Ivanna Petrovna
Member
- Μηνύματα
- 152
- Likes
- 1.104
H Bουδαπέστη από τον καινούργιο σταθμό που μας μετέφεραν φαινόταν πολύ ωραία, σίγουρα βοηθούσε και το γεγονός ότι δε διψούσαμε πια. Αφού πήραμε τα ενεργειακά μας ποτά και η ενέργειά μας έφτασε και πάλι στα ύψη, αρχίσαμε τις βόλτες μέσα κι έξω από το σταθμό, σε κοντινή ακτίνα λίγων μέτρων, και χαζεύαμε την νεολαία που πηγαινοερχόταν.
Ήταν βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, κι ο σταθμός δονούταν από πολλά ντεσιμπέλ. Στο εσωτερικό του υπήρχε νάιτ κλάμπ, και άφθονο κέφι. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες που είδαμε κόσμο που έμοιαζε με μας, στο στυλ διασκέδασης και ντυσίματος. Μετά από τόσα κατσικοχώρια, λίγος πολιτισμός και κρύο νερό, δε μας έβλαψε ... όλα έδειχναν ότι είχαμε φτάσει σε μια μεγάλη πρωτεύουσα!
Με ενθουσιασμό η Αντιγκόνα γέμισε το θερμός της με τριπλή δόση ενεργειακού ποτού, το μεγαλύτερο που είχε δει ποτέ κι όλο ευτυχία ρούφαγε για να αποκτήσει φτερά, μπας κι αποφύγει την ταλαιπωρία του ταξιδιού και πετάξει μακριά από το μαρτυρικό βαγονέτο...
Όταν ξανασυγκεντρωθήκαμε με το καλό όλοι οι επιβάτες του βαγονέτου, μας κάλεσαν για μίνι σύσκεψη οι Κάπτεν. Μας ανακοίνωσαν ότι θα κάναμε πολύωρη στάση σε μια όμορφη συνοριακή πόλη της Ουκρανίας, το Τσοπ, κι από εκεί θα περιμέναμε το ρώσικο τρένο που θα μας πήγαινε μέχρι
τη Μόσχα. " Μια χαρά χάλια είναι στο Τσοπ" σχολίασε στα ελληνικά η Μαρίνα, χλευάζοντας τον Κατιόνακ μέσα στα μούτρα του.
Ο Κατιόνακ μας πρότεινε να μαζευτούμε μέσα στο τρένο και να μην πάμε στο κλαμπ του σταθμού, γιατί ήταν άγνωστο πότε θα αναχωρούσε και πάλι το βαγονέτο μας. Έτσι κάναμε ένα μίνι πάρτυ τρωγοπίνοντας σε ένα κουπέ, διασκεδάζοντας, με την Μαρίνα να ψέλνει, και τον Κατιόνακ να εκδηλώνεται όλο και πιο φανερά. Με μας ήταν πάντα στριμάδι, ενώ στη Μαρίνα χαμογελούσε πονηρά και με υπονοούμενο...
Κάπως έτσι τελείωσε και η τρίτη καυτή μέρα στο μοναχικό βαγονέτο χωρίς οδηγό, των 7 επιβατών και των 2 Κάπτεν ...
Μπαίνοντας στην Ουκρανία, η Μαρίνα άρχισε να μας μιλάει για τον τόπο της, για την οικογένειά της που έμενε εκεί και τα δυό παιδιά της που είχε αφήσει πίσω, για την κατάσταση που επικρατούσε κάθε φορά που επέστρεφε, με τους φτωχούς συγγενείς της που την επισκέπτονταν και την ξεπαράδιαζαν, νομίζοντας πως στην Ελλάδα είναι πλούσια. Επίσης μας έλεγε πόσο στοιχίζει η βίζα για να έρθει κάποιος στην Ελλάδα και το πόσο δύσκολο ήταν να την εξασφαλίσεις, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η οικογένεια.
Μ' αυτή την κουβέντα, φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό που ο Κατιόνακ μας διαφήμιζε, το Τσοπ.
Εκεί θα καθόμασταν πάνω από 8 ώρες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα το βαγονέτο μας θα άλλαζε ρόδες, για να προσαρμοστεί για τις ράγες προς τη Μόσχα. Η ζέστη εξακολουθούσε να είναι αφόρητη και μας έκανε εντύπωση, γιατί όσο πλησιάζαμε στη Ρωσία δεν έλεγε να δροσίσει...
Με αρχηγούς τους δύο Κάπτεν και ξεναγούς, πήγαμε όλοι μαζί στο σούπερ μάρκετ, πίσω από το σταθμό, και εφοδιαστήκαμε με τα είδη πρώτης ανάγκης, δευτέρας διαλογής, του τρίτου κόσμου. Για μας οι τιμές ήταν σχεδόν εξευτελιστικές, ενώ η Μαρίνα μας τόνισε ότι σε σχέση με το παρελθόν, έχουν αυξηθεί δραματικά και αμφέβαλλε αν ο κόσμος μπορούσε να ανταπεξέλθει.
Έξω από το σούπερ μάρκετ βρίσκονταν κάποιοι μεθυσμένοι τύποι που ζητούσαν λεφτά για να πιούν άλλη μια μπύρα στην υγειά μας. Τους προσπεράσαμε κι αφού πήγαμε στο τρένο να αφήσουμε τις σακούλες γεμάτες με πράγματα, κυρίως αναψυκτικά και βότκες, πήγαμε στην πιο κοντινή καφετέρια και παραγγείλαμε λουκούλειο γεύμα. Η Μαρίνα είχε παραξενευτεί με το μέρος, γιατί μιλούσαν μια ακατανόητη γι' αυτήν διάλεκτο, ρώσικα με ουγγρική προφορά ή το αντίθετο; Ποιός ξέρει...
Η Αντιγκόνα δεν άντεχε άλλο κι έτσι πήγε πίσω στο τρένο. Μόνο εκεί τελικά, παρ'όλη τη ζέστη, μπορούσε να βρει λίγη θαλπωρή κι ένα κρεβάτι, για να γείρει το κορμί της. Συνάντησε μόνον στο τρένο, το μικρό χοντρούλη- κλαψιάρη, που είχε όρεξη για κουβέντα. 'Οπως διαπιστώθηκε, τα αγγλικά του ήταν πάρα πολύ καλά και τα θέματα που άνοιγε πάρα πολύ ενδιαφέροντα και πολύ προχωρημένα για την ηλικία του, όπως οι προβληματισμοί του για τους εξωγήινους και τους γκέι.
Η Αντιγκόνα του πρόσφερε καπνιστό ουκρανικό τυρί και ντολμά φερμένο από την Αθήνα (εκτός ψυγείου, τριών ημερών) και με χαρά ο χοντρούλης δέχτηκε το κέρασμα, μιας κι η μάνα του δεν θα τον έβλεπε, αφού έλειπε από το βαγονέτο. Ήταν τελικά πολύ κοινωνικός και δε φαινόταν πρόθυμος να ξανακλάψει.
Σε λίγο φάνηκε ο μικρός του αδερφός και άρχισαν να κυνηγιούνται στον υπερβολικά στενό διάδρομο του σταθμευμένου βαγονέτου, αλλά και μέσα στο κουπέ της Αντιγκόνας. Εκείνη ευγενικά του είπε να κλείσει την πόρτα, για να απαλλαχτεί από την πάρλα του -παρ'όλο που κλείνοντάς την θα έσκαγε από τη ζέστη- και του είπε ότι όταν θα ξυπνούσε θα τον φώναζε και πάλι να συζητήσουν.
Αργότερα επέστρεψαν κι όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονέτου παρέα με τους Κάπτεν. Ήταν φανερό ότι είχε σπάσει ο πάγος και είχαν αρχίσει να νιώθουν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια και να πίνουν βότκα, τσουγκρίζοντας τα πλαστικά ποτήρια τους. Ως δια μαγείας, οι Κάπτεν μίλησαν και αγγλικά, ο Κατιόνακ λίγα ιταλικά, και μας εκμυστηρεύτηκε ότι το όνειρό του ήταν να κάνει ταξίδια με το βαγονέτο του στην Ιταλία. Όλοι πίναν και γλεντούσαν στο μπροστινό μέρος του βαγονέτου, κοντά στα κουπέ των Κάπτεν...
Όταν τελικά σκοτείνιασε, είπαμε να επισκεφτούμε το Τσοπ by night. Οι επιλογές δεν ήταν και πολλές. Λιγοστά μαγαζιά, και αρκετοί θαμώνες έξω από το σούπερ μάρκετ, ίσως κι οι ίδιοι από το πρωί.
Ο φωτισμός ήταν κόκκινος και τρομακτικός, η ατμόσφαιρα άγρια και ηλεκτρισμένη ...
Ανάμεσά μας κυκλοφορούσαν μεθυσμένοι, μιλώντας μας ακαταλαβίστικα. Τελικά αυτή η πόλη μας φόβιζε, γι΄αυτό επιστρέψαμε στο σταθμό για να πιούμε ανενόχλητες τις βότκες μας, με την καινούργια μας οικογένεια. Μόνη συντροφιά μας ήταν κάτι εργαζόμενοι του σταθμού, που μας παρακολουθούσαν βουβά και διακριτικά...
Αργά το βράδυ λίγο πριν την αναχώρηση, η Ιβάννα έφτιαξε στο κουπέ της ένα πλήρως εξοπλισμένο μπαρ εφοδιασμένο με τοπικά ποτά, που με ενθουσιασμό περίμενε να δοκιμάσει. Κάλεσε όλα τα κορίτσια, αλλά φυσικά ο Κατιόνακ γυρόφερνε το χώρο κι έλεγε κρύα αστεία. Μας αποκάλεσε "ευγενικές ψυχές" και το μάτι του είχε κολλήσει στο μπούστο της ωραίας Μαρίνας. Εκείνη γελούσε τσαχπίνικα, μετά από λίγο μας χαιρέτησε τραγουδιστά, βγήκε χαμογελώντας από το κουπέ κι εξαφανίστηκε για όλο το υπόλοιπο βράδυ ...
Ήταν βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, κι ο σταθμός δονούταν από πολλά ντεσιμπέλ. Στο εσωτερικό του υπήρχε νάιτ κλάμπ, και άφθονο κέφι. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες που είδαμε κόσμο που έμοιαζε με μας, στο στυλ διασκέδασης και ντυσίματος. Μετά από τόσα κατσικοχώρια, λίγος πολιτισμός και κρύο νερό, δε μας έβλαψε ... όλα έδειχναν ότι είχαμε φτάσει σε μια μεγάλη πρωτεύουσα!
Με ενθουσιασμό η Αντιγκόνα γέμισε το θερμός της με τριπλή δόση ενεργειακού ποτού, το μεγαλύτερο που είχε δει ποτέ κι όλο ευτυχία ρούφαγε για να αποκτήσει φτερά, μπας κι αποφύγει την ταλαιπωρία του ταξιδιού και πετάξει μακριά από το μαρτυρικό βαγονέτο...
Όταν ξανασυγκεντρωθήκαμε με το καλό όλοι οι επιβάτες του βαγονέτου, μας κάλεσαν για μίνι σύσκεψη οι Κάπτεν. Μας ανακοίνωσαν ότι θα κάναμε πολύωρη στάση σε μια όμορφη συνοριακή πόλη της Ουκρανίας, το Τσοπ, κι από εκεί θα περιμέναμε το ρώσικο τρένο που θα μας πήγαινε μέχρι
τη Μόσχα. " Μια χαρά χάλια είναι στο Τσοπ" σχολίασε στα ελληνικά η Μαρίνα, χλευάζοντας τον Κατιόνακ μέσα στα μούτρα του.
Ο Κατιόνακ μας πρότεινε να μαζευτούμε μέσα στο τρένο και να μην πάμε στο κλαμπ του σταθμού, γιατί ήταν άγνωστο πότε θα αναχωρούσε και πάλι το βαγονέτο μας. Έτσι κάναμε ένα μίνι πάρτυ τρωγοπίνοντας σε ένα κουπέ, διασκεδάζοντας, με την Μαρίνα να ψέλνει, και τον Κατιόνακ να εκδηλώνεται όλο και πιο φανερά. Με μας ήταν πάντα στριμάδι, ενώ στη Μαρίνα χαμογελούσε πονηρά και με υπονοούμενο...
Κάπως έτσι τελείωσε και η τρίτη καυτή μέρα στο μοναχικό βαγονέτο χωρίς οδηγό, των 7 επιβατών και των 2 Κάπτεν ...
Μπαίνοντας στην Ουκρανία, η Μαρίνα άρχισε να μας μιλάει για τον τόπο της, για την οικογένειά της που έμενε εκεί και τα δυό παιδιά της που είχε αφήσει πίσω, για την κατάσταση που επικρατούσε κάθε φορά που επέστρεφε, με τους φτωχούς συγγενείς της που την επισκέπτονταν και την ξεπαράδιαζαν, νομίζοντας πως στην Ελλάδα είναι πλούσια. Επίσης μας έλεγε πόσο στοιχίζει η βίζα για να έρθει κάποιος στην Ελλάδα και το πόσο δύσκολο ήταν να την εξασφαλίσεις, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η οικογένεια.
Μ' αυτή την κουβέντα, φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό που ο Κατιόνακ μας διαφήμιζε, το Τσοπ.
Εκεί θα καθόμασταν πάνω από 8 ώρες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα το βαγονέτο μας θα άλλαζε ρόδες, για να προσαρμοστεί για τις ράγες προς τη Μόσχα. Η ζέστη εξακολουθούσε να είναι αφόρητη και μας έκανε εντύπωση, γιατί όσο πλησιάζαμε στη Ρωσία δεν έλεγε να δροσίσει...
Με αρχηγούς τους δύο Κάπτεν και ξεναγούς, πήγαμε όλοι μαζί στο σούπερ μάρκετ, πίσω από το σταθμό, και εφοδιαστήκαμε με τα είδη πρώτης ανάγκης, δευτέρας διαλογής, του τρίτου κόσμου. Για μας οι τιμές ήταν σχεδόν εξευτελιστικές, ενώ η Μαρίνα μας τόνισε ότι σε σχέση με το παρελθόν, έχουν αυξηθεί δραματικά και αμφέβαλλε αν ο κόσμος μπορούσε να ανταπεξέλθει.
Έξω από το σούπερ μάρκετ βρίσκονταν κάποιοι μεθυσμένοι τύποι που ζητούσαν λεφτά για να πιούν άλλη μια μπύρα στην υγειά μας. Τους προσπεράσαμε κι αφού πήγαμε στο τρένο να αφήσουμε τις σακούλες γεμάτες με πράγματα, κυρίως αναψυκτικά και βότκες, πήγαμε στην πιο κοντινή καφετέρια και παραγγείλαμε λουκούλειο γεύμα. Η Μαρίνα είχε παραξενευτεί με το μέρος, γιατί μιλούσαν μια ακατανόητη γι' αυτήν διάλεκτο, ρώσικα με ουγγρική προφορά ή το αντίθετο; Ποιός ξέρει...
Η Αντιγκόνα δεν άντεχε άλλο κι έτσι πήγε πίσω στο τρένο. Μόνο εκεί τελικά, παρ'όλη τη ζέστη, μπορούσε να βρει λίγη θαλπωρή κι ένα κρεβάτι, για να γείρει το κορμί της. Συνάντησε μόνον στο τρένο, το μικρό χοντρούλη- κλαψιάρη, που είχε όρεξη για κουβέντα. 'Οπως διαπιστώθηκε, τα αγγλικά του ήταν πάρα πολύ καλά και τα θέματα που άνοιγε πάρα πολύ ενδιαφέροντα και πολύ προχωρημένα για την ηλικία του, όπως οι προβληματισμοί του για τους εξωγήινους και τους γκέι.
Η Αντιγκόνα του πρόσφερε καπνιστό ουκρανικό τυρί και ντολμά φερμένο από την Αθήνα (εκτός ψυγείου, τριών ημερών) και με χαρά ο χοντρούλης δέχτηκε το κέρασμα, μιας κι η μάνα του δεν θα τον έβλεπε, αφού έλειπε από το βαγονέτο. Ήταν τελικά πολύ κοινωνικός και δε φαινόταν πρόθυμος να ξανακλάψει.
Σε λίγο φάνηκε ο μικρός του αδερφός και άρχισαν να κυνηγιούνται στον υπερβολικά στενό διάδρομο του σταθμευμένου βαγονέτου, αλλά και μέσα στο κουπέ της Αντιγκόνας. Εκείνη ευγενικά του είπε να κλείσει την πόρτα, για να απαλλαχτεί από την πάρλα του -παρ'όλο που κλείνοντάς την θα έσκαγε από τη ζέστη- και του είπε ότι όταν θα ξυπνούσε θα τον φώναζε και πάλι να συζητήσουν.
Αργότερα επέστρεψαν κι όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονέτου παρέα με τους Κάπτεν. Ήταν φανερό ότι είχε σπάσει ο πάγος και είχαν αρχίσει να νιώθουν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια και να πίνουν βότκα, τσουγκρίζοντας τα πλαστικά ποτήρια τους. Ως δια μαγείας, οι Κάπτεν μίλησαν και αγγλικά, ο Κατιόνακ λίγα ιταλικά, και μας εκμυστηρεύτηκε ότι το όνειρό του ήταν να κάνει ταξίδια με το βαγονέτο του στην Ιταλία. Όλοι πίναν και γλεντούσαν στο μπροστινό μέρος του βαγονέτου, κοντά στα κουπέ των Κάπτεν...
Όταν τελικά σκοτείνιασε, είπαμε να επισκεφτούμε το Τσοπ by night. Οι επιλογές δεν ήταν και πολλές. Λιγοστά μαγαζιά, και αρκετοί θαμώνες έξω από το σούπερ μάρκετ, ίσως κι οι ίδιοι από το πρωί.
Ο φωτισμός ήταν κόκκινος και τρομακτικός, η ατμόσφαιρα άγρια και ηλεκτρισμένη ...
Ανάμεσά μας κυκλοφορούσαν μεθυσμένοι, μιλώντας μας ακαταλαβίστικα. Τελικά αυτή η πόλη μας φόβιζε, γι΄αυτό επιστρέψαμε στο σταθμό για να πιούμε ανενόχλητες τις βότκες μας, με την καινούργια μας οικογένεια. Μόνη συντροφιά μας ήταν κάτι εργαζόμενοι του σταθμού, που μας παρακολουθούσαν βουβά και διακριτικά...
Αργά το βράδυ λίγο πριν την αναχώρηση, η Ιβάννα έφτιαξε στο κουπέ της ένα πλήρως εξοπλισμένο μπαρ εφοδιασμένο με τοπικά ποτά, που με ενθουσιασμό περίμενε να δοκιμάσει. Κάλεσε όλα τα κορίτσια, αλλά φυσικά ο Κατιόνακ γυρόφερνε το χώρο κι έλεγε κρύα αστεία. Μας αποκάλεσε "ευγενικές ψυχές" και το μάτι του είχε κολλήσει στο μπούστο της ωραίας Μαρίνας. Εκείνη γελούσε τσαχπίνικα, μετά από λίγο μας χαιρέτησε τραγουδιστά, βγήκε χαμογελώντας από το κουπέ κι εξαφανίστηκε για όλο το υπόλοιπο βράδυ ...