Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 263
- Likes
- 2.898
Οι λίμνες της Εδέμ
Τέταρτη μέρα και ξεκινήσαμε νωρίς για να προλάβουμε τη μέρα. Με κατεύθυνση την Πύλο, μέσα από μικρά χωριουδάκια στο στυλ περισσότερο της υπόλοιπης Πελοποννήσου παρά της Μάνης, φτάσαμε στην περιοχή του Πολυλίμνιου· ο δρόμος είναι σε σημεία χωμάτινος, αλλά τίποτα εξεζητημένο, και σε οδηγούν οι ταμπέλες αφότου φτάσεις στην Καζάρμα Μεσσηνίας. Παρκάραμε (είχε αρκετό κόσμο κατά τις 12 κι όταν φεύγαμε όλο το πάρκινγκ ήταν γεμάτο και τα αμάξια έφταναν μέχρι τον δρόμο. Γενικά σε τέτοια μέρη όσο νωρίτερα πάτε, τόσο λιγότερο κόσμο θα έχει και τόσο περισσότερο θα απολαύσετε τον μικρό Παράδεισο ανενόχλητοι.
Ακολουθήσαμε τον κατηφορικό δρόμο και μπλεχτήκαμε στα μονοπάτια του Πολυλιμνίου: μικροί καταρράχτες και βάθρες, χλωρίδα που σε σημεία, όσο ανεβαίνεις, θυμίζουν ζούγκλα, φύση που δεν περιμέναμε να δούμε στην Ελλάδα, πόσο μάλλον στην κατά τα άλλα πολυγυρισμένη Πελοπόννησο. Συνεχίσαμε ανηφορικά τους καταρράχτες, ακολουθώντας αντίθετα την πορεία του νερού, σαν να αναζητούσαμε την απαρχή του, τη νερομάνα.
Φτάσαμε στη μεγαλύτερη λιμνούλα της περιοχής, εκεί όπου ο κόσμος είναι μαζεμένος και κάνει βουτιές στα παγωμένα και καθαρά νερά (στις προηγούμενες πεταμένα φύλλα ή σε σημεία γλιτσιασμένες κοτρόνες δεν μας ενέπνεαν για βουτιές). Είδαμε ότι ο δρόμος συνέχιζε, αν και σχεδόν ως αναρρίχηση πάνω στον βράχο, με τη βοήθεια μεταλλικών σκαλοπατιών που υπήρχαν διάσπαρτα, απλώς για στήριξη. Μέχρι εκείνο το σημείο η πρόσβαση είναι εύκολη για όλους, ακόμη και για παιδιά, γι’ αυτό κι όλος ο κόσμος είναι μαζεμένος στα αρχικά αυτά σημεία, μετά ανεβαίνει λίγο η δυσκολία, αλλά όχι και τόσο ώστε να δυσκολευτεί κάποιος, ακόμη και αρχάριος στην αναρρίχηση/πεζοπορία, με όρεξη για περιπέτεια.
Σ’ αυτό το σημείο οι τέσσερις γίναμε τρεις. Συνεχίσαμε, όμως, θέλαμε να φτάσουμε μέχρι το τέλος, να το δούμε όλο. Περνούσαμε μέσα από χόρτα και σε σημεία λάσπες (προτείνονται αθλητικά και σίγουρα όχι σαγιονάρες, για να είστε άνετοι), γενικά φροντισμένο το μονοπάτι, και ναι, κι άλλοι καταρράχτες, κι άλλες λιμνούλες, με μια παραδεισένια να μας τραβά τα βλέμματα και να της υποσχόμαστε βουτιές κατά την επιστροφή μας: ελάχιστος κόσμος, καθαρά νερά, φύση που περιβάλλει με ζήλο και στυλ το τοπίο. Πανέμορφη εικόνα, να μην χορταίνεις.
Συνεχίσαμε, αναβάσεις, καταβάσεις, μέχρι και σκύλους-ορειβάτες πετύχαμε στο διάβα μας, ταξίδι στην άγρια ζούγκλα μισή ώρα από την Καλαμάτα, μέχρι που φτάσαμε σε ένα ξέφωτο, με ένα παγκάκι και τον δρόμο στα δεξιά μας, δείγμα ότι μπορούσες να φτάσεις και στο τέρμα με άλλον τρόπο. Αλλά ποια η χαρά, ένα ταξίδι είναι πολλά παραπάνω από έναν προορισμό. Υπήρχε κι ένας πάγκος, για πικνίκ, ενώ από εκεί και μετά το μονοπάτι σταματούσε, ενώ το νερό φαινόταν να έχει ακόμη δρόμο μέχρι την πηγή του.
Επιστρέψαμε γρήγορα στην πιο ερωτεύσιμη λίμνη, κάναμε μια βουτιά (μούδιασμα τα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά μετά γίνεται ευχάριστο) και δεύτερη (εδώ απλώς δροσιστήκαμε) κι ετοιμαστήκαμε για να επιστρέψουμε, γιατί ο τέταρτος της παρέας είχε μείνει πολλή ώρα μόνος του. Και πάνω που βάλαμε τα παπούτσια μας, να σου το μαύρο πρόβατο, που κατάφερε να αντιμετωπίσει τον φόβο του και μας βρήκε. Έκανε κι αυτός μια βουτιά κι επιστρέψαμε στην πρώτη λίμνη με τον πολύ κόσμο, για άλλη μια βουτιά.
Εδώ ορισμένοι σκαρφάλωναν τα βράχια και βουτούσαν από πέντε μέτρα στη λίμνη, ορισμένες εντυπωσιακές βουτιές, αλλά κανένας μας δεν τόλμησε (κάποια άλλη φορά, ίσως). Επιστρέψαμε στο αρχικό σημείο κι ακολουθήσαμε το νερό, με τη φορά του αυτή τη φορά, και φτάσαμε στις δυο τελευταίες λίμνες, που μπορεί να μην ήταν ιδανικές για μπάνιο, αλλά δεδομένης της ηρεμίας που επικρατούσε –ήμασταν μόνοι μας– το τοπίο ήταν χάρμα οφθαλμών.
Επιστρέψαμε στα αυτοκίνητα, ήπιαμε τον μισό Βόσπορο γιατί είχαμε κορακιάσει στον ανήφορο, και κινήσαμε για την Κορώνη.
Τέταρτη μέρα και ξεκινήσαμε νωρίς για να προλάβουμε τη μέρα. Με κατεύθυνση την Πύλο, μέσα από μικρά χωριουδάκια στο στυλ περισσότερο της υπόλοιπης Πελοποννήσου παρά της Μάνης, φτάσαμε στην περιοχή του Πολυλίμνιου· ο δρόμος είναι σε σημεία χωμάτινος, αλλά τίποτα εξεζητημένο, και σε οδηγούν οι ταμπέλες αφότου φτάσεις στην Καζάρμα Μεσσηνίας. Παρκάραμε (είχε αρκετό κόσμο κατά τις 12 κι όταν φεύγαμε όλο το πάρκινγκ ήταν γεμάτο και τα αμάξια έφταναν μέχρι τον δρόμο. Γενικά σε τέτοια μέρη όσο νωρίτερα πάτε, τόσο λιγότερο κόσμο θα έχει και τόσο περισσότερο θα απολαύσετε τον μικρό Παράδεισο ανενόχλητοι.
Ακολουθήσαμε τον κατηφορικό δρόμο και μπλεχτήκαμε στα μονοπάτια του Πολυλιμνίου: μικροί καταρράχτες και βάθρες, χλωρίδα που σε σημεία, όσο ανεβαίνεις, θυμίζουν ζούγκλα, φύση που δεν περιμέναμε να δούμε στην Ελλάδα, πόσο μάλλον στην κατά τα άλλα πολυγυρισμένη Πελοπόννησο. Συνεχίσαμε ανηφορικά τους καταρράχτες, ακολουθώντας αντίθετα την πορεία του νερού, σαν να αναζητούσαμε την απαρχή του, τη νερομάνα.
Φτάσαμε στη μεγαλύτερη λιμνούλα της περιοχής, εκεί όπου ο κόσμος είναι μαζεμένος και κάνει βουτιές στα παγωμένα και καθαρά νερά (στις προηγούμενες πεταμένα φύλλα ή σε σημεία γλιτσιασμένες κοτρόνες δεν μας ενέπνεαν για βουτιές). Είδαμε ότι ο δρόμος συνέχιζε, αν και σχεδόν ως αναρρίχηση πάνω στον βράχο, με τη βοήθεια μεταλλικών σκαλοπατιών που υπήρχαν διάσπαρτα, απλώς για στήριξη. Μέχρι εκείνο το σημείο η πρόσβαση είναι εύκολη για όλους, ακόμη και για παιδιά, γι’ αυτό κι όλος ο κόσμος είναι μαζεμένος στα αρχικά αυτά σημεία, μετά ανεβαίνει λίγο η δυσκολία, αλλά όχι και τόσο ώστε να δυσκολευτεί κάποιος, ακόμη και αρχάριος στην αναρρίχηση/πεζοπορία, με όρεξη για περιπέτεια.
Σ’ αυτό το σημείο οι τέσσερις γίναμε τρεις. Συνεχίσαμε, όμως, θέλαμε να φτάσουμε μέχρι το τέλος, να το δούμε όλο. Περνούσαμε μέσα από χόρτα και σε σημεία λάσπες (προτείνονται αθλητικά και σίγουρα όχι σαγιονάρες, για να είστε άνετοι), γενικά φροντισμένο το μονοπάτι, και ναι, κι άλλοι καταρράχτες, κι άλλες λιμνούλες, με μια παραδεισένια να μας τραβά τα βλέμματα και να της υποσχόμαστε βουτιές κατά την επιστροφή μας: ελάχιστος κόσμος, καθαρά νερά, φύση που περιβάλλει με ζήλο και στυλ το τοπίο. Πανέμορφη εικόνα, να μην χορταίνεις.

Συνεχίσαμε, αναβάσεις, καταβάσεις, μέχρι και σκύλους-ορειβάτες πετύχαμε στο διάβα μας, ταξίδι στην άγρια ζούγκλα μισή ώρα από την Καλαμάτα, μέχρι που φτάσαμε σε ένα ξέφωτο, με ένα παγκάκι και τον δρόμο στα δεξιά μας, δείγμα ότι μπορούσες να φτάσεις και στο τέρμα με άλλον τρόπο. Αλλά ποια η χαρά, ένα ταξίδι είναι πολλά παραπάνω από έναν προορισμό. Υπήρχε κι ένας πάγκος, για πικνίκ, ενώ από εκεί και μετά το μονοπάτι σταματούσε, ενώ το νερό φαινόταν να έχει ακόμη δρόμο μέχρι την πηγή του.
Επιστρέψαμε γρήγορα στην πιο ερωτεύσιμη λίμνη, κάναμε μια βουτιά (μούδιασμα τα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά μετά γίνεται ευχάριστο) και δεύτερη (εδώ απλώς δροσιστήκαμε) κι ετοιμαστήκαμε για να επιστρέψουμε, γιατί ο τέταρτος της παρέας είχε μείνει πολλή ώρα μόνος του. Και πάνω που βάλαμε τα παπούτσια μας, να σου το μαύρο πρόβατο, που κατάφερε να αντιμετωπίσει τον φόβο του και μας βρήκε. Έκανε κι αυτός μια βουτιά κι επιστρέψαμε στην πρώτη λίμνη με τον πολύ κόσμο, για άλλη μια βουτιά.
Εδώ ορισμένοι σκαρφάλωναν τα βράχια και βουτούσαν από πέντε μέτρα στη λίμνη, ορισμένες εντυπωσιακές βουτιές, αλλά κανένας μας δεν τόλμησε (κάποια άλλη φορά, ίσως). Επιστρέψαμε στο αρχικό σημείο κι ακολουθήσαμε το νερό, με τη φορά του αυτή τη φορά, και φτάσαμε στις δυο τελευταίες λίμνες, που μπορεί να μην ήταν ιδανικές για μπάνιο, αλλά δεδομένης της ηρεμίας που επικρατούσε –ήμασταν μόνοι μας– το τοπίο ήταν χάρμα οφθαλμών.

Επιστρέψαμε στα αυτοκίνητα, ήπιαμε τον μισό Βόσπορο γιατί είχαμε κορακιάσει στον ανήφορο, και κινήσαμε για την Κορώνη.