Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 263
- Likes
- 2.898
Κορώνη στα κεφάλια μας
Μετά το Πολυλίμνιο, κατευθυνθήκαμε προς την Κορώνη, με μια στάση για μπάνιο στην παραλία Περούλια. Λάδι η θάλασσα, μεγάλη η αμμουδιά, καθαρά και σχετικά ζεστά νερά· εμείς καθίσαμε στην δεξιά πλευρά της παραλίας που ήταν ήσυχη κι απολαύσαμε μπάνιο. Οικογενειακό κλίμα θα έλεγα ότι επικρατούσε, παραλία τόσο για παιδιά όσο και για μεγάλους. Από εκεί φαινόταν στο βάθος μέχρι κι η Κορώνη και το κάστρο της.
Στη συνέχεια κινηθήκαμε προς την καστροπολιτεία, να προλάβουμε εκεί το ηλιοβασίλεμα. Αρχικά περπατήσαμε παραλιακά, περατζάδα πλάι στο κάστρο, από τη μία ο επιβλητικός πέτρινος όγκος, από την άλλη τα κύματα. Φτάσαμε σε μια παραλία –χοντρό βότσαλο μου φάνηκε, που δεν μου γέμισε το μάτι, αν και το να κολυμπάς δίπλα στα τείχη του κάστρου είναι θελκτική επιλογή–, κι είσοδος για το κάστρο πουθενά, οπότε καταλάβαμε ότι το είχαμε πάρει λάθος (τέτοια λάθη σπάνια βέβαια δεν σου βγαίνουν σε καλό), οπότε γυρίσαμε πίσω και μέσα από τα στενά σοκάκια –άθλια για οδήγηση, αλλά όμορφα για βόλτα– που πάλι μου θύμιζαν νησί, ανεβήκαμε στο κάστρο.
Πρόκειται για μια καστροπολιτεία, όπου μένουν ακόμη κάτοικοι σε σπίτια του οικισμού, τα απομεινάρια του οχυρού παραμένουν σε καλή κατάσταση, τα νεκροταφεία –παλιά και νέα– έδιναν το παρόν σε μεγάλη αναλογία, η θέα της Κορώνης αποζημιώνει για το περπάτημα –που μεταξύ μας δεν είναι και τίποτα από άποψη διάρκειας, απόστασης ή κόπου– και νομίζω ότι έκανε την προτελευταία μέρα του ταξιδιού μας την πληρέστερη όλων (ιστορία/πολιτισμός, φύση, παραλία).
Και την πιο περιπετειώδη να προσθέσω, καθώς αισθάνθηκα για λίγο Ιντιάνα Τζόουνς – όσο Τζέιμς Μποντ, υποθέτω, αισθάνεται ένα πεντάχρονο όταν πηδάει κατευθείαν στο έδαφος από το δεύτερο σκαλοπάτι. Φτάσαμε σε ένα σημείο με θέα, όπου σκαλιά οδηγούσαν κάτω, μες στη γη, αλλά αυτό το κάτω ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι. Φακός στο κινητό και αργό περπάτημα στο κεκλιμένο δάπεδο, με πέτρες που γλιστρούσαν. Οι υπόλοιποι δεν κατέβηκαν, εγώ έβλεπα μια χαραμάδα φωτός και ολίσθαινα στην τσουλήθρα, ορισμένα ανοίγματα στο πλάι (παράθυρα) μου έδειχναν ότι υπήρχε ζουμί και μετά κόπων και βασάνων, με ανοιχτό το βίντεο του κινητό και τον φακό, ζώντας το δικό μου Blair Witch Project –spoiler alert: η κάμερα έπαψε να δείχνει στο μισό λεπτό–, ή το Decent για να είμαι πιο ακριβής, κατέληξα σε μια ψηλή αίθουσα, με μια χοντρή κολόνα στο κέντρο της για στήριγμα και μικρά παραθυράκια στις άκρες να μπαίνει φως, συν μια είσοδο. Μπορεί να μην ανακάλυψα τον τάφο του Μεγαλέξανδρου αλλά μια φορά το χάρηκα και θα έχω να το θυμάμαι. Έπειτα άκουσα τις φωνές των υπολοίπων –που με είχαν αφήσει στο έλεος της μοίρας– να περνάνε από κοντά μου, βγήκα από την έξοδο και συνεχίσαμε απτόητοι τη διαδρομή.
Επιστρέψαμε στην παραλιακή, φάγαμε το ψαράκι και τα θαλασσινά μας, όσο ο ήλιος χανόταν πίσω από τους λόφους της Μεσσηνίας. Φτάσαμε βραδάκι στην Καλαμάτα, για άλλη μια φορά κουρασμένοι, αποφασισμένοι να τη ζήσουμε by night όπως της άρμοζε. Ξεκινήσαμε με όρεξη για το κάστρο –η ιδιοκτήτρια του σπιτιού μας είχε πει ότι είναι μικρή η απόσταση με τα πόδια– αλλά το κάστρο ήταν άδειο, η περιοχή εκεί γύρω ερημική και δεν βρήκαμε τα μαγαζιά της Παλιάς Πόλης, οπότε επιστρέψαμε στο αμάξι, κάναμε μια μικρή βόλτα και καταλήξαμε στην παραλιακή για γλυκό στον Αθανασίου. Ό,τι φάγαμε ήταν νόστιμο κι επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας για την τελευταία νύχτα των διακοπών μας, γεμάτοι και ψυχολογικά σχεδόν έτοιμοι να επιστρέψουμε στην Αθήνα.
Μετά το Πολυλίμνιο, κατευθυνθήκαμε προς την Κορώνη, με μια στάση για μπάνιο στην παραλία Περούλια. Λάδι η θάλασσα, μεγάλη η αμμουδιά, καθαρά και σχετικά ζεστά νερά· εμείς καθίσαμε στην δεξιά πλευρά της παραλίας που ήταν ήσυχη κι απολαύσαμε μπάνιο. Οικογενειακό κλίμα θα έλεγα ότι επικρατούσε, παραλία τόσο για παιδιά όσο και για μεγάλους. Από εκεί φαινόταν στο βάθος μέχρι κι η Κορώνη και το κάστρο της.

Στη συνέχεια κινηθήκαμε προς την καστροπολιτεία, να προλάβουμε εκεί το ηλιοβασίλεμα. Αρχικά περπατήσαμε παραλιακά, περατζάδα πλάι στο κάστρο, από τη μία ο επιβλητικός πέτρινος όγκος, από την άλλη τα κύματα. Φτάσαμε σε μια παραλία –χοντρό βότσαλο μου φάνηκε, που δεν μου γέμισε το μάτι, αν και το να κολυμπάς δίπλα στα τείχη του κάστρου είναι θελκτική επιλογή–, κι είσοδος για το κάστρο πουθενά, οπότε καταλάβαμε ότι το είχαμε πάρει λάθος (τέτοια λάθη σπάνια βέβαια δεν σου βγαίνουν σε καλό), οπότε γυρίσαμε πίσω και μέσα από τα στενά σοκάκια –άθλια για οδήγηση, αλλά όμορφα για βόλτα– που πάλι μου θύμιζαν νησί, ανεβήκαμε στο κάστρο.
Πρόκειται για μια καστροπολιτεία, όπου μένουν ακόμη κάτοικοι σε σπίτια του οικισμού, τα απομεινάρια του οχυρού παραμένουν σε καλή κατάσταση, τα νεκροταφεία –παλιά και νέα– έδιναν το παρόν σε μεγάλη αναλογία, η θέα της Κορώνης αποζημιώνει για το περπάτημα –που μεταξύ μας δεν είναι και τίποτα από άποψη διάρκειας, απόστασης ή κόπου– και νομίζω ότι έκανε την προτελευταία μέρα του ταξιδιού μας την πληρέστερη όλων (ιστορία/πολιτισμός, φύση, παραλία).

Και την πιο περιπετειώδη να προσθέσω, καθώς αισθάνθηκα για λίγο Ιντιάνα Τζόουνς – όσο Τζέιμς Μποντ, υποθέτω, αισθάνεται ένα πεντάχρονο όταν πηδάει κατευθείαν στο έδαφος από το δεύτερο σκαλοπάτι. Φτάσαμε σε ένα σημείο με θέα, όπου σκαλιά οδηγούσαν κάτω, μες στη γη, αλλά αυτό το κάτω ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι. Φακός στο κινητό και αργό περπάτημα στο κεκλιμένο δάπεδο, με πέτρες που γλιστρούσαν. Οι υπόλοιποι δεν κατέβηκαν, εγώ έβλεπα μια χαραμάδα φωτός και ολίσθαινα στην τσουλήθρα, ορισμένα ανοίγματα στο πλάι (παράθυρα) μου έδειχναν ότι υπήρχε ζουμί και μετά κόπων και βασάνων, με ανοιχτό το βίντεο του κινητό και τον φακό, ζώντας το δικό μου Blair Witch Project –spoiler alert: η κάμερα έπαψε να δείχνει στο μισό λεπτό–, ή το Decent για να είμαι πιο ακριβής, κατέληξα σε μια ψηλή αίθουσα, με μια χοντρή κολόνα στο κέντρο της για στήριγμα και μικρά παραθυράκια στις άκρες να μπαίνει φως, συν μια είσοδο. Μπορεί να μην ανακάλυψα τον τάφο του Μεγαλέξανδρου αλλά μια φορά το χάρηκα και θα έχω να το θυμάμαι. Έπειτα άκουσα τις φωνές των υπολοίπων –που με είχαν αφήσει στο έλεος της μοίρας– να περνάνε από κοντά μου, βγήκα από την έξοδο και συνεχίσαμε απτόητοι τη διαδρομή.

Επιστρέψαμε στην παραλιακή, φάγαμε το ψαράκι και τα θαλασσινά μας, όσο ο ήλιος χανόταν πίσω από τους λόφους της Μεσσηνίας. Φτάσαμε βραδάκι στην Καλαμάτα, για άλλη μια φορά κουρασμένοι, αποφασισμένοι να τη ζήσουμε by night όπως της άρμοζε. Ξεκινήσαμε με όρεξη για το κάστρο –η ιδιοκτήτρια του σπιτιού μας είχε πει ότι είναι μικρή η απόσταση με τα πόδια– αλλά το κάστρο ήταν άδειο, η περιοχή εκεί γύρω ερημική και δεν βρήκαμε τα μαγαζιά της Παλιάς Πόλης, οπότε επιστρέψαμε στο αμάξι, κάναμε μια μικρή βόλτα και καταλήξαμε στην παραλιακή για γλυκό στον Αθανασίου. Ό,τι φάγαμε ήταν νόστιμο κι επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας για την τελευταία νύχτα των διακοπών μας, γεμάτοι και ψυχολογικά σχεδόν έτοιμοι να επιστρέψουμε στην Αθήνα.