία, ή στη Λατινική Αμερική...

Λεπτομέρεια: στην Κολομβία υπάρχει χωριό με μέγεθος παρόμοιο (λίγο μεγαλύτερο) του Σαλέντο. Λέγεται Μπαρριτσάρα, είναι βορειοανατολικά της Μπογκοτά, κι είναι σήμερα διατηρημένο τόσο... τσίλικο, που συχνά-πυκνά δρόμοι του και σπίτια του χρησιμοποιούνται ως σκηνικό σε ταινίες, τοπικές παραγωγές, ή τελενοβέλας “εποχής”. Μπαρριτσάρα και Σαλέντο όμως, έχουν μία τεράστια διαφορά...

Η πρώτη, αν ήταν γυναίκα, θα έβγαινε για να πάει στο μαγαζί της γωνίας έχοντας περάσει μπόλικη ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έχοντας περιποιηθεί τα μαλλιά της μέχρι τελευταίας τρίχας, και θα είχε φορέσει φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Το Σαλέντο, αν ήταν γυναίκα, θα είχε βγει ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη, “χτενίζοντας” τα μαλλιά της με ένα πέρασμα του χεριού της ανάμεσά τους, και θα είχε φορέσει ό,τι έβρισκε μπροστά της...

Εννοώ ότι η Μπαρριτσάρα, στα μάτια μου τουλάχιστον, φάνηκε (πήγα εκεί μονοήμερη από το κοντινό Σαν Χιλ το 2011) “περιποιημένη, στην τρίχα”, χωρίς ίχνος σκουπιδιού πουθενά, και κυρίως μα κυρίως με ελάχιστα καλώδια και σπίτια-παραφωνίες (αρχιτεκτονικά). Το μέρος πραγματικά “φώναζε” ότι ήταν/είναι ό,τι πρέπει για σκηνικό ταινίας/τελενοβέλας “εποχής”. Αντίθετα, το Σαλέντο το αισθάνθηκα πιο... ατημέλητο. Γοητευτικά ατημέλητο. Μέχρι και σπίτια-παραφωνίες βλέπεις (αφήστε τα καλώδια), ακόμα και σπίτια που κτίζονται τώρα, βλέπεις ότι δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, κάποιοι δρόμοι δε, έχουν τρύπες στις οποίες θα μπορούσε να χαθεί... αεροπλάνο. Όμως με έναν παράξενο τρόπο, όλα αυτά το κάνουν να φαίνεται πιο... να το πω “απλό”; “Αληθινό”; “Προσιτό”; “Ρεαλιστικό”; Και η Μπαρριτσάρα είναι όλα αυτά, ούτε “πολύπλοκη” είναι, ούτε “ψεύτικη” είναι, ούτε... με τη μύτη ψηλά, αλλά όντως μου φάνηκε “εκτός σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας”, έτσι “περιποιημένη στην τρίχα” όπως την είδα, έχοντας περάσει τότε ήδη αρκετό χρόνο στην Κολομβία.

Είμαι ήδη στο Κάλι, όμως μένοντας (ξαφνιάζοντάς με) πιστός στην “ένα κείμενο για κάθε μέρος” ρουτίνα μου, το επόμενο κείμενο θα είναι για την Αρμένια, για τις δύο ευχάριστες ημέρες που πέρασα εκεί το τελευταίο Σαββατοκύριακο.

Χαιρετίσματα από Κάλι, στο οποίο χθες το μεσημέρι άνοιξαν οι ουρανοί για τρεις ώρες, και πριν κοπάσει η βροχή, η μισή πόλη είχε πλημμυρίσει. Η κοπέλα που πάσχιζε να μαζέψει τα νερά στον ξενώνα “μου”, είπε ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της τέτοια βροχή. Νόμιζα ότι υπερέβαλε, για να δικαιολογήσει τα προβλήματα που προέκυψαν στον ξενώνα από τη βροχή. Αργότερα που άνοιξα τηλεόραση και μπήκα στο ίντερνετ, στη σελίδα της El País, μίας τοπικής εφημερίδας, έμεινα να χαζεύω με το στόμα ανοικτό, να μην πιστεύω τις εικόνες που έβλεπα, λες και ό,τι είχε συμβεί, είχε συμβεί σε άλλη πόλη, κι όχι εδώ που είμαι. Όσο για το “τέτοια βροχή δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου”, το επανέλαβαν πολλοί στην τηλεόραση. Είχα βιαστεί να θεωρήσω υπερβολική την κοπέλα στον ξενώνα. Μάθημα (να μη βιάζομαι να βγάζω συμπεράσματα).
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.113
Μηνύματα
880.688
Μέλη
38.839
Νεότερο μέλος
mgian

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom