StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 367
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Στην παρέα είχαμε και έναν κουμπάρο, καταπληκτικό τύπο, έξω καρδιά, καλοφαγά, και ως εκ τούτου αρκούντως απαιτητικό στο τραπέζι. Σε κάθε ταβέρνα που πηγαίναμε, απολάμβανε το πολύ καλό, κατά γενική ομολογία, φαγητό. Μας σερβίριζαν κοψίδια, πίττες, και βεβαίως και την περιβόητη γραβιέρα.
Κάποτε, στο Ελμπασάν, η γραβιέρα τελείωσε, προς γενική δυσαρέσκεια όλων.
Ο κουμπάρος ανέλαβε να διευθετήσει το θέμα
Συνηθισμένος από τα δικά μας, κάλεσε το παιδί του ταβερνιάρη.
"Κολίγα" του 'πε "πιάσε 2-3 γραβιέρες ακόμα" και έδειξε τα άδεια πιάτα.
"' Οχι... όχι..." αρνήθηκε το παιδί και έκανε δυο-τρία βήματα πίσω, κατά τα ενδότερα της κουζίνας
Χύθηκε ξωπίσω του ο κουμπάρος, κρατώντας το πιάτο με ένα απειροελάχιστο ίχνος γραβιέρας.
Από κοντά και ο ξεναγός.
Στα μισά εμφανίστηκε ένας βλοσυρός ταβερνιάρης.
"Γραβιέρα" του 'πε ο δικός μας και του προέτεινε το άδειο πιάτο
"Δεν έφαγες?" ρώτησε ο ταβερνιάρης
"΄Εφαγα... ε, και?" αυθαδίασε ο κουμπάρος και έβγαλε από την τσέπη του διάφορα νομίσματα "θα σε πληρώσω..."
"΄Οχι κολίγα, έφαγες, φτάνει. Τόσο σου πρέπει. Αν φας κι άλλη μερίδα, θα λείψει από κάποιον άλλον"
Η λογική μας άφησε άφωνους.
Μουτρωμένοι πήραμε το δρόμο για το λεωφορείο. Στην πόρτα μάς περίμενε η κυρά του ταβερνιάρη.
"Για το δρόμο" είπε και μας έδωσε μια μεγάλη τσάντα με ψωμί ζυμωτό, μήλα και ωωωω!!! ανάσταση, ένα μεγάλο κομμάτι γραβιέρας.
Πήγαμε να την πληρώσουμε, αλλά δεν δέχθηκε.
"Δεν το πουλάμε, το προσφέρουμε από το δικό μας" χαμογέλασε και μας κούνησε το χέρι του αποχαιρετισμού.
Αυτή είναι η ψυχή των γειτόνων μας.
Στο λεωφορείο έγινε η Σύνοδος τους Ελμπασάν. Μετρήθηκαν κεφάλια και η γραβιέρα ευλαβικά χωρίστηκε σε ίσα κομμάτια. Τόσο μας έπρεπε.
Η παραγωγή της γραβιέρας, στην πλειονότητά της, πήγαινε για εξαγωγή.
Το ίδιο και τα μήλα.
Βλέπαμε πολύ όμορφα μήλα στα δέντρα, τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε ούτε στο τραπέζι μας, ούτε στις αγορές. Μας σερβίριζαν κάτι βλογιοκομμένα και μίζερα, γιατί τα καλά, έπαιρναν το δρόμο των εξαγωγών.
Κανείς δεν παραπονιόταν. Μάθαμε να μην το κάνουμε κι εμείς.
Αρχίσαμε την κατηφόρα για την πεδιάδα της Κορυτσάς.
Στο ίσωμα ένας παππούς πάτησε τις φωνές.
"Εδώ σταμάτα" είπε στον οδηγό.
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε όλοι, γιατί τόσες μέρες δεν είχε βγάλει λέξη από το στόμα του. ΄Ηταν σαν να μην υπήρχε.
"Δεν έχει στάση εδώ" είπε ο ξεναγός.
"Εδώ!!!!" φώναζε ο παππούς και χτύπαγε με τις γροθιές του την πόρτα.
Το λεωφορείο σταμάτησε και ο παππούς έτρεχε δεξιά κι αριστερά σαν αλαλιασμένος.
Μόλις έδειξε ότι βρήκε αυτό που έψαχνε έπεσε στα τέσσερα, στο χώμα.
Με τα νύχια του άρχισε να σκάβει το έδαφος.
"Γιάννη!!!" φώναζε και έσκαβε
"Θοδωρή!!!" έκλαιγε και έσκαβε
"Νικόλα!!!" ούρλιαζε και έσκαβε
"Πού είσαστε? ΄Ηρθα!!!"
Αποσβολωμένοι παρακολουθούσαμε τον θρήνο του
"Ψάχνει τους συντρόφους του από τον πόλεμο" τραύλισε ένας ηλικιωμένος και έβγαλε με σεβασμό το κασκέτο που φορούσε.
Ο ξεναγός έντρομος πετάχτηκε να τον σταματήσει.
Τον σβέρκωσε ο κουμπάρος και τον καθήλωσε στη θέση του.
Κάτι πήγε να πει και του κλείσανε το στόμα.
Ο παππούς απόκαμε και έπεσε στ΄ ανασκαμμένα χώματα.
"Εδώ σας έβαλα" ψιθύριζε "εδώ... με τα ίδια μου τα χέρια... πού πήγατε? πού σας πήγαν...."
Πλησιάσαμε τον παππού και γονατίσαμε κι εμείς μαζί του, κλαίγοντας.
Ο ξεναγός μονάχος τραύλιζε "Θα πάω φυλακή... θα πάω φυλακή... μην μου το κάνετε αυτό.. κι εγώ έλληνας είμαι...." ΄
Απ΄ εκείνη τη στιγμή και μετά, κόπηκε μαχαίρι η κατηχητική προπαγάνδα.
Φτάσαμε στην Κορυτσά
Κάποτε, στο Ελμπασάν, η γραβιέρα τελείωσε, προς γενική δυσαρέσκεια όλων.
Ο κουμπάρος ανέλαβε να διευθετήσει το θέμα
Συνηθισμένος από τα δικά μας, κάλεσε το παιδί του ταβερνιάρη.
"Κολίγα" του 'πε "πιάσε 2-3 γραβιέρες ακόμα" και έδειξε τα άδεια πιάτα.
"' Οχι... όχι..." αρνήθηκε το παιδί και έκανε δυο-τρία βήματα πίσω, κατά τα ενδότερα της κουζίνας
Χύθηκε ξωπίσω του ο κουμπάρος, κρατώντας το πιάτο με ένα απειροελάχιστο ίχνος γραβιέρας.
Από κοντά και ο ξεναγός.
Στα μισά εμφανίστηκε ένας βλοσυρός ταβερνιάρης.
"Γραβιέρα" του 'πε ο δικός μας και του προέτεινε το άδειο πιάτο
"Δεν έφαγες?" ρώτησε ο ταβερνιάρης
"΄Εφαγα... ε, και?" αυθαδίασε ο κουμπάρος και έβγαλε από την τσέπη του διάφορα νομίσματα "θα σε πληρώσω..."
"΄Οχι κολίγα, έφαγες, φτάνει. Τόσο σου πρέπει. Αν φας κι άλλη μερίδα, θα λείψει από κάποιον άλλον"
Η λογική μας άφησε άφωνους.
Μουτρωμένοι πήραμε το δρόμο για το λεωφορείο. Στην πόρτα μάς περίμενε η κυρά του ταβερνιάρη.
"Για το δρόμο" είπε και μας έδωσε μια μεγάλη τσάντα με ψωμί ζυμωτό, μήλα και ωωωω!!! ανάσταση, ένα μεγάλο κομμάτι γραβιέρας.
Πήγαμε να την πληρώσουμε, αλλά δεν δέχθηκε.
"Δεν το πουλάμε, το προσφέρουμε από το δικό μας" χαμογέλασε και μας κούνησε το χέρι του αποχαιρετισμού.
Αυτή είναι η ψυχή των γειτόνων μας.
Στο λεωφορείο έγινε η Σύνοδος τους Ελμπασάν. Μετρήθηκαν κεφάλια και η γραβιέρα ευλαβικά χωρίστηκε σε ίσα κομμάτια. Τόσο μας έπρεπε.
Η παραγωγή της γραβιέρας, στην πλειονότητά της, πήγαινε για εξαγωγή.
Το ίδιο και τα μήλα.
Βλέπαμε πολύ όμορφα μήλα στα δέντρα, τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε ούτε στο τραπέζι μας, ούτε στις αγορές. Μας σερβίριζαν κάτι βλογιοκομμένα και μίζερα, γιατί τα καλά, έπαιρναν το δρόμο των εξαγωγών.
Κανείς δεν παραπονιόταν. Μάθαμε να μην το κάνουμε κι εμείς.
Αρχίσαμε την κατηφόρα για την πεδιάδα της Κορυτσάς.
Στο ίσωμα ένας παππούς πάτησε τις φωνές.
"Εδώ σταμάτα" είπε στον οδηγό.
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε όλοι, γιατί τόσες μέρες δεν είχε βγάλει λέξη από το στόμα του. ΄Ηταν σαν να μην υπήρχε.
"Δεν έχει στάση εδώ" είπε ο ξεναγός.
"Εδώ!!!!" φώναζε ο παππούς και χτύπαγε με τις γροθιές του την πόρτα.
Το λεωφορείο σταμάτησε και ο παππούς έτρεχε δεξιά κι αριστερά σαν αλαλιασμένος.
Μόλις έδειξε ότι βρήκε αυτό που έψαχνε έπεσε στα τέσσερα, στο χώμα.
Με τα νύχια του άρχισε να σκάβει το έδαφος.
"Γιάννη!!!" φώναζε και έσκαβε
"Θοδωρή!!!" έκλαιγε και έσκαβε
"Νικόλα!!!" ούρλιαζε και έσκαβε
"Πού είσαστε? ΄Ηρθα!!!"
Αποσβολωμένοι παρακολουθούσαμε τον θρήνο του
"Ψάχνει τους συντρόφους του από τον πόλεμο" τραύλισε ένας ηλικιωμένος και έβγαλε με σεβασμό το κασκέτο που φορούσε.
Ο ξεναγός έντρομος πετάχτηκε να τον σταματήσει.
Τον σβέρκωσε ο κουμπάρος και τον καθήλωσε στη θέση του.
Κάτι πήγε να πει και του κλείσανε το στόμα.
Ο παππούς απόκαμε και έπεσε στ΄ ανασκαμμένα χώματα.
"Εδώ σας έβαλα" ψιθύριζε "εδώ... με τα ίδια μου τα χέρια... πού πήγατε? πού σας πήγαν...."
Πλησιάσαμε τον παππού και γονατίσαμε κι εμείς μαζί του, κλαίγοντας.
Ο ξεναγός μονάχος τραύλιζε "Θα πάω φυλακή... θα πάω φυλακή... μην μου το κάνετε αυτό.. κι εγώ έλληνας είμαι...." ΄
Απ΄ εκείνη τη στιγμή και μετά, κόπηκε μαχαίρι η κατηχητική προπαγάνδα.
Φτάσαμε στην Κορυτσά
Attachments
-
94,2 KB Προβολές: 297