Βενεζουέλα Κολομβία Λατινική Αμερική, casa μου casita μου

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189

Αυτούς τους είκοσι μήνες που είμαι μέλος του σάιτ έχω λάμψει δια της αφερεγγυότητάς μου, άλλοτε αρχίζοντας ιστορία μόλις στα μισά ταξιδιού (ΗΠΑ), άλλοτε εξαφανιζόμενος για βδομάδες ολόκληρες (Γουατεμάλα, Βραζιλία, Αργεντινή, Μαλαισία), κι άλλοτε αρχίζοντας ιστορίες γεμάτος ενθουσιασμό και λογοδιάρροια, για να τις αφήσω σύντομα να βολοδέρνουν στα αζήτητα (Ινδονησία). Από δε μεγάλα λόγια, μεγαλόστομες υποσχέσεις του στιλ “θα γράφω κάθε δεύτερη μέρα”, να φάνε κι οι κότες. Έχοντας εκτεθεί λοιπόν ήδη αρκετές φορές, λέω τούτη τη φορά να κρατήσω χαμηλά την μπάλα, να “τη δω” σεμνά και ταπεινά, κι ό,τι προκύψει. Σε περίπου 24 ώρες φεύγω (από Θεσσαλονίκη) για Κολομβία (το “τσίμπημά” μου με την οποία το ανέφερα κάποια στιγμή πέρσι όταν ήμουν ακόμη στη Γουατεμάλα). Επιστρέφω Πρωτομαγιά. Παραμένω άνεργος (από πέρσι τον Φλεβάρη), περισσότερο από επιλογή, από επιθυμία να συνεχίσω να ταξιδεύω, και λιγότερο επειδή οι προτάσεις δουλειάς που μου προέκυψαν δε με ξετρέλαναν κιόλας. Πού σκοπεύω να αλητέψω (ευσεβής πόθος...) αυτούς τους πέντε μήνες; Κυρίως στην Κολομβία, λιγότερο στη Βενεζουέλα, ένα μήνα στο Εκουαδόρ, και... έχει ο Dios. Ας δούμε πρώτα πόση εφαρμογή θα βρει στην περίπτωσή μου το “el riesgo es que te quieras quedar” (“ο κίνδυνος είναι να θέλεις να μείνεις”) που λένε οι Κολομβιανοί στο επίσημο τουριστικό μότο τους, και μετά βλέπουμε.
Όσο για το “casa μου casita μου” στον τίτλο, έχει να κάνει με το πόσο άνετα αισθανόμουν και στα τρία προηγούμενα ταξίδια μου εκεί, με το πόσο ευπρόσδεκτο με έκαναν να νιώσω οι Λατινοαμερικάνοι, ισπανόφωνοι και πορτογαλόφωνοι, από το Μεξικό και την Κούβα μέχρι την Αργεντινή, αλλά και με την “εδώ είμαστε, αυτές είναι γλώσσες για μένα” αίσθηση που είχα περνώντας χρόνο σε ισπανόφωνες χώρες και στη Βραζιλία, αίσθηση που δε μου χάρισαν ούτε τα Κινέζικα, ούτε οποιαδήποτε γλώσσα σε χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας τους τελευταίους 10 μήνες.
Επαναλαμβάνω, χαμηλά την μπάλα αυτήν τη φορά, και ό,τι προκύψει.


Δημήτρης

_____________________________________________________________
photo by wikipedia.org
Ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων αυτού του έργου, το παραδίδει ως κοινό κτήμα. Αυτό ισχύει σε όλο τον κόσμο.
Τέταρτη και φαρμακερή. Τέταρτη μέρα στην Μπογκοτά, και στρώνομαι στο γράψιμο. Εδώ είναι τέσσερις παρά τέταρτο το απόγευμα. Κάθομαι στην πολύ-πολύ-πολύ συμπαθητική αυλή (πολύχρωμα τραπεζάκια, αιώρες, μουσικούλα από νωρίς το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα) του χόστελ που επέλεξα για τις πρώτες ημέρες μου στην πόλη (Invisible λέγεται, το βρίσκει κανείς στο hostelworld.com). Ουρανός, καθαρός. Θερμοκρασία, ανοιξιάτικη/φθινοπωρινή, με την έννοια ότι όταν είσαι στη σκιά φορτώνεσαι με πανωφόρια, κι όταν είσαι στον ήλιο μένεις άνετα με κοντομάνικο μπλουζάκι. Κόσμος τριγύρω; Ούτε ψυχή. Σήμερα το πρωί είχαμε... μαζική έξοδο. Αύριο είναι αργία στην Κολομβία, κι όπως μου εξήγησε ο πολύ συμπαθητικός ιδιοκτήτης του χόστελ, οι ξένοι προτιμούν να περάσουν τέτοιες μέρες σε πόλεις με καλύτερο καιρό. Καλύτερο=πιο ζεστό. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του χόστελ ήταν τις δύο τελευταίες ημέρες σε μία μικρή πόλη μία ώρα από την Μπογκοτά, όπου η θερμοκρασία κτύπησε 35 Κελσίου. Εδώ, τα βράδια τουρτουρίζαμε. Για τους μη γνωρίζοντες, η Μπογκοτά είναι κτισμένη σε υψόμετρο τριακοσίων μέτρων χαμηλότερα από την κορυφή του Ολύμπου (στα 2600 μέτρα), οπότε... makes sense. Περιμένω να πάει πέντε, για να βγω σιγά-σιγά στον πηγαιμό προς το σημείο συνάντησης με μέλος του couchsurfing.org το οποίο έχω αναφέρει περισσότερες από μια-δυο φορές, οπότε δεν θα σας ζαλίσω άλλο τα αυτιά (μάτια) με αυτό. Φροντίζω κάθε μέρα να συναντάω και κάποιον, όχι μόνο επειδή το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, αλλά κι επειδή έχω τρελή ανάγκη να ξεσκουριάσω τα Ισπανικά μου.
Επέλεξα να μείνω στην Καντελάρια, το ιστορικό κέντρο της Μπογκοτά, παρά το γεγονός ότι έχει κακή φήμη (για τις ώρες από τις εννιά το βράδυ και μετά). Στην πρώτη κιόλας κουβέντα μου με παιδί που κοιμάται στον ίδιο κοιτώνα με μένα, μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ, όπως επέστρεφε στο χόστελ από fun night out, του την... έπεσαν πέντε άτομα, νεαρά όπως πρόλαβε να δει, για να του πάρουν ό,τι μπορούσαν να πάρουν. Εκείνος αντιστάθηκε, τον έριξαν στο έδαφος, του έσκισαν το πουκάμισο που φορούσε, και ευτυχώς τον άφησαν. Αυτό συνέβη λίγα μέτρα από την πόρτα του χόστελ, στο οποίο επέστρεφε με τα πόδια, όχι με ταξί, όπως συνιστάται για τη συγκεκριμένη περιοχή. Έμαθα από το πάθημά του, και το βράδυ που έμεινα έξω μέχρι αργά, επέστρεψα με ταξί, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου, σε κανένα “επίφοβο” μέρος, ούτε καν σε rough πόλεις της Βραζιλίας.
Η Καντελάρια είναι κάτι μεταξύ... Μελενίκου (φοιτητόδρομος στην Θεσσαλονίκη), Αριστοτέλους (πάλι Θεσσαλονίκη) και... κέντρο Αθήνας. Πολλά κτίρια είναι πανεπιστημιακά, και τα περισσότερα μαγαζιά είναι... κατάλληλα προσαρμοσμένα για να υποδέχονται τον φοιτητόκοσμο. Εκεί κολλάει το “Μελενίκου”. “Αριστοτέλους” επειδή καρδιά της περιοχής είναι η πλατεία Σιμόν Μπολίβαρ, το κεντρικότερο σημείο της πόλης, στο οποίο αυτές τις ημέρες φιλοξενείται ice ring (ΤΟ χάζι, λέει ο μικρόψυχος Δημήτρης που δεν κοιτάει τα δικά του τα χάλια... Ακόμη έχω μελανιές στον... πισινό από τα αμέτρητα πεσίματα σε ice ring του Λονδίνου πριν από μερικά χρόνια) κι ένα ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όσο για το “κέντρο Αθήνας”, αυτό έχει να κάνει με την παρουσία όλων των υπουργείων στην “γειτονιά”, κάτι που κάνει την περιοχή ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, μια και στο ένα πεζοδρόμιο μπορείς να βλέπεις φοιτητές να γαμπρίζουν, και στο απέναντι πεζοδρόμιο να βλέπεις πολιτικούς (υποθέτω, μάλλον ασφαλώς), συνοδευόμενους από στρατιώτες, προφανώς μέλη της προσωπικής φρουράς τους. Και κάπου στη μέση, εμείς, οι τουρίστες.
Αν κάποιος έρθει στην Μπογκοτά και σεργιανίσει στην Καντελάρια, αν έχει πάει στην Ισπανία ή σε χώρες που υπήρξαν ισπανικές αποικίες, η αρχιτεκτονική θα του φανεί γνώριμη. Εκείνο που κάνει τα αποικιοκρατικού στιλ κτίσματα της Καντελάρια κάπως ξεχωριστά, είναι το γεγονός ότι όπως στέκεσαι και τα χαζεύεις, πίσω τους βλέπεις να ορθώνεται ένα πανύψηλο βουνό, με το εκκλησάκι της Monserrate σε μία από τις κορυφές του. Αυτή ήταν η τρίτη εικόνα μου από την Μπογκοτά, όπως στεκόμουν στην πόρτα του χόστελ μου, περιμένοντας να μου ανοίξουν, το πρωί που έφθασα εδώ (μετά από 35 ώρες στον δρόμο). Ο ουρανός ήταν βαρύς κι ασήκωτος, με το ζόρι έβλεπες τις κορυφές τριγύρω, όμως η ατμόσφαιρα ήταν επιβλητική. Μαύρος ουρανός, βαριά σύννεφα, κουκλίστικα πολύχρωμα σπίτια, και βουνοκορφές στα όρια των σύννεφων. Επιβλητικό. Αυτή λέω ήταν η τρίτη εικόνα μου από την Μπογκοτά. Η πρώτη ήταν το... εργοτάξιο, από το αεροδρόμιο μέχρι και το κέντρο, εκεί όπου κάνουν εργασίες για την επέκταση του Transmilenio, του τοπικού... μετρό, μόνο που δεν είναι υπόγειο και δεν έχει βαγόνια, αλλά πρόκειται για την τοπική εκδοχή του -πολύ πετυχημένου- συστήματος στη βραζιλιάνικη Κουριτσίμπα, και στην Τζακάρτα. Η... δουλειά γίνεται με λεωφορεία, που κινούνται σε λωρίδες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από αυτά. Όταν κάθισαν να σχεδιάσουν λύσεις για το κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης, πριν από αρκετά χρόνια, κατέληξαν στο ότι ούτε τα χρήματα είχαν για μετρό, ούτε την... υπομονή να περιμένουν μία αιωνιότητα για να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Εδώ υπέργειο είναι το Transmilenio, και ο οδηγός του ταξί από το αεροδρόμιο μέχρι το χόστελ μού είπε ότι είναι κοντά στον ενάμιση χρόνο πίσω οι εργασίες. Φανταστείτε να ήταν και υπόγειο... Όσο για τη δεύτερη εικόνα μου από την Μπογκοτά, ήταν... θαμπή, να βλέπω δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια, καθαρίζοντας το τζάμι μου στο ταξί κάθε λίγα δευτερόλεπτα, για να μπορώ να βλέπω έξω. Με το που έφθασα στην Μπογκοτά άνοιξαν οι ουρανοί, οι δρόμοι (όπως είναι και κατηφορικοί-κατηφορικοί) άρχισαν αμέσως να κατεβάζουν νερό, και... πολλοί πεζοί έκλαψαν τα παντελόνια τους (λουσμένοι από νερά οδηγών που τους έγραφαν στα παλιά τους τα λάστιχα).
Μετά από τέσσερις ημέρες εδώ, αν με ρωτούσε κανείς αν αξίζει μία επίσκεψη στην Μπογκοτά, η απάντησή μου θα ήταν “εξαρτάται”. Εξαρτάται από το αν σου αρέσουν οι πόλεις. Εξαρτάται από το πόσο φρικάρεις ακούγοντας ιστορίες για late night muggings. Εξαρτάται από το πόσο φαν των μουσείων είσαι (η Καντελάρια έχει αρκετά και ενδιαφέροντα). Εξαρτάται, σου λέω, εξαρτάται... Εκείνο που ΣΙΓΟΥΡΑ θα λατρέψει όποιος έρθει, αν κάνει τον κόπο να έρθει σε επικοινωνία με ντόπιους, είναι η ζεστασιά του κόσμου. Έχω το ίδιο “πρόβλημα” που είχα (μόνο) στη Βραζιλία. Απηύθυνα ανοικτή πρόσκληση μέσω του φόρουμ της πόλης στην ιστοσελίδα που προανέφερα, στα μέλη που ζουν εδώ, για να βρεθούμε, και μέχρι να ξυπνήσω το επόμενο πρωί είχα βομβαρδιστεί από μηνύματα. Και φυσικά αυτό συνέβη όχι επειδή είμαι... ξεχωριστός, εξαιρετικός, κελεπούρι, αλλά επειδή οι ντόπιοι είναι τόσο ζεστοί και ενδιαφέρονται να μιλήσουν με επισκέπτες της πόλης τους. Κι αν πετύχετε την Μπογκοτά σε Κυριακή ή αργία, τόσο το καλύτερο, μια και χιλιόμετρα και χιλιόμετρα κεντρικών δρόμων κλείνουν για τα αυτοκίνητα, και παραδίδονται σε ποδηλάτες και οικογένειες με μπόμπιρες σε καροτσάκια. Προχθές, Κυριακή, πρώτη ουσιαστικά μέρα μου στην πόλη (το Σάββατο έπεσα στο κρεβάτι στις τέσσερις το απόγευμα, και ξύπνησα την άλλη μέρα στις οκτώ το πρωί. Δεν είχα κοιμηθεί για σχεδόν 72 ώρες), ήταν χαρά Θεού. Ήλιος, ζεστούλα, καρτουνίστικα συννεφάκια στον ουρανό, και αμέτρητοι ποδηλάτες και σκεϊτάδες στους δρόμους, παρέα με οικογένειες. Και κάπου μεταξύ όλων αυτών, πλανόδιοι πωλητές και πάγκοι με φρούτα και χυμούς. Επαναλαμβάνω: χα-ρά Θε-ού.
Τέσσερις και μισή. Επιτρέψτε μου να... αποσυρθώ. Σε αντίθεση με τους Κολομβιανούς (και όχι μόνο), στα ραντεβού μου είμαι ακριβής, έστω κι αν ξέρω ότι θα με στήσουν. Όταν ταξιδεύω ακολουθώ αυτό που λένε για τους επισκέπτες της Ρώμης (κάνω δηλαδή σχεδόν τα πάντα όπως οι ντόπιοι), αλλά σε ραντεβού καθυστερημένος δεν έχω καταφέρει ακόμη να πάω (ούτε το έχω σκοπό).
Κλείνω: είμαι χαρούμενος! (αυτό μου έλειπε να μην ήμουν).


Για το travelstories.gr, από την Μπογκοτά, Δημήτρης
Κείμενο αφιερωμένο στους δύο Γιώργους που γνωρίζω (έστω και μόνο emailακά) στο travelstories.gr. Στον Γιώργο από την Θεσσαλονίκη που πρόσφατα μας έγραψε την ιστορία του από Βενεζουέλα, επειδή χθες το βράδυ, εκεί που ήμουν με παρέα, άκουσα το “Mi niña bonita”. Γιώργο, αν με διαβάζεις αυτήν τη στιγμή, να σου πω ότι αμέσως σε θυμήθηκα και χαμογέλασα. Ο δεύτερος Γιώργος είναι ο... “ενδιαφερόμενος” :) να διαβάσει τις εντυπώσεις μου από τις Κολομβιανές. Είναι βρόμικη δουλειά (να γράφεις για πανέμορφες γυναίκες), αλλά... αφού μου ζητήθηκε, να το κάνω (τραβάτε με κι ας κλαίω)...


Οι bogotanas λοιπόν, και όχι οι Κολομβιανές γενικά (μια και μέχρι στιγμής μόνο στην Πρωτεύουσα έχω περάσει χρόνο), μου φαίνεται ότι διαφέρουν από τις δικές μας εξίσου πολύ όμορφες γυναίκες (αν δεν παινέψεις το σπίτι σου...) σε δύο βασικούς τομείς. Κάτι που παρατηρείς στην Μπογκοτά είναι ότι πολλές, πολλές, ΠΟΛΛΕΣ γυναίκες, τονίζουν το στήθος τους. Λένε ότι στην Κολομβία οι πλαστικές στήθους έχουν κάνει ζάμπλουτους αμέτρητους γιατρούς. Δεν ξέρω αν οι περισσότερες γυναίκες που έχω δει με το στήθος τους να... βγάζει μάτι, είναι προικισμένες από τη φύση τους ή... το τακτοποίησαν το ζήτημα έναντι μερικών χιλιάδων δολαρίων, αυτό που ξέρω όμως, αυτό που βλέπω εδώ και μέρες, είναι αμέτρητες γυναίκες, όχι μόνο το βράδυ, σε έξοδο, καλοντυμένες, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπως κάνουν τις δουλειές τους, να τονίζουν πολύ το στήθος τους. Συνημμένη παρατήρηση στο ίδιο θέμα: σε καταστήματα με ρούχα βλέπεις κούκλες με στήθος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, και λίγο-πολύ παντού στον κόσμο (μοναδική παρόμοια εικόνα έχω να φέρω στο μυαλό μου από το Λος Άντζελες). Τυχαίο; Γιατί λέω ότι σε αυτόν τον τομέα διαφέρουν από τις Ελληνίδες; Επειδή, διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ότι στην Ελλάδα οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους αισθάνονται μάλλον άβολα όταν είναι εξαιρετικά προικισμένες στο συγκεκριμένο σημείο της ανατομίας τους. Να αναφέρω ενδεικτικά (μπορεί κι αυθαίρετα) ότι από τις πολύ-πολύ λίγες Ελληνίδες με τις οποίες έχω κάνει χωριό σαν ζευγάρι, δύο είχαν μεγάλο στήθος, και οι δύο σχεδόν το μισούσαν...
Η δεύτερη διαφορά που εντοπίζω, έχει να κάνει με τον πολύ μεγάλο αριθμό γυναικών που βλέπεις στην Μπογκοτά να φορούν ψηλά τακούνια. Αν το ποσοστό τους ήταν μικρό και τα φορούσαν μόνο το βράδυ, δεν θα μου έκανε εντύπωση. Αλλά το ποσοστό τους είναι μεγάλο, και τα φορούν ακόμη και το πρωί. Κι εννοώ ΨΗΛΑ τακούνια...
Να προσθέσω κάτι ακόμη... Στην Μπογκοτά, ακόμη και οι καθαρίστριες σε εμπορικά κέντρα, ακόμη και γυναίκες που με μία σκούπα καθαρίζουν πεζοδρόμια, φοράνε μέικ-απ και άρωμα.
Ανακεφαλαιώνοντας, έχουμε και λέμε: τονισμένο στήθος, ψηλά σέξι τακούνια, και έντονη προσωπική περιποίηση (οι κοπέλες που συνάντησα παραδέχθηκαν ότι πηγαίνουν σε κομμωτήριο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Γι' αυτό και βλέπεις ΤΟΣΑ πολλά κομμωτήρια στην Μπογκοτά. Επειδή υπάρχει δουλειά για όλους, προφανώς).
Η δε... πλάκα, είναι ότι οι ίδιες οι bogotanas παραδέχονται ότι μπροστά στις γυναίκες από το Μεντεγίν, την Καρταχένα και το Κάλι, δεν πιάνουν μία, όσον αφορά το σεξ απίλ τους. Μόνο να φανταστώ λοιπόν μπορώ πόσες φορές καθημερινά θα... σκουπίζω τα σάλια μου όλη την προσεχή εβδομάδα, την οποία θα περάσω στο Μεντεγίν. Οι Κολομβιανοί που συνάντησα σε άλλες χώρες πέρσι, από το Μεξικό μέχρι την Αργεντινή, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, μου είπαν όλοι, χωρίς εξαίρεση, ότι οι πιο όμορφες Κολομβιανές είναι από το Μεντεγίν. Από τη στιγμή που το λένε και οι ίδιες οι γυναίκες της Μπογκοτά, το “δένω” ως αληθές.
Αυτή είναι η τρίτη μέρα μου στον βορρά της Μπογκοτά, στον οποίο μετακόμισα από το κέντρο, για να δω ένα διαφορετικό πρόσωπο της πόλης (και να γλιτώσω τα χρήματα που έδινα κάθε μέρα σε ταξί, μια και όλοι μού πρότειναν να συναντηθούμε εδώ, σε αυτήν την περιοχή, που είναι το κέντρο της νυχτερινής διασκέδασης, και μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Καντελάρια, στο κέντρο). Άλλη πόλη. Άλλη. Βγαίνω από την πόρτα του χόστελ μου (North House, εξαιρετικό και πάμφθηνο, επειδή άνοιξαν πρόσφατα κι έχουν τρελή προσφορά-κράχτη) κι αμέσως βλέπω 20-25 άτομα τριγύρω. Στο σημείο που ήταν το χόστελ μου στην Καντελάρια, όταν έβγαινα, για να δω κόσμο έπρεπε να ζουμάρω με τη μηχανή μου (ας είναι καλά το Χ15 οπτικό ζουμ της). Και το βράδυ, χθες για παράδειγμα, περασμένα μεσάνυχτα, επέστρεψα στο χόστελ και είχε ακόμη κόσμο έξω. Στο κέντρο, μετά τις 9-10, οι περισσότεροι διαβάτες είναι... τετράποδα, αδέσποτα.
Είναι πραγματικά η ψυχή της νυχτερινής ζωής της Μπογκοτά. Κόσμος καλοντυμένος και εμφανώς ευκατάστατος (για να μπορεί να πληρώνει τις τσιμπημένες τιμές των μπαρ και των ρεστοράν), κάνει τσάρκα σε δρόμους που είναι πήχτρα στον κόσμο, και γεμάτοι χριστουγεννιάτικα στολίδια. Κλου μίας βόλτας στην περιοχή είναι τα “τσίβας”, κάτι... γραφικά λεωφορεία που χρησιμοποιούν ακόμη στον βορρά, στις ακτές της Καραϊβικής, κυρίως στην Καρταχένα και στη Σάντα Μάρτα. Εδώ χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τη δύση του ήλιου και μετά σαν... κινούμενα party venues. Ομάδες από bogotanos τα νοικιάζουν, φορτώνονται 10, 15, 20 άτομα, δώσ' του μουσική δυνατή, και δώσ' του γύρα στους δρόμους της περιοχής. Πολύς ο χαβαλές, και περισσότερο το κέφι που κάνουν όσοι συμμετέχουν.
Σκόρπια εικόνα που μου ήρθε τώρα στο μυαλό καθώς γράφω... Βλέπεις αρκετά μοτέλ με... “ύποπτα” ονόματα, του στιλ “Eros”, έτσι, για να δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Δεν ξαφνιάστηκα, επειδή είχα διαβάσει σχετικά στον οδηγό μου. The thing is, στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι Κολομβιανοί 20άρηδες ζουν με τις οικογένειές τους, κι όσο να 'ναι... είναι ζόρι να κουβαλήσεις κοπέλα στο σπίτι για... “to know us better”. Τι κάνουν λοιπόν τα ζευγαράκια; Καταφεύγουν στα συγκεκριμένα μοτέλ, και ξεχαρμανιάζουν πληρώνοντας με την ώρα.
Άλλη σκόρπια εικόνα (ό,τι θυμάμαι χαίρομαι). Περίμενα χθες να ανάψει πράσινο για να περάσω διάβαση, και πέρασε από μπροστά μου ένα ασθενοφόρο που έγραφε “Partenon”, κι είχε μία μεγάλη εικόνα του Παρθενώνα. Αν έχω καταλάβει καλά, στην Μπογκοτά υπάρχουν ιδιωτικές εταιρείες με ασθενοφόρα, που λειτουργούν συμπληρωματικά στα ασθενοφόρα που -υποθέτω πως- έχουν τα ίδια τα νοσοκομεία. Πώς του ήρθε τώρα του τύπου να ονομάσει την εταιρεία του “Partenon”, μυστήριο. Πριν από λίγες ημέρες δε, πέρασα μπροστά από joyería (κοσμηματοπωλείο) με όνομα στην ταμπέλα του “Griego” (συνοδευόμενο φυσικά από αρχαιοελληνικές κολόνες και τα σχετικά). Μπήκα να ρωτήσω αν ο ιδιοκτήτης είναι Έλληνας, και το παλικάρι που ήταν εκεί σχεδόν... κεραυνοβολήθηκε από την ερώτησή μου. Μου είπε ένα ξερό “όχι”, αλλά όχι του στιλ... “πώς στον διάολο σου ήρθε να ρωτήσεις κάτι τέτοιο; Από πού κι ως πού;” Συγγνώμη κιόλας που το μαγαζί σου λέγεται “Griego” κι έχει κάτι κολόνες ΝΑ στην πινακίδα του...
Αύριο είναι η τελευταία μέρα μου στην Μπογκοτά. Ένατη. Φεύγοντας από εδώ, θα μου λείψει η ζεστασιά με την οποία με περιέβαλλαν τα μέλη του σάιτ που χρησιμοποιώ για να βρίσκω παρέα στις χώρες που ταξιδεύω. Τι δεν θα μου λείψει; Το κρύο της Μπογκοτά. Αν ο ήλιος είναι κρυμμένος, τουρτουρίζεις, ακόμη και μέρα-μεσημέρι. Αν ο ήλιος σε λούζει με τις ακτίνες του, όλα καλά. Αλλά αυτό δε συνέβη όσες ώρες περίμενα (έχοντας τσεκάρει τα annual weather charts της πόλης πριν έρθω εδώ). Όσο για την ίδια την πόλη, τι να σας πω;... Εγώ πέρασα καλά... Άλλος μπορεί να είχε βαρεθεί και να την είχε κοπανήσει μετά από μία μέρα. Όπως έγραψα και τις προάλλες, “εξαρτάται”. Αν περνάς χρόνο σε μία πόλη και οι ντόπιοι σε κακομαθαίνουν, σε κάνουν να αισθάνεσαι VIP, χαϊδεύοντας τη ματαιοδοξία σου σε προκλητικό βαθμό, περνάς καλά, δεν θέλεις να φύγεις, και καταλήγεις να περάσεις σχεδόν δέκα μέρες, ακόμη κι αν η πόλη αυτή καθεαυτή δεν “αξίζει” τόσες ημέρες, με δεδομένο ότι στην ίδια χώρα υπάρχουν άλλες πόλεις και γενικά αξιοθέατα που ίσως δικαιούνται περισσότερο από τον χρόνο σου...


Early night χαιρετίσματα από Μπογκοτά, που ετοιμάζεται να το... κάψει ένα ακόμη σαββατόβραδο. Οι άνθρωποι ΓΛΕΝΤΑΝΕ, και πολύ τους χαίρομαι.
Δύο Κινεζάκια πίσω μου βλέπουν κινέζικη ταινία στο laptop τους. Ένας Αμερικάνος είναι στο MacBook του και πρέπει να σαλιαρίζει τσατάροντας με κοπέλα. Μία ηλικιωμένη (σοβαρά) κυρία από την Αγγλία διαβάζει βιβλίο αραγμένη σε έναν καναπέ. Όλα αυτά, Παρασκευή απόγευμα στο χόστελ “Μαύρο Πρόβατο”, στην περιοχή Πομπλάδο του Μεντεγίν, περιοχή-καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης, περιοχή στην οποία “μετακόμισα” σήμερα το πρωί από το κέντρο του Μεντεγίν όπου πέρασα τα τέσσερα τελευταία βράδια.
Το Μεντεγίν το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή, για αυτόν καθεαυτό τον λόγο ότι... έφθασα εδώ. Βλακωδώς σκεπτόμενος, περίμενα ο δρόμος από την Μπογκοτά μέχρι εδώ, ο δρόμος που ενώνει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας, να είναι ένας έστω ταπεινός αυτοκινητόδρομος με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση. Περίμενα. Μία ώρα μετά την αναχώρησή μας από την Μπογκοτά, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Κατάλαβα ότι ο... αυτοκινητόδρομος ήταν ένας ταπεινότατος δρομάκος της πλάκας με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, και κυρίως, μα κυρίως, με α-μέ-τρη-τες στροφές. Προσθέστε σε αυτό την τακτική του οδηγού μας να πηγαίνει με χίλια, να φρενάρει απότομα 2-3 μέτρα πίσω από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, να κόβει απότομα αριστερά για να δει αν τον έπαιρνε να προσπεράσει, να κόβει απότομα δεξιά όταν έβλεπε ότι ερχόταν φορτηγό από την άλλη πλευρά, και... you get the picture. Από τις δέκα και μισή ώρες του ταξιδιού (ταξίδεψα και μέρα ο έξυπνος, “για να χαζεύω από το παράθυρο”), πέρασα περίπου τις οκτώ με μία σακούλα στο χέρι (κυριολεκτικά), μονίμως στο “παρά κάτι” για να κάνω... ξέρετε τι. Πάνω στο δεκάωρο όμως, είδαμε τα φώτα του Μεντεγίν, και ο γράφων αισθάνθηκε σαν μόλις να του είχαν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες. Και μία ώρα αργότερα, όταν μου άνοιξε την πόρτα η κοπέλα που ήταν στη ρεσεψιόν του πρώτου χόστελ μου στο Μεντεγίν, ξέχασα και την τραυματική εμπειρία του λεωφορείου, και το πόσο χλωμός αισθανόμουν, και το πόσο κοντά είχα φθάσει μια ντουζίνα φορές να... γίνω θέαμα πάνω στο λεωφορείο. Η κοπέλα ήταν... χαρακτηριστικό δείγμα κοπέλας από το Μεντεγίν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πόσο η όψη της... απάλυνε τον πόνο μου(...).
Πέρα πάντως από το πόσο χάρηκα επειδή... απλά φθάσαμε στο Μεντεγίν, βάζοντας τέλος στο... λεωφορειακό δράμα μου, γεγονός -πιστεύω- είναι ότι τη συγκεκριμένη πόλη την ερωτεύεσαι πολύ πιο εύκολα από την Μπογκοτά. Φθάσαμε κατά τις εφτά, νωρίς το βραδάκι, κι έβλεπες παντού φώτα, στην σχετικά στενή λωρίδα γης μεταξύ των δύο οροσειρών που “φασκιώνουν” την πόλη, αλλά και στις gentle πλαγιές των βουνών, εικόνα, πιστέψτε με, captivating (υποτίθεται ότι εξασκώ τα Ισπανικά μου, αλλά οι φλασιές στα Αγγλικά, φλασιές). Από τον -βόρειο- σταθμό των λεωφορείων παίρνεις μετρό(!), το μοναδικό στην Κολομβία, για να πας σχεδόν οπουδήποτε στην πόλη, γλιτώνοντας τον χρόνο και τα χρήματα που ξοδεύεις στην Μπογκοτά για να πας με ταξί στον αποκομμένο από τις γραμμές του εκεί Transmilenio, σταθμό λεωφορείων. Αμέσως δε, διαπιστώνεις ότι τα ρούχα επί ρούχων που είχες βάλει για να επιζήσεις του ψύχους στο λεωφορείο (με είχαν προειδοποιήσει σχετικά), σε κάνουν να ιδρώνεις, επειδή η θερμοκρασία στο Μεντεγίν είναι σταθερά ανοιξιάτικη (και κατά τη διάρκεια της ημέρας, με ηλιοφάνεια, σχεδόν καλοκαιρινή). Και όταν βγαίνεις για την πρώτη βόλτα σου, διαπιστώνεις ότι οι αποστάσεις είναι μικρές, και μπορείς να τριγυρίσεις άνετα. Εκεί δε που υποκλίνεσαι, είναι όταν παίρνεις τα δύο Metrocable, επεκτάσεις των δύο γραμμών του μετρό, γραμμές τελεφερίκ, για τις οποίες δεν πληρώνεις επιπλέον εισιτήριο. Μπαίνεις σε καμπίνα που χωράει έξι, κι έτσι απλά, ανεβαίνεις τις πλαγιές των βουνών, χαζεύοντας από κάτω τις... τοπικές εκδοχές των favelas που βλέπεις στο Ρίο ντε Ζανέιρο κι άλλες βραζιλιάνικες (κι όχι μόνο, φυσικά) πόλεις. Αναφέρω το Ρίο επειδή οι δύο δημοτικές αρχές, αυτές του Μεντεγίν και του Ρίο, συνεργάζονται στενά, σε διάφορους τομείς, και μεταξύ αυτών στον τομέα των δημόσιων συγκοινωνιών. Στο Ρίο θέλουν να κάνουν ό,τι κάνουν εδώ, να στήσουν δηλαδή προεκτάσεις του μετρό τους με τελεφερίκ, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι χιλιάδες χιλιάδων κάτοικοι της Cidade Maravilhosa που μένουν σε φαβέλας και δεν έχουν πρόσβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Καταλήγοντας λοιπόν, πιο εύκολα ερωτεύσιμο το Μεντεγίν από την Μπογκοτά.
Όσο για τις γυναίκες, όσοι με έχετε διαβάσει και σε άλλες ιστορίες, ξέρετε ότι δεν είναι το μόνο που με ενδιαφέρει :), μπορώ να γράφω και για άλλα, είτε αρέσει όμως σε μερικούς (μερικές) εξ υμών ή όχι, αν είσαι στο Μεντεγίν και δε μοιράζεσαι τις εντυπώσεις σου από τις γυναίκες, είναι σαν να είσαι στο Παρίσι, να έχεις πάει στον Πύργο του Άιφελ, και στη βραδινή καταχώρησή σου στο μπλογκ σου, να μην αναφέρεις λέξη για τη νούμερο ένα ατραξιόν του Παρισιού. Τόσο απλά. Επειδή όμως αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο θέμα αρκετά στο προηγούμενο κείμενό μου, με μισή καρδιά το κόβω νωρίς σήμερα, “λέγοντας” μόνο ότι αυτές τις τελευταίες ημέρες με έπιασα να λέω “πωωωω” τόσο συχνά, όσο μου έχει συμβεί μέχρι στιγμής στα όχι και λίγα ταξίδια μου, μόνο στην Αβάνα και στο Σαλβαντόρ ντα Μπαΐα, στη Βραζιλία. Επαναλαμβάνω, ΤΟΣΟ συχνά, όσο μόνο σε αυτές τις άλλες δύο πόλεις.
Γιώργο, προτάσεις για Μπογκοτά, για πράγματα που μπορείς να κάνεις και μέρη στα οποία μπορείς να πας, φοβάμαι ότι δεν σου έχω. Πήγα σε “ρεστοράν-μπιραρίες” μίας τοπικής αλυσίδας (Bogota Beer Company), πήγα αρκετές φορές για καφέ σε “Juan Valdez” (άλλη τοπική αλυσίδα), πήγα γενικά σε μέρη που εύκολα και με κλειστά μάτια μπορεί να βρει κανείς στην Μπογκοτά, ακόμη και χωρίς συστάσεις. Γιατί πήγα μόνο σε τέτοια μέρη; Επειδή εκεί με πήγαιναν τα παιδιά που συνάντησα στην Μπογκοτά. Στο Ρίο (άντε πάλι με το Ρίο...) πέρασα χρόνο σε “κουφά” μέρη που δεν αναφέρονται σε κανέναν τουριστικό οδηγό, επειδή στάθηκα τυχερός, υποθέτω, και αρκετά παιδιά που συνάντησα εκεί ήταν... εντελώς μη συμβατικοί τύποι, και με πήγαιναν σε μέρη εντελώς off the beaten track. Στην Μπογκοτά με ενδιέφερε να συναντήσω κόσμο και να κουβεντιάσω, χωρίς να σκοτίζομαι για το πού θα συνέβαινε αυτό. Στο Μεντεγίν αξίζει να ψάξει κανείς το “Canciello”, ένα ροκ μπαράκι, στο rough κέντρο της πόλης. Φθηνή μπίρα, ροκιές, παραγγελιές με αγαπημένα σου τραγούδια (απλά ζητάς κάποιο από το παιδί που σου φέρνει τις μπίρες), και αμέτρητες κούπες με ποπ-κορν (χωρίς έξτρα κόστος). Εκείνο που συμβουλεύω όχι μόνο εσένα, αλλά οποιονδήποτε Έλληνα έρθει στην Κολομβία, είναι να προσέξει πολύ το ζήτημα της μετατροπής χρημάτων. Ένα ευρώ είναι περίπου 2500 πέσος, όμως αν έρθεις με ρευστό, η καλύτερη τιμή που μπορείς να βρεις είναι 2300 πέσος. Στα ανταλλακτήρια έχουν τρεις τιμές. Την πραγματική αξία του ευρώ, την τιμή που δίνουν εκείνοι, και την τιμή στην οποία πουλάνε ευρώ. Αν θέλεις να αλλάξεις 100 ευρώ, η χασούρα είναι αμελητέα. Αν όμως θέλεις να αλλάξεις 1000 ευρώ, η χασούρα ΔΕΝ είναι αμελητέα. Προσωπικά, κακώς, ταξιδεύω με ρευστό, και δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ κάρτα τράπεζας για να βγάλω χρήματα από μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Στην Κολομβία ΕΠΙΒΑΛΕΤΑΙ να χρησιμοποιήσεις τα μηχανήματα των τραπεζών, επειδή εκεί παίρνεις σε πέσος αυτό που πραγματικά αξίζει το ευρώ. Το πρόβλημα είναι όταν ανταλλάσσεις ρευστό. Εκεί είναι που σε γδέρνουν. Το ήξερα, ανοήτως νόμιζα ότι θα έβγαζα άκρη με αρκετό ψάξιμο, όμως έφαγα τα μούτρα μου. Κάθε φορά που αγοράζω κάτι αισθάνομαι σαν πόρνη που σιχαίνεται τη δουλειά της αλλά την κάνει κάθε μέρα επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Τα πάντα στην Κολομβία μού στοιχίζουν 10% περισσότερο απ' όσο έπρεπε, ακριβώς επειδή ήρθα με ρευστό και όχι με κάρτα ανάληψης μετρητών. Με πονάει, κάθε φορά, αλλά... ας πρόσεχα. Μάθετε από το λάθος μου.
Επιστρέφοντας στους Κολομβιανούς, για κάποιον λόγο περίμενα να είναι πιο ψηλοί, ίσως έχοντας στο μυαλό μου κάποιους ποδοσφαιριστές από εδώ. Τελικά, οι Κολομβιανοί είναι στην πλειοψηφία τους, στην καλύτερη για εκείνους περίπτωση, “κανονικοί”, με πολλούς να ανήκουν στην κατηγορία “κοντούληδες”. Δεν είναι και “chaparritos”, όπως αυτοαποκαλούνται με χιουμοριστική διάθεση οι αντικειμενικά κοντοί Γουατεμαλτέκοι, αλλά... Βλέπεις δε όλες τις... αποχρώσεις, από πολύ λευκό δέρμα, μέχρι “κατράμι”, με τους περισσότερους να έχουν εκείνο το ελαφρώς καφετί χρώμα που κάνει τις Ολλανδές, τις Αγγλίδες και τις Γερμανίδες να τρελαίνονται. Προσωπικά, δεν εντυπωσιάστηκα (το αντίθετο θα με ανησυχούσε). Once again, όταν σκέφτομαι όμορφο κόσμο, όμορφους ΑΝΔΡΕΣ, το μυαλό μου αυτόματα πηγαίνει στους Βραζιλιάνους (πλην νότιας Βραζιλίας) και στους Κουβανούς. Ίσως επειδή στα μάτια μου οι γυναίκες και οι άνδρες από τις συγκεκριμένες χώρες φαντάζουν πολύ πιο... εξωτικές/οί. Γούστα είναι αυτά.
Τέλος, για το πώς περνάω τις μέρες μου γενικά, το “πρόγραμμά” μου είναι αυτό που λέμε “χαλλλαρό”. Το πρώτο που κάνω το πρωί, την ώρα του πρωινού στα χόστελ μου, είναι να τσεκάρω μέιλ και να κανονίζω τις συναντήσεις της ημέρας. Τις ώρες που περνάω μόνος, κάνω βόλτες και βγάζω φωτογραφίες από κάθε τι που μου τραβάει την προσοχή, φροντίζοντας να εκμεταλλεύομαι ακόμη και τη μικρότερη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται για να εξασκήσω τα Ισπανικά μου. Κάποια στιγμή συναντάω κόσμο, και κάθε εμπειρία είναι ξεχωριστή και αξιομνημόνευτη. Στο Μεντεγίν για παράδειγμα, έχω συναντήσει έναν Ελληνοαμερικάνο που μετακόμισε εδώ πριν από έναν χρόνο μετά το διαζύγιό του, έναν Γάλλο γκέι που βγάζει λεφτά διδάσκοντας Γαλλικά, μία 20άρα “μπουκιά και συχώριο” που εμφανίστηκε στο ραντεβού μας με το προφανώς “quinceañeras” (15α γενέθλια) δώρο των δικών της (σας παραπέμπω σε όσα έγραψε λίγο πιο πάνω ο Γιώργος) φόρα-παρτίδα, και μία ακόμη κοπέλα που έχει το 10% του μισθού της να πηγαίνει αυτόματα κάθε μήνα σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο μαζεύει χρήματα για να πάει με τον πατέρα της το 2014 στη Βραζιλία για το Μουντιάλ. Η ίδια κοπέλα έβαλε τα κλάματα πριν από δύο χρόνια στην Ακρόπολη, επειδή τη μέρα που πήγε για να εκπληρώσει ένα παιδικό όνειρό της, να αγγίξει τις κολόνες της Ακρόπολης, απεργοί είχαν αποκλείσει τον “Βράχο”, και φυσικά καρφάκι δε τους κάηκε που μία κοπέλα τους εκλιπαρούσε να την αφήσουν να περάσει, έστω και για πέντε λεπτά. Σε αυτήν την πρώτη φάση του ταξιδιού-επιστροφή στη Νότια Αμερική, προτεραιότητά μου είναι να συναντάω κόσμο, αυτό μου έλειψε τους τελευταίους 10-11 μήνες στη Νοτιοανατολική Ασία. Όλα τα υπόλοιπα, το κλασικό sightseeing για παράδειγμα, έρχονται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα...
Τελευταίο γενικό σχόλιο, που αφορά αυτά που γράφω. Τρίτο κείμενο είναι αυτό από Κολομβία, πάντα διαβάζω τι έχω γράψει πριν ανεβάσω κάθε κείμενο, και διαπιστώνω ότι... δε μου βγαίνει το κέφι και η σπιρτάδα που -νομίζω ότι- είχα πέρσι, όταν έγραφα από ΗΠΑ και Λατινική Αμερική. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι όντως περνάω καλά. Η εξήγηση που μου δίνω είναι ότι οι τελευταίοι μήνες στη Μαλαισία, λόγω ειδικών συνθηκών, με... βάρυναν. Ίσως πάλι να είναι το ότι την Πρωτομαγιά που θα επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη, θα επιστρέψω για να μείνω, και να τα βάλω με το... θηρίο της ανεργίας. Μπορεί η Πρωτομαγιά να είναι μακριά, όμως υπάρχουν στιγμές που με πιάνω να το σκέφτομαι, για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2009 που άρχισα αυτό το κομμένο σε τετράμηνα-πεντάμηνα κομμάτια (για να με βλέπουν και οι δικοί μου λίγο) ταξίδι. Ελπίζω, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να είναι τα κείμενα πιο ευχάριστα, η διάθεσή μου σταδιακά να αλλάξει. Μέχρι τότε, υπομονή... :)


Χαιρετίσματα σε όλους από την “Πόλη της Αιώνιας Άνοιξης”
Βραδάκι Παρασκευής, στην αυλή του πολύ συμπαθητικού χόστελ μου στην Καρταχένα (La Casona λέγεται), εν μέσω μεταφοράς φωτογραφιών από τις τρεις μηχανές που κουβαλώ μαζί μου, στο netbook. Ζέστη, αλλά υποφερτή. Το συνάχι μου, όχι ομοίως υποφερτό. Κάνω υπομονή ένα ακόμα βράδυ. Το air condition στον κοιτώνα ήταν που μου έκανε τη... δουλειά.
Έκτη μέρα στην Καρταχένα. Και τελευταία. Στον οδηγό μου λέει ότι η πόλη διεκδικεί μαζί με το Ouro Preto (στη Βραζιλία, πολύ κοντά στο Belo Horizonte) και το Cuzco του Περού, τον τίτλο της πιο όμορφης colonial town της Λατινικής Αμερικής. Αν θέλετε τη γνώμη μου, η Καρταχένα πιο πολύ σε... Αβάνα μού έφερε, μία... μίξη Αβάνας και Κανκούν. Γιατί Αβάνα; Επειδή είναι χτισμένη δίπλα στην θάλασσα. Επειδή γύρω-γύρω έχει τείχη. Επειδή κομμάτια της παλιάς πόλης είναι... polished μέχρι εκεί που δεν πάει, ντρέπεσαι να ρίξεις ψίχουλα όπως τρως, τόσο καθαρά και περιποιημένα είναι, όμως έχει και κομμάτια που φαντάζουν λες και είναι σε άλλη πόλη. Επειδή η ζωή των ντόπιων ξεδιπλώνεται στις εισόδους των σπιτιών τους, οι πόρτες τους και τα παράθυρα είναι πάντα ανοικτά, περνάς μπροστά από το σπίτι τους και βλέπεις τι μαγειρεύουν, ακούς για τι συζητούν. Επειδή ακόμη και η ισπανική προφορά των “κοστένιος”, των Κολομβιανών της “κόστα”, της ακτής στην Καραϊβική, θυμίζει Κούβα. Επειδή ο κόσμος χορεύει, ΧΟΡΕΥΕΙ, περνάει μπροστά από ένα απλό μαγαζί όπου ακούγεται μουσική από κάποιο ραδιόφωνο, και αρχίζει να κουνιέται δεξιά-αριστερά. Επειδή όλοι φαίνονται να γνωρίζουν τους πάντες. Περπατάνε στον δρόμο και κάθε τρία μέτρα χαιρετούν και κάποιον. Και τέλος, επειδή μεγάλο ποσοστό των ντόπιων έχει από πολύ-πολύ σκούρο δέρμα, μέχρι pitch black. Για όλους αυτούς τους λόγους, “λέω” ότι η Καρταχένα είναι μία σαφώς πιο ευημερούσα Αβάνα.
Είναι όμως και Κανκούν. Η πόλη στη “μυτούλα” του Μεξικού που βλέπει φάτσα στην Κούβα μπορεί να μην έχει “παλιά πόλη”, έχει όμως κέντρο πόλης, έχει και μία στενή λωρίδα γης σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το κέντρο, στην οποία υπάρχουν δεκάδες πανύψηλα ξενοδοχεία, και σπίτια “επωνύμων” και “εχόντων”. Το ίδιο κι εδώ. Δέκα λεπτά περπάτημα από τα όρια της παλιάς πόλης είναι αρκετά για να σε βγάλουν στην Bocagrande, μία στενή λωρίδα γης στην οποία τα ξενοδοχεία και τα condominium complexes των 20+ ορόφων είναι τόσα που χάνεις τον λογαριασμό. Στη μια πλευρά έχεις την Καραϊβική, και στην “πίσω” πλευρά έχεις μία λιμνοθάλασσα, ή έναν κλειστό κόλπο, πείτε τον όπως θέλετε, που “βλέπει” στο λιγότερο γκλαμουράτο κομμάτι της πόλης.
Συγκρίσεις με Αβάνα και Κανκούν aside, “λέει” η Καρταχένα; “Λέει”. Η λέξη “χαλαρότης” αιωρείται στον αέρα αυτής της πόλης. Είναι πόλη στην οποία κατεβάζεις δύο-τρεις ταχύτητες μετά την Μπογκοτά και το Μεντεγίν, ανοίγεις τη μύτη σου για να απολαύσεις τη μυρωδιά των αντηλιακών, βγάζεις φωτογραφίες σαν τρελός επειδή παντού υπάρχει μία κουκλίστικη γωνιά που θέλεις να κρατήσεις ζωντανή στη μνήμη σου, η θάλασσα είναι δίπλα, η βόλτα πάνω στα τείχη δωρεάν, κι από επιλογές για φαγητό-καφέ-ποτό, άλλο τίποτα. Κι αυτά μόνο στο πιο “περιποιημένο” κομμάτι της παλιάς πόλης. Το κομμάτι που αποτελεί “άντρο” των backpackers έχει άλλη γοητεία, αλλά και το ρίσκο του, όπως διαπίστωσα χθες το βράδυ με τα ίδια μου τα μάτια, αραγμένος σε μπαλκόνι χόστελ, βλέποντας μεθυσμένους Κολομβιανούς να κυνηγιούνται ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι μας, να πετάνε σπασμένα μπουκάλια μπίρας “όπου να 'ναι”, και τελικά ένας να καταλήγει μέσα στα αίματα στο έδαφος, και να μεταφέρεται σε νοσοκομείο. Η Bocagrande, άλλη... “φάση”. Εκεί πηγαίνουν οι Κολομβιανοί που “το φυσάνε”, οι φίλοι τους, και οι... “φίλες” τους. Εκατοντάδες αστυνομικοί με τα όπλα στον ώμο σε κάνουν από τη μία να... ψαρώνεις, κι από την άλλη να αισθάνεσαι ότι κάποιος πρέπει να έχει τεράστιο θράσος ή να είναι πολύ ηλίθιος για να δοκιμάσει κάτι... ανόητο σε εκείνη την περιοχή.
Having said all that, την Καρταχένα θα την θυμάμαι όχι τόσο για την ομορφιά της, όσο για το πόσο... happening και eventful τη βρήκα. Το σκεφτόμουν και στο Μεντεγίν, τις τρεις βδομάδες που πέρασα εκεί. Αν έπρεπε να περιγράψω με δύο λέξεις το ταξίδι μου στην Κολομβία, αυτές τις σχεδόν 35 μέρες που ήδη έχω περάσει εδώ, αυτές δεν θα ήταν άλλες από τις eventful και happening. Και δεν εννοώ τόσο... οργανωμένα events, εκδηλώσεις στις οποίες εμφανίζεσαι και περνάς καλά. Εννοώ ότι... συμβαίνουν πράγματα. Χωρίς να τα κυνηγάς ιδιαίτερα. Απλά. Φυσικά. Πράγματα που σε κάνουν να μονολογείς “αυτά δεν γίνονται... Αυτά δεν γίνονται... Αυτά δεν γίνονται...” Σε λεπτομέρειες κωλύομαι να αναφερθώ, όμως αυτό που μπορώ να πω είναι ότι... απόψε για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή, είναι εννιά και δέκα, γενικά η μέρα μου ήταν μάλλον βαρετή, πέρασα αρκετή ώρα στο κρεβάτι προσπαθώντας να τιθασεύσω τον πυρετό μου και να καλμάρω τον αρρωστημένο βήχα μου, όμως έστω κι έτσι, αισθάνομαι ότι ακόμη και στο παρά πέντε, πέντε λεπτά πριν πέσω στο κρεβάτι, μπορεί να συμβεί κάτι που θα μετατρέψει αυτήν την κατά τα άλλα φοβερά υποτονική μέρα, σε day to remember μέχρι να κλείσω τα 90 και να νεκρώσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης μου. Γιατί αισθάνομαι έτσι; Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη πολλές-πολλές φορές αυτές τις 35 μέρες που είμαι στην Κολομβία, και βλέπω ότι δε συμβαίνει μόνο σε μένα (αυτό έλειπε...), αλλά σε πολλούς ακόμη ταξιδιώτες, ειδικά εκείνους που είναι πιο... χαλαροί, λιγότερο κολλημένοι με το sightseeing, λιγότερο αποφασισμένοι να πάνε μέχρι και στο τελευταίο μουσείο που προτείνεται από τον ταξιδιωτικό οδηγό τους...
Όσο για τις δύο τελευταίες εβδομάδες μου στο Μεντεγίν, ό,τι και να γράψω θα είναι λίγο. Πέρασα 14 βράδια στο Arcadia, το χόστελ του Σπύρου του Μητράκου, ενός παιδιού από την Κόρινθο, ο οποίος κάνει αυτό που δεν έχω βρει εγώ ακόμη τα κότσια να κάνω: άνοιξε χόστελ σε χώρα του εξωτερικού, και το παλεύει να το κάνει να αποδώσει. Μετά από λίγες ημέρες η... ελληνική παροικία στο χόστελ μεγάλωσε, με ένα ακόμη παιδί από την Θεσσαλονίκη, που εδώ και μήνες δουλεύει για κάποιον μη κυβερνητικό οργανισμό στην κολομβιανή επαρχία. Τι να γράψω;... Για τις εμπειρίες που μοιραστήκαμε, για τα απίθανα σκηνικά που εκτυλίχθηκαν, για τις κουβέντες στις 7 το πρωί μετά από άγρυπνες νύχτες υπό τη... συνοδεία σούπας για πρωινό;... Πάλι, σε λεπτομέρειες δεν μπορώ να αναφερθώ, εκείνο όμως που μπορώ να κάνω είναι να ευχηθώ σε όλους όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές, κάποια στιγμή να ζήσετε μέρες παρόμοιες με αυτές που έζησα εγώ στο Μεντεγίν, στο “σπίτι” του Σπύρου... Έτσι το βλέπαμε, κι όχι μόνο εγώ και ο άλλος Θεσσαλονικιός, αλλά και ξένοι με τους οποίους περάσαμε πολλές ημέρες μαζί. Μία μέρα πήγαμε βόλτα με τον άλλο Σαλονικιό, στο τέλος εκείνος πήρε ταξί για να επιστρέψει στο χόστελ, εγώ πήρα το μετρό για να πάω στον σταθμό των λεωφορείων και να αγοράσω εισιτήριο για Καρταχένα, και αποχαιρετιστήκαμε με ένα αυθόρμητο “τα λέμε στο σπίτι”... :) Ειλικρινά, τη στιγμή που άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματά μου για να φύγω, ΤΡΙΤΗ φορά παρακαλώ που ετοίμασα τον σάκο μου (τις δύο προηγούμενες όπως τον ετοίμασα, τον... ξε-ετοίμασα, κι ανέβαλα την αναχώρησή μου από Μεντεγίν), σχεδόν με πήραν τα ζουμιά. Τείνω να δένομαι με τόπους και πρόσωπα, πόσο μάλλον με ένα περιβάλλον που μοιράστηκα με Έλληνες, και με εμπειρίες που με έκαναν να αισθανθώ ότι η επιλογή μου να επιστρέψω στη Λατινική Αμερική, στην παρούσα φάση της ζωής μου, ήταν η καλύτερη δυνατή...
Αύριο το πρωί φεύγω. Για πού; Θα δείξει. Θα αποφασίσω το πρωί, όταν ανοίξω τα μάτια. Barranquilla ή Santa Marta. Ανάλογα με τη φλασιά της στιγμής... Δίπλα στην θάλασσα θα μείνω πάντως. Έτσι το θέλω, μέχρι και το Καράκας, απ' όπου θα το “κόψω” διαγώνια νοτιοδυτικά, για να επιστρέψω στην Μπογκοτά και να συνεχίσω για Κάλι-Εκουαδόρ.


Συναχωμένα χαιρετίσματα από Καρταχένα, και πολλές ευχές σε όλους για πολλά και άκρως αξιομνημόνευτα ταξίδια...
Μέρα 41η στην Κολομβία, και τελευταία (μέχρι την επόμενη). Σε περίπου τρεις ώρες παίρνω λεωφορείο από Santa Marta για Maracaibo, Βενεζουέλα, εικόνες από το οποίο στην τηλεόραση έχω δει μία και μοναδική φορά, σε μία εκπομπή της Μάγιας της Τσόκλη. Θυμάμαι ότι την... γύριζαν στην πόλη κάτι Έλληνες με αυτοκίνητο που αν θυμάμαι καλά είχε αλεξίσφαιρα τζάμια. Επίσης, αν θυμάμαι καλά, οι Έλληνες έμεναν σε... exclusive area, σε περιοχή της πόλης όπου υπάρχουν μόνο μονοκατοικίες, την είσοδο ελέγχει ένοπλος φρουρός, και τα σχετικά. Εμένα ο οικοδεσπότης μου μένει σε πολύ πιο... ταπεινό τσαρδί. Κι είναι βενεσολάνος. Βενεζουέλα... Πάμε και βλέπουμε...
Πέρασα τις έξι τελευταίες ημέρες στη Σάντα Μάρτα, μία σχετικά μικρή πόλη πάνω στην Καραϊβική, την οποία οι περισσότεροι ξένοι τουρίστες χρησιμοποιούν σαν βάση για να επισκεφτούν την κοντινή Taganga (παραλιακό μέρος, μικρό, που φημίζεται για το πόσο φθηνά μπορείς να τσιμπήσεις το PADI certificate σου, αν σου αρέσουν οι καταδύσεις), το εθνικό πάρκο της Ταϊρόνα, και την “Χαμένη Πόλη”, την... τοπική βερσιόν του Μάτσου Πίτσου. Το τελευταίο το διέγραψα νωρίς-νωρίς από τα σχέδιά μου, όταν έμαθα πόσο κοστίζει η... αποστολή στη Ciudad Perdida. Το διήμερο στην Ταϊρόνα αναγκάστηκα να το ξεχάσω το πρωί που σηκώθηκα να πάω, επειδή ο πυρετός που με γυρόφερνε τις προηγούμενες ημέρες είχε εντέλει εκδηλωθεί, και δεν ήμουν για τσάρκες σε μονοπάτια με 20 πόντους λάσπη (είναι σούπερ high season στην Ταϊρόνα, ο Ιταλός με τον οποίο ήταν να πάω πήγε μόνος του, και μου έδειξε φωτογραφίες από τα πλήθη και τις πολύ κάτω του μετρίου εγκαταστάσεις εκεί). Στην Ταγκάνγκα, ναι, πήγα, δύο φορές, κι έφυγα με απείρως διαφορετικές εντυπώσεις. Την πρώτη φορά ήταν Κυριακή, κι είχε τόσο μα τόσο μα τόσο κόσμο, που είχες την αίσθηση ότι έξι τεράστιοι τύποι προσπαθούσαν να στριμωχτούν σε ένα μικροσκοπικό ταξί... Τραγωδία. Στην κεντρική παραλία είχε τόσο κόσμο που δεν έβλεπες κανέναν ξαπλωμένο στην αμμουδιά. Όλοι κάθονταν με τα πόδια διπλωμένα. Για να βρούμε έναν σχετικά ήσυχο ορμίσκο να κολυμπήσουμε χρειάστηκε να περπατήσουμε κανένα μισάωρο προς τα βόρεια και ανατολικά, σε ένα μονοπάτι ψηλά,πάνω, στην άκρη του λόφου, απ' όπου τουλάχιστον είχαμε ωραία θέα του χωριού και του κολπίσκου που... αγκαλιάζεται από βουνοπλαγιές και στις δύο πλευρές του. Χθες που πήγαμε ξανά με τον Ιταλό για να συναντήσουμε φίλους που έκανα στο Μεντεγίν, ήταν μία απόλαυση και μισή. Ήταν ΤΟΣΟ ωραία που μπήκα στον πειρασμό να πετάξω το εισιτήριό μου για Maracaibo στην θάλασσα, και να πω επιτέλους ναι στην πρόσκληση των Άγγλων φίλων μου εκεί να μείνω στη σπιταρόνα που νοικιάζουν για δύο βδομάδες. Κόσμος αρκετός για να υπάρχει άπλετος χαβαλές, όχι όμως τόσος που να σε πιάνει ζάλη, νερό στη θάλασσα καθαρό και σούπερ δροσερό, κι εξαιρετική παρέα. Πιάσαμε και το μπλα-μπλα με τρεις Κολομβιανές που ήταν αραγμένες δίπλα μας, αρχίσαμε και τα χαχαχα-χουχουχου, δώσ' του και να μας ρωτάνε “τι κάνετε το βράδυ;” κι εγώ με τον Ιταλό να είμαστε αναγκασμένοι να επιστρέψουμε στη Σάντα Μάρτα (15 λεπτά με μίνι βαν), εκείνος επειδή έφευγε χθες το βράδυ για άλλη πόλη της Κολομβίας, κι εγώ για να τακτοποιήσω σημαντικές λεπτομέρειες της φιλοξενίας μου στο Maracaibo. Αφήσαμε τον Άγγλο φίλο μου στην Ταγκάνγκα να... τα βγάλει πέρα μόνος του με τις Κολομβιανές. Χτυπούσα το κεφάλι μου στην άμμο στο τέλος (κυριολεκτικά), αλλά...
Όσο για τη Σάντα Μάρτα, φεύγοντας από εδώ θα τη σκέφτομαι και θα φέρνω στο μυαλό μου μία πόρνη που πετύχαινα κάθε βράδυ πάνω στη βόλτα μου, γύρω από το “τουριστικό γκέτο” της Τζακάρτα. Δεν ήταν και παιδούλα, τα είχε τα χρονάκια της, από χαρακτηριστικά μια χαρά τα πήγαινε, ήταν πρόσχαρη, χαμογελούσε συνέχεια, έλεγε αστεία για να σε κάνει να καθίσεις μαζί της, όμως η όλη εμφάνισή της ήταν τέτοια που δεν τη... πώς να το θέσω... δε σε ενέπνεε να αγοράσεις αυτό που πουλούσε (συγγνώμη αν το θέτω ωμά και άκομψα, αλλά... I'm trying to make a point here). Κάθε μα κάθε βράδυ φορούσε την ίδια καφέ μακριά φούστα, την ίδια μαύρη μπλούζα με μακριά μανίκια, μέχρι πάνω, μέχρι τον λαιμό, και είχε τα μακριά μαλλιά της πιασμένα κότσο. Για να πω την αλήθεια μύριζε κι άσχημα, κι είχες την εντύπωση ότι με τα ντουζ δεν είχε πολύ καλή σχέση. You get the picture... Η Σάντα Μάρτα έχει τις προοπτικές να γίνει κάτι πολύ-πολύ χαριτωμένο, έχει μία όχι εντυπωσιακή αλλά... ζωντανή παραλία, με μπόλικο κόσμο, έχει αρκετά όμορφα χαμηλά κτίρια, έχει δύο-τρεις πολύ συμπαθητικούς στενούς πεζόδρομους, δύο-τρεις σχετικά περιποιημένες πλατείες, έναν... αξιοπρεπή λευκό καθεδρικό ναό, γενικά... έχει, έχει, αλλά οι μισοί δρόμοι για παράδειγμα, είναι πλημμυρισμένοι σε μόνιμη βάση. Κανείς δεν ασχολείται με την καθαριότητα, έστω των κεντρικότερων σημείων της πόλης. Τα περισσότερα κτίρια είναι αφημένα στη μοίρα τους, φασκιωμένα, με ταμπέλες που σε προειδοποιούν να μην περάσεις από κάτω, επειδή το μπαλκόνι που στηρίζεται σε υποστυλώματα όλο και μπορεί να καταρρεύσει. Βλέπεις δε πολλούς, πολλούς, πολλούς άστεγους, να έχουν κάνει κατάληψη σε πεζοδρόμια ολόκληρα, κι όλοι τους να είναι με μία μπίρα ανάμεσα στα πόδια, κι άλλα μπουκάλια, άδεια, δεξιά κι αριστερά τους... Οι δε μαγαζάτορες και γενικά ο κόσμος που ζει από τον τουρισμό, εεεε... για να μη με πείτε γκρινιάρη, παραθέτω απλά αυτό που οι τρεις bogotanas, οι κοπέλες από την Μπογκοτά, μας είπαν χθες για τον κόσμο που ζει εδώ, γενικά στην κολομβιανή ακτή της Καραϊβικής: los costenyos son ladrones y avispudos (χρησιμοποιώ το ny επειδή κάθε φορά που χρησιμοποιώ το n με την κυματιστή γραμμούλα από πάνω, βλέπω κάτι... κινέζικα στο κείμενο που ανεβάζω στο σάιτ. Το δε avispudo δεν μπόρεσα να το βρω στο λεξικό, όμως έτσι ακουγόταν από τα χείλη τους, αμπισπούδος. Αν κατάλαβα καλά σημαίνει κάτι σαν “ξεδιάντροποι”). Κλέφτες και ξεδιάντροποι λοιπόν οι κοστένιος. Κι άλλοι Κολομβιανοί τουρίστες που ήταν τριγύρω μας και τις άκουσαν να μιλάνε έτσι, συμφώνησαν μαζί τους. Τιμές δε βλέπεις σχεδόν πουθενά. Χρειάζεται να παζαρέψεις σχεδόν για τα πάντα. Αν δεν, αν δεχθείς την πρώτη τιμή που σου λένε, για ένα... ματσάκι μάνγκο για παράδειγμα, σου... πιάνουν τον πωπό. Οι δε τιμές σε ρεστοράν και μπαρ είναι πολύ ψηλότερες από αυτές που βρίσκεις στην Μπογκοτά και το Μεντεγίν, κάτι που κινείται στη σφαίρα του παραλόγου. Δεν αποκάλεσα εγώ “κλέφτες και ξεδιάντροπους” τους κοστένιος... Οι Κολομβιανοί τουρίστες τους αποκάλεσαν έτσι...
Τελευταία μέρα λοιπόν στην Κολομβία, μέχρι την επόμενη, μέχρι να... κάνω τον κύκλο μου στη Βενεζουέλα και να επιστρέψω στη χώρα που με φιλοξένησε τις τελευταίες 41 μέρες, χώρα που μετά τα όσα αξέχαστα έζησα εδώ τη βλέπω σαν την ισπανόφωνη εκδοχή της Βραζιλίας, εκεί όπου κατά παράδοξο τρόπο πάντα μου συμβαίνουν όμορφα πράγματα, χωρίς καν να καταλαβαίνω τι έκανα για να τα προκαλέσω... Όσο... αλλοπρόσαλλος κι αν ακουστώ όμως, λέω ότι στην Κολομβία δεν θα επέστρεφα σαν backpacker, έχοντας να μείνω πιστός σε ένα περιορισμένο μπάτζετ. Θα επέστρεφα μόνο με αρκετά χρήματα. Ο Θεός ο ίδιος να κατέβει και να μου πει ότι έχω άδικο, θα Του πω ωσάν βασιλιάς των αγύριστων κεφαλιών ότι η Κολομβία δεν είναι value for money. Το έχω συζητήσει με πολλούς ξένους τουρίστες, και όλοι συμφωνήσαμε σε αυτό. Έχω την αίσθηση ότι αυτά που απολαμβάνω σαν υπηρεσίες, είναι πολύ φτωχά σε σύγκριση με τα χρήματα που ξοδεύω. Κι αυτό, σαν ταξιδιώτη με σχετικά περιορισμένο μπάτζετ, με πονάει. Με πόνεσαν για παράδειγμα τα 50 ευρώ που έδωσα για το εισιτήριο του λεωφορείου από Μεντεγίν για Καρταχένα. Ακόμη και τα 40 για το Σάντα Μάρτα-Maracaibo. Με πονάει το ότι δίνω για κρεβάτια σε χόστελ περισσότερα απ' όσα έδινα πριν από ενάμισι χρόνο στη Βραζιλία (δε συγκρίνω την Κολομβία με χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, επειδή αν το έκανα θα με έπαιρναν τα κλάματα), η οποία θεωρείται “τσιμπημένη” για τα δεδομένα της Νότιας Αμερικής. Και στη Βραζιλία ακόμη και το τελευταίο των τελευταίων χόστελ, σου προσφέρει πρωινό που μπορείς να απολαύσεις για δύο ώρες, και σε κρατάει όρθιο μέχρι αργά το απόγευμα. Όχι όπως στην Κολομβία όπου στην καλύτερη περίπτωση το πρωινό είναι δύο αυγά που πρέπει να ετοιμάσεις μόνος σου. Για να μην αναφερθώ στην άθλια κατάσταση των δρόμων, ακόμη κι αυτών που συνδέουν τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Αν είσαι Έλληνας κι έρχεσαι στην Κολομβία για δύο-τρεις εβδομάδες, στο ένα και μοναδικό ταξίδι που κάνεις μέσα σε έναν χρόνο, μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα περάσεις όχι απλά πολλές ώρες, αλλά... κάποιες μέρες, παγωμένος σε κάποιο λεωφορείο. Εννοείται, αν επιλέξεις να... καλύψεις όλη τη χώρα, για να πάρεις μία καλή γεύση συνολικά της Κολομβίας.
Having said aaaaaall that, επειδή δεν είμαι αχάριστος, την Κολομβία την έβαλα στην καρδιά μου, λόγω του πόσο... happening και eventful είναι, όπως έγραψα στο προηγούμενο κείμενό μου. Και για να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, αν είσαι άνδρας που ταξιδεύει μόνος, χωρίς να είσαι σε σχέση με κοπέλα back home, η Κολομβία, πολύ απλά, είναι παράδεισος, ακόμη κι αν είσαι μπούφος και χαζοντροπαλός σαν εμένα... Στα υπόψη αυτό, για όποιον αισθάνεται μπουχτισμένος στην Ελλάδα, και θέλει να πάει κάπου να... ξεδώσει.


Ώρα να τα μαζέψω και να ετοιμαστώ για το εξάωρο; Εφτάωρο; Οκτάωρο ταξίδι μέχρι το Maracaibo; Τέσσερα άτομα ρώτησα στην εταιρεία που θα χρησιμοποιήσω για να πάω στη Βενεζουέλα, και πήρα... πέντε διαφορετικές απαντήσεις. Μερικές φορές οι Κολομβιανοί περιπλέκουν πράγματα που είναι αφάνταστα απλά. Είναι να φύγουμε στη μία, αλλά “μπορεί να φύγουμε και νωρίτερα”. Είναι να μας αφήσουν στο Maracaibo στην είσοδο της πόλης, όχι στον σταθμό των λεωφορείων, “αλλά μπορεί να κάνουμε μία στάση και στην Plaza de Toros”. Όσο για την τιμή του εισιτήριου, “α, ναι, συνήθως είναι 70.000 πέσος, αλλά αυτές τις ημέρες είναι 95.000. Όμως αν μένουν λίγα λεπτά μέχρι να φύγει το λεωφορείο και υπάρχουν ακόμη κενές θέσεις, μπορείς να βρεις θέση και με 60.000 πέσος”. Από τη μία τα παίρνω στον χαβαλέ όλα αυτά, “ικανότητα” που την ανέπτυξα από το 2007 (από το ταξίδι στην Ινδία) και μετά. Από την άλλη υπάρχουν στιγμές που μου έρχεται να τραβήξω μπουνιά σε κανένα τοίχο, όπως όταν προσπαθώ να μάθω πού ακριβώς θα μας αφήσει το λεωφορείο στο Maracaibo, για να ξέρω τι να πω στο παιδί που θα έρθει με το αμάξι του να με pick up, και κανείς στην ίδια την πόρνη την Expreso Brasilia δεν μπορεί με βεβαιότητα να μου πει πού θα είναι αυτό το σημείο... Ψυχραιμίιια...


Χαιρετίσματα σε όλους από Σάντα Μάρτα, και τα λέμε από Βενεζουέλα
Το κείμενο το γράφω Κυριακή βράδυ σε ένα διαμέρισμα στο Μαρακάιμπο, και το “ανεβάζω” με την πρώτη ευκαιρία από το Κόρο, κάπου μεταξύ Κολομβίας και Καράκας.
Δευτέρα πρωί, μετά από παραμονή περίπου 60 ωρών, το Μαρακάιμπο το αφήνω με ανάμικτα συναισθήματα. Ο Λουίς, το παιδί που με φιλοξένησε, ήταν πάρα πολύ καλός οικοδεσπότης, όμως Σάββατο βράδυ προέκυψε κάποιο πρόβλημα ευθύνη για το οποίο έχουμε τρία άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Λουίς, πρόβλημα που είχε σαν αποτέλεσμα να... χαλαστούμε και οι τρεις, κάτι που επισκίασε τη σύντομη παραμονή μου στην πόλη. Λεπτομέρειες, περιττές.
"Μεταξύ μας”, το Μαρακάιμπο θα το θυμάμαι σαν μία... πόλη μερικώς φάντασμα. Παρασκευή βράδυ, μετά από δέκα ώρες στο λεωφορείο από Σάντα Μάρτα, εκείνα τα 20 λεπτά που πέρασα σε ένα ταξί μέχρι να βρω τον οικοδεσπότη μου και τους φίλους του σε μία πλατεία που με περίμεναν, ζήτημα να είδα δέκα άτομα να κυκλοφορούν σε πεζοδρόμια. Σάββατο μεσημέρι, από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του πατέρα του Λουίς, όπως μας έφερνε στο διαμέρισμα που πέρασα τα δύο τελευταία βράδια μου στην πόλη, ίδιο πράγμα, απειροελάχιστος κόσμος στα πεζοδρόμια. Σάββατο απόγευμα, κάνοντας βόλτα στην πόλη, κόσμο είδαμε μόνο σε ένα πολύ-πολύ μικρό κομμάτι του ιστορικού κέντρου της πόλης. Και σήμερα, Κυριακή, τις 6-7 ώρες που πέρασα περπατώντας, κόσμο μαζεμένο είδα μόνο σε ένα μεγάλο πάρκο δίπλα στη λιμνοθάλασσα του Μαρακάιμπο. Αυτοκίνητα, ναι, πολλά. Κι αυτό με άφησε με την εντύπωση ότι, πολύ απλά, οι Μαρακούτσος είναι λίγο... Αμερικάνοι, είναι ερωτευμένοι με τα αυτοκίνητά τους, και τα χρησιμοποιούν για κάθε μετακίνησή τους. Και δεν το “λέω” επικριτικά... Οι δρόμοι του Μαρακάιμπο, ακόμη και οι θεωρητικά... εμπορικοί, είναι τόσο... άψυχοι, τόσο “κρύοι”, που πραγματικά, κανείς πρέπει να είναι πνευματικά σαλεμένος για να θέλει να κάνει βόλτα σε αυτούς τους δρόμους (ή να είναι τουρίστας και να θέλει να βγάζει φωτογραφίες ό,τι κουφό τού τραβά την προσοχή, συνήθως ζωγραφιές στους τοίχους με το πρόσωπο του Τσάβες και μηνύματα για το... μεγαλείο του σοσιαλισμού).
Το δε ιστορικό κέντρο, είναι... πολύχρωμο (τα σπίτια, αρκετά από τα οποία είτε διατηρήθηκαν άψογα, είτε μεταμορφώθηκαν σε πολύ καλαίσθητους χώρους διασκέδασης), ενδιαφέρον, αλλά πολύ-πολύ μικρό. Έκανα τον γύρο του δύο φορές, μία με παρέα και μία μόνος (για να μπορέσω να βγάλω φωτογραφίες, κάτι που δεν μπορώ να κάνω με την ησυχία μου όταν είμαι με παρέα), και ειλικρινά αισθάνομαι ότι είδα μέχρι και την τελευταία γωνία του...
Μιλώντας για γωνίες στο ιστορικό κέντρο, μία από τις πιο... ζεστές και ενδιαφέρουσες, είναι αυτή στην οποία βρίσκεται το Palmarejo, το μαγαζί μίας κυρίας Μαίρης, Ελληνίδας, η οποία μετράει πολλά χρόνια στο Μαρακάιμπο, κι είναι ακόμη “στον αγώνα”, όπως μου είπε το βράδυ της Παρασκευής, όταν ο Λουίς με πήγε στο μαγαζί της για να την γνωρίσω. Η πελατεία της είναι... ανάμικτη. Μπορείς να δεις κυρίους άνω των 60 ετών, λες και είσαι σε ελληνικό καφενείο επαρχιακής πόλης από την οποία όλοι οι νεαροί έχουν φύγει, κι έχουν μείνει μόνο οι γέροντες. Μπορείς να δεις παρέες 40άρηδων, ψιλοζαλισμένων από την μπίρα, να τραγουδούν κάθε τραγούδι που ακούγεται από τα ηχεία. Μπορείς όμως να δεις και νεαρά ζευγαράκια, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, υπό τους ήχους ελαφρώς... παλιάς μουσικής, κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν μα κανέναν στο μαγαζί. Κι η -βενεσολάνα- μπίρα μόλις 3 μπολίβαρες, δηλαδή 30 λεπτά του ευρώ, τουλάχιστον για μένα, που σήμερα αντάλλαξα ευρώ προς δέκα μπολίβαρες το ένα, στη μαύρη. Με μία καλή γνωριμία θα μπορούσα να είχα τσιμπήσει 10,50, ακόμη και 11 μπολίβαρες για κάθε ευρώ, όμως... δεν είμαι άπληστος. Με την επίσημη ισοτιμία στο 5,50, η ισοτιμία που εγώ τσίμπησα με άφησε ικανοποιημένο.
Τις εντυπώσεις μου από Μαρακάιμπο, λίγο-πολύ τις περιέγραψα. Στις του ταξιδιού από τη Σάντα Μάρτα μέχρι το Μαρακάιμπο, τίτλο θα έβαζα “καλώς τα λεωφορειάκια τα ζουμπουρλούδικα”. Η διαδρομή στην Κολομβία κύλησε... νεράκι. Πρωτοκοσμική εμπειρία. Με το που περάσαμε όμως τα σύνορα, κάναμε ένα άλμα ΝΑ, με το συμπάθιο, “πηδήξαμε” τον... δεύτερο κόσμο, και προσγειωθήκαμε απότομα στον τρίτο. Στην κολομβιανή πλευρά, τέσσερις ευγενέστατοι υπάλληλοι φρόντισαν να τελειώσουμε με τις σφραγίδες μέσα σε λίγα λεπτά. Στην πλευρά της Βενεζουέλας υπήρχε ένας όλος κι όλος υπάλληλος, ο οποίος ήταν... κρυμμένος πίσω από ένα μεγάλο φιμέ τζάμι, στο οποίο υπήρχε ένα κενό αρκετό απλά και μόνο για να περάσεις το διαβατήριό σου. Όταν δε με το καλό ανεβήκαμε στο λεωφορείο για να συνεχίσουμε προς Μαρακάιμπο, ο βοηθός τού οδηγού μάς είπε ότι έπρεπε να δώσουμε, σαν λεωφορείο, 200 μπολίβαρες, για να μας αφήσει η αστυνομία των συνόρων να περάσουμε χωρίς να ελέγξουν τις αποσκευές μας, χωρίς δηλαδή να μας κρατήσουν στα σύνορα ετσιθελικά για κανένα δίωρο. Αντιστοιχούσαν μόλις 5 μπολίβαρες σε κάθε άτομο, μισό ευρώ, όμως... πείτε με αγύριστο κεφάλι, τέτοιου στιλ νταβατζιλίκια δεν τα σηκώνω. Είπα σε εκείνον που μάζευε τα χρήματα ότι αν ήθελαν οι αστυνομικοί μπορούσαν να ελέγξουν τον σάκο μου. Δεν το έκαναν...
Φύγαμε, κι αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαμε... χαθεί σε κάποια σκοτεινή τρύπα. Φως στον δρόμο ούτε για δείγμα. Αραιά και πού μία λάμπα που φώτιζε αχνά την είσοδο κάποιου μαγαζιού, ή ταπεινού σπιτιού. Μέσα σε δέκα λεπτά σταματήσαμε ξανά. Περιπολικό της αστυνομίας. Άλλοι τέσσερις αστυνομικοί που ήθελαν το... κατιτίς τους για να μας αφήσουν να περάσουμε. Αυτοί συμβιβάστηκαν με κάτι ψιλά που τους έδωσε ο οδηγός του λεωφορείου. Μέσα σε μισή ώρα, κι άλλο μπλόκο. Αυτήν τη φορά έλεγξαν τις ταυτότητες και τα διαβατήριά μας. Ένας πιτσιρικάς που είχε ταυτότητα και των δύο χωρών, έκανε το... λάθος να δείξει την Κολομβιανή. Βρήκε αφορμή ο αστυνομικός να τον κατεβάσει και να του ζητήσει 2000 μπολίβαρες για να τον αφήσει να περάσει. Μισή ώρα κολλήσαμε εκεί. Πάνω στο μισάωρο, γύρω στα δέκα άτομα από το λεωφορείο, κατέβηκαν, πήγαν στο περιπολικό, τάχθηκαν στο πλευρό του πιτσιρικά, και μέσα σε πέντε λεπτά επέστρεψαν στο λεωφορείο, ΜΕ τον πιτσιρικά, που τελικά πλήρωσε πολύ-πολύ λιγότερα από τα 2000 μπολίβαρες που του είχαν ζητήσει οι αστυνομικοί. Το καλό για μένα ήταν ότι το παλικάρι που καθόταν δίπλα μου ήταν αστυνομικός, υπηρετεί στο Καράκας, φαινόταν πολύ ντόμπρο άτομο, και μου εξηγούσε ακριβώς τι έπαιζε κάθε φορά που πέφταμε σε μπλόκο. Αξέχαστες καταστάσεις μεν, τριτοκοσμικές δε...
Δύο ακόμη “μικρά” από Μαρακάιμπο... Χθες το μεσημέρι εμφανίστηκε ο Τσάβες στο κοινοβούλιο, ή όπως λένε τέλος πάντων αυτό που έχουν στη Βενεζουέλα. Πέτυχα την αρχή της ομιλίας του στο πατρικό σπίτι του Λουίς. Καμιά ώρα αργότερα, περνούσαμε μπροστά από ένα μαγαζί, κι ο Τσάβες μιλούσε ακόμα. Άλλη μία ώρα αργότερα, καθίσαμε κάπου να φάμε, κι ο Τσάβες μιλούσε ακόμα. Δώσ' του άλλη μία ώρα αργότερα, καθίσαμε κάπου για μπιρίτσα. Μαντέψτε... Ω ναι, ο Τσάβες μιλούσε ακόμα... Προφανώς έχει βαλθεί να “γράψει” τις ίδιες ώρες ομιλιών με τον αξεπέραστο Φιντέλ...
Τέλος, οι μετακινήσεις στο Μαρακάιμπο... Υπάρχουν λεωφορεία “επίσημα”, υπάρχουν λεωφορεία “ανεπίσημα” (με ΔΥΝΑΤΗ μουσική βαγενάτο να σου τρυπά τα αυτιά), υπάρχει μετρό που όμως εξυπηρετεί ένα κομμάτι της πόλης με μηδαμινό ενδιαφέρον για τους επισκέπτες, υπάρχουν “κανονικά” ταξί, υπάρχουν “ανεπίσημα” ταξί, υπάρχουν και τα... carritos, κυριολεκτικά τα “αμαξάκια”, τα οποία όμως είναι κανονικά αμάξια, μόνο που... τα έχουν τα χρονάκια τους, κι αναρωτιέσαι πώς δεν τους φεύγουν κομμάτια έτσι όπως ξεκινούν, τρέχουν σαν τρελά, πέφτουν σε λακούβες, τρικλίζουν, και σταματούν απότομα. Κινούνται σε συγκεκριμένους δρόμους, πάνω-κάτω, κάτι σαν... Εγνατία στην Θεσσαλονίκη, από Σιντριβάνι μέχρι Πλατεία Δημοκρατίας και πίσω, και παίρνουν πέντε άτομα, τρία πίσω, και δύο δεξιά του οδηγού. Πρακτικά. Φθηνά. Από δύο μέχρι τρία μπολίβαρες. Σεβρολέτ πάρα πολλά εξ αυτών. Δεκαετίας; Αρχές '80, ακόμη και μέσα-τέλη δεκαετίας '70. Κάθε φορά που παίρναμε carrito χθες, ο Λουίς ρωτούσε τον οδηγό τού πότε ήταν το αμάξι... :)
Αυτά σαν πρώτες εντυπώσεις από Βενεζουέλα. Κάποιες πολύ καλές (το δωρεάν ίντερνετ στις βιβλιοθήκες και τα cultural centers για παράδειγμα), κάποιες σφόδρα κακές (τα μπιλιετάκια στους αστυνομικούς), και κάποιες απλά... “ιδιαίτερες”, από την οπτική γωνία του ταξιδιώτη που η προσοχή του ελκύεται από εικόνες και καταστάσεις πρωτόγνωρες, όχι απαραίτητα “καλές” ή “κακές”. Το μόνο βέβαιο είναι ότι συνεχίζω ανατολικά, και διαγράφω από το μυαλό μου τη 1% πιθανότητα που είχα αφήσει να επιστρέψω άμεσα στην Κολομβία, αν τα πράγματα στη Βενεζουέλα τα έβρισκα πολύ... δυσκολοχώνευτα.
Go2dbeach, η Λατινική Αμερική είναι εδώ και σε περιμένει. Μάζεψέ τα κι έλα... :) Γιώργο, μέχρι στιγμής αισθάνομαι άνετα στη Βενεζουέλα. Για το Καράκας έχω κάποιους ενδοιασμούς, όμως νομίζω ότι με μία καλή δόση κοινής λογικής (και λίγη τύχη), θα μείνω μακριά από μπελάδες.


Hasta la prόxima...
 

Attachments

ΕΡΣΗ

Member
Μηνύματα
6.454
Likes
2.529
Επόμενο Ταξίδι
Βερολίνο (ξανά!)
Ονειρεμένο Ταξίδι
Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη
Καλο δρομο να εχεις Δημητρη και οποτε σου κανει κεφι εδω ειμαστε! Αλλωστε τιποτε δεν ειναι υποχρεωτικο εδω μεσα...
 

mariath

Member
Μηνύματα
2.208
Likes
5.673
Ονειρεμένο Ταξίδι
Όλη η Νότια Αμερική
Καλό σου ταξίδι! Το βασικό είναι να περνάς εσύ καλά κι όποτε έχεις όρεξη κάνε μια βόλτα κι από δω! Το κοινό σου θα σε περιμένει :xmas_biggrin:
 

meli

Member
Μηνύματα
1.261
Likes
365
Επόμενο Ταξίδι
...μηπως στην αγάπη???
Ονειρεμένο Ταξίδι
Ολος ο κόσμος
Καλο σου ταξιδι και οποτε μπορεις,εμεις εδω θα ειμαστε να μαθαινουμε νεα σου!!!
Buen viaje!!!!
 

go2dbeach

Member
Μηνύματα
5.962
Likes
9.344
Επόμενο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Λατινική Αμερική
¡Buen viaje amigo!
¡Te deseo lo mejor de lo mejor!
Μη μας ξεχασεις εντελως..πληζ! Εδω μας εγραφες απο Μαλαισια και δε θα μας γραφεις απο τη μεγαλη σου (μου) αγαπη? Οποτε μπορεις , δυο μονο λογακια να παιρνω τη δοση μου , ειμαι σε κατασταση εκτακτου αναγκης!!
Ευχαριστω εκ των προτερων!!
 

Giristroula

Member
Μηνύματα
723
Likes
348
Επόμενο Ταξίδι
κάτσε να μαζώξω κάνα χρήμ
Ονειρεμένο Ταξίδι
Κίνα, Ιαπωνία
Να συγκληθεί αμέσως Επιτροπή που θα σε τιμωρήσει για την αφερεγγυότητά σου!Σου εύχομαι καλό ταξίδι και καλή τύχη σε ο,τι κι αν ψάχνεις!
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189

Ευχαριστώ παιδιά. Βλέπω το δεύτερο ημίχρονο του ΠΑΟΚ, ελπίζω μετά να καταφέρω να κοιμηθώ κανένα τρίωρο, και πέντε παρά κάτι το πρωί πετάω με Swiss για Ζυρίχη. “Τα λέμε” από Μπογκοτά!
 

taxidakia

Member
Μηνύματα
285
Likes
51
Επόμενο Ταξίδι
???
Ονειρεμένο Ταξίδι
Άνδεις ξανά
Χαιρόμαστε πολύ να ταξιδεύεις (και δε ζηλεύουμε καθόλου, μπααα :xmas_redface: :xmas_lol: ) και να μας γράφεις ιστορίες! :xmas_biggrin:
 

astral

Member
Μηνύματα
776
Likes
139
Επόμενο Ταξίδι
?
Ονειρεμένο Ταξίδι
Περού - Αργεντινή
Καλό δρόμο Δημήτρη!!
Θα περιμένουμε τα νέα σου και μη σκας...γράφε μας εσύ κι ας είναι και μισοτελειωμένα :xmas_biggrin:
 

pattyyy

Member
Μηνύματα
1.565
Likes
1.271
Επόμενο Ταξίδι
χμ...
Ονειρεμένο Ταξίδι
νότια αφρική
Όποτε έχεις χρόνο και διάθεση θα περιμένουμε τις πάντα όμορφες ανταποκρίσεις σου...
 

YBONNH

Member
Μηνύματα
234
Likes
115
Ονειρεμένο Ταξίδι
γυρος του κοσμου
Πολλες πολλες ευχες κι απο μενα!
Να περασεις τελεια, μια πραγματικη επιστροφη στην Πατριδα:xmas_lol:
(την Λατινικη Αμερικη εννοω...)
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.189
Πρώτη "ανταπόκριση" από Κολομβία (καιρός ήταν...)


Τέταρτη και φαρμακερή. Τέταρτη μέρα στην Μπογκοτά, και στρώνομαι στο γράψιμο. Εδώ είναι τέσσερις παρά τέταρτο το απόγευμα. Κάθομαι στην πολύ-πολύ-πολύ συμπαθητική αυλή (πολύχρωμα τραπεζάκια, αιώρες, μουσικούλα από νωρίς το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα) του χόστελ που επέλεξα για τις πρώτες ημέρες μου στην πόλη (Invisible λέγεται, το βρίσκει κανείς στο hostelworld.com). Ουρανός, καθαρός. Θερμοκρασία, ανοιξιάτικη/φθινοπωρινή, με την έννοια ότι όταν είσαι στη σκιά φορτώνεσαι με πανωφόρια, κι όταν είσαι στον ήλιο μένεις άνετα με κοντομάνικο μπλουζάκι. Κόσμος τριγύρω; Ούτε ψυχή. Σήμερα το πρωί είχαμε... μαζική έξοδο. Αύριο είναι αργία στην Κολομβία, κι όπως μου εξήγησε ο πολύ συμπαθητικός ιδιοκτήτης του χόστελ, οι ξένοι προτιμούν να περάσουν τέτοιες μέρες σε πόλεις με καλύτερο καιρό. Καλύτερο=πιο ζεστό. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του χόστελ ήταν τις δύο τελευταίες ημέρες σε μία μικρή πόλη μία ώρα από την Μπογκοτά, όπου η θερμοκρασία κτύπησε 35 Κελσίου. Εδώ, τα βράδια τουρτουρίζαμε. Για τους μη γνωρίζοντες, η Μπογκοτά είναι κτισμένη σε υψόμετρο τριακοσίων μέτρων χαμηλότερα από την κορυφή του Ολύμπου (στα 2600 μέτρα), οπότε... makes sense. Περιμένω να πάει πέντε, για να βγω σιγά-σιγά στον πηγαιμό προς το σημείο συνάντησης με μέλος του couchsurfing.org το οποίο έχω αναφέρει περισσότερες από μια-δυο φορές, οπότε δεν θα σας ζαλίσω άλλο τα αυτιά (μάτια) με αυτό. Φροντίζω κάθε μέρα να συναντάω και κάποιον, όχι μόνο επειδή το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, αλλά κι επειδή έχω τρελή ανάγκη να ξεσκουριάσω τα Ισπανικά μου.
Επέλεξα να μείνω στην Καντελάρια, το ιστορικό κέντρο της Μπογκοτά, παρά το γεγονός ότι έχει κακή φήμη (για τις ώρες από τις εννιά το βράδυ και μετά). Στην πρώτη κιόλας κουβέντα μου με παιδί που κοιμάται στον ίδιο κοιτώνα με μένα, μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ, όπως επέστρεφε στο χόστελ από fun night out, του την... έπεσαν πέντε άτομα, νεαρά όπως πρόλαβε να δει, για να του πάρουν ό,τι μπορούσαν να πάρουν. Εκείνος αντιστάθηκε, τον έριξαν στο έδαφος, του έσκισαν το πουκάμισο που φορούσε, και ευτυχώς τον άφησαν. Αυτό συνέβη λίγα μέτρα από την πόρτα του χόστελ, στο οποίο επέστρεφε με τα πόδια, όχι με ταξί, όπως συνιστάται για τη συγκεκριμένη περιοχή. Έμαθα από το πάθημά του, και το βράδυ που έμεινα έξω μέχρι αργά, επέστρεψα με ταξί, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου, σε κανένα “επίφοβο” μέρος, ούτε καν σε rough πόλεις της Βραζιλίας.
Η Καντελάρια είναι κάτι μεταξύ... Μελενίκου (φοιτητόδρομος στην Θεσσαλονίκη), Αριστοτέλους (πάλι Θεσσαλονίκη) και... κέντρο Αθήνας. Πολλά κτίρια είναι πανεπιστημιακά, και τα περισσότερα μαγαζιά είναι... κατάλληλα προσαρμοσμένα για να υποδέχονται τον φοιτητόκοσμο. Εκεί κολλάει το “Μελενίκου”. “Αριστοτέλους” επειδή καρδιά της περιοχής είναι η πλατεία Σιμόν Μπολίβαρ, το κεντρικότερο σημείο της πόλης, στο οποίο αυτές τις ημέρες φιλοξενείται ice ring (ΤΟ χάζι, λέει ο μικρόψυχος Δημήτρης που δεν κοιτάει τα δικά του τα χάλια... Ακόμη έχω μελανιές στον... πισινό από τα αμέτρητα πεσίματα σε ice ring του Λονδίνου πριν από μερικά χρόνια) κι ένα ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όσο για το “κέντρο Αθήνας”, αυτό έχει να κάνει με την παρουσία όλων των υπουργείων στην “γειτονιά”, κάτι που κάνει την περιοχή ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, μια και στο ένα πεζοδρόμιο μπορείς να βλέπεις φοιτητές να γαμπρίζουν, και στο απέναντι πεζοδρόμιο να βλέπεις πολιτικούς (υποθέτω, μάλλον ασφαλώς), συνοδευόμενους από στρατιώτες, προφανώς μέλη της προσωπικής φρουράς τους. Και κάπου στη μέση, εμείς, οι τουρίστες.
Αν κάποιος έρθει στην Μπογκοτά και σεργιανίσει στην Καντελάρια, αν έχει πάει στην Ισπανία ή σε χώρες που υπήρξαν ισπανικές αποικίες, η αρχιτεκτονική θα του φανεί γνώριμη. Εκείνο που κάνει τα αποικιοκρατικού στιλ κτίσματα της Καντελάρια κάπως ξεχωριστά, είναι το γεγονός ότι όπως στέκεσαι και τα χαζεύεις, πίσω τους βλέπεις να ορθώνεται ένα πανύψηλο βουνό, με το εκκλησάκι της Monserrate σε μία από τις κορυφές του. Αυτή ήταν η τρίτη εικόνα μου από την Μπογκοτά, όπως στεκόμουν στην πόρτα του χόστελ μου, περιμένοντας να μου ανοίξουν, το πρωί που έφθασα εδώ (μετά από 35 ώρες στον δρόμο). Ο ουρανός ήταν βαρύς κι ασήκωτος, με το ζόρι έβλεπες τις κορυφές τριγύρω, όμως η ατμόσφαιρα ήταν επιβλητική. Μαύρος ουρανός, βαριά σύννεφα, κουκλίστικα πολύχρωμα σπίτια, και βουνοκορφές στα όρια των σύννεφων. Επιβλητικό. Αυτή λέω ήταν η τρίτη εικόνα μου από την Μπογκοτά. Η πρώτη ήταν το... εργοτάξιο, από το αεροδρόμιο μέχρι και το κέντρο, εκεί όπου κάνουν εργασίες για την επέκταση του Transmilenio, του τοπικού... μετρό, μόνο που δεν είναι υπόγειο και δεν έχει βαγόνια, αλλά πρόκειται για την τοπική εκδοχή του -πολύ πετυχημένου- συστήματος στη βραζιλιάνικη Κουριτσίμπα, και στην Τζακάρτα. Η... δουλειά γίνεται με λεωφορεία, που κινούνται σε λωρίδες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από αυτά. Όταν κάθισαν να σχεδιάσουν λύσεις για το κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης, πριν από αρκετά χρόνια, κατέληξαν στο ότι ούτε τα χρήματα είχαν για μετρό, ούτε την... υπομονή να περιμένουν μία αιωνιότητα για να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Εδώ υπέργειο είναι το Transmilenio, και ο οδηγός του ταξί από το αεροδρόμιο μέχρι το χόστελ μού είπε ότι είναι κοντά στον ενάμιση χρόνο πίσω οι εργασίες. Φανταστείτε να ήταν και υπόγειο... Όσο για τη δεύτερη εικόνα μου από την Μπογκοτά, ήταν... θαμπή, να βλέπω δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια, καθαρίζοντας το τζάμι μου στο ταξί κάθε λίγα δευτερόλεπτα, για να μπορώ να βλέπω έξω. Με το που έφθασα στην Μπογκοτά άνοιξαν οι ουρανοί, οι δρόμοι (όπως είναι και κατηφορικοί-κατηφορικοί) άρχισαν αμέσως να κατεβάζουν νερό, και... πολλοί πεζοί έκλαψαν τα παντελόνια τους (λουσμένοι από νερά οδηγών που τους έγραφαν στα παλιά τους τα λάστιχα).
Μετά από τέσσερις ημέρες εδώ, αν με ρωτούσε κανείς αν αξίζει μία επίσκεψη στην Μπογκοτά, η απάντησή μου θα ήταν “εξαρτάται”. Εξαρτάται από το αν σου αρέσουν οι πόλεις. Εξαρτάται από το πόσο φρικάρεις ακούγοντας ιστορίες για late night muggings. Εξαρτάται από το πόσο φαν των μουσείων είσαι (η Καντελάρια έχει αρκετά και ενδιαφέροντα). Εξαρτάται, σου λέω, εξαρτάται... Εκείνο που ΣΙΓΟΥΡΑ θα λατρέψει όποιος έρθει, αν κάνει τον κόπο να έρθει σε επικοινωνία με ντόπιους, είναι η ζεστασιά του κόσμου. Έχω το ίδιο “πρόβλημα” που είχα (μόνο) στη Βραζιλία. Απηύθυνα ανοικτή πρόσκληση μέσω του φόρουμ της πόλης στην ιστοσελίδα που προανέφερα, στα μέλη που ζουν εδώ, για να βρεθούμε, και μέχρι να ξυπνήσω το επόμενο πρωί είχα βομβαρδιστεί από μηνύματα. Και φυσικά αυτό συνέβη όχι επειδή είμαι... ξεχωριστός, εξαιρετικός, κελεπούρι, αλλά επειδή οι ντόπιοι είναι τόσο ζεστοί και ενδιαφέρονται να μιλήσουν με επισκέπτες της πόλης τους. Κι αν πετύχετε την Μπογκοτά σε Κυριακή ή αργία, τόσο το καλύτερο, μια και χιλιόμετρα και χιλιόμετρα κεντρικών δρόμων κλείνουν για τα αυτοκίνητα, και παραδίδονται σε ποδηλάτες και οικογένειες με μπόμπιρες σε καροτσάκια. Προχθές, Κυριακή, πρώτη ουσιαστικά μέρα μου στην πόλη (το Σάββατο έπεσα στο κρεβάτι στις τέσσερις το απόγευμα, και ξύπνησα την άλλη μέρα στις οκτώ το πρωί. Δεν είχα κοιμηθεί για σχεδόν 72 ώρες), ήταν χαρά Θεού. Ήλιος, ζεστούλα, καρτουνίστικα συννεφάκια στον ουρανό, και αμέτρητοι ποδηλάτες και σκεϊτάδες στους δρόμους, παρέα με οικογένειες. Και κάπου μεταξύ όλων αυτών, πλανόδιοι πωλητές και πάγκοι με φρούτα και χυμούς. Επαναλαμβάνω: χα-ρά Θε-ού.
Τέσσερις και μισή. Επιτρέψτε μου να... αποσυρθώ. Σε αντίθεση με τους Κολομβιανούς (και όχι μόνο), στα ραντεβού μου είμαι ακριβής, έστω κι αν ξέρω ότι θα με στήσουν. Όταν ταξιδεύω ακολουθώ αυτό που λένε για τους επισκέπτες της Ρώμης (κάνω δηλαδή σχεδόν τα πάντα όπως οι ντόπιοι), αλλά σε ραντεβού καθυστερημένος δεν έχω καταφέρει ακόμη να πάω (ούτε το έχω σκοπό).
Κλείνω: είμαι χαρούμενος! (αυτό μου έλειπε να μην ήμουν).


Για το travelstories.gr, από την Μπογκοτά, Δημήτρης
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.109
Μηνύματα
880.597
Μέλη
38.837
Νεότερο μέλος
koliswa

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom