dimosf
Member
- Μηνύματα
- 2.302
- Likes
- 5.905
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΝΟΡΒΗΓΙΑ-ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
Ο Αλλάχ ξημέρωσε μια μέρα κρύα και βροχερή. Έξω από το ξενοδοχείο 7 "θηρία" landcruiser μας περίμεναν για "σαφάρι" στην έρημο. Αυτό σημαίνει βόλτα στις οάσεις και μετά βόλτα και ανεβοκατεβάσματα στους αμμόλοφους. Εμπειρία δηλαδή για γερά στομάχια. Ο οδηγός μας ο Μοχάμετ καταπληκτικός. Η διαδρομή μέσα στην έρημο από στενό αλλά καλό ασφαλτόδρομο. Συναντήσαμε δεκάδες 4Χ4 κινούμενα στην έρημο σε αποδράσεις σαν τη δική μας. Φαντάζομαι τι θα γίνεται το καλοκαίρι που είναι η ψηλή τουριστική τους περίοδος. Εντυπωσιακές ήταν οι εικόνες στη διαδρομή μας όπως τα κοπάδια από καμήλες που αποτελούνται από μεγάλα θηλυκά (κατά κύριο λόγο) και μικρά πολύ χαριτωμένα ζώα που ακολουθούσαν τις μανάδες τους, με βοσκούς νεαρά αγόρια που έμεναν σε χωριά κρυμμένα στους αμμόλοφους και ακόμα οι οάσεις από τις οποίες περάσαμε από έξω και που τις σηματοδοτούσαν χιλιάδες χουρμαδιές, φυτεμένες πυκνά πυκνά δίπλα στο δρόμο για εκατοντάδες ή και χιλιάδες μέτρα πολλές φορές.
Γύρω στα 70 χμ. ήταν η απόσταση μέχρι την 1η όαση, την όαση Chebika. Φτάνοντας στο πάρκινγκ και κατεβαίνοντας είχαμε την πρώτη πολιορκία από διάφορους πλανόδιους που ήθελαν να μας πουλήσουν από βραχιολάκια μέχρι «Ρόδα της ερήμου» και από χαϊμαλιά μέχρι καρτποστάλ. Προχωρήσαμε χωρίς να ψωνίσουμε. Άλλωστε παντού γύρω μας οι μικροπωλητές και οι «κράχτες» από τα μαγαζάκια δεν θα μας άφηναν σε ησυχία. Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα από όπου μια μικρή σκάλα σε κατεβάζει 5-6 μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι που πάει παράλληλα με τη ρεματιά. Πρόκειται για μια μικρή ρεματιά που στο βάθος της κυλάει γάργαρο νερό και είναι γεμάτη χουρμαδιές. Περίπου 200 μέτρα παρακάτω φτάσαμε σε ένα μικρό καταρράκτη (γύρω στα 3 μέτρα ύψος) με μια μικρή λιμνούλα στα πόδια του. Μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακός για εμάς αλλά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην έρημο και το τοπίο με τα κιτρινωπά βράχια γύρω κάνανε τη στιγμή πραγματικά αλλιώτικη. Όμορφη! Χαζέψαμε για λίγο, βγάλαμε φωτογραφίες και επιστρέψαμε προς το πλάτωμα. Τα σπίτια της όασης, καινούρια τα περισσότερα, βρίσκονται προς την άλλη μεριά, προς το πάρκινγκ. Παραδοσιακά οι ντόπιοι χτίζουν τα σπίτια τους από πλίθες φτιαγμένες από λάσπη και ξεραμένες στον ανελέητο ήλιο της ερήμου. Πριν μερικά χρόνια είχαν ένα περίεργο φαινόμενο για την έρημο. Έβρεξε ασταμάτητα για περίπου ένα μήνα. Το αποτέλεσμα ήταν να «λιώσουν» τα χωριά, να πνιγούν πολλοί άνθρωποι και να ξεσπιτωθούν σχεδόν όλοι. Έτσι σήμερα η εικόνα στις οάσεις αυτές είναι από τη μια ερείπια από ότι έμεινε από εκείνη την καταστροφή και σπίτια καινούρια, φτιαγμένα πια από τούβλα που σε τίποτα δε θυμίζουν την αρχιτεκτονική της ερήμου όπως την έχουμε δει σε φωτογραφίες ή έχει διατηρηθεί σε λίγα πια χωριά. Φυσικά και το σύγχρονο «μάτι», τα πιάτα-κεραίες παντού.
Κατά την προσφιλή μου τακτική να στέλνω από κάθε χώρα που πάω μια κάρτα στο σπίτι, αγόρασα μια κάρτα της όασης, γραμματόσημο και την έριξα στο περίτεχνο, κίτρινο μεταλλικό γραμματοκιβώτιο. Εκεί ένας νεαρός Τυνήσιος που πολιορκούσε από ώρα την κόρη μου, μου πρότεινε να μου δώσει κατά τη συνήθειά τους 200 καμήλες για να την πάρει για γυναίκα του!! Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να τύχει να συμπεθεριάσω με Τυνήσιο!! Μαζευτήκαμε για να συνεχίσουμε. Εδώ να σημειώσω ότι όλες αυτές οι οάσεις βρίσκονται προς τα δυτικά πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλγερία. Στο δρόμο συναντήσαμε δύο μεγάλα «καραβάνια» Ιταλών με τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα. Πάνω από 20 οχήματα το κάθε ένα. Επόμενη όαση αυτή της Tamerza.Δεν μπήκαμε μέσα αυτή τη φορά αλλά σταθήκαμε να τη δούμε απέξω. Και εδώ η ίδια καταστροφή. Έχει μείνει όμως ένα μεγάλο μέρος από το νεκροταφείο με ένα ολόλευκο Μαραμπού (Τάφος Ιερού Προσώπου, κάτι σαν Αγίου ή Οσίου σε εμάς). Αφού μας ενημέρωσαν για τα γεγονότα της καταστροφής των οάσεων ετοιμαστήκαμε να φύγουμε αφού πρώτα βγάλαμε πολλές φωτογραφίες. Ένας τύπος κρατούσε μια σαύρα της ερήμου και με 2 δηνάρια (περίπου 1 ΕΥΡΩ) στην έβαζε στον ώμο για φωτογραφία ή απλά τη φωτογράφιζες στα χέρια του. Είχε έρθει όμως η ώρα για το κλου της ημέρας. Βόλτα στους αμμόλοφους. Βγήκαμε από το δρόμο και μπήκαμε πια στα αμμώδη εδάφη. Κάναμε μια στάση να δούμε τους σχηματισμούς που σχηματίζει η άμμος με τα διάφορα άλατα και ετοιμαστήκαμε για τα σκαμπανεβάσματα. Δρόμος δεν υπάρχει και τα τετρακίνητα κινούνται σε νοητές διαδρομές που μόνο οι οδηγοί τους γνωρίζουν. Ανεβαίναμε σε αμμόλοφους και κατεβαίναμε σε πολύ απότομες κλίσεις. Κάτι σαν τα τρενάκια με τις μεγάλες κλίσεις στα λούνα παρκ. Ευτυχώς είχαν περάσει αρκετές ώρες από το πρωινό μας γεύμα και έτσι δεν είχαμε δυσάρεστες εκπλήξεις. Η τελευταία κατάβαση ήταν και η πιο απότομη και μεγάλη σε μήκος. Κατέληγε σε ένα πλάτωμα όπου στέκει σαν φάντασμα ένα σύνολο από «κτίσματα» που φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο από τα σκηνικά της ταινίας του Τζ. Λούκας StarWars που γύρισε εκεί το 1977. Ο σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Μέσα στην έρημο απομεινάρια σκηνικών που αφορούσαν μιαν άλλη εποχή και έναν άλλο κόσμο πολύ, μα πολύ μακρινό μας. Φυσικά οι Τυνήσιοι βγάζουν λεφτά από αυτά. Είναι επίσκεψη σε όλα τα προγράμματα των γκρουπ και ένα σωρό φτωχοδιάβολοι πολιορκούν τους τουρίστες προσπαθώντας να τους πουλήσουν τα ψευτοπράγματα που λανσάρουν για σουβενίρ από τη χώρα τους. Κάτσαμε λίγη ώρα, βγάλαμε κι εδώ τις φωτογραφίες μας και λίγο πριν φύγουμε μέσα από ένα από τα «κτίρια» γέμισα ένα σακουλάκι με στεγνή άμμο της ερήμου για ενθύμιο. Η πρωινή βροχή που εδώ και ώρες είχε σταματήσει είχε κάνει το θαύμα της. Η άμμος βρεγμένη δεν σηκώνονταν κάτω από τις ρόδες των τετρακίνητων «θηρίων» κάτι που δεν συμβαίνει όταν είναι στεγνά και τα σύννεφα της σκόνης κάνουν τα πράγματα δύσκολα. Εδώ τελείωσε και η περιήγησή μας και άρχισε η επιστροφή. Στο δρόμο πιάσαμε την κουβέντα με τον οδηγό μας τον Μοχάμεντ. Μας είπε λοιπόν ότι είχε σπουδάσει καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης και μέχρι να διοριστεί σε σχολείο δούλευε σαν οδηγός, μια δουλειά που του άρεσε γιατί γνώριζε κόσμο και του απέφερε και αρκετά χρήματα από τα φιλοδωρήματα των επιβατών (το τελευταίο μας το είπε αφού του είχαμε δώσει το δικό μας). Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε και αποφασίσαμε να κατέβουμε στην πόλη για να τη δούμε. Με ένα αμαξάκι έξω από το ξενοδοχείο σε 20 λεπτά κατεβήκαμε στην καρδιά της αγοράς. Στην Tozeur υπάρχει στα κτίρια ένα πολύ χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο. Με τούβλα λεπτά φτιάχνουν γεωμετρικά σχέδια σχεδόν σε όλες τις επιφάνειες των κτιρίων που φαίνονται (στα περισσότερα κτίρια με ελάχιστες εξαιρέσεις) στο ίδιο όμως χρώμα αυτό της άμμου. Αν και πολύ εντυπωσιακό στη αρχή γίνεται κάπως μονότονο λόγω της γενικευμένης χρήσης του. Σε μερικά όμως κτίρια τα σχέδια ήταν πραγματικά εμπνευσμένα κάνοντας τα να ξεχωρίζουν. Μπήκαμε στα στενοσόκακα της αγοράς όπου οι μαγαζάτορες προσπαθούσαν να μας προελκύσουν σε διάφορες γλώσσες. Όταν καταλάβαιναν ότι είμαστε Έλληνες άρχιζαν τα Ελληνικά. Σκόρπιες ασυνάρτητες λέξεις, στίχοι από ελληνικά τραγούδια-σουξέ και ονόματα πολίτικών(!!) όπως Παπαντρέου, Μητσοτάκης, Καραμανλής. Το πράγμα είχε πολύ πλάκα. Μπήκαμε σε αρκετά μαγαζιά, παζαρέψαμε, δοκιμάσαμε και φυσικά αγοράσαμε. Την τιμητική τους τα τουρμπάνια, τα δερμάτινα, τα μπαχαρικά και γενικά ψιλοπράγματα για φίλους πίσω στην Ελλάδα. Πολύ όμορφη σκηνή όταν μαγαζάτορας ο οποίος έκανε πολύ φιλότιμες προσπάθειες να μαθαίνει όσα πιο πολλά ελληνικά μπορούσε (κράταγε ακόμα και σημειώσεις) σε σπαστά ελληνικά μας παρακάλεσε να ενημερώσουμε μια οικογένεια του γκρουπ ότι ξέχασε μια τσάντα με ψώνια. Δεν ήθελε να τον θεωρήσουν κλέφτη!! Μπήκαμε ακόμα και στην αγορά των τροφίμων. Είδαμε τα χασάπικα που ειδικεύονται στο είδος του κρέατος. Το κάθε ένα είχε κρεμασμένο πάνω από την είσοδο το κεφάλι του ζώου του οποίου το κρέας πουλούσε!! Εκεί είδαμε και το κεφάλι καμήλας. Και φυσικά φρούτα. Και παντού χουρμάδες. Συσκευασμένοι, χύμα, φτηνοί, ακριβοί, άντε να ξέρεις για να βγάλεις άκρη. Το αφήσαμε για άλλη φορά μπας και γίνουμε σοφότεροι επί του θέματος πριν ψωνίσουμε.
Είχε σουρουπώσει όταν με ένα αμαξάκι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για την «Βεδουίνοι» βραδιά. Το πούλμαν μας πήγε περίπου μισή ώρα μακριά σε μιαν άλλη όαση όπου έχει στηθεί μια άνευ προηγουμένου τουριστική επιχείρηση-ατραξιόν. Στην είσοδο δύο έφιπποι Βεδουίνοι με όλη τους την εξάρτηση. Πολύχρωμα ρούχα, σπαθιά, μαχαίρι και πυρσούς. Περάσαμε την πύλη και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο χώρο με κήπους και εγκαταστάσεις. Βέβαια είχε νυχτώσει και βλέπαμε μόνο ότι φαίνονταν στο φως των πυρσών. Ομάδες μουσικών μας υποδέχτηκαν με μουσικές και τραγούδια. Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από μουσικούς με διαφορετικές στολές και όργανα. Σε κάποιες περιπτώσεις ανήκαν και σε διαφορετικές φυλές. Τοποθετημένοι στους διαδρόμους των κήπων σε απόσταση κάποιων μέτρων η μία από την άλλη έπαιζαν τις μουσικές τους, φτιάχνοντας το «κλίμα» της βραδιάς. Μπήκαμε σε μια πολύ μεγάλη τέντα όπου γύρω γύρω γυναίκες-«ηθοποιοί» ασχολούνταν με τις διάφορες παραδοσιακές ασχολίες των γυναικών της ερήμου. Γνέσιμο, ύφανση, μαγείρεμα, περιποίηση παιδιών, καλλωπισμός κλπ. Μετά πήγαμε σε ένα ανοικτό κυκλικό χώρο όπου ιππείς έκαναν ακροβατικά με τα άλογά τους, κόλπα με φωτιές και άλλα τέτοια θεαματικά. Τέλος πήγαμε στην τεράστια τέντα-εστιατόριο. Κάτσαμε σε χαμηλά τραπεζάκια και άρχισε να έρχεται το φαΐ. Γίνεται μια προσπάθεια να έχει κάποια παραδοσιακά εδέσματα όπως το γνωστό κους κους και κάποιες σχετικά καυτερές σαλάτες. Γενικά το φαΐ ήταν σε καλό επίπεδο και το κρασί σε ακόμα καλύτερο. Εδώ να πω ότι τα τυνησιακά κρασιά που δοκιμάσαμε σε όλο το ταξίδι μας ήταν από τα καλύτερα που έχω πιει ποτέ μου. Απλά υπέροχα! Στο κέντρο της τέντας υπήρχε μια μεγάλη σκηνή από όπου παρέλασαν όλοι οι μουσικοί που είχαμε δει στους κήπους παίζοντας τα δικά τους κάθε φορά κομμάτια, χορευτές και χορεύτριες του χορού της κοιλιάς, διάφοροι χορευτές-ζογκλέρ με διάφορα αντικείμενα όπως σπαθιά, όπλα, πιάτα, διάφορα πήλινα αντικείμενα (κιούπια), φωτιές κ.ά. Γενικά το σόου είχε πολύ λίγα να προσφέρει και κάποιες στιγμές ήταν βαρετό. Ευτυχώς δεν έχουν την κακιά δική μας συνήθεια των εκατοντάδων ντεσιμπέλ και έτσι μπορούσες να μιλήσεις και γενικά δεν υπόφεραν τα αυτάκια μας. Μια κυρία ντυμένη με τα καφτάνια της γύρναγε στα τραπέζια και έκανε τατουάζ χένας με αντίτιμο 5 δηνάρια (περίπου 2,5 ΕΥΡΩ). Φυσικά όλες οι κυρίες της παρέας, μικρές και λίγο μεγαλύτερες, έγραψαν στο μπράτσο τους το όνομά τους στα αραβικά (αυτό θα πει ναρκισσισμός. Ούτε μία το όνομα του καλού της!) Αργά το βράδυ, κουρασμένοι από την τόσο γεμάτη μέρα μας γυρίσαμε κι πέσαμε ψόφιοι για ύπνο.

Γύρω στα 70 χμ. ήταν η απόσταση μέχρι την 1η όαση, την όαση Chebika. Φτάνοντας στο πάρκινγκ και κατεβαίνοντας είχαμε την πρώτη πολιορκία από διάφορους πλανόδιους που ήθελαν να μας πουλήσουν από βραχιολάκια μέχρι «Ρόδα της ερήμου» και από χαϊμαλιά μέχρι καρτποστάλ. Προχωρήσαμε χωρίς να ψωνίσουμε. Άλλωστε παντού γύρω μας οι μικροπωλητές και οι «κράχτες» από τα μαγαζάκια δεν θα μας άφηναν σε ησυχία. Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα από όπου μια μικρή σκάλα σε κατεβάζει 5-6 μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι που πάει παράλληλα με τη ρεματιά. Πρόκειται για μια μικρή ρεματιά που στο βάθος της κυλάει γάργαρο νερό και είναι γεμάτη χουρμαδιές. Περίπου 200 μέτρα παρακάτω φτάσαμε σε ένα μικρό καταρράκτη (γύρω στα 3 μέτρα ύψος) με μια μικρή λιμνούλα στα πόδια του. Μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακός για εμάς αλλά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην έρημο και το τοπίο με τα κιτρινωπά βράχια γύρω κάνανε τη στιγμή πραγματικά αλλιώτικη. Όμορφη! Χαζέψαμε για λίγο, βγάλαμε φωτογραφίες και επιστρέψαμε προς το πλάτωμα. Τα σπίτια της όασης, καινούρια τα περισσότερα, βρίσκονται προς την άλλη μεριά, προς το πάρκινγκ. Παραδοσιακά οι ντόπιοι χτίζουν τα σπίτια τους από πλίθες φτιαγμένες από λάσπη και ξεραμένες στον ανελέητο ήλιο της ερήμου. Πριν μερικά χρόνια είχαν ένα περίεργο φαινόμενο για την έρημο. Έβρεξε ασταμάτητα για περίπου ένα μήνα. Το αποτέλεσμα ήταν να «λιώσουν» τα χωριά, να πνιγούν πολλοί άνθρωποι και να ξεσπιτωθούν σχεδόν όλοι. Έτσι σήμερα η εικόνα στις οάσεις αυτές είναι από τη μια ερείπια από ότι έμεινε από εκείνη την καταστροφή και σπίτια καινούρια, φτιαγμένα πια από τούβλα που σε τίποτα δε θυμίζουν την αρχιτεκτονική της ερήμου όπως την έχουμε δει σε φωτογραφίες ή έχει διατηρηθεί σε λίγα πια χωριά. Φυσικά και το σύγχρονο «μάτι», τα πιάτα-κεραίες παντού.
Κατά την προσφιλή μου τακτική να στέλνω από κάθε χώρα που πάω μια κάρτα στο σπίτι, αγόρασα μια κάρτα της όασης, γραμματόσημο και την έριξα στο περίτεχνο, κίτρινο μεταλλικό γραμματοκιβώτιο. Εκεί ένας νεαρός Τυνήσιος που πολιορκούσε από ώρα την κόρη μου, μου πρότεινε να μου δώσει κατά τη συνήθειά τους 200 καμήλες για να την πάρει για γυναίκα του!! Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να τύχει να συμπεθεριάσω με Τυνήσιο!! Μαζευτήκαμε για να συνεχίσουμε. Εδώ να σημειώσω ότι όλες αυτές οι οάσεις βρίσκονται προς τα δυτικά πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλγερία. Στο δρόμο συναντήσαμε δύο μεγάλα «καραβάνια» Ιταλών με τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα. Πάνω από 20 οχήματα το κάθε ένα. Επόμενη όαση αυτή της Tamerza.Δεν μπήκαμε μέσα αυτή τη φορά αλλά σταθήκαμε να τη δούμε απέξω. Και εδώ η ίδια καταστροφή. Έχει μείνει όμως ένα μεγάλο μέρος από το νεκροταφείο με ένα ολόλευκο Μαραμπού (Τάφος Ιερού Προσώπου, κάτι σαν Αγίου ή Οσίου σε εμάς). Αφού μας ενημέρωσαν για τα γεγονότα της καταστροφής των οάσεων ετοιμαστήκαμε να φύγουμε αφού πρώτα βγάλαμε πολλές φωτογραφίες. Ένας τύπος κρατούσε μια σαύρα της ερήμου και με 2 δηνάρια (περίπου 1 ΕΥΡΩ) στην έβαζε στον ώμο για φωτογραφία ή απλά τη φωτογράφιζες στα χέρια του. Είχε έρθει όμως η ώρα για το κλου της ημέρας. Βόλτα στους αμμόλοφους. Βγήκαμε από το δρόμο και μπήκαμε πια στα αμμώδη εδάφη. Κάναμε μια στάση να δούμε τους σχηματισμούς που σχηματίζει η άμμος με τα διάφορα άλατα και ετοιμαστήκαμε για τα σκαμπανεβάσματα. Δρόμος δεν υπάρχει και τα τετρακίνητα κινούνται σε νοητές διαδρομές που μόνο οι οδηγοί τους γνωρίζουν. Ανεβαίναμε σε αμμόλοφους και κατεβαίναμε σε πολύ απότομες κλίσεις. Κάτι σαν τα τρενάκια με τις μεγάλες κλίσεις στα λούνα παρκ. Ευτυχώς είχαν περάσει αρκετές ώρες από το πρωινό μας γεύμα και έτσι δεν είχαμε δυσάρεστες εκπλήξεις. Η τελευταία κατάβαση ήταν και η πιο απότομη και μεγάλη σε μήκος. Κατέληγε σε ένα πλάτωμα όπου στέκει σαν φάντασμα ένα σύνολο από «κτίσματα» που φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο από τα σκηνικά της ταινίας του Τζ. Λούκας StarWars που γύρισε εκεί το 1977. Ο σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Μέσα στην έρημο απομεινάρια σκηνικών που αφορούσαν μιαν άλλη εποχή και έναν άλλο κόσμο πολύ, μα πολύ μακρινό μας. Φυσικά οι Τυνήσιοι βγάζουν λεφτά από αυτά. Είναι επίσκεψη σε όλα τα προγράμματα των γκρουπ και ένα σωρό φτωχοδιάβολοι πολιορκούν τους τουρίστες προσπαθώντας να τους πουλήσουν τα ψευτοπράγματα που λανσάρουν για σουβενίρ από τη χώρα τους. Κάτσαμε λίγη ώρα, βγάλαμε κι εδώ τις φωτογραφίες μας και λίγο πριν φύγουμε μέσα από ένα από τα «κτίρια» γέμισα ένα σακουλάκι με στεγνή άμμο της ερήμου για ενθύμιο. Η πρωινή βροχή που εδώ και ώρες είχε σταματήσει είχε κάνει το θαύμα της. Η άμμος βρεγμένη δεν σηκώνονταν κάτω από τις ρόδες των τετρακίνητων «θηρίων» κάτι που δεν συμβαίνει όταν είναι στεγνά και τα σύννεφα της σκόνης κάνουν τα πράγματα δύσκολα. Εδώ τελείωσε και η περιήγησή μας και άρχισε η επιστροφή. Στο δρόμο πιάσαμε την κουβέντα με τον οδηγό μας τον Μοχάμεντ. Μας είπε λοιπόν ότι είχε σπουδάσει καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης και μέχρι να διοριστεί σε σχολείο δούλευε σαν οδηγός, μια δουλειά που του άρεσε γιατί γνώριζε κόσμο και του απέφερε και αρκετά χρήματα από τα φιλοδωρήματα των επιβατών (το τελευταίο μας το είπε αφού του είχαμε δώσει το δικό μας). Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε και αποφασίσαμε να κατέβουμε στην πόλη για να τη δούμε. Με ένα αμαξάκι έξω από το ξενοδοχείο σε 20 λεπτά κατεβήκαμε στην καρδιά της αγοράς. Στην Tozeur υπάρχει στα κτίρια ένα πολύ χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο. Με τούβλα λεπτά φτιάχνουν γεωμετρικά σχέδια σχεδόν σε όλες τις επιφάνειες των κτιρίων που φαίνονται (στα περισσότερα κτίρια με ελάχιστες εξαιρέσεις) στο ίδιο όμως χρώμα αυτό της άμμου. Αν και πολύ εντυπωσιακό στη αρχή γίνεται κάπως μονότονο λόγω της γενικευμένης χρήσης του. Σε μερικά όμως κτίρια τα σχέδια ήταν πραγματικά εμπνευσμένα κάνοντας τα να ξεχωρίζουν. Μπήκαμε στα στενοσόκακα της αγοράς όπου οι μαγαζάτορες προσπαθούσαν να μας προελκύσουν σε διάφορες γλώσσες. Όταν καταλάβαιναν ότι είμαστε Έλληνες άρχιζαν τα Ελληνικά. Σκόρπιες ασυνάρτητες λέξεις, στίχοι από ελληνικά τραγούδια-σουξέ και ονόματα πολίτικών(!!) όπως Παπαντρέου, Μητσοτάκης, Καραμανλής. Το πράγμα είχε πολύ πλάκα. Μπήκαμε σε αρκετά μαγαζιά, παζαρέψαμε, δοκιμάσαμε και φυσικά αγοράσαμε. Την τιμητική τους τα τουρμπάνια, τα δερμάτινα, τα μπαχαρικά και γενικά ψιλοπράγματα για φίλους πίσω στην Ελλάδα. Πολύ όμορφη σκηνή όταν μαγαζάτορας ο οποίος έκανε πολύ φιλότιμες προσπάθειες να μαθαίνει όσα πιο πολλά ελληνικά μπορούσε (κράταγε ακόμα και σημειώσεις) σε σπαστά ελληνικά μας παρακάλεσε να ενημερώσουμε μια οικογένεια του γκρουπ ότι ξέχασε μια τσάντα με ψώνια. Δεν ήθελε να τον θεωρήσουν κλέφτη!! Μπήκαμε ακόμα και στην αγορά των τροφίμων. Είδαμε τα χασάπικα που ειδικεύονται στο είδος του κρέατος. Το κάθε ένα είχε κρεμασμένο πάνω από την είσοδο το κεφάλι του ζώου του οποίου το κρέας πουλούσε!! Εκεί είδαμε και το κεφάλι καμήλας. Και φυσικά φρούτα. Και παντού χουρμάδες. Συσκευασμένοι, χύμα, φτηνοί, ακριβοί, άντε να ξέρεις για να βγάλεις άκρη. Το αφήσαμε για άλλη φορά μπας και γίνουμε σοφότεροι επί του θέματος πριν ψωνίσουμε.
Είχε σουρουπώσει όταν με ένα αμαξάκι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για την «Βεδουίνοι» βραδιά. Το πούλμαν μας πήγε περίπου μισή ώρα μακριά σε μιαν άλλη όαση όπου έχει στηθεί μια άνευ προηγουμένου τουριστική επιχείρηση-ατραξιόν. Στην είσοδο δύο έφιπποι Βεδουίνοι με όλη τους την εξάρτηση. Πολύχρωμα ρούχα, σπαθιά, μαχαίρι και πυρσούς. Περάσαμε την πύλη και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο χώρο με κήπους και εγκαταστάσεις. Βέβαια είχε νυχτώσει και βλέπαμε μόνο ότι φαίνονταν στο φως των πυρσών. Ομάδες μουσικών μας υποδέχτηκαν με μουσικές και τραγούδια. Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από μουσικούς με διαφορετικές στολές και όργανα. Σε κάποιες περιπτώσεις ανήκαν και σε διαφορετικές φυλές. Τοποθετημένοι στους διαδρόμους των κήπων σε απόσταση κάποιων μέτρων η μία από την άλλη έπαιζαν τις μουσικές τους, φτιάχνοντας το «κλίμα» της βραδιάς. Μπήκαμε σε μια πολύ μεγάλη τέντα όπου γύρω γύρω γυναίκες-«ηθοποιοί» ασχολούνταν με τις διάφορες παραδοσιακές ασχολίες των γυναικών της ερήμου. Γνέσιμο, ύφανση, μαγείρεμα, περιποίηση παιδιών, καλλωπισμός κλπ. Μετά πήγαμε σε ένα ανοικτό κυκλικό χώρο όπου ιππείς έκαναν ακροβατικά με τα άλογά τους, κόλπα με φωτιές και άλλα τέτοια θεαματικά. Τέλος πήγαμε στην τεράστια τέντα-εστιατόριο. Κάτσαμε σε χαμηλά τραπεζάκια και άρχισε να έρχεται το φαΐ. Γίνεται μια προσπάθεια να έχει κάποια παραδοσιακά εδέσματα όπως το γνωστό κους κους και κάποιες σχετικά καυτερές σαλάτες. Γενικά το φαΐ ήταν σε καλό επίπεδο και το κρασί σε ακόμα καλύτερο. Εδώ να πω ότι τα τυνησιακά κρασιά που δοκιμάσαμε σε όλο το ταξίδι μας ήταν από τα καλύτερα που έχω πιει ποτέ μου. Απλά υπέροχα! Στο κέντρο της τέντας υπήρχε μια μεγάλη σκηνή από όπου παρέλασαν όλοι οι μουσικοί που είχαμε δει στους κήπους παίζοντας τα δικά τους κάθε φορά κομμάτια, χορευτές και χορεύτριες του χορού της κοιλιάς, διάφοροι χορευτές-ζογκλέρ με διάφορα αντικείμενα όπως σπαθιά, όπλα, πιάτα, διάφορα πήλινα αντικείμενα (κιούπια), φωτιές κ.ά. Γενικά το σόου είχε πολύ λίγα να προσφέρει και κάποιες στιγμές ήταν βαρετό. Ευτυχώς δεν έχουν την κακιά δική μας συνήθεια των εκατοντάδων ντεσιμπέλ και έτσι μπορούσες να μιλήσεις και γενικά δεν υπόφεραν τα αυτάκια μας. Μια κυρία ντυμένη με τα καφτάνια της γύρναγε στα τραπέζια και έκανε τατουάζ χένας με αντίτιμο 5 δηνάρια (περίπου 2,5 ΕΥΡΩ). Φυσικά όλες οι κυρίες της παρέας, μικρές και λίγο μεγαλύτερες, έγραψαν στο μπράτσο τους το όνομά τους στα αραβικά (αυτό θα πει ναρκισσισμός. Ούτε μία το όνομα του καλού της!) Αργά το βράδυ, κουρασμένοι από την τόσο γεμάτη μέρα μας γυρίσαμε κι πέσαμε ψόφιοι για ύπνο.
Attachments
-
255,2 KB Προβολές: 554
-
237,7 KB Προβολές: 607
-
254,9 KB Προβολές: 606