gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.658
- Likes
- 8.759
- Επόμενο Ταξίδι
- Ισπανία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Στον σταθμό του Μονάχου (άχου, άχου)
Η άφιξη στον ιστορικό (για τους απανταχού Έλληνες μετανάστες κι όχι μόνο) σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου ήταν καθυστερημένη, η ώρα σχετικώς περασμένη και η κούραση μας συσσωρευμένη. Ψάξαμε και βρήκαμε το μοναδικό μίνι μάρκετ που ήταν ανοιχτό στην περιοχή, Σάββατο βράδυ, κάναμε λίγα βασικά ψώνια κι αντί να ξεχυθούμε στα μπαράκια για ξέφρενη διασκέδαση, πήγαμε στο διαμέρισμα που είχαμε κλείσει εκεί κοντά. Η γειτονιά δεν μας ενέπνευσε καθόλου και είμαι σχεδόν σίγουρος πως κανένας απ’ όσους συναντήσαμε δεν ήταν Γερμανός. Αποδείχτηκε τις επόμενες μέρες πως στη γύρω του σταθμού περιοχή συναθροίζονται και κατοικούν μετανάστες απ‘ όλον τον κόσμο. Μέχρι και Ρωσοπόντιους συναντήσαμε τις επόμενες μέρες με την χαρακτηριστική βαριά εκφορά των ελληνικών.
Ετοιμάσαμε μια μακαρονάδα στα γρήγορα και πέσαμε στα κρεβάτια μας. Ούτε καν ονειρευτήκαμε ότι είμασταν έξω και γλεντούσαμε…
Το επόμενο πρωϊνό, όπως μας είχε «υποσχεθεί» η μετεωρολογική υπηρεσία ήταν κρύο, ένα ελαφρύ χιόνι εναλλασσόταν με παγωμένο χιονόνερο αλλά εμείς ατάραχοι καθώς είχαμε ήδη σχεδιάσει το πρόγραμμά μας με γνώμονα αυτή την αλλαγή του καιρού. Μέχρι το μεσημέρι που θα βελτιωνόταν κάπως η κατάσταση θα επισκεπτόμασταν την παλιά πινακοθήκη της πόλης (Alte Pinakothek) και μάλιστα με εισιτήριο μόνο 1 ευρώ, λόγω Κυριακής. Μετά από ένα ζεστό καφεδάκι κι ένα πλούσιο πρωϊνό που κράτησε αρκετή ώρα πήραμε το λεωφορείο της γραμμής και σε λίγο βρισκόμασταν στην περιοχή των μουσείων τέχνης του Μονάχου. Εκτός από την παλιά πινακοθήκη, στην περιοχή υπάρχει η Νέα Πινακοθήκη (Neue Pinakothek), η Μοντέρνα πινακοθήκη (Pinakothek der Moderne), η Γλυπτοθήκη (Glyptothek) καθώς και το μουσείο Αιγυπτιακής τέχνης (Staatliches Museum Ägyptischer Kunst). Η Νέα Πινακοθήκη ξέραμε πως είναι κλειστή λόγω έργων αλλά ευτυχώς ένα μέρος των εκθεμάτων της εκτίθενται στην παλιά.
Στους ενδιάμεσους χώρους μεταξύ των μουσείων υπήρχαν εκτεταμένα πάρκα διακοσμημένα με διάφορα υπαίθρια έργα τέχνης βάζοντας μας έτσι γρήγορα στο κλίμα της περιοχής.
Το βαρύ κτίριο της πινακοθήκης δεν προκαλούσε, θα έλεγα, την καλύτερη δυνατή διάθεση ενώ οι αγενείς υπάλληλοι του μουσείου καθώς και η κοσμοσυρροή (δεν είχαμε μόνο εμείς την ιδέα να πάμε στο μουσείο τέτοια μέρα) μας δημιούργησαν έναν μικρό εκνευρισμό. Όταν δε μας ανάγκασαν να παραδώσουμε ομπρέλες και νερά στην γκαρνταρόμπα, περιμένοντας κάμποση ώρα στην τεράστια ουρά ο εκνευρισμός μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο.
Ευτυχώς πολύ γρήγορα όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εξαφανίστηκαν. Η πραγματικά πλούσια (ίσως και λόγω της μίξης κάποιων εκθεμάτων από την νέα πινακοθήκη) συλλογή έργων της πινακοθήκης μας συνεπήρε. Ειδικά το κομμάτι με τους γνωστότερους ζωγράφους του 19ου και 20ου αιώνα ήταν εξαιρετικό. Βαν Γκόγκ, Γκωγκέν, Κλίμτ, Κλέε, Μονέ, Μανέ, Ντελακρουά κλπ
Φυσικά υπήρχαν και πολλοί πίνακες παλιότερων μεγάλων ζωγράφων όπως Γκόγια, Ελ Γκρέκο, Ιερώνυμο Μπος, Μποτιτσέλι, Ρέμπραντ, Μπρίγκελ, Γκράνα κλπ
Οι Γερμανοί ζωγράφοι φυσικά είχαν την τιμητική τους κι ακόμη κι αν προσωπικά δεν με ενθουσιάζουν είδαμε μερικούς καλούς πίνακες, όπως 2 εξαιρετικούς του Ντύρερ.
Τώρα θα πείτε γιατί δεν σου αρέσουν οι Γερμανοί ζωγράφοι; Παραθέτω ένα παράδειγμα 2 πινάκων πάνω στο ίδιο θέμα και βρείτε εσείς ποιος από τους 2 είναι του Γερμανού ζωγράφου.
Υπήρχαν ακόμη αρκετοί πίνακες του αγαπημένου της Ε. (και δικού μου) Σεβιγιάνου ζωγράφου Μουρίγιο καθώς και μερικοί του Αρτσιμπόλντο που προσωπικά μου αρέσει η παράξενη τεχνική του.
Μετά από ένα σχεδόν 3ώρο μέσα στην πινακοθήκη είχαμε πάρει overdose ζωγραφικής και καθώς η ώρα είχε πια περάσει και ο καιρός έξω όντως είχε βελτιωθεί, εγκαταλείψαμε την πινακοθήκη με προορισμό τον κέντρο του Μονάχου.
Στην πλατεία Odeonsplatz σταθήκαμε λίγο κάτω από το άγαλμα του Βασιλιά της Βαυαρίας Ludwig I κι απέναντι από μνημείο που είναι αφιερωμένο στον Βαυαρικό στρατό (κι αυτό με σκαλιωσιές). Στο πλάι του μνημείου ήδη φαίνονταν εξωτερικά μέρη της βασιλικής κατοικίας ( Residenz München).
Δίπλα ακριβώς ήταν η εκκλησία Theatinekirche St. Kajetan που στεγάζει τον οικογενειακό τάφο της Βαυαρικής Δυναστείας. Εκεί μεταξύ των διαφόρων άλλων τάφων, βρίσκονται κι αυτοί του Όθωνα, και της Αμαλίας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ήρθε στο νου, το βιβλίο του Μπορίς Βιάν «Θα φτύσω στους τάφους σας».
Μια ματιά ρίξαμε μόνο και συνεχίσαμε μπαίνοντας από μια πύλη στην λιτή, εσωτερική αυλή του παλατιού.
Εξωτερικά το παλάτι δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο οπότε δεν μας τράβηξε να μπούμε και μέσα. Συνεχίσαμε λοιπόν με κατεύθυνση το κέντρο περνώντας από την πλατεία Max-Joseph-Platz με τα ενδιαφέροντα κτίρια αλλά και την Βαυαρική όπερα που σαφώς ήταν εντυπωσιακότερη του παλατιού.
Ακολούθως στον δρόμο που προχωρήσαμε άρχισαν να εμφανίζονται καταστήματα μεγάλων και πολυτελών οίκων και ξαφνικά από το πουθενά η Ελ. άρχισε να μου ζητά να της αγοράσω κάτι. Εεεε όχι. Επειδή δεν ήρθε μαζί μας ο Αλ. να την πληρώσω εγώ;
Περπατήσαμε την εν μέρει πεζοδρομημένη Dienerstraße και φτάσαμε στην περίφημη Marienplatz, την κεντρική πλατεία της πόλης. Τα 2 δημαρχεία, παλιό και νέο τράβηκαν αμέσως την προσοχή μας. Μπερδευτήκαμε βέβαια λίγο καθώς το παλιό δημαρχείο, τέλεια ανακαινισμένο έμοιαζε σαφώς νεότερο από το νέο (μαύρη, μαυρίλα πλάκωσε).
Η πατίνα του χρόνου έδινε στο νέο δημαρχείο μια εικόνα τόσο σκοτεινή που δεν σε άφηνε να δεις τις άπειρες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Ή μήπως ήταν η πείνα που μας τύφλωνε;
Μάλλον το 2ο, γιατί φύγαμε σχεδόν αμέσως από την πλατεία και κατευθυνθήκαμε στην παραδοσιακή (αν κι αρκετά τουριστική) μπυραρία Schneider Bräuhaus München. Εκτός του αρκετά καλού φαγητού, απολαύσαμε, μετά από σύσταση ενός γερμανού συνδαιτημόνα, μια εξαιρετική μαύρη μπύρα, την καλύτερη που ήπιαμε αυτές τις μέρες στη χώρα.
Χορτασμένοι και δροσισμένοι επιστρέψαμε στην Marienplatz περνώντας κάτω από το παλιό δημαρχείο ενώ είχε πέσει το σούρουπο και τα φώτα είχαν αρχίσει να ανάβουν. Είδαμε την πίσω πλευρά του Αγίου Πέτρου που βρίσκεται εκεί κοντά και ρίξαμε άλλη μια ματιά στο νέο δημαρχείο δίνοντας του περισσότερο χρόνο αυτή την φορά.
Διαδρομή 1ης μέρας
Την επόμενη μέρα, ξυπνώντας, διαπιστώσαμε ότι ο ουρανός ήταν σχεδόν ασυννέφιαστος και η μέρα φωτεινή αν και το κρύο δεν είχε υποχωρήσει ιδιαίτερα. Μετά από ένα καλό πρωϊνό ο λαμπρός ήλιος άρχισε να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα και ξεκινήσαμε για τον Αγγλικό κήπο, το μεγάλο και διάσημο αστικό πάρκο του Μονάχου. Φτάσαμε με το λεωφορείο της γραμμής κοντά στην είσοδό του περνώντας μπροστά από παλάτι του Prinz Carl αλλά και το μουσείο σύγχρονης τέχνης (Haus der Kunst) που συνήθως φιλοξενεί προσωρινές ή περιοδεύουσες εκθέσεις.
Ξαφνικά κι ενώ στην περιοχή δεν κυκλοφορούσαν πολλοί πεζοί, απέναντι από τη στάση είδαμε μια μικρή κοσμοσυρροή. Στο πεζοδρόμιο, σε μια μικρή γέφυρα, ήταν μαζεμένοι πολλοί τουρίστες (κυρίως) κι οι φωτογραφικές μηχανές τους είχαν πάρει φωτιά. Ήταν το σημείο του μικρού ποταμού Eisbach (ή μήπως καναλιού
που συγκεντρώνονται οι ντόπιοι σέρφερς για να επιδοθούν στο άθλημα τους. Ε, αν είσαι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την θάλασσα κάποια λύση πρέπει να βρεις για να κάνεις αυτό που σου αρέσει.
Πάντως, για να πω την αλήθεια, παρόλο που περίμενα ότι το όλο θέαμα θα είναι μια τουριστίλα, τελικά το ευχαριστήθηκα.
Μείναμε αρκετή ώρα στο Eisbachwelle και ακριβώς πριν μπούμε μέσα στο πάρκο ρίξαμε μια ματιά στο ιδιαιτέρου αίγλης κτίριο του μουσείου Die Sammlung Bollert που φαινόταν ωστόσο ερμητικά κλειστό.
Ξεκινήσαμε την βόλτα μας στο πάρκο ακολουθώντας αρχικά την όχθη του Eisbach και κατόπιν την «παράκαμψη» Schwabinger Bach ως το μικρό νησάκι που φιλοξενεί την Ιαπωνική τσαγερία, που ήταν κλειστή. Κύκνοι, πάπιες κι άλλα πουλερικά μας συνόδευαν στην βόλτα μας σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, παρά την εποχή.
Κάναμε το γύρο της μικρής λιμνούλας παρέα με αρκετούς ντόπιους που είχαν βγει για να απολαύσουν την λιακάδα και βγήκαμε από την άλλη πλευρά, σε μια ανοιχτή περιοχή με γκαζόν, ενώ στο βάθος άρχισε να φαίνεται o ναός του Μονόπτερου, ένα κτίριο σε ελληνιστικό στυλ πάνω σ’ ένα μικρό λοφάκι.
Βάλαμε πλώρη προς τα εκεί, περνώντας από γεφυρούλες και ποταμάκια, μέχρι που φτάσαμε από κάτω του. Ο ναΐσκος από κοντά φαινόταν πιο ενδιαφέρων κι έτσι κάναμε ένα μικρό διάλλειμα στα παγκάκια της περιοχής για να τον δούμε καλύτερα και να τον φωτογραφίσουμε.
Συνεχίσαμε την βόλτα μας κι όταν αρχίσαμε να διακρίνουμε τον Κινέζικο Πύργο, ένα ξύλινο κατασκεύασμα που θύμιζε παγόδα, καταλάβαμε ότι φτάναμε στο βασικότερο αξιοθέατο του πάρκου, την μπυραρία Restaurant am Chinesischen Turm Haberl… Μερικές μπυρίτσες του λίτρου ήταν απαραίτητες για να αποφύγουμε την αφυδάτωση…
Η ωραία λιακάδα σε συνδυασμό με τις μπύρες μας χαλάρωσαν υπερβολικά και ξεχαστήκαμε, σε σημείο που όταν φύγαμε από το πάρκο, η ώρα να είναι σχεδόν 4 το απόγευμα. Βγήκαμε από μια πλαϊνή έξοδο του πάρκου, σε μια ωραία γειτονιά και πήραμε το τραμ με κατεύθυνση το Γερμανικό μουσείο Τεχνολογίας.
Φτάνοντας κοντά στην περιοχή του μουσείου συνειδητοποίησα πως σε λίγο θα έκλεινε! Τόσο πολύ είχα χαλαρώσει που δεν θυμόμουν καν ότι έπρεπε να είμασταν εκεί τουλάχιστον 1-2 ώρες νωρίτερα για να μπορέσουμε να το δούμε όπως του αξίζει. Καθώς κυρίως εγώ ενδιαφερόμουν γι’ αυτό το μουσείο άρχισα να τρέχω μπας και προλάβω να δω κάτι, αφήνοντας πίσω την Ε. και Ελ. που δεν είχαν την πρόθεση να ιδρώσουν για ένα μουσείο τεχνολογίας.
Έφτασα στην πόρτα στις 16:30, λαχανιασμένος και πήγα να ρωτήσω τους φύλακες αν μπορώ να μπω. Αντί απάντησης μου άνοιξαν την πύλη και χωρίς να μου ζητήσουν καν εισιτήριο (άλλωστε δεν προλάβαινα να βγάλω), με έβαλαν μέσα. Σχεδόν αμέσως άκουσα την ανακοίνωση ότι το μουσείο κλείνει στις 17:00 και να ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε.
Σκέφτηκα πως το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δω τα εκθέματα του ορόφου στον οποίο βρισκόμουν και να μην αποπειραθώ για κάτι περισσότερο. Θα ήταν μάταιο. Έριξα λοιπόν μια καλή ματιά στα πάσης φύσεως ιπτάμενα της πρώτης αίθουσας χωρίς φυσικά να διαβάσω ούτε τις ενημερωτικές πινακίδες.
Αμέσως μετά βρήκα μια αίθουσα με ακριβή διοράματα από διάφορα είδη γεφυρών, θέμα στο οποίο, σε άλλες συνθήκες, θα αφιέρωνα πολύ χρόνο αλλά τώρα δεν είχα…
Και λίγο πριν το τέλος εντόπισα μια σειρά από σύγχρονα ρομπότ διαφόρων ειδών.
Κοινώς δεν είδα τίποτα από όσα έχει να προσφέρει αυτό το εξαιρετικό μουσείο.
Σκασμένος για το λάθος μου αλλά κι από την τρεχάλα, βγήκα έξω και όλοι μαζί πάλι κινηθήκαμε προς το κέντρο της πόλης. Περάσαμε από την πύλη Isartor και κοντά από την εκκλησία Heilig Geist με κατεύθυνση την υπαίθρια αγορά Victualienmarkt την οποία και γυρίσαμε για λίγη ώρα αλλά δεν μας είπε και πολλά, ούτε από τα προϊόντα της, ούτε από τις τιμές της.
Φεύγοντας, κινηθήκαμε πιο κεντρικά παίρνοντας αυτή την φορά τον κεντρικό πεζόδρομο Kaufingerstraße που ήταν γεμάτος σύγχρονα καταστήματα και παλιά εντυπωσιακά κτίρια ενώ ανάμεσα τους βρισκόταν κι η εκκλησία St. Michael München.
Η μπυραρία Augustiner Stammhaus ξεφύτρωσε μπροστά μας ξαφνικά και είπαμε να μπούμε να δοκιμάσουμε μερικά παραδοσιακά βαυαρικά πιάτα, ειδικά πολύ καλά Kässpätzle και φυσικά μερικές ακόμη ντόπιες μπυρίτσες, από ευγένεια.
Χορτάτοι πια, ξεδιψασμένοι και κυρίως αρκετά ξεκούραστοι κι ενώ είχε νυχτώσει για τα καλά, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το κατάλυμα μας, περνώντας και πάλι από διάφορα κτίρια ασυνήθιστης αρχιτεκτονικής καθώς κι από μια ακόμη από τις πύλες της παλιά πόλης, την Karlstor.
Διαδρομή 2ης μέρας
Και να που έφτασε κι η τελευταία μέρα του ταξιδιού. Θα πετούσαμε σχετικά αργά το βράδυ οπότε είχαμε χρόνο για μια τελευταία, μεγάλη βόλτα. Το check out από το διαμέρισμα ήταν στις 11:00 κι ευτυχώς μας επέτρεπαν να αφήσουμε εκεί τις βαλίτσες μας χωρίς επιπλέον κόστος.
Φύγαμε λοιπόν για το παλάτι του Nymphenburg, που βρίσκεται λίγο έξω από το κέντρο. Το τραμ μας άφησε δίπλα σ’ ένα μικρό κανάλι που βρίσκεται στην ευθεία του παλατιού, συγκεκριμένα δίπλα στην γέφυρα Ludwig-Ferdinand-Brücke. Από εκεί βλέπαμε στο βάθος το κεντρικό κτίριο του συγκροτήματος ενώ στην γέφυρα είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί πιτσιρίκοι που τάιζαν τα ψάρια και τις πάπιες του καναλιού.
Προχωρώντας προς το παλάτι, σιγά σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται όλο το σύμπλεγμα των κτιρίων που το αποτελούσαν μαζί με το πάρκο και τα συνοδευτικά οικήματα της περιοχής. Η εικόνα δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτική, ίσως επειδή η εποχή δεν ήταν ιδανική για το πάρκο αλλά όπως κι αν έχει δεν έδινε την εικόνα αυτοκρατορικών παλατιών όπως είναι σε άλλες περιοχές και χώρες.
Φτάνοντας όμως στο κεντρικό κτίριο οι εντυπώσεις μας άλλαξαν. Εξαιρετικές τοιχογραφίες, στην πλειοψηφία τους εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία κοσμούσαν τους τοίχους των και τις οροφές των δωματίων, δηλωτικές της χλιδής και της πολυτέλειας που ζούσαν οι κατά περιόδους ένοικοί του.
Τα αυθεντικά έπιπλα από την άλλη αν και καλοσχεδιασμένα για την εποχή τους, δεν έδειναν την εντύπωση ότι ήταν πολύ άνετα. Το δε κρεβάτι της βασίλισσας με το πολύ μεγάλο ύψος του μας έκανε να αναρωτηθούμε σχετικά με τον τρόπο που ανέβαινε πάνω του (με σκαλωσιά, με βίντσι ή με επί κοντώ).
Περιηγηθήκαμε αρκετή ώρα στο εσωτερικό και κινηθήκαμε λίγο και τσους κήπους της άλλης πλευράς μην έχοντας μεγάλες ελπίδες κρίνοντας από αυτά που είχαμε δει ως τώρα. Όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι κήποι της άλλης πλευράς ήταν κατά πολύ ομορφότεροι και σαφώς πιο προσεγμένοι. Η δε πίσω όψη του κεντρικού κτιρίου εξαιρετικά πιο εντυπωσιακή.
Η βόλτα μας άνοιξε την όρεξη και σύντομα πήγαμε σ’ ένα κοντινό εστιατόριο, με πολύ ωραίο διάκοσμο (σχεδόν σαν παλάτι) όπου απολαύσαμε το τελευταίο, σ’ αυτό το ταξίδι, παραδοσιακό βαυαρικό γεύμα μας με Schweinebraten, Knödel και σνίτσελ.
Ρουφήξαμε μέχρι σταγόνας τις ύστατες γερμανικές μπύρες και μ’ ένα βάρος (κυρίως στο στομάχι, αλλά και στο μυαλό) ξεκινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής. Αρχικά στο διαμέρισμα για να παραλάβουμε μπαγκάζια, κατόπιν στον σταθμό του Μονάχου για να πάρουμε το τραίνο και να νιώσουμε τον καημό του Καζαντζίδη και τέλος στο αεροδρόμιο για την οριστική επιστροφή μας.
Η άφιξη στον ιστορικό (για τους απανταχού Έλληνες μετανάστες κι όχι μόνο) σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου ήταν καθυστερημένη, η ώρα σχετικώς περασμένη και η κούραση μας συσσωρευμένη. Ψάξαμε και βρήκαμε το μοναδικό μίνι μάρκετ που ήταν ανοιχτό στην περιοχή, Σάββατο βράδυ, κάναμε λίγα βασικά ψώνια κι αντί να ξεχυθούμε στα μπαράκια για ξέφρενη διασκέδαση, πήγαμε στο διαμέρισμα που είχαμε κλείσει εκεί κοντά. Η γειτονιά δεν μας ενέπνευσε καθόλου και είμαι σχεδόν σίγουρος πως κανένας απ’ όσους συναντήσαμε δεν ήταν Γερμανός. Αποδείχτηκε τις επόμενες μέρες πως στη γύρω του σταθμού περιοχή συναθροίζονται και κατοικούν μετανάστες απ‘ όλον τον κόσμο. Μέχρι και Ρωσοπόντιους συναντήσαμε τις επόμενες μέρες με την χαρακτηριστική βαριά εκφορά των ελληνικών.
Ετοιμάσαμε μια μακαρονάδα στα γρήγορα και πέσαμε στα κρεβάτια μας. Ούτε καν ονειρευτήκαμε ότι είμασταν έξω και γλεντούσαμε…
Το επόμενο πρωϊνό, όπως μας είχε «υποσχεθεί» η μετεωρολογική υπηρεσία ήταν κρύο, ένα ελαφρύ χιόνι εναλλασσόταν με παγωμένο χιονόνερο αλλά εμείς ατάραχοι καθώς είχαμε ήδη σχεδιάσει το πρόγραμμά μας με γνώμονα αυτή την αλλαγή του καιρού. Μέχρι το μεσημέρι που θα βελτιωνόταν κάπως η κατάσταση θα επισκεπτόμασταν την παλιά πινακοθήκη της πόλης (Alte Pinakothek) και μάλιστα με εισιτήριο μόνο 1 ευρώ, λόγω Κυριακής. Μετά από ένα ζεστό καφεδάκι κι ένα πλούσιο πρωϊνό που κράτησε αρκετή ώρα πήραμε το λεωφορείο της γραμμής και σε λίγο βρισκόμασταν στην περιοχή των μουσείων τέχνης του Μονάχου. Εκτός από την παλιά πινακοθήκη, στην περιοχή υπάρχει η Νέα Πινακοθήκη (Neue Pinakothek), η Μοντέρνα πινακοθήκη (Pinakothek der Moderne), η Γλυπτοθήκη (Glyptothek) καθώς και το μουσείο Αιγυπτιακής τέχνης (Staatliches Museum Ägyptischer Kunst). Η Νέα Πινακοθήκη ξέραμε πως είναι κλειστή λόγω έργων αλλά ευτυχώς ένα μέρος των εκθεμάτων της εκτίθενται στην παλιά.
Στους ενδιάμεσους χώρους μεταξύ των μουσείων υπήρχαν εκτεταμένα πάρκα διακοσμημένα με διάφορα υπαίθρια έργα τέχνης βάζοντας μας έτσι γρήγορα στο κλίμα της περιοχής.


Το βαρύ κτίριο της πινακοθήκης δεν προκαλούσε, θα έλεγα, την καλύτερη δυνατή διάθεση ενώ οι αγενείς υπάλληλοι του μουσείου καθώς και η κοσμοσυρροή (δεν είχαμε μόνο εμείς την ιδέα να πάμε στο μουσείο τέτοια μέρα) μας δημιούργησαν έναν μικρό εκνευρισμό. Όταν δε μας ανάγκασαν να παραδώσουμε ομπρέλες και νερά στην γκαρνταρόμπα, περιμένοντας κάμποση ώρα στην τεράστια ουρά ο εκνευρισμός μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο.


Ευτυχώς πολύ γρήγορα όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εξαφανίστηκαν. Η πραγματικά πλούσια (ίσως και λόγω της μίξης κάποιων εκθεμάτων από την νέα πινακοθήκη) συλλογή έργων της πινακοθήκης μας συνεπήρε. Ειδικά το κομμάτι με τους γνωστότερους ζωγράφους του 19ου και 20ου αιώνα ήταν εξαιρετικό. Βαν Γκόγκ, Γκωγκέν, Κλίμτ, Κλέε, Μονέ, Μανέ, Ντελακρουά κλπ




Φυσικά υπήρχαν και πολλοί πίνακες παλιότερων μεγάλων ζωγράφων όπως Γκόγια, Ελ Γκρέκο, Ιερώνυμο Μπος, Μποτιτσέλι, Ρέμπραντ, Μπρίγκελ, Γκράνα κλπ



Οι Γερμανοί ζωγράφοι φυσικά είχαν την τιμητική τους κι ακόμη κι αν προσωπικά δεν με ενθουσιάζουν είδαμε μερικούς καλούς πίνακες, όπως 2 εξαιρετικούς του Ντύρερ.


Τώρα θα πείτε γιατί δεν σου αρέσουν οι Γερμανοί ζωγράφοι; Παραθέτω ένα παράδειγμα 2 πινάκων πάνω στο ίδιο θέμα και βρείτε εσείς ποιος από τους 2 είναι του Γερμανού ζωγράφου.

Υπήρχαν ακόμη αρκετοί πίνακες του αγαπημένου της Ε. (και δικού μου) Σεβιγιάνου ζωγράφου Μουρίγιο καθώς και μερικοί του Αρτσιμπόλντο που προσωπικά μου αρέσει η παράξενη τεχνική του.




Μετά από ένα σχεδόν 3ώρο μέσα στην πινακοθήκη είχαμε πάρει overdose ζωγραφικής και καθώς η ώρα είχε πια περάσει και ο καιρός έξω όντως είχε βελτιωθεί, εγκαταλείψαμε την πινακοθήκη με προορισμό τον κέντρο του Μονάχου.
Στην πλατεία Odeonsplatz σταθήκαμε λίγο κάτω από το άγαλμα του Βασιλιά της Βαυαρίας Ludwig I κι απέναντι από μνημείο που είναι αφιερωμένο στον Βαυαρικό στρατό (κι αυτό με σκαλιωσιές). Στο πλάι του μνημείου ήδη φαίνονταν εξωτερικά μέρη της βασιλικής κατοικίας ( Residenz München).



Δίπλα ακριβώς ήταν η εκκλησία Theatinekirche St. Kajetan που στεγάζει τον οικογενειακό τάφο της Βαυαρικής Δυναστείας. Εκεί μεταξύ των διαφόρων άλλων τάφων, βρίσκονται κι αυτοί του Όθωνα, και της Αμαλίας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ήρθε στο νου, το βιβλίο του Μπορίς Βιάν «Θα φτύσω στους τάφους σας».


Μια ματιά ρίξαμε μόνο και συνεχίσαμε μπαίνοντας από μια πύλη στην λιτή, εσωτερική αυλή του παλατιού.



Εξωτερικά το παλάτι δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο οπότε δεν μας τράβηξε να μπούμε και μέσα. Συνεχίσαμε λοιπόν με κατεύθυνση το κέντρο περνώντας από την πλατεία Max-Joseph-Platz με τα ενδιαφέροντα κτίρια αλλά και την Βαυαρική όπερα που σαφώς ήταν εντυπωσιακότερη του παλατιού.


Ακολούθως στον δρόμο που προχωρήσαμε άρχισαν να εμφανίζονται καταστήματα μεγάλων και πολυτελών οίκων και ξαφνικά από το πουθενά η Ελ. άρχισε να μου ζητά να της αγοράσω κάτι. Εεεε όχι. Επειδή δεν ήρθε μαζί μας ο Αλ. να την πληρώσω εγώ;


Περπατήσαμε την εν μέρει πεζοδρομημένη Dienerstraße και φτάσαμε στην περίφημη Marienplatz, την κεντρική πλατεία της πόλης. Τα 2 δημαρχεία, παλιό και νέο τράβηκαν αμέσως την προσοχή μας. Μπερδευτήκαμε βέβαια λίγο καθώς το παλιό δημαρχείο, τέλεια ανακαινισμένο έμοιαζε σαφώς νεότερο από το νέο (μαύρη, μαυρίλα πλάκωσε).


Η πατίνα του χρόνου έδινε στο νέο δημαρχείο μια εικόνα τόσο σκοτεινή που δεν σε άφηνε να δεις τις άπειρες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Ή μήπως ήταν η πείνα που μας τύφλωνε;
Μάλλον το 2ο, γιατί φύγαμε σχεδόν αμέσως από την πλατεία και κατευθυνθήκαμε στην παραδοσιακή (αν κι αρκετά τουριστική) μπυραρία Schneider Bräuhaus München. Εκτός του αρκετά καλού φαγητού, απολαύσαμε, μετά από σύσταση ενός γερμανού συνδαιτημόνα, μια εξαιρετική μαύρη μπύρα, την καλύτερη που ήπιαμε αυτές τις μέρες στη χώρα.


Χορτασμένοι και δροσισμένοι επιστρέψαμε στην Marienplatz περνώντας κάτω από το παλιό δημαρχείο ενώ είχε πέσει το σούρουπο και τα φώτα είχαν αρχίσει να ανάβουν. Είδαμε την πίσω πλευρά του Αγίου Πέτρου που βρίσκεται εκεί κοντά και ρίξαμε άλλη μια ματιά στο νέο δημαρχείο δίνοντας του περισσότερο χρόνο αυτή την φορά.




Διαδρομή 1ης μέρας

Την επόμενη μέρα, ξυπνώντας, διαπιστώσαμε ότι ο ουρανός ήταν σχεδόν ασυννέφιαστος και η μέρα φωτεινή αν και το κρύο δεν είχε υποχωρήσει ιδιαίτερα. Μετά από ένα καλό πρωϊνό ο λαμπρός ήλιος άρχισε να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα και ξεκινήσαμε για τον Αγγλικό κήπο, το μεγάλο και διάσημο αστικό πάρκο του Μονάχου. Φτάσαμε με το λεωφορείο της γραμμής κοντά στην είσοδό του περνώντας μπροστά από παλάτι του Prinz Carl αλλά και το μουσείο σύγχρονης τέχνης (Haus der Kunst) που συνήθως φιλοξενεί προσωρινές ή περιοδεύουσες εκθέσεις.


Ξαφνικά κι ενώ στην περιοχή δεν κυκλοφορούσαν πολλοί πεζοί, απέναντι από τη στάση είδαμε μια μικρή κοσμοσυρροή. Στο πεζοδρόμιο, σε μια μικρή γέφυρα, ήταν μαζεμένοι πολλοί τουρίστες (κυρίως) κι οι φωτογραφικές μηχανές τους είχαν πάρει φωτιά. Ήταν το σημείο του μικρού ποταμού Eisbach (ή μήπως καναλιού


Πάντως, για να πω την αλήθεια, παρόλο που περίμενα ότι το όλο θέαμα θα είναι μια τουριστίλα, τελικά το ευχαριστήθηκα.
Μείναμε αρκετή ώρα στο Eisbachwelle και ακριβώς πριν μπούμε μέσα στο πάρκο ρίξαμε μια ματιά στο ιδιαιτέρου αίγλης κτίριο του μουσείου Die Sammlung Bollert που φαινόταν ωστόσο ερμητικά κλειστό.

Ξεκινήσαμε την βόλτα μας στο πάρκο ακολουθώντας αρχικά την όχθη του Eisbach και κατόπιν την «παράκαμψη» Schwabinger Bach ως το μικρό νησάκι που φιλοξενεί την Ιαπωνική τσαγερία, που ήταν κλειστή. Κύκνοι, πάπιες κι άλλα πουλερικά μας συνόδευαν στην βόλτα μας σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, παρά την εποχή.



Κάναμε το γύρο της μικρής λιμνούλας παρέα με αρκετούς ντόπιους που είχαν βγει για να απολαύσουν την λιακάδα και βγήκαμε από την άλλη πλευρά, σε μια ανοιχτή περιοχή με γκαζόν, ενώ στο βάθος άρχισε να φαίνεται o ναός του Μονόπτερου, ένα κτίριο σε ελληνιστικό στυλ πάνω σ’ ένα μικρό λοφάκι.


Βάλαμε πλώρη προς τα εκεί, περνώντας από γεφυρούλες και ποταμάκια, μέχρι που φτάσαμε από κάτω του. Ο ναΐσκος από κοντά φαινόταν πιο ενδιαφέρων κι έτσι κάναμε ένα μικρό διάλλειμα στα παγκάκια της περιοχής για να τον δούμε καλύτερα και να τον φωτογραφίσουμε.



Συνεχίσαμε την βόλτα μας κι όταν αρχίσαμε να διακρίνουμε τον Κινέζικο Πύργο, ένα ξύλινο κατασκεύασμα που θύμιζε παγόδα, καταλάβαμε ότι φτάναμε στο βασικότερο αξιοθέατο του πάρκου, την μπυραρία Restaurant am Chinesischen Turm Haberl… Μερικές μπυρίτσες του λίτρου ήταν απαραίτητες για να αποφύγουμε την αφυδάτωση…


Η ωραία λιακάδα σε συνδυασμό με τις μπύρες μας χαλάρωσαν υπερβολικά και ξεχαστήκαμε, σε σημείο που όταν φύγαμε από το πάρκο, η ώρα να είναι σχεδόν 4 το απόγευμα. Βγήκαμε από μια πλαϊνή έξοδο του πάρκου, σε μια ωραία γειτονιά και πήραμε το τραμ με κατεύθυνση το Γερμανικό μουσείο Τεχνολογίας.

Φτάνοντας κοντά στην περιοχή του μουσείου συνειδητοποίησα πως σε λίγο θα έκλεινε! Τόσο πολύ είχα χαλαρώσει που δεν θυμόμουν καν ότι έπρεπε να είμασταν εκεί τουλάχιστον 1-2 ώρες νωρίτερα για να μπορέσουμε να το δούμε όπως του αξίζει. Καθώς κυρίως εγώ ενδιαφερόμουν γι’ αυτό το μουσείο άρχισα να τρέχω μπας και προλάβω να δω κάτι, αφήνοντας πίσω την Ε. και Ελ. που δεν είχαν την πρόθεση να ιδρώσουν για ένα μουσείο τεχνολογίας.

Έφτασα στην πόρτα στις 16:30, λαχανιασμένος και πήγα να ρωτήσω τους φύλακες αν μπορώ να μπω. Αντί απάντησης μου άνοιξαν την πύλη και χωρίς να μου ζητήσουν καν εισιτήριο (άλλωστε δεν προλάβαινα να βγάλω), με έβαλαν μέσα. Σχεδόν αμέσως άκουσα την ανακοίνωση ότι το μουσείο κλείνει στις 17:00 και να ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε.
Σκέφτηκα πως το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δω τα εκθέματα του ορόφου στον οποίο βρισκόμουν και να μην αποπειραθώ για κάτι περισσότερο. Θα ήταν μάταιο. Έριξα λοιπόν μια καλή ματιά στα πάσης φύσεως ιπτάμενα της πρώτης αίθουσας χωρίς φυσικά να διαβάσω ούτε τις ενημερωτικές πινακίδες.


Αμέσως μετά βρήκα μια αίθουσα με ακριβή διοράματα από διάφορα είδη γεφυρών, θέμα στο οποίο, σε άλλες συνθήκες, θα αφιέρωνα πολύ χρόνο αλλά τώρα δεν είχα…

Και λίγο πριν το τέλος εντόπισα μια σειρά από σύγχρονα ρομπότ διαφόρων ειδών.



Κοινώς δεν είδα τίποτα από όσα έχει να προσφέρει αυτό το εξαιρετικό μουσείο.
Σκασμένος για το λάθος μου αλλά κι από την τρεχάλα, βγήκα έξω και όλοι μαζί πάλι κινηθήκαμε προς το κέντρο της πόλης. Περάσαμε από την πύλη Isartor και κοντά από την εκκλησία Heilig Geist με κατεύθυνση την υπαίθρια αγορά Victualienmarkt την οποία και γυρίσαμε για λίγη ώρα αλλά δεν μας είπε και πολλά, ούτε από τα προϊόντα της, ούτε από τις τιμές της.



Φεύγοντας, κινηθήκαμε πιο κεντρικά παίρνοντας αυτή την φορά τον κεντρικό πεζόδρομο Kaufingerstraße που ήταν γεμάτος σύγχρονα καταστήματα και παλιά εντυπωσιακά κτίρια ενώ ανάμεσα τους βρισκόταν κι η εκκλησία St. Michael München.



Η μπυραρία Augustiner Stammhaus ξεφύτρωσε μπροστά μας ξαφνικά και είπαμε να μπούμε να δοκιμάσουμε μερικά παραδοσιακά βαυαρικά πιάτα, ειδικά πολύ καλά Kässpätzle και φυσικά μερικές ακόμη ντόπιες μπυρίτσες, από ευγένεια.

Χορτάτοι πια, ξεδιψασμένοι και κυρίως αρκετά ξεκούραστοι κι ενώ είχε νυχτώσει για τα καλά, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το κατάλυμα μας, περνώντας και πάλι από διάφορα κτίρια ασυνήθιστης αρχιτεκτονικής καθώς κι από μια ακόμη από τις πύλες της παλιά πόλης, την Karlstor.


Διαδρομή 2ης μέρας

Και να που έφτασε κι η τελευταία μέρα του ταξιδιού. Θα πετούσαμε σχετικά αργά το βράδυ οπότε είχαμε χρόνο για μια τελευταία, μεγάλη βόλτα. Το check out από το διαμέρισμα ήταν στις 11:00 κι ευτυχώς μας επέτρεπαν να αφήσουμε εκεί τις βαλίτσες μας χωρίς επιπλέον κόστος.
Φύγαμε λοιπόν για το παλάτι του Nymphenburg, που βρίσκεται λίγο έξω από το κέντρο. Το τραμ μας άφησε δίπλα σ’ ένα μικρό κανάλι που βρίσκεται στην ευθεία του παλατιού, συγκεκριμένα δίπλα στην γέφυρα Ludwig-Ferdinand-Brücke. Από εκεί βλέπαμε στο βάθος το κεντρικό κτίριο του συγκροτήματος ενώ στην γέφυρα είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί πιτσιρίκοι που τάιζαν τα ψάρια και τις πάπιες του καναλιού.


Προχωρώντας προς το παλάτι, σιγά σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται όλο το σύμπλεγμα των κτιρίων που το αποτελούσαν μαζί με το πάρκο και τα συνοδευτικά οικήματα της περιοχής. Η εικόνα δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτική, ίσως επειδή η εποχή δεν ήταν ιδανική για το πάρκο αλλά όπως κι αν έχει δεν έδινε την εικόνα αυτοκρατορικών παλατιών όπως είναι σε άλλες περιοχές και χώρες.


Φτάνοντας όμως στο κεντρικό κτίριο οι εντυπώσεις μας άλλαξαν. Εξαιρετικές τοιχογραφίες, στην πλειοψηφία τους εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία κοσμούσαν τους τοίχους των και τις οροφές των δωματίων, δηλωτικές της χλιδής και της πολυτέλειας που ζούσαν οι κατά περιόδους ένοικοί του.




Τα αυθεντικά έπιπλα από την άλλη αν και καλοσχεδιασμένα για την εποχή τους, δεν έδειναν την εντύπωση ότι ήταν πολύ άνετα. Το δε κρεβάτι της βασίλισσας με το πολύ μεγάλο ύψος του μας έκανε να αναρωτηθούμε σχετικά με τον τρόπο που ανέβαινε πάνω του (με σκαλωσιά, με βίντσι ή με επί κοντώ).


Περιηγηθήκαμε αρκετή ώρα στο εσωτερικό και κινηθήκαμε λίγο και τσους κήπους της άλλης πλευράς μην έχοντας μεγάλες ελπίδες κρίνοντας από αυτά που είχαμε δει ως τώρα. Όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι κήποι της άλλης πλευράς ήταν κατά πολύ ομορφότεροι και σαφώς πιο προσεγμένοι. Η δε πίσω όψη του κεντρικού κτιρίου εξαιρετικά πιο εντυπωσιακή.


Η βόλτα μας άνοιξε την όρεξη και σύντομα πήγαμε σ’ ένα κοντινό εστιατόριο, με πολύ ωραίο διάκοσμο (σχεδόν σαν παλάτι) όπου απολαύσαμε το τελευταίο, σ’ αυτό το ταξίδι, παραδοσιακό βαυαρικό γεύμα μας με Schweinebraten, Knödel και σνίτσελ.


Ρουφήξαμε μέχρι σταγόνας τις ύστατες γερμανικές μπύρες και μ’ ένα βάρος (κυρίως στο στομάχι, αλλά και στο μυαλό) ξεκινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής. Αρχικά στο διαμέρισμα για να παραλάβουμε μπαγκάζια, κατόπιν στον σταθμό του Μονάχου για να πάρουμε το τραίνο και να νιώσουμε τον καημό του Καζαντζίδη και τέλος στο αεροδρόμιο για την οριστική επιστροφή μας.