10900km
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.190
Περιεχόμενα
Γράφω από το σαλόνι του σπιτιού των δικών μου, σαλόνι που τρεις ημέρες τώρα που επέστρεψα από νοτιοανατολική Ασία μοιάζει με ένα απέραντο αχούρι, έτσι όπως έχω αραδιάσει πάνω στα έπιπλα όσα είχα μαζί μου τους τελευταίους μήνες, όσα αγόρασα εκεί, κι όσα σκοπεύω να πάρω μαζί μου τέλη του μήνα, όταν, με το καλό, θα τους... αδειάσω ξανά τη γωνιά. Κατά βάθος όμως, μου αρέσει να τακτοποιώ, να τα έχω όλα στην θέση τους. Απλά... μου παίρνει λίγο περισσότερο χρόνο απ' όσο θα ήθελε η μάνα μου. Μέρος της γενικότερης τακτοποίησης θεωρώ το ότι χθες έκλεισα (έστω και “όπως κι όπως”) την ιστορία για Μαλαισία. Μέρος της τακτοποίησης θεωρώ κι ένα “κλεισιματικό” (κάτσε καλά λέξη) κείμενο για την Ιάβα...
Διάβασα πριν από λίγο τα δύο, όλα κι όλα, κείμενα που ανέβασα από εκεί. Κάτι που οφείλω να κάνω, για να... αποκαταστήσω μερικώς την αλήθεια, αλλά και, ποιος ξέρει, για να βοηθηθεί κάποιος που μπορεί να έχει στο μυαλό του να πάει εκεί, είναι να αναφέρω ότι τα δύο τελευταία βράδια μου στην Τζακάρτα έμεινα στην οδό Jaksa μεν, σε άλλο δωμάτιο δε, δωμάτιο σούπερ και πάμφθηνο, έστω και... “ύποπτο”. Στο ισόγειο, “φάτσα” στον δρόμο, λειτουργεί μπαράκι, στο οποίο από το απογευματάκι και μετά βλέπεις πανέμορφες κοπέλες να κάθονται μόνες σε τραπέζια, με μία μπίρα μπροστά τους. Αν κάνεις τον κύκλο του τετραγώνου κι επιστρέψεις στο ίδιο σημείο μετά από κάποια ώρα, βλέπεις δίπλα στις κοπέλες να κάθονται πλέον ξένοι, κυρίως backpackers. Κάποιοι μένουν στα δωμάτια στην πίσω πλευρά του κτιρίου, δωμάτια στα οποία υποψιάζομαι ότι οι αρσενικού γένους τουρίστες δεν περνούν τις βραδιές μόνοι(...). Υποψιάζομαι ότι η διεύθυνση του μπαρ-ξενώνα όλο και κάτι βγάζει κάνοντας τα... στραβά μάτια στην παρέα με την οποία καταλήγουν στα δωμάτια οι ξένοι, όμως ο (μπούφος) γράφων αποτελεί (βλακωδώς) ζωντανή απόδειξη ότι στο συγκεκριμένο μέρος (το όνομα του οποίου αισθάνομαι άβολα να αναφέρω, αλλά όποιος ενδιαφέρεται, ξέρετε, προσωπικό μηνυματάκι) κάποιος μπορεί να μείνει, πάμφθηνα, και, επαναλαμβάνω, σε σούπερ δωμάτιο.
Στην Τζακάρτα έμεινα ολόκληρη βδομάδα, κι αν δεν είχα να υποδεχθώ τη φίλη μου στο Bandung, ίσως να είχα μείνει περισσότερο, για λόγους που λίγο-πολύ ανέφερα στα δύο άλλα κείμενα. Τη διαδρομή με το τρένο από Τζακάρτα για Μπαντούνγκ, θα ήταν αμαρτία να την αφήσω ασχολίαστη, επειδή για μένα ήταν από τα highlights του ταξιδιού στην Ιάβα. Από πλευράς σκηνικού, είδα αυτό που περίμενα τον Μάιο να δω στο Μπαλί, αλλά δεν είδα εκεί, λόγω των σημείων που τότε επιλέξαμε να περάσουμε τις λίγες ημέρες μας με τη φίλη μου. Εννοώ, ατελείωτα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα, στην υδάτινη επιφάνεια των οποίων μπορούσες να δεις κουκλίστικα σύννεφα να καθρεφτίζονται. Με μία λέξη, ζωγραφιά. Μια που έχω άπλετο ελεύθερο χρόνο αυτές τις ημέρες, σκοπεύω να... αξιωθώ επιτέλους να δω πώς δημιουργείται ένα άλμπουμ εδώ, στο σάιτ “μας”, και να ανεβάσω φωτογραφίες. Δεν είναι καλύτερες από εκείνες που μπορεί να βρει κανείς σε πληθώρα στο flickr για παράδειγμα, αλλά... αυτές έχω, αυτές μπορώ να μοιραστώ.
Το Μπαντούνγκ; Χμμμ... Πώς να το θέσω κομψά; Ας πούμε ότι θεωρώ τη συγκεκριμένη πόλη την πιο καρα-άσχημη που έχω δει στη ζωή μου (πού να μην το έθετα και κομψά...). Βγαίνοντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό, είδα απέναντι μία τεράστια ταμπέλα του ξενοδοχείου που είχα αποφασίσει να μείνουμε με τη φίλη μου που θα ερχόταν το βράδυ, από Μαλαισία. Ακριβό, αλλά... διαφορετικά ταξιδεύεις μόνος, ρέμπελος, και διαφορετικά ταξιδεύεις συνοδεύοντας γυναίκα. Πέραν του ξενοδοχείου όμως, η πόλη ήταν... πώς να το θέσω πάλι;... Ας πούμε ότι το να περπατάς στους δρόμους της είναι σαν να σε έχουν καθισμένο/δεμένο σε μία καρέκλα, και κάθε τρεις και λίγο κάποιος εμφανίζεται και σου ρίχνει μια σφαλιάρα. Κι εσύ λες, “πού θα πάει, θα νυχτώσει, θα νυστάξουν, και πριν ξημερώσει θα έχω βρει τρόπο να την κοπανήσω”. Έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα με τα “λουκέτα” που βάζουν πολλές επιχειρήσεις. Περπατώντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπαντούνγκ μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπεις ότι τα “λουκέτα” δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά κανόνα. Μέτρησα κι εγώ δεν ξέρω πόσα μαγαζιά, κυρίως διασκέδασης (φαινόταν από τις ταμπέλες τους) που έμοιαζαν παρατημένα από την εποχή που η Ιάβα ήταν ακόμη... υπό ολλανδική κατοχή. Φθάνοντας στον κεντρικό δρόμο, πρόσεξα απέναντι ένα τεράστιο κτίριο στην θέση του οποίου, σύμφωνα με τον τεσσάρων ετών ταξιδιωτικό οδηγό μου, υπήρχε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Αυτό που έβλεπα εγώ ήταν ο σκελετός ενός τεράστιου κτιρίου, μόνο ο σκελετός, λες και κάποια γιγαντιαία σκουλήκια είχαν φάει τους τοίχους. Σκέφτηκα ότι το εμπορικό κέντρο ήταν άλλο κτίριο. Όχι. Ήταν αυτό. Δίπλα σχεδόν στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρακαλώ. Στην δε κεντρική πλατεία, για να πάω, χρειάστηκε να περάσω μία πεζογέφυρα, πεζογέφυρα-σπίτι τριών μεγάλων οικογενειών, άστεγων, μπαμπάδες-μαμάδες και ένα τσούρμο πιτσιρίκια γύρω-γύρω. Όσο για την κεντρική πλατεία, ήταν απλά το... κερασάκι στην τούρτα της όλης απογοητευτικής εικόνας της πόλης. Ακόμη και σε μέρη με μεγάλο ποσοστό ανεργίας, με φτώχεια, με-με-με, περιμένεις να βρεις μία κεντρική πλατεία περιποιημένη, μια και πρόκειται για την καρδιά της πόλης, πόσο μάλλον αν εντός των ορίων της βρίσκεται το μεγαλύτερο τζαμί της. Στο Μπαντούνγκ η κεντρική πλατεία που εγώ είδα, ήταν ένα μεγάλο... καταφύγιο αστέγων και ζητιάνων. Φανταστείτε μία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη με το Ηλέκτρα Παλάς και το Ολύμπιον στην άλλη πλευρά να έχουν μείνει... γυμνά, μόνο με τους σκελετούς τους, και φανταστείτε τα παγκάκια της πλατείας γεμάτα από άστεγους και ζητιάνους. Φανταστείτε επίσης τον χώρο γεμάτο σκουπίδια, αλλά μιλάμε για ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ...
Για να μην τη θάψω τελείως πάντως την πόλη, να αναφέρω ότι βόρεια από τον σιδηροδρομικό σταθμό υπάρχει ένας δρόμος στον οποίο βλέπεις κάτι που πιθανότατα δεν μπορείς να δεις πουθενά αλλού στον κόσμο. Ο δρόμος είναι κατακλυσμένος από καταστήματα που πουλάνε ρούχα, και κυρίως τζιν. Μέχρι εδώ, τίποτα το αξιοσημείωτο. Εκείνο που κάνει τον συγκεκριμένο δρόμο να ξεχωρίζει και να μένει στη μνήμη σου, είναι ότι πολλά από τα καταστήματα έχουν... σήμα κατατεθέν κάποιο τεράστιο... να το πω “άγαλμα”; Να το πω “σιλουέτα”; Δεν ξέρω πώς να το πω. Κάποιο κατάστημα έχει πάνω από την είσοδό του έναν πελώριο Σταλόνε ωσάν Ράμπο, με μπαζούκας στον ώμο παρακαλώ. Κάποιο άλλο έχει έναν Σούπερμαν να ξεπηδάει από τον τοίχο, με τη δεξιά γροθιά σφιγμένη και προτεταμένη, λες και πετάει. Άλλη μισή ντουζίνα καταστήματα έχουν άλλους action heroes στην πρόσοψή τους, κι αυτό, όσο να 'ναι, είναι μία εικόνα που σου μένει, και μέχρι ενός σημείου απαλύνει τις αλγεινές εντυπώσεις που προκαλεί το κέντρο της πόλης.
Όσο για το αεροδρόμιο που πήγα το βράδυ για να υποδεχθώ τη φίλη μου, απάντησε εν μέρει στην απορία μου πώς γίνεται μία από τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ινδονησίας να είναι ΤΟΣΟ χάλια, από οικονομικής πλευράς. Το αεροδρόμιο είναι μία τρύπα και μισή, υποδέχεται ε-λά-χι-στες πτήσεις, και με εξαίρεση τη Μαλαισιανή φίλη μου, στην πτήση της Air Asia από Κουάλα Λουμπούρ όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες έμοιαζαν κακόμοιροι εργάτες και κοπελίτσες που δουλεύουν στην ευκατάστατη Κουάλα Λουμπούρ σαν οικιακές βοηθοί, κόσμος που επέστρεφε στο Μπαντούνγκ για να δει συγγενείς. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, με ένταση που με άφησαν με την εντύπωση ότι οι άνθρωποι είχαν καιρό να δουν τους δικούς τους...
Το επόμενο πρωί πήραμε το τρένο για Yogyakarta, την οποία, μετά τις αρκετές ημέρες που πέρασα εκεί, μπορώ άνετα να συμπεριλάβω στη λίστα εκείνων των... ταξιδιωτικών παραδείσων, εκείνων των μικρομεσαίων διαστάσεων πόλεων που συγκεντρώνουν ΤΟΣΑ “συγκριτικά πλεονεκτήματα” (που ακούω να λένε τις τελευταίες ημέρες πολιτικοί μας, παραμονές τοπικών εκλογών), που καταλήγουν να είναι “παγίδες”, όχι με την κακή, αλλά με την καλή έννοια, με την έννοια ότι πηγαίνεις για 3-4 ημέρες, και καταλήγεις να περάσεις πολλές περισσότερες, στέλνοντας το πρόγραμμα του ταξιδιού σου τσαλακωμένο στον κάλαθο των αχρήστων. Με εξαίρεση τους εκνευριστικά επίμονους “μπετσακ-τζήδες”, ταλαίπωρους που βγάζουν το ψωμί τους πάνω σε τρεις ρόδες, στα “μπετσάκ” τους, μεταφέροντας τουρίστες και ντόπιους, την πόλη τη βρήκα μία απόλαυση και μισή. Στενά σοκάκια γεμάτα ζωή, αμέτρητες (και φθηνές, αν τα χρήματα είναι πρόβλημα) επιλογές για φαγητό και ποτό, ατελείωτο souvenir-shopping, α-α-ατελείωτο people watching (η καλύτερή μου ήταν οι αντιδράσεις των τουριστών στα επίμονα “becak-becak” των “μπετσακ-τζήδων”), και η λίστα περιλαμβάνει πολλά ακόμη. Και σαν να μην έφθανε η γοητεία της πόλης αυτής καθεαυτής, έχεις το Prambanan σε απόσταση αναπνοής (με αστικό λεωφορείο πηγαίνεις), έχεις το Borobudur σε απόσταση λίγο μεγαλύτερης αναπνοής, έχεις το ηφαίστειο Μεράπι (αυτό που... ξεσχίστηκε στις εκρήξεις τις τελευταίες δέκα μέρες, και δε μοιάζει έτοιμο να ηρεμήσει), μέχρι και ατελείωτη παραλία με αμμόλοφους έχεις σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων. Σε όλα αυτά προσθέστε τον γλυκύτατο κόσμο, αλλά και την ευκολία πρόσβασης στην πόλη (το αεροδρόμιο είναι σύγχρονο, με αρκετή κίνηση), κι έχει κανείς έναν τόπο που για να του προσάψει κάτι σημαντικά αρνητικό, πρέπει να είναι (άποψή μου), πολύ στριφνός (κι αυτό το λέει άνθρωπος που δε συγκαταλέγεται στους “εύκολους”). Όπα! Ανέφερα ότι το να βρεις εξαιρετικό δωμάτιο σε πολύ-πολύ προσιτή τιμή είναι πιο εύκολο από το να βρεις περίπτερο στην Τσιμισκή ή πόρνη στην Πατάγια, στην Ταϊλάνδη; Πραγματικά, το μέρος, όπως λένε και οι Αμερικάνοι, “sells itself”. Σαν πωλητής του δεν χρειάζεται καν να ανοίξεις το στόμα σου. Ο πελάτης αγοράζει (ξελογιάζεται και αποφασίζει να μείνει περισσότερο απ' ότι είχε σχεδιάσει) δύο λεπτά μετά την άφιξή του εκεί...
Τέλος, για το Solo, ή Surakarta, την πόλη από την οποία πέταξα για Κουάλα Λουμπούρ, το σχόλιό μου είναι ότι δικαιώνει τον τίτλο της “μικρογραφίας της Yogyakarta”, με λέξη-κλειδί όμως τη “μικρογραφία”, όχι μόνο όσον αφορά το μέγεθος, αλλά και το όλο feeling που νιώθεις στην πόλη, περπατώντας στα δικά της στενά δρομάκια, στις αγορές της, σε χώρους ιστορικής και θρησκευτικής σημασίας/αξίας. Highlight των δύο ημερών που πέρασα εκεί θεωρώ την παρακολούθηση μίας διαδήλωσης, σε κεντρικό σημείο της πόλης. Οι Surakarta-νοί φημίζονται για το... επαναστατικό ταμπεραμέντο τους, και δεν ξαφνιάστηκα βλέποντας τη διαδήλωση, ούτε το πάθος με το οποίο ο βασικός ομιλητής μιλούσε. Ξαφνιάστηκα μόνο βλέποντας στο “μπροστά μισό” της διαδήλωσης να υπάρχουν μόνο άνδρες, και στο “πίσω μισό” γυναίκες, καλυμμένες οι περισσότερες από την κορφή μέχρι τα νύχια, με πιτσιρίκια να τρέχουν ανάμεσά τους. Όχι ότι έπρεπε να με είχε ξαφνιάσει, για την Ινδονησία μιλάμε, αλλά... δεν είχα δει ποτέ κάτι παρόμοιο, κι ένα χαμογελάκι το έσκασα. Όπως κι όταν βρήκα μαγαζί να φάω το μεσημέρι, μαγαζί με τα στόρια του κατεβασμένα μέχρι τη μέση (η μυρωδιά του φαγητού και η θέα κάτι ποδιών κάτω, χαμηλά, με βοήθησαν να το προσέξω). Το Ραμαζάνι δεν είχε τελειώσει ακόμα, και “τυπικά” τα φαγάδικα έπρεπε να μένουν κλειστά μέχρι τη δύση του ήλιου. Ακόμη και στο σκληροπυρηνικό Solo όμως, κάποιοι γράφουν το Ραμαζάνι στα παλιά τους τα παπούτσια, απλά... με προσοχή, με τα στόρια μισοκατεβασμένα, για να μην προκαλούν το... δημόσιο αίσθημα .
Σχεδόν τρεις εβδομάδες στην Ιάβα. Από Τζακάρτα μέχρι Σόλο. Τελευταία ατάκα; Οι Javanese, μαζί με τους Γουατεμαλτέκους, είναι ο πιο γλυκός λαός που έχω συναντήσει γενικά στη ζωή μου, κι όχι μόνο στο 19μηνο, πλέον (με μικρά διαλείμματα στην Θεσσαλονίκη ανά τετράμηνο, για να βλέπουν κι οι γονείς μου λίγο τον κανακάρη τους), ταξίδι μου. Την Ιάβα την χάρηκα περισσότερο από το Μπαλί (γούστα είναι αυτά), και με χαρά μία μέρα θα επέστρεφα, ειδικά στην “τα έχει όλα και συμφέρει” Yogya. Μέχρι τότε, θα κρατάω my fingers crossed για τον συμπαθητικότατο κόσμο που ζει στις πλαγιές του ηφαιστείου, και μία φορά στα δέκα χρόνια (χονδρικά) ξεσπιτώνεται, περιμένοντας να λήξει ο συναγερμός και να επιστρέψει στο σπίτι και στα ζώα του (ΑΝ τα βρει στη θέση τους).
Διάβασα πριν από λίγο τα δύο, όλα κι όλα, κείμενα που ανέβασα από εκεί. Κάτι που οφείλω να κάνω, για να... αποκαταστήσω μερικώς την αλήθεια, αλλά και, ποιος ξέρει, για να βοηθηθεί κάποιος που μπορεί να έχει στο μυαλό του να πάει εκεί, είναι να αναφέρω ότι τα δύο τελευταία βράδια μου στην Τζακάρτα έμεινα στην οδό Jaksa μεν, σε άλλο δωμάτιο δε, δωμάτιο σούπερ και πάμφθηνο, έστω και... “ύποπτο”. Στο ισόγειο, “φάτσα” στον δρόμο, λειτουργεί μπαράκι, στο οποίο από το απογευματάκι και μετά βλέπεις πανέμορφες κοπέλες να κάθονται μόνες σε τραπέζια, με μία μπίρα μπροστά τους. Αν κάνεις τον κύκλο του τετραγώνου κι επιστρέψεις στο ίδιο σημείο μετά από κάποια ώρα, βλέπεις δίπλα στις κοπέλες να κάθονται πλέον ξένοι, κυρίως backpackers. Κάποιοι μένουν στα δωμάτια στην πίσω πλευρά του κτιρίου, δωμάτια στα οποία υποψιάζομαι ότι οι αρσενικού γένους τουρίστες δεν περνούν τις βραδιές μόνοι(...). Υποψιάζομαι ότι η διεύθυνση του μπαρ-ξενώνα όλο και κάτι βγάζει κάνοντας τα... στραβά μάτια στην παρέα με την οποία καταλήγουν στα δωμάτια οι ξένοι, όμως ο (μπούφος) γράφων αποτελεί (βλακωδώς) ζωντανή απόδειξη ότι στο συγκεκριμένο μέρος (το όνομα του οποίου αισθάνομαι άβολα να αναφέρω, αλλά όποιος ενδιαφέρεται, ξέρετε, προσωπικό μηνυματάκι) κάποιος μπορεί να μείνει, πάμφθηνα, και, επαναλαμβάνω, σε σούπερ δωμάτιο.
Στην Τζακάρτα έμεινα ολόκληρη βδομάδα, κι αν δεν είχα να υποδεχθώ τη φίλη μου στο Bandung, ίσως να είχα μείνει περισσότερο, για λόγους που λίγο-πολύ ανέφερα στα δύο άλλα κείμενα. Τη διαδρομή με το τρένο από Τζακάρτα για Μπαντούνγκ, θα ήταν αμαρτία να την αφήσω ασχολίαστη, επειδή για μένα ήταν από τα highlights του ταξιδιού στην Ιάβα. Από πλευράς σκηνικού, είδα αυτό που περίμενα τον Μάιο να δω στο Μπαλί, αλλά δεν είδα εκεί, λόγω των σημείων που τότε επιλέξαμε να περάσουμε τις λίγες ημέρες μας με τη φίλη μου. Εννοώ, ατελείωτα βαθμιδωτά ρυζοχώραφα, στην υδάτινη επιφάνεια των οποίων μπορούσες να δεις κουκλίστικα σύννεφα να καθρεφτίζονται. Με μία λέξη, ζωγραφιά. Μια που έχω άπλετο ελεύθερο χρόνο αυτές τις ημέρες, σκοπεύω να... αξιωθώ επιτέλους να δω πώς δημιουργείται ένα άλμπουμ εδώ, στο σάιτ “μας”, και να ανεβάσω φωτογραφίες. Δεν είναι καλύτερες από εκείνες που μπορεί να βρει κανείς σε πληθώρα στο flickr για παράδειγμα, αλλά... αυτές έχω, αυτές μπορώ να μοιραστώ.
Το Μπαντούνγκ; Χμμμ... Πώς να το θέσω κομψά; Ας πούμε ότι θεωρώ τη συγκεκριμένη πόλη την πιο καρα-άσχημη που έχω δει στη ζωή μου (πού να μην το έθετα και κομψά...). Βγαίνοντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό, είδα απέναντι μία τεράστια ταμπέλα του ξενοδοχείου που είχα αποφασίσει να μείνουμε με τη φίλη μου που θα ερχόταν το βράδυ, από Μαλαισία. Ακριβό, αλλά... διαφορετικά ταξιδεύεις μόνος, ρέμπελος, και διαφορετικά ταξιδεύεις συνοδεύοντας γυναίκα. Πέραν του ξενοδοχείου όμως, η πόλη ήταν... πώς να το θέσω πάλι;... Ας πούμε ότι το να περπατάς στους δρόμους της είναι σαν να σε έχουν καθισμένο/δεμένο σε μία καρέκλα, και κάθε τρεις και λίγο κάποιος εμφανίζεται και σου ρίχνει μια σφαλιάρα. Κι εσύ λες, “πού θα πάει, θα νυχτώσει, θα νυστάξουν, και πριν ξημερώσει θα έχω βρει τρόπο να την κοπανήσω”. Έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα με τα “λουκέτα” που βάζουν πολλές επιχειρήσεις. Περπατώντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπαντούνγκ μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπεις ότι τα “λουκέτα” δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά κανόνα. Μέτρησα κι εγώ δεν ξέρω πόσα μαγαζιά, κυρίως διασκέδασης (φαινόταν από τις ταμπέλες τους) που έμοιαζαν παρατημένα από την εποχή που η Ιάβα ήταν ακόμη... υπό ολλανδική κατοχή. Φθάνοντας στον κεντρικό δρόμο, πρόσεξα απέναντι ένα τεράστιο κτίριο στην θέση του οποίου, σύμφωνα με τον τεσσάρων ετών ταξιδιωτικό οδηγό μου, υπήρχε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Αυτό που έβλεπα εγώ ήταν ο σκελετός ενός τεράστιου κτιρίου, μόνο ο σκελετός, λες και κάποια γιγαντιαία σκουλήκια είχαν φάει τους τοίχους. Σκέφτηκα ότι το εμπορικό κέντρο ήταν άλλο κτίριο. Όχι. Ήταν αυτό. Δίπλα σχεδόν στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρακαλώ. Στην δε κεντρική πλατεία, για να πάω, χρειάστηκε να περάσω μία πεζογέφυρα, πεζογέφυρα-σπίτι τριών μεγάλων οικογενειών, άστεγων, μπαμπάδες-μαμάδες και ένα τσούρμο πιτσιρίκια γύρω-γύρω. Όσο για την κεντρική πλατεία, ήταν απλά το... κερασάκι στην τούρτα της όλης απογοητευτικής εικόνας της πόλης. Ακόμη και σε μέρη με μεγάλο ποσοστό ανεργίας, με φτώχεια, με-με-με, περιμένεις να βρεις μία κεντρική πλατεία περιποιημένη, μια και πρόκειται για την καρδιά της πόλης, πόσο μάλλον αν εντός των ορίων της βρίσκεται το μεγαλύτερο τζαμί της. Στο Μπαντούνγκ η κεντρική πλατεία που εγώ είδα, ήταν ένα μεγάλο... καταφύγιο αστέγων και ζητιάνων. Φανταστείτε μία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη με το Ηλέκτρα Παλάς και το Ολύμπιον στην άλλη πλευρά να έχουν μείνει... γυμνά, μόνο με τους σκελετούς τους, και φανταστείτε τα παγκάκια της πλατείας γεμάτα από άστεγους και ζητιάνους. Φανταστείτε επίσης τον χώρο γεμάτο σκουπίδια, αλλά μιλάμε για ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ...
Για να μην τη θάψω τελείως πάντως την πόλη, να αναφέρω ότι βόρεια από τον σιδηροδρομικό σταθμό υπάρχει ένας δρόμος στον οποίο βλέπεις κάτι που πιθανότατα δεν μπορείς να δεις πουθενά αλλού στον κόσμο. Ο δρόμος είναι κατακλυσμένος από καταστήματα που πουλάνε ρούχα, και κυρίως τζιν. Μέχρι εδώ, τίποτα το αξιοσημείωτο. Εκείνο που κάνει τον συγκεκριμένο δρόμο να ξεχωρίζει και να μένει στη μνήμη σου, είναι ότι πολλά από τα καταστήματα έχουν... σήμα κατατεθέν κάποιο τεράστιο... να το πω “άγαλμα”; Να το πω “σιλουέτα”; Δεν ξέρω πώς να το πω. Κάποιο κατάστημα έχει πάνω από την είσοδό του έναν πελώριο Σταλόνε ωσάν Ράμπο, με μπαζούκας στον ώμο παρακαλώ. Κάποιο άλλο έχει έναν Σούπερμαν να ξεπηδάει από τον τοίχο, με τη δεξιά γροθιά σφιγμένη και προτεταμένη, λες και πετάει. Άλλη μισή ντουζίνα καταστήματα έχουν άλλους action heroes στην πρόσοψή τους, κι αυτό, όσο να 'ναι, είναι μία εικόνα που σου μένει, και μέχρι ενός σημείου απαλύνει τις αλγεινές εντυπώσεις που προκαλεί το κέντρο της πόλης.
Όσο για το αεροδρόμιο που πήγα το βράδυ για να υποδεχθώ τη φίλη μου, απάντησε εν μέρει στην απορία μου πώς γίνεται μία από τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ινδονησίας να είναι ΤΟΣΟ χάλια, από οικονομικής πλευράς. Το αεροδρόμιο είναι μία τρύπα και μισή, υποδέχεται ε-λά-χι-στες πτήσεις, και με εξαίρεση τη Μαλαισιανή φίλη μου, στην πτήση της Air Asia από Κουάλα Λουμπούρ όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες έμοιαζαν κακόμοιροι εργάτες και κοπελίτσες που δουλεύουν στην ευκατάστατη Κουάλα Λουμπούρ σαν οικιακές βοηθοί, κόσμος που επέστρεφε στο Μπαντούνγκ για να δει συγγενείς. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, με ένταση που με άφησαν με την εντύπωση ότι οι άνθρωποι είχαν καιρό να δουν τους δικούς τους...
Το επόμενο πρωί πήραμε το τρένο για Yogyakarta, την οποία, μετά τις αρκετές ημέρες που πέρασα εκεί, μπορώ άνετα να συμπεριλάβω στη λίστα εκείνων των... ταξιδιωτικών παραδείσων, εκείνων των μικρομεσαίων διαστάσεων πόλεων που συγκεντρώνουν ΤΟΣΑ “συγκριτικά πλεονεκτήματα” (που ακούω να λένε τις τελευταίες ημέρες πολιτικοί μας, παραμονές τοπικών εκλογών), που καταλήγουν να είναι “παγίδες”, όχι με την κακή, αλλά με την καλή έννοια, με την έννοια ότι πηγαίνεις για 3-4 ημέρες, και καταλήγεις να περάσεις πολλές περισσότερες, στέλνοντας το πρόγραμμα του ταξιδιού σου τσαλακωμένο στον κάλαθο των αχρήστων. Με εξαίρεση τους εκνευριστικά επίμονους “μπετσακ-τζήδες”, ταλαίπωρους που βγάζουν το ψωμί τους πάνω σε τρεις ρόδες, στα “μπετσάκ” τους, μεταφέροντας τουρίστες και ντόπιους, την πόλη τη βρήκα μία απόλαυση και μισή. Στενά σοκάκια γεμάτα ζωή, αμέτρητες (και φθηνές, αν τα χρήματα είναι πρόβλημα) επιλογές για φαγητό και ποτό, ατελείωτο souvenir-shopping, α-α-ατελείωτο people watching (η καλύτερή μου ήταν οι αντιδράσεις των τουριστών στα επίμονα “becak-becak” των “μπετσακ-τζήδων”), και η λίστα περιλαμβάνει πολλά ακόμη. Και σαν να μην έφθανε η γοητεία της πόλης αυτής καθεαυτής, έχεις το Prambanan σε απόσταση αναπνοής (με αστικό λεωφορείο πηγαίνεις), έχεις το Borobudur σε απόσταση λίγο μεγαλύτερης αναπνοής, έχεις το ηφαίστειο Μεράπι (αυτό που... ξεσχίστηκε στις εκρήξεις τις τελευταίες δέκα μέρες, και δε μοιάζει έτοιμο να ηρεμήσει), μέχρι και ατελείωτη παραλία με αμμόλοφους έχεις σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων. Σε όλα αυτά προσθέστε τον γλυκύτατο κόσμο, αλλά και την ευκολία πρόσβασης στην πόλη (το αεροδρόμιο είναι σύγχρονο, με αρκετή κίνηση), κι έχει κανείς έναν τόπο που για να του προσάψει κάτι σημαντικά αρνητικό, πρέπει να είναι (άποψή μου), πολύ στριφνός (κι αυτό το λέει άνθρωπος που δε συγκαταλέγεται στους “εύκολους”). Όπα! Ανέφερα ότι το να βρεις εξαιρετικό δωμάτιο σε πολύ-πολύ προσιτή τιμή είναι πιο εύκολο από το να βρεις περίπτερο στην Τσιμισκή ή πόρνη στην Πατάγια, στην Ταϊλάνδη; Πραγματικά, το μέρος, όπως λένε και οι Αμερικάνοι, “sells itself”. Σαν πωλητής του δεν χρειάζεται καν να ανοίξεις το στόμα σου. Ο πελάτης αγοράζει (ξελογιάζεται και αποφασίζει να μείνει περισσότερο απ' ότι είχε σχεδιάσει) δύο λεπτά μετά την άφιξή του εκεί...
Τέλος, για το Solo, ή Surakarta, την πόλη από την οποία πέταξα για Κουάλα Λουμπούρ, το σχόλιό μου είναι ότι δικαιώνει τον τίτλο της “μικρογραφίας της Yogyakarta”, με λέξη-κλειδί όμως τη “μικρογραφία”, όχι μόνο όσον αφορά το μέγεθος, αλλά και το όλο feeling που νιώθεις στην πόλη, περπατώντας στα δικά της στενά δρομάκια, στις αγορές της, σε χώρους ιστορικής και θρησκευτικής σημασίας/αξίας. Highlight των δύο ημερών που πέρασα εκεί θεωρώ την παρακολούθηση μίας διαδήλωσης, σε κεντρικό σημείο της πόλης. Οι Surakarta-νοί φημίζονται για το... επαναστατικό ταμπεραμέντο τους, και δεν ξαφνιάστηκα βλέποντας τη διαδήλωση, ούτε το πάθος με το οποίο ο βασικός ομιλητής μιλούσε. Ξαφνιάστηκα μόνο βλέποντας στο “μπροστά μισό” της διαδήλωσης να υπάρχουν μόνο άνδρες, και στο “πίσω μισό” γυναίκες, καλυμμένες οι περισσότερες από την κορφή μέχρι τα νύχια, με πιτσιρίκια να τρέχουν ανάμεσά τους. Όχι ότι έπρεπε να με είχε ξαφνιάσει, για την Ινδονησία μιλάμε, αλλά... δεν είχα δει ποτέ κάτι παρόμοιο, κι ένα χαμογελάκι το έσκασα. Όπως κι όταν βρήκα μαγαζί να φάω το μεσημέρι, μαγαζί με τα στόρια του κατεβασμένα μέχρι τη μέση (η μυρωδιά του φαγητού και η θέα κάτι ποδιών κάτω, χαμηλά, με βοήθησαν να το προσέξω). Το Ραμαζάνι δεν είχε τελειώσει ακόμα, και “τυπικά” τα φαγάδικα έπρεπε να μένουν κλειστά μέχρι τη δύση του ήλιου. Ακόμη και στο σκληροπυρηνικό Solo όμως, κάποιοι γράφουν το Ραμαζάνι στα παλιά τους τα παπούτσια, απλά... με προσοχή, με τα στόρια μισοκατεβασμένα, για να μην προκαλούν το... δημόσιο αίσθημα .
Σχεδόν τρεις εβδομάδες στην Ιάβα. Από Τζακάρτα μέχρι Σόλο. Τελευταία ατάκα; Οι Javanese, μαζί με τους Γουατεμαλτέκους, είναι ο πιο γλυκός λαός που έχω συναντήσει γενικά στη ζωή μου, κι όχι μόνο στο 19μηνο, πλέον (με μικρά διαλείμματα στην Θεσσαλονίκη ανά τετράμηνο, για να βλέπουν κι οι γονείς μου λίγο τον κανακάρη τους), ταξίδι μου. Την Ιάβα την χάρηκα περισσότερο από το Μπαλί (γούστα είναι αυτά), και με χαρά μία μέρα θα επέστρεφα, ειδικά στην “τα έχει όλα και συμφέρει” Yogya. Μέχρι τότε, θα κρατάω my fingers crossed για τον συμπαθητικότατο κόσμο που ζει στις πλαγιές του ηφαιστείου, και μία φορά στα δέκα χρόνια (χονδρικά) ξεσπιτώνεται, περιμένοντας να λήξει ο συναγερμός και να επιστρέψει στο σπίτι και στα ζώα του (ΑΝ τα βρει στη θέση τους).
Attachments
-
67 KB Προβολές: 76