Georgia86
Member
- Μηνύματα
- 192
- Likes
- 1.430
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ιαπωνία
Περιεχόμενα
Έκτη μέρα:
Αυτή θα είναι και η τελευταία γεμάτη μέρα που θα έχουμε στο Παρίσι. Δυστυχώς ο χρόνος όταν ταξιδεύεις και περνάς καλά κυλάει γρήγορα.
Μια βόλτα στην Μονμάρτη ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για να ξεκινήσει καλά η μέρα μας. Πρόκειται για μια από τις πιο όμορφες – και τουριστικές – περιοχές του Παρισιού. Αυτή την φορά ακολουθήσαμε μια διαφορετική διαδρομή που μας έφερε μπροστά από το παντοπωλείο «Au Marche De La Butter» , στο παντοπωλείο αυτό είχε γυριστεί ένα μεγάλο μέρος της γνωστής γαλλικής ταινίας Amelie (2001). Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, πρόκειται για ένα κοινό παντοπωλείο που βρίσκουμε ανά τον κόσμο απλά για εμάς που μας άρεσε πολύ η ταινία ήταν ένας ενδιαφέρων προορισμός.
Από εκεί περπατήσαμε σε διάφορα στενάκια. Είδαμε όμορφα κτήρια και ιδιαίτερες γειτονιές, ο ήλιος έλαμπε και ήταν ομολογούμενος μια πανέμορφη Παριζιάνικη μέρα. Περπατήσαμε μέχρι να βρούμε αυτό που ψάχναμε· το Le Passe-Muraille ή αλλιώς «Τον άνθρωπο που περνούσε μέσα από τοίχους». Πρόκειται για το άγαλμα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να περάσει μέσα από τον τοίχο – εμείς τον βλέπουμε μισό, μιας και δεν έχει περάσει ολόκληρος – και που ο γλύπτης και ηθοποιός Jean Marais βάσισε σε έναν λογοτεχνικό ήρωα ονόματι Dutilleul. Το άγαλμα βρίσκεται στην μικρή πλατεία «Marcel Aymé» που πήρε το όνομα της από τον συγγραφέα που δημιούργησε τον ήρωα Dutilleul. Πολύ ωραίο, σε ανατριχιάζει κάπως η θέση του αγάλματος. Σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάπου και έχει μείνει κολλημένος σε δύο κόσμους.
Φύγαμε από εκεί και περπατήσαμε μέχρι το κεντρικό σημείο της Μονμάρτης και συγκεκριμένα θέλαμε να επισκεφτούμε την γνωστή Place du Tertre, την καρδιά των καλλιτεχνών που από τον 19ο αιώνα φιλοξενεί ζωγράφους όπως τον Πικάσο και Van Gogh (τότε άγνωστοι). Αν θες να σου ζωγραφίσουν το πορτραίτο σου εκεί πρέπει να πάς, να περιμένεις τιμές γύρω στα 100 ευρώ και υπάρχουν πολλά στυλ ζωγράφων να διαλέξεις. Εκτός από το πορτραίτο σου μπορείς να ψωνίσεις και πολλά σουβενίρ διότι η περιοχή είναι γεμάτη με τέτοια μαγαζιά. Εμείς θέλαμε να μας ζωγραφίσουν το πορτραίτο μας και επιλέξαμε τον πιο φτηνό που βρήκαμε. Βεβαίως , τώρα που έχω στα χέρια μου τον πίνακα καλύτερα να είχαμε πληρώσει κάτι παραπάνω γιατί σε σχέση με τα άλλα έργα που έβλεπα να δημιουργούν μπροστά στα μάτια μου το δικό μας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα 100%. Οπότε προτείνω αν θέλετε να σας ζωγραφίσουν να επιλέξετε τον καλύτερο και ας σας κοστίσει. Φύγαμε κάπως απορημένοι με το αν είμαστε απόλυτα εμείς στην ζωγραφιά και ελαφρότεροι κατά 70 ευρώ πήραμε την κατηφόρα. Στο τέλος βγήκαμε σε ένα δρόμο γεμάτο μικρά εστιατόρια και αποφασίσαμε (ή μάλλον εγώ αποφάσισα γιατί ο άντρας μου δεν είναι φίλος του Κινέζικου φαγητού) να κάτσουμε σε ένα Ασιατικό εστιατόριο. Το φαγητό εκεί το μετράνε με το κιλό , επιλέγεις το μέγεθος του μπολ που θες και αυτοί το γεμίζουν και μετά το ζυγίζουν. Δεν είναι φτηνό, τίποτα δεν είναι στο Παρίσι, άλλα προσωπικά το ευχαριστήθηκα. Ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που είχα φάει μέχρι τώρα στην πόλη, με εξαίρεση το burger που είχαμε φάει την πρώτη μας μέρα εδώ. Επειδή παραγγείλαμε πολλά δεν καταφέραμε να τα φάμε όλα και πήραμε τα αποφάγια μαζί μας για βραδινό.
Πεταχτήκαμε γρήγορα μέχρι το ξενοδοχείο να αφήσουμε την σακούλα με το φαγητό για να μην το κουβαλάμε μαζί. Η επόμενη στάση μας είναι το νεκροταφείο Père Lachaise και για να πας σε αυτό θα πάρεις το μετρό, την δύο ή την τρία γραμμή, και θα κατέβεις στην στάση Pere Lachaise. Το νεκροταφείο άνοιξε τις πόρτες του το 1804 και έκτοτε έχουν θαφτεί εκεί πάνω από 300,000 άνθρωποι. Το κοιμητήριο πλέον έχει μουσειακή αξία καθώς υπάρχουν πολλά γλυπτά και περίτεχνα μνήματα. Στο κοιμητήριο είναι θαμμένοι πολύ γνωστές προσωπικότητες όπως ο Jim Morrison, ο Victor Hugo και πολλοί άλλοι, εκτός από τον τάφο του Morrison δεν κατάφερα να επισκεφτώ κάποιον άλλον από τους συγγραφείς που γνωρίζω. Είναι το ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία στο Παρίσι, σε κάθε είσοδο του βρίσκεις έναν χάρτη για το που βρίσκονται οι τάφοι όλων των γνωστών προσωπικοτήτων, οπότε το περπάτημα μέσα στον χώρο ήταν εξαντλητικό αλλά υπήρχε μια ηρεμία λόγω των δέντρων κυρίως που σε χαλάρωνε . Στον χώρο βρίσκονται πολλά μνημεία μερικά από τα οποία είναι αφιερωμένα στα θύματα του πρώτου & δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και των στρατοπέδων συγκεντρώσεων. Και επιτέλους η ώρα είχε φτάσει για να επισκεφτούμε τον Λούβρο!
Όλοι μας έχουμε ακούσει για τον Λούβρο και κυρίως για το πιο διάσημο έκθεμα του την Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι. Το μουσείο άνοιξε τις πόρτες του τον Αύγουστο του 1793, πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Επιλέξαμε το έμπιστο μετρό για να μας πάει μέχρι εκεί, δυστυχώς φτάσαμε πολύ νωρίς αλλά φανήκαμε τυχεροί όσο αφορά την ούρα στην είσοδο. Βρήκαμε μια πλαϊνή στην οποία δεν υπήρχε ψυχή και μπήκαμε στο μουσείο. Ήταν τόσο γρήγορη και αβίαστη η είσοδο μας που πιστεύαμε πως κάναμε λάθος άλλα από ότι καταλάβαμε οι περισσότεροι μπαίνουν από την κεντρική είσοδο προκαλώντας ουρές ωρών. Πρώτη μας επιλογή ήταν η Μονά Λίζα, υπήρχε ούρα για να μπεις στο δωμάτιο να την δεις. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μόνο ο πίνακας του Ντα Βίντσι και μπροστά του γινόταν κυριολεκτικά χαμός. Μετά βίας μπορούσες να πλησιάσεις για να την δεις μερικά δευτερόλεπτα και να βγάλεις δυο φωτογραφίες. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ φαν της Μονά Λίζα, υπάρχουν πολύ πιο όμορφα έργα του Ντα Βίντσι (και άλλων ζωγράφων) για αυτό δεν κάθισα μπροστά από την Μόνα αλλά προχώρησα αμέσως προς τις άλλες αίθουσες που φιλοξενούσαν έργα ζωγράφων που τα είχα δει στο βιβλίο της Ιστορίας της τέχνης στο λύκειο.
Το μουσείο του Λούβρου είναι αχανές και χαοτικό. Αφού κάναμε την βόλτα μας στις διάφορες αίθουσες με τους πίνακες, επισκεφτήκαμε την Αφροδίτη της Μήλου και την Νίκη της Σαμοθράκης. Δυο πασίγνωστα - και να συμπληρώσω πανέμορφα - αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου. Πολύς κόσμος τα έβγαζε φωτογραφία. Αφού περάσαμε από το gift shop να πάρουμε μερικά καλούδια να θυμόμαστε την επίσκεψη μας η ώρα να φύγουμε είχε έρθει. Μέχρι να βρούμε την έξοδο είπαμε να επισκεφτούμε και την Αιγυπτιακή συλλογή του μουσείου και από εκεί να βγαίναμε εκτός μουσείου. Πάντα με ενθουσίαζε η αρχαία Αίγυπτος , από μικρό παιδί έψαχνα πληροφορίες για τους Φαραώ κτλ όποτε χάρηκα πολύ που κατάφερα να δω πολλά κειμήλια από εκείνη την εποχή.
Για να βγούμε έξω από το μουσείο πρέπει να προχωρήσαμε τουλάχιστον 20 λεπτά, προχωρούσες ανάμεσα σε εκθέματα, κατέβαινες σκάλες και μετά ανέβαινες άλλες σκάλες , γενικά ήταν ένα μεγάλο μπέρδεμα. Τα καταφέραμε όμως να βγούμε στην εσωτερική πυραμίδα του μουσείου όπου αντικρίσαμε μια ουρά που κάλυπτε όλο τον χώρο. Ευτυχώς που είχαμε μπει από την πλαϊνή είσοδο αλλιώς δεν θα μπαίναμε ποτέ.
Μετά τον Λούβρο πήγαμε πάλι στο Hard Rock γιατί είχαμε την υποψία πως η μπλούζα μας ήταν μικρή και αφού επιβεβαιώσαμε ότι είχαμε πάρει το σωστό μέγεθος πήγαμε για κρέπες. Το μαγαζί που κάτσαμε ήταν λίγο πιο κάτω από το Hard Rock Café . Οι κρέπες με σοκολάτα που παραγγείλαμε ήταν διαφορετικές από αυτές που θα τρώγαμε στην Ελλάδα, οι κρέπες είχαν για γαρνίρισμα μια πικρή γκανάς σοκολάτα. Τις βρήκα πολύ νόστιμες! Και αφού χωνέψαμε τις κρέπες επισκεφτήκαμε την πλατεία Δημοκρατίας. Η πλατεία ήταν το κέντρο συνάντησης μετά την τρομοκρατική επίθεσης στο κλαμπ «Μπατακλάν» . Η πλατεία ονομάστηκε έτσι το 1792 για να τιμήσουν την νεοσύστατη δημοκρατία της Γαλλίας μετά την γαλλική επανάσταση, στο κέντρο της υπάρχει ένα μεγάλο άγαλμα η «Μαριάννα» που αντιπροσωπεύει την ίδια την Γαλλία. Από εκεί πήραμε το μετρό από την στάση «Republique» για το ξενοδοχείο μας. Θα ξεκουραζόμασταν πριν βγούμε για την τελευταία μας βόλτα στο νυκτερινό Παρίσι.
Αφού φάγαμε το υπόλοιπο κινέζικο φαγητό και ξεκουραστήκαμε αποφασίσαμε να πάρουμε το μετρό και να κατέβουμε στην στάση Invalides και από εκεί να πάμε με τα πόδια μέχρι την γέφυρα Αλεξάντερ και όπου αλλού μας βγάλει ο δρόμος. Η γέφυρα ήταν πολύ όμορφα φωτισμένη και περπατήσαμε επάνω της μέχρι την άλλη άκρη. Εντωμεταξύ εγώ είχα από μέρες προσέξει πολλούς τουρίστες που οδηγούσαν ένα πατίνι ηλεκτρικό και ήθελα πολύ να το δοκιμάσω. Κατεβάσαμε ένα app που θα μας επίτρεπε να βάλουμε «μπρος» στο πατίνι αλλά δεν βρίσκαμε κανένα με την ίδια μάρκα όπως το app μας. Έτσι συνεχίσαμε την βόλτα μας, κατεβήκαμε στην όχθη του Σικούανα όπου υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που πίνανε τις μπύρες τους. Κάναμε την βόλτα μας στην όχθη και ανεβήκαμε από την άλλη μεριά και προχωρήσαμε παράλληλα με τον ποταμό μέχρι που φτάσαμε στους κήπους του Κεραμικού όπου βρήκαμε πολλές παρέες νεαρών να πίνουν και να διασκεδάζουν. Λίγο αργότερα πέσαμε πάνω σε μια στάση του μετρό και αποφασίσαμε να γυρίσουμε σπίτι. Δυστυχώς η επόμενη μέρα μας θα ήταν η τελευταία στο Παρίσι!
Αυτή θα είναι και η τελευταία γεμάτη μέρα που θα έχουμε στο Παρίσι. Δυστυχώς ο χρόνος όταν ταξιδεύεις και περνάς καλά κυλάει γρήγορα.
Μια βόλτα στην Μονμάρτη ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για να ξεκινήσει καλά η μέρα μας. Πρόκειται για μια από τις πιο όμορφες – και τουριστικές – περιοχές του Παρισιού. Αυτή την φορά ακολουθήσαμε μια διαφορετική διαδρομή που μας έφερε μπροστά από το παντοπωλείο «Au Marche De La Butter» , στο παντοπωλείο αυτό είχε γυριστεί ένα μεγάλο μέρος της γνωστής γαλλικής ταινίας Amelie (2001). Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, πρόκειται για ένα κοινό παντοπωλείο που βρίσκουμε ανά τον κόσμο απλά για εμάς που μας άρεσε πολύ η ταινία ήταν ένας ενδιαφέρων προορισμός.


Από εκεί περπατήσαμε σε διάφορα στενάκια. Είδαμε όμορφα κτήρια και ιδιαίτερες γειτονιές, ο ήλιος έλαμπε και ήταν ομολογούμενος μια πανέμορφη Παριζιάνικη μέρα. Περπατήσαμε μέχρι να βρούμε αυτό που ψάχναμε· το Le Passe-Muraille ή αλλιώς «Τον άνθρωπο που περνούσε μέσα από τοίχους». Πρόκειται για το άγαλμα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να περάσει μέσα από τον τοίχο – εμείς τον βλέπουμε μισό, μιας και δεν έχει περάσει ολόκληρος – και που ο γλύπτης και ηθοποιός Jean Marais βάσισε σε έναν λογοτεχνικό ήρωα ονόματι Dutilleul. Το άγαλμα βρίσκεται στην μικρή πλατεία «Marcel Aymé» που πήρε το όνομα της από τον συγγραφέα που δημιούργησε τον ήρωα Dutilleul. Πολύ ωραίο, σε ανατριχιάζει κάπως η θέση του αγάλματος. Σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάπου και έχει μείνει κολλημένος σε δύο κόσμους.




Φύγαμε από εκεί και περπατήσαμε μέχρι το κεντρικό σημείο της Μονμάρτης και συγκεκριμένα θέλαμε να επισκεφτούμε την γνωστή Place du Tertre, την καρδιά των καλλιτεχνών που από τον 19ο αιώνα φιλοξενεί ζωγράφους όπως τον Πικάσο και Van Gogh (τότε άγνωστοι). Αν θες να σου ζωγραφίσουν το πορτραίτο σου εκεί πρέπει να πάς, να περιμένεις τιμές γύρω στα 100 ευρώ και υπάρχουν πολλά στυλ ζωγράφων να διαλέξεις. Εκτός από το πορτραίτο σου μπορείς να ψωνίσεις και πολλά σουβενίρ διότι η περιοχή είναι γεμάτη με τέτοια μαγαζιά. Εμείς θέλαμε να μας ζωγραφίσουν το πορτραίτο μας και επιλέξαμε τον πιο φτηνό που βρήκαμε. Βεβαίως , τώρα που έχω στα χέρια μου τον πίνακα καλύτερα να είχαμε πληρώσει κάτι παραπάνω γιατί σε σχέση με τα άλλα έργα που έβλεπα να δημιουργούν μπροστά στα μάτια μου το δικό μας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα 100%. Οπότε προτείνω αν θέλετε να σας ζωγραφίσουν να επιλέξετε τον καλύτερο και ας σας κοστίσει. Φύγαμε κάπως απορημένοι με το αν είμαστε απόλυτα εμείς στην ζωγραφιά και ελαφρότεροι κατά 70 ευρώ πήραμε την κατηφόρα. Στο τέλος βγήκαμε σε ένα δρόμο γεμάτο μικρά εστιατόρια και αποφασίσαμε (ή μάλλον εγώ αποφάσισα γιατί ο άντρας μου δεν είναι φίλος του Κινέζικου φαγητού) να κάτσουμε σε ένα Ασιατικό εστιατόριο. Το φαγητό εκεί το μετράνε με το κιλό , επιλέγεις το μέγεθος του μπολ που θες και αυτοί το γεμίζουν και μετά το ζυγίζουν. Δεν είναι φτηνό, τίποτα δεν είναι στο Παρίσι, άλλα προσωπικά το ευχαριστήθηκα. Ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που είχα φάει μέχρι τώρα στην πόλη, με εξαίρεση το burger που είχαμε φάει την πρώτη μας μέρα εδώ. Επειδή παραγγείλαμε πολλά δεν καταφέραμε να τα φάμε όλα και πήραμε τα αποφάγια μαζί μας για βραδινό.






Πεταχτήκαμε γρήγορα μέχρι το ξενοδοχείο να αφήσουμε την σακούλα με το φαγητό για να μην το κουβαλάμε μαζί. Η επόμενη στάση μας είναι το νεκροταφείο Père Lachaise και για να πας σε αυτό θα πάρεις το μετρό, την δύο ή την τρία γραμμή, και θα κατέβεις στην στάση Pere Lachaise. Το νεκροταφείο άνοιξε τις πόρτες του το 1804 και έκτοτε έχουν θαφτεί εκεί πάνω από 300,000 άνθρωποι. Το κοιμητήριο πλέον έχει μουσειακή αξία καθώς υπάρχουν πολλά γλυπτά και περίτεχνα μνήματα. Στο κοιμητήριο είναι θαμμένοι πολύ γνωστές προσωπικότητες όπως ο Jim Morrison, ο Victor Hugo και πολλοί άλλοι, εκτός από τον τάφο του Morrison δεν κατάφερα να επισκεφτώ κάποιον άλλον από τους συγγραφείς που γνωρίζω. Είναι το ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία στο Παρίσι, σε κάθε είσοδο του βρίσκεις έναν χάρτη για το που βρίσκονται οι τάφοι όλων των γνωστών προσωπικοτήτων, οπότε το περπάτημα μέσα στον χώρο ήταν εξαντλητικό αλλά υπήρχε μια ηρεμία λόγω των δέντρων κυρίως που σε χαλάρωνε . Στον χώρο βρίσκονται πολλά μνημεία μερικά από τα οποία είναι αφιερωμένα στα θύματα του πρώτου & δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και των στρατοπέδων συγκεντρώσεων. Και επιτέλους η ώρα είχε φτάσει για να επισκεφτούμε τον Λούβρο!






Όλοι μας έχουμε ακούσει για τον Λούβρο και κυρίως για το πιο διάσημο έκθεμα του την Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι. Το μουσείο άνοιξε τις πόρτες του τον Αύγουστο του 1793, πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Επιλέξαμε το έμπιστο μετρό για να μας πάει μέχρι εκεί, δυστυχώς φτάσαμε πολύ νωρίς αλλά φανήκαμε τυχεροί όσο αφορά την ούρα στην είσοδο. Βρήκαμε μια πλαϊνή στην οποία δεν υπήρχε ψυχή και μπήκαμε στο μουσείο. Ήταν τόσο γρήγορη και αβίαστη η είσοδο μας που πιστεύαμε πως κάναμε λάθος άλλα από ότι καταλάβαμε οι περισσότεροι μπαίνουν από την κεντρική είσοδο προκαλώντας ουρές ωρών. Πρώτη μας επιλογή ήταν η Μονά Λίζα, υπήρχε ούρα για να μπεις στο δωμάτιο να την δεις. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μόνο ο πίνακας του Ντα Βίντσι και μπροστά του γινόταν κυριολεκτικά χαμός. Μετά βίας μπορούσες να πλησιάσεις για να την δεις μερικά δευτερόλεπτα και να βγάλεις δυο φωτογραφίες. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ φαν της Μονά Λίζα, υπάρχουν πολύ πιο όμορφα έργα του Ντα Βίντσι (και άλλων ζωγράφων) για αυτό δεν κάθισα μπροστά από την Μόνα αλλά προχώρησα αμέσως προς τις άλλες αίθουσες που φιλοξενούσαν έργα ζωγράφων που τα είχα δει στο βιβλίο της Ιστορίας της τέχνης στο λύκειο.
Το μουσείο του Λούβρου είναι αχανές και χαοτικό. Αφού κάναμε την βόλτα μας στις διάφορες αίθουσες με τους πίνακες, επισκεφτήκαμε την Αφροδίτη της Μήλου και την Νίκη της Σαμοθράκης. Δυο πασίγνωστα - και να συμπληρώσω πανέμορφα - αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου. Πολύς κόσμος τα έβγαζε φωτογραφία. Αφού περάσαμε από το gift shop να πάρουμε μερικά καλούδια να θυμόμαστε την επίσκεψη μας η ώρα να φύγουμε είχε έρθει. Μέχρι να βρούμε την έξοδο είπαμε να επισκεφτούμε και την Αιγυπτιακή συλλογή του μουσείου και από εκεί να βγαίναμε εκτός μουσείου. Πάντα με ενθουσίαζε η αρχαία Αίγυπτος , από μικρό παιδί έψαχνα πληροφορίες για τους Φαραώ κτλ όποτε χάρηκα πολύ που κατάφερα να δω πολλά κειμήλια από εκείνη την εποχή.
Για να βγούμε έξω από το μουσείο πρέπει να προχωρήσαμε τουλάχιστον 20 λεπτά, προχωρούσες ανάμεσα σε εκθέματα, κατέβαινες σκάλες και μετά ανέβαινες άλλες σκάλες , γενικά ήταν ένα μεγάλο μπέρδεμα. Τα καταφέραμε όμως να βγούμε στην εσωτερική πυραμίδα του μουσείου όπου αντικρίσαμε μια ουρά που κάλυπτε όλο τον χώρο. Ευτυχώς που είχαμε μπει από την πλαϊνή είσοδο αλλιώς δεν θα μπαίναμε ποτέ.


















Μετά τον Λούβρο πήγαμε πάλι στο Hard Rock γιατί είχαμε την υποψία πως η μπλούζα μας ήταν μικρή και αφού επιβεβαιώσαμε ότι είχαμε πάρει το σωστό μέγεθος πήγαμε για κρέπες. Το μαγαζί που κάτσαμε ήταν λίγο πιο κάτω από το Hard Rock Café . Οι κρέπες με σοκολάτα που παραγγείλαμε ήταν διαφορετικές από αυτές που θα τρώγαμε στην Ελλάδα, οι κρέπες είχαν για γαρνίρισμα μια πικρή γκανάς σοκολάτα. Τις βρήκα πολύ νόστιμες! Και αφού χωνέψαμε τις κρέπες επισκεφτήκαμε την πλατεία Δημοκρατίας. Η πλατεία ήταν το κέντρο συνάντησης μετά την τρομοκρατική επίθεσης στο κλαμπ «Μπατακλάν» . Η πλατεία ονομάστηκε έτσι το 1792 για να τιμήσουν την νεοσύστατη δημοκρατία της Γαλλίας μετά την γαλλική επανάσταση, στο κέντρο της υπάρχει ένα μεγάλο άγαλμα η «Μαριάννα» που αντιπροσωπεύει την ίδια την Γαλλία. Από εκεί πήραμε το μετρό από την στάση «Republique» για το ξενοδοχείο μας. Θα ξεκουραζόμασταν πριν βγούμε για την τελευταία μας βόλτα στο νυκτερινό Παρίσι.

Αφού φάγαμε το υπόλοιπο κινέζικο φαγητό και ξεκουραστήκαμε αποφασίσαμε να πάρουμε το μετρό και να κατέβουμε στην στάση Invalides και από εκεί να πάμε με τα πόδια μέχρι την γέφυρα Αλεξάντερ και όπου αλλού μας βγάλει ο δρόμος. Η γέφυρα ήταν πολύ όμορφα φωτισμένη και περπατήσαμε επάνω της μέχρι την άλλη άκρη. Εντωμεταξύ εγώ είχα από μέρες προσέξει πολλούς τουρίστες που οδηγούσαν ένα πατίνι ηλεκτρικό και ήθελα πολύ να το δοκιμάσω. Κατεβάσαμε ένα app που θα μας επίτρεπε να βάλουμε «μπρος» στο πατίνι αλλά δεν βρίσκαμε κανένα με την ίδια μάρκα όπως το app μας. Έτσι συνεχίσαμε την βόλτα μας, κατεβήκαμε στην όχθη του Σικούανα όπου υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που πίνανε τις μπύρες τους. Κάναμε την βόλτα μας στην όχθη και ανεβήκαμε από την άλλη μεριά και προχωρήσαμε παράλληλα με τον ποταμό μέχρι που φτάσαμε στους κήπους του Κεραμικού όπου βρήκαμε πολλές παρέες νεαρών να πίνουν και να διασκεδάζουν. Λίγο αργότερα πέσαμε πάνω σε μια στάση του μετρό και αποφασίσαμε να γυρίσουμε σπίτι. Δυστυχώς η επόμενη μέρα μας θα ήταν η τελευταία στο Παρίσι!

Last edited: