ioanna karagianni
Member
- Μηνύματα
- 1.666
- Likes
- 1.328
- Επόμενο Ταξίδι
- Κρακοβία-Βαρσοβία
- Ταξίδι-Όνειρο
- ...Ιθάκη...
Ο ύπνος ήταν άνετος, αναζωογονητικός και βαρύς (όπως πιθανολογεί και ο Δήμος), τότε δεν ήξερα ακόμα ότι ο άνετος ύπνος δεν θα ήταν από τα δεδομένα μας στην συνέχεια του ταξιδιού και δεν τον εκτίμησα δεόντως.
Πρώτοι το πρωί ξύπνησαν η Ιωάννα και Σταύρος που κοιμόντουσαν στο χολ, τους συνάντησα στην βεράντα και είδαμε την ανατολή ρουφώντας ένα φλιτζάνι δυνατό, μαύρο τσάι. Βάρκες φορτωμένες με πραμάτιες περνούσαν από μπροστά μας, ήταν μικροπωλητές που πήγαιναν στην τοπική πλωτή αγορά της πόλης, shikaras γεμάτες με φρούτα, με λαχανικά, με λουλούδια, σπάζαν την σιωπή με την αργή, ρυθμική κίνηση του κουπιού. Μετά εμφανιστήκαν οι δικές μας προμηθευτές, ο ψαράς και ο μανάβης κατέφθασαν και ο μάγειρας μας βγήκε για να ξεδιαλέξει τα υλικά για το επόμενο γεύμα μας. Τότε ακόμα το φαγητό ερχόταν σε εμάς, μετά και που το ψάχναμε δεν το βρίσκαμε. Κάπου εκεί άρχισε και η παρέλαση προς χάρη μας, μας πήραν μυρουδιά ότι ήμασταν από τους λίγους τουρίστες της περιοχής και οι έμποροι έφταναν ο ένας μετά τον άλλο, με την παραμικρή επιθυμία ή ερώτηση εμφανιζόταν και μια shikara, το πρωί μας ήρθε η shikaraπαντοπωλείο, όταν μπήκαμε στις βάρκες μας, μας πλεύρισαν οι έμποροι με τα χαϊμαλιά, με τα μπαχαρικά, και ότι άλλο μικρό-τουριστικό πουλιόταν στην περιοχή.
Ξεκινήσαμε με μια βόλτα στους Moghulgardensκαι Nehrupark. Μην φανταστείτε και τίποτα καταπληκτικό οι κήποι ως κήποι δεν έλεγαν και πολλά, αλλά μην ξεχνάτε ότι ήμασταν σε έναν άλλο περίεργο κόσμο, το παράξενο περίμενε στην γωνία. Εφοδιασμένος με την κλάση και το γούστο που χαρακτηρίζει τους απανταχού νεόπλουτους τούτου του κόσμου, ένας πλούσιος είχε στήσει στο Moghulτο Bollywood με βίντεο. Το καστ αποτελούσαν ο ίδιος, μια ομορφούλα και τρεις ακόλουθοι, όλοι ντυμένοι με παραδοσιακά ρούχα παλιάς εποχής, χόρευαν και πόζαραν μπροστά στην κάμερα. Παρατηρούσαμε σχολιάζοντας την ματαιοδοξία, την κακογουστιά, και την γελοιότητα αυτής της σκηνής όταν γίναμε αντιληπτοί από την ομήγυρη. Ο νεαρός πλούσιος, μας πλησίασε εκστασιασμένος, κάτω από το πλουμιστό καπέλο του ένα ζευγάρι μάτια είχε καρφωθεί γεμάτο ενδιαφέρον στην θωριά της κοκκινομάλλας, γαλανομάτας, και γαλακτερής Βούλας, είχε βρει την πριγκίπισσα του (εμένα ούτε για να με φτύσουνε αλλά θα σας παραπονεθώ μετά), και όταν λέω «πριγκίπισσας» το εννοώ τέτοια την ντύσανε, την στολίσανε, και την στήσανε μπροστά στην κάμερα. Παρακολουθούσαμε ξαφνιασμένοι, ο Σταύρος το γλένταγε, σάρκαζε και πείραζε την Βούλα, τράβαγε φωτογραφίες για τα πρώτα 5’ μετά τον βούτηξαν και αυτόν καθότι ανοιχτόχρωμος και ψηλός και τον ντύσανε κάτι ακαθόριστο αλλά γελοίο. Οι υπόλοιποι την γλυτώσαμε λόγω εμφάνισης. Τέλος ο κυριούλης τους ευχαρίστησε και τους έδεσε την κάρτα του για να πάμε να παραλάβουμε την ταινία όταν φτάσουμε στο Δελχί, τέτοια υπερπαραγωγή μην την χάσουμε. Τώρα που μαζεύαμε τις αναμνήσεις μας για να βγάλουμε την ιστορία ο Σταύρος θυμήθηκε την λαμπρή καριέρα που παράτησε στο Δελχί και από τότε επαναλαμβάνει συνεχώς «αχ γιατί δεν πήγαμε να πάρουμε την ταινία;;;;».
Το Nehrupark ήταν εντελώς διαφορετικό από το ξενέρωμα του Moghul, στην πραγματικότητα χωθήκαμε με τις shikares σε ένα καταπράσινο τοπίο με δεκάδες φωλιές πουλιών, η πορεία ήταν συναρπαστική, δύσκολη μεν για τους βαρκάρηδες που είχαν να κουμαντάρουν την βάρκα ανάμεσα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους με τοίχους από ψηλά χόρτα και θάμνους, αλλά υπέροχη. Έφεραν τις βάρκες κάτω από δύο πυκνά δέντρα και ακούγαμε για μισή ώρα τα πουλιά, καθόμασταν ακίνητοι και αμίλητοι, δεν είχαμε ανάγκη να δηλώσουμε την παρουσία μας, θέλαμε να μας απορροφήσει αυτή ήρεμη πυκνή βλάστηση, να γίνουμε μέρος των δέντρων και των σκοτεινών νερών της λίμνης, φόβο κανέναν δεν είχαμε, ούτε για κανέναν απειλή δεν αποτελούσαμε τα πουλιά στο τέλος πλησίασαν και άρχισαν να κινούνται γύρω μας. Ο μάγειρας είχε έρθει μαζί μας και μας ετοίμασε το γεύμα επί τόπου, έβγαλε από τον πάτο της βάρκας καμινέτο και χύτρες και ζέστανε το φαί μέσα στην shikara.
Κάπου εκεί τελείωνε το καλό και άρχισε ο κλασικός τουρισμός. Ανασκουμπωθήκαμε στις βάρκες μας και φύγαμε για την Ερμού του Srinagar. Τώρα πως έτυχε όταν πήγαμε εμείς όόόλα τα μαγαζιά να είναι κλειστά εκτός από ένα δεν ξέρω, ρωτήστε τον φτυσιματία μας. Το χαζομάγαζο ήταν χλιδάτο αλλά αδιάφορο, κανείς μας δεν είχε διάθεση να αγοράσει χαλιά, το μόνο ενδιαφέρον ήταν ο τρόπος ύφανσης, όλοι οι αργαλειοί στην σειρά με τους εργάτες να υφαίνουν, και κάποιος να διαβάζει από ένα βιβλίο, ο ρυθμός της φωνής του θύμιζε προσευχή αλλά στην πραγματικότητα διάβαζε την σειρά των χρωμάτων για κάθε έναν από τους εργάτες, είχε δηλαδή την περιγραφή του σχεδίου του κάθε χαλιού και τους συντόνιζε. Το έμπειρο μάτι του ιδιοκτήτη ξεχώρισε τον Νίκο για το αρχοντικό αέρα που απέπνεε, και τον Γιώργο για το ενδιαφέρον που έδειξε, τους κάθισαν σε μικρά σκαλιστά σκαμνάκια και τους προσέφεραν τσάι. Τα χαλιά ερχόντουσαν μπροστά τους το ένα μετά το άλλο. Ο Γιώργος αγόρασε ένα μικρούλι, ο Νίκος ενδιαφέρθηκε και παζάρεψε ένα μεγάλο και ομολογουμένως όμορφο χαλί περισσότερο για το άθλημα παρά από πραγματικό ενδιαφέρον. Παζάρι στο παζάρι ο μαγαζάτορας τα πήρε στο κρανίο και αποσύρθηκε. Ο Σταύρος υπόκυψε στο κάλεσμα της φύσης, σεμνά και ταπεινά ζήτησε να πάει στην τουαλέτα, και πως ένας τουρίστας πάει σε τουαλέτα στο Κασμίρ όταν το νερό έχει φτάσει στο κεφαλόσκαλο; Το βρήκατε με shikaraφυσικά, επιβιβάστε λοιπόν με έναν εργάτη και πλατς πλουτς ξεκινούν για απέναντι, δύο απλωτές πορεία, αλλά θες η βάρκα που κουνούσε, θες ο βαρκάρης που ήταν άπειρος, ο κακομοίρης εκεί που ήταν έτοιμος να βγει από το σκάφος και να βοηθήσει και τον Σταύρο, κάνει μια μπλουμ και χάνετε μέσα στα πράσινα νερά. Με την πτώση η βάρκα άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα ο Σταύρος με το χαρτί υγείας παραμάσχαλα κρατιόταν με τα δύο του χέρια μην βρεθεί και ο ίδιος στην υγρή χλωρίδα, η Λίτσα και η Ιωάννα παρακολουθούσαν από το απέναντι μπαλκόνι και έσπευσαν να βοηθήσουν, η Λίτσα φωνάζοντας όλο χαρά, «την μηχανή, την μηχανή», η Ιωάννα ήδη έτοιμη με την μηχανή στο χέρι τραβούσε μανιωδώς. Επιτέλους το κεφάλι του ανθρωπάκου εμφανίστηκε μέσα από τον βούρκο, «noproblem» οι πρώτες και μόνες λέξεις που ακούσαμε από το στόμα του. Ο Σταύρος αποσβολωμένος κρατάει ακόμα γερά το ρολό στο χέρι του, ούτε λόγος για τουαλέτα, το κλειδί είναι στον πάτο της λίμνης μετά τους μουσώνες θα ξανανοιχτεί η τουαλέτα. Σουρούπωνε, ήταν ώρα να γυρίσουμε στο λιμνοσπιτάκι μας, εκεί ξανάρχισε η παρέλαση των Shikaras, ρώταγε η Ιωάννα αν υπάρχουν γλυκά στην περιοχή, εμφανιζόταν η shikara - ζαχαροπλάστης, είχε χαλάσει η μηχανή της Λίτσας εμφανιζόταν η shikara – fotografow (έτσι έγραφε), μετά ήρθε ο καταστηματάρχης με το χαλί για να συνεχίσει το παζάρι με τον Νίκο. Αποφασίσαμε ότι θα καταπνίξουμε τις επιθυμίες μας γιατί είχαμε πήξει στις επισκέψεις. Μετά το φαγητό καθίσαμε στην βεράντα, σε λίγο ήρθε ο μάγειρας, ο ρεψιματίας, και ο φτυσιματίας για να κάτσουν μαζί μας. Τώρα που οι κασμιριανοί ετοιμάζονται να ανάψουν το ξακουστό χασίς της περιοχής είναι η ώρα να αποσυρθώ στο δωμάτιο μου, δεν μπορώ να μιλήσω για αυτά που γίνονται όταν κοιμάμαι.
Πρώτοι το πρωί ξύπνησαν η Ιωάννα και Σταύρος που κοιμόντουσαν στο χολ, τους συνάντησα στην βεράντα και είδαμε την ανατολή ρουφώντας ένα φλιτζάνι δυνατό, μαύρο τσάι. Βάρκες φορτωμένες με πραμάτιες περνούσαν από μπροστά μας, ήταν μικροπωλητές που πήγαιναν στην τοπική πλωτή αγορά της πόλης, shikaras γεμάτες με φρούτα, με λαχανικά, με λουλούδια, σπάζαν την σιωπή με την αργή, ρυθμική κίνηση του κουπιού. Μετά εμφανιστήκαν οι δικές μας προμηθευτές, ο ψαράς και ο μανάβης κατέφθασαν και ο μάγειρας μας βγήκε για να ξεδιαλέξει τα υλικά για το επόμενο γεύμα μας. Τότε ακόμα το φαγητό ερχόταν σε εμάς, μετά και που το ψάχναμε δεν το βρίσκαμε. Κάπου εκεί άρχισε και η παρέλαση προς χάρη μας, μας πήραν μυρουδιά ότι ήμασταν από τους λίγους τουρίστες της περιοχής και οι έμποροι έφταναν ο ένας μετά τον άλλο, με την παραμικρή επιθυμία ή ερώτηση εμφανιζόταν και μια shikara, το πρωί μας ήρθε η shikaraπαντοπωλείο, όταν μπήκαμε στις βάρκες μας, μας πλεύρισαν οι έμποροι με τα χαϊμαλιά, με τα μπαχαρικά, και ότι άλλο μικρό-τουριστικό πουλιόταν στην περιοχή.
Ξεκινήσαμε με μια βόλτα στους Moghulgardensκαι Nehrupark. Μην φανταστείτε και τίποτα καταπληκτικό οι κήποι ως κήποι δεν έλεγαν και πολλά, αλλά μην ξεχνάτε ότι ήμασταν σε έναν άλλο περίεργο κόσμο, το παράξενο περίμενε στην γωνία. Εφοδιασμένος με την κλάση και το γούστο που χαρακτηρίζει τους απανταχού νεόπλουτους τούτου του κόσμου, ένας πλούσιος είχε στήσει στο Moghulτο Bollywood με βίντεο. Το καστ αποτελούσαν ο ίδιος, μια ομορφούλα και τρεις ακόλουθοι, όλοι ντυμένοι με παραδοσιακά ρούχα παλιάς εποχής, χόρευαν και πόζαραν μπροστά στην κάμερα. Παρατηρούσαμε σχολιάζοντας την ματαιοδοξία, την κακογουστιά, και την γελοιότητα αυτής της σκηνής όταν γίναμε αντιληπτοί από την ομήγυρη. Ο νεαρός πλούσιος, μας πλησίασε εκστασιασμένος, κάτω από το πλουμιστό καπέλο του ένα ζευγάρι μάτια είχε καρφωθεί γεμάτο ενδιαφέρον στην θωριά της κοκκινομάλλας, γαλανομάτας, και γαλακτερής Βούλας, είχε βρει την πριγκίπισσα του (εμένα ούτε για να με φτύσουνε αλλά θα σας παραπονεθώ μετά), και όταν λέω «πριγκίπισσας» το εννοώ τέτοια την ντύσανε, την στολίσανε, και την στήσανε μπροστά στην κάμερα. Παρακολουθούσαμε ξαφνιασμένοι, ο Σταύρος το γλένταγε, σάρκαζε και πείραζε την Βούλα, τράβαγε φωτογραφίες για τα πρώτα 5’ μετά τον βούτηξαν και αυτόν καθότι ανοιχτόχρωμος και ψηλός και τον ντύσανε κάτι ακαθόριστο αλλά γελοίο. Οι υπόλοιποι την γλυτώσαμε λόγω εμφάνισης. Τέλος ο κυριούλης τους ευχαρίστησε και τους έδεσε την κάρτα του για να πάμε να παραλάβουμε την ταινία όταν φτάσουμε στο Δελχί, τέτοια υπερπαραγωγή μην την χάσουμε. Τώρα που μαζεύαμε τις αναμνήσεις μας για να βγάλουμε την ιστορία ο Σταύρος θυμήθηκε την λαμπρή καριέρα που παράτησε στο Δελχί και από τότε επαναλαμβάνει συνεχώς «αχ γιατί δεν πήγαμε να πάρουμε την ταινία;;;;».
Το Nehrupark ήταν εντελώς διαφορετικό από το ξενέρωμα του Moghul, στην πραγματικότητα χωθήκαμε με τις shikares σε ένα καταπράσινο τοπίο με δεκάδες φωλιές πουλιών, η πορεία ήταν συναρπαστική, δύσκολη μεν για τους βαρκάρηδες που είχαν να κουμαντάρουν την βάρκα ανάμεσα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους με τοίχους από ψηλά χόρτα και θάμνους, αλλά υπέροχη. Έφεραν τις βάρκες κάτω από δύο πυκνά δέντρα και ακούγαμε για μισή ώρα τα πουλιά, καθόμασταν ακίνητοι και αμίλητοι, δεν είχαμε ανάγκη να δηλώσουμε την παρουσία μας, θέλαμε να μας απορροφήσει αυτή ήρεμη πυκνή βλάστηση, να γίνουμε μέρος των δέντρων και των σκοτεινών νερών της λίμνης, φόβο κανέναν δεν είχαμε, ούτε για κανέναν απειλή δεν αποτελούσαμε τα πουλιά στο τέλος πλησίασαν και άρχισαν να κινούνται γύρω μας. Ο μάγειρας είχε έρθει μαζί μας και μας ετοίμασε το γεύμα επί τόπου, έβγαλε από τον πάτο της βάρκας καμινέτο και χύτρες και ζέστανε το φαί μέσα στην shikara.
Κάπου εκεί τελείωνε το καλό και άρχισε ο κλασικός τουρισμός. Ανασκουμπωθήκαμε στις βάρκες μας και φύγαμε για την Ερμού του Srinagar. Τώρα πως έτυχε όταν πήγαμε εμείς όόόλα τα μαγαζιά να είναι κλειστά εκτός από ένα δεν ξέρω, ρωτήστε τον φτυσιματία μας. Το χαζομάγαζο ήταν χλιδάτο αλλά αδιάφορο, κανείς μας δεν είχε διάθεση να αγοράσει χαλιά, το μόνο ενδιαφέρον ήταν ο τρόπος ύφανσης, όλοι οι αργαλειοί στην σειρά με τους εργάτες να υφαίνουν, και κάποιος να διαβάζει από ένα βιβλίο, ο ρυθμός της φωνής του θύμιζε προσευχή αλλά στην πραγματικότητα διάβαζε την σειρά των χρωμάτων για κάθε έναν από τους εργάτες, είχε δηλαδή την περιγραφή του σχεδίου του κάθε χαλιού και τους συντόνιζε. Το έμπειρο μάτι του ιδιοκτήτη ξεχώρισε τον Νίκο για το αρχοντικό αέρα που απέπνεε, και τον Γιώργο για το ενδιαφέρον που έδειξε, τους κάθισαν σε μικρά σκαλιστά σκαμνάκια και τους προσέφεραν τσάι. Τα χαλιά ερχόντουσαν μπροστά τους το ένα μετά το άλλο. Ο Γιώργος αγόρασε ένα μικρούλι, ο Νίκος ενδιαφέρθηκε και παζάρεψε ένα μεγάλο και ομολογουμένως όμορφο χαλί περισσότερο για το άθλημα παρά από πραγματικό ενδιαφέρον. Παζάρι στο παζάρι ο μαγαζάτορας τα πήρε στο κρανίο και αποσύρθηκε. Ο Σταύρος υπόκυψε στο κάλεσμα της φύσης, σεμνά και ταπεινά ζήτησε να πάει στην τουαλέτα, και πως ένας τουρίστας πάει σε τουαλέτα στο Κασμίρ όταν το νερό έχει φτάσει στο κεφαλόσκαλο; Το βρήκατε με shikaraφυσικά, επιβιβάστε λοιπόν με έναν εργάτη και πλατς πλουτς ξεκινούν για απέναντι, δύο απλωτές πορεία, αλλά θες η βάρκα που κουνούσε, θες ο βαρκάρης που ήταν άπειρος, ο κακομοίρης εκεί που ήταν έτοιμος να βγει από το σκάφος και να βοηθήσει και τον Σταύρο, κάνει μια μπλουμ και χάνετε μέσα στα πράσινα νερά. Με την πτώση η βάρκα άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα ο Σταύρος με το χαρτί υγείας παραμάσχαλα κρατιόταν με τα δύο του χέρια μην βρεθεί και ο ίδιος στην υγρή χλωρίδα, η Λίτσα και η Ιωάννα παρακολουθούσαν από το απέναντι μπαλκόνι και έσπευσαν να βοηθήσουν, η Λίτσα φωνάζοντας όλο χαρά, «την μηχανή, την μηχανή», η Ιωάννα ήδη έτοιμη με την μηχανή στο χέρι τραβούσε μανιωδώς. Επιτέλους το κεφάλι του ανθρωπάκου εμφανίστηκε μέσα από τον βούρκο, «noproblem» οι πρώτες και μόνες λέξεις που ακούσαμε από το στόμα του. Ο Σταύρος αποσβολωμένος κρατάει ακόμα γερά το ρολό στο χέρι του, ούτε λόγος για τουαλέτα, το κλειδί είναι στον πάτο της λίμνης μετά τους μουσώνες θα ξανανοιχτεί η τουαλέτα. Σουρούπωνε, ήταν ώρα να γυρίσουμε στο λιμνοσπιτάκι μας, εκεί ξανάρχισε η παρέλαση των Shikaras, ρώταγε η Ιωάννα αν υπάρχουν γλυκά στην περιοχή, εμφανιζόταν η shikara - ζαχαροπλάστης, είχε χαλάσει η μηχανή της Λίτσας εμφανιζόταν η shikara – fotografow (έτσι έγραφε), μετά ήρθε ο καταστηματάρχης με το χαλί για να συνεχίσει το παζάρι με τον Νίκο. Αποφασίσαμε ότι θα καταπνίξουμε τις επιθυμίες μας γιατί είχαμε πήξει στις επισκέψεις. Μετά το φαγητό καθίσαμε στην βεράντα, σε λίγο ήρθε ο μάγειρας, ο ρεψιματίας, και ο φτυσιματίας για να κάτσουν μαζί μας. Τώρα που οι κασμιριανοί ετοιμάζονται να ανάψουν το ξακουστό χασίς της περιοχής είναι η ώρα να αποσυρθώ στο δωμάτιο μου, δεν μπορώ να μιλήσω για αυτά που γίνονται όταν κοιμάμαι.
Attachments
-
50,7 KB Προβολές: 3.198