liz
Member
- Μηνύματα
- 159
- Likes
- 343
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γύρος του κόσμου
Περιεχόμενα
Fraser Island
“K’gari” που θα πει παράδεισος ήταν η ονομασία που είχαν δώσει στο νησί Fraser οι Αβορίγινες Butchulla. Σύμφωνα με έναν μύθο των αυτοχθόνων, έτσι ονομαζόταν το όμορφο πνεύμα που βοήθησε τον Yindingie, αγγελιοφόρο του θεού Beeral που κατοικούσε στον ουρανό, να δημιουργήσει τη γη. Αφού ο Yindingie, έκρινε πως το πνεύμα είχε εργαστεί αρκετά, του επέτρεψε να ξεκουραστεί. Το K’gari ξάπλωσε σε κάποια βράχια καταμεσής της θάλασσας και μόλις ξύπνησε αντίκρυσε με θαυμασμό όσα ειχε φτιάξει ο Yindingie και τον παρακάλεσε να το αφήσει να μείνει εκεί παντοτινά. Εκείνος συμφώνησε, όμως το K’gari δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί με τη μορφή πνεύματος κι έτσι το μεταμόρφωσε σ’ ένα ειδυλλιακό νησί με δέντρα, λίμνες και λουλούδια, προσθέτοντας τελικά πουλιά, ζώα κι ανθρώπους για να το συντροφεύουν.
Με την αποίκηση των Ευρωπαίων και μετά από συγκρούσεις κι ασθένειες, ο αριθμός των Butchulla μειώθηκε σε μόλις 230 άτομα το 1880. Οι τελευταίοι Αβορίγινες έφυγαν από το νησί το 1904 και σήμερα ελάχιστοι απόγονοι τους βρίσκονται εκεί.
Άνεμοι, κύματα και ωκεάνια ρεύματα μετέφεραν επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια άμμο από την νοτιοανατολική Αυστραλία και την Ανταρκτική (προτού οι 2 ήπειροι χωριστούν) εναποθέτοντάς την πάνω σε μια λοφώδη έκταση που είχε δημιουργηθεί λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας, δίνοντας στο νησί την σημερινή του μορφή. Τροπικά δάση φυτρώνουν στους αμμόλοφους του σε ύψος που ξεπερνά τα 200 μέτρα και την επιφάνειά του στολίζουν πάνω από εκατό λίμνες γλυκού νερού. Όσον αφορά την πανίδα και την χλωρίδα, εδώ συναντώνται μεταξύ άλλων wallabies, πόσουμ, τα τελευταία καθαρόαιμα ντίνγκο και πάνω από 865 είδη φυτών.
Αυτές ήταν ελάχιστες από τις πληροφορίες που είχα διαβάσει προτού φαγωθώ να πάω στο K’gari (που πήρε την σημερινή του ονομασία από τηv συνονόματη ναυαγό Eliza Fraser) κι επιτέλους ήμουν στο φέρυ που με μετέφερε εκεί παρέα με τους συνταξιδιώτες μου και τα οχήματά μας που είχαμε στο μεταξύ φορτώσει με προμήθειες για 3 μέρες: φαγητό, νερό, κρασί, μπύρες κι από έναν μικρό σάκο μόνο με τα απαραίτητα για τον καθένα. Πατάμε το πόδι μας στο νησί, παθαίνει κάποια βλάβη ένα από τα οχήματα, παίζουμε βόλεϋ περιμένοντας να φέρουν κάποιο άλλο στη θέση του και γνωριζόμαστε καλύτερα με τα μέλη της ομάδας μας με τα οποία είχαμε ευτυχώς πολύ καλή χημεία: στην παρέα μας προστέθηκαν τρεις Βρετανοί, δυο εκ των οποίων είχαν αναλάβει την οδήγηση και που μας έκαναν να ξεραινόμαστε στο γέλιο με το βρετανικό τους χιούμορ, μια Μεξικάνα και μια Ινδή που επιθυμούσε να την φωνάζουμε Ash (προφέραμε πάντα το «σ» όσο πιο παχύ γίνεται για ευνόητους λόγους). Ένας από τους οδηγούς πήρε την πρωτοβουλία να δώσει στο γκρουπ μας το όνομα τιμ-ταμ, εμπνευσμένος από τις αγαπημένες του γκοφρέτες και κάπως έτσι μπήκαμε στα άδυτα του νησιού καθώς ταρακουνιόμασταν πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, εξαιτίας του ανώμαλου εδάφους, περικυκλωμένοι από δέντρα.
Στο φέρυ:
Φτάνοντας:
Πρώτος προορισμός η λίμνη Wabby, η οποία συνορεύει με δάσος ευκαλύπτων από τη μια πλευρά και με έναν τεράστιο αμμόλοφο από την άλλη. Κατεβαίνουμε από τα οχήματά μας κι ακολουθούμε μια από τις διαδρομές που οδηγούν στην λίμνη και που περνούν μέσα από την βλάστηση του νησιού. Μετά από μια ώρα περίπου φτάνουμε με τον Πορτογάλο και τον Ολλανδό στον αμμόλοφο (παντού σχεδόν φτάναμε πρώτοι-πρώτοι, δεν κρατιόμασταν), πετάμε τους σάκους κάτω, αρχίζουμε να τρέχουμε πάνω-κάτω σαν πεντάχρονα και μετά κατηφορίζουμε προς την λίμνη, πετάμε και τα ρούχα μας και βουτάμε στα πρασινωπά νερά της. Παίρνουμε την μπάλα μας που θα γινόταν μια από τις μασκότ της εκδρομής, παίζουμε βόλεύ όλοι μαζί, τσαλαβουτάμε από ‘δω κι από ‘κει κι αφού παγώσαμε τελείως ξαπλώσαμε στην άμμο για να ξεκουραστούμε και να στεγνώσουμε.
Μετά από λίγες ώρες πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής και κατευθυνθήκαμε στο κάμπινγκ μας περνώντας από την 75-mile beach, την τεράστια παραλία που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του νησιού. Εκεί κάναμε μια στάση στο ναυάγιο Maheno (= νησί στη γλώσσα των Μαορί) που ξέβρασε στην ακτή ένας κυκλώνας το 1935.
Οι οδηγοί έπρεπε να κάνουν ελιγμούς για ν' αποφεύγουν τους «δρομείς», the runners, δηλαδή το θαλασσινό νερό που έφτανε στην ακτή και που μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στο βανάκι μας, καθώς και να προσέχουν γι’ αεροπλάνα που μπορεί να προσγειώνονταν στην παραλία, αλλά οι υπόλοιποι μην έχοντας τέτοιες έγνοιες κοιτούσαμε τον ωκεανό και τους ψαράδες και φυσικά δεν πέρασε από κανενός τον νου να βουτήξει γιατί πέρα από τα επικίνδυνα θαλάσσια ρεύματα, στα νερά συχνάζουν πολλοί καρχαρίες.
Φτάσαμε στην κατασκήνωση λίγο πριν νυχτώσει, βάλαμε τους υπνόσακους μέσα στη μεγάλη σκηνή μας, χωρητικότητας 8 ατόμων κι αρχίσαμε να μαγειρεύουμε το βραδινό μας. Αφού φάγαμε, καθαρίσαμε αμέσως, πετάξαμε τα υπολλείματα σε μεγάλους κάδους κι ασφαλίσαμε ότι φαγώσιμο είχε απομείνει μέσα στο αυτοκίνητο, μαζί με τα αποσμητικά και τα καλλυντικά μας. Οι περισσότεροι κάθισαν γύρω από τη μεγάλη φωτιά στο κέντρο του κάμπινγκ, ενώ κάποιοι πήραμε από μια μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας κι ακολουθήσαμε το μονοπάτι που οδηγούσε στην παραλία φωτίζοντας με έναν μικρό φακό για να βλέπουμε στο απόλυτο σκοτάδι. Μόλις φτάσαμε στην παραλία τεράστια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν μεμιάς σε ολονών τα πρόσωπα αντικρύζοντας τον ξάστερο ουρανό έχοντας ως μοναδική μουσική υπόκρουση τα κύματα που έσκαγαν με δύναμη λίγα μέτρα από τα πόδια μας. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον και τα κορμιά μας φαίνονταν μαύρα μπροστά από το έναστρο στερέωμα - αυτό ήταν που όριζε το περίγραμμα των σωμάτων μας θυμίζοντάς μου σκηνή από ταινία:
Camping:
Το μεγάλο φαγοπότι:
Την επόμενη μέρα μετά το τελετουργικό «βάρβαρο ξύπνημα, ρίχνω νερό στα μούτρα μου να συνέλθω, ορμάω στο πρωϊνό» σειρά είχε το Eli Creek, το μεγαλύτερο ρυάκι γλυκού νερού στο νησί που ξεπετάξαμε στα γρήγορα για να κατευθύνθουμε στο Indian Head, το ανατολικότερο από τα 3 μόλις συμπλέγματα βράχων του Fraser Island που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της 75-mile beach. Το μέρος ονομάστηκε έτσι από τον James Cook γιατί περνώντας από εκεί στις 19 Μαϊου του 1770 είδε μερικούς Αβορίγινες μαζεμένους στην κορυφή του. 240 χρόνια μετά το επισκεφτήκαμε εμείς για να απολαύσουμε τη θέα και τόσο πολύ μας άρεσε που χάσαμε τους υπόλοιπους που είχαν στο μεταξύ κατέβει και πήγαιναν ποδαράτο στον επόμενο προορισμό της ημέρας. Βρήκαμε έναν από τους οδηγούς που περίμενε πίσω στο αυτοκίνητο και μας έδειξε ποιο μονοπάτι να πάρουμε για να τους βρούμε. Ξανά λοιπόν, άμμο πήραμε, άμμο αφήσαμε και φτάσαμε στο Champagne Pools, το μοναδικό μέρος στο νησί που μπορεί κάποιος να βουτήξει στη θάλασσα. Βράχια έχουν κλείσει ένα πολύ μικρό κομμάτι της ακτής, σχηματίζοντας δυο μικρές φυσικές πισίνες και καθώς σκάει το κύμα στα βράχια, αφρός που μοιάζει με αυτόν της σαμπάνιας σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού. Περάσαμε λίγες ωρίτσες κι εκεί περιμένοντας κάθε φορά με ανυπομονησία τα κύματα «νατο!νατο!» «να κι ένα μεγάλο!» «έρχεται!» «μπλουμ» που μας παρέσερναν με φόρα πίσω στην ακτή και φτου κι απ΄την αρχή ξαναπλησιάζαμε τα βράχια και περιμέναμε το επόμενο παίζοντας με τις μπουρμπουλήθρες. Πριν βραδιάσει πήραμε τον δρόμο της επιστροφής περπατώντας για καμιά ώρα κατά μήκος της παραλίας καθώς ο οδηγός μας εντόπιζε φάλαινες στο βάθος που ποτέ δεν προλαβαίναμε να δούμε. Μέχρι να τις πάρουμε χαμπάρι, είχαν εξαφανιστεί. Φτάνουμε στα οχήματα που είχαν κολλήσει στην άμμο. Σκάβουμε και σπρώχνουμε κι αφού καταφέραμε να τα ξεκολλήσουμε, επιστροφή στην κατασκήνωση όπου πτώματα από την κούραση και την πείνα ετοιμαστήκαμε για το μεγάλο φαγοπότι Νο2 και άραγμα γύρω απ’τη φωτιά. Δυστυχώς εκείνο το βράδυ είχε συννεφιά και δεν είχαμε για δεύτερη φορά την τύχη να δούμε τον πανέμορφο ουρανό που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ.
Πηγαίνοντας στο Eli Creek:
Στο Indian Head:
View attachment afarm3.static.flickr.com_2325_5706025544_a0a3d8d966.jpg
Πηγαίνοντας προς Champagne Pools:
Champagne Pools:
Ξημέρωσε και η τρίτη μέρα, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και μπρος για την λίμνη Allom ή αλλιώς Turtle lake που στα μαύρα νερά της ζουν πολλές μικρές χελώνες. Εκεί είδαμε και την χελώνα Darth Vader:
Λίμνη Allom:
Στο δρόμο για τον τελευταίο μας προορισμό, τη λίμνη Birrabeen, είδαμε κι ένα ντίνγκο ενώ ο Πορτογάλος παραληρούσε «θέλω ένα ντίνγκο, είναι τόσο χαριτωμένα!» για να λάβει στραβές ματιές από τους υπόλοιπους.
Φτάνοντας στη λίμνη, κάποιοι πήγαμε στην τουαλέτα που βρισκόταν ένα δεκάλεπτο μακριά προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά βγαίνοντας συνειδητοποίησα πως είχα μείνει μόνη. Περπατάω, περπατάω, περπατάω προς την κατεύθυνση όπου υποτίθεται πως ήταν η λίμνη, πέρασε κάνα μισάωρο μα λίμνη δεν έβλεπα. Ως συνήθως είχα χαθεί (κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ) και γυρνώντας ξανά πίσω βλέπω πως το μονοπάτι ήταν ακριβώς εκεί που είχαμε παρκάρει αλλά δεν το είχα προσέξει. Βρίσκω τους υπόλοιπους «αχά!και νομίσαμε πως σ’έφαγε κανένα ντίνγκο» και η προσοχή μου στρέφεται αμέσως στα πεντακάθαρα νερά της λίμνης που ήταν όλη δική μας (είναι λιγότερο δημοφιλής από τη λίμνη McKenzie-όπου τώρα περιόρισαν τον αριθμό των ημερήσιων επισκεπτών). Προς μεγάλη μου έκπληξη ήμουν από τους ελάχιστους που βούτηξαν-μα πώς κρατιούνται...
Έφτασε η ώρα να φύγουμε κι από ‘κει κι αφού ξαναπήραμε το φέρυ, επιστρέψαμε στο Hervey Bay, ανασυγκροτηθήκαμε, αποχαιρετήσαμε τους συνταξιδιώτες του τελευταίου τριημέρου και το βράδυ είμασταν στον σταθμό περιμένοντας το νυχτερινό λεωφορείο με το οποίο θα φτάναμε το επόμενο πρωϊ στην Airlie Beach: την βάση μας πριν τα νησιά Whitsundays, όπου θα γυρνοβολάγαμε για τρεις μέρες και θα "νοικιάζαμε" το ολόδικό μας νησί για μια μέρα.
“K’gari” που θα πει παράδεισος ήταν η ονομασία που είχαν δώσει στο νησί Fraser οι Αβορίγινες Butchulla. Σύμφωνα με έναν μύθο των αυτοχθόνων, έτσι ονομαζόταν το όμορφο πνεύμα που βοήθησε τον Yindingie, αγγελιοφόρο του θεού Beeral που κατοικούσε στον ουρανό, να δημιουργήσει τη γη. Αφού ο Yindingie, έκρινε πως το πνεύμα είχε εργαστεί αρκετά, του επέτρεψε να ξεκουραστεί. Το K’gari ξάπλωσε σε κάποια βράχια καταμεσής της θάλασσας και μόλις ξύπνησε αντίκρυσε με θαυμασμό όσα ειχε φτιάξει ο Yindingie και τον παρακάλεσε να το αφήσει να μείνει εκεί παντοτινά. Εκείνος συμφώνησε, όμως το K’gari δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί με τη μορφή πνεύματος κι έτσι το μεταμόρφωσε σ’ ένα ειδυλλιακό νησί με δέντρα, λίμνες και λουλούδια, προσθέτοντας τελικά πουλιά, ζώα κι ανθρώπους για να το συντροφεύουν.
Με την αποίκηση των Ευρωπαίων και μετά από συγκρούσεις κι ασθένειες, ο αριθμός των Butchulla μειώθηκε σε μόλις 230 άτομα το 1880. Οι τελευταίοι Αβορίγινες έφυγαν από το νησί το 1904 και σήμερα ελάχιστοι απόγονοι τους βρίσκονται εκεί.
Άνεμοι, κύματα και ωκεάνια ρεύματα μετέφεραν επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια άμμο από την νοτιοανατολική Αυστραλία και την Ανταρκτική (προτού οι 2 ήπειροι χωριστούν) εναποθέτοντάς την πάνω σε μια λοφώδη έκταση που είχε δημιουργηθεί λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας, δίνοντας στο νησί την σημερινή του μορφή. Τροπικά δάση φυτρώνουν στους αμμόλοφους του σε ύψος που ξεπερνά τα 200 μέτρα και την επιφάνειά του στολίζουν πάνω από εκατό λίμνες γλυκού νερού. Όσον αφορά την πανίδα και την χλωρίδα, εδώ συναντώνται μεταξύ άλλων wallabies, πόσουμ, τα τελευταία καθαρόαιμα ντίνγκο και πάνω από 865 είδη φυτών.
Αυτές ήταν ελάχιστες από τις πληροφορίες που είχα διαβάσει προτού φαγωθώ να πάω στο K’gari (που πήρε την σημερινή του ονομασία από τηv συνονόματη ναυαγό Eliza Fraser) κι επιτέλους ήμουν στο φέρυ που με μετέφερε εκεί παρέα με τους συνταξιδιώτες μου και τα οχήματά μας που είχαμε στο μεταξύ φορτώσει με προμήθειες για 3 μέρες: φαγητό, νερό, κρασί, μπύρες κι από έναν μικρό σάκο μόνο με τα απαραίτητα για τον καθένα. Πατάμε το πόδι μας στο νησί, παθαίνει κάποια βλάβη ένα από τα οχήματα, παίζουμε βόλεϋ περιμένοντας να φέρουν κάποιο άλλο στη θέση του και γνωριζόμαστε καλύτερα με τα μέλη της ομάδας μας με τα οποία είχαμε ευτυχώς πολύ καλή χημεία: στην παρέα μας προστέθηκαν τρεις Βρετανοί, δυο εκ των οποίων είχαν αναλάβει την οδήγηση και που μας έκαναν να ξεραινόμαστε στο γέλιο με το βρετανικό τους χιούμορ, μια Μεξικάνα και μια Ινδή που επιθυμούσε να την φωνάζουμε Ash (προφέραμε πάντα το «σ» όσο πιο παχύ γίνεται για ευνόητους λόγους). Ένας από τους οδηγούς πήρε την πρωτοβουλία να δώσει στο γκρουπ μας το όνομα τιμ-ταμ, εμπνευσμένος από τις αγαπημένες του γκοφρέτες και κάπως έτσι μπήκαμε στα άδυτα του νησιού καθώς ταρακουνιόμασταν πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, εξαιτίας του ανώμαλου εδάφους, περικυκλωμένοι από δέντρα.
Στο φέρυ:
Φτάνοντας:
Πρώτος προορισμός η λίμνη Wabby, η οποία συνορεύει με δάσος ευκαλύπτων από τη μια πλευρά και με έναν τεράστιο αμμόλοφο από την άλλη. Κατεβαίνουμε από τα οχήματά μας κι ακολουθούμε μια από τις διαδρομές που οδηγούν στην λίμνη και που περνούν μέσα από την βλάστηση του νησιού. Μετά από μια ώρα περίπου φτάνουμε με τον Πορτογάλο και τον Ολλανδό στον αμμόλοφο (παντού σχεδόν φτάναμε πρώτοι-πρώτοι, δεν κρατιόμασταν), πετάμε τους σάκους κάτω, αρχίζουμε να τρέχουμε πάνω-κάτω σαν πεντάχρονα και μετά κατηφορίζουμε προς την λίμνη, πετάμε και τα ρούχα μας και βουτάμε στα πρασινωπά νερά της. Παίρνουμε την μπάλα μας που θα γινόταν μια από τις μασκότ της εκδρομής, παίζουμε βόλεύ όλοι μαζί, τσαλαβουτάμε από ‘δω κι από ‘κει κι αφού παγώσαμε τελείως ξαπλώσαμε στην άμμο για να ξεκουραστούμε και να στεγνώσουμε.
Μετά από λίγες ώρες πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής και κατευθυνθήκαμε στο κάμπινγκ μας περνώντας από την 75-mile beach, την τεράστια παραλία που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του νησιού. Εκεί κάναμε μια στάση στο ναυάγιο Maheno (= νησί στη γλώσσα των Μαορί) που ξέβρασε στην ακτή ένας κυκλώνας το 1935.
Οι οδηγοί έπρεπε να κάνουν ελιγμούς για ν' αποφεύγουν τους «δρομείς», the runners, δηλαδή το θαλασσινό νερό που έφτανε στην ακτή και που μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στο βανάκι μας, καθώς και να προσέχουν γι’ αεροπλάνα που μπορεί να προσγειώνονταν στην παραλία, αλλά οι υπόλοιποι μην έχοντας τέτοιες έγνοιες κοιτούσαμε τον ωκεανό και τους ψαράδες και φυσικά δεν πέρασε από κανενός τον νου να βουτήξει γιατί πέρα από τα επικίνδυνα θαλάσσια ρεύματα, στα νερά συχνάζουν πολλοί καρχαρίες.
Φτάσαμε στην κατασκήνωση λίγο πριν νυχτώσει, βάλαμε τους υπνόσακους μέσα στη μεγάλη σκηνή μας, χωρητικότητας 8 ατόμων κι αρχίσαμε να μαγειρεύουμε το βραδινό μας. Αφού φάγαμε, καθαρίσαμε αμέσως, πετάξαμε τα υπολλείματα σε μεγάλους κάδους κι ασφαλίσαμε ότι φαγώσιμο είχε απομείνει μέσα στο αυτοκίνητο, μαζί με τα αποσμητικά και τα καλλυντικά μας. Οι περισσότεροι κάθισαν γύρω από τη μεγάλη φωτιά στο κέντρο του κάμπινγκ, ενώ κάποιοι πήραμε από μια μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας κι ακολουθήσαμε το μονοπάτι που οδηγούσε στην παραλία φωτίζοντας με έναν μικρό φακό για να βλέπουμε στο απόλυτο σκοτάδι. Μόλις φτάσαμε στην παραλία τεράστια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν μεμιάς σε ολονών τα πρόσωπα αντικρύζοντας τον ξάστερο ουρανό έχοντας ως μοναδική μουσική υπόκρουση τα κύματα που έσκαγαν με δύναμη λίγα μέτρα από τα πόδια μας. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον και τα κορμιά μας φαίνονταν μαύρα μπροστά από το έναστρο στερέωμα - αυτό ήταν που όριζε το περίγραμμα των σωμάτων μας θυμίζοντάς μου σκηνή από ταινία:
Camping:
Το μεγάλο φαγοπότι:
Την επόμενη μέρα μετά το τελετουργικό «βάρβαρο ξύπνημα, ρίχνω νερό στα μούτρα μου να συνέλθω, ορμάω στο πρωϊνό» σειρά είχε το Eli Creek, το μεγαλύτερο ρυάκι γλυκού νερού στο νησί που ξεπετάξαμε στα γρήγορα για να κατευθύνθουμε στο Indian Head, το ανατολικότερο από τα 3 μόλις συμπλέγματα βράχων του Fraser Island που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της 75-mile beach. Το μέρος ονομάστηκε έτσι από τον James Cook γιατί περνώντας από εκεί στις 19 Μαϊου του 1770 είδε μερικούς Αβορίγινες μαζεμένους στην κορυφή του. 240 χρόνια μετά το επισκεφτήκαμε εμείς για να απολαύσουμε τη θέα και τόσο πολύ μας άρεσε που χάσαμε τους υπόλοιπους που είχαν στο μεταξύ κατέβει και πήγαιναν ποδαράτο στον επόμενο προορισμό της ημέρας. Βρήκαμε έναν από τους οδηγούς που περίμενε πίσω στο αυτοκίνητο και μας έδειξε ποιο μονοπάτι να πάρουμε για να τους βρούμε. Ξανά λοιπόν, άμμο πήραμε, άμμο αφήσαμε και φτάσαμε στο Champagne Pools, το μοναδικό μέρος στο νησί που μπορεί κάποιος να βουτήξει στη θάλασσα. Βράχια έχουν κλείσει ένα πολύ μικρό κομμάτι της ακτής, σχηματίζοντας δυο μικρές φυσικές πισίνες και καθώς σκάει το κύμα στα βράχια, αφρός που μοιάζει με αυτόν της σαμπάνιας σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού. Περάσαμε λίγες ωρίτσες κι εκεί περιμένοντας κάθε φορά με ανυπομονησία τα κύματα «νατο!νατο!» «να κι ένα μεγάλο!» «έρχεται!» «μπλουμ» που μας παρέσερναν με φόρα πίσω στην ακτή και φτου κι απ΄την αρχή ξαναπλησιάζαμε τα βράχια και περιμέναμε το επόμενο παίζοντας με τις μπουρμπουλήθρες. Πριν βραδιάσει πήραμε τον δρόμο της επιστροφής περπατώντας για καμιά ώρα κατά μήκος της παραλίας καθώς ο οδηγός μας εντόπιζε φάλαινες στο βάθος που ποτέ δεν προλαβαίναμε να δούμε. Μέχρι να τις πάρουμε χαμπάρι, είχαν εξαφανιστεί. Φτάνουμε στα οχήματα που είχαν κολλήσει στην άμμο. Σκάβουμε και σπρώχνουμε κι αφού καταφέραμε να τα ξεκολλήσουμε, επιστροφή στην κατασκήνωση όπου πτώματα από την κούραση και την πείνα ετοιμαστήκαμε για το μεγάλο φαγοπότι Νο2 και άραγμα γύρω απ’τη φωτιά. Δυστυχώς εκείνο το βράδυ είχε συννεφιά και δεν είχαμε για δεύτερη φορά την τύχη να δούμε τον πανέμορφο ουρανό που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ.
Πηγαίνοντας στο Eli Creek:
Στο Indian Head:
View attachment afarm3.static.flickr.com_2325_5706025544_a0a3d8d966.jpg
Πηγαίνοντας προς Champagne Pools:
Champagne Pools:
Ξημέρωσε και η τρίτη μέρα, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και μπρος για την λίμνη Allom ή αλλιώς Turtle lake που στα μαύρα νερά της ζουν πολλές μικρές χελώνες. Εκεί είδαμε και την χελώνα Darth Vader:
Λίμνη Allom:
Στο δρόμο για τον τελευταίο μας προορισμό, τη λίμνη Birrabeen, είδαμε κι ένα ντίνγκο ενώ ο Πορτογάλος παραληρούσε «θέλω ένα ντίνγκο, είναι τόσο χαριτωμένα!» για να λάβει στραβές ματιές από τους υπόλοιπους.
Φτάνοντας στη λίμνη, κάποιοι πήγαμε στην τουαλέτα που βρισκόταν ένα δεκάλεπτο μακριά προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά βγαίνοντας συνειδητοποίησα πως είχα μείνει μόνη. Περπατάω, περπατάω, περπατάω προς την κατεύθυνση όπου υποτίθεται πως ήταν η λίμνη, πέρασε κάνα μισάωρο μα λίμνη δεν έβλεπα. Ως συνήθως είχα χαθεί (κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ) και γυρνώντας ξανά πίσω βλέπω πως το μονοπάτι ήταν ακριβώς εκεί που είχαμε παρκάρει αλλά δεν το είχα προσέξει. Βρίσκω τους υπόλοιπους «αχά!και νομίσαμε πως σ’έφαγε κανένα ντίνγκο» και η προσοχή μου στρέφεται αμέσως στα πεντακάθαρα νερά της λίμνης που ήταν όλη δική μας (είναι λιγότερο δημοφιλής από τη λίμνη McKenzie-όπου τώρα περιόρισαν τον αριθμό των ημερήσιων επισκεπτών). Προς μεγάλη μου έκπληξη ήμουν από τους ελάχιστους που βούτηξαν-μα πώς κρατιούνται...
Έφτασε η ώρα να φύγουμε κι από ‘κει κι αφού ξαναπήραμε το φέρυ, επιστρέψαμε στο Hervey Bay, ανασυγκροτηθήκαμε, αποχαιρετήσαμε τους συνταξιδιώτες του τελευταίου τριημέρου και το βράδυ είμασταν στον σταθμό περιμένοντας το νυχτερινό λεωφορείο με το οποίο θα φτάναμε το επόμενο πρωϊ στην Airlie Beach: την βάση μας πριν τα νησιά Whitsundays, όπου θα γυρνοβολάγαμε για τρεις μέρες και θα "νοικιάζαμε" το ολόδικό μας νησί για μια μέρα.
Attachments
-
5,8 KB Προβολές: 74