Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.209
- Likes
- 25.745
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Τρίτη 10/1/2017
Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα τούτο το επίσης ηλιόλουστο αλλά παγωμένο πρωινό στην Ουγγρική πρωτεύουσα. Ο "τραυματίας" πονούσε και φυσικά ήταν αδύνατον να πατήσει το πόδι του. Τρώγοντας μελαγχολικοί το πρωινό μας συζητούσαμε τις επιλογές που είχαμε δεδομένης της νέας κατάστασης πραγμάτων που είχε διαμορφωθεί.
Ο σύζυγος επέμενε:-" Εσείς θα βγείτε τη βόλτα σας και εγώ θα μείνω αραχτός στον καναπέ συνεχίζοντας τη φαρμακευτική μου αγωγή και το απόγευμα θα είμαι καλύτερα".
- " Εντάξει θα βγούμε, αλλά θα ξαναπάμε στη Βούδα, να κάνουμε την ίδια βόλτα που κάναμε όλοι μαζί χθες βράδυ, να βγάλουμε φωτογραφίες με το φως του ήλιου και θα επιστρέψουμε να πάμε όλοι μαζί για φαγητό. Έτσι δε θα χάσεις κάποιο νέο προορισμό, απλώς δε θα δεις τη Βούδα και μέρα. Αυτή ήταν η πρόταση και έγινε δεκτή από όλους μας".
Ξεκινήσαμε με τον γιο μου την εξόρμησή μας, αλλά πρώτα έπρεπε να αλλάξουμε χρήματα, γιατί το συνάλλαγμα που είχαμε πάρει μαζί μας από Ελλάδα για τα πρώτα έξοδα είχε σχεδόν τελειώσει. Είχαμε πληροφορίες από πολύ έγκυρη πηγή ότι το ανταλλακτήριο με τις καλύτερες ισοτιμίες βρίσκεται στην οδό Anker köz 2-4 και λέγεται IBLA International Kft. http://www.iblachange.hu
Αν και απείχε γύρω στα 10΄ με τα πόδια από το διαμέρισμα επιλέξαμε το metro εξοικονομώντας δυνάμεις γιατί μας περίμενε πολύωρη περιπλάνηση στην καστροπολιτεία της Βούδα. Κατεβήκαμε στην Deák Ferenc tér, αλλάξαμε τα χρήματα και με την ευκαιρία που βρεθήκαμε εκεί κάναμε μια βόλτα σε μια μικρή υπαίθρια αγορά με κιόσκια, τα οποία είχαν φαγητό και σουβενίρ. Τσεκάραμε τις τιμές στα μαγαζάκια με τα σουβενίρ για να πάρουμε μια ιδέα και να έχουμε μέτρο σύγκρισης με τις τιμές της κλειστής αγοράς, την οποία είχαμε στα προσεχή σχέδιά μας.
Anker Koz
Πήραμε το λεωφορείο 16 το οποίο ξεκινάει από την Deák Ferenc tér με προορισμό την Bécsi kapu tér αρχή της σημερινής μας περιπλάνησης στη Βούδα. Μετά από διαδρομή 20-30 λεπτών με 6 ενδιάμεσες στάσεις φτάσαμε στον προορισμό μας και κατεβήκαμε. Ο λαμπρός ήλιος μας υποδέχτηκε και σ’ αυτήν τη μικρή πλατεία, ενώ το χιόνι είχε σχεδόν λιώσει, όχι παντού αλλά σε αρκετά σημεία. Το κρύο σταθερά πολυυυυυύ τσουχτερό!!
Τα πρώτα αξιοθέατα που ήρθαμε να δούμε εδώ είναι η Porta di Vienna, η Λουθηρανική Εκκλησία και το National Archives of Hungary.
Λίγα βήματα πιο πέρα στην Kapisztrán tér βρίσκεται η εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής και από εδώ αρχίζει η οδός των Λόρδων (Úri utca).
Σε αυτόν τον δρόμο βρίσκονται μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης. Σχεδόν όλα έχουν κάποιο γοτθικό απομεινάρι. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν το 1686 αλλά και το 1944. Με την ανοικοδόμηση του 1950-1960 απέκτησαν ξανά τη μεσαιωνική τους όψη. Το κτίριο για παράδειγμα στον αριθμό 53 ξαναχτίστηκε από το 1701-1722 ως μονή Φραγκισκανών και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Το 1873 τοποθετήθηκε μπροστά από το κτίριο ένα άγαλμα, πιστό αντίγραφο του αγάλματος της Αρτέμιδας του Πραξιτέλη.
Συνεχίζοντας την πορεία μας σ’ αυτόν τον καταπληκτικό δρόμο την προσοχή μας τράβηξαν και άλλα όμορφα κτίρια.
Το κτίριο στον αριθμό 49 είναι το μουσείο τηλεφώνου
Στον αριθμό 31 άλλο ένα κτίριο εξαιρετικό δείγμα γοτθικής πρόσοψης
Στον Λαβύρινθο δεν μπήκαμε, αλλά μάθαμε ότι το υπόγειο αυτό τούνελ είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί πάνω από 10.000 ανθρώπους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο τον χειμώνα του 1944-45. Σήμερα προσφέρει στιγμές διασκέδασης σε όσους τουρίστες επιλέγουν να τον επισκεφτούν.
Φτάσαμε στην Szentháromság tér δηλαδή, στο διασημότερο και ωραιότερο σημείο της Βούδα. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς φτάνοντας εδώ?
Την εκκλησία του Ματθαίου, τον προμαχώνα των Ψαράδων, το άγαλμα του Στεφάνου, τα γύρω κτίρια, την ανεμπόδιστη θέα σε ολόκληρη την Πέστη και τον Δούναβη? Άλλες εικόνες ξεδιπλώθηκαν στο φως της μέρας μπροστά στα μάτια μας.
Γρήγορα ανεβήκαμε τα σκαλιά του πρώτου δεξιά Πύργου για να απολαύσουμε το υπερθέαμα. Δε χορταίναμε να τραβάμε φωτογραφίες και να γεμίζουμε τα μάτια μας με εικόνες, εικόνες, εικόνες!
Ο προμαχώνας των Ψαράδων λοιπόν, με τη θέα που προσφέρει στην Πέστη μας κράτησε πολύ ώρα απασχολημένους, ανεβοκατεβαίνοντας από Πύργο σε Πύργο. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε, αφού χτίστηκε για διακοσμητικούς λόγους από τον Σούλεκ, διαθέτοντας 7 Πύργους με απότομες σκάλες, που ο καθένας συμβολίζει μια από τις 7 φυλές των Μαγυάρων που ήρθαν στην Ουγγαρία και εξυπηρετούσε τη συντεχνία των ψαράδων. Πραγματικά μοιάζει σαν κτίριο βγαλμένο από παραμύθι. Εδώ τον μεσαίωνα υπήρχε ψαραγορά, από αυτήν άλλωστε πήρε και το όνομά του. Μπροστά του βρίσκεται το άγαλμα του ισχυρού μονάρχη Στεφάνου, ο οποίος επέβαλε τον Καθολικισμό στους υπηκόους του και από την κορυφή του φαίνονται το νησί της Μαργαρίτας, η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, το Κοινοβούλιο, η γέφυρα των Αλυσίδων κ.α
Απορώ πραγματικά πώς το παιδί μου δεν έχασε τα χέρια του σ’ αυτό το ταξίδι, αφού δε σταμάτησε λεπτό να τραβά φωτογραφίες, με ό,τι μέσο διέθετε: φωτογραφική μηχανή, go pro, κινητό. Εγώ 3 φωτογραφίες κατάφερνα να τραβήξω και μετά δεν άντεχα άλλο το κρύο, τα χέρια μου κοκάλωναν, φορούσα αμέσως τα γάντια και γρήγορα τα έχωνα στις τσέπες του μπουφάν.
Του αξίζουν πραγματικά συγχαρητήρια για το κουράγιο και την επιμονή του και όλο το φωτογραφικό υλικό αυτής της ιστορίας είναι δικό του έργο και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό!!
Η εκκλησία του Ματθαίου ή εκκλησία της Κυράς με τα πολύχρωμα κεραμίδια της στέγης είναι επίσης πόλος έλξης για τους επισκέπτες που καταφτάνουν εδώ. Είναι ουσιαστικά η καρδιά της περιοχής του Κάστρου. Χτίστηκε τον 13ο αι. και ανακαινίστηκε πολλές φορές, ανάλογα με το στυλ της κάθε εποχής. Πήρε το όνομά της από τον βασιλιά Ματθαίο φυσικά, ο οποίος ήταν προστάτης των τεχνών και της διαφώτισης. Οι Τούρκοι μετέτρεψαν τον ναό σε τζαμί και οι εκκλησιαστικοί θησαυροί στάλθηκαν από τους Οθωμανούς στην Μπρατισλάβα. Επίσης αλλοίωσαν ή κάλυψαν τα ψηφιδωτά που στόλιζαν το εσωτερικό του ναού. Μετά την αποχώριση των Τούρκων έγινε αναστύλωση της εκκλησίας σε στυλ μπαρόκ. Εδώ ενθρονίστηκαν ανά τους αιώνες οι Ούγγροι Βασιλιάδες και εδώ επίσης φυλάσσεται η πανοπλία του Matthias Corvinus. Ακριβώς δίπλα στην εκκλησία βρίσκεται και το ξενοδοχείο Hilton το οποίο καταλαμβάνει ένα ολόκληρο τετράγωνο της περιοχής.
Γύρω από την πλατεία συναντήσαμε διάφορα γνωστά καφέ και εστιατόρια όπως: το Cafe Miró, το Ιταλικό εστιατόριο Jamie's Italian Budapest και το Ruszwurm Cafe-ζαχαροπλαστείο, στο οποίο καταφύγαμε για λίγη ζεστασιά τρώγοντας νόστιμα γλυκάκια και πίνοντας ζεστό τσαγάκι για να πάρουμε δυνάμεις για τη συνέχεια.
Για καλή μας τύχη εκείνη την ώρα δεν είχε πολύ κόσμο να περιμένει στην ουρά για μια πάστα και μάλιστα μόλις μπήκαμε έφευγε ένα ζευγάρι από τη μέσα αίθουσα και καθίσαμε στον καναπέ παραγγέλνοντας αμέσως. Ό,τι δοκιμάσαμε ήταν ωραίο και ο λογαριασμός μας ξάφνιασε ευχάριστα γιατί ήταν όλα πολύ οικονομικά.
Ανανεωμένοι, έχοντας απορροφήσει αρκετή δόση ζέστης για να αντέξουμε τη συνέχεια, βγήκαμε πάλι έξω στο ψοφόκρυο, αλλά βρε παιδί μου, όσο κρύο και να έκανε, μόλις βρισκόσουν σ’ αυτό το μαγικό μέρος, όλα σε γαλήνευαν και σε ηρεμούσαν και το μόνο που ήθελες να κάνεις ήταν να συνεχίσεις το περπάτημα, προς κάθε κατεύθυνση μη τυχόν και σου ξεφύγει κάτι χωρίς να το δεις.
Κάπως έτσι μπορεί να μαγεύτηκε και ο Βασιλιάς Bela ο Δ΄ και έχτισε εδώ το βασιλικό του Ανάκτορο, στην κορυφή των προστατευμένων λόφων της Βούδα. Ή μήπως ήταν στρατηγικής σημασίας ο λόγος που τον ανάγκασε να το κάνει αυτό? Μάλλον η δεύτερη εκδοχή μου φαίνεται επικρατέστερη, αφού η εισβολή των Τατάρων τον 13ο αι. τον ανάγκασαν να ενισχύσει τα πέτρινα τείχη γύρω από τις πόλεις.
Το 1361 η Βούδα έγινε πρωτεύουσα της Ουγγαρίας παίζοντας πολύ σημαντικό πολιτιστικό ρόλο, επί βασιλείας Ματία Κορβίνου, αφού η Βιβλιοθήκη της διέθετε τη σημαντικότερη συλλογή ιστορικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων στην Ευρώπη και ήταν δεύτερη σε μέγεθος μετά τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Εδώ στη Βούδα, τυπώθηκε το 1473 (σε μια πόλη 5.000 κατοίκων) το πρώτο Ουγγρικό βιβλίο (Τα χρονικά της Βούδα). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία όμως έμελλε να αλλάξει το μέλλον της Ουγγαρίας, αφού διέκοψε την ανάπτυξη των πόλεων που έπεσαν στα χέρια της. Στους Τούρκους πάντως οφείλεται η κατασκευή των λουτρών Rudas Thermal Bath και Király Thermal Bath, τα οποία λειτουργούν μέχρι σήμερα.
Μετά τους Τούρκους ήρθαν οι Αψβούργοι, οι οποίοι κάνοντας συνεχώς επιδρομές, εκτός από την Πέστη κατάφεραν να κατακτήσουν και τη Βούδα, παραμένοντας βασιλείς της Ουγγαρίας. Ο 19ος αι. χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα των Ούγγρων για ανεξαρτησία ενάντια στους Αψβούργους, αλλά η προσπάθεια καταπνίγηκε. Με τη σύσταση της Αυστροουγγαρίας η Βουδαπέστη έγινε πλέον πρωτεύουσα της μοναρχίας και έτσι ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος ανάπτυξης που κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεχίσαμε το περπάτημα και ακριβώς στο σημείο που τελειώνει η Úri utca και αρχίζει η Dísz tér, δεξιά υπάρχει ένα στενό δρομάκι που λέγεται Móra Ferenc utca
Αυτό είναι το δρομάκι δεξιά
Διασχίζοντας λοιπόν αυτό το δρομάκι βγήκαμε στην οδό Tóth Árpád sétány, τον δρόμο που ακολουθεί τη γραμμή του τείχους του Κάστρου και καταλήγει στην Dísz tér. Άλλος ένας πανέμορφος ήσυχος δρόμος με ωραία αρχοντικά σπίτια από τη μια πλευρά και άπλετη θέα προς την Πέστη και το ποτάμι από την άλλη, κατάφυτος από πανύψηλα δέντρα και πλακόστρωτος. Φαντάζομαι πόσο όμορφα θα είναι εδώ την άνοιξη, που όλα τα δέντρα και τα φυτά θα είναι καταπράσινα, να κάνεις τον περίπατό σου αγναντεύοντας το τοπίο!
Ακολουθώντας την οδό Szent György βρεθήκαμε στο Sándor Palace, το Προεδρικό Μέγαρο. Για καλή μας τύχη εκείνη την ώρα γινόταν αλλαγή φρουράς συνοδεία τυμπανοκρουσιών και χαζέψαμε για λίγη ώρα το θέαμα.
Εδώ επίσης καταλήγει και το τελεφερίκ από την Clark Ádám tér και είναι το σημείο που χθες βράδυ αντιμετωπίσαμε το μεγάλο δίλημμα της επιστροφής μας στο σπίτι, με τον τραυματισμένο συνταξιδιώτη μας.
Αυτή τη φορά, δεν περάσαμε την Πύλη για να κατέβουμε τα σκαλάκια και να βρεθούμε στον προαύλιο χώρο του Παλατιού, αλλά συνεχίσαμε ευθεία, φτάνοντας στην πίσω αυλή, θαυμάζοντας το μεγαλόπρεπο κτίριο με τον τεράστιο όγκο και τα επίσης τεράστια αγάλματα που το πλαισιώνουν.
Περνώντας μια αψίδα με μαρμάρινα λιοντάρια να τη φρουρούν,
βγήκαμε σε μια άλλη εσωτερική αυλή.
Διασχίζοντας μια τρίτη αψίδα πλαισιωμένη και αυτή με ογκώδη γλυπτά καταλήξαμε στον μπροστινό χώρο του Παλατιού.
Όλη η Πέστη απλώθηκε μπροστά μας για ακόμη μια φορά. Δεν ξέρω πόσος χρόνος χρειάζεται για να χορτάσει κάποιος όλες αυτές τις εικόνες με τις οποίες βομβαρδίζονται ανελέητα τα μάτια του, όπου και να κοιτάξουν. Αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω....παντού υπάρχουν οπτικά ερεθίσματα! Είμαι σίγουρη πάντως πως ένας ταξιδιώτης των 4 ή 5 ημερών στην πόλη, δεν προλαβαίνει να χορτάσει και να χωνέψει όλο αυτό το υπερθέαμα που του προσφέρεται απλόχερα, κάνοντας μόνο μια απλή βόλτα στους λόφους, στα Κάστρα και στα Παλάτια της.
Στο κέντρο του τεράστιου αυλόγυρου δεσπόζει το άγαλμα του Prince Eugene of Savoy, ο οποίος ήταν στρατιωτικός των Αψβούργων. Το Παλάτι φιλοξενεί την Εθνική Πινακοθήκη, η οποία στεγάζει συλλογή Ουγγρικής Τέχνης, από τον μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αι., και το Ιστορικό Μουσείο με συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων της Βούδας από τη Ρωμαϊκή εποχή μέχρι τον 13ο αι.
Το Κάστρο της Βούδας έχει ανακηρυχθεί από το 1987 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και οι αιώνες που πέρασαν από πάνω του έβαλαν τη σφραγίδα τους με καταστροφές, πυρκαγιές, κατεδαφίσεις, επεκτάσεις, με τελευταίες πληγές αυτές που υπέστη το συγκρότημα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντως από τη δεκαετία του ΄50 που άρχισαν οι αποκαταστάσεις, το Παλάτι επανήλθε σε όλο του το μεγαλείο και τη μεγαλοπρέπεια που εμείς θαυμάζουμε σήμερα.
Απορροφημένοι από το μεγαλείο και την ιστορία του οικοδομήματος αλλά και από την ακαταμάχητη θέα της αντίπερα όχθης, το τηλεφώνημα ήρθε να μας επαναφέρει και να μας θυμίσει το έτερο μέλος, το οποίο ανάρρωνε στο σπίτι.
-“Πώς πάει η βόλτα”?
-“Όλα καλά, εσύ”?
-“Και εγώ, είμαι καλύτερα”!
-“Δηλαδή μπορείς να περπατήσεις λίγα μέτρα μέχρι τη στάση του τραμ για να πάμε για φαγητό στο For Sale Pub”?
-“Νομίζω πως ναι. Τα φάρμακα έκαναν τη δουλειά τους και το δέσιμο βοήθησε πολύ”
-“Ok, λοιπόν, γυρνάμε, ετοιμάσου”.
Αποφασίσαμε να κατέβουμε με τα πόδια από το Κάστρο, αλλά όχι από το χθεσινό μονοπάτι. Προχωρήσαμε μέχρι την άκρη του τείχους, στο σημείο που βρίσκεται το μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα το οποίο ατενίζει και αυτό την ανυπέρβλητη θέα της Πέστης.
Εκεί υπάρχει ασανσέρ ή σκαλάκια που σε κατεβάζουν κάτω στην τάφρο του Κάστρου και περνώντας μια αψίδα βρίσκεσαι σε μια Πύλη.
Από εδώ ξεκινούν σκαλιά και υπάρχουν επίσης διάφορα ασανσέρ τα οποία σε κατεβάζουν σταδιακά μέχρι κάτω, στον παράλληλο με το ποτάμι δρόμο. Η πλατεία Clark Ádám tér απέχει πλέον μόλις λίγα λεπτά με τα πόδια.
Ένας άλλος τρόπος είναι να ακολουθήσεις το μονοπάτι που περνά από την Πύλη Deli Rondella και καταλήγεις επίσης στην πλατεία.
Πριν τη στάση του λεωφορείου 16, χαζέψαμε λίγο την είσοδο του τελεφερίκ
και φωτογραφίσαμε το “zero Km stone”, το ασβεστολιθικό γλυπτό το οποίο σχηματίζοντας ένα μηδενικό, σηματοδοτεί το σημείο αναφοράς, από το οποίο μετρώνται όλες οι οδικές αποστάσεις της χώρας.
Φτάσαμε σπίτι γεμάτοι χαρά που τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα για τον σύζυγό μου και η κατάσταση είχε βελτιωθεί σημαντικά μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Τον βρήκαμε έτοιμο, ντυμένο να μας περιμένει. Πήραμε λίγες ανάσες και ξεκινήσαμε όλοι μαζί χαρούμενοι πλέον για την έξοδό μας για φαγητό. Επιλέξαμε τη διαδρομή με το λιγότερο περπάτημα για να μην τον επιβαρύνουμε στην πρώτη του προσπάθεια για βόλτα. Έτσι πήραμε το τραμ 2 από την στάση Eötvös tér στα 100m από το διαμέρισμα, με προορισμό τη στάση Fővám tér και από εκεί το For Sale Pub απείχε 100m, ακριβώς απέναντι από την κλειστή αγορά.
Αυτή η διαδρομή που κάνει το τραμ 2 θεωρείται από τις ομορφότερες διαδρομές της Βουδαπέστης, αφού κινείται παράλληλα με το ποτάμι, δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες να θαυμάσουν από τη μια πλευρά (την αριστερή) τα υπέροχα κτίρια και τις μικρές πλατειούλες και από την άλλη (τη δεξιά) να έχουν ανεμπόδιστη θέα στον Δούναβη, στο Κάστρο και στον Gellért Hill.
Κατεβαίνοντας στη στάση Fővám tér εντυπωσιαστήκαμε από το κτίριο της κλειστής αγοράς, με τα πολύχρωμα κεραμίδια της στέγης και τον υπέροχο φωτισμό.
Η πράσινη γέφυρα που επίσης ξεκινάει από αυτό το σημείο για να καταλήξει απέναντι στο Hotel Gellért είναι και αυτή από μόνη της ένα πανέμορφο αξιοθέατο, ειδικά το βράδυ με τον υπέροχο φωτισμό της.
Το For Sale Pub είναι ένα ιδιαίτερο μαγαζί, διώροφο, με χιλιάδες χαρτιά καρφιτσωμένα σε όλα τα σημεία του χώρου, τα οποία περιέχουν μηνύματα των πελατών που έχουν επιλέξει για φαγητό αυτό το εστιατόριο. Το πάτωμά του είναι στρωμένο με άχυρα και τα έπιπλα είναι ξύλινα σε σκούρο καφέ χρώμα.
Καθίσαμε στον πάνω όροφο και παραγγείλαμε σούπα gullas (καταπληκτική και καθόλου καυτερή), σου φέρνουν ξεχωριστά σε δίσκο τις καυτερές πιπεριές και τα πιπέρια, οπότε ο καθένας επιλέγει πόσο καυτερό θέλει να κάνει το πιάτο του.
Ακόμα επιλέξαμε ένα πιάτο με μοσχάρι και πατάτες, το οποίο ήταν πολύ σκορδάτο για τα γούστα μας,
ένα πιάτο χοιρινό φιλέτο με πολύ κουρκούτι (μάλλον τηγανητό), δεν ήταν όμως βαρύ, ούτε είχε ρουφήξει λάδι και συνοδευόταν από ρύζι με λαχανικά (αρακά)
και ένα πιάτο με φιλέτο κοτόπουλο, λαχανικά και πατάτες τηγανιτές.
Σε γενικές γραμμές το φαγητό ήταν καλό και οι ποσότητες πολύ μεγάλες. Μαζί με αναψυκτικά και μπίρα πληρώσαμε 52 € (δέχονται ευρώ σε καλή ισοτιμία).
Ακριβώς από το κτίριο της κλειστής αγοράς ξεκινάει η περίφημη οδός Váci Utca, η οποία καταλήγει στην πλατεία Vörösmarty tér, δηλαδή πολύ κοντά στο διαμέρισμά μας. Ο σύζυγος μας διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να την περπατήσει, οπότε η επιστροφή θα γινόταν βολτάροντας και χαζεύοντας τα καταστήματα.
Χαλαρά-χαλαρά και με το πάσο μας περπατήσαμε όλον τον δρόμο, μπήκαμε και σε διάφορα μαγαζιά να ρίξουμε μια ματιά σε τιμές (είχαν εκπτώσεις), αλλά δε βρήκαμε καμία διαφορά με τις τιμές που κυκλοφορούν και στη χώρα μας, αφού και εδώ η πλειοψηφία των καταστημάτων είναι γνωστές αλυσίδες.
Επιστρέψαμε στο σπίτι για ζεστό μπανάκι και ξεκούραση καθώς η μέρα μας ήταν φουλ γεμάτη με εικόνες, εμπειρίες και ποδαρόδρομο! Την επόμενη μέρα μας περίμεναν νέοι προορισμοί!
Μακάρι ο καιρός να παραμείνει καλός για να χαρούμε την εξόρμησή μας στην πλατεία Ηρώων, τη λεωφόρο Andrássy και όχι μόνο!
Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα τούτο το επίσης ηλιόλουστο αλλά παγωμένο πρωινό στην Ουγγρική πρωτεύουσα. Ο "τραυματίας" πονούσε και φυσικά ήταν αδύνατον να πατήσει το πόδι του. Τρώγοντας μελαγχολικοί το πρωινό μας συζητούσαμε τις επιλογές που είχαμε δεδομένης της νέας κατάστασης πραγμάτων που είχε διαμορφωθεί.
Ο σύζυγος επέμενε:-" Εσείς θα βγείτε τη βόλτα σας και εγώ θα μείνω αραχτός στον καναπέ συνεχίζοντας τη φαρμακευτική μου αγωγή και το απόγευμα θα είμαι καλύτερα".
- " Εντάξει θα βγούμε, αλλά θα ξαναπάμε στη Βούδα, να κάνουμε την ίδια βόλτα που κάναμε όλοι μαζί χθες βράδυ, να βγάλουμε φωτογραφίες με το φως του ήλιου και θα επιστρέψουμε να πάμε όλοι μαζί για φαγητό. Έτσι δε θα χάσεις κάποιο νέο προορισμό, απλώς δε θα δεις τη Βούδα και μέρα. Αυτή ήταν η πρόταση και έγινε δεκτή από όλους μας".
Ξεκινήσαμε με τον γιο μου την εξόρμησή μας, αλλά πρώτα έπρεπε να αλλάξουμε χρήματα, γιατί το συνάλλαγμα που είχαμε πάρει μαζί μας από Ελλάδα για τα πρώτα έξοδα είχε σχεδόν τελειώσει. Είχαμε πληροφορίες από πολύ έγκυρη πηγή ότι το ανταλλακτήριο με τις καλύτερες ισοτιμίες βρίσκεται στην οδό Anker köz 2-4 και λέγεται IBLA International Kft. http://www.iblachange.hu
Αν και απείχε γύρω στα 10΄ με τα πόδια από το διαμέρισμα επιλέξαμε το metro εξοικονομώντας δυνάμεις γιατί μας περίμενε πολύωρη περιπλάνηση στην καστροπολιτεία της Βούδα. Κατεβήκαμε στην Deák Ferenc tér, αλλάξαμε τα χρήματα και με την ευκαιρία που βρεθήκαμε εκεί κάναμε μια βόλτα σε μια μικρή υπαίθρια αγορά με κιόσκια, τα οποία είχαν φαγητό και σουβενίρ. Τσεκάραμε τις τιμές στα μαγαζάκια με τα σουβενίρ για να πάρουμε μια ιδέα και να έχουμε μέτρο σύγκρισης με τις τιμές της κλειστής αγοράς, την οποία είχαμε στα προσεχή σχέδιά μας.
Anker Koz
Πήραμε το λεωφορείο 16 το οποίο ξεκινάει από την Deák Ferenc tér με προορισμό την Bécsi kapu tér αρχή της σημερινής μας περιπλάνησης στη Βούδα. Μετά από διαδρομή 20-30 λεπτών με 6 ενδιάμεσες στάσεις φτάσαμε στον προορισμό μας και κατεβήκαμε. Ο λαμπρός ήλιος μας υποδέχτηκε και σ’ αυτήν τη μικρή πλατεία, ενώ το χιόνι είχε σχεδόν λιώσει, όχι παντού αλλά σε αρκετά σημεία. Το κρύο σταθερά πολυυυυυύ τσουχτερό!!
Τα πρώτα αξιοθέατα που ήρθαμε να δούμε εδώ είναι η Porta di Vienna, η Λουθηρανική Εκκλησία και το National Archives of Hungary.
Λίγα βήματα πιο πέρα στην Kapisztrán tér βρίσκεται η εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής και από εδώ αρχίζει η οδός των Λόρδων (Úri utca).
Σε αυτόν τον δρόμο βρίσκονται μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης. Σχεδόν όλα έχουν κάποιο γοτθικό απομεινάρι. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν το 1686 αλλά και το 1944. Με την ανοικοδόμηση του 1950-1960 απέκτησαν ξανά τη μεσαιωνική τους όψη. Το κτίριο για παράδειγμα στον αριθμό 53 ξαναχτίστηκε από το 1701-1722 ως μονή Φραγκισκανών και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Το 1873 τοποθετήθηκε μπροστά από το κτίριο ένα άγαλμα, πιστό αντίγραφο του αγάλματος της Αρτέμιδας του Πραξιτέλη.
Συνεχίζοντας την πορεία μας σ’ αυτόν τον καταπληκτικό δρόμο την προσοχή μας τράβηξαν και άλλα όμορφα κτίρια.
Το κτίριο στον αριθμό 49 είναι το μουσείο τηλεφώνου
Στον αριθμό 31 άλλο ένα κτίριο εξαιρετικό δείγμα γοτθικής πρόσοψης
Στον Λαβύρινθο δεν μπήκαμε, αλλά μάθαμε ότι το υπόγειο αυτό τούνελ είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί πάνω από 10.000 ανθρώπους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο τον χειμώνα του 1944-45. Σήμερα προσφέρει στιγμές διασκέδασης σε όσους τουρίστες επιλέγουν να τον επισκεφτούν.
Φτάσαμε στην Szentháromság tér δηλαδή, στο διασημότερο και ωραιότερο σημείο της Βούδα. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς φτάνοντας εδώ?
Την εκκλησία του Ματθαίου, τον προμαχώνα των Ψαράδων, το άγαλμα του Στεφάνου, τα γύρω κτίρια, την ανεμπόδιστη θέα σε ολόκληρη την Πέστη και τον Δούναβη? Άλλες εικόνες ξεδιπλώθηκαν στο φως της μέρας μπροστά στα μάτια μας.
Γρήγορα ανεβήκαμε τα σκαλιά του πρώτου δεξιά Πύργου για να απολαύσουμε το υπερθέαμα. Δε χορταίναμε να τραβάμε φωτογραφίες και να γεμίζουμε τα μάτια μας με εικόνες, εικόνες, εικόνες!
Ο προμαχώνας των Ψαράδων λοιπόν, με τη θέα που προσφέρει στην Πέστη μας κράτησε πολύ ώρα απασχολημένους, ανεβοκατεβαίνοντας από Πύργο σε Πύργο. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε, αφού χτίστηκε για διακοσμητικούς λόγους από τον Σούλεκ, διαθέτοντας 7 Πύργους με απότομες σκάλες, που ο καθένας συμβολίζει μια από τις 7 φυλές των Μαγυάρων που ήρθαν στην Ουγγαρία και εξυπηρετούσε τη συντεχνία των ψαράδων. Πραγματικά μοιάζει σαν κτίριο βγαλμένο από παραμύθι. Εδώ τον μεσαίωνα υπήρχε ψαραγορά, από αυτήν άλλωστε πήρε και το όνομά του. Μπροστά του βρίσκεται το άγαλμα του ισχυρού μονάρχη Στεφάνου, ο οποίος επέβαλε τον Καθολικισμό στους υπηκόους του και από την κορυφή του φαίνονται το νησί της Μαργαρίτας, η Βασιλική του Αγίου Στεφάνου, το Κοινοβούλιο, η γέφυρα των Αλυσίδων κ.α
Απορώ πραγματικά πώς το παιδί μου δεν έχασε τα χέρια του σ’ αυτό το ταξίδι, αφού δε σταμάτησε λεπτό να τραβά φωτογραφίες, με ό,τι μέσο διέθετε: φωτογραφική μηχανή, go pro, κινητό. Εγώ 3 φωτογραφίες κατάφερνα να τραβήξω και μετά δεν άντεχα άλλο το κρύο, τα χέρια μου κοκάλωναν, φορούσα αμέσως τα γάντια και γρήγορα τα έχωνα στις τσέπες του μπουφάν.
Του αξίζουν πραγματικά συγχαρητήρια για το κουράγιο και την επιμονή του και όλο το φωτογραφικό υλικό αυτής της ιστορίας είναι δικό του έργο και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό!!
Η εκκλησία του Ματθαίου ή εκκλησία της Κυράς με τα πολύχρωμα κεραμίδια της στέγης είναι επίσης πόλος έλξης για τους επισκέπτες που καταφτάνουν εδώ. Είναι ουσιαστικά η καρδιά της περιοχής του Κάστρου. Χτίστηκε τον 13ο αι. και ανακαινίστηκε πολλές φορές, ανάλογα με το στυλ της κάθε εποχής. Πήρε το όνομά της από τον βασιλιά Ματθαίο φυσικά, ο οποίος ήταν προστάτης των τεχνών και της διαφώτισης. Οι Τούρκοι μετέτρεψαν τον ναό σε τζαμί και οι εκκλησιαστικοί θησαυροί στάλθηκαν από τους Οθωμανούς στην Μπρατισλάβα. Επίσης αλλοίωσαν ή κάλυψαν τα ψηφιδωτά που στόλιζαν το εσωτερικό του ναού. Μετά την αποχώριση των Τούρκων έγινε αναστύλωση της εκκλησίας σε στυλ μπαρόκ. Εδώ ενθρονίστηκαν ανά τους αιώνες οι Ούγγροι Βασιλιάδες και εδώ επίσης φυλάσσεται η πανοπλία του Matthias Corvinus. Ακριβώς δίπλα στην εκκλησία βρίσκεται και το ξενοδοχείο Hilton το οποίο καταλαμβάνει ένα ολόκληρο τετράγωνο της περιοχής.
Γύρω από την πλατεία συναντήσαμε διάφορα γνωστά καφέ και εστιατόρια όπως: το Cafe Miró, το Ιταλικό εστιατόριο Jamie's Italian Budapest και το Ruszwurm Cafe-ζαχαροπλαστείο, στο οποίο καταφύγαμε για λίγη ζεστασιά τρώγοντας νόστιμα γλυκάκια και πίνοντας ζεστό τσαγάκι για να πάρουμε δυνάμεις για τη συνέχεια.
Για καλή μας τύχη εκείνη την ώρα δεν είχε πολύ κόσμο να περιμένει στην ουρά για μια πάστα και μάλιστα μόλις μπήκαμε έφευγε ένα ζευγάρι από τη μέσα αίθουσα και καθίσαμε στον καναπέ παραγγέλνοντας αμέσως. Ό,τι δοκιμάσαμε ήταν ωραίο και ο λογαριασμός μας ξάφνιασε ευχάριστα γιατί ήταν όλα πολύ οικονομικά.
Ανανεωμένοι, έχοντας απορροφήσει αρκετή δόση ζέστης για να αντέξουμε τη συνέχεια, βγήκαμε πάλι έξω στο ψοφόκρυο, αλλά βρε παιδί μου, όσο κρύο και να έκανε, μόλις βρισκόσουν σ’ αυτό το μαγικό μέρος, όλα σε γαλήνευαν και σε ηρεμούσαν και το μόνο που ήθελες να κάνεις ήταν να συνεχίσεις το περπάτημα, προς κάθε κατεύθυνση μη τυχόν και σου ξεφύγει κάτι χωρίς να το δεις.
Κάπως έτσι μπορεί να μαγεύτηκε και ο Βασιλιάς Bela ο Δ΄ και έχτισε εδώ το βασιλικό του Ανάκτορο, στην κορυφή των προστατευμένων λόφων της Βούδα. Ή μήπως ήταν στρατηγικής σημασίας ο λόγος που τον ανάγκασε να το κάνει αυτό? Μάλλον η δεύτερη εκδοχή μου φαίνεται επικρατέστερη, αφού η εισβολή των Τατάρων τον 13ο αι. τον ανάγκασαν να ενισχύσει τα πέτρινα τείχη γύρω από τις πόλεις.
Το 1361 η Βούδα έγινε πρωτεύουσα της Ουγγαρίας παίζοντας πολύ σημαντικό πολιτιστικό ρόλο, επί βασιλείας Ματία Κορβίνου, αφού η Βιβλιοθήκη της διέθετε τη σημαντικότερη συλλογή ιστορικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων στην Ευρώπη και ήταν δεύτερη σε μέγεθος μετά τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Εδώ στη Βούδα, τυπώθηκε το 1473 (σε μια πόλη 5.000 κατοίκων) το πρώτο Ουγγρικό βιβλίο (Τα χρονικά της Βούδα). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία όμως έμελλε να αλλάξει το μέλλον της Ουγγαρίας, αφού διέκοψε την ανάπτυξη των πόλεων που έπεσαν στα χέρια της. Στους Τούρκους πάντως οφείλεται η κατασκευή των λουτρών Rudas Thermal Bath και Király Thermal Bath, τα οποία λειτουργούν μέχρι σήμερα.
Μετά τους Τούρκους ήρθαν οι Αψβούργοι, οι οποίοι κάνοντας συνεχώς επιδρομές, εκτός από την Πέστη κατάφεραν να κατακτήσουν και τη Βούδα, παραμένοντας βασιλείς της Ουγγαρίας. Ο 19ος αι. χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα των Ούγγρων για ανεξαρτησία ενάντια στους Αψβούργους, αλλά η προσπάθεια καταπνίγηκε. Με τη σύσταση της Αυστροουγγαρίας η Βουδαπέστη έγινε πλέον πρωτεύουσα της μοναρχίας και έτσι ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος ανάπτυξης που κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεχίσαμε το περπάτημα και ακριβώς στο σημείο που τελειώνει η Úri utca και αρχίζει η Dísz tér, δεξιά υπάρχει ένα στενό δρομάκι που λέγεται Móra Ferenc utca
Αυτό είναι το δρομάκι δεξιά
Διασχίζοντας λοιπόν αυτό το δρομάκι βγήκαμε στην οδό Tóth Árpád sétány, τον δρόμο που ακολουθεί τη γραμμή του τείχους του Κάστρου και καταλήγει στην Dísz tér. Άλλος ένας πανέμορφος ήσυχος δρόμος με ωραία αρχοντικά σπίτια από τη μια πλευρά και άπλετη θέα προς την Πέστη και το ποτάμι από την άλλη, κατάφυτος από πανύψηλα δέντρα και πλακόστρωτος. Φαντάζομαι πόσο όμορφα θα είναι εδώ την άνοιξη, που όλα τα δέντρα και τα φυτά θα είναι καταπράσινα, να κάνεις τον περίπατό σου αγναντεύοντας το τοπίο!
Ακολουθώντας την οδό Szent György βρεθήκαμε στο Sándor Palace, το Προεδρικό Μέγαρο. Για καλή μας τύχη εκείνη την ώρα γινόταν αλλαγή φρουράς συνοδεία τυμπανοκρουσιών και χαζέψαμε για λίγη ώρα το θέαμα.
Εδώ επίσης καταλήγει και το τελεφερίκ από την Clark Ádám tér και είναι το σημείο που χθες βράδυ αντιμετωπίσαμε το μεγάλο δίλημμα της επιστροφής μας στο σπίτι, με τον τραυματισμένο συνταξιδιώτη μας.
Αυτή τη φορά, δεν περάσαμε την Πύλη για να κατέβουμε τα σκαλάκια και να βρεθούμε στον προαύλιο χώρο του Παλατιού, αλλά συνεχίσαμε ευθεία, φτάνοντας στην πίσω αυλή, θαυμάζοντας το μεγαλόπρεπο κτίριο με τον τεράστιο όγκο και τα επίσης τεράστια αγάλματα που το πλαισιώνουν.
Περνώντας μια αψίδα με μαρμάρινα λιοντάρια να τη φρουρούν,
βγήκαμε σε μια άλλη εσωτερική αυλή.
Διασχίζοντας μια τρίτη αψίδα πλαισιωμένη και αυτή με ογκώδη γλυπτά καταλήξαμε στον μπροστινό χώρο του Παλατιού.
Όλη η Πέστη απλώθηκε μπροστά μας για ακόμη μια φορά. Δεν ξέρω πόσος χρόνος χρειάζεται για να χορτάσει κάποιος όλες αυτές τις εικόνες με τις οποίες βομβαρδίζονται ανελέητα τα μάτια του, όπου και να κοιτάξουν. Αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω....παντού υπάρχουν οπτικά ερεθίσματα! Είμαι σίγουρη πάντως πως ένας ταξιδιώτης των 4 ή 5 ημερών στην πόλη, δεν προλαβαίνει να χορτάσει και να χωνέψει όλο αυτό το υπερθέαμα που του προσφέρεται απλόχερα, κάνοντας μόνο μια απλή βόλτα στους λόφους, στα Κάστρα και στα Παλάτια της.
Στο κέντρο του τεράστιου αυλόγυρου δεσπόζει το άγαλμα του Prince Eugene of Savoy, ο οποίος ήταν στρατιωτικός των Αψβούργων. Το Παλάτι φιλοξενεί την Εθνική Πινακοθήκη, η οποία στεγάζει συλλογή Ουγγρικής Τέχνης, από τον μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αι., και το Ιστορικό Μουσείο με συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων της Βούδας από τη Ρωμαϊκή εποχή μέχρι τον 13ο αι.
Το Κάστρο της Βούδας έχει ανακηρυχθεί από το 1987 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και οι αιώνες που πέρασαν από πάνω του έβαλαν τη σφραγίδα τους με καταστροφές, πυρκαγιές, κατεδαφίσεις, επεκτάσεις, με τελευταίες πληγές αυτές που υπέστη το συγκρότημα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντως από τη δεκαετία του ΄50 που άρχισαν οι αποκαταστάσεις, το Παλάτι επανήλθε σε όλο του το μεγαλείο και τη μεγαλοπρέπεια που εμείς θαυμάζουμε σήμερα.
Απορροφημένοι από το μεγαλείο και την ιστορία του οικοδομήματος αλλά και από την ακαταμάχητη θέα της αντίπερα όχθης, το τηλεφώνημα ήρθε να μας επαναφέρει και να μας θυμίσει το έτερο μέλος, το οποίο ανάρρωνε στο σπίτι.
-“Πώς πάει η βόλτα”?
-“Όλα καλά, εσύ”?
-“Και εγώ, είμαι καλύτερα”!
-“Δηλαδή μπορείς να περπατήσεις λίγα μέτρα μέχρι τη στάση του τραμ για να πάμε για φαγητό στο For Sale Pub”?
-“Νομίζω πως ναι. Τα φάρμακα έκαναν τη δουλειά τους και το δέσιμο βοήθησε πολύ”
-“Ok, λοιπόν, γυρνάμε, ετοιμάσου”.
Αποφασίσαμε να κατέβουμε με τα πόδια από το Κάστρο, αλλά όχι από το χθεσινό μονοπάτι. Προχωρήσαμε μέχρι την άκρη του τείχους, στο σημείο που βρίσκεται το μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα το οποίο ατενίζει και αυτό την ανυπέρβλητη θέα της Πέστης.
Εκεί υπάρχει ασανσέρ ή σκαλάκια που σε κατεβάζουν κάτω στην τάφρο του Κάστρου και περνώντας μια αψίδα βρίσκεσαι σε μια Πύλη.
Από εδώ ξεκινούν σκαλιά και υπάρχουν επίσης διάφορα ασανσέρ τα οποία σε κατεβάζουν σταδιακά μέχρι κάτω, στον παράλληλο με το ποτάμι δρόμο. Η πλατεία Clark Ádám tér απέχει πλέον μόλις λίγα λεπτά με τα πόδια.
Ένας άλλος τρόπος είναι να ακολουθήσεις το μονοπάτι που περνά από την Πύλη Deli Rondella και καταλήγεις επίσης στην πλατεία.
Πριν τη στάση του λεωφορείου 16, χαζέψαμε λίγο την είσοδο του τελεφερίκ
και φωτογραφίσαμε το “zero Km stone”, το ασβεστολιθικό γλυπτό το οποίο σχηματίζοντας ένα μηδενικό, σηματοδοτεί το σημείο αναφοράς, από το οποίο μετρώνται όλες οι οδικές αποστάσεις της χώρας.
Φτάσαμε σπίτι γεμάτοι χαρά που τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα για τον σύζυγό μου και η κατάσταση είχε βελτιωθεί σημαντικά μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Τον βρήκαμε έτοιμο, ντυμένο να μας περιμένει. Πήραμε λίγες ανάσες και ξεκινήσαμε όλοι μαζί χαρούμενοι πλέον για την έξοδό μας για φαγητό. Επιλέξαμε τη διαδρομή με το λιγότερο περπάτημα για να μην τον επιβαρύνουμε στην πρώτη του προσπάθεια για βόλτα. Έτσι πήραμε το τραμ 2 από την στάση Eötvös tér στα 100m από το διαμέρισμα, με προορισμό τη στάση Fővám tér και από εκεί το For Sale Pub απείχε 100m, ακριβώς απέναντι από την κλειστή αγορά.
Αυτή η διαδρομή που κάνει το τραμ 2 θεωρείται από τις ομορφότερες διαδρομές της Βουδαπέστης, αφού κινείται παράλληλα με το ποτάμι, δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες να θαυμάσουν από τη μια πλευρά (την αριστερή) τα υπέροχα κτίρια και τις μικρές πλατειούλες και από την άλλη (τη δεξιά) να έχουν ανεμπόδιστη θέα στον Δούναβη, στο Κάστρο και στον Gellért Hill.
Κατεβαίνοντας στη στάση Fővám tér εντυπωσιαστήκαμε από το κτίριο της κλειστής αγοράς, με τα πολύχρωμα κεραμίδια της στέγης και τον υπέροχο φωτισμό.
Η πράσινη γέφυρα που επίσης ξεκινάει από αυτό το σημείο για να καταλήξει απέναντι στο Hotel Gellért είναι και αυτή από μόνη της ένα πανέμορφο αξιοθέατο, ειδικά το βράδυ με τον υπέροχο φωτισμό της.
Το For Sale Pub είναι ένα ιδιαίτερο μαγαζί, διώροφο, με χιλιάδες χαρτιά καρφιτσωμένα σε όλα τα σημεία του χώρου, τα οποία περιέχουν μηνύματα των πελατών που έχουν επιλέξει για φαγητό αυτό το εστιατόριο. Το πάτωμά του είναι στρωμένο με άχυρα και τα έπιπλα είναι ξύλινα σε σκούρο καφέ χρώμα.
Καθίσαμε στον πάνω όροφο και παραγγείλαμε σούπα gullas (καταπληκτική και καθόλου καυτερή), σου φέρνουν ξεχωριστά σε δίσκο τις καυτερές πιπεριές και τα πιπέρια, οπότε ο καθένας επιλέγει πόσο καυτερό θέλει να κάνει το πιάτο του.
Ακόμα επιλέξαμε ένα πιάτο με μοσχάρι και πατάτες, το οποίο ήταν πολύ σκορδάτο για τα γούστα μας,
ένα πιάτο χοιρινό φιλέτο με πολύ κουρκούτι (μάλλον τηγανητό), δεν ήταν όμως βαρύ, ούτε είχε ρουφήξει λάδι και συνοδευόταν από ρύζι με λαχανικά (αρακά)
και ένα πιάτο με φιλέτο κοτόπουλο, λαχανικά και πατάτες τηγανιτές.
Σε γενικές γραμμές το φαγητό ήταν καλό και οι ποσότητες πολύ μεγάλες. Μαζί με αναψυκτικά και μπίρα πληρώσαμε 52 € (δέχονται ευρώ σε καλή ισοτιμία).
Ακριβώς από το κτίριο της κλειστής αγοράς ξεκινάει η περίφημη οδός Váci Utca, η οποία καταλήγει στην πλατεία Vörösmarty tér, δηλαδή πολύ κοντά στο διαμέρισμά μας. Ο σύζυγος μας διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να την περπατήσει, οπότε η επιστροφή θα γινόταν βολτάροντας και χαζεύοντας τα καταστήματα.
Χαλαρά-χαλαρά και με το πάσο μας περπατήσαμε όλον τον δρόμο, μπήκαμε και σε διάφορα μαγαζιά να ρίξουμε μια ματιά σε τιμές (είχαν εκπτώσεις), αλλά δε βρήκαμε καμία διαφορά με τις τιμές που κυκλοφορούν και στη χώρα μας, αφού και εδώ η πλειοψηφία των καταστημάτων είναι γνωστές αλυσίδες.
Επιστρέψαμε στο σπίτι για ζεστό μπανάκι και ξεκούραση καθώς η μέρα μας ήταν φουλ γεμάτη με εικόνες, εμπειρίες και ποδαρόδρομο! Την επόμενη μέρα μας περίμεναν νέοι προορισμοί!
Μακάρι ο καιρός να παραμείνει καλός για να χαρούμε την εξόρμησή μας στην πλατεία Ηρώων, τη λεωφόρο Andrássy και όχι μόνο!
Last edited: