Περιεχόμενα
ΝΙΚΑΙΑ ΡΕΜΠΕΤΙΣΣΑ
Όταν κρατιέσαι απ' τα μπροστινά καθίσματα για να μην εκτιναχθεις απ' τις πίσω παλιές πόρτες ενός αυτοκινήτου αντίκα που αγκομαχα να ανέβει τις άλπεις παρακαλάς κάτι να χαλάσει. Κι ας μείνεις στη μέση του πουθενά με χιόνι έξω. Κι ας περπατήσουμε ως το Μόντε Κάρλο με τα πόδια.
Όταν προσπαθείς να θυμηθείς μια προσευχή ελπίζεις αν υπάρχει ανώτερη δύναμη να σε καταλάβει και να σε συγχωρέσει που ακολούθησες το δρόμο του υλισμού. Όταν πατάς αόρατα φρένα (εις τριπλούν) στα πίσω καθίσματα ενός όπελ και ανοιγεις την κάμερα όχι για να τραβήξεις τα υπέροχα μεσαιωνικά χωριά αλλά τα τελευταία μηνύματα για όσους αγαπάς θα προτιμούσες να είσαι όπουδήποτε αλλού.
Η αδρεναλίνη εξαντλήθηκε απ' τον οργανισμό στο άψε σβήσε. Μόλις κιόλας θυμηθήκαμε μια λεπτομέρεια για τον οδηγό ("ρε συ αυτός δεν είναι που έπεφτε χθες κάτω μεθυσμένος στην πλατεία;") μικρές δόσεις τρόμου συσσωρεύτηκαν στο πίσω μέρος.
Υπερβολές θάλεγε κάποιος. "Ξέρει καλά το δρόμο θα λεγε". Το ειπαμε κι εμείς μέχρι που χαθήκαμε.
Ας μην κουράσω όμως άλλο με αυτό το μικρό υπόταξίδι τρόμου μέσα στο ταξίδι.
Μετά από 2 ώρες φτασαμε στο χωριό (το "μια ώρα περίπου"). Ζωντανοί.
Τη λεπτομέρεια του γυρισμού την αφήσαμε για μετά. Προς το παρόν είμαστε μέσα στο δάσος σε πολύ μεγάλο υψόμετρο, σκοτεινιά κι αντάρα. Και χωριό δεν βλέπουμε. Φακός στο ένα χέρι, μπουζούκι στο άλλο και προχωράμε. Σκέφτομαι πώς τα καταφέραμε κι από ένα πολύβουο καρναβάλι που σχεδιάσαμε έχουμε καταλήξει σαν κυνηγοί σε καρτέρι στο πάπιγκο. Κάποια φώτα αρχίζουν και φαίνονται μετά από πεζοπορία σε ένα οίκημα που μοιάζει με μαντρί.
Επιτέλους φτάσαμε σε ένα μεταμοντέρνο σαλέ γεμάτο κόσμο ("απο που ήρθαν όλοι αυτοί;") που μας υποδέχεται με αγκαλιές και σταυροφιλήματα και ένα τεράστιο μοναστηριακό πάγκο γεμάτο ντόπιες λιχουδιές τυριά γλυκά και κρασιά, όλα φτιαγμένα απ' τους κατοίκους.Τέλεια.Τελεία και παυλα.
Η συναυλία θα άρχιζε σε μισή ώρα. Προλαβαίναμε να φάμε. Προτιμήσαμε να μεθύσουμε για να διώξουμε τον φόβο.
Οι οικοδεσπότες ήταν όλοι φιλέλληνες με την γνήσια κι ανθρώπινη έννοια του όρου κι όχι την εθνική. Μας εξήγησαν πως κάποιοι απ' αυτούς ζούσαν στην ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας "κι έτσι μάθαμε το ρεμπέτικο. Σε δωμάτια με σβησμένο φως για να μην μας βρίσκει η αστυνομία ακούγαμε ρεμπέτικα και διαβάζαμε ποίηση. Η αλητεία της εποχής μας". Μας σηκώθηκε η τρίχα μ αυτή τη συνάντηση και η συγκίνηση έφτασε στο ζενίθ όταν άρχισαν να τραγουδάνε κάποια τραγούδια στα ελληνικά.
Η συναυλία έγινε σε ένα πανέμορφο μεγάλο δωμάτιο με χαλιά παντού και μαροκινό στυλ.
Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Είμασταν στη μέση του πουθενά εκστασιασμένοι, μεθυσμένοι και καταγοητευμένοι απ τη φιλοξενία. Όλα όσα ζούσαμε ήταν μοναδικά κι ήξερες πως δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Μια ζεμπεκιά λοιπόν τη ρίξαμε όλοι κι όλοι άρχισαν να χορεύουν σε ένα πανέμορφο από κάθε άποψη βράδυ.
Αποχαιρετιστήκαμε σε βαθιά συγκίνηση και αφού καταφέραμε να αποσπάσουμε το τιμόνι απ τα χέρια του Ζόραν (ο οποίος ήταν τύφλα εννοείται) σιγά σιγά είδαμε από μακριά τα φώτα της Νίκαιας πιό μαγικά από ποτέ.
Που να φανταζόμασταν ότι την επομένη θα βρισκόμασταν εν μέσω επεισοδίων με δακρυγόνα και συλλήψεις στο κέντρο της Νίκαιας. Ναι το είπαμε. Σ αυτή την πόλη τίποτα δεν θα έμενε ίδιο.
Η παράθεση φωτογραφιών και βίντεο απ' όλα αυτά τα γεγονότα θα γίνει μόλις καταφέρω να βρω πως γίνεται....
Όταν κρατιέσαι απ' τα μπροστινά καθίσματα για να μην εκτιναχθεις απ' τις πίσω παλιές πόρτες ενός αυτοκινήτου αντίκα που αγκομαχα να ανέβει τις άλπεις παρακαλάς κάτι να χαλάσει. Κι ας μείνεις στη μέση του πουθενά με χιόνι έξω. Κι ας περπατήσουμε ως το Μόντε Κάρλο με τα πόδια.
Όταν προσπαθείς να θυμηθείς μια προσευχή ελπίζεις αν υπάρχει ανώτερη δύναμη να σε καταλάβει και να σε συγχωρέσει που ακολούθησες το δρόμο του υλισμού. Όταν πατάς αόρατα φρένα (εις τριπλούν) στα πίσω καθίσματα ενός όπελ και ανοιγεις την κάμερα όχι για να τραβήξεις τα υπέροχα μεσαιωνικά χωριά αλλά τα τελευταία μηνύματα για όσους αγαπάς θα προτιμούσες να είσαι όπουδήποτε αλλού.
Η αδρεναλίνη εξαντλήθηκε απ' τον οργανισμό στο άψε σβήσε. Μόλις κιόλας θυμηθήκαμε μια λεπτομέρεια για τον οδηγό ("ρε συ αυτός δεν είναι που έπεφτε χθες κάτω μεθυσμένος στην πλατεία;") μικρές δόσεις τρόμου συσσωρεύτηκαν στο πίσω μέρος.
Υπερβολές θάλεγε κάποιος. "Ξέρει καλά το δρόμο θα λεγε". Το ειπαμε κι εμείς μέχρι που χαθήκαμε.
Ας μην κουράσω όμως άλλο με αυτό το μικρό υπόταξίδι τρόμου μέσα στο ταξίδι.
Μετά από 2 ώρες φτασαμε στο χωριό (το "μια ώρα περίπου"). Ζωντανοί.
Τη λεπτομέρεια του γυρισμού την αφήσαμε για μετά. Προς το παρόν είμαστε μέσα στο δάσος σε πολύ μεγάλο υψόμετρο, σκοτεινιά κι αντάρα. Και χωριό δεν βλέπουμε. Φακός στο ένα χέρι, μπουζούκι στο άλλο και προχωράμε. Σκέφτομαι πώς τα καταφέραμε κι από ένα πολύβουο καρναβάλι που σχεδιάσαμε έχουμε καταλήξει σαν κυνηγοί σε καρτέρι στο πάπιγκο. Κάποια φώτα αρχίζουν και φαίνονται μετά από πεζοπορία σε ένα οίκημα που μοιάζει με μαντρί.
Επιτέλους φτάσαμε σε ένα μεταμοντέρνο σαλέ γεμάτο κόσμο ("απο που ήρθαν όλοι αυτοί;") που μας υποδέχεται με αγκαλιές και σταυροφιλήματα και ένα τεράστιο μοναστηριακό πάγκο γεμάτο ντόπιες λιχουδιές τυριά γλυκά και κρασιά, όλα φτιαγμένα απ' τους κατοίκους.Τέλεια.Τελεία και παυλα.
Η συναυλία θα άρχιζε σε μισή ώρα. Προλαβαίναμε να φάμε. Προτιμήσαμε να μεθύσουμε για να διώξουμε τον φόβο.
Οι οικοδεσπότες ήταν όλοι φιλέλληνες με την γνήσια κι ανθρώπινη έννοια του όρου κι όχι την εθνική. Μας εξήγησαν πως κάποιοι απ' αυτούς ζούσαν στην ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας "κι έτσι μάθαμε το ρεμπέτικο. Σε δωμάτια με σβησμένο φως για να μην μας βρίσκει η αστυνομία ακούγαμε ρεμπέτικα και διαβάζαμε ποίηση. Η αλητεία της εποχής μας". Μας σηκώθηκε η τρίχα μ αυτή τη συνάντηση και η συγκίνηση έφτασε στο ζενίθ όταν άρχισαν να τραγουδάνε κάποια τραγούδια στα ελληνικά.
Η συναυλία έγινε σε ένα πανέμορφο μεγάλο δωμάτιο με χαλιά παντού και μαροκινό στυλ.
Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Είμασταν στη μέση του πουθενά εκστασιασμένοι, μεθυσμένοι και καταγοητευμένοι απ τη φιλοξενία. Όλα όσα ζούσαμε ήταν μοναδικά κι ήξερες πως δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Μια ζεμπεκιά λοιπόν τη ρίξαμε όλοι κι όλοι άρχισαν να χορεύουν σε ένα πανέμορφο από κάθε άποψη βράδυ.
Αποχαιρετιστήκαμε σε βαθιά συγκίνηση και αφού καταφέραμε να αποσπάσουμε το τιμόνι απ τα χέρια του Ζόραν (ο οποίος ήταν τύφλα εννοείται) σιγά σιγά είδαμε από μακριά τα φώτα της Νίκαιας πιό μαγικά από ποτέ.
Που να φανταζόμασταν ότι την επομένη θα βρισκόμασταν εν μέσω επεισοδίων με δακρυγόνα και συλλήψεις στο κέντρο της Νίκαιας. Ναι το είπαμε. Σ αυτή την πόλη τίποτα δεν θα έμενε ίδιο.
Η παράθεση φωτογραφιών και βίντεο απ' όλα αυτά τα γεγονότα θα γίνει μόλις καταφέρω να βρω πως γίνεται....