isabelle
Member
- Μηνύματα
- 908
- Likes
- 4.238
Περιεχόμενα
Σούσι
Σήμερα το πρωί, παρακάμψαμε για ευνόητους λόγους την προσφορά της σπιτονοικοκυράς να καλέσει και πάλι τον γνωστό ταξιτζή και επιλέξαμε μόνοι μας κάποιον τυχαίo από το δρόμο. Μπορεί να μην μιλάει γρι αγγλικά αλλά, αν μη τι άλλο, οι πιθανότητες να μας προκύψει καραβανάς εν αποστρατεία λιγοστεύουν κατά πολύ.
Η Σούσι (στα αρμένικα) ή Σούσα (στα αζέρικα) όπου κατευθυνόμαστε τώρα υπήρξε κατά τους προηγούμενους αιώνες - πρώτα επί περσικής, και στη συνέχεια επί ρωσικής τσαρικής διοίκησης - μια από τις πλέον πολυπληθείς πόλεις του Καυκάσου.
Με μεικτό πληθυσμό μοιρασμένο σχεδόν ισάριθμα, οι πάνω δυτικές συνοικίες της κατοικούνταν από Αρμένιους ενώ οι κάτω ανατολικές από Αζέρους, αθροίζοντας όλοι μαζί περί τις σαράντα πέντε χιλιάδες ψυχές.
Όλα αυτά τα ωραία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οπότε και σκάνε μύτη οι πρώτες εθνοτικές ταραχές στο έδαφος της κλονιζόμενης τσαρικής αυτοκρατορίας.
Από αντίποινα σε αντίποινα, το αίμα αρχίζει να ρέει κι ο διχασμός να βαθαίνει ώσπου, λίγο πριν οι Σοβιετικοί αποκτήσουν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αζέροι της Σούσι προχωρούν το 1920 σ’ ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ σε βάρος των Αρμένιων συμπολιτών τους σφάζοντας και εκδιώχνοντας από την πόλη όλον τον αρμένικο πληθυσμό της.
Το εθνικό μίσος έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο…
Με την επικράτηση των σοβιετικών και την ανάκτηση ενός σχετικού αισθήματος ασφάλειας, κάποιοι Αρμένιοι αρχίζουν δειλά δειλά να επιστρέφουν στη Σούσι, απ' όπου θα ξαναφύγουν κακήν κακώς με το ξέσπασμα του πολέμου στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ως μοναδική πόλη της περιοχής με συντριπτικά πλειοψηφικό αζέρικο πληθυσμό, η Σούσι μετατρέπεται σε στρατηγείο των Αζέρων, απ’ όπου και βομβαρδίζουν ανηλεώς επί μήνες την γειτονική Στεπανακέρτ.
Όταν οι ένοπλες δυνάμεις του Αρτσάχ και του αρμενικού στρατού καταλαμβάνουν τελικά τη Σούσι τον Μάη του 1992, η ροή της προσφυγιάς αντιστρέφεται. Είναι η σειρά των δεκαπέντε χιλιάδων Αζέρων κατοίκων να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ενώ η πόλη περνά δια πυρός και σιδήρου και καταστρέφεται στο μεγαλύτερο μέρος της.
Προκειμένου η Σούσι να αναβιώσει, η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια ενθαρρύνει την εγκατάσταση Αρμενίων προσφύγων από άλλες περιοχές του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Για την ώρα πάντως, αυτό που αντικρίζουμε εμείς είναι μια μισοάδεια πόλη. Μόλις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι ζούνε σήμερα εδώ, φυσικά όλοι Αρμένιοι. Ο αναστηλωμένος καθεδρικός ναός Γκαζαντσετσότς ξεχωρίζει ως το κύριο αξιοθέατο.
Την εικόνα του κέντρου συμπληρώνουν μάλλον αδιάφορα σύγχρονα κτίρια, απότοκο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Η δε αραιή ανθρώπινη παρουσία είναι περισσότερο από αισθητή στην υποτονική κίνηση στους δρόμους.
Η ρώσικη λέξη ντομ (σπίτι), συνοδεία χειρονομίας και χαρακτηριστικού ήχου που υποδηλώνει έκρηξη, ήταν αρκετή για να καταλάβει ο ταξιτζής μας τι αναζητούμε.
Σε λίγο περπατάμε σ’ ένα σκηνικό ολέθρου.
Παντού ένα γύρω βομβαρδισμένα κουφάρια κτιρίων, ακόμα και ολόκληρες πολυκατοικίες.
Χορταριασμένα γκρεμίδια και σωριασμένες στέγες.
Προσόψεις χωρίς παράθυρα με τις τρύπες να χάσκουν σαν άδειες κόγχες με βγαλμένα μάτια.
Κάποια σκόρπια εγκαταλειμμένα αρχοντικά, εξαιρετικής ομορφιάς, που για κάποιον άγνωστο λόγο έχουν ξεφύγει μέχρι στιγμής της κοινής μοίρας της ερείπωσης. Μελαγχολικά και λαβωμένα μα ακόμα όρθια.
Δυο σκουριασμένες κούνιες που τρίζουν σπαρακτικά στην παραμικρή ανάσα του αέρα.
Οδύνη και θλίψη. Να περιφέρεσαι σε μια περιοχή που άλλοτε έσφυζε από ζωή και να "συνομιλείς" αποκλειστικά με ερημωμένα ντουβάρια...
Ανάμεσά τους και δυο πληγωμένα τζαμιά
αλλά και μια επιγραφή «Ιστορικά μνημεία υπό την προστασία του κράτους» σαν ακτίνα φωτός μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
Νταντιβάνκ
Η διαδρομή των εκατό περίπου χιλιομέτρων που οδηγεί από τη Σούσι στο μοναστήρι του Νταντιβάνκ στο βορειοδυτικό άκρο της Δημοκρατίας του Αρτσάχ είναι από τις μακρύτερες που μπορεί κανείς να κάνει εντός της χώρας. Αυτό μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε καλύτερα και τα μεγέθη.
Με μια επιφάνεια τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, το Ναγκόρνο Καραμπαχ των εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων κατοίκων καλύπτει χώρο αντίστοιχο με αυτόν του νομού Αρκαδίας. Με μια φύση εφάμιλλης άγριας ομορφιάς. Βουνά, ποτάμια, φαράγγια, δασωμένες πλαγιές, όλα χάρμα οφθαλμών.
Και όμως, ακόμα κι εδώ ο πόλεμος έχει αφήσει το θλιβερό αποτύπωμά του.
Δίπλα στο ποτάμι, ένα τανκ που η αγορά του κάποτε κόστισε όσο η κατασκευή δέκα σχολείων, τώρα πια σκουριάζει παραδομένο στην εγκατάλειψη, με το χαμόγελο του πεσόντα υπέρ πατρίδος εικοσιοκτάχρονου οδηγού παγωμένο για πάντα σε μια επιτύμβια πλάκα…
Το μοναστήρι του Νταντιβάνκ είναι μια αρμονική λιτή κατασκευή με αδρές καθαρές γραμμές σε ταιριαστή αντίστιξη με την οργιαστική φύση που το περιβάλλει.
Χτισμένο σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, κάπου ανάμεσα στον ένατο και δέκατο τρίτο αιώνα, φέρει και την ονομασία Χουταβανκόμ που κυριολεκτικά σημαίνει «μοναστήρι στον λόφο».
Μετά από τις εικόνες καταστροφής που αντίκρισαν τα μάτια μας στη Σούσι, ο χώρος του μοναστηριού προβάλει σαν μια όαση γαλήνης, με όλη εκείνη την ιδιαίτερη ομορφιά που χαρίζει η φυσική φθορά και η πατίνα του χρόνου.
Μόνοι επισκέπτες ο Ζυρ κι εγώ, περιφερόμαστε ανενόχλητοι στον περίβολο, μπαινοβγαίνοντας στις εκκλησίες, παρατηρώντας αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και απολαμβάνοντας μέχρι το μεδούλι την άγρια ομορφιά του τοπίου.
Σήμερα το πρωί, παρακάμψαμε για ευνόητους λόγους την προσφορά της σπιτονοικοκυράς να καλέσει και πάλι τον γνωστό ταξιτζή και επιλέξαμε μόνοι μας κάποιον τυχαίo από το δρόμο. Μπορεί να μην μιλάει γρι αγγλικά αλλά, αν μη τι άλλο, οι πιθανότητες να μας προκύψει καραβανάς εν αποστρατεία λιγοστεύουν κατά πολύ.
Η Σούσι (στα αρμένικα) ή Σούσα (στα αζέρικα) όπου κατευθυνόμαστε τώρα υπήρξε κατά τους προηγούμενους αιώνες - πρώτα επί περσικής, και στη συνέχεια επί ρωσικής τσαρικής διοίκησης - μια από τις πλέον πολυπληθείς πόλεις του Καυκάσου.
Με μεικτό πληθυσμό μοιρασμένο σχεδόν ισάριθμα, οι πάνω δυτικές συνοικίες της κατοικούνταν από Αρμένιους ενώ οι κάτω ανατολικές από Αζέρους, αθροίζοντας όλοι μαζί περί τις σαράντα πέντε χιλιάδες ψυχές.
Όλα αυτά τα ωραία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οπότε και σκάνε μύτη οι πρώτες εθνοτικές ταραχές στο έδαφος της κλονιζόμενης τσαρικής αυτοκρατορίας.
Από αντίποινα σε αντίποινα, το αίμα αρχίζει να ρέει κι ο διχασμός να βαθαίνει ώσπου, λίγο πριν οι Σοβιετικοί αποκτήσουν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αζέροι της Σούσι προχωρούν το 1920 σ’ ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ σε βάρος των Αρμένιων συμπολιτών τους σφάζοντας και εκδιώχνοντας από την πόλη όλον τον αρμένικο πληθυσμό της.
Το εθνικό μίσος έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο…
Με την επικράτηση των σοβιετικών και την ανάκτηση ενός σχετικού αισθήματος ασφάλειας, κάποιοι Αρμένιοι αρχίζουν δειλά δειλά να επιστρέφουν στη Σούσι, απ' όπου θα ξαναφύγουν κακήν κακώς με το ξέσπασμα του πολέμου στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ως μοναδική πόλη της περιοχής με συντριπτικά πλειοψηφικό αζέρικο πληθυσμό, η Σούσι μετατρέπεται σε στρατηγείο των Αζέρων, απ’ όπου και βομβαρδίζουν ανηλεώς επί μήνες την γειτονική Στεπανακέρτ.
Όταν οι ένοπλες δυνάμεις του Αρτσάχ και του αρμενικού στρατού καταλαμβάνουν τελικά τη Σούσι τον Μάη του 1992, η ροή της προσφυγιάς αντιστρέφεται. Είναι η σειρά των δεκαπέντε χιλιάδων Αζέρων κατοίκων να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ενώ η πόλη περνά δια πυρός και σιδήρου και καταστρέφεται στο μεγαλύτερο μέρος της.
Προκειμένου η Σούσι να αναβιώσει, η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια ενθαρρύνει την εγκατάσταση Αρμενίων προσφύγων από άλλες περιοχές του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Για την ώρα πάντως, αυτό που αντικρίζουμε εμείς είναι μια μισοάδεια πόλη. Μόλις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι ζούνε σήμερα εδώ, φυσικά όλοι Αρμένιοι. Ο αναστηλωμένος καθεδρικός ναός Γκαζαντσετσότς ξεχωρίζει ως το κύριο αξιοθέατο.


Την εικόνα του κέντρου συμπληρώνουν μάλλον αδιάφορα σύγχρονα κτίρια, απότοκο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Η δε αραιή ανθρώπινη παρουσία είναι περισσότερο από αισθητή στην υποτονική κίνηση στους δρόμους.


Η ρώσικη λέξη ντομ (σπίτι), συνοδεία χειρονομίας και χαρακτηριστικού ήχου που υποδηλώνει έκρηξη, ήταν αρκετή για να καταλάβει ο ταξιτζής μας τι αναζητούμε.
Σε λίγο περπατάμε σ’ ένα σκηνικό ολέθρου.
Παντού ένα γύρω βομβαρδισμένα κουφάρια κτιρίων, ακόμα και ολόκληρες πολυκατοικίες.


Χορταριασμένα γκρεμίδια και σωριασμένες στέγες.



Προσόψεις χωρίς παράθυρα με τις τρύπες να χάσκουν σαν άδειες κόγχες με βγαλμένα μάτια.

Κάποια σκόρπια εγκαταλειμμένα αρχοντικά, εξαιρετικής ομορφιάς, που για κάποιον άγνωστο λόγο έχουν ξεφύγει μέχρι στιγμής της κοινής μοίρας της ερείπωσης. Μελαγχολικά και λαβωμένα μα ακόμα όρθια.



Δυο σκουριασμένες κούνιες που τρίζουν σπαρακτικά στην παραμικρή ανάσα του αέρα.

Οδύνη και θλίψη. Να περιφέρεσαι σε μια περιοχή που άλλοτε έσφυζε από ζωή και να "συνομιλείς" αποκλειστικά με ερημωμένα ντουβάρια...

Ανάμεσά τους και δυο πληγωμένα τζαμιά



αλλά και μια επιγραφή «Ιστορικά μνημεία υπό την προστασία του κράτους» σαν ακτίνα φωτός μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
Νταντιβάνκ
Η διαδρομή των εκατό περίπου χιλιομέτρων που οδηγεί από τη Σούσι στο μοναστήρι του Νταντιβάνκ στο βορειοδυτικό άκρο της Δημοκρατίας του Αρτσάχ είναι από τις μακρύτερες που μπορεί κανείς να κάνει εντός της χώρας. Αυτό μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε καλύτερα και τα μεγέθη.
Με μια επιφάνεια τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, το Ναγκόρνο Καραμπαχ των εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων κατοίκων καλύπτει χώρο αντίστοιχο με αυτόν του νομού Αρκαδίας. Με μια φύση εφάμιλλης άγριας ομορφιάς. Βουνά, ποτάμια, φαράγγια, δασωμένες πλαγιές, όλα χάρμα οφθαλμών.

Και όμως, ακόμα κι εδώ ο πόλεμος έχει αφήσει το θλιβερό αποτύπωμά του.
Δίπλα στο ποτάμι, ένα τανκ που η αγορά του κάποτε κόστισε όσο η κατασκευή δέκα σχολείων, τώρα πια σκουριάζει παραδομένο στην εγκατάλειψη, με το χαμόγελο του πεσόντα υπέρ πατρίδος εικοσιοκτάχρονου οδηγού παγωμένο για πάντα σε μια επιτύμβια πλάκα…


Το μοναστήρι του Νταντιβάνκ είναι μια αρμονική λιτή κατασκευή με αδρές καθαρές γραμμές σε ταιριαστή αντίστιξη με την οργιαστική φύση που το περιβάλλει.

Χτισμένο σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, κάπου ανάμεσα στον ένατο και δέκατο τρίτο αιώνα, φέρει και την ονομασία Χουταβανκόμ που κυριολεκτικά σημαίνει «μοναστήρι στον λόφο».
Μετά από τις εικόνες καταστροφής που αντίκρισαν τα μάτια μας στη Σούσι, ο χώρος του μοναστηριού προβάλει σαν μια όαση γαλήνης, με όλη εκείνη την ιδιαίτερη ομορφιά που χαρίζει η φυσική φθορά και η πατίνα του χρόνου.

Μόνοι επισκέπτες ο Ζυρ κι εγώ, περιφερόμαστε ανενόχλητοι στον περίβολο, μπαινοβγαίνοντας στις εκκλησίες, παρατηρώντας αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και απολαμβάνοντας μέχρι το μεδούλι την άγρια ομορφιά του τοπίου.


Last edited by a moderator: