Πορτογαλία Οι περιπέτειες του τρίο Αζόρες στην Πορτογαλία.

Μηνύματα
1.666
Likes
1.327
Επόμενο Ταξίδι
Κρακοβία-Βαρσοβία
Ονειρεμένο Ταξίδι
...Ιθάκη...

Μια αναποδιά, μια βιβλική καταστροφή και ένα ατύχημα.
Ή αλλιώς πως τρεις ατυχήσασες μετατράπηκαν στο τρίο Αζόρες.​


Την αρχή έκανε η Υβόννη. Την κεράσαμε τσικουδιές και ρακόμελα στο σαλόνι μου, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια και ακούγαμε γεμάτες κατανόηση τις ατέρμονες συζητήσεις με το αφεντικό της. Κατάληξη, δεν μπορεί να πάρει άδεια την εποχή που θέλει και δεν μπορεί να πάει το ταξίδι που οργάνωνε. Κουνούσαμε γεμάτες κατανόηση το κεφάλι μας. Μεγάλο κρίμα.

Ένα μέρος του μυαλού μας όμως αρμένιζε στην προοπτική των δικών μας διακοπών. Η Τραβελίνα το κανόνιζε εδώ και καιρό, είχαν οργανώσει διαδρομές, μετακινήσεις, διαμονές, είχαν πάρει πληροφορίες από άτομα που είχαν ήδη πάει. Ναι πολύ κρίμα που οι καλοκαιρινές διακοπές της Υβόννης άλλαζαν ρότα, αλλά το σίγουρο ήταν πως εκείνη το Πάσχα θα ήταν στην Ιαπωνία. Και μετά ήρθε ένας σεισμός, ακολούθησε ένα τσουνάμι, και τέλος η απειλή μιας πυρηνικής καταστροφής. Η Τραβελίνα μας, έμεινε να κοιτάζει με άδειο βλέμμα τον χάρτη μιας χώρας που καταστρεφόταν ενώ αυτή ήταν κυριολεκτικά με τα εισιτήρια στο χέρι. Μεγάλο κρίμα.

Ξαναβρεθήκαμε λοιπόν στο σαλόνι μου, και όσο η Υβόννη κρατούσε όλο συμπόνια το χέρι της Τραβελίνας, εγώ πηγαινοερχόμουν στην κουζίνα για ανεφοδιασμό σε τσικουδιές και ρακόμελα. Και ενώ στο σαλόνι μου συμπονούσα το δράμα μιας φίλης που έβλεπε το ταξίδι των ονείρων της να ματαιώνεται, στην κουζίνα ανυπομονούσα για την κοιλάδα Όμο, τους ιθαγενείς καλυμμένους με χρώματα, τις πηγές του Νείλου, τα βουνά Μπάλε. Σε λίγες μέρες θα κλείναμε εισιτήρια για Αιθιοπία. Και μετά συνέβη εκείνο το ατύχημα, και τα σχέδια της παρέας ανεστάλησαν επ’ αόριστο. Βρέθηκα λοιπόν μαζί με τις άλλες δύο στο σαλόνι μου και πάλι. Αυτή την φορά το μυαλό μας δεν αρμένιζε πουθενά, είχαμε και οι τρεις απλανές βλέμμα και το καραφάκι της τσικουδιάς δεν φτουρούσε. Μεγάλο κρίμα.

Την καθοριστική κουβέντα την είπε η Τραβελίνα
- Θα πάμε στην Πορτογαλία
- Σε ποια Πορτογαλία, ρώτησα ως φωστήρας της παρέας.
- Υπάρχουν πολλές;
- Ναι αλλά εγώ είχα κανονίσει για Αφρική, αντέτεινα.
- Ε, τώρα θα κανονίσεις για Ευρώπη.
- Εγώ μπορώ να φύγω μετά τις 15 Ιούλη, ανακοίνωσε η Υβόννη
- Θα πάμε 15 με30 τότε.
- Εμένα θα μου αρέσει; Αναρωτήθηκα συνεχίζοντας τον ρόλο το φωστήρα.
- Θα σου αρέσει, θα πάμε και Αζόρες.
- Που! εκεί που χάθηκε το ζευγαράκι του Μπόστ;
- Ναι, μόνο που εμείς δεν θα χαθούμε, αποφάσισε η Μελίνα
- Ούτε είμαστε ζευγαράκι, με πληροφόρησε η Υβόννη.


Έτσι άρχισε το διάβασμα και η έρευνα. Οι ιθαγενείς της Αιθιοπίας, αντικαταστάθησαν με τα Αζουλέζους, και η ιντζέρα με τον μπακαλιάρο. Είχα βαλθεί να διαβάζω τον οδηγό της Michelin ψάχνοντας να βρω στις πληροφορίες του αυτό που θα με ενθουσίαζε και θα με έκανε να λαχταρώ την ώρα που θα έφτανα στην Πορτογαλία, και αν άξιζαν οι Αζόρες. Είχα ακόμα τις αμφιβολίες μου . Και μετά στράφηκα στις ιστορίες του φόρουμ, και διάβασα τον ενθουσιασμό της Anny, την αγάπη της Mary_a , την λαχτάρα του Sporm και είδα τις φωτογραφίες της Getxowoman. Κανείς δεν είχε να αναφέρει τίποτε για τις Αζόρες. Τι σύμβαινε όμως με την Λισαβόνα; Τι ήταν αυτό που κέρδισε τόσο πολύ τους συμφορουμίτες μου στην Πορτογαλία;
Εγώ θα το ανακάλυπτα;
Δεν άργησα να ανακαλύψω τις ανέσεις που θα μου πρόσφερε αυτό το ταξίδι. Μετά από τόσα χρόνια όπου τις περισσότερες μέρες των διακοπών μου χανόμουν στα βάθη της Ασίας, η Πορτογαλία μου φάνηκε σαν βόλτα στην γειτονιά μου. Κατάλογοι, φάρμακα και απολυμαντικά αγνοήθηκαν. Ότι ήθελα θα το έβρισκα και εκεί. Ο οδηγός που άλλοτε αποτελούσε το σημαντικότερο βοήθημα μου στο ταξίδι αυτή την φορά ήταν απλώς ένα ακόμα στοιχείο. Αρκούσε ένα κλικ στις αναζητήσεις του φόρουμ και οι περισσότερες απορίες μας λυνόντουσαν με τον πλέον ασφαλή τρόπο. Η Τραβελίνα αντέγραψε στοιχεία από ιστορίες των μελών η Υβόννη απέσπασε πολύτιμες πληροφορίες από άλλα προσφιλή μέλη της και εγώ τύπωσα τις οδηγίες της Stellanna. Οι εμπειρίες μελών είχαν πολύ περισσότερο βάρος από τις απρόσωπες πληροφορίες της Michelin. Αισθανόμουν ασφαλής.

Η πτήση μας είχε προγραμματιστεί μια βάρβαρη πρωινή ώρα (5:20 π.μ. παρακαλώ). Επιβιβαστήκαμε με μια ελαφριά καθυστέρηση και το ταξίδι μας άρχισε. Θα μέναμε τέσσερις μέρες στην Πορτογαλική πρωτεύουσα, μετά θα φεύγαμε για Αζόρες. Στο Sao Miguel των Αζορών θα μέναμε επίσης τέσσερις μέρες, μετά θα πετούσαμε στο Πόρτο όπου θα μέναμε (μαντέψτε!) άλλες τέσσερις μέρες. Από το Πόρτο θα γυρίζαμε Λισαβόνα και θα παίρναμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Σχέδιο απλό, κατανοητό και ευέλικτο.

Η πρώτη εντύπωση που είχα από την Λισαβόνα ήταν η άπλα των μεγάλων κεντρικών της πλατειών. Καθίσαμε εκ του προχείρου σε ένα καφέ στην Rossio, απέναντι από το άγαλμα του Πέτρου Δ΄, ένα από τα πιο ψηλά αγάλματα της πόλης, με τέσσερα αλληγορικά πρόσωπα στην βάση του που παριστάνουν την Δικαιοσύνη, τη Δύναμη, τη Σοφία και την Εγκράτεια.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_CIMG6614.jpg


Όμως δεν ήταν ούτε το άγαλμα, ούτε τα κτίρια που περικύκλωναν την πλατεία, ούτε τα σιντριβάνια που υπήρχαν αριστερά και δεξιά του αγάλματος που μου προκαλούσαν θαυμασμό και έξαψη, μια παρόρμηση να σηκωθώ και να περπατήσω στα σοκάκια της πόλης. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα ακόμα να προσδιορίσω , κάτι που με έκανε να λαχταρώ αυτήν την πόλη.

Αφού απολαύσαμε τον καφέ μας, και πήραμε την πρώτη μας γεύση από τα χαρακτηριστικά γλυκά τους με σφολιάτα και κρέμα (είχα και την «αλληγορική Εγκράτεια» απέναντι δεν μπορούσα να τα πολυχαρώ), ξεκινήσαμε για την πλατεία Restauradores. Σταθήκαμε για μερικές φωτογραφίες έξω από το Εθνικό Θέατρο, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά κτίρια της περιοχής, η αλήθεια είναι ότι παρόλη την πλούσια διακόσμηση του με αγάλματα και τις μνημειώδεις κολόνες του, το θυμάμαι περισσότερο ως ένα μέρος που παρολίγο να είχε την έδρα της άλλοτε η Ιερά Εξέταση. Δεν περπατήσαμε και πολύ οι δύο πλατείες βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, και μοιάζουν αρκετά. Στο κέντρο αυτής της πλατείας υπάρχει ένα επίσης πολύ ψηλό μνημείο για να υπενθυμίζει τον πόλεμο της Παλιγγενεσίας. Πρώτη μας στάση το Palacio Foz . Ένα πανέμορφο κτίριο που σήμερα στεγάζει το γραφείο τουριστικών πληροφοριών. Από εκεί προμηθευτήκαμε ενημερωτικά φυλλάδια και χάρτες, αλλά δυστυχώς το γραφείο περιοριζόταν μόνο στο άνετο χώρο της εισόδου του κτιρίου και δεν είχαμε την ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στις υπόλοιπες αίθουσες του. Περάσαμε μια βόλτα από τον Estacao do Rossio, ωραιότατος σταθμός τρένου, παραδοσιακός με τα αζουλέζους του, με τις πύλες του με τα όλα του, και πήγαμε να πάρουμε θέση στην ουρά του Elevador de Santa Justa που θα μας ανέβαζε στο Chiado. Η κατασκευή από μόνη της ήταν εντυπωσιακότατη. Εντυπωσιακό ήταν επίσης και το γεγονός ότι το 1901 είχαν την έμπνευση να κατασκευάσουν ένα τέτοιο ανελκυστήρα. Φορτωθήκαμε στην καμπίνα του μαζί με καμιά εικοσαριά άλλους και αυτό μας ανέβασε άνετα σε μια πλατφόρμα όπου στα πόδια μας απλωνόταν όλη η Λισαβόνα έως τις όχθες του Τάγου.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG028.jpg


Είναι πάντοτε ευχάριστο να βλέπεις μια πόλη από ψηλά, όμως η Λισαβόνα έχει μια ιδιαίτερη χάρη. Από εκεί λοιπόν κατάφερα να εντοπίσω τι μου προκαλούσε αυτήν την αίσθηση αναστάτωσης. Εκτός των κτιρίων με τις περίεργες τεχνοτροπίες, εκτός των ψηλών αγαλμάτων και της πλούσιας ιστορίας της αυτή η πόλη είναι παιχνιδιάρα. Από τις κόκκινες στέγες της προεξέχουν σοφίτες με τα χαρακτηριστικά τους παράθυρα σε διάφορα μεγέθη, σχήματα και ύψη και σε κάνουν να φαντάζεσαι, μικρά δωμάτια, μυστικούς κρυψώνες, σκονισμένα μπαούλα. Οι τοίχοι των σπιτιών γυαλίζουν στον ήλιο επενδυμένοι με τα αζουλέζους τους, με τα έντονα χρώματα και τα τολμηρά σχέδια που μόνο ένα πινέλο με παιδικό θράσος θα μπορούσε να ζωγραφίσει . Τα πεζοδρόμια γεμίζουν τα μάτια με τα επαναλαμβανόμενα σχέδια στα ψηφιδωτά τους. Πότε μαίανδροι, πότε κύματα, πότε γεωμετρικά σχέδια.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_P028.jpg


Και σε όλα αυτά έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα τραμ και τελεφερίκ που μοιάζουν με υπερμεγέθη παιδικά παιχνίδια. Αυτή η μποέμικη ξεγνοιασιά της πόλης είναι που δίνει μια γλυκιά αίσθηση χαλάρωσης. Μείναμε να κοιτάζουμε την πόλη από το κάστρο της που ορθωνόταν πίσω μας μέχρι τον Τάγο που απλωνόταν μπροστά μας. Όταν πλέον αποφασίσαμε ότι το θέαμα δεν χορταίνεται, περάσαμε την μικρή γέφυρα που οδηγεί στην πλατεία της ingleja do carmo οπου φιλοξενείται το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Καθίσαμε για λίγο στην παχιά σκιά των δέντρων και μετά κατηφορίσαμε προς την Rossio κατεβαίνοντας πολλά μα πάρα πολλά σκαλοπάτια, γεμάτα με ταβερνάκια, τραπέζια και τουρίστες. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας για να ξεκουραστούμε, με την ανακουφιστική διαπίστωση ότι είχαμε κάνει σωστή επιλογή, η Λισαβόνα ήταν γεμάτη υποσχέσεις.
Μετά από την σύντομη ξεκούραση μας, ξαναπήραμε τους δρόμους. Κατηφορίσαμε μέχρι τον Τάγο. Ήμασταν μόνο μισή μέρα στην Πορτογαλία , αλλά είχαν αρχίσει ήδη να φανερώνονται οι ταξιδιωτικές ικανότητες της καθεμιάς μας. Η Τραβελίνα ήταν ικανότατη στην οργάνωση. Το μυαλό της κατάστρωνε άμεσα το πιο άνετο πρόγραμμα και είχε τον αέρα του οδηγού. Η Υβόννη πάλι είχε το χάρισμα του προσανατολισμού. Μια ματιά στο χάρτη, μια ματιά στον δρόμο και μετά ανακοίνωνε όλο σιγουριά, «θα πάμε από κει». Κι εγώ … … εγώ … … εγω…. Πάμε πάλι. Λοιπόν, η Τραβελίνα είναι οργανωτική, η Υβόννη έχει προσανατολισμό, και εγώ … ... … Καλά να θυμηθώ να σβήσω αυτήν την παράγραφο πριν δημοσιεύσω το κείμενο.

Η κατηφόρα μας έβγαλε στην Praca do Comercio. Μια πολύ μεγάλη τετράγωνη πλατεία περιστοιχισμένη στις τρεις πλευρές της από ομοιόμορφα κτίρια, στολισμένα με ψηλές πέτρινες αψίδες. Η τέταρτη πλευρά της είναι ο Τάγος. Στο κέντρο της πλατείας υψώνεται το μπρούτζινο άγαλμα του έφιππου βασιλιά Ιωσήφ Α, ο οποίος φέρνει καταπληκτικά στο Μέγα Αλέξανδρο, αν μου επιτρέπεται η παρατήρηση. Για μένα τα εντυπωσιακό αυτής της πλατείας ήταν μια επιβλητική αψίδα θριάμβου στο βόρειο τμήμα της πλατείας. Θα την βλέπαμε συχνά τις επόμενες μέρες γιατί από κει παίρναμε συνήθως τα λεωφορεία και τα τραμ.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_62.jpg




Από εκεί πήραμε το λεωφορείο που μας πήγε στο Parque das Nacoes. Η φαντασία είχε σταθεί περισσότερο στο Parque και λιγότερο στο Nacoes. Έτσι απογοητεύτηκα λίγο όταν διαπίστωσα ότι δεν ήμασταν σε έναν κατάφυτο κήπο, με παγκάκια και σιντριβάνια, αλλά σε ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο με περίεργα κτίρια, εμπορικά κέντρα και τελεφερίκ που τελείωνε στον Τάγο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_1e46f600.jpg


Φάγαμε κάτι στο πόδι και μπήκαμε στο Ενυδρείο.

Εδώ πάλι η φαντασία μου ικανοποιήθηκε πλήρως. Στην μεγάλη κεντρική δεξαμενή η προσοχή μας στρεφόταν περισσότερο στους καρχαρίες, αλλά και στα ψάρια που με τα απλωτά πτερύγια τους ήταν πολύ διαφορετικά. Εντύπωση μου έκαναν και κάποια μεγάλα ψάρια με ένα ύφος κατσούφικο και παραπονιάρικο, όπως αυτό που παίρνω εγώ όταν δεν με αφήνουν να πάρω δεύτερη μερίδα παγωτό.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_51.jpg


Στον χώρο γύρω από την δεξαμενή υπήρχε ποικιλία καθισμάτων. Η λίγη ώρα που περάσαμε ξαπλωμένες σχεδόν σε έναν τεράστιο άνετο καναπέ κοιτάζοντας τα ψάρια μπροστά μας ήταν από τις πιο χαλαρωτικές εκείνης της ημέρας. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν ήχοι της θάλασσας και των κυμάτων αλλά οι φωνές των μυρίων παιδιών γύρω μας, δεν μας επέτρεπε αυτή την επιπλέον απόλαυση. Το ενυδρείο διέθετε και εξωτερικούς στεγασμένους χώρους, με πιγκουΐνους, λίμνες με καθαρά νερά που μέσα τους βλέπαμε κοράλλια και πολύχρωμα μικρά ψάρια του Ινδικού Ωκεανού και διάφορα άλλα είδη, αμφίβια ή μη. Την αγάπη των φιλενάδων μου απέσπασαν οι ενυδρίδες. Κάτι μαλλιαρά πλασματάκια με χαριτωμένο πρόσωπο, που είχαν απλώσει την αρίδα τους στο νερό και ξύνονταν συνεχώς.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_60.jpg


Εμένα πάλι μου έκαναν πολύ εντύπωση κάτι ιππόκαμποι που είχαν φύλλα σαν να ήταν κλαριά δέντρου.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_47.jpg


Τελειώνοντας περάσαμε και από την αίθουσα με τις χελώνες. Ωραία αίθουσα δεν λέω αλλά από χελώνες δεν καταφέραμε να δούμε και πολλά.
Κάναμε μια όμορφη βόλτα κατά μήκους του Τάγου και γυρίσαμε στο κέντρο με το μετρό.

Για το βραδινό μας είχαμε διαλέξει μια μπυραρία με μια μεγάλη αίθουσα διακοσμημένη με αζουλέζους που μας είχε εντυπωσιάσει στην πρωινή μας βόλτα. Κάτσαμε στον ήσυχο κήπο της. Παραγγείλαμε φαγητό και sagres. Για αρχή η Υβόννη ήπιε μια κόκκινη, εγώ μια ξανθιά, και η Τραβελίνα μια μαύρη. Στην μέση του φαγητού, παρήγγειλα εγώ μια κόκκινη, η Υβόννη μια μαύρη και η Τραβελίνα μια ξανθιά. Με το τέλος του φαγητού, εγώ πήρα μια μαύρη, η Υβόννη μια ξανθιά και η Τραβελίνα μια κόκκινη. Στο επιδόρπιο αποφάσισα ότι εμένα μου άρεσε περισσότερο η κόκκινη. Έτσι ήπια πάλι μια κόκκινη, η Τραβελινα μια μαύρη και η Υβόννη μια κόκκινη σαν εμένα. Όμως βλέποντας την προτίμηση της Τραβελίνας στην μαύρη είπα να την ξαναδοκιμάσω, η Τραβελίνα είπε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην ξανθιά, και η Υβόννη επέμεινε στην κόκκινη. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Όμως το καλό ήταν πως την επόμενη μέρα ξύπνησα στο κρεβάτι μου.
Για τα ταξίδια έχουμε την ίδια νοοτροπία που έχουμε και για τους ανθρώπους, ενώ ξέρουμε ότι το κάθε ένα από αυτά είναι μοναδικό, επιμένουμε να τα συγκρίνουμε μεταξύ τους.
Έτσι και εγώ δεν απέφευγα τις συγκρίσεις ενός ταξιδιού στην Ασία με ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Μια από τις διαφορές που επιβεβαιώνω κάθε φορά είναι φωτογραφική. Όταν πχ στην Ινδία φωτογραφίσω τα πολύχρωμα βουναλάκια φρούτων σε μια υπαίθρια αγορά την στιγμή που από μπροστά τους περνάει μια ντόπια με πολύχρωμο σάρι, ένα μωρό δεμένο στην πλάτη και ένα μπόγο στο κεφάλι, τότε η φωτογραφία μου έχει τρελή επιτυχία. Ενώ στην Πορτογαλία ο ντόπιος συνταξιούχος με τσάκιση στο παντελόνι και καρό πουκαμισάκι δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο ενθουσιασμό όταν μπαστακώνεται με την εφημερίδα του μπροστά στο σπιτάκι με τα ωραιότατα αζουλέζους που θέλω να φωτογραφίσω.

Στο θέμα μας τώρα.

Έχει ξημερώσει η δεύτερη μέρα μας, έχουμε πάρει το πρωινό μας και είμαστε στην ξανά στην Praca do Comercio για να πάρουμε το λεωφορείο. Για κακή τύχη των άλλων δύο, ο οδηγός μου έχει μια πρόσθετη πληροφορία για αυτήν την πλατεία. Σε αυτήν λέει το 1908 δολοφονήθηκε ο Βασιλέας Κάρλος μετά της γυναικός του Πριγκίπισσας Λουΐζας. Ξεσηκωμένη από νοσηρή περιέργεια , χαρακτηριστικό όλων των γεροντοκορών που κυνηγάνε τις συγκινήσεις, επιμένω να κάνω το γύρω της πλατείας για να ανακαλύψω το σημείο δολοφονίας του. Συμμεριζόμενες την φιλομάθεια μου οι άλλες δύο, κουνάνε συναινετικά το κεφάλι τους, προσποιούμενες ότι συμφωνούν, αμέσως μετά όμως με βουτάνε από το μαλλί και με χώνουν μέσα στο λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στο mosteiro dos Jeronimos.

Φτάνοντας γίναμε μέρος μιας μεγάλης ουράς τουριστών που περίμενε υπομονετικά για να μπει στο μοναστήρι. Το εξωτερικό τείχος ήταν λιτό με τις γραμμές των τούβλων του να διαγράφονται σαν ζωγραφισμένες, πάνω από το τοίχος πρόβαλαν κωνικοί τρούλοι. Η ώρα μας περνούσε ευχάριστα τραβώντας φωτογραφίες. Εδώ έκανα μια ακόμα φωτογραφική διαπίστωση. Όταν στην φωτογραφία που είσαι έτοιμη να τραβήξεις χωθεί ένας αδιάφορος Ιάπωνας τουρίστας εκνευρίζεσαι που σου χαλάει το φόντο. Όταν όμως σταματήσει ακριβώς μπροστά καλοσχηματισμένος νεαρός με ανεπτυγμένους δελτοειδής να φουσκώνουν κάτω από το μακό του, δεν εκνευρίζεσαι, απλώς ξεχνάς εντελώς το αξιοθέατο και ζουμάρεις στον νεαρό. Δεν περιμέναμε πολύ, στην τρίτη πόζα του νεαρού η ουρά κινήθηκε μπροστά μας και βρεθήκαμε στο κύριο προαύλιο του κτιρίου.

Εγώ που λέτε δεν τυγχάνω ιδιαίτερης πολιτιστικής μόρφωσης. Όταν λοιπόν διάβαζα ότι το μοναστήρι είναι το «jewel of Manueline art», ουδόλως ήμουν προετοιμασμένη για αυτό που θα αντίκριζα. Από τον οδηγό μου έμαθα μερικά στοιχεία για αυτήν τέχνη. Σε ελεύθερη μετάφραση έλεγε ότι οι αρχιτέκτονες της εποχής επωφελούμενοι από τον πλούτο που ο Βάσκο ντε Γκάμα είχε διασκορπίσει στην Λισσαβώνα, ρίχνονται σε ένα υπεραισιόδοξο έργο μεγάλης κλίμακας. Έτσι ο καθένας υιοθετεί ένα στυλ το οποίο τροποποιείται από τον διάδοχο του κ.ο.κ. Σε αυθαίρετη μετάφραση όλο το πάρα πάνω προειδοποιεί για ένα κτίσμα παραδομένο σε ένα ατελείωτο τουρλού τουρλού στυλ και τάσεων. Αφού πέρασε λοιπόν από σαράντα τροποποιητικές, έξι αιώνες αργότερα το αποτέλεσμα ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας.
Τι να σας πω; καλύτερα να έμενα στην πλατεία να ψάχνω που δολοφονήθηκε ο μεγαλειότατος . Καμάρες, τρούλοι, σκαλισμένες εσοχές, σκαλισμένες εξοχές, γραμμές, λουλούδια, ρόμβοι. Όλα μαζί και ταυτοχρόνως, γεμίζουν κάθε ελεύθερη επιφάνεια του κτιρίου. Η Υβόννη πίσω μου παραπονιέται ψιθυριστά, «με πόνεσαν τα μάτια μου από το πολύ μπλιμπίκι», η Τραβελίνα μας πάλι είναι πιο επιστημονική, «έχετε ακούσει για τον ‘τρόμο του κενού’; Μάλλον κάπως έτσι αναπτύχθηκε.» . Η ματιά μου προσπαθεί να ξεκουραστεί σε ένα λιτό χώρο αλλά δεν τον βρίσκει. Εκτελούμε με επιμέλεια το τουριστικό μας καθήκον. Επισκεπτόμαστε τα κύρια μέρη του μοναστηριού και μετά αποχωρούμε. Το μόνο που μου άρεσε σε αυτόν τον χώρο ήταν τα βιτρό στα παράθυρα του ναού.

Μια βόλτα στις όχθες του Τάγου είναι αρκετή για να μας φτιάξει το κέφι και μετά μπροστά μας ξεπροβάλει ο Πύργος του Belem (πύργος της Βηθλεέμ) γλυκούτσικος, στρουμπουλός και παιχνιδιάρικος. Λευκός, κυλινδρικός με νταντελένια μπαλκόνια και μια κινητή γέφυρα, δικαίως θεωρείται εκπληκτικό δείγμα της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα. Διαβάζοντας πως είναι ανάμειξη ρομαντικού-γοτθικού-μαυριτανικού ρυθμού δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως εδώ το τουρλού τουρλού τους πέτυχε πλήρως.
Η επόμενη στάση μας είναι στο πολύ χαρακτηριστικό μνημείο των εξερευνητών. Το λαχταρούσα από τον καιρό που είχα δει την πολύ πετυχημένη φωτογραφία της Πανδώρας. Το μνημείο βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία στις όχθες του Τάγου, αριστερά του φαίνεται η μεγάλη γέφυρα που συνδέει τις δύο πλευρές του ποταμού και στο βάθος του άγαλμα του Ιησού με τα χέρια απλωμένα απομίμηση αυτού του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Γυρίζουμε την πλάτη μας στο ποτάμι και κατευθυνόμαστε προς το Μουσείο των Αμαξών.

Ήταν πραγματικά ένα παράξενο Μουσείο. Υπήρχαν άμαξες διακοσμημένες με πολύ όμορφες ζωγραφιές της εποχής, ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις μεγάλης αξίας και ανάγλυφες παραστάσεις.

Γυρίζουμε στους κεντρικούς δρόμους, και γευματίζουμε σε έναν από τους κάθετους δρόμους της Rua Augusta. Σε αυτό το επισήμως δεύτερο γεύμα μας στην Λισσαβώνα έχουμε αρχίσει να διαμορφώνουμε μια ιδέα για τις συνήθειες τους στο φαγητό και το σερβίρισμα. Καταρχήν εμένα αυτή η τακτική να φέρνουν ένα μικρό παραδοσιακό ορεκτικό στην αρχή, μου φάνηκε πολύ βολική. Έτσι είχαμε την ευκαιρία έναντι μικρού χρηματικού αντιτίμου να δοκιμάσουμε τοπικούς μεζέδες που ίσως να μην τολμούσαμε να παραγγείλουμε από μόνοι μας. Η δεύτερη σοβαρή παρατήρηση είναι ότι το θέμα σαλάτα δεν το κατέχουν καθόλου. Από την άλλη με χαρά μου διαπίστωσα ότι το συνηθισμένο τους γλυκό ήταν ένα είδους κρέμας καραμελέ που πολύ μου άρεσε. Τέλος θα ήθελα εδώ να τονίσω και εγώ πως ναι όντως έχουν άπειρες συνταγές με μπακαλιάρο.
Είναι καιρός πλέον να επισκεφτούμε την περιοχή της Alfama , την παλιά συνοικία των ψαράδων. Λένε πως αυτή η συνοικία διατηρεί ακόμη σε μεγάλο μέρος την αλλοτινή της όψη. Το λεωφορείο μας αφήνει ακριβώς έξω από το μουσείο των Αζουλέζους. Ένα μουσείο που εκθέτει, μαντέψτε …. Αζουλέζους!!!! Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα έπρεπε να πάω δω αζουλέζους και σε μουσείο, από την στιγμή που βρίσκονταν παντού στο δρόμος μας, σε προσόψεις κτιρίων, σε διακοσμήσεις σταθμών, σε μπορντούρες μαγαζιών, ανάγλυφα, μονόχρωμα, χρωματιστά, με παραστάσεις, με επαναλαμβανόμενα μοτίβο. Αυτό το απρογραμμάτιστο είχε την νοστιμιά του, οι αντιθέσεις χρωμάτων δύο γειτονικών κτιρίων, το παιχνίδισμα ενός τοίχου, οι αρχοντιά ενός χώρου, ήταν εντυπώσεις που σου έρχονταν αναπάντεχα στην στροφή του δρόμου, ή στο άνοιγμα της πόρτας. Σαν αναπόσπαστο κομμάτι της Λισσαβόνας λοιπόν είχε την χάρη του, σαν έκθεμα μουσείου όμως;
Την κεντρική είσοδο του μουσείου στόλιζε μια όμορφη μπουκαμβίλια. Περιφερθήκαμε στο κτίριο περνώντας διαδοχικά από εσωτερικούς σε εξωτερικούς χώρους. Υπήρχαν κλασικά αζουλέζους με το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα. Ιδιαίτερα αυτά που διακοσμούσαν τον ναό με το χρυσό τέμπλο, καθώς και το τεράστιο πανό που απεικονίζεται η Λισαβόνα του 17ου αιώνα, δηλαδή όπως ακριβώς ήταν πριν από το φοβερό σεισμό του 1755, ήταν πολύ όμορφα.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG261.jpg


Όμως αυτά που με κέρδισαν περισσότερο ήταν οι διασκεδαστικές μορφές, παρμένες από την μυθολογία:

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG254.jpg


Αλλά και οι welcome figures, γελαστές φιγούρες, από παχουλές κυριούλες και κυριούληδες που τοποθετούνταν στις εισόδους των σπιτιών για να υποδέχονται τους καλεσμένους. Θα ήθελα να είχα ένα τέτοιο σπίτι μου, είναι ωραίο να βλέπεις τους φίλους σου να μπαίνουν γελώντας στο σπίτι σου.

Η επόμενη στάση μας θα ήταν στο Castelo da Sao Jorge. Θα φτάναμε εκεί με το παλιό παραδοσιακό τραμ 28, ένα από τα μεταφορικά μέσα της Λισαβόνας που μου έμοιαζαν με παιδικό παιχνίδι.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG267.jpg


Και καθώς το τραμ θα μας ανεβάζει έως το κάστρο, να σας κάνω και μια μικρή εξομολόγηση. Λίγες μέρες πριν το ταξίδι, είχα διαβάσει μια τριλογία μυθιστορημάτων που αναφέρονταν στον εκατονταετή πόλεμο. Ουδεμία σχέση με την Πορτογαλία σας διαβεβαιώνω. Όμως επηρεασμένη από τις ιστορίες που είχα ακόμα φρέσκιες στο κεφάλι μου, βλέποντας το κάστρο, άρχισα να το γεμίζω με ιππότες, βαλιδιστροφόρους, οπλίτες, έβλεπα από τις ερπύστριες του, τον εχθρό να επιτίθεται, με τις ασπίδες προτεταμένες να σχηματίζουν προστατευτικό τοίχος, οι περικεφαλαίες των στρατιωτών και τα σπαθιά τους άστραφταν στον ήλιο, πριν επιτεθούν.

Πίσω στην πραγματικότητα τώρα. Η αυστηρή λιτότητα του κάστρου ήταν βάλσαμο στα μάτια μας μετά το καταφορτωμένο μοναστήρι. Καθώς ο πύργος είναι χτισμένος σε ένα ύψωμα, επιτρέπει την θέα στον Τάγο και σε ένα μεγάλο μέρος της πόλης.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG273.jpg


Ο πύργος διαθέτει τρεις κύριες πύλες, την πύλη της Προδοσίας, την πύλη Martim Moniz και την πύλη του Αγίου Γεωργίου. Χτίστηκε από τους Μαυριτανούς και αποτελούσε, όπως φαίνεται, μέρος των παλιών οχυρώσεων της Λισαβόνας. Τα χοντρά του τείχη, οι επάλξεις και οι πύργοι του ήταν πνιγμένα στο πράσινο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_IMG289.jpg


Με την Υβόννη στον ρόλο του αρχηγού-οδηγού αρχίσαμε την εξερεύνηση του κάστρου. Ανεβήκαμε σε όλες τις επάλξεις, χαθήκαμε σε όλους τους διαδρόμους, εγκλωβιστήκαμε σε όλα τα αδιέξοδα, περάσαμε από όλους τους κήπους. Ανάμεσα σε όλα αυτά κάναμε συχνές στάσεις στην αυλή του μικρού καφέ για να φωτογραφίσει η Υβόννη μας τα παγώνια που υπήρχαν εκεί σε όλες τις πιθανές στάσεις, προφίλ, ανφάς, από πάνω, από κάτω, από μπρος, από πίσω. Μετά την καταγραφή όλων των πλευρών του κάστρου και την διατριβή μας στα παγώνια, πήραμε την κατηφόρα του γυρισμού.

Η διαδρομή ήταν όμορφα κατηφορική, μέσα από γραφικά στενά, με τον Τάγο μπροστά μας. Φτάνοντας κοντά στο ξενοδοχείο μας η Υβόννη χώθηκε μέσα σε μια στοά, από κοντά και εμείς. Την προσοχή μου τράβηξε, τουριστική παραδοσιακή ταβέρνα με ψάρια στην βιτρίνα της.
- Δεν θα το περίμενα σε ένα τόσο κεντρικό σημείο, σχολίασε η Τραβελίνα,
- Ούτε εγώ, έχει το ενδιαφέρον του όμως, τόνισε η Υβόννη
- Ναι τα ψάρια του φαίνονται πολύ φρέσκα, πρόσθεσα και εγώ το σχόλιο μου
- Ιωάννα που κοιτάς πάλι;
Γύρισα ξαφνιασμένη το κεφάλι μου για να τις βρω στην απέναντι μεριά της στοάς μπροστά σε ένα μαγαζί που περηφανευόταν πως έχει το καλύτερο strip show της πόλης. Η αλήθεια είναι πως παρόλο που ήμασταν σε μια από τις κεντρικότερες γειτονιές, με πολλά ξενοδοχεία και πλήθος τουριστών, βρίσκαμε συνεχώς sex shops σε διάφορα άσχετα, κατά την γνώμη μας, σημεία. Και τώρα αυτό το μαγαζί, ανάμεσα σε άλλα μαγαζιά με σουβενίρ, ρούχα και τρόφιμα! Ήταν αξιοπερίεργο. Τις κοίταξα αμήχανα..
- Εμμ εγώ κοιτάζω ψάρια, εσείς;
- Εμείς καλύτερα να μην σου πούμε τι κοιτάμε…
Τα φρύδια της Τραβελίνας ανασηκώθηκαν ειρωνικά, αλλά πριν το πειρακτικό σχόλιο η Υβόννη με αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους, όπως κάνουμε στα άτομα που χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης.
- Έλα, θα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, μου ψιθύρισε ανακουφιστικά στο αυτί.
Μετά τον συνήθη καλλωπισμό μας, ακολουθήσαμε την Τραβελίνα σε μια πάροδο της Rossio, όπου ένα πρώην Μαυριτανικό παλάτι είχε μετατραπεί σε εστιατόριο. Η εσωτερική αυλή του παλατιού ήταν πολύ όμορφη, με ψηφιδωτό πάτωμα, σιντριβάνι, και κήπο. Θα ήταν πολύ ωραίο για έναν καφέ το απόγευμα με το φως να μπαίνει από την γυάλινη οροφή, όμως ο χώρος του εστιατορίου δεν μας ενθουσίασε. Φύγαμε λοιπόν από κει και περιφερθήκαμε στους γύρω δρόμους που ήταν γεμάτοι με υπαίθρια εστιατόρια. Τίποτε δεν μας άρεσε,
- Πάμε στην στοά να είμαστε και δίπλα στο ξενοδοχείο; Πρότεινε η Τραβελίνα
- Θα πάμε στο strip show; Θα έχουν φαί εκεί; ρώτησα ξαφνιασμένη εγώ.
- Την ταβέρνα εννοώ Ιωάννα. Στο στριπτιτζάδικο ασφαλώς και δεν θα έχουν μπακαλιάρο
- Ούτε στην ταβέρνα στριπτιζ εεεε;
- Όχι μάλλον, αν και … δεν θα ήταν κακή ιδέα
- Ναι αλλά ενώ το ντόπιο ψάρι είναι πολύ καλό, δεν είμαι σίγουρη για το ντόπιο στριπτιζ, οι Πορτογάλοι δεν είναι και οι ωραιότεροι άντρες της Ευρώπης. Η παρατήρηση της Υβόννης μας βρήκε απολύτως σύμφωνες.
Η νύχτα εξελίχθητε γρήγορα και απολαυστικά από κει και πέρα, όλα όμως είναι θολά πλέον στο κεφάλι μου, θυμάμαι να προχωρούμε με βήμα γοργό , την στοά, ένα άδειο τραπέζι, τρεις καρέκλες, και τα γέλια των κοριτσιών πάνω από τρία ποτήρια μπύρα.
Μετά το αργό και απολαυστικό ξεγύμνωμα του μπακαλιάρου, κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια . Οι οδηγίες της Τραβελίνας ήταν σαφείς και αυστηρές: 8:00 εγερτήριο, 9:00 άφιξη στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων, 9:45 είμαστε καθ΄ οδών για Σίντρα. Ήμασταν πολύ επιμελείς και συνεπείς στην προσπάθεια μας να πετύχουμε το χρονοδιάγραμμα. Στις 11.00 βγαίναμε από το γραφείο με το αυτοκίνητο. 1 ώρα και 15 λεπτά παρέκκλιση από το πρόγραμμα μας, χαλαρά. Ξέραμε πως οι προσδοκίες που είχαμε για αυτήν την μέρα ήταν πολύ μεγάλες. Είχαμε αναλώσει πολύ χρόνο, προσπαθώντας να αποφασίσουμε τι να δούμε και τι να αφήσουμε από όλες αυτές τις πόλεις που μας προτείνανε. Τα είδαμε και τα ξαναείδαμε, καταστρώσαμε πέντε διαφορετικά σχέδια για να καταλήξουμε στο καλύτερο, πιο σοβαρό και αποτελεσματικό. «Πάμε και βλέπουμε, ότι προλάβουμε.»

Estoril Cascais, Sintra, Obidos, Nazarem, Btalha, Fatima, Tomar, Santarem… Α και να μην το ξεχάσω, το βράδυ fados, γιατί είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Ξέραμε ότι δεν θα τα βλέπαμε όλα, τα αφήναμε όμως στο πλάνο μας, τιμής ένεκεν.

Με την παραλαβή του αυτοκινήτου χωριστήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε σε δύο ομάδες. Στην υπεύθυνη ομάδα,Τραβελίνα-Υβόννη, που κάθονταν μπροστά, μοιράζονταν τις ώρες οδήγησης, προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα οδήγησης, και συγχρόνως να καταλαβαίνουν εγκαίρως το gps που σε άπταιστα αγγλικά μας καθοδηγούσε. Και στην ομάδα λουφαδόρος που την αποτελούσα εγώ από μόνη μου. Καθισμένη πίσω, κοίταζα το τοπία κάνοντας ανόητα σχόλια την στιγμή που ο άγγλος μας ενημέρωνε που έπρεπε να στρίψουμε, λαγοκοιμόμουν, ρωτούσα πότε θα φάμε, κτλ.

Για αρχή καταφέραμε να χαθούμε στα στενά του Cascais, αλλά αυτό είχε και τα καλά του, νομίζω ότι ήταν ένας τολμηρός μεν αποτελεσματικός δε, τρόπος να χαρούμε την πόλη. Φτάσαμε στο Estoril, χωρίς απρόοπτα, προσπεράσαμε το καζίνο και σταθμεύσαμε για λίγο στην παραλία. Χαρήκαμε την πρώτη μας θέα προς τον Ατλαντικό, χωρίς εκείνη την στιγμή να αξιολογήσουμε πως βρισκόμασταν μπροστά σε μια από τις ελάχιστες παραλίες της Πορτογαλίας. Καθότι έλληνες θεωρούσαμε δεδομένη την αμμουδιά με την ήρεμη θάλασσα. Η πόλη ήταν όμορφη, ένα νοικοκυρεμένο θέρετρο, με φροντισμένα σπίτια, μεγάλη πλατεία και ήσυχους δρόμους. Πήραμε τις απαραίτητες φωτογραφίες και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

Το Cabo da Roca κέρδισε περισσότερο από την προσοχή μας. Σημείο απόκρημνο, με τα ψηλά βράχια, την θάλασσα να αφρίζει από κάτω, τον κόκκινο φάρο του, και τον αέρα να φυσά δαιμονισμένα, είχε όλη την γοητεία της άγριας ομορφιάς, και θύμιζε σκηνικό από ταινία εποχής. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να δω έναν ήρωα γεννημένο στα βιβλία της Κ. Μπροντέ να καλπάζει προς το μέρος μας, πάνω στο άλογο του με το πουκάμισο του να φουσκώνει από τον άνεμο, και τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν. Όμως αυτός δεν ήρθε, έτσι και εμείς συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_P143_1.jpg


Φτάσαμε στην Serra de Sintra μέσα από έναν κατάφυτο δρόμο. Πληρώσαμε ένα αλμυρούτσικο εισιτήριο για την είσοδο μας στο Palacio da Pena, την τιμή του οποίου και ξεχάσαμε μόλις εισήλθαμε στους κήπους. Φυσικά υπήρχαν πολλά παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια που, αν και αναμενόμενα σε τέτοια μέρη, δεν παύουν να είναι πολύ ευχάριστα στο μάτι. Εκμεταλλευόμενοι όμως, για ακόμα μια φορά, τον πλούτο των κατακτήσεων τους, οι Πορτογάλοι γέμισαν αυτόν τον κήπο από δέντρα διαφόρων ειδών και διαφόρων εθνικοτήτων. Είναι από τις φορές που μετάνιωσα για τις φτωχές μου γνώσεις σε σχέση με την φυτολογία, η συλλογή, φάνταζε εντυπωσιακή. Μια και η Τραβελίνα ήταν κουρασμένη από την οδήγηση ανέλαβα εγώ το άχαρο καθήκον να ξεκολλάω την Υβόννη μας από όσους κορμούς δέντρων έκρινε σωστό να αγκαλιάζει εκστασιασμένη.

Σε αυτήν μου την παρέμβαση η μικρή μας ομάδα οφείλει το ότι φτάσαμε σε εύλογο χρόνο στο παλάτι. Και ενώ πριν ήμασταν σε σκηνικό παρμένο από τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» τώρα μπαίναμε στον κόσμο της Χιονάτης (πριν τους νάνους). Οι χρωματιστοί πυργίσκοι, οι στρογγυλεμένες προεξοχές, και τα δαντελωτά παράθυρα, με έκαναν να αμφιβάλλω εάν το κτίριο έπρεπε να είναι παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO μάλλον για κληρονομιά του Ντίσνεϋ το έκανα εγώ.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_P148.jpg

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_P157.jpg


Δεν το χορταίναμε, να το κοιτάμε, ανεβαίναμε, κατεβαίναμε, το φωτογραφίζαμε από όλες τις γωνίες, και όταν ξεκολλήσαμε τα μάτια μας από πάνω του, το βλέμμα μας απορροφήθηκε από την υπέροχη θέα της κατάφυτης περιοχής που έφτανε μέχρι τον Τάγο, πλαισιωμένης από τις καμάρες του πύργου.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_P165.jpg


Οι ψηλοτάβανες αίθουσες του, ήταν γεμάτες με αντικείμενα, πολυθρόνες, ανάκλιντρα, ταπισερί, σερβίτσια, τα πάντα. Η Τραβελίνα είχε όλο το υλικό για να αναπτύξει εκ νέου την θεωρία «πανικός του κενού». Υπάρχει άδειος χώρος ανάμεσα πολυθρόνας και τζακιού; χώστε ένα υποπόδιο, δημιουργήθηκε κενό ανάμεσα σκρίνιου και παραθύρου; κοτσάρετε μια ανθοστήλη, και πάει λέγοντας.

Η ώρα στο κάστρο πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Μετά ξαναμπήκαμε στο αμάξι και χωριστήκαμε αυτομάτως στις γνωστές ομάδες, η Τραβελίνα οδηγούσε, η Υβόννη έλεγχε χάρτη και εγώ χασμουριόμουν. Έτσι φτάσαμε στην Σίντρα. Ωραία πόλη, κατάφυτη με απλόχερη θέα και όμορφα κτίρια. Θέλαμε αμέσως να ξεκινήσουμε για μια μεγάλη βόλτα στα σοκάκια της, αλλά τα στομάχια μας είχαν κολλήσει αυτόν τον «πανικό του κενού», έτσι στρωθήκαμε σε ένα μικρό καφέ για να τα ηρεμίσουμε. Στην αρχή ήμασταν συγκρατημένες, καθότι κορίτσια από σπίτι, με αρχές και αυτοσυγκράτηση. Πήραμε τον καφέ μας και από ένα παραδοσιακό γλυκάκι η κάθε μια μας, ήταν νόστιμο αλλά μικρό, και είχαμε μια διαφωνία αν η κρέμα του έμοιαζε με την κρέμα της γαλατόπιτας ή την κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Για καθαρά ερευνητικούς λόγους λοιπόν, ξαναπήραμε, και μετά ξαναπήραμε. Μισή ώρα αργότερα με τα στομάχια φουσκωμένα, χωρίς κανένα κενό πλέον και το απλανές βλέμμα της απόλαυσης πήραμε τους δρόμους ξανά. Είχαμε πολλά να δούμε ακόμα, άραγε θα τα προλαβαίναμε όλα;
Τονωμένες από τους καφέδες και γλυκαμένες από τις αλλεπάλληλες δόσεις travesseiro, κινήσαμε για την Quinta da Regaleira, ή αλλιώς αν προτιμάτε, το «παλάτι του Μοντέριο του εκατομμυριούχου». Αυτός ο κύριος Μοντέριο, πήγε αντίθετα στο ρεύμα. Αντί να κάνει κάτι αριστοκρατικό όπως να γίνει βασιλιάς, ή ηρωικό όπως να θυσιαστεί για την κατάκτηση ενός κάστρου, προτίμησε να κάνει κάτι πιο υγιεινό. Έγινε πάμπλουτος, και έκανε την φάρμα του παλατάκι. Κατά τα άλλα ακολούθησε τις επιταγές της εποχής και έδωσε στο σπιτάκι του λίγο από όλα. Λίγο Γοτθικό στυλ, μια πρέζα ρομαντισμού, και διάφορες άλλες εκλεκτές πινελιές διαφόρων τάσεων.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_146.jpg



Χορτασμένες από τα έπιπλα, και στολίδια του προηγούμενου οίκου, σε αυτόν αρκεστήκαμε στου κήπους. Η σωστότερη έκφραση είναι δεν ξεκολλάγαμε από τους κήπους. Δέντρα, παρτέρια, λουλούδια, αγάλματα, πέτρινα κιόσκια, και ένας περίεργος ατμοσφαιρικός λαβύρινθος μέσα σε μια σπηλιά με νερά και ανοίγματα. Ανεβαίναμε, κατεβαίναμε και τελειωμό δεν είχαμε. Οι δύο ώρες που είχαμε στην διάθεση μας πέρασαν πολύ πιο γρήγορα από ότι θα θέλαμε.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_1125.jpg



Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο και στους ρόλους μας και φύγαμε. Συντροφιά με τον Εγγλέζο πλοηγό πήραμε τον δρόμο για το Obidos.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_2obidos3.jpg


Με την πρώτη ματιά σκέφτηκα ότι αυτό το χωριό ήταν ένα κόσμημα της Πορτογαλίας. Είχε μια ανέμελη αρχοντιά, μια φυσική χάρη, με τους πράσινους λόφους του, τα φροντισμένα στενά του, τα χρωματιστά σπίτια του. Αν ξαναγύριζα στην Πορτογαλία θα έμενα εκεί ολόκληρη μέρα. Όχι γιατί έχει κάποια σπουδαία αξιοθέατα, αλλά γιατί αν και τουριστικό, συνεχίζει να είναι αυθεντικό. Παρόλα τα μαγαζιά με τις άπειρες σοκολάτες (βλέπε φωτογραφία Μπαχαριού), τα κιόσκια που πουλάνε ginjinha μέσα σε σοκολατένια κυπελάκια ( πίνεις το ποτό και μετά μασουλάς και το ποτήρι), τους πάγκους με τις κυρίες που πουλούσαν τα παραδοσιακά τους προϊόντα, το χωριό συνέχιζε να διατηρεί τον μεσαιωνικό του χαρακτήρα.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_2obidos13.jpg



Ο χρόνος είχε πλέον αποφασίσει για εμάς και ξέραμε ότι δεν προλαβαίναμε να συνεχίσουμε την περιπλάνηση μας και στις υπόλοιπες πόλεις. Κάναμε λοιπόν ήσυχα την βόλτα μας στο χωριό, κοπανήσαμε τις ginjinha μας, αγοράσαμε τις τοπικές λιχουδιές μας και πήγαμε να συναντήσουμε τον πλοηγό μας για τον γυρισμό.

Η Υβόννη κάθισε ξανά στην θέση του οδηγού, η Τραβελίνα και εγώ ριχτήκαμε στον χάρτη για να βρούμε την πόλη που θα αποτελούσε τον επίλογο της περιπλάνησης μας. Μετά από συνοπτικές διαδικασίες αποφασίσαμε ότι θα δώσουμε αυτήν την τιμή στην Santarem. Για να απαλύνω λίγο την εντύπωση που είχα δώσει ως τότε, δηλαδή της αναίσθητης γαϊδούρας που τεμπελιάζει στα πίσω καθίσματα όσο οι άλλες δύο κοπιάζουν να βρουν τον δρόμο, να βγουν από την σωστή έξοδο στα άπειρα round-abouts , και να σταματούν στις διαβάσεις κατά προτίμηση πριν πατήσουν τους ανυποψίαστους πεζούς, διηγήθηκα στις φίλες μου την ιστορία που έδωσε το όνομα στην πόλη.
Πρόκειται για μια άτυχη μοναχή την Ειρήνη που δολοφονήθηκε από έναν καλόγερο. Το σώμα της πετάχτηκε στον Τάγο και ξεβράστηκε στην Ρωμαϊκή πόλη Scalabis. Η πόλη μετονομάστηκε Saint Irene – Santarem στην μνήμη της μοναχής. Και με αυτήν την ευχάριστη ιστορία φτάσαμε την τελευταία μας πόλη.
….
….
….
Τώρα κανονικά εγώ θα πρέπει εδώ να σας περιγράψω την πόλη.


Χμμμμμ

Όχι δεν την περιγράφω. Θα το αφήσω στα άλλα μέλη του τρίο Αζόρες, νομίζω ότι τους το οφείλω. Αυτή η πόλη αποτέλεσε για εμάς σημείο αναφοράς σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι.

Γυρίσαμε αργά στο ξενοδοχείο μας και ήμασταν κουρασμένες, ιδίως εγώ μετά από τόσες ώρες οδήγησης, καταλαβαίνετε, ήμουν ψόφια. Όμως το πρόγραμμα απαιτούσε fados. Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε λοιπόν και κινήσαμε για την γειτονιά των μελαγχολικών μελωδιών. Για να φτάσουμε εκεί πάνω θα χρησιμοποιούσαμε το μόνο μεταφορικό μέσο που μας είχε ξεφύγει ως τώρα, το τελεφερίκ. Έμοιαζε και αυτό με τεράστιο παιχνίδι, επενδυμένο παντού με ξύλο.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3lis3o1.jpg


Ήταν περασμένες 10 όταν το τελεφερίκ έφτασε στον προορισμό του. Με ευγνωμοσύνη αφέθηκα στον προσανατολισμό της Υβόννης για να φτάσουμε στο μαγαζί που η Άννυ και η Μαρί-α είχαν προτείνει με τόσο ενθουσιασμό στην ιστορία της πρώτης. Όταν φτάσαμε η μαγείρισσα έκανε το πρόγραμμα της στην αυτοσχέδια σκηνή του μαγαζιού. Φορώντας την στολή της και τον σκούφο της, τραγούδησε με κέφι δύο τρία λυπητερά τραγουδάκια και μετά εξαφανίστηκε πίσω από τις κουρτίνες για να συνεχίσει το μαγείρεμα του μπακαλιάρου της. Μετά είχε σειρά η Dilar Araujo, ενθουσιαστήκαμε και εμείς με την φωνή της.

Με μπύρα, fados και μπακαλιάρο, η ώρα κύλησε γρήγορα. Χαιρετήσαμε την χαμογελαστή κυρία και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με γλεντζέδες ντόπιους και τουρίστες. Καθώς περνούσαμε μπροστά από τα μαγαζιά με τον χαμηλό φωτισμό, την μελαγχολική μουσική και τα τραπεζάκια γεμάτα κόσμο που έπινε το ποτό του, με φόντο τοίχους με αζουλέζους ή τις στέγες της πόλης, σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η τελευταία μας βόλτα στην Λισσαβόνα και αυτό με έκανε να μελαγχολήσω. Την είχα αγαπήσει αυτήν την πόλη με τα πλουμιστά κτίρια, τα ψηφιδωτά πεζοδρόμια και τις σοφίτες, αλλά δεν την είχα χορτάσει.

Αμίλητες κατηφορίσαμε ως το ξενοδοχείο και όταν κοιμηθήκαμε η Λισσαβόνα ήρθε στα όνειρα μας.

Κοιμηθήκαμε με τους ήχους των Fados και ξυπνήσαμε με τους ήχους ενός ξυπνητηριού. Μισάνοιξα τα μάτια μου, τόσο όσο χρειαζόταν για να δω την Υβόννη μας να κοιτάζει το κινητό της με την ίδια απορία που θα κοίταζε και έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. «Μα γιατί χτυπάει; Νόμιζα ότι το είχα απενεργοποιήσει». «Δεν πειράζει» ήρθε η κοφτή απάντηση της Τραβελίνας «καλύτερα να σηκωθούμε νωρίς σήμερα, μια και εχτές δεν τα καταφέραΤε να ξεκινήσεΤε στην ώρα σας». Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο με γοητεύει να βλέπω τις προσωπικότητες των συνοδοιπόρων μου να ξυπνούν πριν οι ίδιες να ανοίξουν τα μάτια τους.

Ο ευγενής άγγλος πλοηγός ρυθμίστηκε να μας οδηγήσει στην Εβόρα. Ο δρόμος ήταν μακρύς αλλά εύκολος έως τα περίχωρα της πόλης. Λίγο πριν φτάσουμε λοξοδρομήσαμε σε έναν καλοφτιαγμένο χωματόδρομο που υποσχόταν ότι θα μας οδηγούσε σε παλαιολιθικά μνημεία. Η Τραβελίνα οδηγούσε για αρκετή ώρα μέσα από ξερά χωράφια με κοπάδια αιγοπροβάτων να τα βοσκάνε έως ότου βρούμε την πρώτη ταμπέλα που ισχυριζόταν ότι εδώ σε αυτό το μονοπάτι βρίσκεται το πρώτο μνημείο. Βγήκαμε από το σκονισμένο αυτοκίνητο και ακολουθήσαμε τα καλοφροντισμένο και επίσης σκονισμένο μονοπάτι. Σε κάτι τέτοιες τοποθεσίες η συμπεριφορά των φιλενάδων μου, μου υπενθύμιζε ότι έχω να κάνω με δύο αστές. Ενώ εγώ προχωρούσα σταθερά μπροστά για να συναντήσω αυτό το κομμάτι ιστορίας, οι κοπελιές καθυστερούσαν φωτογραφίζοντας αρνάκια, κατσικάκια και λοιπά θηλαστικά , παράγοντας συγχρόνως επιφωνήματα ενθουσιασμού. Τις ζήλευα, η δικιά μου χωριάτικη ανατροφή με έχει κάνει να αγνοώ πλέον τέτοιες παρουσίες.

Στο τέλος του μονοπατιού ανοιγόταν ένας αγρός με ξερό χορτάρι, μια ελιά και ένα ΜΕΝΙΡ. Βράχος λείος κωνικός, στεκόταν μόνος του ήρεμος στην άκρη του χωραφιού. Ήταν τόσο ασυμβίβαστος με το υπόλοιπο τοπίο που έμοιαζε εξωπραγματικός, όμως η αιώνια παραμονή του σε αυτόν τον χώρο τον έκανε συγχρόνως πολύ οικείο. Ο Οβελίξ ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου. Μετά όμως η γοητεία του υπερφυσικού νίκησε το χιούμορ και το μενίρ απέκτησε ξανά τον θαυμασμό μου.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_137.jpg


Κοιτάζοντάς το με ψυχρή λογική είναι απλώς μια μεγάλη πέτρα, μια μεγάλη πέτρα στις πλάτες του Οβελίξ αν αγαπάτε. Όμως είναι και ένα μυστήριο. Γιατί τα είχαν; Ήταν για την λατρεία της γονιμότητας; Πως τα μετέφεραν; Πως τα έφτιαχναν; Ξέροντας ότι πολλά ακόμα μενίρ μας περίμεναν λίγο πιο πάνω, ξεκολλήσαμε τα μάτια μας από αυτό τον οβελίσκο και γυρίσαμε στο αυτοκίνητο. Φτάσαμε στην επόμενη στάση μας έχοντας φωτογραφήσει κάθε ζώο που παράγει γάλα και βρέθηκε στο δρόμο μας.

Εδώ τα μενίρ σχημάτιζαν κύκλο. Δημιουργούσαν ένα ιερό άραγε; Ή ήταν εκεί για κάποιον τελείως διαφορετικό λόγο; Η πινακίδα έγραφε πως τα ντολμέν της περιοχής ήταν 7.000 χρόνια παλιά.

Όση ώρα εγώ διάβαζα πινακίδες, οι κοπελιές φωτογράφιζαν όχι πρόβατα αλλά δέντρα αυτή την φορά. Πήγα να διαμαρτυρηθώ για την αλλαγή ρεπερτορίου αλλά όταν έφτασα κοντά τους με πληροφόρησαν ότι αυτά τα ξυρισμένα δέντρα που φωτογραφίζουν είναι τα γνωστά φελλόδεντρα. Τότε μόνο θυμήθηκα ότι η Πορτογαλία εκτός από τα αζουλέζους και τον μπακαλιάρο είναι γνωστή και για τον φελλό της.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_143.jpg


Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε και μια ορδή προσκόπων, οπότε αποφασίσαμε ότι είναι ώρα να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.

Φτάσαμε στην Εβόρα νωρίς το μεσημέρι. Ο οδηγός μου ήταν γεμάτος από μουσεία και εκκλησίες που μπορεί ο τουρίστας να επισκεφτεί στην πόλη. Όμως εμείς δεν θέλαμε τίποτε από αυτά. Σε αυτήν την μαυριτανική πόλη με τις καμπυλωτές καμάρες, τα περίτεχνα μπαλκόνια, και τις γοτθικές επιρροές, θέλαμε να περπατήσουμε. Να πάμε παντού. Στην κεντρική πλατεία η ύπαρξη του ρωμαϊκού τέμπλου τόνιζε την αιώνια ύπαρξη αυτής της πόλης. Καθίσαμε στο πεζούλι της πλατείας και μπροστά μας ορθωνόταν το ρωμαϊκό κτίσμα, με φόντο τον γοτθικό ναό και πλάι το αναγεννησιακό Πανεπιστήμιο. Τόσα ερεθίσματα ήθελε χρόνο για να τα εμπεδώσει ο εγκέφαλος μας.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_114.jpg


Μετά από δύο ώρες περιπλάνησης κάτω από τον ήλιο, είχαμε πάρει και οι τρεις το ελκυστικό χρώμα της ντομάτας. Τα στομάχια μας γουργούριζαν και τα λαρύγγια μας είχαν στεγνώσει. Ο Θεός των ταξιδευτών όμως ήταν με το μέρος μας και έριξε στο δρόμο μας ξενοδοχείο με δροσερή αυλή που πρόσφερε πλούσιο μπουφέ και άφθονο κρασί. Γεμίσαμε τα πιάτα μας, ξεχειλίσαμε τα ποτήρια μας με vinho verde, και κάτσαμε στην παχιά σκιά των δέντρων για να χωνέψουμε τις εντυπώσεις μας τρώγοντας.

Πέντε πιάτα και δέκα ποτήρια μετά, πιάσαμε φιλίες με την διπλανή παρέα. Δύο ζευγάρια Ολλανδών που έμεναν μόνιμα στην Πορτογαλία. Ο ένας από τους δύο κυρίους αναγνώρισε την ελληνική γραφή σε ένα από τα βιβλία μας. Μας εξομολογήθηκε ότι αγαπούσε πολύ την Ελλάδα αλλά δεν έχει έρθει ποτέ, και όταν ήταν μικρός μάθαινε ελληνικά. Μας μίλησαν με ενθουσιασμό για την Πορτογαλία, τον ήλιο της, την φύση της και τους ανθρώπους της. Είχαν εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα με την έλλειψη προγραμματισμού των ντόπιων. Σαν παράδειγμα μας είπαν πως είχε χαλάσει η βρύση του σπιτιού τους και ο υδραυλικός τους απάντησε πως θα μπορούσε να το φτιάξει μετά από τρείς μέρες. Μας το έλεγαν πιστεύοντας ότι θα μας έβλεπαν να αντιδρούμε αρνητικά σε αυτήν την αργοπορία. Εμείς όμως συνεχίζαμε να τους κοιτάζουμε ανέκφραστα, τρείς μέρες μόνο;
Σίγουρα δεν έχουν έρθει ποτέ τους στην Ελλάδα.
Χρειάστηκε να καταναλώσουμε μια σημαντική ποσότητα καφέ, για να ισοφαρίσουμε την επίσης σημαντική ποσότητα κρασιού που έτρεχε ήδη στις φλέβες μας, και να καταφέρουμε να αποχωριστούμε τον δροσερό κήπο, τους φιλικούς Ολλανδούς, και τα λαχταριστά γλυκά που έμειναν μισοτελειωμένα πάνω στο τραπέζι μας.

Επόμενη στάση μας ήταν η Beja. Ενώ οι φίλες μου οδηγούσαν, τους μετέφρασα στα αρπαχτά την ιστορία της πόλης, από τον οδηγό μου. Η πόλη στα νιάτα της, που λέτε, υπήρξε ζωηρούλα. Πώς να το πω κομψά, χαλαρών ηθών ας το πούμε. Την πήραν πολλοί. Καταρχήν η Ρωμαίοι ίδρυσαν εκεί μια σημαντική αποικία και ο Ιούλιος της έδωσε το όνομα Pax Julia, έπειτα ήρθαν Βησιγότθοι, αργότερα έπεσε κάτω από τον Μουσουλμανικό έλεγχο για 4 αιώνες. Σήμερα όμως έχει καταλήξει να είναι μια όμορφη λουλουδάτη πόλη, με ευθείς δρόμους και άσπρα σπίτια. Επιβλητική απόδειξη της πολυτάραχης ζωής της είναι το κάστρο της. Έχει κτιστεί τον 13ο αιώνα στα ερείπια των ρωμαϊκών τειχών.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_159.jpg


Ήταν απόγευμα όταν περάσαμε την τοξωτή πύλη . Τα μαλακά μας παπούτσια έσβηναν τα βήματα μας στο καλοδιατηρημένο πλακόστρωτο, αλλά μπορούσα ακόμα να ακούω τα πέταλα των αλόγων να ηχούν στα τείχη, καθώς οι ιππότες έμπαιναν στο κάστρο μετά από την μάχη. Εμποτισμένες ακόμα με τα λίτρα καφέ που είχαμε καταναλώσει στην Εβόρα, αγνοήσαμε το μικρό καφέ στην είσοδο και ανεβήκαμε ανυποψίαστες την πρώτη σειρά σκαλοπατιών που είδαμε μπροστά μας, πιστεύοντας ότι θα μας οδηγούσαν σε έναν όροφο. Σε κάθε στροφή της σκάλας περιμέναμε να εμφανιστεί μια αίθουσα, αλλά όχι, εμφανιζόταν μόνο ακόμα μια σειρά σκαλοπατιών. Αργότερα είδα ότι στο κάστρο υπάρχουν 197 σκαλοπάτια τα οποία και τα ανεβήκαμε όλα. Λίγο πριν το τέλος της ατελείωτης κλίμακας, βρήκαμε επιτέλους την αίθουσα που περιμέναμε. Εκεί μας περίμενε ένας ιππότης, έτοιμος με το σπαθί του, στητός μπροστά σε ένα από τα μεγάλα παράθυρα που κύκλωναν την αίθουσα.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_130.jpg


Ανάμεσα από τα χωρίσματα των παραθύρων μπορούσαμε να δούμε την απέραντη θέα που πρόσφερε η θέση του κάστρου. Ακόμα και μετά από τόσους αιώνες μπροστά μας εκτινόταν ανενόχλητα όλος ο κάμπος με την πόλη. Από εκεί ψηλά λοιπόν θα ήταν εύκολο στους υπερασπιστές της πόλης να προετοιμάζονται έγκαιρα για τις επιθέσεις που θα δέχονταν . Θα είχαν όλον τον καιρό να δούνε τους εχθρούς να πλησιάζουν, και πολύ χρόνο στην διάθεση τους για να σελώσουν τα άλογα, να ζεματίσουν το λάδι και ετοιμάσουν τις βαλίστρες τους.

Ξεκινήσαμε για τον γυρισμό αργά το απόγευμα. Αλλάξαμε την διαδρομή μας, και κάναμε μια στάση σε μια παραλιακή πόλη λίγο έξω από την Λισσαβώνα, την Sesimbra. Φτάσαμε την ώρα που σουρούπωνε, ακριβώς την στιγμή που οι μαμάδες έπαιρναν τα παιδιά τους από την θάλασσα και οι τελευταίοι λουόμενοι ετοιμάζονταν να φύγουν.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_135.jpg


Γυρίσαμε κουρασμένες στο ξενοδοχείο μας και αρχίσαμε να πακετάρουμε, σε λίγες ώρες θα φεύγαμε από την Λισαβόνα. Έβγαλα από τις αποσκευές μου τις τυπωμένες σελίδες από τις ιστορίες του φόρουμ. Ήταν τσαλακωμένες, γεμάτες σημειώσεις και υπογραμμίσεις, είχαν κάνει καλά την δουλειά τους και μας είχαν καθοδηγήσει σωστά. Λυπήθηκα που δεν θα είχαμε κάτι αντίστοιχο και για τις Αζόρες.

Όταν τελειώσαμε με τις βαλίτσες, η Υβόννη πρότεινε να πάμε για ένα τελευταίο ποτό, να δούμε για τελευταία φορά την πόλη και να την αποχαιρετήσουμε. Ήμασταν όμως πολύ κουρασμένες και δεν είχαμε κουράγιο. Τότε ήταν που θυμηθήκαμε το βιβλίο του Pessoa που είχαμε μαζί μας. Στις τελευταίες σελίδες του υπήρχε ένα ποίημα του για την αγαπημένη του πόλη, λεγόταν «Επιστρέφοντας στην Λισαβόνα». Εκείνη την νύχτα αυτός ο τίτλος μας φάνηκε σαν υπόσχεση.


Πάλι σε ξαναβλέπω
Με την καρδιά πιο μακρινή και την ψυχή λιγότερο δικιά μου…
Πάλι σε ξαναβλέπω Λισαβόνα, Τάγε, όλους σας.
Ανώφελος περαστικός για σένα και για μένα,
Ξένος εδώ, όπως παντού
Τυχαίος στη ζωή και στην ψυχή το ίδιο
Περιπλανώμενο φάντασμα σε σάλες αναμνήσεων
Με το θόρυβο των ποντικιών, των σανιδιών που τρίζουν
Στο καταραμένο κάστρο της ζωής που πρέπει να ζήσω
Πάλι σε ξαναβλέπω
Ίσκιε που περνάς ανάμεσα και λαμπυρίζει
Μια σπίθα από άγνωστο, νεκρικό φως
Και στη νύχτα προχωράς, όπως τ’ αυλάκι πλοίου χάνεται
Στο νερό και κανείς πια δεν ακούει…
Πάλι σε ξαναβλέπω
Όμως αχ, τον εαυτό μου πια δε βλέπω!
Έσπασε ο μαγικός καθρέφτης που καθρεφτιζόμουν
Και σε μοιραίο θραύσμα του
Δε βλέπω παρά ένα θραύσμα από σένα
Ένα θραύσμα από σένα και από μένα!...


ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_24.jpg



Καληνύχτα.
Ξυπνήσαμε χαράματα για να φύγουμε. Η μέρα μας ξεκίνησε με ένταση, ψάχναμε που στα κομμάτια θα παραδώσουμε το αυτοκίνητο. Η Υβόννη οδηγούσε από τις αφίξεις στις αναχωρήσεις, η Τραβελίνα έτρεχε από γκισέ σε γκισέ, και κάποια στιγμή η λύτρωση ήρθε. Αδειάσαμε το αμάξι μας, το φιλήσαμε σταυρωτά, αποχαιρετήσαμε τον άγγλο πλοηγό μας και προχωρήσαμε στα δέοντα. Check in, duty free, καφές, αναμονή, επιβίβαση.

Οι Αζόρες, μπορεί να αποτελούν μέρος της Πορτογαλίας, αλλά είναι πάνω από δύο ώρες πτήση μακριά από την Λισσαβόνα, άσε που είναι και μια ώρα μπροστά από την ηπειρωτική χώρα. Αποτελούν, φυσικά, το δυτικότερο σημείο της Ευρώπης. Είναι ένα σύμπλεγμα εννέα ηφαιστειογενών νησιών, με μεγαλύτερο το Σάο Μιγκουέλ, το λένε και «πράσινο νησί», εκεί θα πηγαίναμε και εμείς. Η ηφαιστειακή δημιουργία των νησιών, τα ευνόησε στην μοναδικότητα τους. Η μεγάλες υψομετρικές διαφορές, δημιουργούν σημεία με υπέροχη θέα. Έχουν πλούσια βλάστηση και αποτελούν μοναδικό βιότοπο με χαρακτηριστικά δέντρα της περιοχής, και μοναδικά φυτά.

Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Πορτογάλοι. Από τις ασχολίες τους εκτιμήσαμε κυρίως την αμπελουργία τους καθότι φτιάχνουν πολύ καλό κρασί, και την κτηνοτροφία τους. Οι περισσότερες αγελάδες και μοσχαράκια του Σάο Μιγκουέλ έχουν φωτογραφηθεί, πολλάκις από τις συνοδοιπόρησες μου. Τόσες φωτογραφίες βοοειδών πια! Έλεος. Στηνόμουν που λέτε και εγώ δίπλα στις καλντέρες χαμογελαστή και καμαρωτή και αντίκριζα πάντα τις πλάτες τους, γιατί μέχρι να στηθώ όλο και κάποια αγελάδα τους έκανε «μμμμου» και αυτές με αφήνανε στα κρύα του λουτρού και τρέχανε να την φωτογραφίσουν. Αλλά παρασύρθηκα, παράπονα έχω προγραμματίσει στα επόμενα επεισόδια.

Όταν φτάσαμε στην Πόντα Ντελγκάδα, την μεγαλύτερη πόλη του νησιού, είχαμε ήδη έτοιμο το πρόγραμμα της ημέρας: Δεν θα κάναμε τίποτε.
Αφήσαμε τα πράγματα μας στο ξενοδοχείο μας. Ωραία επιλογή διαμονής, μπράβο Τραβελίνα. Μεγάλο δωμάτιο, στο ισόγειο, το μπαλκονάκι μας έβλεπε έναν εσωτερικό κήπο γεμάτο λουλούδια, ένα σιντριβάνι και έναν άγγλο κύριο στο απέναντι μπαλκόνι που διάβαζε το βιβλίο του.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_IMGP4940.jpg


Εμείς βέβαια όταν πρωτομπήκαμε στο δωμάτιο θεωρήσαμε μόνο τον κήπο ως μόνιμη θέα του δωματίου μας. Ότι στην θέα θα ήταν πακέτο και ο κοκκινομάλλης κύριος απέναντι το καταλάβαμε δύο μέρες αργότερα. Όλο εκεί τον βλέπαμε.

Το κέντρο της Ponta Delgada είχε αρκετούς ανοικτούς χώρους με τα χαρακτηριστικά πλακόστρωτα που συναντούσαμε και στην Λισσαβόνα.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_2134.jpg

Tα σπίτια της ήταν διαφορετικά. Πολύ λίγα από αυτά είχαν πλακάκια, τα περισσότερα ήταν αρχοντικά του 17 ή του 18 αιώνα, με άσπρους τοίχους και καλοδουλεμένα κάγκελα στα μπαλκόνια τους.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_2113.jpg

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_2110.jpg

Το τουριστικό τους γραφείο ήταν αρκετά καλά οργανωμένο και μας γέμισε φυλλάδια με όλες τις δραστηριότητες και αξιοθέατα που υπήρχαν στο νησί.

Διαλέξαμε μια από τις πλατείες για να κάτσουμε για φαγητό και μια άλλη για καφέ. Αφού κάναμε λοιπόν τις πρώτες συστάσεις με την πόλη κινήσαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για την μεσημεριανή μας ξεκούραση. Η πρώτη και τελευταία ξεκούραση τέτοιου είδους που είχαμε σε αυτό το ταξίδι. Και την απολαύσαμε δεόντως, γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένες, αλλά και το δωμάτιο μας ήταν πολύ ήσυχο. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονταν ήταν το νερό που έπεφτε στο σιντριβάνι του κήπου και οι σελίδες του βιβλίου που διάβαζε ο κύριος στο απέναντι μπαλκόνι.
Όταν ξυπνήσαμε είχε πάρει να νυχτώνει, τα φώτα είχαν ανάψει στον κήπο και ο κύριος απέναντι είχε φορέσει μια ελαφριά ζακετούλα.

Κατεβήκαμε ξανά στο κέντρο της πόλης. Χρωστούσαμε ένα ποτό στην Υβόννη, από το προηγούμενο βράδυ και επιπλέον, θέλαμε να γνωρίσουμε την βραδινή ζωή. Πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι η βραδινή ζωή δεν ήταν τόσο εύκολη στις γνωριμίες της. Η προβλήτα κάτω από τον παραλιακό δρόμο ήταν γεμάτη με τουριστικά μπαρ και ρεστοράν, που εξυπηρετούσαν επάξια τον αγγλικό τουρισμό του νησιού, αλλά για εμάς δεν αποτελούσε και τον απόλυτο ορισμό της διασκέδασης. Ανέκαθεν θεωρούσα τους Άγγλους ελαφρώς , πώς να το θέσω κομψά, άνοστους στις εκδηλώσεις τους. Κατ΄ επέκταση και τα μέρη που συνήθιζαν να διασκεδάζουν είναι άχρωμα .

Αποφασίσαμε να χωθούμε ξανά στα γραφικά στενά της πόλης και να ανακαλύψουμε μικρά, κομψά, υπαίθρια μαγαζάκια όπου θα μπορούσαμε να ενώσουμε το κέφι μας με αυτό των ντόπιων. Μόνο που τα μαγαζάκια που ζητούσαμε εμείς δεν υπήρχαν. Βρήκαμε μπαρ σε κλειστούς χώρους, χωρίς καμιά γοητεία, γεμάτα με ντόπιους νεαρούς. Κοπελιές δεν είδαμε πολλές.

Τις επόμενες μέρες θα είχαμε τον καιρό να ανακαλύψουμε πόσο κλειστή κοινωνία ήταν οι Πορτογάλοι των Αζορών. Ευγενικοί αλλά αυστηροί, και σεμνοί. Στην αρχή αναρωτιόμουν πως γίνεται οι νέες κοπέλες να είναι ντυμένες τόσο συντηρητικά και οι ηλικιωμένες να είναι κομψές και μοντέρνες για την ηλικία τους. Την τελευταία μας μέρα στο νησί, όταν η θολούρα του αλκοόλ αραίωσε ελαφρώς μέσα στο κεφάλι μου, ( αφήστε τα αυτά θα σας τα διηγηθώ λεπτομερώς μετά) μου ήρθε και η απάντηση. Νέες, μεσόκοπες και ηλικιωμένες ντυνόντουσαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Έτσι οι μακριές κλειστές ως το λαιμό πουκαμίσες με τα μαύρα παντελόνια που έδειχναν συντηρητικά σε ένα νέο κορίτσι, ταίριαζαν πολύ σε μια ηλικιωμένη γυναίκα και την έκαναν να δείχνει πολύ μοντέρνα για την ηλικία της.

Έτσι λοιπόν και με την διασκέδαση, οι νεαροί έβγαιναν ελεύθερα, οι νέες μόνο με συνοδεία και οι μεγαλύτεροι έμεναν στο σπίτι τους και φρόντιζαν τα παιδιά τους. Όμως εμείς έχοντας καταβολές από τις ελληνικές νησιώτικες διασκεδάσεις, που ποικιλοτρόπως διαφέρουν μεταξύ τους αλλά είναι πάντα ζωηρές, (βλέπε Μύκονο, Σαντορίνη, Αμοργό, Ίο κτλ) περιμέναμε μια αντίστοιχη ατμόσφαιρα και εδώ. Όση ώρα λοιπόν, περιφερόμασταν στους σχετικά έρημους δρόμους είχα περισσότερο την αίσθηση ότι οι γλεντζέδες της περιοχής μας κρύβονταν, σαν να μας είχαν διαλέξει ως ανυποψίαστα θύματα μιας φάρσας, παρά ότι ήταν ανύπαρκτοι.


Τελικά καταλήξαμε σε έναν καφέ σε μια από τις πολλές πλατείες της πόλης. Μια μικρή σκηνή είχε στηθεί και δύο αγόρια έπαιζαν μουσική του ’60. Ρουφούσαμε ήσυχα ένα κρασί του νησιού, ακούγαμε τους νεαρούς και σκεφτόμουν, μήπως τελικά οι Αζόρες ήταν λάθος; Μήπως δεν ήταν καλή επιλογή; Γιατί αφήσαμε την ωραία Πορτογαλία για ένα αμφίβολο μέρος που δεν έχει επισκεφθεί κανένας γνωστός; Τι περισσότερο θα είχαν να μας προσφέρουν αυτές από την ηπειρωτική χώρα; Την πρώτη μας μέρα είχαμε μόνο δει μια συνηθισμένα όμορφη πόλη, με ήσυχο τουρισμό. Στις τσάντες μας κουβαλούσαμε ενημερωτικά φυλλάδια που υπόσχονταν καταπράσινες εκτάσεις, ιαματικές πηγές, λίμνες, ποτάμια, φάλαινες, δελφίνια, ανανάδες. Αν όμως και όλο το υπόλοιπο νησί ήταν όπως η Πόντα Ντελγκάδα, όμορφο μες αλλά συνηθισμένο; Τότε πως θα περνούσαμε τις επόμενες 4 ημέρες;

4 μέρες αργότερα όταν το αεροπλάνο μας απογειωνόταν από το νησί θυμήθηκα τους φόβους της πρώτης νύχτας. Αυτές τις μέρες είχαμε δει τόσα πολλά, είχαμε ευχαριστηθεί τόσο πολύ που μου φαινόταν δύσκολο να καταλάβω πως χώρεσαν όλα σε τόσο λίγο διάστημα. Μετά σκέφτηκα πόσο σκληρά είχα κρίνει την διασκέδαση, πόσο στεγανά είχα ορίσει τον τρόπο που διασκεδάζει κανείς και σε πόσα κλισέ είχα πέσει θεωρώντας ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να περνάει κανείς καλά. Κοκκίνισα από ντροπή ένας πραγματικός ταξιδευτής δεν θα σκέφτονταν ποτέ έτσι.
Δεν θυμάμαι να σας έχω αποκαλύψει το σπάνιες χάρισμα της Τραβελίνας. Όπως Υβόννη έχει μια πυξίδα στο μυαλό της, η Τραβελίνα με την σειρά της έχει ένα βαρόμετρο στα μαλλιά της. Εγγυημένη πρόβλεψη. Κοιτάμε το κεφάλι της φίλης μας και ανάλογα με το σχήμα των μαλλιών της ντυνόμαστε.

Έτσι όταν το επόμενο πρωί η Τραβελίνα μας σηκώθηκε από το κρεβάτι της, ήταν ολοφάνερο πως είχαμε μπροστά μας μια βροχερή μέρα. Όπως φανερό ήταν πως η κόμμωση της φίλης μας είχε σηκώσει ανταρσία. Ομάδες τριχών οργανωμένες σε τούφες, προσπαθούσαν να αποδράσουν από όλες της πλευρές. Η Τραβελίνα χώθηκε στο μπάνιο και μετά από μια άνιση μάχη με την υγρασία κατάφερε να επαναφέρει την ευπρέπεια στο κεφάλι της. Έτσι μπορέσαμε να χαρούμε το πλούσιο πρωινό του ξενοδοχείου με αξιοπρέπεια.

Φύγαμε πολύ νωρίς από το ξενοδοχείο, να φανταστείτε ο άγγλος κύριος μόλις είχε πάρει την θέση του στο μπαλκόνι. Η μέρα ήταν μουντή, και τα σύννεφα χαμηλά. Αλλά καθώς κατευθυνόμαστε προς το γραφείο που θα μας ενοικίαζε το αυτοκίνητο, είχα μια περίεργη υγρή αίσθηση από το περιβάλλον. «Μας ψεκάζουν;» αναρωτήθηκε η Υβόννη. «Παρακολουθείς Λιακόπουλο στα κρυφά;» την αποπήρα εγώ. «Όχι, έχει δίκιο» διαπίστωσε η Τραβελίνα, «μας ψεκάζουν, είναι κάτι ανάμεσα σε υγρασία και βροχή». Είχαν δίκιο, αυτή ήταν η περίεργη αίσθηση που είχα, σαν πουκάμισο έτοιμο για σιδέρωμα. Στις Αζόρες αυτό το είδος βροχής είναι καθημερινό. Είναι κάτι σαν πρόλογος της κανονικής βροχής.

Στο γραφείο με τις τουριστικές πληροφορίες υπήρχαν πολλά ενημερωτικά φυλλάδια για τις χάρες του νησιού. Ήταν γεμάτα με φωτογραφίες χαρούμενων οδοιπόρων που περπατούσαν δίπλα σε καταρράκτες, μέσα σε καταπράσινα λιβάδια και καταγάλανες λίμνες. Θέλοντας να γίνουμε και εμείς χαρούμενοι οδοιπόροι, κατευθυνθήκαμε προς τα βόρεια του νησιού. Πρώτη μας στάση θα ήταν η Ribeira Grande, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Sao Miguel. Αλλά τελικά δεν σταθήκαμε, την κάναμε μια γύρα με το αυτοκίνητο, ωραία πόλη καλοβαλμένη σαν την πόλη που μέναμε και φύγαμε ανατολικά.

Αναζητούσαμε τις περίφημες καλντέρες που υπάρχουν ολόγυρα. Ακολουθήσαμε πιστά τις ταμπέλες και στρίψαμε σε έναν μικρότερο δρόμο. Αυτή η στροφή ήταν διπλή. Και πραγματική και μεταφορική. Από εκείνη την στιγμή και μετά το ταξίδι μας πήρε και αυτό στροφή. Να γιατί λέγεται «το πράσινο νησί», η πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε ήταν αυτή.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3221.jpg

Κάτι η ομίχλη, κάτι τα πανύψηλα δέντρα, κάτι τα τεράστια λουλούδια, όλα μαζί έκαναν τον δρόμο ονειρικό. Αγνοώντας την βροχή που τώρα έπεφτε αργά και ρυθμικά, η Υβόννη και εγώ βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Περπατούσαμε στον δρόμο και δεν τον χορταίναμε. Η Τραβελίνα ερχόταν πίσω μας, οδηγώντας πολύ αργά.

Νόμιζα πως είχα βρεθεί στην Μέση Γη και πήγαινα να συναντήσω τον Μπίλμπο στο χωριό των χόμπιτ. Όλη η διαδρομή ήταν το ίδιο όμορφη. Πρώτα ήταν ο στενός δρόμος με τα δέντρα. Μετά τα καταπράσινα λιβάδια, γεμάτα λουλούδια, ακόμα και οι αγρότες είχαν σηματοδοτήσει τα όρια των χωραφιών τους με θάμνους από τεράστιες ορτανσίες.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_329.jpg


Και μετά ήρθαν οι αγελάδες. Είχαμε που είχαμε μαγευτεί με τις ορτανσίες, ήρθαν και οι αγελάδες και τις αποτελείωσαν τις άλλες δύο. Ευτυχώς που ήμασταν μόνες μας στον δρόμο γιατί οδηγούσαμε τόσο αργά και κάναμε τόσες στάσεις, όπως και στην Ερμού σε περίοδο εκπτώσεων. Και αφού είχαμε κάνει τον πρώτο δρόμο σημειωτών μέχρι να συνέλθουμε, και αφού είχαμε εξετάσει από κοντά τα πελώρια λουλούδια, τώρα είχα αυτές τις δύο να κοκαλώνουν το αμάξι στην ανηφόρα, να βουτάνε τις μηχανές τους και να βγαίνουν από το όχημα αναφωνώντας: Αγελάδες! Αγελάδες!. Πουφ αστές.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3267.jpg


Είκοσι πέντε στάσεις μετά φτάσαμε και στην καλντέρα. Καλντέρα είναι η εδαφική κοιλότητα που σχηματίζεται, όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του, (copy paste wikipedia). Έτσι είχαμε μια τεράστια λακκούβα γεμάτη νερό. Επίσης είχαμε και εδώ ένα πανέμορφο καταπράσινο τοπίο, και επιπλέον χωρίς αγελάδες. Παρόλο που η βροχή συνέχιζε να πέφτει, κάναμε μια μικρή βόλτα για να χαρούμε το πράσινο, τα λουλούδια και να δούμε από κοντά το σημείο όπου ατμός έβγαινε από την γη.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3265.jpg


Όταν βραχήκαμε αρκετά μπήκαμε στο αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το κοντινότερο miradouro. Στο νησί υπάρχουν υψομετρικές διαφορές άρα έχει αρκετά τέτοια σημεία, εμείς θα το λέγαμε view point ή πανοραμική θέα αν προτιμάτε. Το βρήκαμε εύκολα χάρη στις ταμπέλες και τον κατατοπιστικότατο χάρτη των φυλλαδίων . Από εκεί η θέα στο αρχιπέλαγος ήταν απεριόριστη. Παρόλο που, λόγω καταγωγής, είμαστε συνηθισμένες στην θέα της θάλασσας, το θέαμα μας εντυπωσίασε. Ίσως να έφταιγε ο Ατλαντικός, ίσως το ζωηρό πράσινο των λόφων, ίσως και ότι είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα. Όμως μείναμε για αρκετή ώρα να χαζεύουμε τις γλώσσες στεριάς που χώνονταν μέσα στον ωκεανό, με τα σπίτια του απέναντι χωριού να κατρακυλούν μέχρι την κόψη των βράχων.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3269.jpg


Φτάσαμε στην επόμενη στάση μας, που ήταν μια φυτεία τσαγιού, χωρίς απρόοπτα και χωρίς πολλές στάσεις για αγελάδες. Ίσως γιατί το μάτι μου είχε αρχίσει να γυαλίζει και οι φίλες μου να αποφάσισαν να μην με εξωθήσουν στα άκρα. Ως την ώρα που ήρθα στο νησί δεν ήξερα ότι είχε και φυτείες τσαγιού, ήξερα μόνο για ανανάδες. Τελικά αυτό το νησί ήταν ευλογημένο.

Αφού περιπλανηθήκαμε στους χώρους των εγκαταστάσεων, χαζέψαμε για λίγο τις φυτείες, ρουφώντας ένα φλιτζάνι τσάι, αγοράσαμε τοπικά κουλουράκια και πράσινο τσάι και φύγαμε. Επηρεασμένη από προηγούμενο ταξίδι μου στην Κεϋλάνη, από αυτές τις φυτείες μου έλειπαν οι γυναίκες με πολύχρωμες παραδοσιακές στολές σκορπισμένες ανάμεσα στα φυτά, να μαζεύουν τα φύλλα τους. Αντί αυτού είχα την Υβόννη μας να θαυμάζει από κοντά τις σειρές των τεϊόδεντρων.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3275.jpg


Και τώρα θα σας αφήσω, γιατί αυτή η μέρα είναι τεράστια και όλα ήταν μοναδικά. Έχουμε ακόμα πολλά να πούμε μέχρι να τελειώσει. Τελικά αυτή δεν ήταν μία μέρα ήταν δύο μέρες σε συσκευασία της μιας. Θα μπορούσα να σας κάνω μια απλή περιγραφή της περιπλάνησης μας που θα ήταν και πιο σύντομη αλλά δεν θέλω. Θέλω να τα πω όλα όπως τα θυμάμαι, για αυτό υπομονή και σας υπόσχομαι ότι αν κάνετε υπομονή θα σας τρατάρω και ζουμερό ανανά την επόμενη φορά.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3274.jpg

Αν θυμάμαι καλά μας έχω αφήσει έξω από το εργοστάσιο του τσαγιού, να περιδιαβαίνουμε στις τεϊοφυτείες. Επίσης θυμάμαι πως σας έχω υποσχεθεί έναν ανανά. Πολύ κατάλληλο δώρο, στο νησί αφθονούν: τα αμπέλια, τα λουλούδια, οι αγελάδες και οι ανανάδες. Ελπίζω μάλιστα, να θυμάστε πως η μέρα εκείνη ήταν βροχερή, εμείς βέβαια σταθήκαμε τυχερές, γιατί ήταν η μέρα που είχαμε αυτοκίνητο.

Ακολουθώντας μια καταπράσινη διαδρομή, γεμάτη αγελάδες και φράκτες από ορτανσίες, χωθήκαμε στο εσωτερικό του νησιού. Στην καρδιά του Sao Miguel, υπάρχει μια από τις πιο διάσημες λίμνες της περιοχής, η Lagoa do Fogo. Ουσιαστικά είναι ο κρατήρας που δημιουργήθηκε από μια έκρηξη του ηφαιστείου. Αργότερα γέμισε με νερό και έτσι έγινε η «λίμνη της φωτιάς».

Η περιοχή είχε όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν μια ειδυλλιακή τοποθεσία. Η λίμνη ήταν τεράστια με καθαρότατα νερά. Η όχθη της καλυπτόταν από άσπρη λεπτή άμμο και πολλά μα πάρα πολλά λουλούδια και φυτά.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3277.jpg


Η πρώτη μας επιθυμία ήταν να κάνουμε περπατώντας τον γύρω της λίμνης. Αλλά, όπως ήδη σας είπα, μας προέκυψε τεράστια. Έτσι διασχίσαμε την μισή με το αυτοκίνητο. Τα κορίτσια έψαχναν να βρουν μια πινακίδα που να μας οδηγεί στο δημοτικό πάρκινγκ της περιοχής. Όμως εγώ είδα μια άλλη πινακίδα και εκστασιάστηκα. Στην αρχή ενός μονοπατιού ήταν γραμμένο σε ξύλινη πινακίδα με όμορφα λιγουρευτά γράμματα: merenda. Ονειρευόμουν ένα ξύλινο κιόσκι με μια όμορφη κυρία να μοιράζει μπολάκια με σοκολατένια κρέμα. Όταν λοιπόν αφήσαμε το αυτοκίνητο, έτρεξα αμέσως στο μονοπάτι με τις γλυκές υποσχέσεις. Περπατήσαμε για λίγη ώρα πάνω στο γρασίδι με την λίμνη μπροστά μας και έναν υπέροχο Αβαείο στην άλλη άκρη της. Στο δρόμο μας υπήρχαν βέλη που μας έδειχναν τον δρόμο της μερέντας. Όσο προχωρούσαμε, η προσδοκία της σοκολάτας είχε μεγαλώσει μέσα μου και το στομάχι μου είχε αρχίσει τις προεργασίες για να δεχτεί την απόλαυση. Τελικά το μονοπάτι μας οδηγούσε σε όμορφη ανοιχτή έκταση με ένα μικρό εκκλησάκι και ξύλινα τραπέζια, καθίσματα, και χτιστές ψησταριές. Οικογένειες με ή χωρίς παιδιά, έπαιζαν, έτρωγαν, έψηναν στον χλόη. «Μερέντα στα Πορτογαλικά σημαίνει μεσημεριανό», μου είπε η Υβόννη. Προσπάθησα να αγνοήσω το χαμόγελο που τρεμόπαιζε στην άκρη του χείλους της και να μην δείξω την απογοήτευση μου.

Τώρα που η λαιμαργία έσβηνε, έστρεψα την προσοχή μου στο πραγματικό ενδιαφέρον της περιοχής. Στο Αβαείο. Ήταν υπέροχο. Δείτε τι όμορφα που φαίνεται από μακριά. Έτσι όπως ξεχωρίζει ανάμεσα στα δέντρα και τα λουλούδια.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3282.jpg


Δείτε πως είναι και από κοντά. Τα όμορφα παράθυρα του, το χρώμα του, το σχήμα του, δένει τόσο με το τοπίο.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3281.jpg


Περιγράφοντας τις Αζόρες, γίνομαι κουραστική γράφοντας και ξαναγράφοντας, για πρασινάδα, λουλούδια και δέντρα. Όμως αυτό ήταν που μου έμεινε από τις βόλτες μας. Η ήρεμη φύση, και οι λίμνες. Αν την ιστορία την έγραφαν οι άλλες δύο, θα σας έλεγαν συνεχώς για αγελάδες. Υπάρχουν πολλές χώρες της Ευρώπης που μπορούν να υπερηφανευτούν για την φύση τους. Όμως σε αυτό το νησάκι στην μέση του Ωκεανού, με την συμπυκνωμένη, ανεπιτήδευτη ομορφιά, η φύση έχει άλλη χάρη.

Λίγο πιο κάτω από το Αβαείο, βρήκαμε το σπίτι των ονείρων μας. Ήταν ένα διώροφο μακρόστενο κτίριο, στην όχθη της λίμνης. Όλα του τα παράθυρα είχαν θέα στο υπέροχη κήπο του και στην λίμνη.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3284.jpg


Ξεχάσαμε τους καλούς μας τρόπους και τρυπώσαμε στον κήπο. Υπήρχαν καλοφροντισμένα παρτέρια και ένα παγκάκι. Θα είναι τόσο ωραία να μένουμε σε αυτό το σπίτι. Να ξυπνάμε και να πίνουμε καφέ, με μερέντα, κοιτάζοντας την λίμνη. Και στις λιακάδες να καθόμαστε στο παγκάκι και να διαβάζουμε, έχοντας στα πόδια μας τα πράσινα νερά.

Το ερωτευτήκαμε ακόμα περισσότερο όταν ανακαλύψαμε ότι στην πίσω μεριά του σπιτιού υπήρχε ένα δασάκι. Όση ώρα περιπλανιόμασταν ανάμεσα στα δέντρα, η βροχή δυνάμωνε όλα και περισσότερο. Έτσι με βαριά καρδιά, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στον επόμενο σταθμό μας. Ξεκολλήσαμε την Υβόννη μας από ένα δέντρο που αγκάλιαζε, παρηγόρησαν ακόμα μια φορά εμένα που πεινούσα και θυμήθηκα την ήττα μου με την μερέντα, και διαλέξαμε για την Τραβελίνα ένα κομμάτι ορτανσίας για να το φυτέψει στον κήπο της.


Η επόμενη στάση μας ήταν στο πάρκο Τerra Nostra. Στα νιάτα του το πάρκο, ήταν το κτήμα ενός πρόξενου της Αμερικής, όπου είχε εκεί την θερινή του κατοικία. Όταν ο πρόξενος αναχώρησε (για τον ουρανό ή για την Αμερική, δεν ξέρω θα σας γελάσω) η ιδιοκτησία του άλλαξε δύο τρεις ιδιοκτήτες. Ο τωρινός το εκμεταλλεύεται ως τουριστικό αξιοθέατο, ζητώντας ένα λογικό ποσό για την είσοδο. Στο πάρκο υπάρχει μια μεγάλη συλλογή δέντρων και φυτών. Εξωτικών, ντόπιων, αρχαίων ή νεότερων. Ανάμεσα τους υπάρχουν χαριτωμένα δρομάκια, μικρές λίμνες και κανάλια.
ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3254_1.jpg


ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3285.jpg

Ο κύριος πόλος έλξης είναι μια τεράστια πισίνα που τροφοδοτείται από ιαματικές πηγές. Το κιτρινοπράσινο νερό της περιέχει μέταλλα με καταπραϋντικές και θεραπευτικές ιδιότητες.

Η βροχή είχε δυναμώσει τόσο πολύ που μετά τις πρώτες βόλτες στο πάρκο, πήγαμε στην πισίνα. Αν ήταν να βρεχόμασταν καλύτερα να φορούσαμε τα μαγιό μας. Η πρώτη επαφή με το νερό δεν ήταν εύκολη. Το χρώμα του δεν ήταν πολύ ελκυστικό. Όμως ήταν ευχάριστα ζεστό. Δύο κρούνοι έριχναν συνεχώς νερό μέσα στην πισίνα. Βρισκόμασταν τυλιγμένες στην υγρή ζέστη, μετ η βροχή να δροσίζει τα πρόσωπα μας και γύρω μας να υπάρχει όλη αυτή ή ομορφιά. Στην μια πλευρά της πισίνας, ήταν η θερινή κατοικία του πρέσβη, στην απέναντι χαμηλά φυτά και στο βάθος διακρινόταν η λίμνη, και γύρω μας πανύψηλα δέντρα.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_3286.jpg


Αυτός ο κήπος ήταν πραγματικά μια απροσδόκητη απόλαυση. Είμαι σίγουρη πως ο περίπατος στο πάρκο είναι καλύτερος με λιακάδα, όμως το μπάνιο στην πισίνα του ήταν πιο όμορφο με την βροχή. Έτσι όταν πάτε στο Sao Miguel ζητήστε από τον Θεό των ταξιδιών, ή, όσοι τον ξέρουν, από τον Αφέντη, την ημέρα που είστε στο πάρκο να έχει ήλιο όταν κάνετε τις βόλτες σας, και να ρίξει μια βροχούλα, όση ώρα πλατσουρίζετε.
Το μπάνιο μας είχε ανοίξει την όρεξη και ψάξαμε να βρούμε κάτι να τσιμπήσουμε. Κανένα όμως από τα μαγαζιά της περιοχής δεν ήταν αντάξιο των προσδοκιών μας. Σέρβιραν περισσότερο φαστ φουντ, παρά τοπικό φαγητό. Έτσι μπήκαμε σε ένα παραδοσιακό μπακάλικο, αγοράσαμε έναν ανανά και ξηρούς καρπούς και πήγαμε προς το αμάξι μας. Εκεί απολαύσαμε τον ανανά μας που ήταν γλυκός και ζουμερός. Ήταν μια από τις γαστρονομικές απολαύσεις του νησιού. Σας τον αφιερώνω ως ανταμοιβή για την υπομονή σας. Κρατήστε ένα μεγάλο κομμάτι για την Pigi, που της αρέσει.

ai1231.photobucket.com_albums_ee519_jkara_753.jpg

Στον δρόμο της επιστροφής, σταθήκαμε για λίγο στην Villa Franca. Ένα από τα παραθαλάσσια χωριά που προτιμούν οι Άγγλοι τουρίστες για διαμονή. Μικρά διώροφα σπίτια, οικογένειες με τα μικρά στους δρόμους και εμείς. Καθίσαμε σε ένα καφέ με θέα το πέλαγος. Απέναντι μας ήταν το νησί-παραλία. Είναι μια τεράστια παραλία μέσα στην θάλασσα. Ή αλλιώς μπορούμε να πούμε πως είναι ένα τζούφιο νησί γεμάτο νερό. Το αποτέλεσμα αυτού του φαινόμενου…
aimages.costasur.com_images_upload_acores_2614_H_600.jpg


Οι αγαπητές συνοδοιπόρησες είχαν την ευκαιρία να το δουν και από κοντά δύο μέρες αργότερα.

Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας μόνο για να διαπιστώσουμε ότι ο Άγγλος γείτονας διάβαζε ακόμα στο μπαλκόνι του, και για να ετοιμαστούμε για το δείπνο μας. Υπήρχε ένα εστιατόριο στην διπλανή πόλη, την Lagoa, που μας το είχαν συστήσει για την καλή του κουζίνα.

Ντυμένες, στολισμένες, εισήλθαμε σε μια αίθουσα με τοπική διακόσμηση, έτοιμες ένα λουκούλιο γεύμα. Και πολύ καλά κάναμε. Τα πρώτα πιάτα που μας ήρθαν ήταν θαλασσινά μαλάκια μαριναρισμένα σε ελαφρώς καυτερή σάλτσα εσπεριδοειδών, και το άλλο ήταν τοπικό λουκάνικο. Αυτό το λουκάνικο ήταν σκέτη αποκάλυψη. Σκουροκόκκινο, με γλυκιά αλλά και πικάντικη γεύση. Ζητήσαμε και δεύτερη μερίδα. Τα κορίτσια για κύριο πιάτο παρήγγειλαν μοσχάρι και κόκκινο τοπικό κρασί. Λογικό, ως σωστές αστές, αφού πέρασαν την ημέρα τους φωτογραφίζοντας μοσχαράκια, αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους τρώγοντας μοσχαράκια. Εγώ πάλι, ως γνήσια μονομανής και υποχόνδρια προτίμησα και πάλι μπακαλιάρο και μπύρα.

Το φαγητό ήταν εξαιρετικό. Τρυφερότατες μπριζόλες και ένας μπακαλιάρος καλυμμένος με κόκκινη σάλτσα τίγκα στα οστρακοειδή. Τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν όταν κατάλαβα ότι το πιρούνι δεν κέντραρε πλέον τον μεζέ στο πιάτο. Κάτι ο ενθουσιασμός με τα λουκάνικα που με έκανε να κατεβάσω την πρώτη μπύρα ασκαρδαμυκτί, κάτι ο ενθουσιασμός με τον νόστιμο μπακαλιάρο, κάτι οι διαβεβαιώσεις της Τραβελίνας πως το κόκκινο κρασί πάει με την κόκκινη σάλτσα μου, κάτι που το κρασί ήταν εξαιρετικό και η Υβόννη εγκρατής γιατί θα οδηγούσε. Ε μετά το δεύτερο μπουκάλι κρασί, ήρθε ο κόσμος και θόλωσε.

Γυρσαμε αργκα το βαρδυ στο νεξοδοχειο πλυ εχαρεσμ χικ ευχαριστμενς, ηταν μμμμμια υπ χικ υπρεχη μέρα.

Καλνυχτ
Χικ.
Σήμερα το τρίο Αζόρες θα αποχωριστεί το αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει την προηγούμενη ημέρα κι θα εμπιστευτεί τις μετακινήσεις του στα λεωφορεία του νησιού. Για αρχή το πρόγραμμα του τοπικού ΚΤΕΛ μας είχε φανεί απλό και κατανοητό. Στην πράξη, τα πράγματα ήταν λίγο πιο μπερδεμένα.

Φτάσαμε στην στάση του λεωφορείου λίγο πριν την προγραμματισμένη αναχώρηση. Ένα λεωφορείο ήταν ήδη εκεί, με τις μηχανές του αναμμένες και τον οδηγό στην θέση του.
- Καλημέρα σας αγαπητέ κύριε, αυτό το λεωφορείο πηγαίνει Sete Citades όπως λέει το πρόγραμμα που μας έδωσαν στον γραφείο τουριστικών πληροφοριών;
- Όχι αγαπητές κυρίες, αυτό το λεωφορείο έχει άλλον προορισμό. Για τον δικό σας, παρακαλώ όπως περιμένετε ολίγον τι. Σε λίγα λεπτά, έτερο όχημα θα σας παραλάβει από απέναντι.

Εντάξει το ομολογώ, στην πραγματικότητα ορμίσαμε πάνω του, του κολλήσαμε το πρόγραμμα στο πρόσωπο με το δάκτυλο μας πάνω στην πόλη που θέλαμε να πάμε και φωνάζαμε και οι τρεις μαζί : «Sete Citades???». Αυτός πάλι μας κοίταξε έντρομος κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά και έδειξε την απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου μερικοί τύποι περίμεναν σε ένα περίεργο κιόσκι.

Η αναμονή μας ήταν σύντομη και δεν προλάβαμε να ευχαριστηθούμε το κιόσκι αναμονής που είχε έναν δερμάτινο κόκκινο καναπέ και μαύρους τοίχους. Σαν αίθουσα αναμονής σε μοδάτο κομμωτήριο ήταν.

Ξεκινήσαμε μια μακριά αλλά ευχάριστη διαδρομή στην βόρεια ενδοχώρα. Εμείς, πολλοί άλλοι τουρίστες και μερικοί ντόπιοι. Στην είσοδο ενός άσχετου χωριού, ο οδηγός σταμάτησε και μας κατέβασε όλους κάτω. Αυτό δημιούργησε μια σύγχυση στους τουρίστες, που ήμασταν; Γιατί μας κατέβασαν; Που είναι οι Sete Citades; Πως θα φτάναμε; Εμπιστευτήκαμε όμως την σιγουριά των ντόπιων και πήγαμε να στηθούμε μαζί τους στην στροφή του δρόμου. Σε λίγο ένα λεωφορείο εμφανίστηκε για να μας παραλάβει. Η έκπληξη μας ήταν μεγάλη όταν είδαμε ότι το όχημα που ήρθε να μας σώσει ήταν το ίδιο που μας είχε απορρίψει ως επιβάτες λίγη ώρα πριν. Προφανώς τα δρομολόγια των λεωφορείων τους στερούνται της απλότητας. Αυτό στοίχισε ιδιαίτερα στην Τραβελίνα μας, που, ως άνθρωπος της λογικής, δεν μπορούσε να βρει εξήγηση για αυτήν την αλλαγή. «Μα γιατί δεν μας πήρε από την αρχή μαζί του, αφού τελικά αυτός θα πήγαινε στην Sete Citades;» , αναρωτιόταν συνεχώς και εγώ δεν έβρισκα ούτε ένα μοσχαράκι να της δείξω για να την αποσπάσω από τους συλλογισμούς της.

Με αυτά και με εκείνα φτάσαμε και στο πολυπόθητο χωριό. Οι ντόπιοι επιβάτες διασκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση και οι τουρίστες πήραν όλοι μαζί την ίδια κατεύθυνση, αυτήν που οδηγούσε στις τουριστικές πληροφορίες.

Εμείς πάλι πήραμε έναν δρόμο που οδηγούσε στο ένα από τα δύο καφέ της περιοχής. Την ώρα που φτάσαμε έριχνε εκείνη την χαρακτηριστική βροχή που έμοιαζε με ψέκασμα, και θέλαμε να την αποφύγουμε. Παραγγείλαμε καφέ και ακούγαμε την Τραβελίνα ψιθυρίζει την ίδια απορία πάλι, και πάλι «Μα γιατί δεν μας πήρε από την αρχή μαζί του, αφού τελικά αυτός θα πήγαινε στην Sete Citades;».

Μια ταμπέλα πληροφορούσε ότι το μαγαζί είχε μπουφέ τις μεσημεριανές ώρες. Ήμασταν οι μοναδικές τεμπέλες τουρίστριες που προτίμησαν τον καφέ από τον περίπατο. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με τους ντόπιους. Ροδομάγουλοι, ρωμαλέοι αγρότες με τα Κυριακάτικα ρούχα τους.

Στο πρώτο διάλλειμα που έκανε η βροχή, φύγαμε και εμείς για να συλλέξουμε τις πληροφορίες μας. Η Τραβελίνα μας ακόμα στην ίδια κατάσταση «Μα γιατί δεν μας πήρε από την αρχή μαζί του, αφού τελικά αυτός θα πήγαινε στην Sete Citades;» . Οι τουριστικές πληροφορίες δίνονταν σε ένα μαγαζί που πουλούσε παραδοσιακά προϊόντα και αδιάβροχα (αυτά δεν συγκαταλέγονται στα παραδοσιακά, αλλά στα απαραίτητα). Μας προμήθευσαν με φυλλάδια γεμάτα με τα αξιοθέατα της περιοχής, χάρτες σημαδεμένους με τα μονοπάτια, και φωτογραφίες γελαστών περιπατητών μπροστά από καταρράκτες, λίμνες και βουνά. Διασχίσαμε το χωριό, περνώντας από μικρά χαριτωμένα σπίτια, με κήπους πνιγμένους στα λουλούδια. Ήταν τόσο γλυκά και ήσυχα που θέλαμε να μείνουμε για πάντα εκεί και υιοθετήσουμε τις κατοικίες μας. Η δική μου είναι μια ταπεινή ξύλινη κατασκευή, με μεγάλο κήπο
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4347.jpg


Της Τραβελίνας είναι η ευρύχωρη κατοικία με την υπέροχη θέα στην λίμνη.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4356.jpg

«Μα γιατί δεν μας πήρε από την αρχή μαζί του, αφού τελικά αυτός θα πήγαινε στην Sete Citades;»


Η Υβόννη αποφάσισε ότι θα φιλοξενείται στο σπίτι της Τραβελίνας και δεν διάλεξε δικό της σπίτι, αν και εγώ της πρότεινα αυτό.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_438.jpg



Βγαίνοντας από το χωριό, ήταν σαν να μπαίναμε στις φωτογραφίες των φυλλαδίων και μετατραπήκαμε και εμείς στους χαρωπούς τύπους των φωτογραφιών. Ξέραμε πως στην περιοχή υπήρχαν δύο λίμνες, που ονομάζονταν μπλε η μια και πράσινη η άλλη. Δεν ξέραμε όμως ότι το εννοούσαν κιόλας. Ο δρόμος μπροστά μας περνούσε από μια γέφυρα που χώριζε τα νερά στα δύο. Από την μια μεριά η λίμνη ήταν μπλε και από την άλλη πράσινη. Να έτσι,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4324.jpg


Ξέρετε αυτήν την αίσθηση του λιχούδη που μπαίνει στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο, μπροστά του έχει σειρές απίθανων γλυκών και δεν ξέρει από πού να αρχίσει να τρώει; Έτσι ακριβώς νοιώθαμε και εμείς, δεν ξέραμε από πού να αρχίσουμε να περπατάμε. Και τώρα που τα λέμε, δεν ξέρω από πού να αρχίσω να περιγράφω. Αρχικά πήραμε την ανηφόρα, η φύση ήταν υπέροχη, δεν χωρεί αμφιβολία, αλλά πολύ αυτοκίνητο ρε παιδιά. Υπήρχαν βέβαια και κάτι ευτυχείς ποδηλάτες που καθόλου δεν τους πτοούσε η ανηφοριά. Χωθήκαμε στο εσωτερικό της πρασινάδας στο πρώτο μονοπάτι που βρέθηκε μπροστά μας. Μερέντες ξεφύτρωναν εδώ και εκεί με οικογένειες να ψήνουν, να κυνηγούν παιδάκια ή να χουζουρεύουν. Ήταν Κυριακή και είχαν βγει στην εξοχή, χωρίς να τους νοιάζει η συννεφιά και η περιστασιακή βροχή.

Κατηφορίσαμε και σταθήκαμε πάνω στην γέφυρα. Πια λίμνη να πάρουμε; Την πράσινη ή την μπλε; Τελικά διαλέξαμε την γαλάζια για αρχή. Το μονοπάτι περικύκλωνε την λίμνη. Πολύ όμορφος περίπατος. Η Υβόννη σταματούσε κάθε τόσο για να αγκαλιάσει τα δέντρα, η Τραβελίνα φωτογράφιζε και συνέχιζε να αναρωτιέται «Μα γιατί δεν μας πήρε από την αρχή μαζί του, αφού τελικά αυτός θα πήγαινε στην Sete Citades;».

Θα αφήσω τις εικόνες να μιλήσουν γιατί εγώ αυτά τα χρώματα δεν μπορώ να τα περιγράψω.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4383.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4377.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4371.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4380.jpg


Η συνέχεια της ιστορίας περιλαμβάνει: φαγοπότι με τους ντόπιους, καφέ με χαρλεάδες και ένα μεθύσι. Τα λέμε.
Αφού χορτάσαμε τις αλλεπάλληλες αλλαγές των χρωμάτων, την αίσθηση του μαλακού γρασιδιού στις σόλες μας, τις οικογένειες που, για ακόμα μια φορά, γέμιζαν τις μερέντες, είπαμε πως ήρθε πλέον το πλήρωμα του χρόνου να δοκιμάσουμε και τον τοπικό μπουφέ που μας υποσχόταν η ταμπέλα του καφέ.
Πήραμε λοιπόν τον δρόμο του γυρισμού και βρεθήκαμε στην αυλή του μαγαζιού, όπου πριν από λίγες ώρες είχαμε πιει τον καφέ μας. Οι αίθουσες του μαγαζιού, αλλά και η αυλή του ήταν γεμάτες. Από τον μπουφέ, δεν επωφελούνταν μόνο οι τουρίστες, αλλά και προφανώς όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Φορούσαν τα κυριακάτικά τους, είχαν πάρει μαζί όλη την οικογένεια, γυναίκα, παιδιά, πεθερικά, γονείς, θείους και πρώτα ξαδέλφια, και είχαν έρθει συμπούρμουλοι εμφανίζονταν στην ταβέρνα. Προφανώς ήταν η Κυριακάτική συνήθεια τους, βοηθούσε και ο καιρός που ήταν μεν βροχερός, αλλά είχε μεγάλα διαστήματα ηλιοφάνειας, και όσοι δεν είχαν ξεχυθεί στις μερέντες, είχαν έρθει στον ταβερνιάρη της περιοχής.

Ο μπουφές ήταν πολύ πλούσιος, αν εξαιρέσουμε φυσικά την έλλειψη φαντασίας στην σαλάτα, μερικά λαχανικά κομμένα άγαρμπα και αυτό είναι όλο. Ψάρια και κρέατα της περιοχής ήταν μαγειρεμένα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Τα κορίτσια αποφάσισαν ότι θα αφιέρωναν τους γευστικούς τους κάλυκες στην εξερεύνηση των κρεατικών, που θύμιζαν περισσότερο βαυαρικές συνταγές, και εγώ πιστή στην μονομανία μου, δοκίμασα τα λιμναία ψάρια.

Ευχαριστημένες και ελαφρώς σκασμένες από το πολύ φαί και πιοτί, ξαναπήραμε το δρόμο προς τις λίμνες. Αυτή την φορά σειρά είχε η πράσινη λίμνη. Στον δρόμο μας, ξαναθαυμάσαμε τα σπιτάκια. Ομορφούλικα σαν από παραμύθι, πνιγμένα στα λουλούδια και με την υπέροχη θέα των κατάφυτων βουνών και των λιμνών.

Η πράσινη λίμνη ήταν γεμάτη με νέους όλων των ηλικιών που έπαιζαν στο γρασίδι, ή ξάπλωναν στον ήλιο. Η ομορφιά παρόμοια με την γαλάζια λίμνη μας ξελογιάζει ακόμα μια φορά. Μερικά δείγματα μπορώ να παραθέσω μόνο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4392.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4389.jpg


Αφού περπατήσαμε αρκετά ώστε να κατέβει το φαγητό δύο δάχτυλα πιο κάτω στο οισοφάγο μας, ξαπλώσαμε και εμείς στο γρασίδι κάτω από τον ευκαιριακό ήλιο. Η λιακάδα κράτησε μισή ώρα, αρκετή για να απολαύσουμε μια από τις πιο απλές και αδιαμφισβήτητες ευτυχίες του κόσμου. Το ραχάτι στην λιακάδα.

Ο ήλιος όμως, όπως προείπα, ήταν ευκαιριακός. Η Υβόννη μας μόλις που πρόλαβε να βρέξει τα πόδια της στην λίμνη πριν εξαφανιστεί (ο ήλιος καλέ όχι το κορίτσι) και αρχίσει πάλι να ψιλοβρέχει.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_4393_1.jpg


Οι ντόπιοι, μαζί με τις τρεις τεμπέλες τουρίστριες άρχισαν να φεύγουν προς το χωριό. Και ενώ μεν οι ντόπιοι είχαν σπίτια να πάνε να χωθούνε, εμείς είχαμε άλλες δύο ώρες να ξοδέψουμε έως το λεωφορείο της γραμμής να μας γυρίσει στην εστία μας. Το συνεχές ψιλοβρόχι καθιστούσε αδύνατη την παραμονή μας στην υπέροχη ύπαιθρο. Αναζητώντας διεξόδους στην βαρεμάρα που μας ζύγωνε, ανακαλύψαμε πως είχαμε δύο εναλλακτικές λύσεις. Ή θα γυρίζαμε να κάτσουμε στο ίδιο καφέ – εστιατόριο που ήπιαμε τον καφέ μας και φάγαμε το γεύμα μας, ή θα πηγαίναμε στο άλλο καφέ-εστιατόριο της περιοχής, που δεν είχε την τύχη να χαρεί την παρουσία μας έως τώρα.

Τελικά είχε δίκιο η Τραβελίνα που δίσταζε να παραδώσει το αυτοκίνητο το πρωί. Αν το είχαμε κρατήσει ακόμα μια μέρα, θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε άνετα, αποχωρώντας από το καταπληκτικό, κατά τα άλλα, αυτό χωρίο όταν εμείς το θέλαμε. Το καφέ που κάτσαμε είχε τον υπαίθριο χώρο του σκεπασμένο και έτσι μπορούσαμε να κάτσουμε έξω χωρίς να βρεχόμαστε. Κατά τα άλλα ήταν ένα πλήρως αδιάφορο μαγαζί.

Καθόμασταν λοιπόν εκεί ροφάγαμε τον καφέ μας και πνίγαμε την βαρεμάρα μας παίζοντας εκείνο το παλιό παιδικό παιχνίδι «όνομα-ζώο-πράμα» , (πολύ διδακτικό αλήθεια, έτσι έμαθα ότι η παπάρα είναι φαγητό) όταν ξαφνικά από την πλήξη μας ήρθαν να μας σώσουν οι σύγχρονοι ιππότες της ασφάλτου.

Ο δρόμος μπροστά μας μαύρισε από Harley . Τύποι με Αζοριανό σουλούπι, μαυροντυμένοι, δερματόδετοι και στιγματισμένοι με τατουάζ, αφίππευσαν τα καμάρια τους και πλησίασαν το καφέ περπατώντας με τον κορδωμένο τρόπο του ατόμου που θέλει να δηλώνει πως είναι πολύ ευχαριστημένο με τον εαυτό του.

Η εμφάνιση τους με έβαλε σε σκέψεις. Πως βρέθηκαν τόσοι πολλοί μηχανόβιοι σε ένα νησί που το γυρίζεις σε τρεις μέρες; Κυκλοφορούν από χωριό σε χωριό κάθε Κυριακή για να ξεδώσουν; Ντύνονται έτσι και τις καθημερινές; Είναι αυτό ένα από τα αποτελέσματα της ανίας που ελλοχεύει σε κάθε όμορφο, ήσυχο, μικρό τόπο;

Το μπλαζέ ύφος τους, μας απότρεψε από την επιθυμία μας να τους φωτογραφίσουμε. Τους επεξεργαστήκαμε με την άκρη του ματιού μας, κάνοντας τις αδιάφορες. Η αλήθεια ήταν ότι αποτελούσαν σίγουρο φάρμακο στην πλήξη μας. Μπότες, μπουφάν, μαντήλια και ζώνες αποτελούσαν το καθένα από μόνο του ένα νέο στιλιστικό κεφάλαιο στις περιορισμένες γνώσεις μου. Επειδή μάλιστα η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε, αφού τελειώσαμε την επεξεργασία των καβαλάρηδων, βγήκαμε έξω να περιμένουμε το λεωφορείο και να επεξεργαστούμε και τις μηχανές τους.

Το λεωφορείο μας ήρθε όταν πια είχαμε καταγράψει νοερώς, όλα τα χαϊμαλιά, μπαγκαζιέρες, κτλ παρελκόμενα των Harley. Έχοντας κάνει το χρέος μας ως κοτσομπόλες τουρίστριες, μπήκαμε στο λεωφορείο μας και γυρίσαμε.

Καλοπιαστήκαμε, τσεκάραμε ότι ο Άγγλος γείτονας ήταν ακόμα στο μπαλκόνι του και διάβαζε, και αφήσαμε το ξενοδοχείο μας για να αναζητήσουμε, για ακόμα μια φορά, τη dolce vita του νησιού.

Δεν την βρήκαμε, τα μόνα μαγαζιά που φώτιζαν τους δρόμους της πόλης ήταν οι σταυροί των φαρμακείων. Αποφασισμένες ότι σήμερα θα πιούμε ένα ποτό, κατευθυνθήκαμε προς την τουριστική πλευρά της πόλης, δίπλα στο λιμάνι. Η Τραβελίνα, διάλεξε το μαγαζί που επενδυόταν μουσικά με στις επιτυχίες του Μαικλ Τζάκσον και κάτσαμε.

Υπό τους ήχους του Billy Jean παραγγείλαμε μια φιάλη τοπικό κρασί και το αγαπημένο μας λουκάνικο. Στο Thriller το κρασί είχε τελειώσει και παραγγείλαμε το δεύτερο μπουκάλι. Μετά τελείωσε ο cd με τα hit του διαχρονικού καλλιτέχνη και κανείς δεν ασχολήθηκε να το αλλάξει. Έτσι και εμείς φύγαμε. Στους καταλόγους των μπαρ η Υβόννη ανακάλυψε πως τα κοκτέιλ κάνουν μόνο 4 ευρώ. Μπήκαμε στο πρώτο μαγαζί που βρήκαμε μπροστά μας, για να δοκιμάσουμε πως είναι το Mojito όταν κοστίζει 4 ευρώ. Ήταν καλό, αλλά πώς να έκαναν άραγε την caipirinha; Μτα φγαμε κια στο διπλνο ήπαμε να βλαδι μαρι, κι μτα βοτκα με κάτι, κια κποια στι χικ στιγμή γρυσαμε στο νεξοδο χικ δοχοξενοχειο.
Κλνυχτ χικ.
Για την περιγραφή αυτής της ημέρας, υπήρχαν πολλά διλλήματα και δυσκολίες. Οι δυσκολίες ήταν πώς να εντάξω στην δική μου περιγραφή τα διαφωτιστικά μηνύματα της Τραβελίνας που έχουν προηγηθεί. Κοιτάζοντας, δε, τις φωτογραφίες που τα κορίτσια μου έδωσαν από εκείνη την «κρουαζιέρα» παρατήρησα ότι, ενώ είχαν βγάλει πολλές φωτογραφίες τον ξανθό μυώδη μούτσο, εμένα μου έχουν δώσει μόνο μία. Αλήθεια κορίτσια γιατί μόνο μία φωτογραφία του μούτσου σας σε μένα; Έτσι το μεγάλο δίλλημα μου είναι πόσες φορές να βάλω την φωτογραφία του στην ιστορία για να προκαλέσω το ενδιαφέρον του γυναικείου αναγνωστικού κοινού;

Ας αρχίσουμε και βλέπουμε.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν, τα κορίτσια ξύπνησαν νωρίτερα από μένα, αρματωθήκαν με τις φωτογραφικές τους, ζώστηκαν τα αδιάβροχα και φύγαν. Εμένα με άφησαν να κοιμάμαι. Ραντεβού είχαμε στην 1.00, στο λιμάνι. Μοναδική μου αποστολή έως τότε, να βρω το καταλληλότερο μέρος για κολύμπι. Βρισκόμασταν σε ένα νησί ζωσμένο από τον Ατλαντικό. Αμαρτία να φεύγαμε χωρίς να βουτήξουμε.

Εγώ πάλι ξόδεψα το πρωινό μου στο ραχάτι και την άσκοπη περιπλάνηση στην πόλη. Η έρευνα για την καλύτερη παραλία της περιοχής δεν ήταν πολύ αποδοτική. Τόσο στο ξενοδοχείο όσο και στο τουριστικό γραφείο η απάντηση ήταν ίδια.

Η καλύτερη περιοχή για μπάνιο ήταν η Lagoa, είχε φυσική πισίνα μου είπαν.
«Δηλαδή;» θέλησα να μάθω. «Έχει φυσική πισίνα» που ξαναείπαν. «Είναι δηλαδή πισίνα ή παραλία» προσπάθησα να διευκρινίσω. «Είναι φυσική πισίνα» μου ξεκαθάρισαν.

Με τις πολύτιμες και διαφωτιστικότατες αυτές πληροφορίες, μαζί με τα δρομολόγια των λεωφορείων, έκανα μια μεγάλη απολαυστική βόλτα στην πόλη και μετά κάθισα για ένα καφέ, περιμένοντας τις γοργόνες. Ότι κάνει δηλαδή ο καθένας μας μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα νησί. Μόνο που η μέρα δεν ήταν ηλιόλουστη.

Οι κοπελιές γύρισαν ελάχιστα ευχαριστημένες από την βόλτα τους. Η οποία, αν θυμάστε από τα λεγόμενα της Τραβελίνας,
«…υποσχόταν πολλά θα βλέπαμε δελφίνια και φάλαινες, κοινά και σπάνια είδη, μόνιμους κατοίκους αζοριανού ατλαντικού αλλά και καλοκαιρινούς επισκέπτες. Η Υβόννη δε, ετοιμαζόταν για Μόμπι Ντικ. Γι’ αυτό διαλέξαμε το καταμαράν και όχι το φουσκωτό, να είμαστε και πιο σίγουρες, να μπορούμε να τρέχουμε δεξιά και αριστερά, να βγάζουμε φωτογραφίες χωρίς να βρεχόμαστε…»
Μούτσος

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5444.jpg


Απολαμβάνοντας όλες μαζί τον καφέ μας, (1,90 και οι τρεις καφέδες!!) έμαθα ότι:
Μόλις επιβιβαστήκαμε αντικρίσαμε τον Λεόν … Η Υβόννη στην αρχή νόμισε ότι τον είχαν για μεζεδάκι για να προσελκύσουν τα κήτη, που να φανταζόταν τι θαλασσόλυκος ήταν!
Λεό
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5439.jpg


Τελικά Μόμπι δεν είδαμε αλλά συναντήσαμε πολλές παρέες δελφινιών. Όπως και στο Αιγαίο! Όταν βγήκαμε παραέξω στον ωκεανό πέσαμε σε αέρα, κύμα και κρύο. Το καταχαρήκαμε… Προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε στο βρεγμένο κατάστρωμα, να κρατήσουμε κόντρα στον αέρα που μας έσπρωχνε, να εστιάσουμε στα δελφίνια μήπως και πετύχουμε καμιά θεαματική βουτιά, να προστατέψουμε τις μηχανές από το νερό που τρώγαμε κάθε φορά που το σκάφος έσκαγε σε κύμα. Και ενώ όλοι ήμασταν κατάκοποι από την προσπάθεια, ο Λεόν σουλάτσαρε άνετος, γλιστρώντας και φρενάροντας απτόητος! Μέχρι που ήρθε ο θείος του και τον μάζεψε πριν τον πάρει ο αέρας και γίνει αληθινό μεζεδάκι. Δεν καταφέραμε να τραβήξουμε κανέναν καλό πήδο… νομίζω πατούσαμε μηχανικά το κουμπί καθώς παρακολουθούσαμε το θέαμα…

Η αίσθηση πάντως του Ατλαντικού, με τα χαμηλά σύννεφα και το απέραντο ασημομπλέ, ήταν αξέχαστη.»
Ατλαντικός
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5443.jpg


Επιστρέφοντας περάσαμε από τη Villa Franca με το περίεργο νησάκι, που στο εσωτερικό του έκρυβε μια φυσική πισίνα.
Περίεργο νησάκι,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5452.jpg


Μούτσος
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5444.jpg



Και όπως πολύ σοφά ειπώθηκε:
Η μηχανή έχει πρόβλημα εστίασης και δεν εστιάζει σε κήτη αλλά σε μούτσους??? :D

Αφού, λοιπόν, μου είπαν τον πόνο τους, τους είπα και εγώ για τα δρομολόγια των λεωφορείων που θα μας πήγαιναν στην «καλύτερη περιοχή για μπάνιο που ήταν η Lagoa, είχε φυσική πισίνα μου είπαν». «Δηλαδή,» ρώτησε η Υβόννη «Έχει φυσική πισίνα» της ξαναείπα. «Είναι δηλαδή πισίνα ή παραλία» προσπάθησε να διευκρινίσει. «Είναι φυσική πισίνα» της ξεκαθάρισα.


Η Lagoa ήταν ένα όμορφο χωριό.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5456.jpg


Ψαροχώρι για την ακρίβεια.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5417.jpg


Χαθήκαμε στα στενά του χωρίς να βρίσκουμε την παραλία που θα εκπλήρωνε ολόκληρο το νόημα της φράσης «φυσική πισίνα». Ότι βρίσκαμε σε «φυσικό» δεν ήταν πισίνα και ότι ήταν «πισίνα» δεν ήταν φυσικό.

Η βόλτα στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, αλλά ο σκοπός μας δεν είχε εκπληρωθεί. Προσωπικά είχα πάρει την απόφαση μου, ωραίος ο Ατλαντικός αλλά ευχαριστώ εγώ δεν θα πάρω. Συννεφιά είχε, φουρτούνα είχε, παραλία δεν είχε, άστο καλύτερα. Οι φίλες μου γενναίες, δεν άλλαξαν γνώμη. Θα βουτούσαν. Ρωτήσαμε κάτι ευτυχισμένα παιδιά που γύριζαν βρεγμένα, με τα μαγιό τους, που έκαναν μπάνιο. Μας έδειξαν και κινήσαμε.

Περάσαμε μέσα από αγρούς. Και για να μην ξεχνάνε οι συνοδοιπόρησες μου την συνήθεια τους:

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5458.jpg


Η παραλία, ήταν χμ καλούτσικη. Οι γενναίες γοργόνες βούτηξαν.
Η άτολμη συγγραφέας τραβούσε φωτογραφίες. Μούτσο για χάζι δεν είχε η περιοχή, είχε μόνο έναν ναυαγοσώστη, πως ήταν ο μούτσος; καμία σχέση. Ένα αδύνατο πλάσμα, καλυμμένο με νιτσεράδα και ασορτί καπέλο. Οι κοπελιές μας, ήταν οι μόνες κολυμβήτριες εκείνη την ώρα. Και με μια προσεκτική ματιά, ανακαλύψαμε πως ήταν και οι μόνες ενήλικες λουόμενες. Η παραλία ήταν γεμάτη με μικρά παιδιά, και εμάς.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5464.jpg


Έτσι όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω τους. Ο ναυαγοσώστης, και οι φίλοι του, τις παρακολουθούσαν στενά, όόόλοι οι περαστικοί έκαναν μια στάση για να τις θαυμάσουν. Τέτοιες δόξες!!! Από σεβασμό στο φιλοθεάμον κοινό λοιπόν, δεν τόλμησα να φωτογραφήσω ούτε τους θεατές, ούτε τον ναυαγοσώστη. Αποθανάτισα μόνο τις ηρωίδες μας, πολλές φορές μάλιστα. Να μία φωτογραφία - ντοκουμέντο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5463.jpg


Αφού λοιπόν εκπληρώθηκε ο ευσεβής πόθος μας για βουτιά στον Ατλαντικό, και αφού εφοδιάσαμε τους ντόπιους με θέμα συζήτησης για τα επόμενα 5 χρόνια, είπαμε ότι είναι πλέον καιρός να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο μας.

Είχαμε λοιπόν όλον τον καιρό να φρεσκαριστούμε και να βγούμε για φαγητό. Σταθήκαμε τυχερές και αυτήν την φορά. Το μαγαζί που διαλέξαμε ήταν όμορφο, με καλό φαγητό, καλές τιμές, ευγενικούς σερβιτόρους και πολύ καλό κρασί. Δύο λουκάνικα, δύο μπουκάλια κρασί, τρία απεριτίφ και τρία γλυκά, αργότερα, αφήσαμε αυτήν την ωραία ατμόσφαιρα.


Η βραδιά μας συνεχίστηκε στο λιμάνι, η Τραβελίνα ήθελε να επιβεβαιώσει ότι οι τιμές των ποτών ήταν τόσο φτηνές όσο τις αφήσαμε την προηγούμενη νύχτα. Και ναι, ήταν, τα κοκτέιλ συνέχιζαν να κοστίζουν μόνο 4 ευρώ. Η Υβόννη πάλι ήθελε να φωτογραφήσει μια σειρά από πολύχρωμα μανιτάρια που στόλιζαν την προβλήτα.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5432.jpg



Είχαμε αρχίσει τους ήπιους διαπληκτισμούς για την εικαστική αξία αυτών των κομματιών, όταν ακούσαμε πίσω μας μια φράση σε μια γλώσσα που δεν περιμέναμε να ακούσουμε σε εκείνο το νησί. «Ελληνίδες είστε;». Τρεις Έλληνες ναυτικοί στις Αζόρες!!! Ήταν μέλη του πληρώματος του “Santorini express”. Το καράβι έκανε διαδρομές ανάμεσα στα νησιά των Αζορών. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες μαζί τους, λυπηθήκαμε όλοι μαζί που βρεθήκαμε το τελευταίο μας βράδυ, και δεν θα είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε από το καράβι τους να μας κεράσουν ελληνικό καφέ. Μετά χαιρετήσαμε τους συμπατριώτες μας. Για να γλεντήσουμε το αναπάντεχο συναπάντημα μας πήγαμε για ένα ποτό, ίσως και δύο, όχι τελικά ήταν τρία, μάλλον τέσσερα.
Και μετά πήγαμε για ύπνο, νομίζω, δεν θυμάμαι, πολύ άλκοολ.
Μούτσος,

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_5444.jpg

ΑΝΤΙΟ ΑΖΟΡΕΣ

Η επόμενη μέρα ήταν ημέρα ανασυγκροτήσεων, αναχωρήσεων, και αφίξεων για το Τρίο Αζόρες. Τουτέστιν, το πρωί ξυπνήσαμε με την ησυχία μας, και ξεπεράσαμε το hangover της προηγούμενης μέρας, απολαύσαμε για τελευταία φορά το πλούσιο πρωινό του ξενοδοχείου μας, και την εμμονή του Άγγλου γείτονα με το μπαλκόνι του.

Φεύγαμε από τις Αζόρες το απόγευμα και φτάναμε στο Πόρτο το βραδάκι. Είχαμε λοιπόν μια άνετη ημέρα μπροστά μας χωρίς ιδιαίτερο πρόγραμμα. Μια από τις επιθυμίες της «wish list» μας που είχε μείνει ανεκπλήρωτη ήταν οι φυτείες ανανάδων.

Η μετακίνηση μας έγινε με τον γνωστό πλέον τρόπο. Λεωφορείο. Φτάσαμε στην φυτεία πολύ εύκολα. Ήταν ένας φροντισμένος τόπος, μέσα στα θερμοκήπια οι ανανάδες μεγάλωναν ήσυχα τακτοποιημένοι σε διαδρόμους.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_753.jpg


Ευχάριστη βόλτα, ήπιαμε έναν καφέ στην σκιά των δέντρων

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_752.jpg


και γυρίσαμε στην Πόντα Ντελγκάντα με το επόμενο λεωφορείο.

Κάναμε την αποχαιρετιστήρια βόλτα μας στην πόλη, βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία στην κεντρική πλατεία και φύγαμε για το αεροδρόμιο.

Δεν ήμουν και πολύ χαρούμενη που έφευγα. Θα ήθελα να έμενα μερικές μέρες ακόμα, να έπαιρνα το Express Santorini, και να πήγαινα μια βόλτα και σε μερικά ακόμα νησιά του συμπλέγματος. Οι ναυτικοί που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέρα, μας είχαν υποσχεθεί ελληνικό καφέ στο πλοίο, και μας είχαν περιγράψει τα άλλα νησιά. Από τις περιγραφές τους, τα φανταζόμουν σαν μικρά πολύχρωμα διαλλείματα γης μέσα στον απέραντο Ατλαντικό.


Οι Αζόρες είναι ένας ευλογημένος τόπος. Νησιά γεννημένα από ηφαίστεια. Μας δέχτηκαν με ατελείωτες εύφορες εκτάσεις, σειρές λουλουδιών, κοπάδια αγελάδων. Η γη σταματά απότομα, αφήνει την θέση της σε απότομους γκρεμούς και το απέραντο πέλαγος. Η θέα αποστομωτική, από την μια η ήρεμη αγροτική φύση, και από την άλλη το άγριο πέλαγος. Μικρά χωριά βουτηγμένα στην γλυκιά ρουτίνα της καθημερινότητας, απρόσμενες καλλιέργειες για ευρωπαϊκό τόπο, (ανανάδες, τσάι… ), αλλά και άγρια κύματα, απότομες παραλίες.

Από το παράθυρο του αεροπλάνου έβλεπα τα νησιά τα νησιά σαν ακανόνιστες τελείες αραδιασμένες στο μπλε φόντο και νόμισα πως βρισκόμουν στις Κυκλάδες.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_7510.jpg


Έκλεισα τα μάτια όταν τα σύννεφα έσβησαν τις τελείες, τώρα δεν έβλεπα Αζόρες πια, άκουγα μόνο την Υβόννη να μουρμουρίζει:

Κλείνω τα μάτια και η θάλασσα είναι άδεια
Τα καλοκαίρια μόνο ήξερα να ζω
Τόσα φιλιά, τόσα νησιά, τόσα καράβια
Πού είναι τώρα που τα θέλω να πιαστώ;

Όταν η Λισαβόνα διασκεδάζει το Πόρτο εργάζεται, λέει ένα παλιό Πορτογαλικό ρητό. Η πρώτη εντύπωση που είχαμε εμείς βέβαια από αυτήν την πόλη δεν ήταν ακριβώς της εργασιομανίας.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας αργά το βράδυ. Κάναμε απλώς μια μικρή βόλτα στην γύρω περιοχή. Η Τραβελίνα είχε κάνε ακόμα μια φορά πολύ καλή επιλογή ξενοδοχείου. Το δωμάτιο μας ήταν σε μια από τις κεντρικότερες περιοχές της πόλης. Γύρω από το ξενοδοχείο υπήρχαν μπαρ και καφέ. Νεαρόκοσμος έπινε στον δρόμο. Λίγο πιο πέρα η πλατεία Delgado διέθετε μια ευρεία ποικιλία από εστιατόρια, με τραπεζάκια έξω. Ο χαμηλός φωτισμός τους, η χαριτωμένη εμφάνιση τους και η ανέμελη διάθεση του κόσμου, απάλυναν ελαφρώς την αυστηρότητα των ψηλών κτιριών που πλαισίωναν τον χώρο της πλατείας. Η σκέψη που έκανα ήταν πως το Πόρτο δεν διέθετε την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα της Λισαβόνας. Σε εκείνη την πρώτη μικρή βόλτα μας δεν είδα ούτε τα σπίτια με τις κόκκινες σκεπές και τις σοφίτες, ούτε τους πολύχρωμους τοίχους της πρωτεύουσας. Ο χώρος γύρω μου θύμιζε περισσότερο την αυστηρότητα των βορειότερων χωρών.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_137.jpg


Η επόμενη μέρα μας, ξεκίνησε εκεί που είχε τελειώσει, η προηγούμενη. Στην πλατεία Delgado. Η μέρα ήταν ζεστή, πολύ ζεστή. Νοσταλγούσα την δροσιά των Αζορών. Πάνω από τα άδεια πιάτα του πρωινού και τα μισογεμάτα φλιτζάνια καφέ, χαράξαμε την πορεία των επόμενων τεσσάρων ημερών. Με μα εμπεριστατωμένη έρευνα αποφασίσαμε ότι αν φερόμασταν ως παραδοσιακές τουρίστριες και παίρναμε ένα από τα κόκκινα διώροφα λεωφορεία θα κερδίζαμε χρόνο, χρήμα και θα μετακινούμασταν άνετα και χλιδάτα. Η διαδρομή του λεωφορείου κάλυπτε όλα τα σημεία που μας ενδιέφεραν.

Πήραμε λοιπόν ένα εισιτήριο δύο ημερών και επιβιβαστήκαμε σε ένα εντυπωσιακά γυαλιστερό όχημα. Η πρώτη μας στάση ήταν επιλογή της Υβόννης. Η οποία, πολύ ορθώς σκεπτόμενη, αποφάσισε ότι στην Λισαβόνα είχαμε κάνει το χρέος μας ως καλοί ταξιδευτές και επισκεφτήκαμε όλα τα ιστορικά κτίρια, θαυμάσαμε όλη τα μνημεία της περιοχής και εντρυφήσαμε ενδελεχώς στα αζουλέζους. Τώρα, ας πρωτοτυπούσαμε λίγο. Ας ξεκινούσαμε από το μουσείο μοντέρνας τέχνης. Η επιλογή της με ανακούφισε. Σας ομολογώ, και παρακαλώ να μην βγει παραέξω, μεταξύ μας να μείνει, ότι δεν είμαι ιδιαίτερα καλλιεργημένη, η γνώσεις μου γύρω από την κλασική τέχνη είναι περιορισμένες και συνήθως με αφήνουν ελαφρώς αδιάφορη πίνακες, γλυπτά και αντικείμενα που θεωρούνται αριστουργήματα. Σε ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης είχα περισσότερες ελπίδες κατανόησης.

Φυσικά ήταν μια αυταπάτη που διαλύθηκε στα πρώτα δέκα λεπτά παραμονής μου στο μουσείο. Ναι ήταν πλέον σαφές, ούτε από μοντέρνα τέχνη σκαμπάζω τίποτε. Την κατάσταση μου επιδείνωσε, σαφώς , και η επίμονη περιήγηση μου σε Ασιατικές χώρες που δεν έχουν να επιδείξουν ούτε έναν Γκόγια για προφτασιά. Έτσι από το καλά επιμελημένο μουσείο του Πόρτο, ξέχασα γρήγορα τις περίεργες κατασκευές που εκτίθονταν, τις ακατανόητες προβολές και μου έμεινε μόνο ο περιβάλλοντας χώρος.

Δηλαδή, το προαύλιο με την σέσουλα, ο κήπος με τις τριανταφυλλιές και το καφέ με τα ωραιότατα κις λορέν.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_159.jpg




Ναι ναι ξέρω, ούτε εγώ θα με έκανα παρέα αν ήμουν στην θέση σας.

Το επόμενο κόκκινο λεωφορείο μας πήγε μια μεγάλη βόλτα στον παραλιακό δρόμο. Όμορφες θερινές κατοικίες, απότομα κύματα, μικρά λιμανάκια γεμάτα βάρκες, και παραλίες με τεράστιες, ατελείωτες σειρές ομοίων ομπρελών. Μια παραλία που χρησιμοποιούνταν μάλλον για ηλιοθεραπεία παρά για κολύμπι. Μια παραλία που σε κάνει να εκτιμάς ακόμα και την Λούτσα.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_33.jpg


Φτάσαμε στο ποτάμι. Το λεωφορείο μας άφησε στο πιο τουριστικό σημείο, στην γέφυρα Rodoviaria D Luis I.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_196.jpg

Είναι το σημείο που θα επισκεφτούν όλοι οι τουρίστες που θα βρεθούν στην πόλη. Είναι το σημείο που μαζεύονται τα παιδιά για να βουτήξουν στο ποτάμι από την άκρη της γέφυρας. Πάνω από όλα είναι το σημείο που η πόλη από Δεν-Λέω-Καλή- Είναι, γίνεται Το Πόρτο.

Μπορεί ο Ατλαντικός να βρέχει την πόλη, ο ποταμός της όμως την χαρακτηρίζει. Εκεί αποκτά το χρώμα της και την ιδιαιτερότητα της. Έχουν διατηρηθεί τα πάντα, σαν να μην έχει περάσει ο χρόνος από πάνω τους. Περάσαμε την γέφυρα, χαζεύοντας τους έφηβους που τολμούσαν να βουτήξουν από το ύψος της γέφυρας στα νερά του Ντούρο.


Βρεθήκαμε στην όχθη του ποταμού και κοιτώντας απέναντι μεταφερθήκαμε μερικούς αιώνες πίσω. Μπροστά μας αραγμένα ήταν καΐκια φορτωμένα με βαρέλια.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_191.jpg


Τα φανταζόμουν να διανύουν όλη την απόσταση από τους αμπελώνες μέχρι εκεί, με τα βαρέλια τους γεμάτα φρέσκο μούστο. Πέρα από τα καΐκια στην αντίπερα όχθη τα σπίτια είχαν παραμείνει όπως όταν πρωτοχτίστηκαν. Χρωματιστά, στριμωχτά, κατρακυλούσαν από τον λόφο έως την όχθη.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_257.jpg


Όταν η Λισαβόνα γλεντάει το Πόρτο εργάζεται. Εδώ αποκτούσε νόημα το ρητό. Εδώ ήταν το πιο όμορφο σημείο της πόλης. Ότι περιέβαλε ο Ντούρο ήταν ντυμένο παλιομοδίτικα, με νοσταλγία. Δεν χορταίναμε να κοιτάμε, και ανυπομονούσαμε για την στιγμή που θα καθόμασταν σε ένα από τα μικρά μαγαζάκια για να πιούμε πόρτο.

Περπατήσαμε έως την άκρη του δρόμου και χωθήκαμε μέσα στα σοκάκια ακολουθώντας τις ταμπέλες που θα μας οδηγούσαν στην πρώτη κάβα, για να αρχίσουμε την δοκιμή των πόρτο. Ανηφορίζαμε περιμένοντας ότι από τις πόρτες των κτιρίων γύρω μας θα εμφανίζονταν εργάτες με φθαρμένα ρούχα τραγιάσκες και με το κολατσιό τους διπλωμένο σε μια καρό πετσέτα. Όμως είχαμε αργήσει μερικές δεκαετίες και οι εργάτες είχαν αλλάξει εμφάνιση.

Και επειδή άλλοι τα έχουν πει καλύτερα από μένα σας μεταφέρω εδώ μερικά αποσπάσματα από ένα άρθρο της Καθημερινής. Να πάρω και εγώ μια ανάσα.

«Εκεί βρίσκονται οι αρμαζένς, οι αποθήκες ωρίμασης του κρασιού που μέχρι πρότινος μεταφερόταν με βάρκες. Καθένας από τους μεγάλους οίκους παραγωγής έχει τις δικές του δεξαμενές, τα κελάρια αλλά και κατάλληλες αίθουσες όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, μέσα στη μισή ώρα που διαρκεί η ξενάγηση, να δοκιμάσουν 2 είδη πόρτο. Δεν υπάρχει επισκέπτης της πόλης που να μην μπει στον πειρασμό να πιει μερικά ποτηράκια και να δει τους γλάρους να κάνουν χαμηλές πτήσεις πάνω από τις κεραμιδένιες στέγες της νότιας όχθης. Με ελάχιστο αντίτιμο (2 με 3 ευρώ) και καλά οργανωμένα τουρ, η βόλτα σε κάθε αποθήκη είναι μια ωραία εμπειρία, αρκεί να μη συμπέσετε με γκρουπ συνταξιούχων Ισπανών."

Η πρώτη μας στάση ήταν σε μια από τις πιο εμπορικές φίρμες, ήταν προσφορά του κόκκινου λεωφορείου. Πολλοί τουρίστες είχαν κάνει την ίδια επιλογή φυσικά. Το κρασί που δοκιμάσαμε δεν ήταν από τα καλύτερα που δοκιμάσαμε, όμως η αίθουσα με τα μεγάλα βαρέλια και τους υγρούς διαδρόμους είχε ατμόσφαιρα.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_306.jpg

Αναχωρήσαμε για την δεύτερη αποθήκη οινοπαραγωγών που ήταν και επιλογή μας. Είχαμε δίκιο, εκεί το πόρτο ήταν πολύ καλό.
Η κα Πουρνάρα της Καθημερινής έχει μεταφέρει πολύ καλά την ατμόσφαιρα της κάβας.

« Το πρώτο πράγμα που αισθάνεται ο επισκέπτης είναι η υποβλητική ατμόσφαιρα της κάβας. Ο φωτισμός είναι χαμηλός, τα βαρέλια στοιχισμένα με απόλυτη τάξη, το πάτωμα φτιαγμένο από ξύλο για να συμβάλει στον φυσικό εξαερισμό και τη διατήρηση της χαμηλής θερμοκρασίας.
Τα ρουθούνια γαργαλιούνται από μια μυρωδιά που φανερώνει ότι ο χρόνος έχει κατακαθήσει στις αποθήκες. Αλλωστε αυτό είναι και το ζητούμενο: να ωριμάσει το κρασί με τις ειδικές αυτές συνθήκες που δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τον 18ο αιώνα, όταν εφευρέθηκε το πόρτο.»


Θα καθόμουν ευχαρίστως να δοκιμάσω ξανά ένα ποτήρι κρασί από κάθε μπουκάλι που μας επέδειξαν, και να συνεχίζω να κλέβω ξεδιάντροπα το πόνημα της Πουρνάρα αλλά έχουμε και μια κρουαζιέρα να προλάβουμε. Είστε έτοιμοι για επιβίβαση ή από το πολύ Πόρτο θέλετε έναν καφέ για να φύγει η ζαλάδα;

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_310.jpg


kathimerini.gr | ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ Στη χώρα του πόρτο
Το κερασένιο χρώμα του πόρτο, συνέχιζε να κυριεύει την σκέψη μας και τις επιθυμίες μας. Ήταν ακόμα η αρχή, νομίζαμε ότι αυτή η αίσθηση είναι προσωρινή και θα μας περάσει. Τελικά, μάθαμε να ζούμε με αυτήν όσο καιρό μείναμε στην πόλη.
Ήπιαμε ένα καφεδάκι στα όρθια περιμένοντας στην ουρά για το καραβάκι.


Ήταν ένα ξύλινο χαμηλό σκαρί. Πλέοντας στα νερά του Ντούρο είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά τα παλιά σπίτια,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_240.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_227.jpg


να εξετάσουμε τις γέφυρες από το πλάι και από κάτω,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_232.jpg


και να αισθανθούμε λίγο σαν τα βαρέλια μούστο που έφταναν και αυτά με αυτόν τον τρόπο στο λιμάνι.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_192.jpg


Η ανηφόρα της επιστροφής, δεν ήταν το ίδιο ειδυλλιακή. Νομίζω ότι από την παραμονή μας στο Πόρτο, αυτό ήταν το χειρότερο μου. Αυτήν την ανηφόρα ως το ξενοδοχείο την κάναμε βράδυ, σουρωμένες από το κρασί, ή μεσημέρι με τον ήλιο κατακέφαλα.

Πριν γυρίσουμε στο δωμάτιο μας, κάναμε μια στάση στον σταθμό τρένων. Ήταν κλασικός Πορτογαλικός σταθμός, γεμάτος από Αζουλέζους.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_268.jpg


Μετά από μια σύντομη ανάπαυση βγήκαμε προς αναζήτηση τροφής. Αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Δηλαδή, δεν δυσκολευτήκαμε και τόσο, όσο οι τροφοσυλλέκτες στην αυγή της ανθρωπότητας, αλλά η μαζική εστίαση στην περιοχή, είχε κανόνες που αγνοούσαμε. Οι κουζίνες των εστιατορίων έκλειναν νωρίς. Γνωρίζοντας το οι υπόλοιποι τουρίστες, είχαν προλάβει να μπαστακωθούν στα μαγαζιά που τους άρεσαν.

Εμείς πάλι, απευθυνθήκαμε σε όλα τα μαγαζιά που μας είχαν γυαλίσει από την προηγούμενη, αλλά ανυποψίαστες για την πρόθεση των μαγείρων, να σβήσουν τις φωτιές τους πριν εμείς φάμε δεν ανησυχούσαμε από τις πρώτες άπραγες προσπάθειες μας.

Ψάχνοντας και κατηφορίζοντας φτάσαμε ξανά στο ποτάμι. Ένας διαφορετικός Ντούρο μας περίμενε εκεί. Με τα φωτισμένα κτίρια να λάμπουν πάνω στα νερά του, η θέα ήταν μαγική. Προσπάθησα να το αποτυπώσω σε φωτογραφίες αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν θα τα κατάφερνα και άφησα τα μάτια μου να κάνουν όλη την δουλειά. Η Τραβελίνα τα κατάφερε καλύτερα…

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_127.jpg


Τελικά η σοφία που αποκόμισα εκείνο το βράδυ, και ετοιμάζομαι να μοιραστώ μαζί σας είναι: Το Πόρτο θα σε ξαφνιάσει, εκεί που νομίζεις ότι έχεις μελετήσει μια γειτονιά του και πλέον την κατέχεις καλά, αυτή θα αλλάξει, θα ντυθεί με άλλα χρώματα και θα σε γοητέψει ξανά. Μην βάζεις ποτέ χρονικό περιθώριο στην βόλτα σου. Η ομορφιά της πόλης θα σε καθυστερήσει. Ακόμα και αν μείνεις πιστός στο πρόγραμμα σου, στο τέλος θα έχεις μια αίσθηση ανικανοποίητου.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με ένα πλούσιο πρωινό στην κεντρική πλατεία. Αφού κοιτάξαμε τον λογαριασμό από όλες τις πλευρές και βεβαιωθήκαμε ότι είναι ο δικός μας, και ναι είναι τόσο φτηνά, πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο μας.

Πρώτη μας στάση το Guimaraes. Μια πόλη βορειοανατολικά του Πόρτο.
Ήταν μια χαριτωμένη πόλη που είχε γνωρίσει τις δόξες τις παλιά. Ιδρύθηκε περίπου τον 10ο Αιώνα από μια κοντέσα Mumadona η οποία έκτισε και ένα κάστρο εδώ για να την προφυλάξει.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_171.jpg


Από τα τείχη του, η πόλη απλώνεται μπροστά, χαρίζοντας μια όμορφη θέα, και προδίδοντας τα στίφη των εχθρών πολύ πριν πλησιάσουν. Αν πραγματικά η πόλη κινδύνεψε από εχθρούς δεν ξέρω. Αλλά τον 15ο αιώνα ο Δούκας Αφόνσο ο 1ος έκτισε και ένα παλάτι.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_15.jpg


Οι μεγάλες δόξες πέρασαν και τώρα είναι μια εμπορική πόλη, με όμορφα στενά,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_112.jpg


Αζουλέζους στους τοίχους,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_179.jpg


Και λέπια στις σοφίτες.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_188.jpg


Η πλατεία της είναι μεγάλη και καλοφτιαγμένη, περιτριγυρισμένη από φροντισμένα σπίτια.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_118.jpg


Και γοτθικές καμάρες
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_186.jpg


Την ώρα που φτάσαμε εκεί εμείς ήταν η ώρα του φαγητού. Δηλαδή δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν γιατί στην περιοχή του Πόρτο όπου και να πηγαίναμε η ώρα του φαγητού ήταν. Τα μαγαζιά, ήταν γεμάτα με κόσμο που έτρωγε κάτι λαχταριστά πιάτα, ρουφούσε πόρτο και φαινόταν ευχαριστημένος παρόλη την υγρή ζέστη της ημέρας.

Τους μιμηθήκαμε και δοκιμάσαμε μια μικρή ποικιλία από καλοφροντισμένα πιάτα. Το πλέον εντυπωσιακό ήταν τα λουκάνικα που πήραν φωτιά στο πιάτο τους για να ψηθούν μπροστά μας.

Για τον γυρισμό προτιμήσαμε τον παραλιακό δρόμο. Ιδρωμένες και κουρασμένες όπως ήμασταν, σχεδιάζαμε να βρούμε στα παράλια ένα καφέ. Θα ξαπλώναμε στις άνετες καρέκλες του, θα παραγγέλναμε ένα δροσιστικό, και θα χαζεύαμε τα κύματα του ωκεανού. Το σχέδιο μας αποδείχτηκε πολύ … Ελληνικό τελικά, πάλι καλά που δεν ονειρευόμασταν και φραπέ στην παραλία. Οι Πορτογάλοι μάλλον δεν έχουν την ίδια εντύπωση περί χαλάρωσης. Έτσι καφέ με θέα τον ωκεανό, εμείς τουλάχιστον, δεν βρήκαμε στον δρόμο του γυρισμού. Μόνο κάτι τεράστιες οργανωμένες πλαζ, γεμάτες ριγέ ομπρέλες και κόσμο που λιαζόταν στον ήλιο.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο κοντά στο ξενοδοχείο, και πήραμε το κόκκινο λεωφορείο, ως τον καθεδρικό ναό της πόλης.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_132.jpg


Εμένα δεν με ενδιέφερε τόσο ο ναός, ναι ξέρω τα ξαναείπαμε, ντρέπομαι για λογαριασμό μου. Όσο το διάσημο βιβλιοπωλείο Lelo, που βρισκόταν εκεί κοντά.

Στο ίντερνετ είχα δει φωτογραφίες από το εντυπωσιακό κτίριο που στεγάζεται το βιβλιοπωλείο. Αυτές σας παραθέτω και εσάς γιατί μέσα στο βιβλιοπωλείο δεν επιτρέπονται οι φωτογραφίες.
LIVRARIA LELO - PORTO -PT


Για το βράδυ ήμασταν αποφασισμένες να δράσουμε γρήγορα και έξυπνα και να βγούμε νωρίς. Πριν οι υπόλοιποι μυημένοι τουρίστες κάνουν και πάλι κατάληψη στα καλύτερα τραπέζια για φαγητό. Όμως, όπως σας είπα και προηγουμένως το Πόρτο ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει. Στην δική μας περίπτωση προέκυψαν πολλά, κρατάτε λογαριασμό;
- Πέσαμε πάνω σε μια ομάδα ημίγυμνων καλογραμμένων αντρών
- Χαθήκαμε σε μια από τις παλιές συνοικίες της πόλης
- Βρεθήκαμε μπροστά στο ωραιότερο ηλιοβασίλεμα.
Που να σας τα λέω δεν ξέρω από πού να πρωτοαρχίσω.
Φρέσκες και ξεκούραστες (λέμε τώρα), φεύγουμε από το ξενοδοχείο, σίγουρες ότι έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να διαλέξουμε και να κάτσουμε για καλό ντόπιο φαγητό στο καλύτερο σημείο του Πόρτο.

Νομίζαμε ακόμη πως εμείς έχουμε τον έλεγχο του χρόνου. Η αυταπάτη μας θα εξαφανιζόταν σύντομα.

Η πρώτη έκπληξη-καθυστέρηση μας , μας περίμενε σε μια άκακη μικρή πλατειούλα, όπου η σχολή capoeira της περιοχής είχε αμολήσει τους καλύτερους μαθητές της. Οι ημίγυμνοι νεαροί επιδίδονταν σε μια σειρά εντυπωσιακών φιγούρων. Και πείτε μου, πόσοι από σας δεν θα σταματούσατε τουλάχιστον για ένα τέταρτο μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα;

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_1150.jpg


Κατάφερα να μετρήσω 20 κοιλιακούς και 42 φιγούρες πριν κάποια από μας συνέλθει και τραβήξει και τις υπόλοιπες μακριά από αυτόν μαγνήτη . Θολωμένες συνεχίσαμε τον δρόμο μας, για αρκετή ώρα πριν καταλάβουμε ότι αυτός τελικά δεν ήταν ο δρόμος μας. Κάτι είχαμε κάνει λάθος. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαστε και κάπου αλλού είχαμε βρεθεί.

Η πρακτικότητα της Μελίνας έσωσε την κατάσταση.
- Δεν πειράζει έτσι και αλλιώς στο ποτάμι πάμε, άρα θα κατηφορίσουμε και θα φτάσουμε
Τότε έλαβε δράση και ο προσανατολισμός της Υβόννης,
- Σωστά και αν κατεβούμε από δω, νομίζω θα βρεθούμε δίπλα στην ωραία γέφυρα.
Κοντοστάθηκα για να ευχαριστήσω τις ανώτερες δυνάμεις που μου δίνουν στα ταξίδια μου τους κατάλληλους συντρόφους, αλλιώς θα βρισκόμουν ακόμα στα στενά του Πόρτο, και έτρεξα να τις προλάβω.

Οι γειτονιά που βρεθήκαμε ήταν από αυτές που χαρακτηρίζονται, «γραφικές» για να αποφύγουμε να τις πούμε «φτωχικές». Κατεβαίναμε πλατιά σκαλοπάτια, κάθε ένα από αυτά ήταν και η αυλή δύο αντικριστών σπιτιών. Τα σπίτια ήταν παλιά, στενά και διώροφα. Έξω από κάθε σπίτι υπήρχε μια σκάφη για τα ρούχα. Όλα ήταν παλιά και πολύ καθαρά. Στο βάθος ο Ντούρο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_1154.jpg


Ήταν μια πολύ όμορφη, γειτονιά, για να την περπατήσεις. Χασομερήσαμε στα σκαλιά της, για να χαρούμε λίγο περισσότερο αυτήν την παράλογη αίσθηση οικειότητας που μας απέπνεε η περιοχή. Ίσως γιατί έχουμε διαβάσει την περιγραφή τέτοιων γειτονιών σε πολλά βιβλία. Από κει συνήθως ξεκινούσαν οι περιπέτειες ηρώων των περασμένων αιώνων.

Φτάνοντας πλέον στο ποτάμι, βρεθήκαμε μπροστά στην τρίτη έκπληξη- καθυστέρηση. Νύχτωνε. Και το ότι ερχόταν η νύχτα δεν ήταν έκπληξη, συμβαίνει σχεδόν κάθε μέρα. Το πώς νύχτωνε ήταν το θέμα. Τόσο γλυκό σούρουπο δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Υπερβάλω; Ίσως, τι να πω. Εμείς εκείνη την στιγμή έτσι νοιώσαμε. Η φωτογραφίες δεν μπορούν να το περιγράψουν. Τα χρώματα που είχαν τα σύννεφα, τα νερά του ποταμού, τα φώτα που άναβαν στις γέφυρες, η δροσιά που έφερνε η δύση. Καρφωθήκαμε στην όχθη ανάμεσα σε πολλούς άλλους και το απολαύσαμε.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_1170.jpg


Περιττό να σας πως ότι σε ένα Ιταλικό φάγαμε εκείνη την βραδιά, το μόνο που είχε θέσεις την ώρα που εμείς επιτέλους ψάξαμε για εστιατόριο. Τελειώσαμε το δείπνο μας με ένα μπουκάλι ντόπιο κρασί, και αφήσαμε την Υβόννη να επαλειφθεί της υπόλοιπης βραδιάς. Μας πήγε πρώτα σε ένα μπαρ που τις άρεσαν τα καθίσματα και παραγγείλαμε διάφορες ποικιλίες πόρτο. Μετά που είδαμε τι ωραίο που ήταν το πόρτο της διπλανής μας, παραγγείλαμε άλλα πόρτο. Έπειτα μας πήγε σε ένα άλλο μπαρ που της άρεσε η διακόσμηση, από τον τοίχο κρεμόταν ένα αυτοκίνητο. Ήπιαμε και εκεί από δύο πόρτο και φύγαμε.

Ανηφορήσαμε, επιτέλους, προς το δωμάτιο μας. Λίγο πριν ανεβούμε τα σκαλιά του ξενοδοχείου, η Υβόννη άκουσε κάτι μουσικές. Σαν σκυλί που μυρίζει την τροφή του, μας οδήγησε σε ένα μαγαζί, δύο στενά πιο κάτω, όπου κάποιοι νεαροί έπαιζαν μουσική. Το κοινό, πήχτρα στα εικοσάρικα, λικνίζονταν στου ρυθμούς τους με μια μπύρα στο χέρι. Κάτσαμε και εμείς για μια μπύρα, ανεβάζοντας δραματικά τον μέσο όρο ηλικίας, δεν λέω, αλλά οι νεαροί μουσικοί ήταν πολύ καλοί.

Ε, κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες βρέθηκα στο μαξιλάρι μου. Η τελευταία σκέψη που έκανα εκείνο το βράδυ ήταν ότι, αξίζει να δώσει, ένας ταξιδιώτης, στο Πόρτο την ευκαιρία να τον κατακτήσει. Να αφήσει για λίγες μέρες, τους οδηγούς, τους χάρτες και τα προγράμματα του στην βαλίτσα του. Να ζήσει στις όχθες του Ντούρο σαν να ήταν αυτός ο μοναδικός του προορισμός, να μην βιάζεται . Να απολαύσει όλες τις ώρες της ημέρας εκεί. Γυρνώντας άσκοπα στα στενά, δοκιμάζοντας το κρασί στις κάβες. Να αφήνει τις ώρες να κυλούν σε ένα από πολλά μικρά μαγαζιά στις όχθες του ποταμού, παρέα με λίγο μπακαλιάρο και πολύ πόρτο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_340.jpg

Έχει ξημερώσει πλέον η προτελευταία μέρα των διακοπών. Μια μελαγχολία υποβόσκει στην διάθεση μας, αλλά το πρόγραμμα μας θα το ακολουθήσουμε κανονικά.
Και το πρόγραμμα σήμερα απαιτεί, εξοχή. Μια περιήγηση στους δρόμους του κρασιού. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και όλες λάβαμε αυτομάτως τους ρόλους μας. Η Υβόννη οδηγούσε. Η Τραβελίνα, ως συνοδηγός, την βοηθούσε, υπενθυμίζοντας της σε τακτά χρονικά διαστήματα ότι δεν πατάμε τους πεζούς στις διαβάσεις. Καθότι εδώ είναι Ευρώπη και όχι Ελλάδα, και κατά ένα περίεργο τρόπο οι πεζοί στις διαβάσεις έχουν προτεραιότητα. Μαζί μετρούσαν και τις εξόδους στα πολλά round about, για να μένουμε στον σωστό δρόμο. Εγώ πάλι έλαβα τον γνωστό ρόλο του άχρηστου στο πίσω κάθισμα.

Σε ένα από αυτά τα round about λοιπόν θα πρέπει να χαθήκαμε ανάμεσα στην τρίτη και τέταρτη έξοδο και βρεθήκαμε στο χωριό, χωρίς να το επιθυμούμε. Αυτό το χωριό είναι και ο λόγος που δίσταζα να συνεχίσω την ιστορία μου. Γιατί δεν θυμάμαι πως το λένε, το ψάχνω στο χάρτη αλλά δεν βοηθάει, ρωτάω τα κορίτσια αλλά δεν είναι σίγουρα. Επρόκειτο για ένα χωριό με μια τεράστια, εντυπωσιακή πλατεία γεμάτη αγάλματα και σιντριβάνια, που ανηφόριζε με πολλά σκαλοπάτια.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_31.jpg


Κάτσαμε για λίγο κάτω από ένα δέντρο, να δροσιστούμε από την ζέστη της ημέρας, βγάλαμε δύο τρεις φωτογραφίες και φύγαμε. Τι είδαμε και γιατί το φωτογραφίσαμε μην με ρωτάτε.

Η δεύτερη στάση μας υπήρξε πιο επιτυχημένη από την πρώτη. Σταθήκαμε λίγο έξω από την Villa Real, στην είσοδο του Palacio de Mateus. Η προοπτική να δω ένα παλάτι δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα, προτιμούσα την απλότητα της φύσης των λόφων γύρω μας, παρά τους καλοσχεδιασμένους κήπους και τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες του κτιρίου μπροστά μας. Φαίνεται ότι και οι φίλες μου είχαν σιωπηρά την ίδια άποψη, γιατί αφού αφήσαμε το αμάξι, κατευθυνθήκαμε ως την είσοδο του μεγάρου, και αντί να στρίψουμε δεξιά και να μπούμε στον κήπο του, στρίψαμε αριστερά και μπήκαμε στην κάβα που υπήρχε απέναντι.

Ήταν ένα μελετημένο μαγαζί , που το διεύθυνε ένας κύριος με μελετημένο μουστάκι, και με μεγάλη ποικιλία ντόπιων κρασιών. Στο επάνω όροφο, λειτουργούσε εστιατόριο. Εκεί, οι επισκέπτες, μπορούσαν να φάνε τοπικές σπεσιαλιτέ, να δοκιμάσουν τα κρασιά που τους προτείνονταν και μετά να αγοράσουν όποια από αυτά τους άρεσαν.
Ο κύριος, αν και πολύ απασχολημένος, ήταν πολύ ευγενικός μαζί μας. Μας πρότεινε μια διαδρομή που θα περνούσε μέσα από τους αμπελώνες, και μας συνέστησε να περάσουμε απαραιτήτως από το Pinhao. Τον ευχαριστήσαμε, αγοράσαμε το κατιτίς μας και φύγαμε.

Η διαδρομή ήταν πράγματι πολύ όμορφη. Ανηφορίζαμε και κατηφορίζαμε μέσα από λόφους, φυτεμένους με τακτικές σειρές αμπελιών. Σε όλη μας την διαδρομή ο Ντούρο κυριαρχούσε. Όταν κατηφορίζαμε από έναν λόφο βρισκόταν δίπλα μας. Κυλούσε ανάμεσα σε μικρά χωριά και χαριτωμένες γέφυρες. Όταν ανηφορίζαμε, τον βλέπαμε σε όλο του το μεγαλείο να αγκαλιάζει τους λόφους, με τα νερά του να αστράφτουν στον ήλιο. Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο προσπαθώντας να περιγράψω μια ομορφιά που μόνο να την απολαύσεις μπορείς.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_75.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_63.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_61_1.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_64.jpg


Κάναμε πολλές στάσεις μέχρι να φτάσουμε στο Pinhao, στην προσπάθεια μας να χορτάσουμε το τοπίο. Εκεί ευχαριστήσαμε νοερώς για δεύτερη φορά τον κύριο της κάβας. Το χωριό ήταν υπέροχο. Είχε να προσφέρει έναν γλυκύτατο σιδηροδρομικό σταθμό,
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_67.jpg


και ένα λιμάνι με όμορφη θέα στο ποτάμι. Από εκεί έφευγαν και τα καράβια που έκανα κρουαζιέρα στον Ντούρο.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_62_1.jpg


Μετά τις μάταιες προσπάθειες μας να βρούμε θέση σε ένα από τα μαγαζιά του λιμανιού για φαγητό (ήταν πλέον απόγευμα και οι κουζίνες είχαν κλείσει) πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Οδηγούσαμε λοιπόν προς Πόρτο, έχοντας στο νου μας να βρούμε κάπου όμορφα να φάμε.

Τότε ήταν που στο δρόμο μας βρέθηκε ένα κυριλάτο ξενοδοχείο. Απείχε αρκετά από την αισθητική μας, αλλά ήταν ένα βήμα μακριά από το ποτάμι, άρα θα είχε ωραία θέα. Αποφασίσαμε λοιπόν να το δοκιμάσουμε, μη γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο ξενοδοχείο ήταν reserve ήδη από ένα ζευγάρι που μόλις είχε δεθεί με τα ιερά δεσμά του γάμου. Ντυμένες με τα τριμμένα ρούχα μας, σκονισμένες από το δρόμο και καταιδρωμένες από την ζέστη, βρεθήκαμε ανάμεσα σε κυρίες με μακριές τουαλέτες και βαριά κοσμήματα, και κυρίους με μεταξένιες γραβάτες και αυστηρά κουστούμια. Ευχηθήκαμε βίο ανθόσπαρτο στο ζευγάρι και φύγαμε όσο πιο διακριτικά μπορούσαμε. Φυσικά πεινασμένες.

Είχαμε πλέον αποφασίσει ότι θα πρέπει να αρκεστούμε σε ένα πρόχειρο γεύμα, όταν φτάσαμε στο Mesao Frio. Ένα τυπικό μικρό χωρίο, μεσογειακής επαρχίας. Στην μικρή πλατεία του, υπήρχε ένα μαγαζάκι με αυλή, η ταμπέλα του το σύστηνε ως καφέ-εστιατόριο. Η Τραβελίνα πρότεινε να κάνουμε μια δοκιμαστική κρούση. Ίσως να είχε μερικά σάντουιτς να μας ταΐσει. Έτσι πήγαμε για μια αναγνωριστική βόλτα. Άνοιξα την πόρτα και αμέσως μεταφέρθηκα πίσω στο χρόνο και χώρο.
Η αίθουσα που βρισκόταν μπροστά μου ήταν ίδια με το καφενείο του χωριού μου. Ξύλινα τραπέζια με ψάθινες καρέκλες, άντρες που κάπνιζαν, έπιναν κρασάκι και μιλούσαν όλοι μαζί. Γύρισα το κεφάλι μου στα αριστερά σίγουρη πως θα δω τον παππού μου να παίζει πρέφα με τους φίλους του, όταν ο ταβερνιάρης μας είδε και μας πλησίασε.

Αυτός ο κυριούλης δεν ήξερε γρι αγγλικά. Κατάλαβε πως πεινάμε όμως. Μας πήρε από το χέρι και μας οδήγησε σχεδόν με το ζόρι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού του. Μας πέρασε από τον διάδρομο με τις τουαλέτες. Εκεί που στο μυαλό μου άρχιζε ήδη να σχηματίζεται το πρωτοσέλιδο των εφημερίδων στην πατρίδα μου με άρθρα όπως «Ανεξήγητη εξαφάνιση ελληνίδων στην Πορτογαλία, χάθηκαν ανάμεσα Πόρτο και Πινχάο», άνοιξε μια άλλη πόρτα και μας έβαλε σε μια αίθουσα εστιατορίου. Προφανώς το εστιατόριο του είχε διαφορετική είσοδο, από την αυλή και συνδεόταν με το καφενείο μέσο του διαδρόμου με τις τουαλέτες.

Είμαι σίγουρη πως είχε καταλάβει πως δεν ξέραμε την γλώσσα του αλλά συνέχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Μιλώντας μας οδήγησε στο καλύτερο τραπέζι, μιλώντας μας άνοιξε το κλιματιστικό για να δροσιστούμε και μιλώντας μας σέρβιρε όλα τα καλούδια που μπορεί να βρει κανείς σε ένα χωριό. Σπιτικό χοιρομέρι, μαριναρισμένο μπακαλιάρο, βραστές πατάτες, σαλάτα και καλό κρασί. Δεν ξέρω ακόμα, αν ήταν τόσο καλό το φαγητό που μας έφερε, ή το ομόρφυνε η πηγαία καλοσύνη του . Μας τάισε λες και ήμασταν ανεψιές του και όχι άγνωστες τουρίστριες. Και όταν τελειώσαμε και ζητήσαμε γλυκό μας έφερε τις πιατέλες με τα γλυκίσματα μπροστά μας και μας άφησε να φάμε όσο θέλουμε, χωρίς να μετράει μερίδες. Τέλος μας έφερε έναν εξωφρενικά χαμηλό λογαριασμό. Για πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι μας, λυπήθηκα που δεν ήξερα Πορτογαλικά για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε αυτόν τον άνθρωπο.

Γυρίσαμε στο Πόρτο, και κατεβήκαμε για τελευταία φορά στο ποτάμι. Θέλαμε να αποχαιρετήσουμε τον Ντούρο παρέα με ένα ποτήρι πόρτο. Το ένα ποτήρι έγιναν δύο και τα δύο τρία. Απρόθυμα πήραμε το δρόμο του γυρισμού λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η επομένη ήταν μια δύσκολη μέρα.

Ανεβαίνοντας προς το ξενοδοχείο, παρατηρούσαμε πόσο αλλάζει η πόλη, από την μποέμικη ατμόσφαιρα που έχει στις όχθες του ποταμού, στην αυστηρότητα των μεγαλόπρεπων κτιρίων. Μικρά παλιά σπίτια στο ποτάμι, μεγάλα βαριά κτίρια στην πλατεία. Για αυτό μας κέρδισε τόσο πολύ.
Η τελευταία σκέψη μου εκείνο το βράδυ ήταν στο ταβερνιάρη του Mesao Frio. Τελικά σε όποιο σημείο του κόσμου μας και να βρεθούμε, πάντα θα μας αγγίζει η ζεστασιά της ανεπιτήδευτης ευγένειας. Και πάντα την κρατάμε σαν μια πολύτιμη ανάμνηση του ταξιδιού μας.
Η τελευταία μέρα ενός ταξιδιού, συνήθως έχει μια αλαζονική μελαγχολία. Πίσω από την λύπη για την αναχώρηση, κρύβεται η χαρά μας γιατί καταφέραμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι. Η μελαγχολία είναι μια απόδειξη του πόσο καλά περάσαμε.

Ο δικός μας γυρισμός θα ήταν μακρύς. Θα κατηφορίζαμε από το Πόρτο ως την Λισαβόνα. Στο δρόμο μας θα συναντούσαμε την Κοίμπρα και την Τομάρ. Είχαμε μεγάλα σχέδια στο μυαλό μας. Όλα χωρούσαν, η διαδρομή, το πανεπιστήμιο, η Κοϊμπρα, το Τομάρ, το κάστρο, το αεροδρόμιο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν τολμώ να αναφερθώ στο θράσος μας, να υπολογίζουμε πως θα έχουμε χρόνο να κάνουμε ίσως μια μικρή επίσκεψη και σε καμιά άλλη πόλη. Όχι, προτιμώ να το αποσιωπήσω.

Το πρώτο μας μέλημα φτάνοντας στην Κοϊμπρα ήταν να βρούμε το πανεπιστήμιο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο. Η πόλη φημίζεται για το πανεπιστήμιο της. Βρίσκεται κτισμένο πάνω σε λόφο με πανέμορφη θέα στο ποτάμι. Είχε μια εντυπωσιακή είσοδο,

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_16_1.jpg


που όταν την περάσαμε βρεθήκαμε εδώ:

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_111.jpg


(Τώρα που βλέπω ξανά τις φωτογραφίες η Υβόννη αποθανάτισε και εμένα να περνάω την είσοδο του Πανεπιστημίου. Λογικό πάντοτε είναι σημαντικό για κάποιον να καταφέρει να περάσει στο Πανεπιστήμιο.)

Για κακή μας τύχη, γινόντουσαν κάποια έργα συντήρησης όταν πήγαμε. Είναι αυτά τα ακαθορίστου σχήματος αντικείμενα που φαίνονται στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, τούβλα τα λένε. Όμως οι επισκέπτες δεν πτοούνταν καθόλου. Ούτε και ο χώρος. Συνέχιζε να είναι επιβλητικός και γοητευτικός παρόλη την ακαταστασία που επικρατούσε στο μεγαλύτερο μέρος του προαύλιου του. Η θέα του πανεπιστημίου με ανακούφισε. Φοβόμουν πως θα αντικρίσω ένα από αυτά τα βικτωριανού ρυθμού, βαριά κτίρια, με σκαλίσματα σε θολό καφέ χρώμα. Ενώ τώρα αυτά που είχα μπροστά μου ήταν με καθαρές απλές γραμμές , βαμμένα λευκά.

Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος μας τυραννούσε αρκετή ώρα. Ενώ όμως η λογική κίνηση ήταν να χωθούμε σε ένα από τα ενδιαφέροντα κτίρια, για να γλυτώσουμε την ηλίαση, να δροσιστούμε και να αρχίσουμε την ξενάγηση μας, την προσοχή μας τράβηξε ένας γάμος. Ήταν περίεργο, μέρα μεσημέρι μιας ζεστής ημέρας να κυκλοφορούν άντρες και γυναίκες με κουστούμια, τουαλέτες και ψηλοτάκουνα. Μάθαμε αργότερα ότι στο παλιό καθεδρικό του προαυλίου, τον Se Velha, έχουν το δικαίωμα να παντρεύονται μόνο οι καθηγητές του πανεπιστημίου. Συνηθίζουν μάλιστα να ντύνονται με ρούχα εποχής και όχι με κοινά νυφικά. Η κοπέλα με την εντυπωσιακή μπορντό περιβολή είναι η νύφη.
ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_21.jpg


Μπουκάραμε στην βιβλιοθήκη. Επιτέλους, δροσιά, σκιά και ησυχία. Στην βιβλιοθήκη, αν και δεν υπήρχαν αναγνώστες να ενοχλήσουμε, έπρεπε να μιλούμε και να περπατούμε σιγά, και απαγορεύονταν οι φωτογραφίες. Για αυτό μην με ρωτάτε που τις βρήκα αυτές εδώ.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_112_1.jpg


ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_19.jpg


Ακόμα και αν με βασανίσετε δεν πρόκειται να σας μαρτυρήσω ότι η Τραβελίνα μας τραβούσε στην ζούλα. Αφού δεν είχαμε καμιά ελπίδα να χαλαρώσουμε στα τραπέζια της βιβλιοθήκης διαβάζοντας ένα από τα άπειρα βιβλία της, φύγαμε για μια βόλτα στην πόλη.

Όμορφη πόλη ομολογουμένως. Όπως και οι περισσότερες πόλεις της Πορτογαλίας, το ποτάμι της, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της. Όμορφες γέφυρες, πρασιές, σπίτια κτισμένα κατά μήκος της όχθης του. Ο χρόνος μας όμως ήταν περιορισμένος. Φάγαμε σε ένα όμορφο εστιατόριο και γυρίσαμε στην πλατεία την Κοϊμπρα, για ένα παγωτό και ένα αντίο.

Στο Τομάρ φράσαμε απογευματάκι, και ανεβήκαμε κατευθείαν στο κάστρο. Αν και είχαμε βιαστεί όσο περισσότερο μπορούσαμε, το κάστρο δεν μας περίμενε. Είχε κλείσει. Για να κρύψουμε την απογοήτευση μας, βαλθήκαμε να θαυμάζουμε την πόλη από ψηλά. Και δεν τα πήγαμε και άσχημα. Καθότι το κάστρο, όπως όλα τα κάστρα που σέβονται τον εαυτό τους, ήταν χτισμένο σε στρατηγικό σημείο, και είχε την επίβλεψη όλης της πόλης.

Στο Τομάρ, θα ήθελα να είχα μείνει μια μέρα. Δεν ξέρω τι άλλο υπάρχει εκεί εκτός από το κάστρο και το πάρκο στο κέντρο της πόλης. Όμως θα ήταν μια όμορφη στάση χαλάρωσης σε ένα ταξίδι με αυτοκίνητο. Η πλατεία του ήταν το σημείο όπου ενώνονταν δύο ποταμοί. Μιλάμε για πολύ νερό.

ai809.photobucket.com_albums_zz16_ioannakara_51_1.jpg


Μια γέφυρα οδηγούσε από τον δρόμο στο πάρκο της αντίπερα όχθης. Μια δροσερή νοικοκυρεμένη περιοχή, από αυτές που δημιουργούν την αίσθηση οικειότητας, λες και έχουμε βρεθεί εκεί ξανά. Και αυτή η ασφάλεια του γνώριμου είναι που βοηθά να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε αυτό που έχουμε μπροστά μας.

Η επόμενη στάση μας, το τέλος, ήταν το αεροδρόμιο. Αναγκαστικά πρέπει να βρω έναν επίλογο. Κάτι αντάξιο της Πορτογαλίας. Όμως στο μυαλό μου έχω εικόνες που δεν μπορώ να τις συνδέσω σε φράσεις.
Βλέπω έναν παρδαλό τοίχο με τα αζουλεζους του να αστράφτουν στον ήλιο.
Στέγες σπιτιών στη σειρά με σοφίτες.
Απόκρημνους γκρεμούς και άγριους ωκεανούς.
Κάστρα παραμυθιού.
Επαρχιακούς δρόμους γεμάτους ορτανσίες.
Πράσινες περιοχές με καταρράκτες και ποτάμια.
Ιστορικές γέφυρες.
Ποτήρια με κόκκινο πόρτο.
Αμπέλια να κατηφορίζουν ως το ποτάμι.
Την Υβόννη να αγκαλιάζει τα δέντρα, αλλά τα χέρια της να μην χωράνε όλον τον κορμό.
Την Τραβελίνα να πιάνει φιλίες με τις αγελάδες, αλλά αυτές να μην έχουν e mail.

Κανονικά η ιστορία οφείλει να τελειώσει με fadoς, όμως οι επιθυμίες που μου δημιούργησε αυτή η χώρα εκφράζονται περισσότερο με αυτό εδώ.
 

Attachments

Last edited by a moderator:

hydronetta

Member
Μηνύματα
4.150
Likes
14.438
Επόμενο Ταξίδι
???
Ονειρεμένο Ταξίδι
όπου δεν έχω πάει
Άντε να τα δούμε και γραμμένα...
 

harilander

Member
Μηνύματα
550
Likes
396
Επόμενο Ταξίδι
βλέπουμε...
Ονειρεμένο Ταξίδι
χώρα του ποτέ
καινουργια ιστορία απο την Ιωάννα; ας την παρακολουθησουμε λοιπον!!
 
Μηνύματα
1.666
Likes
1.327
Επόμενο Ταξίδι
Κρακοβία-Βαρσοβία
Ονειρεμένο Ταξίδι
...Ιθάκη...
Ω!!! καλώς τους, καθίστε πάω να φέρω τις τσικουδιές.
 

KIKI

Member
Μηνύματα
2.693
Likes
6.667
Επόμενο Ταξίδι
Ιορδανία
Ονειρεμένο Ταξίδι
Αφρική Ναμιμπια
βρε καλως τα κοριτσια τα όμορφα ....
για λεγε , για λέγε ....
 

galat

Member
Μηνύματα
851
Likes
2.118
Επόμενο Ταξίδι
...
Ονειρεμένο Ταξίδι
Λατινική Αμερική

....
- Θα σου αρέσει, θα πάμε και Αζόρες.
- Που! εκεί που χάθηκε το ζευγαράκι του Μπόστ;
- Ναι, μόνο που εμείς δεν θα χαθούμε, αποφάσισε η Μελίνα
- Ούτε είμαστε ζευγαράκι, με πληροφόρησε η Υβόννη.....
Και η σχετική μουσική υπόκρουση για να σας συνοδεύει..., όσο θα μας εξιστορείτε τις συναρπαστικές περιπέτειές σας...


ai975.photobucket.com_albums_ae236_galat2000_diafora_azor_eksw.jpg


ai975.photobucket.com_albums_ae236_galat2000_diafora_stixoi.jpg
 
Last edited by a moderator:

Glosoli

Member
Μηνύματα
403
Likes
314
Ονειρεμένο Ταξίδι
Νέα Ζηλανδία
Μην αργήσεις πολύ όπως κάνω εγώ συνήθως! ;-)
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.116
Μηνύματα
880.715
Μέλη
38.839
Νεότερο μέλος
mgian

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom