Alexis K
Member
- Μηνύματα
- 28
- Likes
- 31
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή (28/9), το πρώτο μου μέλημα ήταν η επισκευή του φωτογραφικού φακού που μου είχε χαλάσει. Λόγω της εορτής που ανέφερα παραπάνω, τα καταστήματα θα άνοιγαν μετά τις 10.00 και έτσι βγήκαμε μια βόλτα στη πλατεία Durbar, της Κατμαντού, όπου υπάρχουν τα παλιά ανάκτορα και μερικοί βουδιστικοί ναοί. Είναι ένα ωραίο μέρος που συγκεντρώνει αρκετό κόσμο, κυρίως τουρίστες, μικροπωλητές αλλά και πολλούς προσκυνητές.
Σχεδόν 11.00 χώρισα από την υπόλοιπη παρέα, η οποία θα πήγαινε στην γειτονική πόλη Patan, με τους ωραίους ναούς της και εγώ βρέθηκα μαζί με τον Γρηγόρη, στο New Road, ένα δρόμο της πόλης με καταστήματα ηλεκτρονικών, φωτογραφικών κλπ. Όχι πολύ δύσκολα, βρήκα κάποιον να μου επισκευάσει το φακό της μηχανής, αλλά θα μου τον ετοίμαζε πολύ αργότερα. Έτσι φύγαμε και γυρίσαμε στο κέντρο της πόλης, στο Thamel, και περάσαμε τις μεσημβρινές ώρες τριγυρίζοντας στα αμέτρητα μαγαζιά και κάνοντας τις πρώτες αγορές, σε ορειβατικά είδη και αναμνηστικά δώρα. Να σημειώσω εδώ ότι η Κατμαντού είναι ένας παράδεισος αγορών σε ορειβατικά είδη, τα οποία φέρνουν από τη Κίνα, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Μετά το μεσημεριανό, θα ήταν σχεδόν 16.00 έπιασε μια δυνατή μπόρα, αλλά σύντομα σταμάτησε και έτσι μπορέσαμε με ένα rickso (= ποδήλατο–ταξί) να πάμε να πάρουμε το φακό από το New Road. Στην επιστροφή επήγαμε σε ένα άλλο κατάστημα που είχα παραγγείλει να μου κεντήσουν σε μερικές μπλούζες το σήμα του Ορειβατικού της Πάτρας, αλλά καθυστερήσαμε και χάσαμε το ραντεβού, που είχαμε στο ξενοδοχείο, με τους υπόλοιπους και το πρόεδρο της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ, κο Ang. Tsering, ο οποίος μας είχε καλέσει για δείπνο σε ένα εστιατόριο.
Ευτυχώς όμως, ο κος Ang. Tsering, ευγενέστατος, μας είχε αφήσει μήνυμα στη ρεσεψιόν και σε μισή ώρα έφτασε ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό του και μας μετέφερε στο πολυτελές εστιατόριο που μας φιλοξένησε. Για να εξιλεωθούμε για τη καθυστέρηση του προσέφερα μια μπλούζα από αυτές που έφτιαξα με το σήμα του Ορειβατικού, δώρο που εξέπληξε μέχρι και τους δικούς μας. Εκεί μάθαμε ότι ο Γιάννης πήγε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί δεν αισθανόταν καλά και τελικά αποφάσισε να γυρίσει με τη πρώτη δυνατή πτήση στην Ελλάδα. Ήδη η εταιρεία του κου Ang. Tsering, έκανε τις απαραίτητες ενέργειες και του εξασφάλισε εισιτήριο, για την μεθεπόμενη ημέρα.
Στην επιστροφή από το εστιατόριο αποφασίσαμε μερικοί να πάμε σε ένα μαγαζί, που απ’ ότι διαφήμιζε στην είσοδό του είχε παραδοσιακή μουσική. Τελικά τη πατήσαμε γιατί το παραδοσιακό πρόγραμμα είχε τελειώσει νωρίτερα και το μετέπειτα πρόγραμμα περιελάμβανε ένα κακόγουστο show με κορίτσια «ελαφρά» ντυμένα. Μιας και μπήκαμε, είπαμε να πιούμε ένα ποτό, που τελικά ήταν οινόπνευμα σκέτο και έτσι σε λίγη ώρα φύγαμε, προτιμώντας ένα καλό ύπνο από ένα ατυχές ξεύχτι!
Η Δευτέρα(29/9), ξεκίνησε με συννεφιά, αλλά αυτό δεν μας άλλαξε τα σχέδια. Με δύο ταξί, οι περισσότεροι επήγαμε στη συνοικία Pasupatinath, στον ιερό ποταμό Pasmati, όπου οι γίνονται οι τελετές καύσεις των νεκρών. Στο χώρο δεσπόζει ένα μεγάλο ινδουιστικό μοναστήρι καθώς και διάφορα άλλα κτίρια που συχνάζουν διάφοροι γκουρού, ενώ συνεχώς γίνονται διάφορες τελετές. Εμείς μπορέσαμε και παρακολουθήσαμε μια τελετή καύσης νεκρού και μάλιστα ανώτερης κοινωνικής κάστας που τελετή είναι πιο πομπώδης.
Το μεσημεράκι πάλι με ταξί και μετά από μια ωριαία και πλέον κούρσα, καλύψαμε τα βασανιστικά, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης, 15 χλμ μέχρι τη πόλη Μπαχταπούρ, πόλη-δορυφόρο της Κατμαντού και μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το κέντρο της έχει μια σειρά από παγόδες και διάφορα παλαιά κτίρια που συνθέτουν ένα εξαιρετικό σκηνικό. Παρά τη βροχή που έπεφτε για αρκετή ώρα, περιηγηθήκαμε τα αξιοθέατα, ήπιαμε το τσάι μας σε καφε-παγόδα και αργότερα το απόγευμα επιστρέψαμε στη Κατμαντού.
Ενώ οι άλλοι πήγαν στο ξενοδοχείο, εγώ βγήκα στην αγορά και αγόρασα ορισμένα δώρα και αναμνηστικά που ήθελα, τα οποία κατάφεραν να μου γεμίσουν άλλον ένα σάκο που αγόρασα εκεί, και τελικά πριν τις 19.00 γύρισα στο ξενοδοχείο. Εδώ βρήκα και τον Γιάννη ο οποίος πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και ετοιμαζόταν, μαζί με τον αδελφό του, να γυρίσουν το επόμενο πρωί στο σπίτι τους. Φυσικά, φανερά δυσαρεστημένοι από την περιπέτεια υγείας που είχαν και επιπλέον, με το ότι θα έχαναν την υπόλοιπη εκδρομή στο Θιβέτ.
Στη ρεσεψιόν βρήκα ένα μήνυμα, ότι οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, είχαν πάει σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, το Bhojan Griha στη συνοικία Dilli Bajar. Μετά από ένα γρήγορο ντούς, πήρα ένα ταξί και μετά μυρίων βασάνων, αφού ο οδηγός δεν ήξερε που ήταν το μαγαζί, αλλά ούτε ο ρεσεψιονίστας του είχε δώσει καλές οδηγίες, κατάφερα τελικά να βρω το εστιατόριο.
Αμέσως φάνηκε ότι το μαγαζί ήταν καλό. Στεγαζόταν σε ένα αναπαλαιωμένο μεγάλο κτίριο, με μία μεγαλύτερη αυλή, με ένα απαλό φωτισμό. Εσωτερικά αποτελείτο από 3-4 μεγάλα δωμάτια για τους πελάτες με χαμηλά τραπέζια και βαριά χαλιά. Φυσικά καθόμασταν σταυροπόδι και επιπλέον χωρίς παπούτσια. Το φαγητό καλό και ποικίλο, ενώ στο σερβίριζαν με εντυπωσιακό τρόπο. Υπήρχε μία ορχήστρα με παραδοσιακά όργανα του Νεπάλ, που έπαιζε, περιφερόμενη από δωμάτιο σε δωμάτιο, τραγούδια από όλη τη χώρα. Όλοι οι υπάλληλοι του μαγαζιού ήσαν ντυμένοι με παραδοσιακά ρούχα. Επιπλέον υπήρχαν και 2 ζευγάρια αρίστων χορευτών που πλαισίωναν την ορχήστρα. Υπήρχε ακόμα και μια πανέμορφη παρουσιάστρια των τραγουδιών και χορών που μας εξηγούσε με δυο λόγια τι παρουσίαζαν τα τραγούδια και οι χοροί. Ομολογουμένως το μαγαζί ήταν άψογο και από αυτά που πάλι θα πήγαινα ευχαρίστως.
Τρίτη(30/9). Το ξημέρωμα μας βρήκε δύο λιγότερους. Ο Γιάννης και ο αδελφός του, Δημήτρης, έφυγαν από το ξενοδοχείο στις 04.00 τη νύχτα και στις 06.30 πέταξαν για το ταξίδι της επιστροφής. Εμείς σηκωθήκαμε με την άνεσή μας και έχοντας ένα θαυμάσιο καιρό πετάξαμε στις 11.00 με την Air China, για το Θιβέτ. Η πτήση διαρκεί λιγότερο από 1½ ώρα, αλλά η θέα που έχεις στην οροσειρά των Ιμαλάϊων είναι εκπληκτική. Φυσικά περάσαμε πάνω από το Έβερεστ και άλλες πανύψηλες κορφές. Σύντομα κάτω μας απλωνόταν το τεράστιο οροπέδιο του Θιβέτ και στις 14.15 ώρα Κίνας, φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Στο αεροδρόμιο υπήρχε απόλυτη τάξη και ησυχία και φυσικά η παρουσία αστυνομίας και στρατού ήταν ασφυκτική. Μην ξεχνάμε ότι το Θιβέτ το κατέλαβε πριν μισό αιώνα η Κίνα και οι κάτοικοί του είναι σε μόνιμη αντιπαράθεση με τους Κινέζους που απ’ ότι ξέρουμε και απ΄ ότι είδαμε τις επόμενες ημέρες θέλουν να το «διαβρώσουν» με συνεχείς εποικισμούς και αλλοίωση του χαρακτήρα της χώρας.
Το αεροδρόμιο της Λάσα, δεν είναι στη Λάσα αλλά στη πόλη Gongkar, εξήντα χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, σε υψόμετρο 3600μ και δίπλα στο μεγάλο ποταμό Yarlung Tsangpo, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό Βραχμαπούτρα που εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό στο Μπαγκλαντές.
Μετά τις διατυπώσεις βγήκαμε από το αεροδρόμιο, όπου μας περίμενε με ένα μικρό λεωφορείο ο Θιβετιανός συνοδός μας, Tenpa, ένας εξαιρετικά συμπαθής και ευχάριστος άνθρωπος. Αμέσως μας εξήγησε δυο-τρία χρηστικά πράγματα, μας προσέφερε κι από ένα μπουκάλι νερό, που πράγματι το χρειαζόμασταν, και σύντομα σχετικά πήραμε το δρόμο ανατολικά του αεροδρομίου, δίπλα στο ποτάμι Η διαδρομή μας θα ήταν γύρω στα 100 χλμ μέχρι τη πόλη Tsetang, όπου θα κάναμε τη πρώτη μας διανυκτέρευση.
Τα πρώτα που μας έκαναν εντύπωση, σε σύγκριση με το Νεπάλ, ήταν η πολύ μικρότερη κίνηση που υπήρχε στο δρόμο, η σαφώς καλύτερη ποιότητα του ασφάλτινου οδοστρώματος και οι μεγάλες δενδροφυτεύσεις που είχαν γίνει δίπλα στο ποτάμι. Να τονίσω εδώ ότι η χώρα είναι στη ουσία μια απέραντη στέπα που σε μερικά σημεία μπορείς να την πεις και έρημο. Η βλάστηση περιορίζεται σε χορτάρι και χωράφια στις περιοχές που είναι κοντά σε ποτάμια. Κτηνοτροφία και η καλλιέργεια σιτηρών είναι δηλαδή η κύρια ασχολία των κατοίκων της υπαίθρου.
Κατά τη διάρκεια της μετακίνησής μας, κάναμε μια στάση, κοντά σε ένα χωριό που μας έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που βρίσκονταν με σκαπανικά στο χέρι κατά μήκος του δρόμου. Η ομάδα αυτή των ανθρώπων, αποτελούσε ένα συνεργείο, που είχε αναλάβει να συντηρήσει ένα μεγάλο αυλάκι που χρησιμοποιείται για να μαζεύει τα νερά των βροχών για να μην πλημμυρίζουν τα χωράφια. Το κράτος υποχρεώνει από κάθε οικογένεια δύο άτομα, για λίγες ημέρες, να συμμετέχουν σε έργα κοινής ωφελείας. Για την ακρίβεια τους βρήκαμε την ώρα της μεσημβρινής ξεκούρασης και έτσι συνομιλήσαμε λίγο μαζί τους (με λίγα Αγγλικά και πολλές χειρονομίες) και ευγενικά μας προσέφεραν λίγο από το φάγητό τους το «τσάμπα», ένα αλεσμένο δημητριακό, με παράξενη γεύση αλλά δυναμωτικό απ’ ότι μας είπαν.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας που πάντα γινόταν δίπλα στο ποτάμι, μας έφερε στις 17.30 στη πόλη Tsetang (3540μ),όπου και θα διανυκτερεύαμε. Η πόλη αυτή, που έχει πληθυσμό 80.000 κατοίκους, όπως και όλες οι υπόλοιπες πόλεις του Θιβέτ, έχουν στην ουσία δύο συνοικίες. Τη Κινέζικη με μεγάλους δρόμους, καινούργια κτίρια, κλπ και τη Θιβετιανή συνοικία με παλιά κτίρια, χωματόδρομους, στενά κλπ, αλλά είναι πιο ενδιαφέρουσα μιας και έχει περισσότερο «χρώμα».
Το ξενοδοχείο που μείναμε (Yulong Hoiliday Hotel), στη Κινέζικη συνοικία, ήταν ένα καινούργιο κτίριο, με κάποιες παραδοσιακές πινελιές, σ’ ένα κεντρικό δρόμο της πόλης. Πρέπει να ήταν το καλύτερο της πόλης, μιας και μάζευε πολύ κόσμο, κυρίως τουρίστες.
Πρόβλημα αντιμετωπίσαμε με το συνάλλαγμα, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία και η τράπεζα ήταν κλειστή. Επειδή το μόνο μέρος που έχει δικαίωμα μετατροπής ξένων νομισμάτων σε yuan, είναι η Bank of China, αναγκαστήκαμε να δανειστούμε χρήματα από τον Tenpa, για να φάμε το βράδυ.
Η επόμενη ημέρα, Τετάρτη (1/10), ήταν πάλι αργία, αλλά η τράπεζα θα άνοιγε στις 10.30, για μερικές ώρες. Έτσι αποφασίσαμε μέχρι να ανοίξει η τράπεζα, να κάνουμε μια βόλτα στο ποταμό Βραχμαπούτρα, πολύ κοντά στη πόλη. Σταματήσαμε σε ένα σημείο που υπάρχει μια μεγάλη γέφυρα και βγάλαμε μερικές φωτογραφίες. Δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό και έτσι γρήγορα γυρίσαμε στη πόλη, για μια περιήγηση στη παλιά, Θιβετιανή συνοικία. Έτσι λίγο μετά τις 09.00 βρεθήκαμε να περπατάμε, στα δρομάκια, ανάμεσα στα σπίτια. Σε όλο σχεδόν το Θιβέτ, τα σπίτια είναι κλεισμένα από πέτρινες μάντρες και έτσι δεν έχεις καλή άποψη των εσωτερικών αυλών και μόνο στα βιαστικά από κάποιες μισάνοιχτες πόρτες, μπορέσαμε να δούμε λίγο τα σπίτια τους.
Λίγο αργότερα φτάσαμε στο βουδιστικό μοναστήρι Ganden Chökhorling, κτίσμα του 14ου αιώνα. Μικρό σε έκταση, το τριγυρίσαμε σε λίγο χρόνο και στη συνέχεια, πάλι ανάμεσα στα σκονισμένα δρομάκια, συνεχίσαμε στο τέλος της συνοικίας όπου ανεβήκαμε ένα μονοπάτι που μας οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι Sang-ngag Zimche. Εδώ κάτσαμε λίγο περισσότερο μιας και έχει πανοραμική θέα προς τη πόλη. Ενώ τριγύριζα σε κάποια ταράτσα για φωτογραφίες συνάντησα δυο νεαρές καλόγριες και με νοήματα, κατάλαβα ότι ήθελαν να τις φωτογραφήσω. Μάλιστα που επέτρεψαν να μπω στο δωμάτιό τους και φυσικά δεν έχασα την ευκαιρία να πάρω και μερικές εσωτερικές φωτογραφίες. Να σημειώσω ότι αντίθετα με τα δικά μας μοναστήρια, εδώ επιτρέπεται σχεδόν παντού η φωτογράφηση, συνήθως με κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Οι μοναχοί μάλιστα, δεν διστάζουν να ποζάρουν για τη φωτογράφησή τους.
Η ώρα όμως πέρασε και περασμένες 11.00 κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης. Γρήγορα πήγαμε στη τράπεζα, για αλλαγή συναλλάγματος, και λίγο αργότερα βρεθήκαμε πάλι στο μικρό μας λεωφορείο. Ακολουθήσαμε το δρόμο νότια της πόλης στη κοιλάδα του ποταμού Yarlung. Η περιοχή αυτή θεωρείται το λίκνο του Θιβετιανού πολιτισμού, γιατί εκεί τον 7ο αιώνα, οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες και βασιλείς, ενοποιήθηκαν σε ένα κράτος.
Περίπου 15 χλμ από το Tsetang, είναι το χαρακτηριστικότερο κτίσμα της κοιλάδας. Είναι ένας ναός-φρούριο, το Yumbulagang, πάνω σε ένα απότομο βράχινο λόφο 150 μέτρα περίπου ψηλότερα από το μικρό οικισμό στη βάση του. Δεσπόζει στη κοιλάδα και το όλο σκηνικό είναι εκπληκτικό. Θεωρείται το παλαιότερο κτίριο του Θιβέτ και η δημιουργία του χάνεται στους μύθους και τις παραδόσεις. Το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα, αν και βέβαια αυτό που είδαμε εμείς, είναι η τελευταία εκτεταμένη ανακαίνιση που έγινε το 1982.
Σύντομα ανεβήκαμε το μονοπάτι που οδηγεί στο ναό, περιηγηθήκαμε το στενό χώρο, απολαύσαμε τη πανοραμική θέα και μερικοί κατεβήκαμε στη νότια πλευρά του λόφου για μερικές εντυπωσιακές φωτογραφίες. Μετά από μια ώρα και πλέον, μαζευτήκαμε όλοι στο κέντρο του χωριού, κάτω από το Yumbulagang και σε ένα λιτό εστιατόριο φάγαμε το μεσημεριανό μας. Αργότερα επιστρέψαμε στη Tsetang. Πριν πάμε στο ξενοδοχείο, σταματήσαμε στη παλιά πόλη πάλι και περάσαμε αρκετή ώρα περιφερόμενοι και φωτογραφίζοντας στα στενά σοκάκια. Αργότερα βρεθήκαμε να κάνουμε βόλτες στη σύγχρονη πλευρά της πόλης και μέχρι το δείπνο κάναμε και λίγες αγορές αναμνηστικών κλπ.
Πέμπτη (2/10). Ημέρα ταξιδιού προς τη Λάσα, αλλά η μέρα αυτή μας επιφύλασσε μία απογοήτευση. Οι Κινεζικές αρχές, απαγόρευσαν από το καλοκαίρι και μετά από την εξέγερση των Θιβεταιανών, την επίσκεψη σε ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια της χώρας, το Samye, γιατί οι μοναχοί του θεωρήθηκαν οι κύριοι υποκινητές των επεισοδίων. Το ξέραμε βέβαια από την Ελλάδα αυτό, αλλά εκείνες τις ημέρες έγινε μια σύσκεψη των αρχών στη Λάσα, για την άρση της απαγόρευσης, αλλά η απόφαση ήταν αρνητική.
Έτσι αναχωρήσαμε στις 09.00 για τη διαδρομή μας. Ακολουθούσαμε το προχτεσινό δρόμο, αλλά αντίθετα προς το αεροδρόμιο δηλαδή. Πάλι τα ίδια τοπία, δίπλα στο ποταμό Yarlung Tsangpo (Βραχμαπούτρας), μα μετά από πρόταση του Tenpa, κάναμε μια παράκαμψη περίπου 10 χλμ σε ένα καλό χωματόδρομο και επισκεφθήκαμε μια μικρή κοιλάδα με ένα οικισμό και ένα μικρό μοναστήρι το Rivolving. Όλος ο χώρος ήταν εντυπωσιακός, μιας και το μοναστήρι, ήταν καλά συντηρημένο, πάνω από το χωριό και έτσι είχαμε και ωραία θέα προς τα χωράφια. Τα ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, ήταν άλλο μοναστήρι που το κατέστρεψαν οι Κινέζοι, όπως και άλλα πολλά, κατά τη «πολιτιστική επανάσταση» το 1959.
Μετά από σχεδόν 2 ½ ώρες ήμασταν πάλι δίπλα στο ποτάμι. Μετά το αεροδρόμιο, περάσαμε από μια μεγάλη γέφυρα, πάνω από τον ποταμό Βραχμαπούτρα, που μας οδήγησε σε ένα τούνελ 3 χλμ και μετά την έξοδό του, σε άλλη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Lhasa, παραπόταμο του Βραχμαπούτρα, που διαρρέει την ομώνυμη κοιλάδα. Στις 14.00 από μια μεγάλη λεωφόρο (Beijing Road), μπήκαμε στη πρωτεύουσα του Θιβέτ, τη Λάσα, από τα δυτικά, στη Κινέζικη συνοικία.
Η πρώτη άποψη δεν σε εντυπωσιάζει, μιας και βλέπεις μια μεγαλούπολη 500.000 κατοίκων, με σύγχρονα μεγάλα κτίρια και τίποτα το παραδοσιακό. Μόλις όμως φτάσεις στη κεντρική πλατεία, τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί δεσπόζει η Ποτάλα, το παλάτι του εξόριστου στην Ινδία, Δαλάι Λάμα. Το θέαμα είναι μοναδικό και από αυτά που σου μένουν χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη. Φυσικά είναι μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Η συνέχεια του δρόμου μας οδήγησε στην ανατολική πλευρά της πόλης, στη Θιβετιανή συνοικία, όπου ήταν και το ξενόδοχείο μας (Ran Mu Qi Hotel). Η περιοχή αυτή είναι σαφώς πιο γραφική, πολύχρωμη και θορυβώδης και εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Λάσα. Η μόνη παραφωνία είναι η πολύ μεγάλη στρατιωτική και αστυνομική παρουσία. Σε κάθε γωνία υπήρχαν 4 στρατιώτες και τα περίπολα είναι συνεχή. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες που παρακολουθούν κάθε κίνηση.
Αμέσως μόλις τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας, βγήκαμε για τη πρώτη βόλτα στη πόλη. Πολύ κοντά μας ήταν ο ναός Jokhang, το θρησκευτικό κέντρο των βουδιστών του Θιβέτ και όπως είναι φυσικό μαζεύει πάρα πολλούς προσκυνητές και φυσικά πολλούς τουρίστες. Μπροστά από το ναό υπάρχει η πλατεία Barkhor, που μαζί με το ναό, σηματοδοτούν το κέντρο της παλιάς πόλης. Στο ναό μέσα δεν μπήκαμε, γιατί είχαμε ήδη προγραμματίσει εκεί επίσκεψη την μεθεπόμενη ημέρα, αλλά κάναμε το γύρω του ναού όπου υπάρχουν πολλά μαγαζάκια με παραδοσιακά είδη, εστιατόρια και πλανόδιοι πωλητές που συνθέτουν μαζί με τους προσκυνητές, ένα πολύχρωμο παζλ.
Να συμπληρώσω εδώ ότι ο γύρος των διαφόρων ναών και άλλων ιερών τοποθεσιών, λέγεται «κόρα» και είναι κάτι το επιβεβλημένο από τη θρησκεία των βουδιστών. Γίνεται δε, πάντα, με κατεύθυνση προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, είτε περπατώντας είτε με γονυκλισίες ( τρία βήματα και πλήρη οριζοντίωση στο έδαφος). Πραγματικά είναι ένα μέρος που μπορείς να περάσεις ώρες και να μη το καταλάβεις!
Παρασκευή (3/10). Τη νύχτα έβρεξε για μια-δυο ώρες και το ξημέρωμα είδαμε ότι στα βουνά τριγύρω είχε πέσει λίγο χιόνι. Μετά το πρωινό βγήκα σε ένα διπλανό μαγαζάκι και αγόρασα ένα φορτιστή για το κίνητό μου, γιατί ξέχασα τον δικό μου στη Κατμαντού. Μου φάνηκε απίστευτο που σε ένα μικρό ψιλικατζίδικο βρήκα αμέσως τον κατάλληλο, αν και όχι αυθεντικό, φορτιστή που ήθελα, φυσικά κινέζικης κατασκευής.
Στις 09.00 με το μικρό μας λεωφορείο, πήγαμε στο μοναστήρι Drepung, 8 χλμ δυτικά της πόλης. Από μακριά μοιάζει με ολόκληρο χωριό και πριν τη Κινεζική εισβολή, φιλοξενούσε περί τις 10.000 μοναχούς, ενώ σήμερα έχει περί τους 600. Ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι οιασδήποτε θρησκείας του κόσμου. Εδώ δαπανήσαμε 2-3 ώρες, περιφερόμενοι σε διάφορα κτίρια και ναούς, ενώ προσφέρει και εξαιρετική θέα προς τη δυτική πλευρά της πόλης. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η μεγάλη παρουσία της αστυνομίας σε όλους τους χώρους της μονής.
Κατά τις 12.00 κατεβήκαμε προς τη Λάσα και επισκεφθήκαμε μια βιοτεχνία χαλιών. Δεν βρήκαμε κάτι το ιδιαίτερο και σύντομα φύγαμε για να πάμε σε μία μεγάλη κλινική που έκαναν θεραπεία με βότανα αφού πρώτα σου εύρισκαν από τι πάσχεις διαβάζοντας τις γραμμές στο χέρι. Παρότι στην αρχή γελάγαμε, η επιτυχία στην εύρεση των ασθενειών, που κάποιος είχε περάσει ή έπασχε εκείνη τη περίοδο μας, εξέπληξε. Το μόνο κακό ήταν το κόστος της βοτανοθεραπείας που ανερχόταν σε ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες ευρώ, που δεν είχαμε τη δυνατότητα να διαθέσουμε. Πάντως το μόνο σίγουρο ήταν ότι φύγαμε με άλλη γνώμη από την επικριτική στάση που είχαμε όταν μπήκαμε στη κλινική.
Το μεσημέρι αποφάσισα να μη φάω και να κάνω μια βόλτα στη παλιά πόλη. Χωρίς ξεναγό αλλά με το εκπληκτικό βιβλίο – οδηγό του Lonely Planet (Tibet), και αρκετή διάθεση για περιπέτεια, άρχισα το περπάτημα στα στενά σοκάκια.
Στην αρχή ακολούθησα για λίγο το κεντρικό δρόμο (Beijing East Road) και σύντομα έφτασα στο μικρό μοναστήρι Meru Sarpa. Οι άσπροι του τοίχοι κρύβονται από τα πολλά φορτω-ταξί που κάνουν πιάτσα εκεί, αλλά ευτυχώς αφήνουν ελεύθερη την είσοδό του. Ο εσωτερικός περίβολος είναι στολισμένος με αρκετά λουλούδια, αλλά τα κελιά των μοναχών έχουν μετατραπεί σε κατοικίες, όπου ζούν αρκετές οικογένειες. Το κεντρικό οικοδόμημα είναι ένα τυπογραφείο που ακόμα χρησιμοποιεί ξύλινα στοιχεία και παλιές τεχνικές τυπώματος. Κάποιοι εργάζονταν εκεί, αλλά δεν μου επέτρεψαν τη φωτογράφηση.
Στη βορειοδυτική γωνία της αυλής, βρίσκεται ένας μικρός ατμοσφαιρικός ναός, με ένα νεαρό, ευγενέστατο μοναχό, που μάλιστα τραβήχτηκε στην άκρη για να μπορέσω να φωτογραφίσω καλύτερα το εσωτερικό του ναού.
Η συνέχεια της βόλτας με έφερε σε ένα στενό απέναντι από το μοναστήρι. Μετά από λίγα μέτρα συνάντησα ένα εκπληκτικό καφέ και έκανα μία στάση για τσάι. Ακριβώς δίπλα στο καφέ βρίσκεται το μοναδικό boutique ξενοδοχείο της πόλης το House of Shambhala. Το πρώτο που σε εντυπωσιάζει είναι οι πορτοκαλί τοίχοι του και η ξυλόγλυπτη ζωγραφισμένοι πόρτα του. Μπήκα μέσα και τράβηξα μερικές φωτογραφίες, ενώ είδα και ένα δωμάτιο του. Όλα ήσαν πραγματικά πανέμορφα και μόλις έφυγα, άρχισε αμέσως να με τριγυρνά η ιδέα να μείνω στο ξενοδοχείο αυτό.
Κατόπιν πέρασα από σοκάκια, γεμάτα με μικρομάγαζα, που πολλά από αυτά έφτιαχναν έπιπλα, ξυλόγλυπτες μάσκες, αγάλματα, σημαίες προσευχής κλπ. Δεν έχασα την ευκαιρία να αγοράσω ένα πήλινο άγαλμα του Βούδα, κομψά ζωγραφισμένο και ντυμένο. Η τιμή του, αν και δεν τη θυμάμαι, ήταν υπερβολικά χαμηλή, μιας και η περιοχή αυτή είναι έξω από τα «τουριστικά μονοπάτια».
Μετά χάθηκα για λίγο μέσα στα στενά, αλλά μια ντόπια κυρία, με οδήγησε στο ναό του Karmashar, που κάποτε ήταν το σπίτι του ομώνυμου, κύριου, μάντη της Λάσα. Μέσα στο ναό υπάρχει το άγαλμά του, διακοσμημένο με βραχιόλα, χάντρες κλπ, και κάποιες ωραίες τοιχογραφίες στους επάνω τοίχους.
Πιο κάτω βρέθηκα στη μουσουλμανική συνοικία. Εδώ ζουν οι περίπου 2.000 μουσουλμάνοι της πόλης. Είναι κυρίως έμποροι και είναι μια δυναμική κοινότητα. Κέντρο της συνοικίας είναι ένας μικρός σε μήκος αλλά σχετικά πλατύς δρόμος, γεμάτος με εμπορικά μαγαζιά και φυσικά το τζαμί, στο οποίο όμως δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε αλλόθρησκους.
Στη συνέχεια έστριψα προς τα δυτικά και ο δρόμος με οδήγησε στο μικρό, γυναικείο μοναστήρι Ani Sangkhung. Πρόκειται για παλιό μοναστήρι του 15ου αιώνα, που οι καλόγριες έχουν πολύ περιποιημένο, με μια αυλή γεμάτη λουλούδια και ένα εξαιρετικό τεϊοποτείο, που ήταν γεμάτο κόσμο. Διαθέτει και ένα μικρό μαγαζί με διάφορα χειροτεχνήματα των καλογριών και αγόρασα κάτι για αναμνηστικό.
Πιο κάτω στο δρόμο μου και αφού πέρασα άλλο ένα τζαμί συνάντησα ένα ακόμα ναό, τον Lho Rigsum Lhakhang. Πρόκειται για ένα μικρό ναό, μετόχι ενός άλλου μεγάλου μοναστηριού, του Ganden και έχει μια μικρή εσωτερική «κόρα». Ο μοναχός που επέβλεπε και φρόντιζε το ναό, ήταν ένας γελαστός και ευχάριστος άνθρωπος, που όχι μόνο μου επέτρεψε να φωτογραφίσω εσωτερικά το ναό, αλλά με ρώταγε μέχρι και το που ήθελα να κάτσει, για να βγάλω καλύτερες πόζες!
Μετά το ναό ακολούθησα βόρεια κατεύθυνση και περνώντας από διάφορα εμπορικά δρομάκια και με τον κόσμο να αυξάνεται, βρέθηκα στη νοτιο-ανατολική γωνία της «κόρα» του Jokhang. Έκανα μια στάση σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο και δοκίμασα μια συνταγή με γλώσσες από γιακ και μια περίεργη σάλτσα. Μάλλον δεν έκανα καλή επιλογή φαγητού, αλλά τουλάχιστον είχα ωραία θέα από τη ταράτσα.
Μετά το μικρό διάλλειμα συνέχισα τη «κόρα» μέχρι τη πλατεία Barkhor, περιεργαζόμενος τους πάγκους των μικροπωλητών και τα πολλά καταστήματα που υπάρχουν εκεί. Το σούρουπο ερχόταν, ώρα σχόλης, κυρίως για τους γεροντότερους, που σε μικρές παρέες έπαιζαν ένα παιχνίδι με ζάρια σε ένα πλάτωμα της «κόρα».
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο πήρα την απόφαση να πάω να μείνω δύο βράδια στο House of Shambhala. Επειδή όμως υπάρχει μια «γραφειοκρατία» από τις αρχές, ακόμα και στο κλείσιμο ενός δωματίου, ανέλαβε ο Tenpa να τακτοποιήσει το θέμα και επάξια κέρδισε ένα καλό φιλοδώρημα. Έτσι στις 19.00 ήμουν στο νέο ξενοδοχείο μου. Ο συγκάτοικός μου, ο Χρήστος Γ, δεν θέλησε να με ακολουθήσει και έτσι πήγα μόνος.
Λίγο αργότερα βρεθήκαμε οι περισσότεροι σε ένα εστιατόριο και αργότερα με το Χρήστο τυχαία βρήκαμε ένα μπαράκι με ένα πολύ καλό κιθαρίστα, που τραγουδούσε κινέζικες μπαλάντες. Κατά τις 22.00 χωρίσαμε και πήγαμε για ύπνο.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο (4/10), σηκώθηκα νωρίς σχετικά και περιεργάστηκα το δωμάτιό μου. Ήταν δίχωρο βαμμένο κυρίως με πορτοκαλί και καφέ ώχρα αλλά και με άλλες χρωματικές πινελιές. Στο σκέπασμα του κρεβατιού, ήταν ραμμένες διακοσμητικές πέτρες, από πάνω κουνουπιέρα, ενώ υπήρχε και ένας μεγάλος καναπές ντυμένος με ζεστά καλύμματα. Υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο και μια ανάλογη ντουλάπα, όλα παλαιά αλλά συντηρημένα έπιπλα. Τα φωτιστικά μπρούτζινα με πολλές ρυθμίσεις που πράγματι με μπέρδεψαν μέχρι να τις μάθω. Το μπάνιο δίχωρο κι’ αυτό, με καλλυντικά σε θαυμάσιες πήλινες συσκευασίες και τσατσάρα από κόκαλο γιακ. Σε ειδική θήκη υπήρχαν και δυο φιάλες οξυγόνου για όσους τυχόν είχαν προβλήματα με το μεγάλο υψόμετρο.
Για πρωινό ανέβηκα στην αίθουσα στο τρίτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείο. Και αυτός ο χώρος άψογα διακοσμημένος, με ξύλινα έπιπλα και μπρούτζινα διακοσμητικά Το πρωινό μάλλον μικρό αλλά πολύ καλά σερβιρισμένο. Γενικά δεν μετάνιωσα ούτε κατά το ελάχιστο για την επίλογή μου και φυσικά θα έμενα πάλι σε αυτό αν ξαναπήγαινα στη Λάσα.
Στις 09.00 πήγα στο άλλο ξενοδοχείο και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε με τον Tenpa, έξω από το ναό Jokhang. Μας έγινε μία ξενάγηση στο ναό, η οποία ήταν σύντομη, γιατί η είσοδος σε αλλόθρησκους επιτρέπεται για μικρό χρονικό διάστημα, μιας και ο ναός χρησιμοποιείται συνεχώς για τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών. Εξαιρετική θέα προς τη πλατεία Barkhor και τη Ποτάλα, προσφέρει ο εξώστης. Μέσα στο ναό απαγορευόταν η φωτογράφηση.
Μετά το ναό πήγαμε στη δυτική πλευρά της πόλης για να επισκεφθούμε το θερινό παλάτι του Δαλάι Λάμα, τη Norbulinka. Στην ουσία πρόκειται για ένα μεγάλο κήπο με μερικά κτίρια και ένα ναό. Συγκριτικά με τα άλλα αξιοθέατα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς κάναμε μια ωριαία βόλτα ανάμεσα στα δένδρα.
Μεσημεράκι πλέον το λεωφορείο μας άφησε κάτω από την Ποτάλα και έχοντας πλέον ελεύθερο πρόγραμμα σκορπιστήκαμε στη πόλη. Πριν γίνει αυτό φάγαμε κάτι πρόχειρο σε ένα κινέζικο εστιατόριο, στο οποίο τρομάξαμε να συνεννοηθούμε μιας και δεν γνώριζαν Αγγλικά και οι κατάλογοι ήσαν γραμμένοι στα Κινέζικά. Τελικά με νοήματα, αφού μας έβαλαν στη κουζίνα, τους δείχναμε τι περίπου θέλαμε να φάμε, και είναι αλήθεια ότι γελάσαμε πολύ όλοι με το σκηνικό αυτό.
Μετά το εστιατόριο σκορπίσαμε και μόνος πλέον έκανα τη «κόρα» της Ποτάλα, φωτογραφίζοντας κάποια καλά σημεία της περιοχής. Μετά άρχισα να ψάχνω στην αγορά να βρω μια μπαταρία για το κινητό μου, γιατί ο φορτιστής που είχα αγοράσει τη προηγούμενη ημέρα, μου έκαψε αυτή που ήδη είχα. Τυχαία συνάντησα τους Γρηγόρη, Νίκο και Χρήστο Γ. και ο τελευταίος είχε δεί ένα μαγαζί που είχε μπαταρίες. Όλοι μαζί πήγαμε μέχρι εκεί, αλλά τελικά δεν είχαν αυτό που ήθελαν. Μάλιστα επειδή είχαμε πρόβλημα συνεννόησης, στα Αγγλικά, τρεις πιτσιρίκες όχι μόνο ανέλαβαν χρέη μεταφραστή, αλλά θέλησαν να μας πάνε σε άλλο κατάστημα που πιθανώς θα είχε μπαταρία.
Εν τω μεταξύ ο Χρήστος έφυγε και οι τρεις μας με τις νεαρές συνεχίσαμε σε ένα άλλο εμπορικό δρόμο για το κατάστημα που θέλαμε. Οι μικρές σπούδαζαν σε κάποιο κολέγιο Αγγλική γλώσσα και επιδίωκαν επαφές με ξένους για να μιλούν τη γλώσσα.
Σε λίγη ώρα φτάσαμε σε ένα μεγάλο κατάστημα, που τελικά ούτε εκεί είχε τη μπαταρία που έψαχνα, αλλά μια πωλήτρια μετά από ένα τηλεφώνημα που έκανε, μου είπε να περιμένω, πήρε το μηχανάκι της, κάπου πήγε και μετά από είκοσι λεπτά, γύρισε έχοντας αυτό που έψαχνα. Φεύγοντας για να ευχαριστήσουμε τις τρεις νεαρές, τις πήγαμε σε μια καφετέρια να τις κεράσουμε κάτι. Βέβαια εκεί καταλάβαμε ότι μας κοιτούσε όλο το μαγαζί,(τι θέλαμε με τα δεκαπεντάχρονα!!) και γρήγορα με κάποια δικαιολογία και αφού τις ευχαριστήσαμε, φύγαμε.
Το βράδυ πήγαμε κάτω από τη Ποτάλα για φωτογράφηση, μιας και ο νυκτερινός φωτισμός του παλατιού είναι εκπληκτικός, ενώ στη πλατεία τα μεγάφωνα έπαιζαν κλασσική μουσική και το μεγάλο συντριβάνι «χόρευε» στο ρυθμό, αλλάζοντας συνεχώς φωτισμό. Πραγματικά ήταν πολύ ωραίο θέαμα.
Η ώρα όμως κόντευε να πάει 21.30 και το κρύο ήταν αρκετό. Έτσι οι περισσότεροι πήγαμε για ένα ποτό στο μπαράκι που είχαμε πάει το προηγούμενο βράδι. Κατά τις 23.30 αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο σε μια πλανόδια ψησταριά έξω από το μπαρ, τραβήξαμε για τα δωμάτια μας.
Κυριακή (5/10). Τελευταία μέρα στη Λάσα και μάζεψα τα πράγματά μου από το ξενοδοχείο που έμενα και γύρισα στο άλλο που έμενε η υπόλοιπη παρέα. Συναντηθήκαμε εκεί με τον Tenpa και κατά τις 10.30 πήγαμε στη Ποτάλα για ξενάγηση. Περιμέναμε λίγο μιας και η διαδικασία εισόδου είναι αυστηρή και τα χρονοδιαγράμματα τηρούνται αυστηρά. Η παρουσία φυλάκων και αστυνομικών συνεχής και η φωτογράφηση απαγορευόταν στο εσωτερικό. Μη ξεχνάμε ότι η Ποτάλα είναι σημείο – σύμβολο για τους Θιβετιανούς, μιας και εκεί ήταν, μέχρι την εκδίωξή του από τους Κινέζους, η κατοικία του Δαλάι Λάμα. Έτσι αν και δεν είναι ναός, έχει μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος για το λαό και έτσι οι αρχές έχουν πάρει αυστηρά μέτρα.
Βρίσκεται στη κορυφή, ή μάλλον καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος, του 130 μέτρων ύψους, Marpo Ri (= Κόκκινος λόφος) και έχει θέα σε όλη τη πόλη. Τη τοποθεσία διάλεξε για να κατοικήσει ο βασιλιάς Songtsen Gampo στα μέσα του 7ου αι. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πώς ήταν το παλάτι αυτό, αλλά πρέπει να εντυπωσίασε τον 5ο Δαλάι Λάμα που άρχισε να χτίζει ένα νέο κτίριο στη θέση του παλιού, το 1645. Το έργο τελείωσε μετά από τρία χρόνια και η κυβέρνηση πλέον, έφυγε από το μοναστήρι Drepung και εγκαταστάθηκε εδώ.
Το εννέα ορόφων κτίριο, λεγόταν Karo Potrang (=λευκό παλάτι) από το χρώμα των τοίχων του, και το διατηρεί μέχρι και σήμερα. Το Marpo Potrang (=κόκκινο παλάτι) άρχισε να χτίζεται στη συνέχεια από τον ίδιο Δαλάι Λάμα, επάνω από το λευκό παλάτι και ολοκληρώθηκε το 1694, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο οποίος κρατήθηκε μυστικός(!!!), για να τελειώσει το κτίσιμο και να ταφεί εκεί. Το όνομα Ποτάλα, σημαίνει Παράδεισος.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν η αποκλειστική κατοικία των Δαλάι Λάμα, αλλά και των κυβερνήσεων της χώρας. Στη συνέχεια χτίστηκε η Norbulinka, (το θερινό παλάτι) και έτσι η Ποτάλα έγινε το χειμερινό παλάτι. Έχει περί τα 1000 δωμάτια και αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο κόσμο. Το 1959 βομβαρδίστηκε από τους Κινέζους, κατά την εξέγερση των Θιβετιανών, αλλά ευτυχώς οι ζημιές ήταν μικρές. Για το κοινό άνοιξε το 1980 και οι εργασίες συντήρησης και επισκευών τελείωσαν το 1995, κόστισαν δε 4 εκατομμύρια δολάρια.
Η ξενάγηση κράτησε περί τη 11/2 ώρα και επιτρέπεται σε ένα μικρό τμήμα του κτιρίου. Πάντως είναι κοπιαστική μιας και συνεχώς ανεβαίνεις σκαλοπάτια. Περάσαμε από διάφορα δωμάτια, μερικά με γνωστά θέματα από ταινίες του κινηματογράφου, όπως το «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» κλπ. Από μια ταράτσα, ψηλά, στο κόκκινο παλάτι είχαμε εξαιρετική θέα προς τη πόλη.
Το υπόλοιπο της ημέρας το αναλώσαμε, οι περισσότεροι σε ψώνια. Μετά από υπόδειξη του Χρήστου Γ. πήγα σε ένα μαγαζί με κοσμήματα και αγόρασα για την οικογένεια, κοσμήματα με ημιπολύτιμους λίθους καθώς και δυο διακοσμητικά μπουκαλάκια, ζωγραφισμένα με το χέρι από μέσα, με μία εξαιρετική τεχνική. Σε άλλο κατάστημα βρήκα παραδοσιακές κινέζικες στολές και αγόρασα μια σειρά για τα κορίτσια στο σπίτι. Τέλος σε κάποια μικρομάγαζα στη πλατεία Barkhor, πήρα ακόμα μερικά κοσμήματα σε σκαλιστή πέτρα και κόκαλο γιακ. Αυτές ήταν και οι αγορές μου στη Λάσα. Το βράδυ, μετά το δείπνο σε ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο, ασχοληθήκαμε με την τακτοποίηση των σάκων μας και νωρίς σχετικά πέσαμε για ύπνο.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ...
Σχεδόν 11.00 χώρισα από την υπόλοιπη παρέα, η οποία θα πήγαινε στην γειτονική πόλη Patan, με τους ωραίους ναούς της και εγώ βρέθηκα μαζί με τον Γρηγόρη, στο New Road, ένα δρόμο της πόλης με καταστήματα ηλεκτρονικών, φωτογραφικών κλπ. Όχι πολύ δύσκολα, βρήκα κάποιον να μου επισκευάσει το φακό της μηχανής, αλλά θα μου τον ετοίμαζε πολύ αργότερα. Έτσι φύγαμε και γυρίσαμε στο κέντρο της πόλης, στο Thamel, και περάσαμε τις μεσημβρινές ώρες τριγυρίζοντας στα αμέτρητα μαγαζιά και κάνοντας τις πρώτες αγορές, σε ορειβατικά είδη και αναμνηστικά δώρα. Να σημειώσω εδώ ότι η Κατμαντού είναι ένας παράδεισος αγορών σε ορειβατικά είδη, τα οποία φέρνουν από τη Κίνα, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Μετά το μεσημεριανό, θα ήταν σχεδόν 16.00 έπιασε μια δυνατή μπόρα, αλλά σύντομα σταμάτησε και έτσι μπορέσαμε με ένα rickso (= ποδήλατο–ταξί) να πάμε να πάρουμε το φακό από το New Road. Στην επιστροφή επήγαμε σε ένα άλλο κατάστημα που είχα παραγγείλει να μου κεντήσουν σε μερικές μπλούζες το σήμα του Ορειβατικού της Πάτρας, αλλά καθυστερήσαμε και χάσαμε το ραντεβού, που είχαμε στο ξενοδοχείο, με τους υπόλοιπους και το πρόεδρο της Ορειβατικής Ομοσπονδίας του Νεπάλ, κο Ang. Tsering, ο οποίος μας είχε καλέσει για δείπνο σε ένα εστιατόριο.
Ευτυχώς όμως, ο κος Ang. Tsering, ευγενέστατος, μας είχε αφήσει μήνυμα στη ρεσεψιόν και σε μισή ώρα έφτασε ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό του και μας μετέφερε στο πολυτελές εστιατόριο που μας φιλοξένησε. Για να εξιλεωθούμε για τη καθυστέρηση του προσέφερα μια μπλούζα από αυτές που έφτιαξα με το σήμα του Ορειβατικού, δώρο που εξέπληξε μέχρι και τους δικούς μας. Εκεί μάθαμε ότι ο Γιάννης πήγε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί δεν αισθανόταν καλά και τελικά αποφάσισε να γυρίσει με τη πρώτη δυνατή πτήση στην Ελλάδα. Ήδη η εταιρεία του κου Ang. Tsering, έκανε τις απαραίτητες ενέργειες και του εξασφάλισε εισιτήριο, για την μεθεπόμενη ημέρα.
Στην επιστροφή από το εστιατόριο αποφασίσαμε μερικοί να πάμε σε ένα μαγαζί, που απ’ ότι διαφήμιζε στην είσοδό του είχε παραδοσιακή μουσική. Τελικά τη πατήσαμε γιατί το παραδοσιακό πρόγραμμα είχε τελειώσει νωρίτερα και το μετέπειτα πρόγραμμα περιελάμβανε ένα κακόγουστο show με κορίτσια «ελαφρά» ντυμένα. Μιας και μπήκαμε, είπαμε να πιούμε ένα ποτό, που τελικά ήταν οινόπνευμα σκέτο και έτσι σε λίγη ώρα φύγαμε, προτιμώντας ένα καλό ύπνο από ένα ατυχές ξεύχτι!
Η Δευτέρα(29/9), ξεκίνησε με συννεφιά, αλλά αυτό δεν μας άλλαξε τα σχέδια. Με δύο ταξί, οι περισσότεροι επήγαμε στη συνοικία Pasupatinath, στον ιερό ποταμό Pasmati, όπου οι γίνονται οι τελετές καύσεις των νεκρών. Στο χώρο δεσπόζει ένα μεγάλο ινδουιστικό μοναστήρι καθώς και διάφορα άλλα κτίρια που συχνάζουν διάφοροι γκουρού, ενώ συνεχώς γίνονται διάφορες τελετές. Εμείς μπορέσαμε και παρακολουθήσαμε μια τελετή καύσης νεκρού και μάλιστα ανώτερης κοινωνικής κάστας που τελετή είναι πιο πομπώδης.
Το μεσημεράκι πάλι με ταξί και μετά από μια ωριαία και πλέον κούρσα, καλύψαμε τα βασανιστικά, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης, 15 χλμ μέχρι τη πόλη Μπαχταπούρ, πόλη-δορυφόρο της Κατμαντού και μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το κέντρο της έχει μια σειρά από παγόδες και διάφορα παλαιά κτίρια που συνθέτουν ένα εξαιρετικό σκηνικό. Παρά τη βροχή που έπεφτε για αρκετή ώρα, περιηγηθήκαμε τα αξιοθέατα, ήπιαμε το τσάι μας σε καφε-παγόδα και αργότερα το απόγευμα επιστρέψαμε στη Κατμαντού.
Ενώ οι άλλοι πήγαν στο ξενοδοχείο, εγώ βγήκα στην αγορά και αγόρασα ορισμένα δώρα και αναμνηστικά που ήθελα, τα οποία κατάφεραν να μου γεμίσουν άλλον ένα σάκο που αγόρασα εκεί, και τελικά πριν τις 19.00 γύρισα στο ξενοδοχείο. Εδώ βρήκα και τον Γιάννη ο οποίος πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και ετοιμαζόταν, μαζί με τον αδελφό του, να γυρίσουν το επόμενο πρωί στο σπίτι τους. Φυσικά, φανερά δυσαρεστημένοι από την περιπέτεια υγείας που είχαν και επιπλέον, με το ότι θα έχαναν την υπόλοιπη εκδρομή στο Θιβέτ.
Στη ρεσεψιόν βρήκα ένα μήνυμα, ότι οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, είχαν πάει σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, το Bhojan Griha στη συνοικία Dilli Bajar. Μετά από ένα γρήγορο ντούς, πήρα ένα ταξί και μετά μυρίων βασάνων, αφού ο οδηγός δεν ήξερε που ήταν το μαγαζί, αλλά ούτε ο ρεσεψιονίστας του είχε δώσει καλές οδηγίες, κατάφερα τελικά να βρω το εστιατόριο.
Αμέσως φάνηκε ότι το μαγαζί ήταν καλό. Στεγαζόταν σε ένα αναπαλαιωμένο μεγάλο κτίριο, με μία μεγαλύτερη αυλή, με ένα απαλό φωτισμό. Εσωτερικά αποτελείτο από 3-4 μεγάλα δωμάτια για τους πελάτες με χαμηλά τραπέζια και βαριά χαλιά. Φυσικά καθόμασταν σταυροπόδι και επιπλέον χωρίς παπούτσια. Το φαγητό καλό και ποικίλο, ενώ στο σερβίριζαν με εντυπωσιακό τρόπο. Υπήρχε μία ορχήστρα με παραδοσιακά όργανα του Νεπάλ, που έπαιζε, περιφερόμενη από δωμάτιο σε δωμάτιο, τραγούδια από όλη τη χώρα. Όλοι οι υπάλληλοι του μαγαζιού ήσαν ντυμένοι με παραδοσιακά ρούχα. Επιπλέον υπήρχαν και 2 ζευγάρια αρίστων χορευτών που πλαισίωναν την ορχήστρα. Υπήρχε ακόμα και μια πανέμορφη παρουσιάστρια των τραγουδιών και χορών που μας εξηγούσε με δυο λόγια τι παρουσίαζαν τα τραγούδια και οι χοροί. Ομολογουμένως το μαγαζί ήταν άψογο και από αυτά που πάλι θα πήγαινα ευχαρίστως.
Τρίτη(30/9). Το ξημέρωμα μας βρήκε δύο λιγότερους. Ο Γιάννης και ο αδελφός του, Δημήτρης, έφυγαν από το ξενοδοχείο στις 04.00 τη νύχτα και στις 06.30 πέταξαν για το ταξίδι της επιστροφής. Εμείς σηκωθήκαμε με την άνεσή μας και έχοντας ένα θαυμάσιο καιρό πετάξαμε στις 11.00 με την Air China, για το Θιβέτ. Η πτήση διαρκεί λιγότερο από 1½ ώρα, αλλά η θέα που έχεις στην οροσειρά των Ιμαλάϊων είναι εκπληκτική. Φυσικά περάσαμε πάνω από το Έβερεστ και άλλες πανύψηλες κορφές. Σύντομα κάτω μας απλωνόταν το τεράστιο οροπέδιο του Θιβέτ και στις 14.15 ώρα Κίνας, φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Στο αεροδρόμιο υπήρχε απόλυτη τάξη και ησυχία και φυσικά η παρουσία αστυνομίας και στρατού ήταν ασφυκτική. Μην ξεχνάμε ότι το Θιβέτ το κατέλαβε πριν μισό αιώνα η Κίνα και οι κάτοικοί του είναι σε μόνιμη αντιπαράθεση με τους Κινέζους που απ’ ότι ξέρουμε και απ΄ ότι είδαμε τις επόμενες ημέρες θέλουν να το «διαβρώσουν» με συνεχείς εποικισμούς και αλλοίωση του χαρακτήρα της χώρας.
Το αεροδρόμιο της Λάσα, δεν είναι στη Λάσα αλλά στη πόλη Gongkar, εξήντα χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, σε υψόμετρο 3600μ και δίπλα στο μεγάλο ποταμό Yarlung Tsangpo, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό Βραχμαπούτρα που εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό στο Μπαγκλαντές.
Μετά τις διατυπώσεις βγήκαμε από το αεροδρόμιο, όπου μας περίμενε με ένα μικρό λεωφορείο ο Θιβετιανός συνοδός μας, Tenpa, ένας εξαιρετικά συμπαθής και ευχάριστος άνθρωπος. Αμέσως μας εξήγησε δυο-τρία χρηστικά πράγματα, μας προσέφερε κι από ένα μπουκάλι νερό, που πράγματι το χρειαζόμασταν, και σύντομα σχετικά πήραμε το δρόμο ανατολικά του αεροδρομίου, δίπλα στο ποτάμι Η διαδρομή μας θα ήταν γύρω στα 100 χλμ μέχρι τη πόλη Tsetang, όπου θα κάναμε τη πρώτη μας διανυκτέρευση.
Τα πρώτα που μας έκαναν εντύπωση, σε σύγκριση με το Νεπάλ, ήταν η πολύ μικρότερη κίνηση που υπήρχε στο δρόμο, η σαφώς καλύτερη ποιότητα του ασφάλτινου οδοστρώματος και οι μεγάλες δενδροφυτεύσεις που είχαν γίνει δίπλα στο ποτάμι. Να τονίσω εδώ ότι η χώρα είναι στη ουσία μια απέραντη στέπα που σε μερικά σημεία μπορείς να την πεις και έρημο. Η βλάστηση περιορίζεται σε χορτάρι και χωράφια στις περιοχές που είναι κοντά σε ποτάμια. Κτηνοτροφία και η καλλιέργεια σιτηρών είναι δηλαδή η κύρια ασχολία των κατοίκων της υπαίθρου.
Κατά τη διάρκεια της μετακίνησής μας, κάναμε μια στάση, κοντά σε ένα χωριό που μας έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που βρίσκονταν με σκαπανικά στο χέρι κατά μήκος του δρόμου. Η ομάδα αυτή των ανθρώπων, αποτελούσε ένα συνεργείο, που είχε αναλάβει να συντηρήσει ένα μεγάλο αυλάκι που χρησιμοποιείται για να μαζεύει τα νερά των βροχών για να μην πλημμυρίζουν τα χωράφια. Το κράτος υποχρεώνει από κάθε οικογένεια δύο άτομα, για λίγες ημέρες, να συμμετέχουν σε έργα κοινής ωφελείας. Για την ακρίβεια τους βρήκαμε την ώρα της μεσημβρινής ξεκούρασης και έτσι συνομιλήσαμε λίγο μαζί τους (με λίγα Αγγλικά και πολλές χειρονομίες) και ευγενικά μας προσέφεραν λίγο από το φάγητό τους το «τσάμπα», ένα αλεσμένο δημητριακό, με παράξενη γεύση αλλά δυναμωτικό απ’ ότι μας είπαν.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας που πάντα γινόταν δίπλα στο ποτάμι, μας έφερε στις 17.30 στη πόλη Tsetang (3540μ),όπου και θα διανυκτερεύαμε. Η πόλη αυτή, που έχει πληθυσμό 80.000 κατοίκους, όπως και όλες οι υπόλοιπες πόλεις του Θιβέτ, έχουν στην ουσία δύο συνοικίες. Τη Κινέζικη με μεγάλους δρόμους, καινούργια κτίρια, κλπ και τη Θιβετιανή συνοικία με παλιά κτίρια, χωματόδρομους, στενά κλπ, αλλά είναι πιο ενδιαφέρουσα μιας και έχει περισσότερο «χρώμα».
Το ξενοδοχείο που μείναμε (Yulong Hoiliday Hotel), στη Κινέζικη συνοικία, ήταν ένα καινούργιο κτίριο, με κάποιες παραδοσιακές πινελιές, σ’ ένα κεντρικό δρόμο της πόλης. Πρέπει να ήταν το καλύτερο της πόλης, μιας και μάζευε πολύ κόσμο, κυρίως τουρίστες.
Πρόβλημα αντιμετωπίσαμε με το συνάλλαγμα, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία και η τράπεζα ήταν κλειστή. Επειδή το μόνο μέρος που έχει δικαίωμα μετατροπής ξένων νομισμάτων σε yuan, είναι η Bank of China, αναγκαστήκαμε να δανειστούμε χρήματα από τον Tenpa, για να φάμε το βράδυ.
Η επόμενη ημέρα, Τετάρτη (1/10), ήταν πάλι αργία, αλλά η τράπεζα θα άνοιγε στις 10.30, για μερικές ώρες. Έτσι αποφασίσαμε μέχρι να ανοίξει η τράπεζα, να κάνουμε μια βόλτα στο ποταμό Βραχμαπούτρα, πολύ κοντά στη πόλη. Σταματήσαμε σε ένα σημείο που υπάρχει μια μεγάλη γέφυρα και βγάλαμε μερικές φωτογραφίες. Δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό και έτσι γρήγορα γυρίσαμε στη πόλη, για μια περιήγηση στη παλιά, Θιβετιανή συνοικία. Έτσι λίγο μετά τις 09.00 βρεθήκαμε να περπατάμε, στα δρομάκια, ανάμεσα στα σπίτια. Σε όλο σχεδόν το Θιβέτ, τα σπίτια είναι κλεισμένα από πέτρινες μάντρες και έτσι δεν έχεις καλή άποψη των εσωτερικών αυλών και μόνο στα βιαστικά από κάποιες μισάνοιχτες πόρτες, μπορέσαμε να δούμε λίγο τα σπίτια τους.
Λίγο αργότερα φτάσαμε στο βουδιστικό μοναστήρι Ganden Chökhorling, κτίσμα του 14ου αιώνα. Μικρό σε έκταση, το τριγυρίσαμε σε λίγο χρόνο και στη συνέχεια, πάλι ανάμεσα στα σκονισμένα δρομάκια, συνεχίσαμε στο τέλος της συνοικίας όπου ανεβήκαμε ένα μονοπάτι που μας οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι Sang-ngag Zimche. Εδώ κάτσαμε λίγο περισσότερο μιας και έχει πανοραμική θέα προς τη πόλη. Ενώ τριγύριζα σε κάποια ταράτσα για φωτογραφίες συνάντησα δυο νεαρές καλόγριες και με νοήματα, κατάλαβα ότι ήθελαν να τις φωτογραφήσω. Μάλιστα που επέτρεψαν να μπω στο δωμάτιό τους και φυσικά δεν έχασα την ευκαιρία να πάρω και μερικές εσωτερικές φωτογραφίες. Να σημειώσω ότι αντίθετα με τα δικά μας μοναστήρια, εδώ επιτρέπεται σχεδόν παντού η φωτογράφηση, συνήθως με κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Οι μοναχοί μάλιστα, δεν διστάζουν να ποζάρουν για τη φωτογράφησή τους.
Η ώρα όμως πέρασε και περασμένες 11.00 κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης. Γρήγορα πήγαμε στη τράπεζα, για αλλαγή συναλλάγματος, και λίγο αργότερα βρεθήκαμε πάλι στο μικρό μας λεωφορείο. Ακολουθήσαμε το δρόμο νότια της πόλης στη κοιλάδα του ποταμού Yarlung. Η περιοχή αυτή θεωρείται το λίκνο του Θιβετιανού πολιτισμού, γιατί εκεί τον 7ο αιώνα, οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες και βασιλείς, ενοποιήθηκαν σε ένα κράτος.
Περίπου 15 χλμ από το Tsetang, είναι το χαρακτηριστικότερο κτίσμα της κοιλάδας. Είναι ένας ναός-φρούριο, το Yumbulagang, πάνω σε ένα απότομο βράχινο λόφο 150 μέτρα περίπου ψηλότερα από το μικρό οικισμό στη βάση του. Δεσπόζει στη κοιλάδα και το όλο σκηνικό είναι εκπληκτικό. Θεωρείται το παλαιότερο κτίριο του Θιβέτ και η δημιουργία του χάνεται στους μύθους και τις παραδόσεις. Το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα, αν και βέβαια αυτό που είδαμε εμείς, είναι η τελευταία εκτεταμένη ανακαίνιση που έγινε το 1982.
Σύντομα ανεβήκαμε το μονοπάτι που οδηγεί στο ναό, περιηγηθήκαμε το στενό χώρο, απολαύσαμε τη πανοραμική θέα και μερικοί κατεβήκαμε στη νότια πλευρά του λόφου για μερικές εντυπωσιακές φωτογραφίες. Μετά από μια ώρα και πλέον, μαζευτήκαμε όλοι στο κέντρο του χωριού, κάτω από το Yumbulagang και σε ένα λιτό εστιατόριο φάγαμε το μεσημεριανό μας. Αργότερα επιστρέψαμε στη Tsetang. Πριν πάμε στο ξενοδοχείο, σταματήσαμε στη παλιά πόλη πάλι και περάσαμε αρκετή ώρα περιφερόμενοι και φωτογραφίζοντας στα στενά σοκάκια. Αργότερα βρεθήκαμε να κάνουμε βόλτες στη σύγχρονη πλευρά της πόλης και μέχρι το δείπνο κάναμε και λίγες αγορές αναμνηστικών κλπ.
Πέμπτη (2/10). Ημέρα ταξιδιού προς τη Λάσα, αλλά η μέρα αυτή μας επιφύλασσε μία απογοήτευση. Οι Κινεζικές αρχές, απαγόρευσαν από το καλοκαίρι και μετά από την εξέγερση των Θιβεταιανών, την επίσκεψη σε ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια της χώρας, το Samye, γιατί οι μοναχοί του θεωρήθηκαν οι κύριοι υποκινητές των επεισοδίων. Το ξέραμε βέβαια από την Ελλάδα αυτό, αλλά εκείνες τις ημέρες έγινε μια σύσκεψη των αρχών στη Λάσα, για την άρση της απαγόρευσης, αλλά η απόφαση ήταν αρνητική.
Έτσι αναχωρήσαμε στις 09.00 για τη διαδρομή μας. Ακολουθούσαμε το προχτεσινό δρόμο, αλλά αντίθετα προς το αεροδρόμιο δηλαδή. Πάλι τα ίδια τοπία, δίπλα στο ποταμό Yarlung Tsangpo (Βραχμαπούτρας), μα μετά από πρόταση του Tenpa, κάναμε μια παράκαμψη περίπου 10 χλμ σε ένα καλό χωματόδρομο και επισκεφθήκαμε μια μικρή κοιλάδα με ένα οικισμό και ένα μικρό μοναστήρι το Rivolving. Όλος ο χώρος ήταν εντυπωσιακός, μιας και το μοναστήρι, ήταν καλά συντηρημένο, πάνω από το χωριό και έτσι είχαμε και ωραία θέα προς τα χωράφια. Τα ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, ήταν άλλο μοναστήρι που το κατέστρεψαν οι Κινέζοι, όπως και άλλα πολλά, κατά τη «πολιτιστική επανάσταση» το 1959.
Μετά από σχεδόν 2 ½ ώρες ήμασταν πάλι δίπλα στο ποτάμι. Μετά το αεροδρόμιο, περάσαμε από μια μεγάλη γέφυρα, πάνω από τον ποταμό Βραχμαπούτρα, που μας οδήγησε σε ένα τούνελ 3 χλμ και μετά την έξοδό του, σε άλλη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Lhasa, παραπόταμο του Βραχμαπούτρα, που διαρρέει την ομώνυμη κοιλάδα. Στις 14.00 από μια μεγάλη λεωφόρο (Beijing Road), μπήκαμε στη πρωτεύουσα του Θιβέτ, τη Λάσα, από τα δυτικά, στη Κινέζικη συνοικία.
Η πρώτη άποψη δεν σε εντυπωσιάζει, μιας και βλέπεις μια μεγαλούπολη 500.000 κατοίκων, με σύγχρονα μεγάλα κτίρια και τίποτα το παραδοσιακό. Μόλις όμως φτάσεις στη κεντρική πλατεία, τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί δεσπόζει η Ποτάλα, το παλάτι του εξόριστου στην Ινδία, Δαλάι Λάμα. Το θέαμα είναι μοναδικό και από αυτά που σου μένουν χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη. Φυσικά είναι μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Η συνέχεια του δρόμου μας οδήγησε στην ανατολική πλευρά της πόλης, στη Θιβετιανή συνοικία, όπου ήταν και το ξενόδοχείο μας (Ran Mu Qi Hotel). Η περιοχή αυτή είναι σαφώς πιο γραφική, πολύχρωμη και θορυβώδης και εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Λάσα. Η μόνη παραφωνία είναι η πολύ μεγάλη στρατιωτική και αστυνομική παρουσία. Σε κάθε γωνία υπήρχαν 4 στρατιώτες και τα περίπολα είναι συνεχή. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες που παρακολουθούν κάθε κίνηση.
Αμέσως μόλις τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας, βγήκαμε για τη πρώτη βόλτα στη πόλη. Πολύ κοντά μας ήταν ο ναός Jokhang, το θρησκευτικό κέντρο των βουδιστών του Θιβέτ και όπως είναι φυσικό μαζεύει πάρα πολλούς προσκυνητές και φυσικά πολλούς τουρίστες. Μπροστά από το ναό υπάρχει η πλατεία Barkhor, που μαζί με το ναό, σηματοδοτούν το κέντρο της παλιάς πόλης. Στο ναό μέσα δεν μπήκαμε, γιατί είχαμε ήδη προγραμματίσει εκεί επίσκεψη την μεθεπόμενη ημέρα, αλλά κάναμε το γύρω του ναού όπου υπάρχουν πολλά μαγαζάκια με παραδοσιακά είδη, εστιατόρια και πλανόδιοι πωλητές που συνθέτουν μαζί με τους προσκυνητές, ένα πολύχρωμο παζλ.
Να συμπληρώσω εδώ ότι ο γύρος των διαφόρων ναών και άλλων ιερών τοποθεσιών, λέγεται «κόρα» και είναι κάτι το επιβεβλημένο από τη θρησκεία των βουδιστών. Γίνεται δε, πάντα, με κατεύθυνση προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, είτε περπατώντας είτε με γονυκλισίες ( τρία βήματα και πλήρη οριζοντίωση στο έδαφος). Πραγματικά είναι ένα μέρος που μπορείς να περάσεις ώρες και να μη το καταλάβεις!
Παρασκευή (3/10). Τη νύχτα έβρεξε για μια-δυο ώρες και το ξημέρωμα είδαμε ότι στα βουνά τριγύρω είχε πέσει λίγο χιόνι. Μετά το πρωινό βγήκα σε ένα διπλανό μαγαζάκι και αγόρασα ένα φορτιστή για το κίνητό μου, γιατί ξέχασα τον δικό μου στη Κατμαντού. Μου φάνηκε απίστευτο που σε ένα μικρό ψιλικατζίδικο βρήκα αμέσως τον κατάλληλο, αν και όχι αυθεντικό, φορτιστή που ήθελα, φυσικά κινέζικης κατασκευής.
Στις 09.00 με το μικρό μας λεωφορείο, πήγαμε στο μοναστήρι Drepung, 8 χλμ δυτικά της πόλης. Από μακριά μοιάζει με ολόκληρο χωριό και πριν τη Κινεζική εισβολή, φιλοξενούσε περί τις 10.000 μοναχούς, ενώ σήμερα έχει περί τους 600. Ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι οιασδήποτε θρησκείας του κόσμου. Εδώ δαπανήσαμε 2-3 ώρες, περιφερόμενοι σε διάφορα κτίρια και ναούς, ενώ προσφέρει και εξαιρετική θέα προς τη δυτική πλευρά της πόλης. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η μεγάλη παρουσία της αστυνομίας σε όλους τους χώρους της μονής.
Κατά τις 12.00 κατεβήκαμε προς τη Λάσα και επισκεφθήκαμε μια βιοτεχνία χαλιών. Δεν βρήκαμε κάτι το ιδιαίτερο και σύντομα φύγαμε για να πάμε σε μία μεγάλη κλινική που έκαναν θεραπεία με βότανα αφού πρώτα σου εύρισκαν από τι πάσχεις διαβάζοντας τις γραμμές στο χέρι. Παρότι στην αρχή γελάγαμε, η επιτυχία στην εύρεση των ασθενειών, που κάποιος είχε περάσει ή έπασχε εκείνη τη περίοδο μας, εξέπληξε. Το μόνο κακό ήταν το κόστος της βοτανοθεραπείας που ανερχόταν σε ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες ευρώ, που δεν είχαμε τη δυνατότητα να διαθέσουμε. Πάντως το μόνο σίγουρο ήταν ότι φύγαμε με άλλη γνώμη από την επικριτική στάση που είχαμε όταν μπήκαμε στη κλινική.
Το μεσημέρι αποφάσισα να μη φάω και να κάνω μια βόλτα στη παλιά πόλη. Χωρίς ξεναγό αλλά με το εκπληκτικό βιβλίο – οδηγό του Lonely Planet (Tibet), και αρκετή διάθεση για περιπέτεια, άρχισα το περπάτημα στα στενά σοκάκια.
Στην αρχή ακολούθησα για λίγο το κεντρικό δρόμο (Beijing East Road) και σύντομα έφτασα στο μικρό μοναστήρι Meru Sarpa. Οι άσπροι του τοίχοι κρύβονται από τα πολλά φορτω-ταξί που κάνουν πιάτσα εκεί, αλλά ευτυχώς αφήνουν ελεύθερη την είσοδό του. Ο εσωτερικός περίβολος είναι στολισμένος με αρκετά λουλούδια, αλλά τα κελιά των μοναχών έχουν μετατραπεί σε κατοικίες, όπου ζούν αρκετές οικογένειες. Το κεντρικό οικοδόμημα είναι ένα τυπογραφείο που ακόμα χρησιμοποιεί ξύλινα στοιχεία και παλιές τεχνικές τυπώματος. Κάποιοι εργάζονταν εκεί, αλλά δεν μου επέτρεψαν τη φωτογράφηση.
Στη βορειοδυτική γωνία της αυλής, βρίσκεται ένας μικρός ατμοσφαιρικός ναός, με ένα νεαρό, ευγενέστατο μοναχό, που μάλιστα τραβήχτηκε στην άκρη για να μπορέσω να φωτογραφίσω καλύτερα το εσωτερικό του ναού.
Η συνέχεια της βόλτας με έφερε σε ένα στενό απέναντι από το μοναστήρι. Μετά από λίγα μέτρα συνάντησα ένα εκπληκτικό καφέ και έκανα μία στάση για τσάι. Ακριβώς δίπλα στο καφέ βρίσκεται το μοναδικό boutique ξενοδοχείο της πόλης το House of Shambhala. Το πρώτο που σε εντυπωσιάζει είναι οι πορτοκαλί τοίχοι του και η ξυλόγλυπτη ζωγραφισμένοι πόρτα του. Μπήκα μέσα και τράβηξα μερικές φωτογραφίες, ενώ είδα και ένα δωμάτιο του. Όλα ήσαν πραγματικά πανέμορφα και μόλις έφυγα, άρχισε αμέσως να με τριγυρνά η ιδέα να μείνω στο ξενοδοχείο αυτό.
Κατόπιν πέρασα από σοκάκια, γεμάτα με μικρομάγαζα, που πολλά από αυτά έφτιαχναν έπιπλα, ξυλόγλυπτες μάσκες, αγάλματα, σημαίες προσευχής κλπ. Δεν έχασα την ευκαιρία να αγοράσω ένα πήλινο άγαλμα του Βούδα, κομψά ζωγραφισμένο και ντυμένο. Η τιμή του, αν και δεν τη θυμάμαι, ήταν υπερβολικά χαμηλή, μιας και η περιοχή αυτή είναι έξω από τα «τουριστικά μονοπάτια».
Μετά χάθηκα για λίγο μέσα στα στενά, αλλά μια ντόπια κυρία, με οδήγησε στο ναό του Karmashar, που κάποτε ήταν το σπίτι του ομώνυμου, κύριου, μάντη της Λάσα. Μέσα στο ναό υπάρχει το άγαλμά του, διακοσμημένο με βραχιόλα, χάντρες κλπ, και κάποιες ωραίες τοιχογραφίες στους επάνω τοίχους.
Πιο κάτω βρέθηκα στη μουσουλμανική συνοικία. Εδώ ζουν οι περίπου 2.000 μουσουλμάνοι της πόλης. Είναι κυρίως έμποροι και είναι μια δυναμική κοινότητα. Κέντρο της συνοικίας είναι ένας μικρός σε μήκος αλλά σχετικά πλατύς δρόμος, γεμάτος με εμπορικά μαγαζιά και φυσικά το τζαμί, στο οποίο όμως δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε αλλόθρησκους.
Στη συνέχεια έστριψα προς τα δυτικά και ο δρόμος με οδήγησε στο μικρό, γυναικείο μοναστήρι Ani Sangkhung. Πρόκειται για παλιό μοναστήρι του 15ου αιώνα, που οι καλόγριες έχουν πολύ περιποιημένο, με μια αυλή γεμάτη λουλούδια και ένα εξαιρετικό τεϊοποτείο, που ήταν γεμάτο κόσμο. Διαθέτει και ένα μικρό μαγαζί με διάφορα χειροτεχνήματα των καλογριών και αγόρασα κάτι για αναμνηστικό.
Πιο κάτω στο δρόμο μου και αφού πέρασα άλλο ένα τζαμί συνάντησα ένα ακόμα ναό, τον Lho Rigsum Lhakhang. Πρόκειται για ένα μικρό ναό, μετόχι ενός άλλου μεγάλου μοναστηριού, του Ganden και έχει μια μικρή εσωτερική «κόρα». Ο μοναχός που επέβλεπε και φρόντιζε το ναό, ήταν ένας γελαστός και ευχάριστος άνθρωπος, που όχι μόνο μου επέτρεψε να φωτογραφίσω εσωτερικά το ναό, αλλά με ρώταγε μέχρι και το που ήθελα να κάτσει, για να βγάλω καλύτερες πόζες!
Μετά το ναό ακολούθησα βόρεια κατεύθυνση και περνώντας από διάφορα εμπορικά δρομάκια και με τον κόσμο να αυξάνεται, βρέθηκα στη νοτιο-ανατολική γωνία της «κόρα» του Jokhang. Έκανα μια στάση σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο και δοκίμασα μια συνταγή με γλώσσες από γιακ και μια περίεργη σάλτσα. Μάλλον δεν έκανα καλή επιλογή φαγητού, αλλά τουλάχιστον είχα ωραία θέα από τη ταράτσα.
Μετά το μικρό διάλλειμα συνέχισα τη «κόρα» μέχρι τη πλατεία Barkhor, περιεργαζόμενος τους πάγκους των μικροπωλητών και τα πολλά καταστήματα που υπάρχουν εκεί. Το σούρουπο ερχόταν, ώρα σχόλης, κυρίως για τους γεροντότερους, που σε μικρές παρέες έπαιζαν ένα παιχνίδι με ζάρια σε ένα πλάτωμα της «κόρα».
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο πήρα την απόφαση να πάω να μείνω δύο βράδια στο House of Shambhala. Επειδή όμως υπάρχει μια «γραφειοκρατία» από τις αρχές, ακόμα και στο κλείσιμο ενός δωματίου, ανέλαβε ο Tenpa να τακτοποιήσει το θέμα και επάξια κέρδισε ένα καλό φιλοδώρημα. Έτσι στις 19.00 ήμουν στο νέο ξενοδοχείο μου. Ο συγκάτοικός μου, ο Χρήστος Γ, δεν θέλησε να με ακολουθήσει και έτσι πήγα μόνος.
Λίγο αργότερα βρεθήκαμε οι περισσότεροι σε ένα εστιατόριο και αργότερα με το Χρήστο τυχαία βρήκαμε ένα μπαράκι με ένα πολύ καλό κιθαρίστα, που τραγουδούσε κινέζικες μπαλάντες. Κατά τις 22.00 χωρίσαμε και πήγαμε για ύπνο.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο (4/10), σηκώθηκα νωρίς σχετικά και περιεργάστηκα το δωμάτιό μου. Ήταν δίχωρο βαμμένο κυρίως με πορτοκαλί και καφέ ώχρα αλλά και με άλλες χρωματικές πινελιές. Στο σκέπασμα του κρεβατιού, ήταν ραμμένες διακοσμητικές πέτρες, από πάνω κουνουπιέρα, ενώ υπήρχε και ένας μεγάλος καναπές ντυμένος με ζεστά καλύμματα. Υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο και μια ανάλογη ντουλάπα, όλα παλαιά αλλά συντηρημένα έπιπλα. Τα φωτιστικά μπρούτζινα με πολλές ρυθμίσεις που πράγματι με μπέρδεψαν μέχρι να τις μάθω. Το μπάνιο δίχωρο κι’ αυτό, με καλλυντικά σε θαυμάσιες πήλινες συσκευασίες και τσατσάρα από κόκαλο γιακ. Σε ειδική θήκη υπήρχαν και δυο φιάλες οξυγόνου για όσους τυχόν είχαν προβλήματα με το μεγάλο υψόμετρο.
Για πρωινό ανέβηκα στην αίθουσα στο τρίτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείο. Και αυτός ο χώρος άψογα διακοσμημένος, με ξύλινα έπιπλα και μπρούτζινα διακοσμητικά Το πρωινό μάλλον μικρό αλλά πολύ καλά σερβιρισμένο. Γενικά δεν μετάνιωσα ούτε κατά το ελάχιστο για την επίλογή μου και φυσικά θα έμενα πάλι σε αυτό αν ξαναπήγαινα στη Λάσα.
Στις 09.00 πήγα στο άλλο ξενοδοχείο και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για να συναντηθούμε με τον Tenpa, έξω από το ναό Jokhang. Μας έγινε μία ξενάγηση στο ναό, η οποία ήταν σύντομη, γιατί η είσοδος σε αλλόθρησκους επιτρέπεται για μικρό χρονικό διάστημα, μιας και ο ναός χρησιμοποιείται συνεχώς για τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών. Εξαιρετική θέα προς τη πλατεία Barkhor και τη Ποτάλα, προσφέρει ο εξώστης. Μέσα στο ναό απαγορευόταν η φωτογράφηση.
Μετά το ναό πήγαμε στη δυτική πλευρά της πόλης για να επισκεφθούμε το θερινό παλάτι του Δαλάι Λάμα, τη Norbulinka. Στην ουσία πρόκειται για ένα μεγάλο κήπο με μερικά κτίρια και ένα ναό. Συγκριτικά με τα άλλα αξιοθέατα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς κάναμε μια ωριαία βόλτα ανάμεσα στα δένδρα.
Μεσημεράκι πλέον το λεωφορείο μας άφησε κάτω από την Ποτάλα και έχοντας πλέον ελεύθερο πρόγραμμα σκορπιστήκαμε στη πόλη. Πριν γίνει αυτό φάγαμε κάτι πρόχειρο σε ένα κινέζικο εστιατόριο, στο οποίο τρομάξαμε να συνεννοηθούμε μιας και δεν γνώριζαν Αγγλικά και οι κατάλογοι ήσαν γραμμένοι στα Κινέζικά. Τελικά με νοήματα, αφού μας έβαλαν στη κουζίνα, τους δείχναμε τι περίπου θέλαμε να φάμε, και είναι αλήθεια ότι γελάσαμε πολύ όλοι με το σκηνικό αυτό.
Μετά το εστιατόριο σκορπίσαμε και μόνος πλέον έκανα τη «κόρα» της Ποτάλα, φωτογραφίζοντας κάποια καλά σημεία της περιοχής. Μετά άρχισα να ψάχνω στην αγορά να βρω μια μπαταρία για το κινητό μου, γιατί ο φορτιστής που είχα αγοράσει τη προηγούμενη ημέρα, μου έκαψε αυτή που ήδη είχα. Τυχαία συνάντησα τους Γρηγόρη, Νίκο και Χρήστο Γ. και ο τελευταίος είχε δεί ένα μαγαζί που είχε μπαταρίες. Όλοι μαζί πήγαμε μέχρι εκεί, αλλά τελικά δεν είχαν αυτό που ήθελαν. Μάλιστα επειδή είχαμε πρόβλημα συνεννόησης, στα Αγγλικά, τρεις πιτσιρίκες όχι μόνο ανέλαβαν χρέη μεταφραστή, αλλά θέλησαν να μας πάνε σε άλλο κατάστημα που πιθανώς θα είχε μπαταρία.
Εν τω μεταξύ ο Χρήστος έφυγε και οι τρεις μας με τις νεαρές συνεχίσαμε σε ένα άλλο εμπορικό δρόμο για το κατάστημα που θέλαμε. Οι μικρές σπούδαζαν σε κάποιο κολέγιο Αγγλική γλώσσα και επιδίωκαν επαφές με ξένους για να μιλούν τη γλώσσα.
Σε λίγη ώρα φτάσαμε σε ένα μεγάλο κατάστημα, που τελικά ούτε εκεί είχε τη μπαταρία που έψαχνα, αλλά μια πωλήτρια μετά από ένα τηλεφώνημα που έκανε, μου είπε να περιμένω, πήρε το μηχανάκι της, κάπου πήγε και μετά από είκοσι λεπτά, γύρισε έχοντας αυτό που έψαχνα. Φεύγοντας για να ευχαριστήσουμε τις τρεις νεαρές, τις πήγαμε σε μια καφετέρια να τις κεράσουμε κάτι. Βέβαια εκεί καταλάβαμε ότι μας κοιτούσε όλο το μαγαζί,(τι θέλαμε με τα δεκαπεντάχρονα!!) και γρήγορα με κάποια δικαιολογία και αφού τις ευχαριστήσαμε, φύγαμε.
Το βράδυ πήγαμε κάτω από τη Ποτάλα για φωτογράφηση, μιας και ο νυκτερινός φωτισμός του παλατιού είναι εκπληκτικός, ενώ στη πλατεία τα μεγάφωνα έπαιζαν κλασσική μουσική και το μεγάλο συντριβάνι «χόρευε» στο ρυθμό, αλλάζοντας συνεχώς φωτισμό. Πραγματικά ήταν πολύ ωραίο θέαμα.
Η ώρα όμως κόντευε να πάει 21.30 και το κρύο ήταν αρκετό. Έτσι οι περισσότεροι πήγαμε για ένα ποτό στο μπαράκι που είχαμε πάει το προηγούμενο βράδι. Κατά τις 23.30 αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο σε μια πλανόδια ψησταριά έξω από το μπαρ, τραβήξαμε για τα δωμάτια μας.
Κυριακή (5/10). Τελευταία μέρα στη Λάσα και μάζεψα τα πράγματά μου από το ξενοδοχείο που έμενα και γύρισα στο άλλο που έμενε η υπόλοιπη παρέα. Συναντηθήκαμε εκεί με τον Tenpa και κατά τις 10.30 πήγαμε στη Ποτάλα για ξενάγηση. Περιμέναμε λίγο μιας και η διαδικασία εισόδου είναι αυστηρή και τα χρονοδιαγράμματα τηρούνται αυστηρά. Η παρουσία φυλάκων και αστυνομικών συνεχής και η φωτογράφηση απαγορευόταν στο εσωτερικό. Μη ξεχνάμε ότι η Ποτάλα είναι σημείο – σύμβολο για τους Θιβετιανούς, μιας και εκεί ήταν, μέχρι την εκδίωξή του από τους Κινέζους, η κατοικία του Δαλάι Λάμα. Έτσι αν και δεν είναι ναός, έχει μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος για το λαό και έτσι οι αρχές έχουν πάρει αυστηρά μέτρα.
Βρίσκεται στη κορυφή, ή μάλλον καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος, του 130 μέτρων ύψους, Marpo Ri (= Κόκκινος λόφος) και έχει θέα σε όλη τη πόλη. Τη τοποθεσία διάλεξε για να κατοικήσει ο βασιλιάς Songtsen Gampo στα μέσα του 7ου αι. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πώς ήταν το παλάτι αυτό, αλλά πρέπει να εντυπωσίασε τον 5ο Δαλάι Λάμα που άρχισε να χτίζει ένα νέο κτίριο στη θέση του παλιού, το 1645. Το έργο τελείωσε μετά από τρία χρόνια και η κυβέρνηση πλέον, έφυγε από το μοναστήρι Drepung και εγκαταστάθηκε εδώ.
Το εννέα ορόφων κτίριο, λεγόταν Karo Potrang (=λευκό παλάτι) από το χρώμα των τοίχων του, και το διατηρεί μέχρι και σήμερα. Το Marpo Potrang (=κόκκινο παλάτι) άρχισε να χτίζεται στη συνέχεια από τον ίδιο Δαλάι Λάμα, επάνω από το λευκό παλάτι και ολοκληρώθηκε το 1694, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο οποίος κρατήθηκε μυστικός(!!!), για να τελειώσει το κτίσιμο και να ταφεί εκεί. Το όνομα Ποτάλα, σημαίνει Παράδεισος.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν η αποκλειστική κατοικία των Δαλάι Λάμα, αλλά και των κυβερνήσεων της χώρας. Στη συνέχεια χτίστηκε η Norbulinka, (το θερινό παλάτι) και έτσι η Ποτάλα έγινε το χειμερινό παλάτι. Έχει περί τα 1000 δωμάτια και αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο κόσμο. Το 1959 βομβαρδίστηκε από τους Κινέζους, κατά την εξέγερση των Θιβετιανών, αλλά ευτυχώς οι ζημιές ήταν μικρές. Για το κοινό άνοιξε το 1980 και οι εργασίες συντήρησης και επισκευών τελείωσαν το 1995, κόστισαν δε 4 εκατομμύρια δολάρια.
Η ξενάγηση κράτησε περί τη 11/2 ώρα και επιτρέπεται σε ένα μικρό τμήμα του κτιρίου. Πάντως είναι κοπιαστική μιας και συνεχώς ανεβαίνεις σκαλοπάτια. Περάσαμε από διάφορα δωμάτια, μερικά με γνωστά θέματα από ταινίες του κινηματογράφου, όπως το «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» κλπ. Από μια ταράτσα, ψηλά, στο κόκκινο παλάτι είχαμε εξαιρετική θέα προς τη πόλη.
Το υπόλοιπο της ημέρας το αναλώσαμε, οι περισσότεροι σε ψώνια. Μετά από υπόδειξη του Χρήστου Γ. πήγα σε ένα μαγαζί με κοσμήματα και αγόρασα για την οικογένεια, κοσμήματα με ημιπολύτιμους λίθους καθώς και δυο διακοσμητικά μπουκαλάκια, ζωγραφισμένα με το χέρι από μέσα, με μία εξαιρετική τεχνική. Σε άλλο κατάστημα βρήκα παραδοσιακές κινέζικες στολές και αγόρασα μια σειρά για τα κορίτσια στο σπίτι. Τέλος σε κάποια μικρομάγαζα στη πλατεία Barkhor, πήρα ακόμα μερικά κοσμήματα σε σκαλιστή πέτρα και κόκαλο γιακ. Αυτές ήταν και οι αγορές μου στη Λάσα. Το βράδυ, μετά το δείπνο σε ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο, ασχοληθήκαμε με την τακτοποίηση των σάκων μας και νωρίς σχετικά πέσαμε για ύπνο.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ...
Attachments
-
18,5 KB Προβολές: 407
Last edited by a moderator: